Language of document : ECLI:EU:T:2007:295

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2007 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Μέτρα μετατροπής ποικιλιών οιναμπέλου – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις εν μέρει συμβατές και εν μέρει ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Παραδεκτό – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Εκτίμηση από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 1, EΚ»

Στην υπόθεση T‑136/05,

EARL Salvat père & fils, με έδρα το Saint-Paul-de-Fenouillet (Γαλλία),

Comité interprofessionnel des vins doux naturels et vins de liqueur à appellations contrôlées (CIVDN), με έδρα το Perpignan (Γαλλία),

Comité national des interprofessions des vins à appellation d’origine (CNIV), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία),

εκπροσωπούμενες από τους H. Calvet και O. Billard, avocats,

προσφεύγουσες,

υποστηριζόμενες από τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τον G. de Bergues,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον C. Giolito και την A. Stobiecka-Kuik,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, της αποφάσεως 2007/253/EΚ της Επιτροπής, της 19ης Ιανουαρίου 2005, όσον αφορά το σχέδιο Rivesaltes και τα τέλη υπέρ τρίτων CIVDN που εφάρμοσε η Γαλλία (ΕΕ L 112, σ. 1),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Βηλαρά, πρόεδρο, F. Dehousse και D. Šváby, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Νοεμβρίου 2006,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Κατόπιν καταγγελίας, η Επιτροπή ζήτησε από τις γαλλικές αρχές, τον Ιούλιο του 1999, πληροφορίες σχετικά με διάφορα μέτρα μετατροπής ποικιλιών οιναμπέλου που είναι γνωστά με το όνομα «σχέδιο Rivesaltes». Δεδομένου ότι τα επίμαχα μέτρα εφαρμόστηκαν χωρίς προηγούμενη έγκριση ή κοινοποίηση εκ μέρους της Επιτροπής, καταχωρίσθηκαν στο μητρώο των μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων με αριθμό NN 139/2002.

2        Με έγγραφο της 21ης Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή ανακοίνωσε στη Γαλλική Δημοκρατία την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ όσον αφορά την εν λόγω ενίσχυση. Με κοινοποίηση δημοσιευθείσα στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 5 Απριλίου 2003, η Επιτροπή κάλεσε τους ενδιαφερομένους να υποβάλουν παρατηρήσεις όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ (ΕΕ C 82, σ. 2). Οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους με έγγραφα της 16ης και της 18ης Ιουνίου 2003, καθώς και με έγγραφο της 10ης Σεπτεμβρίου 2004 που απεστάλη προς απάντηση στις παρατηρήσεις του καταγγέλλοντος.

 Προσβαλλόμενη απόφαση

3        Με απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 2005, όσον αφορά το σχέδιο Rivesaltes και τα τέλη υπέρ τρίτων της comité interprofessionnel des vins doux naturels et vins de liqueur à appellations contrôlées (CIVDN) που εφάρμοσε η Γαλλία, η Επιτροπή αποφάνθηκε επί της νομιμότητας διαφόρων μέτρων που έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία σχετικά με την παραγωγή φυσικών γλυκών οίνων της περιοχής των Ανατολικών Πυρηναίων (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Επίμαχα μέτρα

4        Λόγω δυσχερειών κατά τη διάθεση στο εμπόριο προϊόντων της ονομασίας «Rivesaltes», καταρτίστηκε το 1996 ομώνυμο σχέδιο. Το σχέδιο αυτό είχε ως σκοπό, σύμφωνα με την έκτη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, την αντικατάσταση, κατόπιν εκριζώσεως και φυτεύσεως νέων ποικιλιών οιναμπέλου υψηλής ποιότητας, μέρους της παραγωγής φυσικών γλυκών οίνων της οικείας περιοχής. Για την αίσια περάτωση αυτού του σχεδίου, οι παραγωγοί είχαν πρόσβαση, μέχρι τον Αύγουστο του 2000, σε δύο είδη ενισχύσεων, ήτοι σε «πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας» και σε «ενίσχυση για μετατροπή». Προβλέφθηκε επίσης η άσκηση «δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας».

–       Πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας

5        Με την απόφαση 96-1, της 9ης Ιουλίου 1996, η CIVDN καθιέρωσε μια διεπαγγελματική εισφορά για τη χρηματοδότηση του σχεδίου Rivesaltes. Η εισφορά ύψους 50 γαλλικών φράγκων (FRF) ανά εκατόλιτρο παραγόμενο στην οικεία περιοχή είχε ως στόχο να χρηματοδοτήσει τη χορήγηση πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας για όλα τα αμπελοτεμάχια τα οποία το 1995 παρήγαγαν Rivesaltes ή Grand-Roussillon και από το 1996 μέχρι και το 2000 θα παρήγαν επιτραπέζιο οίνο ή τοπικούς οίνους. Η πριμοδότηση για την παύση της καλλιέργειας χορηγήθηκε στους παραγωγούς που δεσμεύτηκαν να μη διεκδικήσουν την ελεγχόμενη ονομασία προελεύσεως (ΕΟΠ) «Rivesaltes» ή «Grand-roussillon» για πέντε έτη. Η πριμοδότηση αυτή δεν συνεπαγόταν παύση της παραγωγής ή μείωσή της, αλλά λειτουργούσε απλώς ως αντιστάθμισμα της χρήσεως της παραγωγής πέραν της ΕΟΠ. Το ποσό της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας ανερχόταν σε 5000 FRF ετησίως ανά εκτάριο αποσυρόμενο από την παραγωγή (όγδοη έως ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–       Ενίσχυση για μετατροπή

6        Το σχέδιο Rivesaltes, όπως θεσπίστηκε το 1996, προέβλεπε επίσης ενίσχυση ύψους 25 000 FRF ανά εκτάριο για τη μετατροπή σε ΕΟΠ «Muscat-de-Rivesaltes» και ενίσχυση ύψους 40 000 FRF ανά εκτάριο για τη μετατροπή σε ΕΟΠ «Côtes-du-Roussillon-Villages» και σε τοπικούς οίνους (15η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η ενίσχυση αυτή χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το Δημόσιο (17η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–       Δραστηριότητες διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας

7        Με την απόφαση 97-9 της 29ης Δεκεμβρίου 1997, η CIVDN καθιέρωσε, από 1ης Ιανουαρίου 1998, διεπαγγελματική εισφορά με σκοπό τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας υπέρ των ακόλουθων ΕΟΠ: «Rivesaltes», «Grand-Roussillon», «Muscat-de-Rivesaltes» και «Banyuls» (19η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι εισφορές αυτές κυμαίνονταν, ανάλογα με την ΕΟΠ, μεταξύ 25 FRF και 50 FRF ανά εκατόλιτρο (20ή αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, με την απόφαση 98-1 της 10ης Ιουλίου 1998, η CIVDN καθιέρωσε, από 1ης Σεπτεμβρίου 1998, το ίδιο είδος διεπαγγελματικής εισφοράς για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας υπέρ των ακόλουθων ΕΟΠ: «Rivesaltes», «Grand-Roussillon» και «Maury» (22η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι δύο αυτές εισφορές καταργήθηκαν με την απόφαση 99-1, της 17ης Δεκεμβρίου 1999, με την οποία η CIVDN καθιέρωσε διεπαγγελματική εισφορά για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας υπέρ των ακόλουθων ΕΟΠ: «Banyuls», «Banyuls Grand-Cru», «Muscat-de-Rivesaltes», «Rivesaltes», «Grand-Roussillon» και «Maury» (25η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η εισφορά αυτή συνεχίσθηκε, με μικρές τροποποιήσεις, με την απόφαση 00-1 (28η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Νομική εκτίμηση στην προσβαλλόμενη απόφαση

8        Με τη νομική εκτίμησή της, η Επιτροπή εξετάζει καταρχάς την ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος χρηματοδοτούμενου με κρατικούς πόρους. Όσον αφορά τη φύση των εισφορών εν προκειμένω, επισημαίνει ότι πρόκειται για φόρους υπέρ τρίτων, δηλαδή για δημόσιους πόρους (74η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι τα επίμαχα μέτρα συνιστούν «οικονομικό πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους, το οποίο τους αναγνωρίζεται και από το οποίο δεν μπορούν να επωφεληθούν άλλοι οικονομικοί φορείς, και το οποίο νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις και ορισμένους κλάδους παραγωγής, στο μέτρο που είναι ικανό να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών». Ως εκ τούτου, κατά την Επιτροπή, τα μέτρα αυτά αποτελούν ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (82η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Στο πλαίσιο της εξετάσεως της συμβατότητας των ενισχύσεων με την κοινή αγορά, η Επιτροπή αποκλείει καταρχάς την εφαρμογή, εν προκειμένω, των προβλεπόμενων στο άρθρο 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ εξαιρέσεων από τη γενική αρχή του ασυμβίβαστου των κρατικών ενισχύσεων με τη Συνθήκη (83η έως 86η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Ακολούθως, διαπιστώνει ότι, δεδομένου ότι τα μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή από τη Γαλλική Δημοκρατία περιέχουν στοιχεία κρατικής ενισχύσεως, πρόκειται για νέες ενισχύσεις μη κοινοποιηθείσες στην Επιτροπή και, ως εκ τούτου, παράνομες κατά την έννοια της Συνθήκης (88η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Η Επιτροπή, περαιτέρω, προκειμένου να καταλήξει σε οριστικό συμπέρασμα, αναλύει κάθε μέτρο υπό το πρίσμα των ισχυουσών διατάξεων και ιδίως εκείνων που διέπουν την κοινή οργάνωση της επίμαχης αγοράς, καθώς τη χρηματοδότηση των ενισχύσεων (95η έως 127η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

 Διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως

13      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

1.      Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η [Γαλλική Δημοκρατία] υπό μορφή “πριμοδότησης για παύση καλλιέργειας” στους Γάλλους αμπελοκαλλιεργητές, οι οποίοι δεσμεύτηκαν να μη διεκδικήσουν την [ΕΟΠ] “Rivesaltes” ή “Grand-Roussillon” από τη συγκομιδή του 1996 έως και τη συγκομιδή του 2000, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

2.      Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η [Γαλλική Δημοκρατία] υπό μορφή σχεδίου μετατροπής των αμπελώνων ΕΟΠ «Rivesaltes», από τη συγκομιδή του 1996 έως και τη συγκομιδή του 2000, καθ’ υπέρβαση του 30 % του πραγματικού κόστους και/ή του ορίου των 5 030,82 ευρώ/εκτάριο (33 000 FRF/εκτάριο), σε μεμονωμένες περιπτώσεις, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

3.      Η κρατική ενίσχυση που χορήγησε η [Γαλλική Δημοκρατία], από την 1η Ιανουαρίου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, υπό μορφή [δραστηριοτήτων] διαφήμισης και προώθησης και λειτουργίας υπέρ των ΕΟΠ “Rivesaltes”, “Grand-Roussillon”, “Muscat-de-Rivesaltes” και “Banyuls”, συμβιβάζεται με την κοινή αγορά βάσει του άρθρου 87, παράγραφος 3, στοιχείο γ΄, της Συνθήκης.

Άρθρο 2

Η [Γαλλική Δημοκρατία] λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα ώστε να ανακτήσει από τους [λαβόντες] τις ενισχύσεις που είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2. Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, εφόσον επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Οι ανακτώμενες ενισχύσεις περιλαμβάνουν τόκους από τον χρόνο κατά τον οποίο τέθηκαν στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι τον χρόνο της πραγματικής τους ανάκτησης. Οι τόκοι αυτοί υπολογίζονται βάσει του επιτοκίου αναφοράς της Επιτροπής, που προβλέπεται από τη μέθοδο καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης.

2.      Για τους σκοπούς της ανάκτησης των ενισχύσεων που είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά. οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, η [Γαλλική Δημοκρατία] ενημερώνει την Επιτροπή για το συνολικό ποσό των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο του εν λόγω μέτρου καθώς και για τη χρηματοδότησή του, συμπεριλαμβανομένου του συνολικού ποσού των εσόδων της διεπαγγελματικής εισφοράς που δημιουργήθηκε προς τον σκοπό αυτό και του αριθμού εκταρίων για τα οποία χορηγήθηκε η “πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας”.

Άρθρο 3

Η [Γαλλική Δημοκρατία] ενημερώνει την Επιτροπή εντός προθεσμίας δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης σχετικά με τα μέτρα που έλαβε για να συμμορφωθεί με αυτήν.

Άρθρο 4

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Μαρτίου 2005, η αστική εταιρία περιορισμένης ευθύνης για τη γεωργική εκμετάλλευση (société civile d’exploitation agricole à responsabilité limitée) (EARL) Salvat père & fils (στο εξής: Salvat), η CIVDN και η Comité national des interprofessions des vins d’appellation d’origine (CNIV) άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

15      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη, χωρίς να εισέλθει στην ουσία, και να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

17      Με διάταξη του προέδρου του πέμπτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 22ας Σεπτεμβρίου 2005, επετράπη η παρέμβαση της Γαλλικής Δημοκρατίας προς στήριξη των αιτημάτων των προσφευγουσών. Με έγγραφο της 26ης Οκτωβρίου 2005, η Γαλλική Κυβέρνηση επισήμανε ότι δεν επιθυμούσε να αποφανθεί επί του παραδεκτού και ότι, στο στάδιο αυτό, δεν επρόκειτο να υποβάλει υπόμνημα παρεμβάσεως στην υπό κρίση υπόθεση.

18      Με διάταξη της 13ης Δεκεμβρίου 2005, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να εξετάσει την ένσταση απαραδέκτου από κοινού με την ουσία της διαφοράς και επιφυλάχθηκε ως προς τα δικαστικά έξοδα.

19      Με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Γαλλική Δημοκρατία δεν κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως επί της ουσίας εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Αφού ενημερώθηκε από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου σχετικά με την ημερομηνία διεξαγωγής της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, ανακοίνωσε επίσης, με έγγραφο της 25ης Οκτωβρίου 2006, ότι δεν επρόκειτο να παραστεί σε αυτή.

21      Οι διάδικοι ανέπτυξαν προφορικώς τις απόψεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Νοεμβρίου 2006.

 Επί του παραδεκτού

22      Η Επιτροπή προβάλλει, πρώτον, την έλλειψη εννόμου συμφέροντος της CIVDN να βάλει κατά των δύο επίμαχων διατάξεων, λόγω της διαλύσεώς της. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι οι προσφεύγουσες δεν έχουν έννομο συμφέρον να βάλουν κατά του άρθρου 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τρίτον, αμφισβητεί ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά.

 Επί του εννόμου συμφέροντος της CIVDN να βάλει κατά των δύο προσβαλλομένων διατάξεων, δεδομένης της διαλύσεώς της

 Επιχειρήματα των διαδίκων

23      Κατά την Επιτροπή, η CIVDN εκκαθαρίστηκε και διαλύθηκε με την από 20 Δεκεμβρίου 2000 απόφαση της γενικής συνελεύσεώς της και αντικαταστάθηκε από το Conseil interprofessionnel des vins de Roussillon (CIVR). Η Επιτροπή επισημαίνει ότι είχε ενημερωθεί για τη διάλυση της CIVDN με επιστολές της 14ης Δεκεμβρίου 2000 και της 6ης Δεκεμβρίου 2001 (48η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως).

24      Η CIVDN υποστηρίζει ότι ιδρύθηκε με τον νόμο 200, της 2ας Απριλίου 1943, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει. Βεβαίως, η διάταξη 2005‑554, της 26ης Μαΐου 2005 (JORF 122, της 27ης Μαΐου 2005), προβλέπει ότι η διάλυση της CIVDN θα πραγματοποιηθεί υπό τους όρους της υπουργικής αποφάσεως. Η προσφεύγουσα προσθέτει, ωστόσο, ότι, μολονότι είναι αληθές ότι με τη διυπουργική απόφαση της 9ης Αυγούστου 2005 (JORF 201, της 30ής Αυγούστου 2005) κινήθηκε διαδικασία εκκαθαρίσεως και ορίστηκε εκκαθαριστής, εντούτοις η CIVDN εξακολουθεί να υφίσταται ως νομικό πρόσωπο μέχρι τη διάλυσή της. Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη 2005‑554 και η διυπουργική απόφαση της 9ης Αυγούστου 2005 δεν μπορούν να στερήσουν αναδρομικώς από τη CIVDN τη νομική προσωπικότητά της, την οποία οπωσδήποτε έπρεπε να διαθέτει κατά την άσκηση της υπό κρίση προσφυγής, ήτοι στις 30 Μαρτίου 2005

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

25      Το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι από τα πρακτικά της γενικής συνελεύσεως της CIVDN που διεξήχθη στις 20 Δεκεμβρίου 2000 προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι η CIVR θα αντικαταστήσει από 1ης Ιανουαρίου 2001 τις πρώην διεπαγγελματικές οργανώσεις, οι συνθήκες εκκαθαρίσεως της CIVDN πρέπει να καθορισθούν βάσει σχετικού χρονοδιαγράμματος.

26      Πάντως, από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την Επιτροπή, προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, η CIVDN δεν διαλύθηκε τον Δεκέμβριο του 2000, καθόσον η διάλυσή της προβλέφθηκε με τη διάταξη 2005‑554, και ότι οι λεπτομέρειες της διαλύσεως καθορίζονται με τη διυπουργική απόφαση της 9ης Αυγούστου 2005. Επίσης, η CIVDN δεν απώλεσε, στο πλαίσιο αυτό, ούτε την ικανότητα διαδίκου.

27      Συνεπώς, κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, η CIVDN ήταν νομικό πρόσωπο με ικανότητα διαδίκου, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι έκτοτε απώλεσε την ικανότητα αυτή. Ως εκ τούτου, κακώς η Επιτροπή αμφισβητεί την ικανότητα διαδίκου της CIVDN επικαλούμενη τη διάλυσή της.

 Επί της ελλείψεως εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών να βάλουν κατά του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

28      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως δεν βλάπτει τις προσφεύγουσες, στο μέτρο που τις δικαιώνει κηρύσσοντας την ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά. Προς στήριξη της απόψεώς της, η Επιτροπή επικαλείται τη διάταξη του Δικαστηρίου της 28ης Ιανουαρίου 2004, C‑164/02, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής (Συλλογή 2004, σ. I‑1177, σκέψεις 18 έως 25), και την απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Απριλίου 2005, T‑141/03, Sniace κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑1197, σκέψεις 25 επ.).

29      Σύμφωνα με την ανάλυση αυτή, η προσφυγή της CIVDN, ενώσεως επιφορτισμένης με καθήκοντα προασπίσεως των συλλογικών συμφερόντων των μελών της, είναι προδήλως απαράδεκτη, στο μέτρο που η επιτροπή αυτή εκπροσωπεί δικαιούχους ενισχύσεων οι οποίες κηρύχθηκαν συμβατές με την κοινή αγορά. Η CNIV θίγεται ακόμη λιγότερο από μια ευνοϊκή απόφαση για τους παραγωγούς φυσικών γλυκών οίνων.

30      Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι η απόφαση δεν αφορά τις εισφορές καθαυτές και ουδόλως σκοπεί στην εξομοίωσή τους με ενισχύσεις.

31      Οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι έχουν έννομο συμφέρον να βάλουν κατά της διατάξεως αυτής. Η νομολογία την οποία επικαλείται η Επιτροπή δεν καθιστά σε καμία περίπτωση δυνατό τον εξ ορισμού αποκλεισμό του παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που ασκεί δικαιούχος ενισχύσεως κατά αποφάσεως κηρύσσουσας την εν λόγω ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά. Η αναγνώριση της συμβατότητας δεν απαλλάσσει το Πρωτοδικείο από την εξέταση του κατά πόσον η εκτίμηση της Επιτροπής παράγει, εν προκειμένω, δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα των προσφευγουσών. Αντιθέτως προς την περίπτωση της προσφεύγουσας στην προαναφερθείσα στη σκέψη 28 απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, οι προσφεύγουσες, εν προκειμένω, αναφέρονται σε προσφυγές εκκρεμείς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

32      Συγκεκριμένα, κατά τις προσφεύγουσες, η CIVR, διάδοχος της CIVDN, υποχρεώθηκε να προσφύγει κατά ενός αμπελουργού, της επιχειρήσεως SCEA Marty, προκειμένου η επιχείρηση αυτή να της καταβάλει τις υποχρεωτικές εκούσιες εισφορές που της οφείλει. Με τα αιτήματα που υπέβαλε με το υπόμνημά της αντικρούσεως, η εν λόγω εταιρία ζητεί από το εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει ότι «οι υποχρεωτικές εκούσιες εισφορές των οποίων την καταβολή ζητεί η CIVR αποτελούν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια των άρθρων 87 [EΚ] και 88 [EΚ]». Συνεπώς, ο κίνδυνος ασκήσεως προσφυγών με σκοπό τον χαρακτηρισμό των υποχρεωτικών εκούσιων εισφορών ως κρατικών ενισχύσεων είναι, εν προκειμένω, δικαιολογημένος.

33      Η CIVDN έχει, επομένως, έννομο συμφέρον να βάλει κατά του άρθρου 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η διάταξη αυτή την εμποδίζει άμεσα να ασκήσει τις αρμοδιότητές της όπως προτίθεται να πράξει. Το ίδιο ισχύει για τη CNIV, λόγω του ότι ο χαρακτηρισμός της χρηματοδοτήσεως διεπαγγελματικών δραστηριοτήτων, μέσω της καταβολής υποχρεωτικών εκούσιων εισφορών, ως ενισχύσεως είναι ικανός να αποσταθεροποιήσει σοβαρά τη λειτουργία των διεπαγγελματικών οργανώσεων του αμπελοοινικού τομέα που αποτελούν μέλη της. Τούτο ισχύει και για τη Salvat, η οποία, ως μέλος διεπαγγελματικής οργανώσεως του αμπελοοινικού τομέα, επωφελείται όλων των διεπαγγελματικών δραστηριοτήτων που χρηματοδοτούνται μέσω των εν λόγω χαρακτηριζόμενων ως ενισχύσεων εισφορών.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

34      Στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού της υπό κρίση προσφυγής, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να επηρεάσουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας σαφώς την έννομη κατάστασή του (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 28 απόφαση Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, σκέψη 18, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Εξάλλου, προσφυγή ακυρώσεως που ασκείται από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνον εφόσον ο προσφεύγων αντλεί συμφέρον από την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως. Το συμφέρον αυτό πρέπει να είναι γεγενημένο και ενεστώς και εκτιμάται κατά την ημερομηνία ασκήσεως της προσφυγής (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 28 απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, σκέψη 25 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Όλοι οι διάδικοι επικαλούνται προς στήριξη της απόψεώς τους την προαναφερθείσα στη σκέψη 28 απόφαση Sniace κατά Επιτροπής.

36      Διαπιστώνεται ότι, με την απόφαση εκείνη, το Πρωτοδικείο δεν κήρυξε την προσφυγή απαράδεκτη στηριχθέν μόνο στο γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έκρινε την επίμαχη ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά. Αντιθέτως, το Πρωτοδικείο εξέτασε in concreto την κατάσταση της προσφεύγουσας. Το Πρωτοδικείο είχε κρίνει άλλωστε, με την απόφασή του της 30ής Ιανουαρίου 2002, T‑212/00, Nuove Industrie Molisane κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑347, σκέψη 38), ότι το γεγονός και μόνον ότι η προσβαλλόμενη στην υπόθεση εκείνη απόφαση κήρυξε την κοινοποιηθείσα ενίσχυση συμβατή με την κοινή αγορά και, συνεπώς, δεν έβλαπτε καταρχήν την προσφεύγουσα δεν συνεπαγόταν απαλλαγή του Πρωτοδικείου από την υποχρέωση να εξετάσει αν η εκτίμηση της Επιτροπής παρήγε δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας.

37      Συνεπώς, μολονότι το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως κηρύσσει συμβατή με την κοινή αγορά την κρατική ενίσχυση που εκτέλεσε η Γαλλική Δημοκρατία υπό μορφή δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας υπέρ ορισμένων ΕΟΠ, πρέπει να εξεταστεί αν η διάταξη αυτή θίγει τα συμφέροντα των προσφευγουσών.

38      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς των προσφευγουσών, η απόφαση δεν χαρακτηρίζει ως κρατική ενίσχυση τη χρηματοδότηση των επίμαχων δραστηριοτήτων μέσω της καταβολής διεπαγγελματικών εισφορών. Από το διατακτικό και τις αιτιολογικές σκέψεις της αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι ως κρατική ενίσχυση δεν χαρακτηρίστηκαν οι εισφορές, αλλά οι επίμαχες δραστηριότητες.

39      Η φύση των εισφορών εξετάζεται στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με τον ενδεχόμενο να αποτελούν κρατικούς πόρους. Με την 74η αιτιολογική σκέψη της αποφάσεως, η Επιτροπή ολοκληρώνει την εξέτασή της κρίνοντας ότι πρόκειται, εν προκειμένω, για φόρους υπέρ τρίτων, ήτοι για δημόσιους πόρους.

40      Βεβαίως, με την 134η αιτιολογική σκέψη, η προσβαλλόμενη απόφαση υπενθυμίζει την αρχή που έθεσε το Δικαστήριο με την απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2003, C‑261/01 και C‑262/01, Van Calster κ.λπ. (Συλλογή 2003, σ. I‑12249, σκέψεις 53 και 54), σύμφωνα με την οποία, οσάκις ένα μέτρο ενισχύσεως, ο τρόπος χρηματοδοτήσεως του οποίου αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ενισχύσεως, εφαρμόστηκε κατά παράβαση της υποχρεώσεως κοινοποιήσεως, τα εθνικά δικαστήρια υποχρεούνται, καταρχήν, να διατάξουν την επιστροφή των φόρων ή εισφορών που εισπράχθηκαν ειδικώς για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως αυτής. Η Επιτροπή δεν εξετάζει, ωστόσο, αν πληρούνται, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της εν λόγω αρχής. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, για να θεωρηθεί ένας φόρος ως αναπόσπαστο τμήμα μέτρου ενισχύσεως, πρέπει να υφίσταται αναγκαστική σχέση μεταξύ του φόρου και της ενισχύσεως βάσει της σχετικής εθνικής νομοθεσίας, υπό την έννοια ότι το προϊόν του φόρου πρέπει απαραιτήτως να προορίζεται για τη χρηματοδότηση της ενισχύσεως. Αν υφίσταται τέτοια σχέση, το προϊόν του φόρου επηρεάζει άμεσα το μέγεθος της ενισχύσεως και, κατά συνέπεια, την εκτίμηση της συμβατότητας της ενισχύσεως αυτής με την κοινή αγορά (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Οκτωβρίου 2005, C‑266/04 έως C‑270/04, C‑276/04 και C‑321/04 έως C‑325/04, Casino France κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑9481, σκέψη 40 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Από την προσβαλλόμενη απόφαση, πάντως, δεν προκύπτει η ύπαρξη, εν προκειμένω, αναγκαστικής σχέσεως μεταξύ του προϊόντος των εισφορών και του ποσού των καταβληθεισών ενισχύσεων και κανένα από τα στοιχεία που περιλαμβάνει η απόφαση δεν αποδεικνύει την εν λόγω σχέση. Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα εμπεριστατωμένο επιχείρημα προς απόδειξη της υπάρξεως της σχέσεως αυτής.

41      Δεύτερον, όσον αφορά τις εκκρεμείς ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων προσφυγές, τονίζεται ότι οι προσφεύγουσες, ενώ αφήνουν να εννοηθεί ότι πρόκειται για πολλές προσφυγές, παραθέτουν μόνο μία. Πρόκειται για την προσφυγή που άσκησε στις 6 Δεκεμβρίου 2004 η CIVR κατά της SCEA Marty ενώπιον του tribunal d’instance de Perpignan.

42      Επισημαίνεται ότι η διαφορά αυτή δεν αφορά την καταβολή ενισχύσεων υπό μορφή δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας κατά την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1998 μέχρι 31 Δεκεμβρίου 2000, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά τη μη καταβολή «υποχρεωτικών εκούσιων εισφορών» βάσει εκκαθαριστικού της 29ης Σεπτεμβρίου 2004. Εξάλλου, δεν αποδεικνύεται ότι οι οικείες εισφορές συνδέονται με την καταβολή των εν λόγω ενισχύσεων.

43      Οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν, επομένως, την ύπαρξη δικαιολογημένου κινδύνου προσβολής της νομικής καταστάσεώς τους από προσφυγές αφορώσες την κρατική ενίσχυση που εκτελέστηκε μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 1998 και 31ης Δεκεμβρίου 2000 υπό μορφή δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας.

44      Τρίτον και τελευταίον, το επιχείρημα που αντλείται από έλλειψη ασφάλειας δικαίου που δημιουργούν οι αμφισβητήσεις αυτές, με συνέπεια την πλήρη αποσταθεροποίηση της συνολικής λειτουργίας των διεπαγγελματικών οργανώσεων του τομέα, δεν είναι πειστικό ούτε ως προς το παρελθόν ούτε ως προς το μέλλον.

45      Όσον αφορά το παρελθόν, οι προσφεύγουσες επικαλέστηκαν μόνον τη διαφορά μεταξύ της CIVR και της SCEA Marty, η οποία, δεδομένου ότι αφορά τις εισφορές της επιχειρήσεως αυτής έναντι της εν λόγω επιτροπής, δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να αποσταθεροποιήσει ολόκληρο τον τομέα, αν γίνει δεκτό ότι σχετίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι προσφεύγουσες, εν πάση περιπτώσει, δεν προσκόμισαν κανένα στοιχείο δυνάμενο να αποδείξει το ενδεχόμενο αποσταθεροποιήσεως ή τον κίνδυνο που ενέχει για τη διεπαγγελματική οργάνωση ο χαρακτηρισμός των επίμαχων δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ως κρατικής ενισχύσεως.

46      Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, γεγονός που έλαβε υπόψη το Πρωτοδικείο, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν χαρακτηρίζει ως κρατικές ενισχύσεις τις εισφορές καθαυτές, οπότε δεν συνεπάγεται υποχρέωση επιστροφής των εισφορών στους καταβαλόντες. Η Επιτροπή δήλωσε ότι είναι έτοιμη να απευθύνει σχετικό έγγραφο στις προσφεύγουσες.

47      Όσον αφορά την ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση των μελλοντικών δραστηριοτήτων της διεπαγγελματικής οργανώσεως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να επικαλεστούν μελλοντικές και αβέβαιες καταστάσεις για να αποδείξουν ότι έχουν έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα στη σκέψη 28 απόφαση Sniace κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

48      Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι έχουν γεγενημένο και ενεστώς έννομο συμφέρον να βάλουν κατά του άρθρου 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συνεπώς, η προσφυγή τους πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, στο μέτρο που ζητείται η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών να βάλουν κατά του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

49      Κατά την Επιτροπή, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορά, επιπλέον, τις προσφεύγουσες «άμεσα και ατομικά». Εν προκειμένω, είναι αναμφισβήτητο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται στις προσφεύγουσες, αλλά στο γαλλικό Δημόσιο, οπότε πρέπει να αποδειχθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη, η οποία τυπικώς απευθύνεται σε κράτος μέλος, μπορεί να αφορά άμεσα και ατομικά καθεμία από τις τρεις προσφεύγουσες.

50      Η Επιτροπή τονίζει ότι, για να καθοριστούν οι προϋποθέσεις παραδεκτού των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από φυσικά ή νομικά πρόσωπα, επιβάλλεται η διάκριση μεταξύ των πράξεων γενικού περιεχομένου και των πράξεων ατομικού περιεχομένου. Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση αποτελεί πράξη γενικού περιεχομένου, καθόσον αφορά ένα καθεστώς ενισχύσεων το οποίο έχει εφαρμογή σε απροσδιόριστο και μη δυνάμενο να προσδιοριστεί αριθμό επιχειρήσεων, λαμβάνοντας υπόψη μόνον το αν εμπίπτουν σε αρκούντως ευρεία κατηγορία επιχειρήσεων παραγωγής φυσικών γλυκών οίνων.

51      Όσον αφορά τη Salvat, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν την αφορά ατομικά. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει γενικό χαρακτήρα, για να μπορέσει να αποκτήσει ατομικό χαρακτήρα ως προς την προσφεύγουσα, θα έπρεπε η προσφεύγουσα να μπορεί να επικαλεστεί ξεχωριστές ιδιότητες ή ιδιαίτερες περιστάσεις δυνάμενες να την εξατομικεύσουν σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο. Η περίπτωση αυτή όμως δεν συντρέχει. Η προσβαλλόμενη απόφαση είχε επιπτώσεις στην κατάσταση κάθε επιχειρήσεως στην οποία χορηγήθηκε πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας. Η απόφαση αυτή δεν έθιξε ειδικά δικαιώματα ορισμένων επιχειρήσεων διαφορετικά από εκείνα άλλων δικαιούχων ενισχύσεων επιχειρήσεων.

52      Η λύση αυτή επιβεβαιώνεται από διάφορες αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου και δεν αναιρείται από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2000, C‑15/98 και C‑105/99, Ιταλία και Sardegna Lines (Συλλογή 2000, σ. I‑8855, στο εξής: απόφαση Sardegna Lines), και της 29ης Απριλίου 2004, C‑298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑4087, στο εξής: απόφαση Alzetta).

53      Οι βαλλόμενες διατάξεις της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αφορούν ούτε άμεσα τη Salvat. Η μοναδική διάταξη που δύναται να αφορά άμεσα τις προσφεύγουσες και ειδικότερα τη Salvat είναι το άρθρο 2, το οποίο επιβάλλει στη Γαλλική Δημοκρατία την υποχρέωση ανακτήσεως των ασυμβίβαστων με την κοινή αγορά ενισχύσεων που αφορά το άρθρο 1. Καμία όμως από τις προσφεύγουσες δεν βάλει κατά του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

54      Το συμπέρασμα της Επιτροπής είναι ότι η Salvat δεν διαθέτει ξεχωριστές ιδιότητες ούτε βρίσκεται σε πραγματική κατάσταση που τη χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πραγματικό ή δυνητικό αποδέκτη του καθεστώτος που εφάρμοσε η Γαλλική Δημοκρατία. Συνεπώς, δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, EΚ, ώστε να προσφύγει ενώπιον του Πρωτοδικείου.

55      Όσον αφορά τη CIVDN, η προσφυγή της είναι, εν πάση περιπτώσει, απαράδεκτη, λόγω της πρόδηλης ελλείψεως ιδίου εννόμου συμφέροντος. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, προσφυγή ακυρώσεως ασκηθείσα από ένωση επιχειρήσεων η οποία δεν είναι αποδέκτης της προσβαλλομένης πράξεως είναι παραδεκτή όταν η ένωση έχει ίδιο έννομο συμφέρον, ιδίως διότι η θέση της ως διαπραγματευτή έχει θιγεί από την επίμαχη πράξη ή όταν η ένωση, ασκώντας την προσφυγή της, υποκατέστησε ένα ή περισσότερα από τα μέλη που εκπροσωπεί, υπό την προϋπόθεση ότι τα ίδια τα μέλη της ήταν σε θέση να ασκήσουν παραδεκτώς την προσφυγή. Αφενός, η CIVDN δεν προέβαλε κανένα ισχυρισμό διαφορετικό από εκείνους που προέβαλαν τα μέλη της. Ειδικότερα, είναι γεγονός ότι η επιτροπή αυτή δεν διαδραμάτισε κανένα ρόλο στη διοικητική διαδικασία. Αφετέρου, τα μέλη της, όπως η Salvat, δεν μπορούν να προσφύγουν παραδεκτώς, οπότε η CIVDN δεν μπορεί να προσφύγει παραδεκτώς υποκαθιστώντας τα μέλη της για τους ίδιους λόγους.

56      Όσον αφορά τη CNIV, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι απαρτίζεται από διεπαγγελματικές αμπελουργικές οργανώσεις οι οποίες αποτελούν ιδιωτικούς φορείς αναγνωριζόμενους από το κράτος. Κατά την Επιτροπή, τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη του απαραδέκτου της προσφυγής της CIVDN ισχύουν mutatis mutandis και a fortiori για τη CNIV. Συγκεκριμένα, στα μέλη της CNIV δεν συγκαταλέγονται δικαιούχοι των χορηγηθεισών με την προσβαλλόμενη απόφαση ενισχύσεων οι οποίοι θα μπορούσαν να ασκήσουν ατομικώς προσφυγή ακυρώσεως.

57      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, αντιθέτως, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά άμεσα και ατομικά.

58      Η Salvat υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόφαση την αφορά άμεσα, καθόσον η διαταγή ανακτήσεως που δόθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία με το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής θίγει την έννομη κατάστασή της. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, το γαλλικό Δημόσιο, δεδομένου ότι δεν έχει καμία εξουσία εκτιμήσεως, πρέπει να επιτύχει την επιστροφή της ατομικής ενισχύσεως από την επιχείρηση στην οποία είχε χορηγηθεί. Ωστόσο, μολονότι είναι γεγονός ότι η ύπαρξη, στην προσβαλλόμενη απόφαση, της εν λόγω διαταγής ανακτήσεως προς τη Γαλλική Δημοκρατία συνδέει άμεσα την κατάσταση της Salvat και την προσβαλλόμενη απόφαση, η διαπίστωση αυτή δεν σημαίνει ότι η Salvat υποχρεούται να βάλει κατά του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκειμένου η προσφυγή της να είναι παραδεκτή. Πράγματι, η διαταγή ανακτήσεως που περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ως μοναδικό αποδέκτη το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Περαιτέρω, η Salvat προσθέτει ότι αυτό που κυρίως θίγει την έννομη κατάστασή της είναι ο χαρακτηρισμός των επίμαχων μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων και ότι, στην περίπτωση ακυρώσεως του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν θα υφίστατο πλέον καμία υποχρέωση ανακτήσεως βάσει του άρθρου 2.

59      Η Salvat αναφέρει, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση την αφορά ατομικά ως πραγματική δικαιούχο ατομικής ενισχύσεως χορηγηθείσας βάσει του καθεστώτος ενισχύσεων των οποίων διατάχθηκε η ανάκτηση. Η κατάστασή της συμπίπτει με εκείνη της Sardegna Lines της οποίας η προσφυγή κρίθηκε παραδεκτή από το Δικαστήριο (προαναφερθείσα στη σκέψη 55 απόφαση Sardegna Lines). Κατά τη Salvat, στις αποφάσεις που επικαλέστηκε η Επιτροπή προς στήριξη της απόψεώς της, το απαράδεκτο που διαπίστωσε το Δικαστήριο προέκυψε βάσει των πραγματικών περιστατικών των σχετικών υποθέσεων, στις οποίες η επίμαχη απόφαση δεν περιελάμβανε διαταγή ανακτήσεως των ήδη χορηγηθεισών ενισχύσεων. Η Salvat υποστηρίζει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής διάκριση μεταξύ των προσφυγών ακυρώσεως που αφορούν ατομικές ενισχύσεις, οι οποίες είναι παραδεκτές, και εκείνων που αφορούν καθεστώτα ενισχύσεων, οι οποίες είναι απαράδεκτες, είναι εντελώς πλασματική και δεν στηρίζεται στην προβληθείσα από την Επιτροπή νομολογία.

60      Η CIVDN επισημαίνει ότι έχει έννομο συμφέρον. Η απόδειξη του εννόμου συμφέροντος μιας οργανώσεως δεν εξαρτάται από προϋποθέσεις και δεν περιορίζεται από τη διαπραγματευτική ιδιότητα της οργανώσεως. Η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα διεπαγγελματικές δραστηριότητες ασκηθείσες από τη CIVDN και χρηματοδοτηθείσες μέσω εισφορών που εκείνη προέβλεψε και την εμποδίζει να ασκήσει τις αρμοδιότητές της.

61      Η CIVDN υποστηρίζει επίσης ότι έχει έννομο συμφέρον για την προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος όσων από τα μέλη της αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση άμεσα και ατομικά. Τα μέλη αυτά μπορούν να ασκήσουν παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό την ιδιότητά τους των πραγματικών δικαιούχων των ενισχύσεων των οποίων η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση.

62      Η CNIV, ένωση μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που διέπεται από τον νόμο της 1ης Ιουλίου 1901, επισημαίνει ότι έχει προδήλως ίδιο έννομο συμφέρον ως εκπρόσωπος των διεπαγγελματικών οργανώσεων του αμπελοοινικού τομέα και προασπιστής του συλλογικού συμφέροντός τους. Υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με τα καταστατικά της, σκοπός της είναι κυρίως «να εξασφαλίζει την εκπροσώπηση των διεπαγγελματικών οργανώσεων παραγωγής οίνων ονομασίας προελεύσεως ενώπιον των δικαστηρίων».

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

63      Κατά το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ασκεί προσφυγή κατά των αποφάσεων που απευθύνονται σ’ αυτό, καθώς και κατά αποφάσεων που, αν και εκδίδονται ως κανονισμοί ή αποφάσεις που απευθύνονται σε άλλο πρόσωπο, το αφορούν άμεσα και ατομικά.

64      Κατά πάγια νομολογία, άλλα πρόσωπα πλην των αποδεκτών μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυριστούν ότι η απόφαση τα αφορά ατομικά, παρά μόνον αν η απόφαση αυτή τα θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών τους ή λόγω μιας πραγματικής καταστάσεως η οποία τα διακρίνει έναντι κάθε άλλου προσώπου και, ως εκ τούτου, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, της 2ας Απριλίου 1998, C‑321/95 P, Greenpeace Council κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑1651, σκέψεις 7 και 28, και προαναφερθείσα στη σκέψη 52 απόφαση Sardegna Lines, σκέψη 32).

65      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν απευθύνεται στις προσφεύγουσες, αλλά στη Γαλλική Δημοκρατία. Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσβαλλόμενη πράξη αφορά καθεμία από τις προσφεύγουσες άμεσα και ατομικά.

66      Το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει, καταρχάς, αν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά τη Salvat ατομικά και άμεσα.

67      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί, καταρχήν, να προσβάλει μια απόφαση της Επιτροπής που απαγορεύει ένα τομεακό καθεστώς ενισχύσεων, αν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση μόνο λόγω του ότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και μπορεί να επωφεληθεί του εν λόγω καθεστώτος. Πράγματι, η απόφαση αυτή εμφανίζεται, από πλευράς της προσφεύγουσας επιχειρήσεως, ως μέτρο γενικού περιεχομένου που εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά γενικώς και αφηρημένως (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 52 απόφαση Alzetta, σκέψεις 36 και 37 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

68      Διαπιστώνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει την/τις δικαιούχο(-ους) επιχείρηση(-εις) της επίμαχης ενισχύσεως. Το άρθρο της 1, παράγραφος 1, κηρύσσει ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά την κρατική ενίσχυση που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία υπό μορφή πριμοδοτήσεως για την παύση της καλλιέργειας «χορηγηθείσας στους Γάλλους αμπελοκαλλιεργητές οι οποίοι δεσμεύτηκαν να μην διεκδικήσουν την [ΕΟΠ] “Rivesaltes” ή “Grand-Roussillon” από τη συγκομιδή του 1995 έως και τη συγκομιδή του 2000». Από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 έως 11 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας ύψους 5 000 FRF ετησίως ανά εκτάριο αποσυρόμενο από την παραγωγή χορηγήθηκε «για όλα τα αμπελοτεμάχια τα οποία το 1995 παρήγαγαν “Rivesaltes” ή “Grand Roussillon” και από το 1996 μέχρι και το 2000 θα παρήγαγαν επιτραπέζιο οίνο ή τοπικούς οίνους». Η προσβαλλόμενη απόφαση εφαρμόζεται, συνεπώς, σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και παράγει έννομα αποτελέσματα ως προς μια γενικώς και αφηρημένως οριζόμενη κατηγορία προσώπων, κατά την έννοια της ως άνω νομολογίας.

69      Υπενθυμίζεται, πάντως, ότι, με τις σκέψεις 34 και 35 της προαναφερθείσας στη σκέψη 52 αποφάσεως Sardegna Lines, το Δικαστήριο έκρινε ότι, εφόσον η επίμαχη στην υπόθεση αυτή απόφαση δεν αφορούσε τη Sardegna Lines μόνον ως επιχείρηση του ναυτιλιακού κλάδου στη Σαρδηνία και δυνητική δικαιούχο του καθεστώτος ενισχύσεων προς τους υπευθύνους για την εκμετάλλευση πλοίων στη Σαρδηνία, αλλά και υπό την ιδιότητά της του πραγματικού δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε βάσει του καθεστώτος αυτού και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, η εν λόγω απόφαση την αφορούσε ατομικά, οπότε η προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ήταν παραδεκτή (βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα στη σκέψη 52 απόφαση Alzetta, σκέψεις 38 και 39).

70      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η Salvat έχει την ιδιότητα του πραγματικού δικαιούχου ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο τομεακού καθεστώτος ενισχύσεων και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή.

71      Η Salvat προσκομίζει, σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής της, μια κατάσταση των μεταφορών πιστώσεων «Πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας – Σχέδιο Rivesaltes» πιστοποιημένη από τον λογιστή της CIVDN, από την οποία προκύπτει ότι της χορηγήθηκε συνολικό ποσό 91 041,50 FRF ως πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας. Από το έγγραφο αυτό προκύπτει ότι τα χορηγηθέντα ποσά διαφέρουν ανά επιχείρηση και, συνεπώς, είναι εξατομικευμένα βάσει των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε επιχειρήσεως. Η Salvat είναι, επομένως, η πραγματική δικαιούχος ατομικής ενισχύσεως χορηγηθείσας στο πλαίσιο τομεακού καθεστώτος ενισχύσεων.

72      Επιπλέον, από το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή διέταξε την ανάκτηση της επίμαχης ενισχύσεως.

73      Ως εκ τούτου, το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορά τη Salvat ατομικά.

74      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τη νομολογία που επικαλέσθηκε η Επιτροπή προς στήριξη της απόψεώς της. Η ανάλυση της νομολογίας αυτής καταδεικνύει το διαφορετικό πλαίσιο των οικείων υποθέσεων έναντι της υπό κρίση διαφοράς, ιδίως λόγω της ελλείψεως, στη συντριπτική πλειονότητα των εν λόγω υποθέσεων, αιτήματος ανακτήσεως της ενισχύσεως.

75      Όσον αφορά το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά τη Salvat άμεσα, στο μέτρο που, αφενός, το άρθρο 2 της αποφάσεως αυτής υποχρεώνει τη Γαλλική Δημοκρατία να θεσπίσει τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση των ασυμβίβαστων με την κοινή αγορά οικείων ενισχύσεων, βάσει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 1, παράγραφος 1, και, αφετέρου, η Salvat έλαβε τις εν λόγω ενισχύσεις και οφείλει να τις επιστρέψει, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι διατάξεις αυτές την αφορούν άμεσα (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα στη σκέψη 52 απόφαση Sardegna Lines, σκέψη 36).

76      Τα δύο κριτήρια που, κατά τη νομολογία, καθορίζουν αν ένα μέτρο αφορά άμεσα τον ενδιαφερόμενο είναι, πρώτον, η επίμαχη πράξη να παράγει ευθέως αποτελέσματα επί της έννομης καταστάσεως του ιδιώτη και, δεύτερον, η εν λόγω πράξη να μην αφήνει καμία εξουσία εκτιμήσεως στους αποδέκτες της που είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή της. Πράγματι, τα δύο αυτά κριτήρια πληρούνται εν προκειμένω.

77      Το γεγονός που επισήμανε η Επιτροπή, ότι δηλαδή οι προσφεύγουσες δεν έβαλαν κατά της διατάξεως της προσβαλλομένης αποφάσεως με την οποία η Γαλλική Δημοκρατία υποχρεώθηκε να ανακτήσει την επίμαχη ενίσχυση, δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό. Το κατά πόσον η επίμαχη πράξη αφορά άμεσα την προσφεύγουσα εξαρτάται από τη συνδρομή των δύο προαναφερθέντων κριτηρίων, χωρίς να ασκεί επιρροή, εν προκειμένω, το αν η προσφεύγουσα βάλλει κατά της διαταγής ανακτήσεως που απευθύνθηκε στη Γαλλική Δημοκρατία.

78      Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση συνδέει το άρθρο 2 με το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, κατά τρόπον ώστε οι διατάξεις αυτές δεν μπορούν να εκτιμηθούν χωριστά. Η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, την οποία ζητεί η προσφεύγουσα εξουδετερώνει τη διαταγή ανακτήσεως.

79      Συνεπώς, η προσφυγή της Salvat κατά του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή, οπότε παρέλκει η εξέταση του κατά πόσον η διάταξη αυτή αφορά άμεσα και ατομικά τις άλλες προσφεύγουσες.

80      Βάσει του συνόλου των σκέψεων αυτών, η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως και παραδεκτή κατά το μέρος που αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της ουσίας

81      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής τους κατά του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο πρώτος αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

82      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση, από πλευράς του άρθρου 87 ΕΚ, της φύσεως των διεπαγγελματικών εισφορών για την πριμοδότηση παύσεως της καλλιέργειας και οι δραστηριότητες διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ορισμένων ΕΟΠ είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη. Η Επιτροπή παρέβη, ως εκ τούτου, κατά την άποψή τους, την υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ, η οποία είναι ιδιαιτέρως σαφής στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων.

83      Η 74η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως παραθέτει συνοπτικώς τα στοιχεία που προσιδιάζουν στην ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως. Οι επιφανειακές αυτές εκτιμήσεις δεν καθιστούν αντιληπτούς τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι τα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου περί κρατικών ενισχύσεων πληρούνται εν προκειμένω. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν επαναλαμβάνει ούτε την ουσία των κανόνων δικαίου που έχει θέσει η νομολογία του Δικαστηρίου.

84      Κατά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή όφειλε να προσδιορίσει καθένα από τα μέτρα που θεωρήθηκε ως κρατική ενίσχυση και να εξηγήσει τον λόγο για τον οποίο έκρινε ότι πληρούνταν και οι τέσσερις προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ. Με την προσβαλλόμενη απόφαση όμως, η Επιτροπή δεν διέκρινε καν, κατά το στάδιο της εκτιμήσεως από πλευράς του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, μεταξύ των διαφόρων επίμαχων μέτρων.

85      Οι προσφεύγουσες επισημαίνουν, παρεμπιπτόντως, ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περί της υπάρξεως επιλεκτικού πλεονεκτήματος στηρίζεται σε απλή αντιστροφή του βάρους αποδείξεως, λαμβανομένου υπόψη ότι για την Επιτροπή αρκεί «ότι δεν έχει αποδειχτεί ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων [εξακολουθούν να οφείλουν φόρους] στην προκειμένη περίπτωση».

86      Η Επιτροπή υπενθυμίζει τη νομολογία περί της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ιδίως δε ότι της αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν αποφασιστική σημασία για την οικονομία της αποφάσεως και ότι μια απόφαση που εντάσσεται στο πλαίσιο πάγιας πρακτικής λήψεως αποφάσεων μπορεί να αιτιολογηθεί συνοπτικώς.

87      Κατά την Επιτροπή, από τα κρίσιμα αποσπάσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η απόφαση αυτή αιτιολογείται με επαρκή νομικά επιχειρήματα. Συναφώς, η Επιτροπή παραθέτει τις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 40, 74 –με την υποσημείωση 12 στην οποία αυτή παραπέμπει– και 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

88      Η Επιτροπή κρίνει ότι δεν όφειλε να αναλύσει περαιτέρω τους λόγους για τους οποίους τα κριτήρια της παρατεθείσας νομολογίας δεν πληρούνταν. Συγκεκριμένα, κατά την άποψή της, από το επίμαχο καθεστώς προκύπτει σαφώς, αφενός, ότι το Δημόσιο, μέσω της CIVDN, είχε την εξουσία να διαθέτει ελεύθερα τους εν λόγω πόρους και, αφετέρου, ότι η χρηματοδότηση των μέτρων του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν βάρυνε αποκλειστικώς τα μέλη του επίμαχου επαγγελματικού καθεστώτος, αλλά εντασσόταν σαφώς στο πλαίσιο πολιτικής του κράτους.

89      Η Επιτροπή υποστηρίζει, επίσης, ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής, ο ισχυρισμός περί ανεπαρκούς αιτιολογίας περιοριζόταν στις διεπαγγελματικές εισφορές. Όπως επισημαίνει, δεν έλαβε καμία απόφαση επ’ αυτού, καθόσον ο χαρακτήρας ενισχύσεως επί διεπαγγελματικών εισφορών δεν αποτελεί μέρος του διατακτικού της αποφάσεως.

90      Εν πάση περιπτώσει και επικουρικώς, η Επιτροπή κρίνει ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες δεν εξήγησαν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν, από πλευράς του άρθρου 253 ΕΚ, ανεπαρκή, στο σύνολό της, την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περί της υπάρξεως κρατικής ενισχύσεως, όπως περιλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 71 έως 82 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

91      Κατά πάγια νομολογία, το ζήτημα κατά πόσον η αιτιολογία αποφάσεως είναι σύμφωνη με τις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να κρίνεται βάσει τόσο της διατυπώσεώς της, όσο και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα. Μολονότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να απαντά, με την αιτιολογία μιας αποφάσεως, σε όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία εγείρουν οι ενδιαφερόμενοι κατά τη διοικητική διαδικασία, πρέπει ωστόσο να λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις και όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή στην προκειμένη περίπτωση, ώστε να παρέχει στον κοινοτικό δικαστή τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας και να καθιστά σαφείς τόσο στα κράτη μέλη όσο και στους ενδιαφερομένους πολίτες τις συνθήκες υπό τις οποίες εφάρμοσε τη Συνθήκη (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T‑371/94 και T‑394/94, British Airways κ.λπ. και British Midland Airways κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2405, σκέψη 94 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Για την εξέταση της επιταγής αιτιολογήσεως εντός του παρόντος πλαισίου, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται για τη χορήγηση της ενισχύσεως και ότι οι ενδιαφερόμενοι κατά την έννοια του άρθρου 88, παράγραφος 3, ΕΚ, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο δικαιούχος της ενισχύσεως, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση με την Επιτροπή, όπως αυτή που διενεργείται με το εν λόγω κράτος μέλος (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑198/01, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2717, σκέψη 61 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

93      Το κατά πόσον η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων.

94      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αρχίζει την εκτίμησή της (σημείο 1) παραθέτοντας τις διατάξεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ (71η αιτιολογική σκέψη). Ακολούθως, εξετάζει (σημείο V 1.1, αιτιολογικές σκέψεις 73 έως 76) την «ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος που χρηματοδοτήθηκε από κρατικούς πόρους». Οι εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις έχουν ως εξής:

«73.      Θεωρούνται ως ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, υπό οποιαδήποτε μορφή, είναι ικανές να ευνοούν άμεσα ή έμμεσα επιχειρήσεις ή που πρέπει να θεωρούνται ως οικονομικό πλεονέκτημα που η ωφελούμενη επιχείρηση δεν θα είχε υπό ομαλές συνθήκες αγοράς.

74.      Όσον αφορά τη φύση των εισφορών στη συγκεκριμένη περίπτωση, η Επιτροπή επισημαίνει ότι αυτές απαιτούν την έγκριση μιας πράξης της δημόσιας αρχής προκειμένου να παραγάγουν όλα τα αποτελέσματά τους και ότι οι πόροι οι οποίοι έχουν παραχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο χρησίμευσαν ως μέσο για την εφαρμογή μιας πολιτικής στηριζόμενης από το κράτος. Επιπλέον, δεν έχει αποδειχτεί ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων [εξακολουθούν να οφείλουν φόρους] στην προκειμένη περίπτωση. Γι’ αυτούς τους λόγους, δεν πληρούν τα κριτήρια που προτείνει το Δικαστήριο στη νομολογία του προκειμένου να μην εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 87, παράγραφος 1, της συνθήκης. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή θεωρεί ότι στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για [φόρους] υπέρ τρίτων, δηλαδή για δημόσιους πόρους.

75.      Επίσης, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, θεωρούνται ως ενισχύσεις οι παρεμβάσεις οι οποίες, ανεξαρτήτως μορφής, ελαφρύνουν τις επιβαρύνσεις που κανονικά βαρύνουν τον προϋπολογισμό μιας επιχείρησης και οι οποίες κατά συνέπεια, χωρίς να είναι επιδοτήσεις υπό τη στενή έννοια του όρου, είναι της ιδίας φύσεως ή έχουν τα ίδια αποτελέσματα.

76.      Όσον αφορά την ύπαρξη, αλλά και τη φύση της ενίσχυσης, αυτή πρέπει να προσδιοριστεί στο επίπεδο των πιθανών δικαιούχων του Σχεδίου Rivesaltes καθώς και των διεπαγγελματικών εισφορών για τη διαφήμιση και την προώθηση και για τη λειτουργία ορισμένων ΕΟΠ και στο επίπεδο της χρηματοδότησής τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η στήριξη που χορηγήθηκε ευνόησε ορισμένες επιχειρήσεις κατά την έννοια ότι η ενίσχυση χορηγήθηκε μόνο στους παραγωγούς των ΕΟΠ που δραστηριοποιούνται σε ορισμένες καθορισμένες περιφέρειες.»

95      Η 74η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει στην υποσημείωση 12, η οποία περιέχει την παραπομπή στην απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 2004, C-345/02, Pearle κ.λπ. (Συλλογή 2004, σ. I-7139), η δε 75η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει, με την υποσημείωση 13, στην απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαΐου 2003, C‑355/00, Freskot (Συλλογή 2003, σ. I‑5263).

96      Ακολούθως, στον τίτλο «Η επίδραση στις συναλλαγές» (σημείο V 1.2), η προσβαλλόμενη απόφαση αφιερώνει πέντε αιτιολογικές σκέψεις (77 έως 81) στο κριτήριο της επιδράσεως στο εμπόριο.

97      Τέλος, στον τίτλο «Συμπεράσματα σχετικά με τον χαρακτήρα της “ενισχύσεως” κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης» (σημείο V 1.3), η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει, με την 82η αιτιολογική σκέψη, τα εξής:

«Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω εξηγήσεις, η Επιτροπή θεωρεί ότι τα μέτρα υπέρ των παραγωγών οίνων ΕΟΠ που δραστηριοποιούνται σε ορισμένες καθορισμένες περιφέρειες συνιστούν οικονομικό πλεονέκτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους, το οποίο τους προσφέρεται και από το οποίο δεν μπορούν να επωφεληθούν άλλοι οικονομικοί φορείς. Το πλεονέκτημα αυτό νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό ευνοώντας ορισμένες επιχειρήσεις και ορισμένους κλάδους παραγωγής, κατά το μέτρο που είναι ικανό να επηρεάσει τις μεταξύ κρατών μελών [εμπορικές] συναλλαγές. Το μέτρο αποτελεί επομένως ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, της Συνθήκης.»

98      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι, όσον αφορά τη φύση των διεπαγγελματικών εισφορών με τις οποίες χρηματοδοτείται, μεταξύ άλλων, η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας, η 74η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνει συγκεκριμένη αιτιολογία. Οι επίμαχες εισφορές «απαιτούν την έγκριση μιας πράξης της δημόσιας αρχής προκειμένου να παράγουν όλα τα αποτελέσματά τους» και «οι πόροι οι οποίοι έχουν παραχθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο χρησίμευσαν ως μέσο για την εφαρμογή μιας πολιτικής στηριζόμενης από το κράτος». Πρόκειται για «[φόρους] υπέρ τρίτων, δηλαδή για δημόσιους πόρους». Εξάλλου, η 29η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως αναπτύσσει, όσον αφορά τη φύση των εισφορών, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της ενάρξεως της διαδικασίας εξετάσεως και παρέχει συναφώς διευκρινίσεις.

99      Δεύτερον, μολονότι είναι γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιορίζει τα κριτήρια που έθεσε το Δικαστήριο με τη νομολογία του και βάσει των οποίων χωρεί απαλλαγή από την απαγόρευση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, παραθέτει το άρθρο αυτό (71η αιτιολογική σκέψη) καθώς και τη νομολογία που καθορίζει τις πράξεις που πρέπει να θεωρούνται ενισχύσεις (αιτιολογικές σκέψεις 73 και 75), εκθέτοντας συγχρόνως τους λόγους για τους οποίους αυτό το άρθρο και αυτή η νομολογία έχουν εν προκειμένω εφαρμογή (αιτιολογικές σκέψεις 74 και 76 έως 82). Η Επιτροπή όφειλε να επισημάνει τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι τα επίμαχα μέτρα ενέπιπταν στο άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και όχι το αντίθετο. Το ότι περιορίζεται σε μια παραπομπή στην προαναφερθείσα με τη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ. και δεν επιδίδεται σε λεπτομερή απόδειξη του αντιθέτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ελλιπής αιτιολογία.

100    Τρίτον, όσον αφορά τη φερόμενη επιταγή αιτιολογήσεως καθενός από τα επίμαχα μέτρα, από την απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιανουαρίου 2005, T‑93/02, Confédération nationale du Crédit mutuel κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. II‑143), δεν προκύπτει ότι για κάθε μέτρο που η Επιτροπή θεωρεί ότι αποτελεί ενίσχυση απαιτείται συγκεκριμένη αιτιολογία ως προς καθένα από τα τέσσερα κριτήρια εφαρμογής του άρθρου 87 ΕΚ.

101    Πράγματι, στην υπόθεση εκείνη, το Πρωτοδικείο εκκίνησε από το δεδομένο ότι ο προσδιορισμός της ενισχύσεως στο διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αρκούσε ώστε να καταστεί δυνατό για τους ενδιαφερομένους και το Πρωτοδικείο να γνωρίζουν το μέτρο ή τα μέτρα που, στην υπό κρίση υπόθεση, γίνεται δεκτό ότι συνιστούν ενίσχυση (σκέψη 73). Με τη σκέψη 122, το Πρωτοδικείο προσέθεσε ότι η προσβαλλομένη απόφαση δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον προσδιορισμό των μέτρων που χαρακτηρίζονται ως ενίσχυση.

102    Η περίπτωση αυτή όμως δεν συντρέχει εν προκειμένω. Αντιθέτως, το διατακτικό της αποφάσεως χαρακτηρίζει ως κρατική ενίσχυση την πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας, το σχέδιο μετατροπής και τις δραστηριότητες διαφημίσεως και προωθήσεως, αφιερώνοντας μια παράγραφο για κάθε μέτρο. Οι ενδιαφερόμενοι και το Πρωτοδικείο μπορούν, συνεπώς, να γνωρίζουν χωρίς δυσκολία τα μέτρα που θεωρήθηκαν, εν προκειμένω, ως κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει, εξάλλου, ότι, δεδομένου ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή μόνον κατά το μέτρο που ζητείται η ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφος 1, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η εξέταση πρέπει να περιοριστεί στην αιτιολόγηση της πριμοδοτήσεως γα παύση της καλλιέργειας.

103    Εξάλλου, εν προκειμένω, αντιθέτως προς την επίδικη απόφαση στην προαναφερθείσα στη σκέψη 100 υπόθεση Confédération nationale du Crédit mutuel κατά Επιτροπής, η αιτιολογία της προσβαλλομένης, εν προκειμένω, αποφάσεως διακρίνει επανειλημμένως μεταξύ των τριών μέτρων που ελήφθησαν υπόψη. Συγκεκριμένα, στο σημείο ΙΙ που τιτλοφορείται «Περιγραφή», η προσβαλλόμενη απόφαση περιγράφει διαδοχικώς το σύστημα της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας (σημείο ΙΙ 1.1), το σύστημα της ενισχύσεως μετατροπής (σημείο ΙΙ 1.2) και τις διεπαγγελματικές εισφορές για τη διαφήμιση και την προώθηση (σημείο ΙΙ 2). Ακολούθως, στην ανάπτυξη των επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο της ενάρξεως της διαδικασίας εξετάσεως (σημείο ΙΙ 3), η προσβαλλόμενη απόφαση διακρίνει μεταξύ της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας (αιτιολογικές σκέψεις 30 έως 32), των εξόδων μετατροπής (αιτιολογικές σκέψεις 33 έως 37) και των ενισχύσεων για τη διαφήμιση και την προώθηση (αιτιολογικές σκέψεις 38 και 39). Ομοίως, στο σημείο IV, που αφορά τις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας, επαναλαμβάνεται η διάκριση αυτή, ήτοι μεταξύ πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας (σημείο IV 1.1), ενισχύσεως μετατροπής (σημείο IV 1.2) και δραστηριοτήτων για τη διαφήμιση και την προώθηση (σημείο IV 2). Τέλος, στην ανάλυση της συμβατότητας των ενισχύσεων με την κοινή αγορά (σημείο V 2), η προσβαλλόμενη απόφαση διακρίνει εκ νέου μεταξύ των τριών μέτρων και, συγκεκριμένα, οι αιτιολογικές σκέψεις 95 έως 106 είναι αφιερωμένες στην πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας, οι αιτιολογικές σκέψεις 107 έως 118 στην ενίσχυση μετατροπής και οι αιτιολογικές σκέψεις 119 έως 123 στις ενισχύσεις για τη διαφήμιση και την προώθηση.

104    Βεβαίως, είναι αληθές ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας τις προϋποθέσεις του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, με τους τίτλους «Ύπαρξη επιλεκτικού πλεονεκτήματος που χρηματοδοτήθηκε από κρατικούς πόρους» και «Επίδραση στις συναλλαγές», δεν διακρίνει μεταξύ των τριών μέτρων. Η εξέταση αυτή αφορά σαφώς τα τρία οικεία μέτρα. Εντούτοις, παρέχει στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή εφάρμοσε τη Συνθήκη και στο Πρωτοδικείο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του. Αντιθέτως προς την υπόθεση Le Levant (απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Φεβρουαρίου 2006, T‑34/02, Le Levant 001 κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑267, σκέψεις 109 έως 132), την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση εξετάζει αν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ για την απόδειξη του ασυμβιβάστου των ενισχύσεων προς την κοινή αγορά. Το ότι χρησιμοποιεί προς τούτο γενικευμένη μέθοδο δεν μπορεί να θεωρηθεί, αφ’ εαυτού, αντίθετο προς την υποχρέωση αιτιολογήσεως, δεδομένου ότι κατά μείζονα λόγο τα οικεία μέτρα εντάσσονται στο ίδιο σχέδιο δράσεως.

105    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, ενώ παρέλκει η εξέταση των επιχειρημάτων που προέβαλε επικουρικώς η Επιτροπή με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

106    Με το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι διεπαγγελματικές εισφορές δεν έχουν χαρακτήρα κρατικών πόρων και, με το δεύτερο σκέλος, ότι δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος. Ωστόσο, δεδομένου ότι τα υπομνήματα των διαδίκων συγχέουν συχνά τα δύο σκέλη αυτού του λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται η από κοινού εξέτασή τους.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

107    Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι, κατά πάγια νομολογία, για να χαρακτηριστούν τα επίμαχα μέτρα ως κρατικές ενισχύσεις πρέπει να πληρούν σωρευτικώς τέσσερις προϋποθέσεις. Η πρώτη, σύμφωνα με την οποία τα μέτρα πρέπει να έχουν κρατική προέλευση, ήτοι να έχουν χρηματοδοτηθεί με κρατικούς πόρους και να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος, δεν πληρούται εν προκειμένω.

108    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται τη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία τα μέτρα που κατέστησαν υποχρεωτικά από δημόσια αρχή, αλλά χρηματοδοτήθηκαν από ιδιωτικές επιχειρήσεις χωρίς η δημόσια αρχή να έχει σε οποιαδήποτε στιγμή την εξουσία διαθέσεως των επίμαχων ποσών, δεν συνεπάγεται άμεση ή έμμεση μεταβίβαση κρατικών πόρων (απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2001, C‑379/98, PreussenElektra, Συλλογή 2001, σ. I‑2099, σκέψη 59).

109    Κατά τις προσφεύγουσες, από τη νομολογία προκύπτει ότι το καθοριστικό κριτήριο έγκειται στην επαρκή εξουσία διαθέσεως των πόρων που χρησίμευσαν για τη χρηματοδότηση του μέτρου. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα ότι οι εισφορές είχαν χαρακτήρα κρατικών πόρων από το γεγονός και μόνον ότι οι εισφορές αυτές είχαν καταστήσει αναγκαία την έκδοση πράξεως της δημόσιας αρχής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν προέβη στην ανάλυση που επιτάσσει η νομολογία.

110    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, στον τομέα των διεπαγγελματικών εισφορών, η κρατική παρέμβαση περιορίζεται, βάσει επαγγελματικής και, επομένως, ιδιωτικής πρωτοβουλίας, στην έγκριση των εισφορών προκειμένου να τους εξασφαλίσει δεσμευτικό χαρακτήρα έναντι όλων των μελών της διεπαγγελματικής οργανώσεως. Η δημόσια αρχή ασκεί μόνον εκ των υστέρων έλεγχο νομιμότητας από αμιγώς οικονομικής απόψεως και ουδέποτε ελέγχει τους πόρους. Η CIVDN απολάμβανε πλήρους αυτονομίας όσον αφορά τόσο τη χρηματοδότηση και την άσκηση των δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ορισμένων ΕΟΠ, όσο και την πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας.

111    Η προσέγγιση της λειτουργίας της CIVDN από αμιγώς οργανική άποψη δεν λαμβάνει υπόψη την πραγματική διάσταση της λειτουργίας αυτής της επιτροπής. Εν πάση περιπτώσει, είναι προτιμότερη η εξέταση που στηρίζεται σε λειτουργική προσέγγιση.

112    Κατά τις προσφεύγουσες, οι πρόσφατες αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας της Γαλλίας της 31ης Μαρτίου 2006 περί των λεπτομερειών ασκήσεως του οικονομικού και δημοσιονομικού ελέγχου του Δημοσίου όσον αφορά τις γεωργικές διεπαγγελματικές οργανώσεις πιστοποιούν την ανυπαρξία οποιασδήποτε δυνατότητας του κράτους να διαθέσει πόρους που συγκεντρώθηκαν από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις μέσω εισφορών των επαγγελματιών.

113    Οι προσφεύγουσες τονίζουν ότι η Επιτροπή σφάλλει προδήλως υποστηρίζοντας ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας χρηματοδοτείται κυρίως με την είσπραξη φόρου υπέρ τρίτων ύψους 50 FRF ανά εκατόλιτρο που παράγεται στην περιοχή των Πυρηναίων. Αντιθέτως, η ειδική επαγγελματική εισφορά εισπράττεται για τη χρηματοδότηση του σχεδίου παύσεως της καλλιέργειας, όπως προκύπτει από την απόφαση 96-1 της CIVDN. Ο επίμαχος φόρος υπέρ τρίτων ουδόλως ενισχύει τους πόρους της CIVDN, καθόσον διατίθεται αποκλειστικώς για τη λειτουργία των υπηρεσιών της.

114    Όσον αφορά το κατά πόσον μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος διεπαγγελματικές εισφορές προοριζόμενες για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ορισμένων ΕΟΠ, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι, για ιδιώτες όπως οι διεπαγγελματικές οργανώσεις, καθοριστικό κριτήριο είναι το αν ο οικείος φορέας μπορούσε να θεσπίσει το επίμαχο μέτρο χωρίς να λάβει υπόψη τις επιταγές των δημοσίων αρχών. Δεν αμφισβητείται ότι οι δραστηριότητες αυτές, αντιθέτως προς τις επίμαχες στο πλαίσιο του σχεδίου Rivesaltes, ουδόλως σχετίζονταν με πολιτική του κράτους. Αντιθέτως, επρόκειτο, κατά την άποψη των προσφευγουσών, περί μέτρων ληφθέντων αποκλειστικώς για την επίτευξη σκοπού ο οποίος είχε προηγουμένως καθορισθεί από τον επαγγελματικό κλάδο. Συνεπώς, η Επιτροπή, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες αυτές μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις κατά το άρθρο 1, παράγραφος 3, της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και σε πρόδηλη παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ.

115    Η Επιτροπή φρονεί ότι μια απλή εξέταση του νόμου 200, της 2ας Απριλίου 1943, περί ιδρύσεως της CIVDN, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα 55‑1064, της 20ής Οκτωβρίου 1956, αρκεί για να αποδειχθεί ότι τα επίδικα μέτρα αποτελούν σαφώς το αποτέλεσμα πράξεως δυνάμενης να καταλογιστεί στο κράτος και ότι χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους. Κατά την άποψή της, από τον νόμο αυτό προκύπτει ότι στη CIVDN συμμετέχουν ισότιμα τόσο οι παραγωγοί όσο και οι δημόσιες αρχές (άρθρο 2) και ότι το εκτελεστικό γραφείο της αποτελείται κυρίως από εκπροσώπους του κράτους (άρθρο 4). Η Επιτροπή παραθέτει, επιπλέον, το άρθρο 7 του νόμου αυτού, κατά το οποίο οι προτάσεις της CIVDN ή του εκτελεστικού γραφείου της καθίστανται δεσμευτικές για όλα τα μέλη των οικείων επαγγελμάτων αφ’ ης στιγμής λάβουν, ανάλογα με την περίπτωση, την έγκριση του Υπουργού Γεωργίας ή του αρμόδιου επιθεωρητή. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης το άρθρο 14 του νόμου αυτού, το οποίο προβλέπει ότι ο προϋπολογισμός υπόκειται στην έγκριση των Υπουργών Γεωργίας και Οικονομικών και ότι οι δαπάνες που σχετίζονται με τα έξοδα διαχειρίσεως της CIVDN ή με την εκπλήρωση των στόχων της επαγγελματικού συμφέροντος καλύπτονται από φόρους οι οποίοι εισπράττονται είτε από την πώληση προϊόντων, είτε με άλλα μέσα. Τέλος, η Επιτροπή τονίζει ότι το άρθρο 15 του νόμου αυτού ορίζει ότι η οικονομική διαχείριση της CIVDN υπόκειται στον έλεγχο του κράτους. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή κρίνει ότι πρόκειται προδήλως για κρατικούς πόρους και για πράξεις δυνάμενες να καταλογιστούν στο κράτος.

116    Αυτή η ερμηνεία του κυρίαρχου ρόλου του κράτους επιβεβαιώνεται σε μεγάλο βαθμό από την απόφαση 04‑D‑35 του γαλλικού συμβουλίου ανταγωνισμού, της 23ης Ιουλίου 2004, σχετικά με την πρακτική που εφαρμόζεται στην αγορά των φυσικών γλυκών οίνων της ΕΟΠ «Rivesaltes».

117    Κατά την Επιτροπή, μολονότι είναι γεγονός ότι η απόφαση 96-1 της CIVDN, της 5ης Ιουλίου 1996, προέβλεπε ότι το προϊόν της διεπαγγελματικής εισφοράς προοριζόταν αποκλειστικώς για τη χορήγηση στους παραγωγούς της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας που τους αναλογούσε, εντούτοις αποδεικνύεται ανεπαρκής προς τούτο. Το γενικό συμβούλιο χορήγησε, συνεπώς, εξαιρετική ενίσχυση 2 εκατομμυρίων FRF. Επιπλέον, η γενική συνέλευση της CIVDN της 20ής Δεκεμβρίου 2000 αποφάσισε τη συγχώνευση του σχετικού με την παύση της καλλιέργειας λογαριασμού και του γενικού λογαριασμού της CIVDN, ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα του εν λόγω φορέα να διαθέτει, υπό τον έλεγχο του κράτους, συγκεντρωθέντες πόρους ανεξαρτήτως της προελεύσεώς τους.

118    Η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας χρηματοδοτήθηκε κυρίως μέσω της εισπράξεως ενός φόρου υπέρ τρίτων ύψους 50 FRF ανά εκατόλιτρο που παράγεται στην περιοχή των Πυρηναίων. Επομένως, δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο εν λόγω φόρος υπέρ τρίτων επιβλήθηκε άμεσα από το κράτος και ότι δεν επρόκειτο για εκούσια εισφορά του κλάδου.

119    Η Επιτροπή εμμένει στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εξέτασε τις εισφορές μόνο για να εξακριβωθεί αν αποτελούσαν κρατικούς πόρους προοριζόμενους για τη χρηματοδότηση των τριών μέτρων που αφορά η απόφαση. Αντιθέτως, οι εισφορές καθαυτές δεν χαρακτηρίζονται ως κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87 ΕΚ. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή εμμένει στην άποψη ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως των προσφευγουσών, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της προσφυγής, είναι απαράδεκτος και άνευ αντικειμένου, καθόσον η Επιτροπή ουδέποτε εξέτασε και δεν όφειλε να εξετάσει αν οι εισφορές καθαυτές αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

120    Η Επιτροπή τονίζει ότι από κανένα σημείο της αποφάσεως δεν προκύπτει η ύπαρξη αναγκαστικής σχέσεως, κατά την έννοια της νομολογίας, μεταξύ του προϊόντος των εισφορών και του ποσού των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των τριών οικείων μέτρων. Πράγματι, το επίδικο καθεστώς καθορίζει, ανεξαρτήτως του προϊόντος των εισφορών, το ποσό των ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη συνέχεια με μοναδικό γνώμονα την προσωπική κατάσταση των δικαιούχων.

121    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες επιβεβαίωσαν ότι «περιορίστηκαν στην αμφισβήτηση του χαρακτήρα καταλογιστέων στο κράτος πράξεων όσον αφορά μόνον τις επίμαχες διεπαγγελματικές εισφορές βάσει του άρθρου [1, παράγραφος 3] του διατακτικού της αποφάσεως» αποδεικνύει ότι η προσφυγή δεν αφορά τα τρία μέτρα του άρθρου 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Προσθέτει, ωστόσο, ότι η διατύπωση της συνέχειας του σημείου 86 του υπομνήματος απαντήσεως μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι οι εισφορές αποτελούν κρατικούς πόρους, στο μέτρο που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας. Πάντως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, με το τελευταίο σημείο του υπομνήματος απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προκαλούν την ίδια σύγχυση υποστηρίζοντας ότι κακώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι εισφορές με τις οποίες χρηματοδοτήθηκαν οι δραστηριότητες διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ορισμένων ΕΟΠ μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις. Στηριζόμενη σε αυτή την ασάφεια και στην αδυναμία της να αμυνθεί, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτος. Επικουρικώς, επισημαίνει ότι είναι αβάσιμος.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

122    Δεδομένου ότι η Επιτροπή, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, αμφισβητεί το παραδεκτό αυτού του λόγου ακυρώσεως, η εξέτασή του πρέπει να αρχίσει με την εκτίμηση του παραδεκτού.

–       Επί του παραδεκτού του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

123    Με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν είναι σε θέση να υπερασπισθεί την άποψή της, δεδομένης της ασάφειας των διαφόρων υπομνημάτων των προσφευγουσών.

124    Μολονότι τα επιχειρήματα που προβάλλουν οι προσφεύγουσες με τα υπομνήματά τους ενδέχεται να προκαλέσουν σύγχυση επί ορισμένων σημείων, εντούτοις διαπιστώνεται ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως έχει διατυπωθεί σαφώς στο δικόγραφο της προσφυγής. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες επικαλούνται πλάνη περί το δίκαιο και παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ. Διαιρούν τον λόγο ακυρώσεως σε δύο σκέλη, το πρώτο από τα οποία αντλείται από την έλλειψη της δυνατότητας χαρακτηρισμού των εισφορών ως κρατικών ενισχύσεων και το δεύτερο από την έλλειψη της δυνατότητας χαρακτηρισμού των διεπαγγελματικών εισφορών που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ορισμένων ΕΟΠ ως καταλογιστέων στο κράτος πράξεων. Επιπλέον, στη σύνοψη των προβληθέντων ισχυρισμών και κύριων επιχειρημάτων που περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής αναφέρονται τα εξής:

«Ζητείται από το Πρωτοδικείο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση […] για τους ακόλουθους λόγους:

[…]

–        η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ, στο μέτρο που χαρακτηρίζει ως κρατικές ενισχύσεις τις επαγγελματικές εισφορές του άρθρου 1, παράγραφοι 1 και 3, του διατακτικού.»

125    Στο μέτρο αυτό και στο όριο αυτό, ο λόγος ακυρώσεως πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτός. Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν, ωστόσο, να τροποποιήσουν στη συνέχεια το περιεχόμενο και την έκταση αυτού του λόγου ακυρώσεως σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελέσει νέο ισχυρισμό κατά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Το άρθρο 48 του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει, συγκεκριμένα, ότι κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Εντούτοις, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη λόγου ο οποίος προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2000, T‑252/97, Dürbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3031, σκέψη 39).

126    Αφενός, από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τον χαρακτηρισμό των επαγγελματικών εισφορών ως κρατικών ενισχύσεων, λαμβανομένου υπόψη, μεταξύ άλλων, ότι οι εισφορές αυτές δεν έχουν τον χαρακτήρα κρατικών πόρων. Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνουν ότι το κράτος δεν μπορεί να διαθέσει τις εν λόγω εισφορές. Αφετέρου, υποστηρίζουν ότι δεν πρόκειται περί καταλογιστέων στο κράτος πράξεων, περιορίζοντας τη διαπίστωσή τους σαφώς στις διεπαγγελματικές εισφορές που προορίζονται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ορισμένων ΕΟΠ. Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν, συναφώς, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι «περιορίστηκαν στην αμφισβήτηση του χαρακτήρα καταλογιστέων στο κράτος πράξεων όσον αφορά μόνον τις επίμαχες διεπαγγελματικές εισφορές βάσει του άρθρου [1, παράγραφος 3,] του διατακτικού της αποφάσεως».

127    Η Επιτροπή δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι δεν ήταν σε θέση να αμυνθεί ως προς τα σημεία αυτά. Τα σημεία 59 έως 77 του υπομνήματός της αντικρούσεως και 52 έως 60 καθώς και 67 του υπομνήματός της ανταπαντήσεως αποδεικνύουν, άλλωστε, το αντίθετο.

128    Συνεπώς, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ είναι παραδεκτός.

–       Επί του βασίμου του λόγου ακυρώσεως που αντλείται από παράβαση του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ

129    Κατά πάγια νομολογία, για να μπορούν ευεργετήματα να χαρακτηριστούν ως ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει, αφενός, να χορηγήθηκαν άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους και, αφετέρου, να μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, καλούμενη «Stardust», Συλλογή 2002, σ. I‑4397, σκέψη 24 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

130    Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ως ενισχύσεις υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ πρέπει να θεωρούνται μόνον τα ευεργετήματα που χορηγούνται άμεσα ή έμμεσα με κρατικούς πόρους. Συγκεκριμένα, η διάκριση που γίνεται στη διάταξη αυτή μεταξύ των «ενισχύσεων που χορηγούνται από τα κράτη» και των «ενισχύσεων που χορηγούνται με κρατικούς πόρους» δεν σημαίνει ότι όλα τα ευεργετήματα που χορηγούνται από τα κράτη συνιστούν ενισχύσεις, ανεξαρτήτως του αν χρηματοδοτούνται από κρατικούς πόρους, αλλά έχει απλώς ως σκοπό να περιλάβει στην έννοια αυτή τα ευεργετήματα που χορηγούνται απευθείας από το κράτος, καθώς και τα ευεργετήματα που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς τους οποίους έχει ορίσει ή ιδρύσει το κράτος αυτό (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 108 απόφαση PreussenElektra, σκέψη 58 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131    Πρέπει να τονιστεί, ευθύς εξαρχής, ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, στο μέτρο που, σύμφωνα με τα διάφορα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με το δικόγραφο της προσφυγής και το υπόμνημα απαντήσεως, καθώς και με τη σύνοψη που περιλαμβάνει το δικόγραφο της προσφυγής, αποσκοπεί στην αμφισβήτηση του χαρακτηρισμού των επίμαχων ενισχύσεων ως κρατικών ενισχύσεων.

132    Πράγματι, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν χαρακτηρίζει σε κανένα σημείο τις εισφορές αυτές ως κρατικές ενισχύσεις (βλ. επίσης, υπό το πρίσμα του παραδεκτού της προσφυγής, ανωτέρω σκέψεις 38 και 40). Όπως προκύπτει από το διατακτικό της, ως κρατικές ενισχύσεις χαρακτηρίζονται τα μέτρα που εκτελούνται υπό μορφή πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας, σχεδίου μετατροπής και δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας υπέρ ορισμένων ΕΟΠ. Στην 74η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι επίμαχες εισφορές θεωρούνται από την Επιτροπή φόροι υπέρ τρίτων, ήτοι κρατικοί πόροι. Λαμβανομένου υπόψη ότι οι επίμαχες εισφορές χρησιμεύουν για τη χρηματοδότηση των οικείων μέτρων, διαπιστώνεται, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι το κριτήριο της χρηματοδοτήσεως με κρατικούς πόρους πληρούται.

133    Επιπλέον, η απάντηση δεν θα διέφερε αν τα υπομνήματα των προσφευγουσών ερμηνεύονταν υπό την έννοια ότι τα επίμαχα μέτρα δεν αποτελούν κρατικές ενισχύσεις διότι δεν χρηματοδοτούνται με κρατικούς πόρους και, για ορισμένα από αυτά, δεν μπορούν να καταλογιστούν στο κράτος.

134    Συγκεκριμένα, όσον αφορά το δεύτερο στοιχείο, από τη διατύπωση του δευτέρου σκέλους αυτού του λόγου ακυρώσεως και από τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι οι διεπαγγελματικές εισφορές οι οποίες προορίζονται για τη χρηματοδότηση δραστηριοτήτων διαφημίσεως, προωθήσεως και λειτουργίας ορισμένων ΕΟΠ αποτελούν καταλογιστέες στο κράτος πράξεις.

135    Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν παραδεκτώς να προσβάλουν το μέρος του διατακτικού της αποφάσεως που άπτεται των δραστηριοτήτων αυτών (βλ. ανωτέρω σκέψεις 34 έως 48), τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του συγκεκριμένου σκέλους δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

136    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος. Επομένως, αρκεί να εξακριβωθεί αν ορθώς η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας αποτελούσε ευεργέτημα χρηματοδοτούμενο με κρατικούς πόρους.

137    Προς στήριξη των αντίθετων απόψεών τους, οι προσφεύγουσες και η Επιτροπή επικαλούνται κυρίως μια απόφαση του Δικαστηρίου. Οι προσφεύγουσες στηρίζονται στην προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., υποστηρίζοντας, κατ’ αναλογία, ότι το επίμαχο μέτρο δεν «χρηματοδοτήθηκε με πόρους που αφέθηκαν στη διάθεση των εθνικών αρχών». Η Επιτροπή επικαλείται την προαναφερθείσα στη σκέψη 129 απόφαση Stardust, υποστηρίζοντας ότι οι πόροι της CIVDN «υπέκειντο στον έλεγχο του Δημοσίου και επομένως βρίσκονταν στη διάθεσή του», καθόσον το Δημόσιο «έχει κάλλιστα τη δυνατότητα, ασκώντας αποφασιστική επιρροή επί [της επιχειρήσεως], να κατευθύνει τη χρησιμοποίηση των πόρων τ[ης]».

138    Επισημαίνεται, καταρχάς, ότι οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το περιεχόμενο που η Επιτροπή προσδίδει στην προαναφερθείσα στη σκέψη 137 απόφαση Stardust, υποστηρίζοντας ότι η ανάλυση του Δικαστηρίου εντάσσεται «στο συγκεκριμένο πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως και χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι οι οργανισμοί που χορήγησαν χρηματοοικονομική συνδρομή στη Stardust ήταν δημόσιες επιχειρήσεις». Οι προσφεύγουσες υπενθυμίζουν ότι η CIVDN είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου.

139    Ωστόσο, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι δεν χωρεί διάκριση μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες η ενίσχυση χορηγείται απευθείας από το κράτος και εκείνων στις οποίες η ενίσχυση χορηγείται μέσω δημόσιου ή ιδιωτικού φορέα, ο οποίος έχει οριστεί ή ιδρυθεί από το κράτος αυτό (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1988, 57/86, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2855, σκέψη 12, προαναφερθείσα στη σκέψη 108 απόφαση PreussenElektra, σκέψη 58, και απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2003, GEMO, που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 23). Όπως προκύπτει από τις αποφάσεις Stardust, προαναφερθείσα στη σκέψη 129, και Pearle κ.λπ., προαναφερθείσα στη σκέψη 95, το καθεστώς που διέπει τον επίμαχο οργανισμό ή την επίμαχη επιχείρηση δεν θεωρείται καθοριστικό στοιχείο για την εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης περί κρατικών ενισχύσεων. Το γεγονός και μόνον ότι πρόκειται για δημόσιο οργανισμό δεν συνεπάγεται αυτομάτως την εφαρμογή του άρθρου 87 ΕΚ, όπως δεν την αποκλείει και το γεγονός ότι τα μέτρα ελήφθησαν από ιδιωτικό οργανισμό.

140    Όσον αφορά την πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας, προβλέφθηκε εισφορά για τη χρηματοδότησή της με την απόφαση 96-1 της CIVDN, της 5ης Ιουλίου 1996. Για να εξακριβωθεί αν ορθώς η Επιτροπή χαρακτήρισε αυτή την εισφορά ως κρατικό πόρο με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι απαιτεί την έκδοση πράξεως της δημόσιας αρχής προκειμένου να παραγάγει τα αποτελέσματά της, πρέπει να εξεταστεί ο ρόλος του κράτους στην εν λόγω επιτροπή.

141    Η εξέταση του νόμου 200, της 2ας Απριλίου 1943, για τη δημιουργία διεπαγγελματικής επιτροπής στον τομέα της παραγωγής φυσικών γλυκών οίνων και οίνων τύπου «vins de liqueur» ελεγχόμενης ονομασίας, όπως τροποποιήθηκε με το διάταγμα 55‑1064, της 20ής Οκτωβρίου 1956, επιβεβαιώνει τον κυρίαρχο ρόλο του κράτους στην επιτροπή αυτή.

142    Σύμφωνα με το άρθρο 3, που τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του διατάγματος 56-1064, η CIVDN αποτελείται, αφενός, από δεκατέσσερις εκπροσώπους των αντιπροσωπευτικότερων συνδικάτων και επαγγελματικών οργανώσεων παραγωγών και συνεταιρισμών παραγωγής, διατηρήσεως και διανομής οίνου και, αφετέρου, από δεκατέσσερα από τα αντιπροσωπευτικότερα συνδικάτα και επαγγελματικές οργανώσεις χονδρεμπόρων. Τα μέλη της διορίζονται για τρία έτη με απόφαση του secrétaire d’État à l’Agriculture, κατόπιν προτάσεως των ενδιαφερόμενων συνδικάτων και οργανώσεων.

143    Στις συνεδριάσεις μπορεί να μετάσχει συγκεκριμένος αριθμός εκπροσώπων του κράτους χωρίς ψήφο.

144    Από το άρθρο 4, νυν άρθρο 3 του διατάγματος 56-1064 προκύπτει ότι το κράτος, μέσω του εκπροσώπου του, αναλαμβάνει εκ περιτροπής καθήκοντα προέδρου ή αντιπροέδρου του εκτελεστικού γραφείου.

145    Ο διορισμός του διευθυντή και η ανάκληση του διορισμού πραγματοποιούνται με απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας (άρθρο 5, νυν άρθρο 4 του διατάγματος 56‑1064).

146    Το άρθρο 6 του διατάγματος 56‑1064 ορίζει τα εξής:

«Ο επιθεωρητής, ο οποίος διορίζεται από τον αρμόδιο σε θέματα γεωργίας και επισιτισμού υφυπουργό, μετέχει σε όλες τις συνεδριάσεις.

Αν οι προτάσεις που του υποβάλλει η [CIVDN] ή το εκτελεστικό γραφείο της γίνονται δεκτές από τα δύο τρίτα των παρόντων μελών, ο επιθεωρητής δύναται, ανάλογα με τις οδηγίες που έχει, είτε να εγκρίνει απευθείας τις προτεινόμενες αποφάσεις, είτε να τις υποβάλει προς έγκριση στον αρμόδιο σε θέματα γεωργίας και επισιτισμού υφυπουργό.»

147    Το άρθρο 7 του διατάγματος 56‑1064 ορίζει τα εξής:

«Οι προτάσεις της [CIVDN] ή του εκτελεστικού γραφείου της καθίστανται δεσμευτικές για όλα τα μέλη των ενδιαφερόμενων επαγγελματικών οργανώσεων αφ’ ης στιγμής λάβουν, ανάλογα με την περίπτωση, την έγκριση του αρμόδιου σε θέματα γεωργίας και επισιτισμού υφυπουργού ή του αρμόδιου επιθεωρητή.

[…]

Καθίστανται εκτελεστές αφ’ ης στιγμής κοινοποιηθούν επισήμως στις συνεταιριστικές επαγγελματικές οργανώσεως από τις οποίες αποτελείται η [CIVDN].

Οσάκις θίγεται το εθνικό συμφέρον, ο αρμόδιος σε θέματα γεωργίας και επισιτισμού υφυπουργός λαμβάνει, αν το κρίνει αναγκαίο, αντί της [CIVDN], τις αποφάσεις που εκείνη αρνήθηκε να λάβει, αφού προηγουμένως παραλάβει τη σχετική κοινοποιηθείσα αίτηση εκ μέρους του αρμόδιου επιθεωρητή.»

148    Κατά το άρθρο 8 του διατάγματος 56‑1064, έργο της CIVDN είναι η λήψη, σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβερνήσεως, ορισμένων γενικών μέτρων που εκείνη αριθμεί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η οργάνωση και ο έλεγχος της παραγωγής των οίνων καθορισμένων αποσταγμάτων.

149    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 10 του διατάγματος 56‑1064, η παράβαση των αποφάσεων της CIVDN επισύρει διάφορες κυρώσεις προβλεπόμενες, ανάλογα με την περίπτωση, από τη νομαρχία του τόπου κατοικίας του δράστη ή από το υπουργείο Γεωργίας, κατόπιν προτάσεως του νομάρχη, ήτοι χρηματικές ποινές, αφαίρεση της επαγγελματικής ταυτότητας, κατάσχεση υπέρ του Δημοσίου μέρους ή του συνόλου των προϊόντων.

150    Στην περίπτωση λήψεως των γενικών μέτρων του άρθρου 8, το άρθρο 11 παρέχει στον Υπουργό Γεωργίας τη δυνατότητα να υποκαταστήσει, κατόπιν προτάσεως του αρμόδιου επιθεωρητή, το εκτελεστικό γραφείο προκειμένου να επιβάλει τη λήψη αποφάσεως την οποία το εκτελεστικό γραφείο αρνήθηκε να λάβει, παρά τη σχετική αίτηση που του υπέβαλε και του κοινοποίησε ο αρμόδιος επιθεωρητής.

151    Το άρθρο 14 ορίζει ότι ο προϋπολογισμός της CIVDN υπόκειται στην έγκριση του ίδιου υπουργού. Προσθέτει ότι «οι δαπάνες που σχετίζονται με τα έξοδα διαχειρίσεως της [CIVDN] ή με την εκπλήρωση των στόχων της επαγγελματικού συμφέροντος καλύπτονται από τέλη τα οποία εισπράττονται είτε με την πώληση των προϊόντων, είτε με άλλα μέσα. Η [CIVDN] δύναται να εισπράξει τα εν λόγω τέλη μόνον εφόσον λάβει σχετική άδεια με απόφαση του αρμόδιου σε θέματα γεωργίας και επισιτισμού υφυπουργού και του αρμόδιου σε θέματα εθνικής οικονομίας και οικονομικών υφυπουργού».

152    Κατά το άρθρο 15 του διατάγματος 56‑1064, η χρηματοοικονομική διαχείριση υπόκειται στον έλεγχο του κράτους και οι διαθέσιμοι πόροι κατατίθενται στο Δημόσιο Ταμείο ή στο περιφερειακό ταμείο του crédit agricole mutuel της έδρας της CIVDN.

153    Τέλος, ο εσωτερικός κανονισμός της CIVDN υπόκειται στην έγκριση του Υπουργού Γεωργίας.

154    Ως εκ τούτου, πέραν της συμμετοχής του κράτους στην επιτροπή και στο εκτελεστικό γραφείο της, η έγκριση του κράτους είναι αναγκαία για όλες τις βασικές πράξεις της CIVDN. Ειδικότερα, η επιτροπή αυτή δεν θα μπορούσε ούτε να εισπράττει εισφορές ή φόρους, ούτε να διαθέτει το προϊόν τους χωρίς τη συναίνεση του κράτους. Εξάλλου, το κράτος μπορεί να επιβάλει στη CIVDN τις δικές του αποφάσεις.

155    Οι διατάξεις του νόμου αυτού δεν αναιρούν την άποψη των προσφευγουσών περί «αμιγώς επαγγελματικής διαχειρίσεως» της CIVDN και περιορισμού της κρατικής παρεμβάσεως «σε μια εξουσία a posteriori ελέγχου της νομιμότητας της χρηματοοικονομικής διαχειρίσεως της CIVDN».

156    Ακόμη και αν αποδειχθεί ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, «από απόψεως πραγματικών περιστατικών, ο ρόλος των διοικητικών αρχών είναι απλώς να καθιστούν δεσμευτικές τις αποφάσεις των επαγγελματικών οργανώσεων», εντούτοις, από νομικής απόψεως, οι εξουσίες του κράτους είναι σαφώς ευρύτερες. Ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση προβλέπει, στην 74η αιτιολογική σκέψη, ότι, εν προκειμένω, οι εισφορές «απαιτούν την έγκριση μιας πράξης της δημόσιας αρχής προκειμένου να παραγάγουν όλα τα αποτελέσματά τους». Σύμφωνα με την προαναφερθείσα στη σκέψη 129 απόφαση Stardust, το Δημόσιο έχει κάλλιστα τη δυνατότητα, εν προκειμένω, ασκώντας αποφασιστική επιρροή επί της CIVDN, να κατευθύνει τη χρησιμοποίηση των πόρων της προς τη χρηματοδότηση, ενδεχομένως, της παροχής ειδικών ευεργετημάτων σε ορισμένες επιχειρήσεις.

157    Πρέπει να προστεθεί, συναφώς, ότι, ανεξαρτήτως του περιεχομένου τους, οι από 31 Μαρτίου 2006 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομίας της Γαλλίας τις οποίες επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να πιστοποιήσουν, εν προκειμένω, την έλλειψη δυνατότητας του κράτους να διαθέτει πόρους συγκεντρωθέντες από τις διεπαγγελματικές οργανώσεις. Οι αποφάσεις αυτές είναι πράγματι μεταγενέστερες των επίδικων πραγματικών περιστατικών και της αποφάσεως.

158    Εξάλλου, η προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες, δεν τους εξασφαλίζει καμία συνδρομή, στο μέτρο που δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

159    Συγκεκριμένα, πρώτον, είναι βέβαιον ότι τα κεφάλαια που χρησιμοποίησε η CIVDN για την καταβολή της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας έπρεπε αρχικώς να συγκεντρωθούν από τα μέλη της μέσω της εισπράξεως διεπαγγελματικής εισφοράς (βλ. απόφαση 96-1, της 5ης Ιουλίου 1996). Το προϊόν της εισφοράς έπρεπε να συγκεντρώνεται σε ειδικό κεφάλαιο διαχειριζόμενο από τη CIVDN και προοριζόμενο αποκλειστικώς για την καταβολή στον παραγωγό της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας που του αναλογεί (άρθρο 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

160    Πάντως, από τις δηλώσεις του καταγγέλλοντος που περιλαμβάνονται στις αιτιολογικές σκέψεις 43 και 44 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι οποίες επιβεβαιώνονται από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της ολομέλειας της CIVDN της 20ής Δεκεμβρίου 2000 που προσκόμισε η Επιτροπή με το παράρτημα του υπομνήματός της αντικρούσεως, προκύπτει ότι, αφενός, το 1999, η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας χορηγήθηκε χάρη σε επιδότηση του γενικού συμβουλίου των Ανατολικών Πυρηναίων ύψους 2 εκατομμυρίων FRF και, αφετέρου, επιδοτήθηκε με πόρους που δεν προέρχονταν αποκλειστικώς από την είσπραξη της προβλεπόμενης εισφοράς, αλλά επίσης, εν μέρει, από τον γενικό προϋπολογισμό της CIVDN. Τα στοιχεία αυτά δεν αμφισβητήθηκαν, εξάλλου, από τις προσφεύγουσες. Συνεπώς, όπως συνέβη και με την απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 1977, 78/78, Steinike & Weinlig (Συλλογή τόμος 1977, σ. 171), για την οποία έγινε μνεία στη σκέψη 38 της προαναφερθείσας στη σκέψη 95 αποφάσεως Pearle κ.λπ., επρόκειτο για άμεσες επιδοτήσεις του κράτους.

161    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό εν προκειμένω, κατ’ αναλογία προς την απόφαση Pearle κ.λπ., ότι, εφόσον τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε ο οικείος φορέας αντισταθμίστηκαν πλήρως από τις εισφορές που εισπράχθηκαν από τις ωφεληθείσες επιχειρήσεις, η παρέμβαση της CIVDN δεν σκοπούσε στη δημιουργία ευεργετήματος το οποίο θα αποτελούσε πρόσθετη επιβάρυνση του κράτους ή του εν λόγω φορέα (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., σκέψη 36).

162    Δεύτερον, όπως τονίζεται στην 74η αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αποδείχθηκε εν προκειμένω, αντιθέτως προς την προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., ότι οι δικαιούχοι των ενισχύσεων εξακολουθούν να οφείλουν φόρους. Συγκεκριμένα, από την απόφαση 96-1 της CIVDN, της 5ης Ιουλίου 1996, προκύπτει ότι η εισφορά στηριζόταν στις ποσότητες Rivesaltes και Grand-roussillon που διατέθηκαν στο εμπόριο το 1995 (άρθρο 2), ενώ το ποσό της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας ήταν ύψους 5 000 FRF ετησίως ανά εκατόλιτρο αποσυρόμενο από την παραγωγή (άρθρο 6). Κατά συνέπεια, ορισμένες επιχειρήσεις μπορούσαν να καταβάλουν σημαντικές εισφορές, χωρίς ωστόσο να λάβουν οποιαδήποτε πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας.

163    Τρίτον, αντιθέτως προς την προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., δεν προκύπτει επίσης από τη δικογραφία ότι η πρωτοβουλία για την οργάνωση και την εκτέλεση της πριμοδοτήσεως για παύση της καλλιέργειας προήλθε από οποιαδήποτε ιδιωτικό φορέα και όχι από τη CIVDN, η οποία «χρησίμευσε μόνον ως μέσο για την είσπραξη και τη διάθεση δημιουργηθέντων πόρων» (βλ., υπό την έννοια αυτή, προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., σκέψη 37). Υπενθυμίζεται, περαιτέρω, ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας μπορεί να καταλογιστεί στο κράτος.

164    Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι, για την πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας, οι πόροι, όπως και στην προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., δημιουργήθηκαν «για έναν αμιγώς εμπορικό σκοπό», ο οποίος «ουδόλως εντασσόταν σε κάποια πολιτική των […] αρχών» (προαναφερθείσα στη σκέψη 95 απόφαση Pearle κ.λπ., σκέψη 37), οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν την αντίθετη άποψη. Συγκεκριμένα, με το σημείο 112 του υπομνήματος απαντήσεως, αναφέρουν ότι «δεν αμφισβητείται σοβαρά ότι η καθιέρωση των εισφορών με τις οποίες χρηματοδοτήθηκαν οι δραστηριότητες διαφημίσεως και προωθήσεως […] ουδόλως σχετιζόταν, αντιθέτως προς τα επίδικα σχετικά μέτρα στο πλαίσιο του σχεδίου Rivesaltes, με πολιτική του κράτους». Συνεπώς, οι προσφεύγουσες αναγνωρίζουν ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας εντασσόταν στο πλαίσιο πολιτικής του κράτους.

165    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω στοιχείων, το Πρωτοδικείο καταλήγει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η πριμοδότηση για παύση της καλλιέργειας χρηματοδοτήθηκε με κρατικούς πόρους.

166    Ως εκ τούτου, ακόμη και αν τα υπομνήματα των προσφευγουσών ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι τα επίμαχα μέτρα δεν χρηματοδοτήθηκαν με κρατικούς πόρους, ο δεύτερος αυτός λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

167    Συνεπώς, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει απαράδεκτη και κατά τα λοιπά ως εν μέρει αβάσιμη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

168    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν και η καθής ζήτησε να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, πρέπει να καταδικαστούν, πέραν των δικών τους εξόδων, και στα έξοδα της καθής.

169    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πέμπτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Βηλαράς

Dehousse

Šváby

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 20 Σεπτεμβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

       M. Βηλαράς


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.