Language of document : ECLI:EU:T:2005:347

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις T-366/03 και T-235/04

Land Oberösterreich και Δημοκρατία της Αυστρίας

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Προσέγγιση των νομοθεσιών — Εθνικές διατάξεις παρεκκλίνουσες από μέτρο εναρμονίσεως — Απαγόρευση χρήσεως γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών στην Άνω Αυστρία — Προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως — Φυσικά ή νομικά πρόσωπα — Πράξεις που τα αφορούν άμεσα και ατομικά — Απόφαση της Επιτροπής απευθυνόμενη σε κράτος μέλος και αφορώσα εθνικές διατάξεις απαγορεύουσες τη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών σε περιφέρεια του εν λόγω κράτους — Προσφυγή της επαρχίας που κατάρτισε τις διατάξεις αυτές για τις οποίες το εν λόγω κράτος ζήτησε παρέκκλιση από κοινοτικό μέτρο εναρμονίσεως — Παραδεκτό

(Άρθρα 95 § 5 EΚ και 230, εδ. 4, EΚ· απόφαση 2003/653 της Επιτροπής)

2.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Μέτρα υλοποιήσεως της ενιαίας αγοράς — Εισαγωγή νέων παρεκκλινουσών διατάξεων — Έλεγχος από την Επιτροπή — Διαδικασία — Εφαρμογή της αρχής της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως — Δεν χωρεί

(Άρθρα 95 §§ 4, 5 και 6 EΚ)

3.      Προσέγγιση των νομοθεσιών — Μέτρα υλοποιήσεως της ενιαίας αγοράς — Εισαγωγή νέων παρεκκλινουσών διατάξεων — Έλεγχος από την Επιτροπή — Απόφαση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρα 95 § 5 EΚ και 253 EΚ)

1.      Υποκείμενα εκτός του αποδέκτη μιας αποφάσεως δεν μπορούν να ισχυρισθούν ότι η απόφαση αυτή τα αφορά ατομικά, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, παρά μόνον εάν τα θίγει λόγω ορισμένων ξεχωριστών ιδιοτήτων ή μιας πραγματικής καταστάσεως που τα χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη της εν λόγω αποφάσεως. Πράγματι, σκοπός αυτής της διατάξεως είναι να εξασφαλίσει τη νομική προστασία και στο πρόσωπο εκείνο στο οποίο η επίδικη πράξη δεν απευθύνεται, πλην όμως το αφορά κατά τρόπο ανάλογο προς τον αποδέκτη της.

Συναφώς, μια απόφαση της Επιτροπής περί εθνικών διατάξεων απαγορευουσών τη χρήση γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών σε περιφέρεια κράτους μέλους, βάσει των διατάξεων του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ, αφορά ατομικώς μια περιφέρεια που έχει καταρτίσει σχέδιο νόμου το οποίο εμπίπτει στην αρμοδιότητά της και για το οποίο ζήτησε παρέκκλιση δυνάμει της εν λόγω διατάξεως. Επομένως, η απόφαση αυτή δεν έχει ως συνέπεια μόνον ότι θίγεται πράξη την οποία κατάρτισε η εν λόγω περιφέρεια, αλλά και ότι εμποδίζεται η τελευταία να ασκήσει κατά το δοκούν τις αρμοδιότητές της τις οποίες της απονέμει η εθνική συνταγματική τάξη.

Εξάλλου, μολονότι η απόφαση αυτή απευθυνόταν στο οικείο κράτος μέλος, το κράτος αυτό δεν άσκησε καμία εξουσία εκτιμήσεως κατά την κοινοποίησή της στην εν λόγω περιφέρεια, οπότε η απόφαση αφορά άμεσα και την περιφέρεια αυτή, κατά την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

(βλ. σκέψεις 27-29)

2.      Η αρχή της κατ’ αντιπαράθεση συζητήσεως δεν έχει εφαρμογή στην προβλεπόμενη από το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ διαδικασία. Πράγματι, η εν λόγω διαδικασία, όπως και αυτή του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, κινείται κατόπιν αιτήσεως κράτους μέλους με σκοπό την έγκριση εθνικών διατάξεων παρεκκλινουσών από εκδοθέν σε κοινοτικό επίπεδο μέτρο εναρμονίσεως. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις, η διαδικασία κινείται από το κοινοποιούν κράτος μέλος, το οποίο είναι απολύτως ελεύθερο να διατυπώσει τις απόψεις του επί της αποφάσεως της οποίας ζητεί την έκδοση. Ομοίως, αμφότερες οι διαδικασίες πρέπει να περατώνονται ταχέως τόσο προς το συμφέρον του αιτούντος κράτους μέλους όσο και προς εκείνο της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς. Συναφώς, το γεγονός ότι, αντιθέτως προς τη διαδικασία του άρθρου 95, παράγραφος 4, ΕΚ, η διαδικασία του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ αφορά εθνικές διατάξεις ευρισκόμενες ακόμη στο στάδιο της καταρτίσεως δεν καθιστά δυνατό για την Επιτροπή να παρατείνει την εξάμηνη προθεσμία του άρθρου 95, παράγραφος 6, ΕΚ, ώστε να διεξαχθεί κατ’ αντιπαράθεση συζήτηση.

Πρώτον, όσον αφορά τη διατύπωση της τελευταίας αυτής διατάξεως, αφενός, η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται αδιακρίτως επί των αιτήσεων παρεκκλίσεως που αφορούν ισχύουσες εθνικές ρυθμίσεις και προβλέπονται στο άρθρο 95, παράγραφος 4, ΕΚ, και των αιτήσεων που αφορούν ρυθμίσεις τελούσες στο στάδιο της καταρτίσεως, για τις οποίες έχει εφαρμογή το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ. Αφετέρου, η Επιτροπή μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας παρατάσεως της εξάμηνης προθεσμίας προς λήψη αποφάσεως, η οποία προβλέπεται στο τρίτο εδάφιο της εν λόγω διατάξεως, μόνον εάν το δικαιολογεί η πολυπλοκότητα του αντικειμένου και δεν υπάρχει κίνδυνος για την υγεία του ανθρώπου, δεδομένου ότι το άρθρο 95, παράγραφος 6, τρίτο εδάφιο, ΕΚ δεν της παρέχει τη δυνατότητα να αναβάλει τη λήψη αποφάσεως, πέραν της εξάμηνης προθεσμίας, αποκλειστικώς και μόνο για να ακούσει τις απόψεις του κράτους μέλους που της υπέβαλε αίτηση παρεκκλίσεως σύμφωνα με το άρθρο 95, παράγραφος 5, ΕΚ.

Δεύτερον, όσον αφορά την οικονομία του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ, το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αφορά μη ισχύουσα ακόμη εθνική ρύθμιση δεν μειώνει τη σημασία που έχει η εκ μέρους της Επιτροπής ταχεία λήψη αποφάσεως επί της αιτήσεως παρεκκλίσεως η οποία της υποβλήθηκε. Πράγματι, βούληση των συντακτών της Συνθήκης ήταν να περατώνεται ταχέως η εν λόγω διαδικασία προς το συμφέρον του αιτούντος κράτους μέλους, το οποίο συνίσταται στην άρση της αβεβαιότητας ως προς τους ισχύοντες κανόνες, καθώς και προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της εσωτερικής αγοράς.

(βλ. σκέψεις 41-44)

3.      Για να τηρεί την προβλεπομένη από το άρθρο 253 ΕΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, μια απόφαση της Επιτροπής, η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 5, ΕΚ, πρέπει να περιλαμβάνει επαρκή και κατάλληλη μνεία των στοιχείων που ελήφθησαν υπόψη, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου για την έγκριση παρεκκλίσεως, υπέρ κράτους μέλους, από κοινοτικό μέτρο εναρμονίσεως.

(βλ. σκέψη 53)