Language of document : ECLI:EU:C:2024:1

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 9ης Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 267 ΣΛΕΕ – Δυνατότητα του αιτούντος δικαστηρίου να λάβει υπόψη την προδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου – Αναγκαιότητα της ζητούμενης ερμηνείας προκειμένου το αιτούν δικαστήριο να μπορέσει να εκδώσει τη δική του απόφαση – Ανεξαρτησία των δικαστών – Προϋποθέσεις διορισμού των δικαστών στα τακτικά δικαστήρια – Δυνατότητα προσβολής δικαστικής διατάξεως με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως αίτηση ασφαλιστικών μέτρων – Δυνατότητα εξαίρεσης δικαστή από δικαστικό σχηματισμό – Απαράδεκτο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑181/21 και C‑269/21,

με αντικείμενο αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τις οποίες υπέβαλαν το Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε, Πολωνία) και το Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακό δικαστήριο Κρακοβίας, Πολωνία), με αποφάσεις της 18ης Μαρτίου 2021 και της 31ης Μαρτίου 2021, οι οποίες περιήλθαν στο Δικαστήριο στις 23 Μαρτίου 2021 και στις 27 Απριλίου 2021 αντιστοίχως, στο πλαίσιο των δικών

G.

κατά

M.S. (C‑181/21),

παρισταμένων των:

Rzecznik Praw Obywatelskich,

Prokuratura Okręgowa w Katowicach,

και

BC,

DC

κατά

X (C‑269/21),

παρισταμένων των:

Rzecznik Praw Obywatelskich,

Prokuratura Okręgowa w Krakowie,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, L. Bay Larsen, Αντιπρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, E. Regan, N. Piçarra, Z. Csehi και O. Spineanu‑Matei, προέδρους τμήματος, M. Ilešič, L. S. Rossi, I. Jarukaitis (εισηγητή), A. Kumin, N. Jääskinen, I. Ziemele και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: A. M. Collins

γραμματέας: M. Siekierzyńska, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 29ης Ιουνίου 2022,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Prokuratura Okręgowa w Katowicach και η Prokuratura Okręgowa w Krakowie, εκπροσωπούμενες από τους R. Babiński, S. Bańko, A. Reczka, B. Szyprowski και E. Tkaczewska-Kuk,

–        ο Rzecznik Praw Obywatelskich, εκπροσωπούμενος από τους M. Taborowski, V. Vachev και M. Wróblewski,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna και τις K. Straś και S. Żyrek,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις J. F. Kronborg και V. Pasternak Jørgensen,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. M. de Ree και C. S. Schillemans,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την K. Herrmann και τον P. J. O. Van Nuffel,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 15ης Δεκεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 2, του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 3, και του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν, στη μεν υπόθεση C‑181/21, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ ιδιωτικής εταιρίας και καταναλωτή, με αντικείμενο απαίτηση εκ συμβάσεως πίστωσης, στη δε υπόθεση C‑269/21, στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ καταναλωτών και τράπεζας, με αντικείμενο απαίτηση εκ συμβάσεως πίστωσης εκφρασμένης σε ξένα νομίσματα, καθώς και αίτημα για ακύρωση της εν λόγω συμβάσεως.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το Σύνταγμα

3        Κατά το άρθρο 179 του Konstytucja Rzeczypospolitej Polskiej (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, στο εξής: Σύνταγμα):

«Οι δικαστές διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατόπιν προτάσεως του Krajowa Rada Sądownictwa [(Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου, Πολωνία) (στο εξής: KRS)], για θητεία αορίστου χρόνου.»

4        Κατά το άρθρο 186, παράγραφος 1, του Συντάγματος:

«Το [KRS] αποτελεί τον θεματοφύλακα της ανεξαρτησίας των δικαστηρίων και των δικαστών.»

5        Το άρθρο 187 του Συντάγματος ορίζει τα εξής:

«1.      Το [KRS] συγκροτείται:

1)      από τον πρώτο πρόεδρο του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία)], τον Υπουργό Δικαιοσύνης, τον πρόεδρο του [Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία)] και ένα μέλος που ορίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας,

2)      από δεκαπέντε μέλη τα οποία εκλέγονται εκ των δικαστών του [Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου)], των τακτικών δικαστηρίων, των διοικητικών δικαστηρίων και των στρατοδικείων,

3)      από τέσσερα μέλη τα οποία εκλέγει [η Sejm (Δίαιτα, Πολωνία)] εκ των βουλευτών και από δύο μέλη τα οποία εκλέγει η Γερουσία εκ των γερουσιαστών.

[…]

3.      Η θητεία των εκλεγμένων μελών [του KRS] είναι τετραετής.

4.      Το καθεστώς, ο τομέας δραστηριότητας και ο τρόπος λειτουργίας [του KRS], καθώς και ο τρόπος εκλογής των μελών του ορίζονται από τον νόμο.»

 Ο νόμος περί των τακτικών δικαστηρίων

6        Το άρθρο 3 του ustawa Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (Dz. U. αριθ. 98, θέση 1070), όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy – Prawo o ustroju sądów powszechnych, ustawy o Sądzie Najwyższym oraz niektórych innych ustaw (νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί οργάνωσης των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 20ής Δεκεμβρίου 2019 (Dz. U. 2020, θέση 190), ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από τις 14 Φεβρουαρίου 2020 (στο εξής: νόμος περί των τακτικών δικαστηρίων), έχει ως εξής:

«1.      Το δικαστικό σώμα αυτοδιοικείται.

2.      Τα όργανα αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος είναι:

1)      η γενική συνέλευση των δικαστών του κάθε sądu apelacyjnego [εφετείου]·

2)      η γενική συνέλευση των δικαστών του κάθε sądu okręgowego [περιφερειακού δικαστηρίου]·

3)      η γενική συνέλευση των δικαστών του κάθε sądu rejonowego [επαρχιακού δικαστηρίου].»

7        Βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 1, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, οι πρόεδροι των περιφερειακών δικαστηρίων διορίζονται από τον Υπουργό Δικαιοσύνης για εξαετή θητεία σύμφωνα με το άρθρο 26 του ίδιου νόμου και μπορεί να είναι δικαστές είτε εφετείου, είτε περιφερειακού δικαστηρίου, είτε επαρχιακού δικαστηρίου. Αφού διορίσει τον πρόεδρο του περιφερειακού δικαστηρίου, ο Υπουργός Δικαιοσύνης τον παρουσιάζει στην αρμόδια γενική συνέλευση των δικαστών του αντίστοιχου περιφερειακού δικαστηρίου.

8        Κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, του νόμου αυτού, το συμβούλιο διοίκησης του εφετείου ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται από τον νόμο και:

«[…]

1bis)      γνωμοδοτεί επί των υποψηφιοτήτων για τις θέσεις δικαστών του αντίστοιχου εφετείου […]».

9        Το άρθρο 31 του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων ορίζει ότι το συμβούλιο διοίκησης του περιφερειακού δικαστηρίου γνωμοδοτεί, μεταξύ άλλων, επί των υποψηφιοτήτων για τη θέση δικαστή στο συγκεκριμένο περιφερειακό δικαστήριο και στα επαρχιακά δικαστήρια της περιφέρειάς του. Βάσει του άρθρου 30, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, το συμβούλιο διοίκησης του περιφερειακού δικαστηρίου συγκροτείται, αφενός, από τον πρόεδρό του, όπως προβλέπει το σημείο 1 της διατάξεως αυτής, και, αφετέρου, από τους προέδρους των επαρχιακών δικαστηρίων της περιφέρειάς του, όπως προβλέπει το σημείο 2 της εν λόγω διατάξεως, το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020. Το άρθρο 30, παράγραφος 3, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, το οποίο επίσης τέθηκε σε ισχύ στις 14 Φεβρουαρίου 2020, ορίζει ότι οι εκπρόσωποι της γενικής συνέλευσης των δικαστών του περιφερειακού δικαστηρίου μπορούν να παρίστανται στις συνεδριάσεις στις οποίες το συμβούλιο διοίκησης οφείλει να γνωμοδοτήσει επί των υποψηφιοτήτων για τη θέση δικαστή στο δικαστήριο αυτό και έχουν δικαίωμα ψήφου αποκλειστικώς για τον συγκεκριμένο σκοπό.

10      Το άρθρο 33 του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, όπως ίσχυε έως τις 13 Φεβρουαρίου 2020, είχε ως εξής:

«1.      Η γενική συνέλευση των δικαστών της περιφέρειας του εφετείου συγκροτείται από τους δικαστές του εφετείου, τους εκπροσώπους των δικαστών των περιφερειακών δικαστηρίων εντός της εδαφικής περιφέρειας του αντίστοιχου εφετείου […], και τους εκπροσώπους των δικαστών των επαρχιακών δικαστηρίων της περιφέρειας του ίδιου εφετείου […]

[…]».

11      Το άρθρο 35, παράγραφος 1, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων ορίζει ότι η γενική συνέλευση των δικαστών κάθε περιφερειακού δικαστηρίου συγκροτείται από όλους τους δικαστές του δικαιοδοτικού οργάνου. Οι δικαστές που είναι αποσπασμένοι στο δικαστήριο αυτό μπορούν να μετάσχουν στη γενική συνέλευση, αλλά δεν έχουν δικαίωμα ψήφου.

12      Από τις 14 Φεβρουαρίου 2020, η γενική συνέλευση του περιφερειακού δικαστηρίου μπορεί, δυνάμει του άρθρου 36, παράγραφος 1, σημείο 2, του νόμου αυτού, να εκλέγει εκπροσώπους που παρίστανται στις συνεδριάσεις στις οποίες το συμβούλιο διοίκησής του οφείλει να γνωμοδοτήσει επί των υποψηφιοτήτων για τη θέση δικαστή στο συγκεκριμένο περιφερειακό δικαστήριο ή για τη θέση δικαστή σε επαρχιακό δικαστήριο της περιφέρειάς του. Βάσει του άρθρου 36, παράγραφος 2, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, η εκλογή των εκπροσώπων γίνεται με μυστική ψηφοφορία και ο αριθμός τους είναι ίδιος με εκείνον των μελών του συμβουλίου διοίκησης του περιφερειακού δικαστηρίου.

13      Το άρθρο 42a του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων ορίζει τα εξής:

«1.      Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων των δικαστηρίων ή των οργάνων τους, δεν επιτρέπεται να τεθεί υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα των [δικαιοδοτικών οργάνων], των συνταγματικών οργάνων του κράτους και των οργάνων ελέγχου και προστασίας του δικαίου.

2.      Τακτικό δικαστήριο ή άλλο όργανο της εξουσίας δεν δύναται να διαπιστώσει ή να κρίνει τη νομιμότητα του διορισμού δικαστή ή της απορρέουσας από τον διορισμό του εξουσίας ασκήσεως των δικαιοδοτικών καθηκόντων.»

14      Το άρθρο 55, παράγραφος 1, του ως άνω νόμου, όπως ίσχυε μέχρι τις 13 Φεβρουαρίου 2020, είχε ως εξής:

«Οι δικαστές των τακτικών δικαστηρίων διορίζονται στη θέση δικαστή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας, κατόπιν προτάσεως του [KRS], εντός ενός μηνός από την ημερομηνία αποστολής της εν λόγω προτάσεως.»

15      Το άρθρο 55, παράγραφος 1, του νόμου αυτού όπως τροποποιήθηκε ορίζει πλέον τα εξής:

«Ο δικαστής τακτικού δικαστηρίου διορίζεται στη θέση αυτή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ορκίζεται ενώπιόν του.»

16      Το άρθρο 58 του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, όπως ίσχυε έως τις 13 Φεβρουαρίου 2020, είχε ως εξής:

«1.      Σε περίπτωση υποβολής περισσότερων υποψηφιοτήτων για μία κενή θέση δικαστή, όλες οι υποψηφιότητες εξετάζονται στην ίδια συνεδρίαση της συνέλευσης των δικαστών.

2.      Η γενική συνέλευση των εφετών ή η γενική συνέλευση των περιφερειακών δικαστών αποφαίνεται επί των υποψηφιοτήτων με ψηφοφορία και διαβιβάζει στον πρόεδρο του εφετείου ή του περιφερειακού δικαστηρίου, ανάλογα με την περίπτωση, όλες τις υποβληθείσες υποψηφιότητες, αναφέροντας τον αριθμό των ψήφων που έλαβαν.»

17      Στις 14 Φεβρουαρίου 2020 καταργήθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 58. Κατόπιν τούτου, η παράγραφος 1 του άρθρου 58 αναδιατυπώθηκε ως εξής:

«Σε περίπτωση υποβολής περισσότερων υποψηφιοτήτων για μία κενή θέση δικαστή, όλες οι υποψηφιότητες εξετάζονται στην ίδια συνεδρίαση του συμβουλίου διοίκησης.

[…]»

 Ο νόμος περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου

18      Με τον ustawa o Sądzie Najwyższym (νόμο περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. 2018, θέση 5), συστάθηκε, μεταξύ άλλων, εντός του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου), το Izba Kontroli Nadzwyczajnej i Spraw Publicznych (τμήμα έκτακτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων, Πολωνία).

19      Κατά το άρθρο 26 του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως τροποποιήθηκε με τον νόμο της 20ής Δεκεμβρίου 2019 για την τροποποίηση του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ορισμένων άλλων νόμων:

«1.      Το [τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων] είναι αρμόδιο για την εξέταση των εκτάκτων ενδίκων μέσων, των εκλογικών διαφορών, των αμφισβητήσεων του κύρους εθνικού δημοψηφίσματος ή συνταγματικού δημοψηφίσματος, για την εκδίκαση των λοιπών υποθέσεων δημοσίου δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών που αφορούν την προστασία του ανταγωνισμού, τη ρύθμιση του τομέα της ενέργειας, τις τηλεπικοινωνίες και τις σιδηροδρομικές μεταφορές, καθώς και για την εξέταση των προσφυγών κατά αποφάσεων του Przewodniczy Krajowej Rady Radiofonii i Telewizji [(προέδρου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, Πολωνία)] ή των προσφυγών που βάλλουν κατά της υπερβολικής διάρκειας της δίκης ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, των στρατοδικείων, όπως και του Sąd Najwyższy [Ανωτάτου Δικαστηρίου].

2.      Το τμήμα εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεων ή δηλώσεων που αφορούν την εξαίρεση δικαστή ή τον ορισμό του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου πρέπει να διεξαχθεί διαδικασία και περιλαμβάνουν αιτιάσεις περί ελλείψεως ανεξαρτησίας του δικαστηρίου ή του δικαστή. Το δικαστήριο που επιλαμβάνεται της υποθέσεως υποβάλλει αμέσως αίτηση στον πρόεδρο του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων προκειμένου αυτή να εξεταστεί σύμφωνα με τους κανόνες που καθορίζονται από χωριστές διατάξεις. Η υποβολή αιτήσεως στον πρόεδρο του τμήματος εκτάκτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων δεν αναστέλλει την εκκρεμή διαδικασία.

3.      Η διαλαμβανόμενη στην παράγραφο 2 αίτηση δεν εξετάζεται εάν αφορά τη διαπίστωση και την κρίση της νομιμότητας του διορισμού δικαστή ή της νομιμοποιήσεώς του για την άσκηση δικαιοδοτικών καθηκόντων.

[…]»

20      Το άρθρο 29 του νέου νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου προβλέπει ότι οι δικαστές του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου) διορίζονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κατόπιν προτάσεως του KRS.

 Ο νόμος περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου

21      Κατά το άρθρο 9bis του ustawa o Krajowej Radzie Sądownictwa (νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου), της 12ης Μαΐου 2011 (Dz. U. 2011, αριθ. 126, θέση 714), όπως τροποποιήθηκε με τον ustawa o zmianie ustawy o Krajowej Radzie Sądownictwa oraz niektórych innych ustaw (νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων), της 8ης Δεκεμβρίου 2017 (Dz. U. 2018, θέση 3):

«1.      Η Δίαιτα εκλέγει, εκ των δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των τακτικών δικαστηρίων, των διοικητικών δικαστηρίων και των στρατοδικείων, 15 μέλη του [KRS] για κοινή θητεία διάρκειας τεσσάρων ετών.

2.      Κατά την προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 εκλογή, η Δίαιτα λαμβάνει υπόψη, στο μέτρο του εφικτού, την αναγκαιότητα εκπροσωπήσεως στο [KRS] δικαστών προερχόμενων από δικαστήρια διαφόρων κατηγοριών και διαφόρων βαθμών δικαιοδοσίας.

3.      Η κοινή θητεία των νέων μελών του [KRS], τα οποία εκλέγονται εκ των δικαστών, ξεκινά την επομένη της εκλογής τους. Τα μέλη του [KRS] των οποίων η θητεία λήγει ασκούν τα καθήκοντά τους έως την ημέρα ενάρξεως της κοινής θητείας των νέων μελών του [KRS].»

22      Η μεταβατική διάταξη του άρθρου 6 του νόμου για την τροποποίηση του νόμου περί του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου και ορισμένων άλλων νόμων, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 17 Ιανουαρίου 2018, προβλέπει τα εξής:

«Η θητεία των εκλεγμένων με βάση τις ισχύουσες διατάξεις μελών του [KRS] στα οποία αναφέρεται το άρθρο 187, παράγραφος 1, σημείο 2, του [Συντάγματος] διαρκεί έως την προηγουμένη της ενάρξεως της θητείας των νέων μελών του [KRS], χωρίς, πάντως, να υπερβαίνει χρονικό διάστημα 90 ημερών από την ημερομηνία θέσεως σε ισχύ του παρόντος νόμου, εκτός και αν λήξει προγενέστερα λόγω εκπνοής του χρόνου της.»

 Ο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας

23      Κατά το άρθρο 48 του ustawa – Kodeks postępowania cywilnego (νόμου περί θεσπίσεως του κώδικα πολιτικής δικονομίας), της 17ης Νοεμβρίου 1964, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας):

«1.      Δικαστής εξαιρείται αυτοδικαίως:

1)      στις υποθέσεις στις οποίες είναι διάδικος ή στις οποίες έχει τέτοια έννομη σχέση με έναν από τους διαδίκους ώστε η έκβαση της δίκης θα μπορούσε να επηρεάσει τα δικαιώματα ή τις υποχρεώσεις του·

[…]

5)      στις υποθέσεις στις οποίες είχε, σε δικαστήριο κατώτερου βαθμού δικαιοδοσίας, μετάσχει στην έκδοση της προσβαλλομένης με ένδικο μέσο αποφάσεως, καθώς και στις υποθέσεις που αφορούν το κύρος νομικής πράξεως ελεγχθείσας από τον ίδιο ή καταρτισθείσας με τη συμμετοχή του, καθώς και στις υποθέσεις όπου έχει ενεργήσει ως prokurator [(εισαγγελέας, Πολωνία)]·

[…]».

24      Το άρθρο 49 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ανεξάρτητα από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 48, το δικαστήριο αποφασίζει την εξαίρεση δικαστή κατόπιν αιτήσεως του ίδιου του δικαστή ή διαδίκου, εφόσον συντρέχει περίσταση ικανή να δημιουργήσει εύλογες αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του στη συγκεκριμένη υπόθεση.»

25      Το άρθρο 50 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«1.      Οι διάδικοι μπορούν να ζητήσουν την εξαίρεση δικαστή είτε με γραπτή αίτηση είτε με προφορική δήλωση προς το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση, αναφέροντας γιατί πιθανολογείται η συνδρομή των λόγων εξαίρεσης.

2.      Επιπλέον, ο διάδικος που έχει ήδη μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση μπορεί να προτείνει εξαίρεση μόνον αν πιθανολογείται ότι η περίσταση η οποία δικαιολογεί την εξαίρεση προέκυψε ή περιήλθε σε γνώση του μετά την έναρξη της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

3.      Έως την έκδοση αποφάσεως επί της αιτήσεως για εξαίρεση δικαστή:

1)      ο δικαστής τον οποίο αφορά η αίτηση μπορεί να συνεχίσει τη διαδικασία·

2)      δεν επιτρέπεται να εκδοθεί απόφαση ή μέτρο που να περατώνει τη δίκη.»

26      Το άρθρο 365, παράγραφος 1, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Η οριστική απόφαση έχει δεσμευτική ισχύ όχι μόνο για τους διαδίκους και το δικαιοδοτικό όργανο το οποίο την εξέδωσε, αλλά και για τα λοιπά δικαιοδοτικά όργανα, τις λοιπές δημόσιες αρχές και τους οργανισμούς της δημόσιας διοίκησης, καθώς και, στις περιπτώσεις που προβλέπονται από τον νόμο, τους τρίτους.»

27      Βάσει του άρθρου 367, παράγραφος 3, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας:

«Τα δευτεροβάθμια δικαστήρια εξετάζουν τις υποθέσεις με τριμελή σύνθεση. Κεκλεισμένων των θυρών, τα δικαστήρια δικάζουν σε μονομελή σχηματισμό, εκτός από όταν εκδίδουν απόφαση.»

28      Κατά το άρθρο 379, σημείο 4, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, η διαδικασία είναι άκυρη «αν η σύνθεση του δικαστηρίου που έχει επιληφθεί της συγκεκριμένης υποθέσεως ήταν παράνομη ή αν μετείχε στην εκδίκαση της υποθέσεως δικαστής εξαιρετέος εκ του νόμου».

29      Το άρθρο 401 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας προβλέπει τα εξής:

«Η επανάληψη διαδικασίας λόγω ακυρότητας είναι δυνατόν να ζητηθεί:

1)      εάν μετείχε στη σύνθεση μη δικαιούμενο πρόσωπο ή εάν αποφάνθηκε επί της υποθέσεως δικαστής εξαιρετέος εκ του νόμου και ο ενδιαφερόμενος διάδικος δεν είχε τη δυνατότητα να προτείνει την εξαίρεση πριν η απόφαση περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου·

[…]».

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

 Το ιστορικό της υποθέσεως C181/21

30      Η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε μεταξύ ιδιωτικής εταιρίας και καταναλωτή, το δε αντικείμενό της είναι απαίτηση εκ συμβάσεως πίστωσης.

31      Η ιδιωτική εταιρία στράφηκε κατά του καταναλωτή ζητώντας την καταβολή 16 000 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 3 450 ευρώ), πλέον τόκων και εξόδων. Το Sąd Rejonowy w Dąbrowie Górniczej (επαρχιακό δικαστήριο Dąbrowa Górnicza, Πολωνία) εξέδωσε διαταγή πληρωμής. Ο καταναλωτής άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής. Το επαρχιακό αυτό δικαστήριο απέρριψε με διάταξή του την ανακοπή του καταναλωτή.

32      Ο τελευταίος προσέβαλε τη διάταξη ενώπιον του Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακού δικαστηρίου Κατοβίτσε, Πολωνία). Για την εκδίκαση του ενδίκου μέσου ορίστηκε τριμελής δικαστικός σχηματισμός, ο οποίος περιελάμβανε τη δικαστή A. Z.

33      Όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες η δικαστής A. Z. διορίστηκε στο Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε), από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η συγκεκριμένης δικαστής, η οποία υπηρετούσε στο Sąd Rejonowy w Jaworznie (επαρχιακό δικαστήριο Jaworzno, Πολωνία) από το 1996, υπέβαλε υποψηφιότητα για να καταλάβει κενή θέση δικαστή στο Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε).

34      Κατόπιν γνωμοδότησης την οποία εξέδωσε το συμβούλιο διοίκησης του Sąd Apelacyjny w Katowicach (εφετείου Κατοβίτσε, Πολωνία) επί της υποψηφιότητας της δικαστή A. Z., η συνέλευση των εκπροσώπων των δικαστών της περιφέρειας του εφετείου απείχε από την έκδοση γνωμοδότησης επί της υποψηφιότητας αυτής. Πιο συγκεκριμένα, η ως άνω συνέλευση εξέδωσε, στις 14 Ιανουαρίου 2019, ψήφισμα στο οποίο επισήμαινε ότι θα απείχε από τη διαδικασία διορισμού δικαστών στις κενές θέσεις του προαναφερθέντος δικαστηρίου και των περιφερειακών δικαστηρίων εντός της εδαφικής περιφέρειας του εφετείου, λόγω των επιφυλάξεών της αναφορικά με το καθεστώς και τον τρόπο λειτουργίας του KRS, το οποίο καλούνταν να διαδραματίσει ρόλο στη διαδικασία διορισμού.

35      Επιπλέον, με ψήφισμα που εκδόθηκε την ίδια ημέρα, η συνέλευση των δικαστών της περιφέρειας του Sąd Apelacyjny w Katowicach (εφετείου Κατοβίτσε) κάλεσε τον πρόεδρό της, αφενός, να μη διαβιβάσει τις υποψηφιότητες για τις κενές θέσεις δικαστών στο δικαστήριο αυτό και στο Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε) εν αναμονή της έκδοσης γνωμοδότησης επ’ αυτών και, αφετέρου, να αναβάλει την ημερήσια διάταξη περί προετοιμασίας των διαδικασιών διορισμού, έως ότου αρθούν οι αμφιβολίες αναφορικά με το KRS.

36      Παρά τα προαναφερθέντα ψηφίσματα, ο πρόεδρος του Sąd Apelacyjny w Katowicach (εφετείου Κατοβίτσε), ο οποίος είναι συγχρόνως πρόεδρος της γενικής συνέλευσης των δικαστών του δικαστηρίου αυτού και διορίστηκε πρόεδρος του εν λόγω δικαστηρίου από τον Υπουργό Δικαιοσύνης, διαβίβασε την υποψηφιότητα της δικαστή A. Z. Κατόπιν τούτου, αυτή διορίστηκε δικαστής στο Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε) από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας της Πολωνίας.

37      Κατά τη συνεδρίαση που διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών στις 18 Μαρτίου 2021, ο εισηγητής δικαστής του δικαστικού σχηματισμού για τον οποίο έγινε λόγος στη σκέψη 32 της παρούσας αποφάσεως εξέφρασε αμφιβολίες ως προς τον χαρακτηρισμό του σχηματισμού αυτού ως «δικαστηρίου», λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες η δικαστής A. Z. διορίστηκε στο Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε). Με αυτά τα δεδομένα και ενεργώντας αυτοτελώς, υπέβαλε στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, στηριζόμενος στο άρθρο 367, παράγραφος 3, του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας.

 Το ιστορικό της υποθέσεως C269/21

38      Η διαφορά της κύριας δίκης ανέκυψε μεταξύ καταναλωτών και τράπεζας, το δε αντικείμενό της είναι απαίτηση εκ συμβάσεως πίστωσης εκφρασμένης σε ξένα νομίσματα, καθώς και αίτημα για ακύρωση της εν λόγω συμβάσεως.

39      Οι καταναλωτές άσκησαν ενώπιον του Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας) αγωγή ζητώντας, στηριζόμενοι στην απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 2019, Dziubak (C‑260/18, EU:C:2019:819), να υποχρεωθεί η τράπεζα να καταβάλει, μεταξύ άλλων, ποσό 104 537 PLN (περίπου 22 540 ευρώ), καθώς και να ακυρωθεί αναδρομικώς η οικεία σύμβαση πίστωσης. Επιπλέον, υπέβαλαν αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας, μεταξύ άλλων, την αναστολή της πληρωμής των μηνιαίων δόσεων που έπρεπε να καταβάλλονται κατ’ εφαρμογήν της συμβάσεως πίστωσης, μέχρι την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της αγωγής.

40      Η εκδίκαση της αγωγής και της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων ανατέθηκε σε μονομελή δικαστικό σχηματισμό του Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο στη συγκεκριμένη υπόθεση.

41      Με διάταξη της 9ης Οκτωβρίου 2020, ο μονομελής δικαστικός σχηματισμός έκανε δεκτή την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

42      Η τράπεζα προσέβαλε τη διάταξη αυτήν. Η εξέταση του ενδίκου μέσου ανατέθηκε σε τριμελή δικαστικό σχηματισμό του Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας). Ένα από τα τρία μέλη είναι η δικαστής A. T., η οποία ορίστηκε επίσης εισηγήτρια δικαστής και προήδρευε του δικαστικού αυτού σχηματισμού. Ο τριμελής δικαστικός σχηματισμός μεταρρύθμισε τη διάταξη και απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο σύνολό της. Δεδομένου ότι πρόκειται για απόφαση που δεν υπόκειται πλέον σε ένδικα μέσα, η υπόθεση αναπέμφθηκε στο αιτούν δικαστήριο προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της αγωγής.

43      Όσον αφορά τις περιστάσεις υπό τις οποίες η δικαστής A. Τ. διορίστηκε στο Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κρακοβίας), από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η συγκεκριμένης δικαστής, η οποία υπηρετούσε στο Sąd Rejonowy dla Krakowa-Krowodrzy w Krakowie (επαρχιακό δικαστήριο Κρακοβίας-Krowodrza στην Κρακοβία, Πολωνία) από το 2009, υπέβαλε υποψηφιότητα για να καταλάβει κενή θέση δικαστή στο Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακό δικαστήριο Κρακοβίας). Ήταν η μόνη υποψήφια για τη θέση. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι πολλοί δικαστές περιφερειακών δικαστηρίων δεν μετέχουν πλέον, παρά τη μεγάλη πείρα τους, στους διαγωνισμούς αυτούς διότι η διαδικασία διορισμού των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων έχει παύσει να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, ιδίως λόγω του ότι οι αποφάσεις του KRS, το οποίο έχει πολιτικοποιηθεί σε μεγάλο βαθμό, δεν βασίζονται πια σε αντικειμενικά κριτήρια και ευνοούν τους υποψηφίους που υποστηρίζονται από τους προέδρους των δικαστηρίων, οι οποίοι έχουν διοριστεί από τον Υπουργό Δικαιοσύνης.

44      Το Kolegium Sądu Okręgowego w Krakowie (συμβούλιο διοίκησης του περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας, Πολωνία) γνωμοδότησε επί της υποψηφιότητας της δικαστή A. T. κατά τη συνεδρίαση της 1ης Ιουνίου 2020.

45      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επ’ αυτού ότι η πλειονότητα των μελών του συμβουλίου διοίκησης είναι πρόεδροι δικαστηρίων, ήτοι, αφενός, ο πρόεδρος του Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας) και, αφετέρου, οι πρόεδροι των επαρχιακών δικαστηρίων της περιφέρειάς του, των οποίων ο διορισμός επηρεάζεται άμεσα από τον Υπουργό Δικαιοσύνης. Προσθέτει ότι η γενική συνέλευση των δικαστών του Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας) δεν γνωμοδότησε επί της υποψηφιότητας της Α. Τ., δεδομένου ότι ο Πολωνός νομοθέτης εξάλειψε κάθε πραγματική επιρροή των οργάνων αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος στη διαδικασία διορισμού των δικαστών στην Πολωνία. Τούτο διότι, από τις 14 Φεβρουαρίου 2020 και, ειδικότερα, μετά τη θέση σε ισχύ του τροποποιημένου άρθρου 58 του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων, δεν απαιτείται πλέον η γνωμοδότηση της γενικής αυτής συνέλευσης.

46      Στις 7 Ιουλίου 2020 το KRS εξέδωσε ψήφισμα με το οποίο πρότεινε τον διορισμό της δικαστή A. T. στη θέση δικαστή του Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας). Στις 4 Φεβρουαρίου 2021 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας της Πολωνίας προχώρησε στον διορισμό της.

47      Λόγω των περιστάσεων του διορισμού, το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν είναι νόμιμη, βάσει του δικαίου της Ένωσης, η σύνθεση του προαναφερθέντος στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως δικαστικού σχηματισμού, ο οποίος αποφάνθηκε επί του ενδίκου μέσου που άσκησε η τράπεζα κατά της από 9 Οκτωβρίου 2020 διατάξεως του αιτούντος δικαστηρίου και, συνακόλουθα, ως προς το κύρος της αποφάσεως που εξέδωσε αυτός ο τριμελής δικαστικός σχηματισμός. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, στο πλαίσιο αυτό, αν δεσμεύεται από τη διάταξη του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού με την οποία ακυρώθηκαν τα ασφαλιστικά μέτρα που το ίδιο είχε διατάξει ή αν θα έπρεπε να οριστεί, σύμφωνα με το σύστημα τυχαίας ανάθεσης των υποθέσεων, νέος δικαστικός σχηματισμός στον οποίο δεν θα περιλαμβάνεται η δικαστής Α. Τ., προς επανεξέταση του ως άνω ενδίκου μέσου.

 Το σκεπτικό των προδικαστικών παραπομπών και τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν στις υποθέσεις C181/21 και C269/21

48      Τα αιτούντα δικαστήρια παρατηρούν, κατ’ ουσίαν, ότι, εν αντιθέσει προς άλλες υποθέσεις των οποίων έχει επιληφθεί μέχρι σήμερα το Δικαστήριο, οι υποθέσεις C‑181/21 και C‑269/21 αφορούν διορισμούς σε θέσεις δικαστών στα τακτικά δικαστήρια και όχι στο Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο).

49      Συναφώς, επικαλούνται ορισμένες εξελίξεις σχετικές με τις πρόσφατες δικαστικές μεταρρυθμίσεις στην Πολωνία, όσον αφορά, αφενός, τη συγκρότηση του KRS και των οργάνων αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος και τον αντίστοιχο ρόλο τους στη διαδικασία διορισμού σε θέσεις δικαστών στα τακτικά δικαστήρια και, αφετέρου, τον δικαστικό έλεγχο της νομιμότητας των διορισμών αυτών. Βάσει των διαφόρων προεκτεθέντων στοιχείων αμφισβητούν κατά πόσον οι δικαστικοί σχηματισμοί στους οποίους μετέχουν δικαστές διορισθέντες κατά το πέρας μιας τέτοιας διαδικασίας μπορούν να χαρακτηριστούν ως «δικαστήρια», και δη κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

50      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε) και το Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακό δικαστήριο Κρακοβίας) αποφάσισαν να αναστείλουν τις ενώπιόν τους διαδικασίες και να υποβάλουν στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα, τα οποία έχουν σχεδόν πανομοιότυπη διατύπωση στις υποθέσεις C‑181/21 και C‑269/21:

«1)      Έχουν το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, καθώς και το άρθρο 6, παράγραφοι 1 έως 3, ΣΕΕ, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του [Χάρτη], την έννοια ότι:

α)      δικαστήριο στη σύνθεση του οποίου μετέχει πρόσωπο διορισθέν σε θέση δικαστή κατόπιν διαδικασίας στην οποία δεν συμμετείχε όργανο αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος, στελεχωμένο ως επί το πλείστον κατά τρόπο ανεξάρτητο από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία δεν αποτελεί δικαστήριο που έχει συσταθεί νομίμως κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης, σε περίπτωση κατά την οποία, υπό το πρίσμα των συνταγματικών παραδόσεων του οικείου κράτους μέλους, η συμμετοχή οργάνου αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος το οποίο πληροί τις προϋποθέσεις αυτές στη διαδικασία διορισμού είναι αναγκαία λαμβανομένου υπόψη του θεσμικού και διαρθρωτικού πλαισίου, δεδομένου ότι:

–        δεν τηρήθηκε σκοπίμως η απαίτηση περί γνωμοδοτήσεως των συνελεύσεων των δικαστών όσον αφορά την υποψηφιότητα για θέση δικαστή, κατά παράβαση της εθνικής νομοθεσίας και αντιθέτως προς τη θέση του εν λόγω οργάνου αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος [(υπόθεση C‑181/21) ή ότι]·

η απαιτούμενη γνωμοδότηση όσον αφορά την υποψηφιότητα για θέση δικαστή εκδόθηκε από το συμβούλιο διοίκησης του οικείου δικαστηρίου, όργανο το οποίο είχε συγκροτηθεί κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η πλειοψηφία των μετεχόντων σε αυτό να έχουν διορισθεί από εκπρόσωπο της εκτελεστικής εξουσίας –ήτοι τον Minister Sprawiedliwości (Υπουργό Δικαιοσύνης) και τον Prokurator Generalny (Γενικό Εισαγγελέα, Πολωνία) [(υπόθεση C‑269/21)]·

–        το [KRS], υπό την παρούσα σύνθεσή του, που επελέγη κατά τρόπο αντιβαίνοντα στις συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις του πολωνικού δικαίου, δεν αποτελεί ανεξάρτητη αρχή και δεν μετέχουν σε αυτό εκπρόσωποι του δικαστικού σώματος διορισθέντες κατά τρόπο ανεξάρτητο από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία, με συνέπεια να μην έχει διατυπώσει νομίμως την πρόταση διορισμού σε θέση δικαστή, όπως προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο·

–        οι συμμετέχοντες στον διαγωνισμό για την πλήρωση θέσεων δικαστών δεν είχαν δικαίωμα άσκησης ένδικης προσφυγής σε δικαστήριο, κατά την έννοια του άρθρου 2 και του άρθρου 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ καθώς και του άρθρου 6, παράγραφοι 1 έως 3, ΣΕΕ σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη.

β)      δεν πληροί τις απαιτήσεις περί δικαστηρίου το οποίο έχει συσταθεί νομίμως δικαστήριο στη σύνθεση του οποίου μετέχει πρόσωπο διορισθέν σε θέση δικαστή κατόπιν διαδικασίας που εξαρτάται από την αυθαίρετη παρέμβαση της εκτελεστικής εξουσίας και δεν τηρεί την προϋπόθεση συμμετοχής των οργάνων αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος, τα οποία έχουν στελεχωθεί σε μεγάλο βαθμό κατά τρόπο ανεξάρτητο από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία ή άλλης αρχής διασφαλίζουσας την αντικειμενική αξιολόγηση του υποψηφίου, καθόσον η συμμετοχή οργάνων αυτοδιοίκησης του δικαστικού σώματος ή άλλης αρχής ανεξάρτητης από την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία και διασφαλίζουσας την αντικειμενική αξιολόγηση του υποψηφίου κατά τη διαδικασία διορισμού δικαστή είναι αναγκαία, στο πλαίσιο της νομικής παράδοσης της Ένωσης, όπως αποτυπώνεται στις προμνημονευθείσες διατάξεις της ΣΕΕ και του Χάρτη και αποτελεί το θεμέλιο μιας ένωσης δικαίου όπως είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να γίνει δεκτό ότι το εθνικό δικαστήριο εγγυάται το απαιτούμενο επίπεδο αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας σε υποθέσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης και ότι, συνεπώς, τηρούνται η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και της μεταξύ τους ισότητας και η αρχή του κράτους δικαίου;

2)      Έχουν το άρθρο 2 και το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, ερμηνευόμενα σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη, την έννοια ότι, σε περίπτωση κατά την οποία στη σύνθεση του δικαστηρίου μετέχει πρόσωπο διορισθέν υπό τις συνθήκες που εκτέθηκαν στο πρώτο ερώτημα:

α)      αντιτίθενται στην εφαρμογή διατάξεων του εθνικού δικαίου οι οποίες αναθέτουν τον έλεγχο της νομιμότητας του διορισμού τέτοιου προσώπου σε θέση δικαστή στην αποκλειστική αρμοδιότητα [του τμήματος έκτακτου ελέγχου και δημοσίων υποθέσεων], το οποίο αποτελείται αποκλειστικά από πρόσωπα που διορίσθηκαν σε θέση δικαστή υπό τις συνθήκες που εκτέθηκαν στο πρώτο ερώτημα, και οι οποίες επιβάλλουν ταυτόχρονα την άνευ εξετάσεως απόρριψη των αιτιάσεων σχετικά με τον διορισμό των δικαστών λαμβανομένου υπόψη του θεσμικού πλαισίου και της εν γένει οικονομίας του συστήματος·

β)      επιβάλλουν, προκειμένου να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του ευρωπαϊκού δικαίου, ερμηνεία του εθνικού δικαίου κατά τρόπο που να παρέχει στο δικαστήριο τη δυνατότητα να εξαιρεί αυτεπαγγέλτως τέτοιο πρόσωπο από την εξέταση υπόθεσης, δυνάμει της κατ’ αναλογία εφαρμογής των διατάξεων περί εξαίρεσης δικαστή ο οποίος κωλύεται να ασκήσει τα δικαστικά του καθήκοντα (εκ του νόμου εξαίρεση δικαστή, iudex inhabilis);»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

 Επί της συνεκδίκασης των υποθέσεων C181/21 και C269/21

51      Με αποφάσεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Μαΐου 2021, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑181/21 και C‑269/21 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας καθώς και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

 Επί των αιτημάτων εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας

52      Τα αιτούντα δικαστήρια ζήτησαν να εφαρμοστεί στις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως η ταχεία διαδικασία, δυνάμει του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου. Προς στήριξη των αιτημάτων τους, ισχυρίστηκαν ότι η εφαρμογή της ταχείας διαδικασίας δικαιολογείται από το γεγονός ότι υπάρχουν εκατοντάδες περιπτώσεις προσώπων που μετέχουν στη σύνθεση τακτικών δικαστηρίων και στην έκδοση ενός ολοένα αυξανόμενου αριθμού αποφάσεων παρότι, κατά την εκτίμηση των αιτούντων δικαστηρίων, ο διορισμός των προσώπων αυτών στις αντίστοιχες θέσεις έχει γίνει «κατά κατάφωρη παραβίαση των κανόνων του πολωνικού δικαίου που διέπουν τον διορισμό των δικαστών». Υπό τις συνθήκες αυτές, είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση το συντομότερο δυνατόν στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα προκειμένου να αρθούν, προς το συμφέρον των πολιτών, της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, οι αμφιβολίες ως προς τη λειτουργία των τακτικών δικαστηρίων στα οποία δικάζουν οι δύο δικαστές που διορίστηκαν με διαδικασία της οποίας το κύρος αμφισβητείται στις υπό κρίση υποθέσεις υπό το πρίσμα των απαιτήσεων για ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως.

53      Το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ότι, κατόπιν αιτήματος του αιτούντος δικαστηρίου ή, σε εξαιρετική περίπτωση, αυτεπαγγέλτως, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου μπορεί να αποφασίσει, αφού ακούσει τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, την υπαγωγή της προδικαστικής παραπομπής σε ταχεία διαδικασία εφόσον η φύση της υποθέσεως επιβάλλει την εκδίκασή της το συντομότερο δυνατόν.

54      Υπενθυμίζεται ότι η ταχεία διαδικασία αποτελεί δικονομικό μηχανισμό για την αντιμετώπιση εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Randstad Italia, C‑497/20, EU:C:2021:1037, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

55      Εν προκειμένω, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου αποφάσισε, στις 5 Μαΐου 2021, αφού άκουσε τον εισηγητή δικαστή και τον γενικό εισαγγελέα, να μην κάνει δεκτά τα αιτήματα για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 52 της παρούσας αποφάσεως. Τούτο διότι το γεγονός ότι τα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν τη λειτουργία των τακτικών δικαστηρίων στα οποία δικάζει μεγάλος αριθμός δικαστών όπως αυτοί των οποίων ο διορισμός αμφισβητείται, από πλευράς του κύρους του, στις υπό κρίση υποθέσεις δεν συνιστά λόγο που να στοιχειοθετεί εξαιρετικά επείγουσα ανάγκη, παρότι η συνδρομή τέτοιας ανάγκης είναι απαραίτητη προκειμένου να δικαιολογηθεί η εκδίκαση με την ταχεία διαδικασία. Το ίδιο ισχύει και για το γεγονός ότι είναι σημαντικός ο αριθμός των πολιτών που επηρεάζονται ενδεχομένως από τις αποφάσεις που λαμβάνουν καθημερινά οι δικαστές των οποίων ο διορισμός αμφισβητείται στις υπό κρίση υποθέσεις λόγω αμφιβολιών ως προς το κύρος του. Τέλος, ο ευαίσθητος χαρακτήρας των προαναφερθέντων ζητημάτων δεν συνεπάγεται, αυτός καθεαυτόν, ότι συντρέχει ανάγκη να εκδικαστούν οι υποθέσεις το συντομότερο δυνατόν, κατά την έννοια του άρθρου 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου

56      Η Πολωνική Κυβέρνηση, υποστηριζόμενη κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση από την Prokuratura Okręgowa w Katowicach (περιφερειακή εισαγγελία Κατοβίτσε, Πολωνία) και από την Prokuratura Okręgowa w Krakowie (περιφερειακή εισαγγελία Κρακοβίας, Πολωνία), ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι ζητήματα σχετικά με την οργάνωση των δικαστηρίων των κρατών μελών, όπως αυτά που εγείρονται με τα υποβληθέντα ερωτήματα, εμπίπτουν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών και όχι στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης.

57      Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, ναι μεν η οργάνωση της δικαιοσύνης στα κράτη μέλη εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, πλην όμως τα κράτη μέλη οφείλουν, κατά την άσκηση της ως άνω αρμοδιότητας, να τηρούν τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχουν από το δίκαιο της Ένωσης, όπερ μπορεί να ισχύει, μεταξύ άλλων, όσον αφορά εθνικούς κανόνες που διέπουν την έκδοση των αποφάσεων διορισμού των δικαστών και, ενδεχομένως, κανόνες σχετικούς με τον δικαστικό έλεγχο ο οποίος ασκείται στο πλαίσιο τέτοιων διαδικασιών διορισμού [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

58      Επιπλέον, από τη διατύπωση των υποβληθέντων προδικαστικών ερωτημάτων καθίσταται σαφές ότι αυτά αφορούν την ερμηνεία όχι του πολωνικού δικαίου, αλλά των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στις οποίες αναφέρονται.

59      Επομένως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να αποφανθεί επί των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως.

 Επί του παραδεκτού των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως

60      Στην υπόθεση C‑181/21, η Πολωνική Κυβέρνηση αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι αρμόδιος να υποβάλει στο Δικαστήριο τα προδικαστικά ερωτήματα που τέθηκαν στην υπόθεση αυτή ήταν μόνον ο τριμελής δικαστικός σχηματισμός στον οποίο έχει ανατεθεί η εκδίκαση της υποθέσεως της κύριας δίκης, και όχι ένας δικαστής του σχηματισμού αυτού ενεργώντας αυτοτελώς.

61      Στην υπόθεση C‑269/21, η Πολωνική Κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι, δυνάμει των πολωνικών δικονομικών κανόνων, το αιτούν δικαστήριο στην ως άνω υπόθεση δεν είναι αρμόδιο να ελέγξει τη νομιμότητα της σύνθεσης του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού που εξέδωσε τη διάταξη με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως η υποβληθείσα από τους ενάγοντες της κύριας δίκης αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και, ειδικότερα, τη νομιμότητα του διορισμού της δικαστή A. T. που μετείχε στον εν λόγω δικαστικό σχηματισμό. Υποστηριζόμενη από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η Πολωνική Κυβέρνηση προβάλλει την άποψη ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, η απάντηση του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.

62      Το Δικαστήριο έχει επανειλημμένως τονίσει επ’ αυτού ότι η διαδικασία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ συνιστά έναν μηχανισμό συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, χάρη στον οποίο το μεν παρέχει στα δε τα ερμηνευτικά στοιχεία του ενωσιακού δικαίου που τους είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς επί της οποίας καλούνται να αποφανθούν, καθώς και ότι ο δικαιολογητικός λόγος της προδικαστικής παραπομπής δεν έγκειται στη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, αλλά στην αυτονόητη ανάγκη αποτελεσματικής επίλυσης μιας ένδικης διαφοράς [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

63      Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η ζητούμενη προδικαστική απόφαση πρέπει να είναι «αναγκαία» για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να «εκδώσει την απόφασή του» στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

64      Συνακόλουθα, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής παραπομπής προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων διαφορά στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση [απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

65      Στο πλαίσιο τέτοιας διαδικασίας πρέπει επομένως να υφίσταται, μεταξύ της εκκρεμούς ένδικης διαφοράς και των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης των οποίων ζητείται η ερμηνεία, τέτοιος σύνδεσμος ώστε η ερμηνεία αυτή να εξυπηρετεί μια αντικειμενική ανάγκη σε σχέση με την απόφαση την οποία οφείλει να εκδώσει το αιτούν δικαστήριο (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2020, Miasto Łowicz και Prokurator Generalny, C‑558/18 και C‑563/18, EU:C:2020:234, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Εν προκειμένω, όσον αφορά την υπόθεση C‑181/21, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στη συγκεκριμένη υπόθεση, η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο Δικαστήριο από τον δικαστή που ήταν, εντός του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού, ο εισηγητής της υποθέσεως της κύριας δίκης. Ο δικαστής αυτός διατηρεί αμφιβολίες ως προς το αν είναι σύμφωνη ιδίως με το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ και με το άρθρο 47 του Χάρτη η σύνθεση του προαναφερθέντος δικαστικού σχηματισμού, λόγω της συμμετοχής της δικαστή A. Z., η οποία είχε διοριστεί κατ’ εφαρμογήν της διαδικασίας που ίσχυε κατόπιν της μεταρρύθμισης του πολωνικού δικαιοδοτικού συστήματος.

67      Με τα προδικαστικά του ερωτήματα, ο αιτών δικαστής ζητεί, συνεπώς, να διευκρινιστεί αν δικαστής που μετέχει στον ίδιο δικαστικό σχηματισμό με εκείνον στην υπόθεση της κύριας δίκης και που έχει διοριστεί υπό ορισμένες ιδιαίτερες περιστάσεις πληροί τα εχέγγυα τα οποία πρέπει να παρέχει ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης.

68      Συναφώς, είναι αληθές ότι κάθε δικαστήριο έχει την υποχρέωση να ελέγχει αν συνιστά, λαμβανομένης υπόψη της σύνθεσής του, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, κατά την έννοια, μεταξύ άλλων, του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, όταν ανακύπτει σοβαρή αμφιβολία επ’ αυτού, δεδομένου ότι τέτοιος έλεγχος είναι αναγκαίος για την εμπιστοσύνη την οποία τα δικαστήρια μιας δημοκρατικής κοινωνίας οφείλουν να εμπνέουν στους πολίτες [αποφάσεις της 26ης Μαρτίου 2020, Επανεξέταση Simpson κατά Συμβουλίου και HG κατά Επιτροπής, C‑542/18 RX–II και C‑543/18 RX–II, EU:C:2020:232, σκέψη 57, και της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών), C‑204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 129 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

69      Ωστόσο, η ζητούμενη προδικαστική ερμηνεία μπορεί να θεωρηθεί αναγκαία, κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, μόνον αν ο εθνικός δικαστής ο οποίος, όπως ο αιτών δικαστής στην υπόθεση C‑181/21, αποφασίζει να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, έχει αυτοτελώς τη δυνατότητα να αντλήσει τις συνέπειες της ερμηνείας αυτής κρίνοντας, υπό το πρίσμα της, τη νομιμότητα του διορισμού άλλου δικαστή του ίδιου δικαστικού σχηματισμού και, ενδεχομένως, εξαιρώντας τον.

70      Εν προκειμένω όμως, ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο στην υπόθεση C‑181/21 συνάγεται ότι, βάσει των κανόνων του εθνικού δικαίου, ο δικαστής ο οποίος υπέβαλε αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στη συγκεκριμένη υπόθεση θα μπορούσε αυτοτελώς να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο.

71      Επομένως, δεν προκύπτει ότι ο δικαστής αυτός θα μπορούσε, αυτοτελώς, να λάβει υπόψη τις απαντήσεις τις οποίες θα δώσει τυχόν το Δικαστήριο στα προδικαστικά του ερωτήματα.

72      Ως εκ τούτου, η ερμηνεία των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου η οποία ζητείται στην υπόθεση C‑181/21 δεν εξυπηρετεί αντικειμενική ανάγκη σε σχέση με απόφαση που θα μπορούσε να λάβει αυτοτελώς ο αιτών δικαστής στην υπόθεση της κύριας δίκης.

73      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑181/21 αφορά τη διατύπωση συμβουλευτικής γνώμης επί γενικών ή υποθετικών ζητημάτων, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως, και είναι, συνακόλουθα, απαράδεκτη.

74      Όσον αφορά την υπόθεση C‑269/21, διαπιστώνεται ότι, στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθηκε στην υπόθεση αυτή, το ίδιο το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι η διάταξη του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού του Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακού δικαστηρίου Κρακοβίας) με την οποία μεταρρυθμίστηκε η δική του απόφαση και απορρίφθηκε η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που υποβλήθηκε από τους ενδιαφερόμενους καταναλωτές δεν υπόκειται πλέον σε ένδικα μέσα. Επικαλείται εντούτοις την ανασφάλεια δικαίου η οποία θα περιέβαλλε τη δικαστική διάταξη λόγω των αμφιβολιών ως προς το νομότυπο της σύνθεσης του δικαστικού σχηματισμού που την εξέδωσε, εξαιτίας της συμμετοχής της δικαστή A. T. σε αυτόν. Παρά ταύτα, το αιτούν δικαστήριο δεν παραπέμπει σε καμία διάταξη του πολωνικού δικονομικού δικαίου η οποία να του παρέχει την αρμοδιότητα να εξετάσει, και μάλιστα σε μονομελή δικαστικό σχηματισμό, αν αμετάκλητη διάταξη εκδοθείσα από τριμελή δικαστικό σχηματισμό επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων είναι σύμφωνη, μεταξύ άλλων, με το δίκαιο της Ένωσης.

75      Εξάλλου, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο συνάγεται ότι η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στην υπόθεση της κύριας δίκης κρίθηκε αμετακλήτως με διάταξη η οποία, δυνάμει του άρθρου 365 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, δεσμεύει τον αιτούντα δικαστή, καθώς και ότι αυτός δεν είναι αρμόδιος ούτε να «εξαιρέσει» δικαστή που μετείχε στον δικαστικό σχηματισμό ο οποίος εξέδωσε τη διάταξη ούτε να αμφισβητήσει το νομότυπό της.

76      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που εκτέθηκαν στις σκέψεις 74 και 75 της παρούσας αποφάσεως, δεν προκύπτει ότι το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑269/21 είναι αρμόδιο, δυνάμει των κανόνων του εθνικού δικαίου, να κρίνει, μεταξύ άλλων υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης, τη νομιμότητα της σύνθεσης του τριμελούς δικαστικού σχηματισμού που εξέδωσε τη διάταξη με την οποία κρίθηκε αμετακλήτως η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων και, ειδικότερα, των προϋποθέσεων διορισμού της δικαστή A. T., καθώς και να αμφισβητήσει το νομότυπο της επίμαχης δικαστικής διατάξεως.

77      Πράγματι, από τα ως άνω στοιχεία καθίσταται σαφές ότι ο τριμελής δικαστικός σχηματισμός στον οποίο μετείχε η δικαστής A. T. και ο οποίος μεταρρύθμισε την πρωτόδικη διάταξη του αιτούντος δικαστηρίου απέρριψε στο σύνολό της την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων των εναγόντων της κύριας δίκης. Επομένως, περατώθηκε οριστικώς η διαδικασία επί της αιτήσεως αυτής, την οποία οι ενδιαφερόμενοι καταναλωτές είχαν υποβάλει παράλληλα με την αγωγή τους επί της ουσίας.

78      Ως εκ τούτου, τα προδικαστικά ερωτήματα που υποβλήθηκαν στην υπόθεση C‑269/21 συνδέονται άρρηκτα με ένα στάδιο της διαδικασίας στην υπόθεση της κύριας δίκης το οποίο έχει περατωθεί οριστικώς και είναι αυτοτελές προς τη διαφορά επί της ουσίας, η οποία παραμένει η μόνη που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Συνεπώς, τα ερωτήματα αυτά δεν εξυπηρετούν αντικειμενική ανάγκη σύμφυτη με την επίλυση της διαφοράς αυτής, αλλά έχουν ως σκοπό να εκμαιεύσουν από το Δικαστήριο μια γενική κρίση επί της διαδικασίας διορισμού των δικαστών των τακτικών δικαστηρίων στην Πολωνία, η οποία δεν συνδέεται με τις ανάγκες της συγκεκριμένης διαφοράς.

79      Επομένως, τα προδικαστικά ερωτήματα υπερβαίνουν τα όρια της δικαιοδοτικής αποστολής που ανατίθεται στο Δικαστήριο από το άρθρο 267 ΣΛΕΕ. [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Μαρτίου 2022, Prokurator Generalny (Πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου – Διορισμός), C‑508/19, EU:C:2022:201, σκέψη 82 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

80      Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑269/21 είναι επίσης απαράδεκτη.

81      Από το σύνολο των προεκτεθέντων συνάγεται ότι αμφότερες οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως είναι απαράδεκτες.

 Επί των δικαστικών εξόδων

82      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον των αιτούντων δικαστηρίων, σ’ αυτά εναπόκειται να αποφανθούν επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως τις οποίες υπέβαλαν το Sąd Okręgowy w Katowicach (περιφερειακό δικαστήριο Κατοβίτσε, Πολωνία), με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2021, και το Sąd Okręgowy w Krakowie (περιφερειακό δικαστήριο Κρακοβίας, Πολωνία), με απόφαση της 31ης Μαρτίου 2021, είναι απαράδεκτες.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.