Language of document :

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Ιουλίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Ενημέρωση και διαβούλευση – Άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο – Υποχρέωση του εργοδότη που προτίθεται να προβεί σε ομαδική απόλυση να διαβιβάσει στην αρμόδια δημόσια αρχή αντίγραφο των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στους εκπροσώπους των εργαζομένων – Σκοπός – Συνέπειες της μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής»

Στην υπόθεση C‑134/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών, Γερμανία) με απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Μαρτίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

MO

κατά

SM ως συνδίκου πτωχεύσεως της G GmbH,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Prechal, πρόεδρο τμήματος, M. L. Arastey Sahún, F. Biltgen (εισηγητή), N. Wahl και J. Passer, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: P. Pikamäe

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο MO, εκπροσωπούμενος από τον C. Schomaker, Rechtsanwalt,

–        ο SM ως σύνδικος πτωχεύσεως της G GmbH, εκπροσωπούμενος από τον M. Stahn, Rechtsanwalt,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B.‑R. Killmann και την D. Recchia,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του ΜΟ και του SM ως συνδίκου πτωχεύσεως της G GmbH, σχετικά με το κύρος της απόλυσης του πρώτου η οποία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ομαδικής απόλυσης.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 περιλαμβάνεται στο τμήμα II της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση και διαβούλευση», και ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«1.      Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.

2.      Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.

[…]

3.      Για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων:

α)      να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και

β)      εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως:

i)      τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,

ii)      τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων,

iii)      τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,

iv)      την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,

v)      τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη,

vi)      την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.

O εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β) σημεία i) έως v).»

4        Το άρθρο 3 της οδηγίας περιλαμβάνεται στο τμήμα III, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία της ομαδικής απολύσεως», και προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.

[…]

Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.»

5        Το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο επίσης περιλαμβάνεται στο τμήμα III, ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα ακόλουθα:

«1.      Οι ομαδικές απολύσεις το σχέδιο των οποίων έχει κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή, ισχύουν το ενωρίτερο 30 ημέρες από την κοινοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 1, με την επιφύλαξη των διατάξεων που διέπουν τα κατά περίπτωση δικαιώματα ως προς την προθεσμία προειδοποιήσεως.

Τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στην αρμόδια αρχή την ευχέρεια συντομεύσεως της αναφερόμενης στο προηγούμενο εδάφιο προθεσμίας.

2.      Η αρμόδια δημόσια αρχή χρησιμοποιεί την προθεσμία, που αναφέρεται στην παράγραφο 1, για να εξεύρει λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις.

3.      Αν η αρχική προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1 είναι μικρότερη από 60 ημέρες, τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στην αρμόδια δημόσια αρχή την ευχέρεια παρατάσεως της αρχικής προθεσμίας μέχρι 60 ημέρες από της κοινοποιήσεως, εάν υπάρχει κίνδυνος να μην εξευρεθεί λύση στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις, εντός της αρχικής προθεσμίας.

Τα κράτη μέλη δύνανται να παρέχουν στην αρμόδια δημόσια αρχή ευχέρειες μεγαλύτερης παρατάσεως.

Ο εργοδότης πρέπει να πληροφορείται την παράταση και τους λόγους της παρατάσεως προ της λήξεως της αρχικής προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1.»

 Το γερμανικό δίκαιο

6        Το άρθρο 134 του Bürgerliches Gesetzbuch (αστικού κώδικα, στο εξής: BGB) προβλέπει τα εξής:

«Δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη νόμου είναι άκυρη εκτός εάν ο νόμος άλλως ορίζει.»

7        Το άρθρο 17 του Kündigungsschutzgesetz (νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης, ορίζει στις παραγράφους 1 έως 3 τα εξής:

«(1)      Ο εργοδότης υποχρεούται να προβεί σε κοινοποίηση στον δημόσιο οργανισμό απασχολήσεως πριν απολύσει:

[…]

2.      στις επιχειρήσεις που απασχολούν κατά κανόνα τουλάχιστον 60 και λιγότερους από 500 εργαζομένους, το 10 % των κατά κανόνα απασχολούμενων εργαζομένων ή περισσότερους από 25 εργαζομένους·

[…]

εντός χρονικού διαστήματος 30 ημερολογιακών ημερών. Με τις απολύσεις εξομοιώνονται άλλες μορφές λύσεως της συμβάσεως εργασίας η οποία επέρχεται με πρωτοβουλία του εργοδότη.

(2)      Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε απολύσεις που υπόκεινται σε κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1, υποχρεούται να παράσχει εγκαίρως στο συμβούλιο εργαζομένων της επιχειρήσεως όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και ιδίως να το ενημερώσει εγγράφως για τα εξής:

1.      τους λόγους για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις·

2.      τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των προς απόλυση εργαζομένων·

3.      τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των κατά κανόνα απασχολούμενων εργαζομένων·

4.      την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις·

5.      τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των προς απόλυση εργαζομένων και

6.      τα προβλεπόμενα κριτήρια για τον υπολογισμό ενδεχόμενων αποζημιώσεων.

[…]

(3)      Ο εργοδότης υποχρεούται να διαβιβάσει συγχρόνως στον οργανισμό απασχολήσεως αντίγραφο της ανακοινώσεως προς το συμβούλιο εργαζομένων της επιχειρήσεως· το έγγραφο αυτό πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που προβλέπονται στην παράγραφο 2, πρώτη περίοδος, σημεία 1 έως 5. Η κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο 1 πρέπει να γίνεται εγγράφως και να περιλαμβάνει τις παρατηρήσεις του συμβουλίου εργαζομένων επί των απολύσεων. Αν δεν διατυπωθούν παρατηρήσεις από το συμβούλιο εργαζομένων, η κοινοποίηση είναι έγκυρη εφόσον ο εργοδότης καταδείξει ότι ενημέρωσε το συμβούλιο εργαζομένων δύο τουλάχιστον εβδομάδες πριν από την υποβολή της κοινοποιήσεως σύμφωνα με την παράγραφο 2, πρώτη περίοδος, και εκθέσει την πρόοδο των διαβουλεύσεων. Η κοινοποίηση πρέπει να περιλαμβάνει στοιχεία αναφορικά με το όνομα του εργοδότη, την έδρα και το είδος της επιχειρήσεως, καθώς και τους λόγους για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, τον αριθμό και τις επαγγελματικές κατηγορίες των προς απόλυση και των κατά κανόνα απασχολούμενων εργαζομένων, την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις και τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των προς απόλυση εργαζομένων. Στην κοινοποίηση πρέπει, περαιτέρω, να περιλαμβάνονται, σε συμφωνία με το συμβούλιο εργαζομένων προς τον σκοπό της τοποθετήσεως του εργατικού δυναμικού, στοιχεία για το φύλο, την ηλικία, το επάγγελμα και την υπηκοότητα των προς απόλυση εργαζομένων. Ο εργοδότης οφείλει να διαβιβάσει στο συμβούλιο εργαζομένων αντίγραφο της κοινοποιήσεως. Το συμβούλιο εργαζομένων δύναται να υποβάλει στον οργανισμό απασχολήσεως περαιτέρω παρατηρήσεις. Το εν λόγω συμβούλιο οφείλει να διαβιβάσει αντίγραφο των παρατηρήσεών του στον εργοδότη.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

8        Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης εργαζόταν στην G GmbH από το 1981.

9        Την 1η Οκτωβρίου 2019 το πτωχευτικό δικαστήριο κίνησε διαδικασία αφερεγγυότητας ως προς την G GmbH, κατόπιν αιτήσεως της τελευταίας, και όρισε τον αναιρεσίβλητο της κύριας δίκης ως σύνδικο πτωχεύσεως για τους σκοπούς της διαδικασίας αυτής. Σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ο αναιρεσίβλητος της κύριας δίκης ασκούσε καθήκοντα εργοδότη έναντι των εργαζομένων της G GmbH.

10      Στις 17 Ιανουαρίου 2020 αποφασίστηκε ότι η G GmbH θα έπαυε πλήρως τις δραστηριότητές της το αργότερο στις 30 Απριλίου 2020 και ότι πάνω από το 10 % των 195 εργαζομένων τους οποίους απασχολούσε θα απολυόταν κατά το χρονικό διάστημα από τις 28 έως τις 31 Ιανουαρίου 2020.

11      Στις 17 Ιανουαρίου 2020 κινήθηκε επίσης η διαδικασία διαβούλευσης με το συμβούλιο εργαζομένων της επιχείρησης, το οποίο ενεργούσε ως εκπρόσωπος των εργαζομένων. Στο πλαίσιο της διαβούλευσης αυτής ανακοινώθηκαν εγγράφως στο συμβούλιο εργαζομένων οι πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 98/59. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι δεν διαβιβάστηκε στην αρμόδια δημόσια αρχή, εν προκειμένω στον Agentur für Arbeit Osnabrück (οργανισμό απασχόλησης του Osnabrück, Γερμανία), αντίγραφο της εν λόγω γραπτής ανακοίνωσης.

12      Στις 22 Ιανουαρίου 2020 το συμβούλιο εργαζομένων της επιχείρησης, με τις τελικές παρατηρήσεις του, διαπίστωσε ότι δεν έβλεπε καμία δυνατότητα αποφυγής των σχεδιαζόμενων απολύσεων.

13      Στις 23 Ιανουαρίου 2020, σύμφωνα με τον νόμο περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις και το άρθρο 3 της οδηγίας 98/59, το σχέδιο ομαδικής απόλυσης κοινοποιήθηκε στον δημόσιο οργανισμό απασχόλησης του Osnabrück, ο οποίος βεβαίωσε την παραλαβή του στις 27 Ιανουαρίου 2020. Στη συνέχεια, ο οργανισμός αυτός προγραμμάτισε για τις 28 και 29 Ιανουαρίου 2020 συμβουλευτικές συναντήσεις για 153 εργαζομένους τους οποίους αφορούσε το σχέδιο απόλυσης.

14      Με έγγραφο που παρέλαβε στις 28 Ιανουαρίου 2020, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης ενημερώθηκε για την καταγγελία της σύμβασης εργασίας του με την G GmbH, με ισχύ από τις 30 Απριλίου 2020.

15      Ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε αγωγή ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου εργατικών διαφορών ζητώντας να αναγνωριστεί ότι δεν λύθηκε η σχέση εργασίας του. Προς στήριξη της αγωγής του ισχυρίστηκε ότι δεν είχε διαβιβαστεί στον αρμόδιο δημόσιο οργανισμό απασχόλησης αντίγραφο της από 17 Ιανουαρίου 2020 ανακοίνωσης προς το συμβούλιο εργαζομένων της επιχείρησης, μολονότι η διαβίβαση αυτή, την οποία επιβάλλουν τόσο το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 όσο και το άρθρο 17, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις, αποτελούσε προϋπόθεση για το κύρος της απόλυσης.

16      Από την πλευρά του, ο αναιρεσίβλητος της κύριας δίκης υποστήριξε ότι η επίμαχη απόλυση ήταν έγκυρη, δεδομένου ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις, σε αντίθεση με άλλες διατάξεις του ίδιου άρθρου, δεν αποσκοπεί στην προστασία των εργαζομένων που θίγονται από ομαδικές απολύσεις ή στην αποφυγή των απολύσεων. Κατά τον αναιρεσίβλητο της κύριας δίκης, η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή διαβίβαση στον δημόσιο οργανισμό απασχόλησης του αντιγράφου της ανακοίνωσης προς το συμβούλιο εργαζομένων της επιχείρησης έχει ως αποκλειστικό σκοπό την ενημέρωση του οργανισμού για τις σχεδιαζόμενες απολύσεις. Η διαβίβαση αυτή δεν δύναται να προστατεύσει τους εργαζομένους από ομαδικές απολύσεις, δεδομένου ότι ο δημόσιος οργανισμός απασχόλησης δεν μπορεί να συναγάγει από την εν λόγω ανακοίνωση τις δυνατότητες που εξετάζει το συμβούλιο εργαζομένων για να αποφύγει τις σχεδιαζόμενες απολύσεις, και ουδόλως επηρεάζει τις διαβουλεύσεις μεταξύ του εργοδότη και του συμβουλίου εργαζομένων.

17      Κατόπιν της απόρριψης τόσο της αγωγής όσο και της έφεσής του, ο αναιρεσείων της κύριας δίκης άσκησε αναίρεση ενώπιον του Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

18      Κατά το εν λόγω δικαστήριο, το γεγονός ότι ο δημόσιος οργανισμός απασχόλησης δεν έλαβε αντίγραφο της ανακοίνωσης που έγινε προς το συμβούλιο εργαζομένων της επιχείρησης στο πλαίσιο της διαβούλευσης με αυτό συνιστά παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις, το οποίο μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59. Ωστόσο, ούτε η οδηγία αυτή ούτε το εθνικό δίκαιο προβλέπουν ρητή κύρωση για μια τέτοια παράβαση. Το ως άνω δικαστήριο εκτιμά ότι, σε τέτοιες περιπτώσεις, οφείλει να μεριμνά, σύμφωνα με τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, ώστε για τις παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης να επιβάλλεται κύρωση βάσει ουσιαστικών και διαδικαστικών κανόνων ανάλογων με εκείνους που ισχύουν για τις ίδιας φύσεως και βαρύτητας παραβιάσεις του εθνικού δικαίου και ώστε η κύρωση να είναι αποτελεσματική, αναλογική και αποτρεπτική. Κατ’ εφαρμογήν των αρχών αυτών, το αιτούν δικαστήριο έχει κρίνει επανειλημμένως ότι οι παραβάσεις υποχρεώσεων που υπέχει ο εργοδότης στο πλαίσιο των ομαδικών απολύσεων, πέραν της υποχρέωσης που προβλέπεται στο άρθρο 17, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις, συνεπάγονται, λόγω της προστασίας των εργαζομένων στην οποία αποσκοπούν οι υποχρεώσεις αυτές, την ακυρότητα της απόλυσης βάσει του άρθρου 134 του BGB.

19      Όσον αφορά, όμως, την παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 3, του νόμου περί προστασίας από τις καταχρηστικές απολύσεις, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες ως προς το αν η παράβαση αυτή μπορεί επίσης να συνεπάγεται τέτοια ακυρότητα. Συγκεκριμένα, για να μπορεί μια τέτοια διάταξη να θεωρηθεί ως απαγορευτική διάταξη νόμου κατά την έννοια του άρθρου 134 του BGB, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί αν το άρθρο 17, παράγραφος 3, έχει ως σκοπό να παράσχει ατομική προστασία στους εργαζομένους που θίγονται από διαδικασία ομαδικών απολύσεων, πράγμα το οποίο απαιτεί, κατά συνέπεια, να ερμηνευθεί το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59.

20      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο σκοπός της τελευταίας αυτής διάταξης θα μπορούσε, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων τον οποίο επιδιώκει η οδηγία 98/59, να συνίσταται στην προώθηση της από κοινού δράσης του εργοδότη, της αρχής που είναι υπεύθυνη για την κοινοποίηση των ομαδικών απολύσεων και των εκπροσώπων των εργαζομένων. Ο εν λόγω σκοπός, όμως, απαιτεί να ενημερώνεται η αρμόδια αρχή το συντομότερο δυνατόν για τη σχεδιαζόμενη απόλυση μεγάλου αριθμού εργαζομένων. Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 θα μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι παρέχει ατομική προστασία στους θιγόμενους εργαζομένους.

21      Ωστόσο, κατά το αιτούν δικαστήριο, υπάρχουν επίσης επιχειρήματα υπέρ της αντίθετης άποψης. Το εν λόγω δικαστήριο παρατηρεί συναφώς ότι η διαδικασία διαβούλευσης προηγείται της κοινοποίησης της ομαδικής απόλυσης, οπότε η αποστολή της ανακοίνωσης στο συμβούλιο εργαζομένων της επιχείρησης, η οποία πραγματοποιείται στην αρχή της διαδικασίας διαβούλευσης, δεν μπορεί ακόμη να επηρεάσει στην πράξη τις ενέργειες της αρμόδιας για την απασχόληση υπηρεσίας όσον αφορά την επανατοποθέτηση των εργαζομένων. Η οδηγία 98/59 συνδέει την έναρξη της δράσης της αρμόδιας αρχής με την κοινοποίηση από τον εργοδότη του σχεδίου ομαδικής απόλυσης σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας. Αντιθέτως, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο πρέπει να πραγματοποιηθεί η προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 διαβίβαση και το οποίο προηγείται της εν λόγω κοινοποίησης, δηλαδή πριν από την ολοκλήρωση των διαβουλεύσεων με τους εργαζομένους, δεν έχει ακόμη αποφασιστεί οριστικά αν και, κατά περίπτωση, πόσοι εργαζόμενοι θα εισέλθουν στην αγορά εργασίας, πότε θα συμβεί αυτό και ποιοι εργαζόμενοι θα θιγούν. Υπό το πρίσμα αυτό, το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας έχει διαδικαστικό μόνο χαρακτήρα και, επομένως, η παράβαση της διάταξης αυτής, όπως έχει μεταφερθεί στο γερμανικό δίκαιο, ακόμη και αν ληφθούν υπόψη οι αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, δεν συνεπάγεται την ακυρότητα της απόλυσης συγκεκριμένου εργαζομένου που θίγεται από την ομαδική απόλυση.

22      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesarbeitsgericht (Ομοσπονδιακό Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Ποιος είναι ο σκοπός του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας [98/59], κατά το οποίο ο εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοινώσεως προς τους εκπροσώπους των εργαζομένων τα οποία μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v;»

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

23      Όπως προκύπτει από τις διευκρινίσεις που περιλαμβάνονται στις σκέψεις 16 έως 21 της παρούσας απόφασης, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικό με τον σκοπό του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, το οποίο υποχρεώνει τον εργοδότη να διαβιβάζει στην αρμόδια δημόσια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης τα οποία μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v, του εν λόγω άρθρου. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να προσδιοριστούν οι έννομες συνέπειες τις οποίες μπορεί να επιφέρει, κατά το εθνικό δίκαιο και υπό το πρίσμα των αρχών της αποτελεσματικότητας και της ισοδυναμίας, η παράβαση της υποχρέωσης αυτής, ελλείψει σχετικών διευκρινίσεων στην οδηγία.

24      Επομένως, με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η υποχρέωση του εργοδότη να διαβιβάζει στην αρμόδια δημόσια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v, της οδηγίας έχει ως σκοπό να παράσχει ατομική προστασία στους εργαζομένους που θίγονται από ομαδικές απολύσεις.

25      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος. Το ιστορικό της θέσπισης μιας διάταξης του δικαίου της Ένωσης μπορεί επίσης να παρέχει κρίσιμα στοιχεία για την ερμηνεία της (απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, CRCAM, C‑337/20, EU:C:2021:671, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

26      Όσον αφορά, πρώτον, το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, κατά το οποίο ο «εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β) σημεία i) έως v)», επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γράμμα της διάταξης δεν περιέχει στοιχεία ικανά να αποσαφηνίσουν τον σκοπό της προβλεπόμενης σε αυτήν υποχρέωσης διαβίβασης.

27      Επομένως, πρέπει, δεύτερον, να εξεταστεί το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59.

28      Συναφώς, αφενός, επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνεται στο τμήμα III της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Διαδικασία της ομαδικής απολύσεως», αλλά στο τμήμα II, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ενημέρωση και διαβούλευση» και το οποίο, όπως προκύπτει από το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας, διέπει τη διαδικασία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδική απόλυση. Επομένως, η διαβίβαση των πληροφοριών που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 πρέπει να γίνεται σε στάδιο κατά το οποίο απλώς υπάρχει «πρόθεση» πραγματοποίησης ομαδικών απολύσεων και κατά το οποίο η διαδικασία διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων έχει απλώς ξεκινήσει και δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.

29      Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας 98/59, σκοπός των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων είναι να αποφευχθούν οι καταγγελίες συμβάσεων εργασίας ή να μειωθεί ο αριθμός των καταγγελιών και να αμβλυνθούν οι συνέπειές τους. Επιπλέον, ο λόγος ύπαρξης και η αποτελεσματικότητα των διαβουλεύσεων αυτών προϋποθέτουν τον προσδιορισμό των κρίσιμων παραγόντων που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 46).

30      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι οι πληροφορίες που μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 98/59 μπορούν να γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων και όχι οπωσδήποτε κατά τον χρόνο κίνησης της σχετικής διαδικασίας, επιβάλλεται δε να υπάρχει μια κάποια ευελιξία δεδομένου, ιδίως, ότι σκοπός της εν λόγω υποχρέωσης του εργοδότη είναι να παρασχεθεί η δυνατότητα στους εκπροσώπους των εργαζομένων να μετάσχουν στη διαδικασία διαβούλευσης με τον πληρέστερο και τον αποτελεσματικότερο τρόπο και ότι, προς τούτο, κάθε νέα κρίσιμη πληροφορία πρέπει να γνωστοποιείται μέχρι την τελευταία στιγμή της διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψεις 52 και 53).

31      Επομένως, οι πληροφορίες που ο εργοδότης υποχρεούται να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων ενδέχεται να εξελιχθούν και να μεταβληθούν με την πάροδο του χρόνου, ώστε οι εκπρόσωποι να είναι σε θέση να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 51).

32      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 διαβίβαση πληροφοριών επιτρέπει στην αρμόδια δημόσια αρχή να αποκτήσει απλώς μια ιδέα για τους λόγους του σχεδίου απολύσεων, τον αριθμό και τις κατηγορίες των προς απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων, την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις και τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη.

33      Συνεπώς, η ως άνω αρχή δεν μπορεί να στηριχθεί πλήρως στις πληροφορίες αυτές προκειμένου να εκπονήσει μέτρα που εμπίπτουν στις αρμοδιότητές της σε περίπτωση ομαδικής απόλυσης.

34      Αφετέρου, επισημαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, δεν ανατίθεται ενεργός ρόλος στην αρμόδια δημόσια αρχή. Πράγματι, το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 την ορίζει μόνον ως αποδέκτη αντιγράφου των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης που μνημονεύονται στην παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v, ενώ τα άρθρα 3 και 4, τα οποία περιλαμβάνονται στο τμήμα III της οδηγίας, με τίτλο «Διαδικασία της ομαδικής απολύσεως», της αναθέτουν τέτοιο ενεργό ρόλο.

35      Ειδικότερα, τα άρθρα 3 και 4 της οδηγίας 98/59 προβλέπουν ότι τα σχέδια ομαδικών απολύσεων πρέπει να κοινοποιούνται στην αρμόδια δημόσια αρχή και ότι οι απολύσεις αυτές ισχύουν μόνο μετά την παρέλευση ορισμένης προθεσμίας κατά τη διάρκεια της οποίας η εν λόγω αρχή υποχρεούται να αναζητήσει λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις σχεδιαζόμενες ομαδικές απολύσεις (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, ΑΓΕΤ Ηρακλής, C‑201/15, EU:C:2016:972, σκέψη 40). Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 34 των προτάσεών του, η εν λόγω υποχρέωση κοινοποίησης πρέπει να παρέχει στην αρμόδια δημόσια αρχή τη δυνατότητα να διερευνήσει, βάσει του συνόλου των πληροφοριών που της διαβίβασε ο εργοδότης, κατά πόσον είναι δυνατό να περιοριστούν οι αρνητικές συνέπειες των ομαδικών απολύσεων με μέτρα προσαρμοσμένα στα δεδομένα της αγοράς εργασίας και της οικονομικής δραστηριότητας στο πλαίσιο των οποίων εντάσσονται οι απολύσεις αυτές. Αντιθέτως, η διαβίβαση στην ως άνω αρχή του αντιγράφου των πληροφοριών, την οποία προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας, δεν συνεπάγεται την έναρξη προθεσμίας που πρέπει να τηρήσει ο εργοδότης ούτε δημιουργεί υποχρέωση για την αρμόδια δημόσια αρχή.

36      Συνεπώς, η κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 διαβίβαση πληροφοριών στην αρμόδια δημόσια αρχή πραγματοποιείται αποκλειστικά για σκοπούς ενημέρωσης και προετοιμασίας, προκειμένου η εν λόγω αρχή να είναι, κατά περίπτωση, σε θέση να ασκήσει αποτελεσματικά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 4 της οδηγίας προνόμιά της. Επομένως, σκοπός της υποχρέωσης διαβίβασης πληροφοριών στην αρμόδια δημόσια αρχή είναι να δοθεί στην τελευταία η δυνατότητα να προβλέψει, στο μέτρο του δυνατού, τις αρνητικές συνέπειες των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων, ώστε να μπορέσει να αναζητήσει αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα που δημιουργούνται από τις απολύσεις όταν αυτές της κοινοποιηθούν.

37      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της ως άνω διαβίβασης πληροφοριών και του γεγονότος ότι αυτή πραγματοποιείται σε στάδιο κατά το οποίο ο εργοδότης απλώς προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, η δράση της αρμόδιας δημόσιας αρχής δεν αποσκοπεί, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 51 των προτάσεών του, στην αντιμετώπιση της ατομικής κατάστασης καθενός από τους εργαζομένους, αλλά στη συνολική θεώρηση των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων. Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το δικαίωμα ενημέρωσης και διαβούλευσης που προβλέπεται στο άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 έχει καθιερωθεί υπέρ των εργαζομένων συλλογικά και έχει συλλογικό χαρακτήρα (απόφαση της 6ης Ιουλίου 2009, Mono Car Styling, C‑12/08, EU:C:2009:466, σκέψη 42). Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας παρέχει στους εργαζομένους συλλογική και όχι ατομική προστασία.

38      Τρίτον, ο βασικός σκοπός της οδηγίας 98/59 ενισχύει τη διαπίστωση που έγινε στην προηγούμενη σκέψη. Πράγματι, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ο σκοπός αυτός συνίσταται στο να πραγματοποιούνται οι ομαδικές απολύσεις κατόπιν διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ενημέρωσης της αρμόδιας δημόσιας αρχής (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά το στάδιο, όμως, της διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, η οποία, όπως αναφέρει το άρθρο 2, παράγραφος 2, της οδηγίας, αφορά τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών τους, η ενημέρωση της αρμόδιας δημόσιας αρχής διασφαλίζεται από το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας.

39      Όσον αφορά, τέταρτον, το ιστορικό της θέσπισης του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, υπενθυμίζεται ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 37 των προτάσεών του, με την οδηγία 98/59 αναδιατυπώθηκε η οδηγία 75/129/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 17ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/002, σ. 44). Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες της τελευταίας αυτής οδηγίας, όμως, προκύπτει ότι η υποχρέωση διαβίβασης στην αρμόδια δημόσια αρχή των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στους εκπροσώπους των εργαζομένων, η οποία προβλεπόταν στο άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας, προτάθηκε διότι μια τέτοια υποχρέωση κρίθηκε χρήσιμη προκειμένου να δοθεί στις αρμόδιες αρχές η δυνατότητα να λάβουν αμέσως γνώση μιας κατάστασης που θα μπορούσε να έχει καθοριστικές συνέπειες στην αγορά εργασίας και να προετοιμαστούν για τη λήψη ενδεχομένως αναγκαίων μέτρων (έγγραφο 754/74 του Συμβουλίου).

40      Επομένως, το ιστορικό της θέσπισης του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 ενισχύει επίσης τη διαπίστωση ότι η πρόβλεψη, στη διάταξη αυτή, της υποχρέωσης διαβίβασης των πληροφοριών εξυπηρετεί τους σκοπούς ενημέρωσης και προετοιμασίας που μνημονεύονται στη σκέψη 36 της παρούσας απόφασης.

41      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η υποχρέωση του εργοδότη να διαβιβάζει στην αρμόδια δημόσια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v, της οδηγίας δεν έχει ως σκοπό να παράσχει ατομική προστασία στους εργαζομένους που θίγονται από ομαδικές απολύσεις.

 Επί των δικαστικών εξόδων

42      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις,

έχει την έννοια ότι:

η υποχρέωση του εργοδότη να διαβιβάζει στην αρμόδια δημόσια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης τα οποία μνημονεύονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i έως v, της οδηγίας δεν έχει ως σκοπό να παράσχει ατομική προστασία στους εργαζομένους που θίγονται από ομαδικές απολύσεις.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.