Language of document : ECLI:EU:T:2013:423

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 13ης Σεπτεμβρίου 2013 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Αγορά των κηρών παραφίνης — Αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Καθορισμός τιμών και κατανομή αγορών — Απόδειξη της υπάρξεως συμπράξεως — Έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως — Διάρκεια της παραβάσεως — Διακοπή της παραβάσεως — Κατευθυντήριες γραμμές του 2006 για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων — Ίση μεταχείριση — Τεκμήριο αθωότητας — Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς — Ευθύνη μητρικής εταιρίας για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού από τις θυγατρικές της — Καθοριστική επιρροή της μητρικής εταιρίας — Τεκμήριο σε περίπτωση συμμετοχής κατά 100 % — Αναλογικότητα — Μέθοδος στρογγυλοποιήσεως — Πλήρης δικαιοδοσία»

Στην υπόθεση T‑566/08,

Total Raffinage Marketing, με έδρα το Puteaux (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Vandencasteele, C. Falmagne, C. Lemaire και S. Naudin, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους F. Castillo de la Torre και A Biolan, επικουρούμενους από τον N. Coutrelis, δικηγόρο,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 5476 τελικό της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39181 — Kηροί κηροποιίας), καθώς και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, I. Labucka και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Οκτωβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

1        Με την απόφαση C(2008) 5476 τελικό, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39181 — Kηροί κηροποιίας) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα, ήτοι η Total Raffinage Marketing SA (πρώην Total France SA), και η μητρική εταιρία της που την κατέχει εξ ολοκλήρου, ήτοι η Total SA, παρέβησαν, από κοινού με άλλες επιχειρήσεις, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), μετέχοντας σε σύμπραξη στην αγορά των κηρών παραφίνης του ΕΟΧ και στη γερμανική αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

2        Οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι, πέραν της προσφεύγουσας και της μητρικής της εταιρίας Total SA (στο εξής, από κοινού: όμιλος Total ή Total), οι ακόλουθες εταιρίες: η ENI SpA, η Esso Deutschland GmbH, η Esso Société Anonyme Française, η ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA και η Exxon Mobil Corp. (στο εξής, από κοινού: ExxonMobil), η H&R ChemPharm GmbH, η H&R Wax Company Vertrieb GmbH και η Hansen & Rosenthal KG (στο εξής, από κοινού: H&R), η Tudapetrol Mineralölerzeugnisse Nils Hansen KG, η MOL Nyrt., η Repsol YPF Lubricantes y Especialidades SA, η Repsol Petróleo SA και η Repsol YPF SA (στο εξής, από κοινού: Repsol), η Sasol Wax GmbH, η Sasol Wax. International AG, η Sasol Holding in Germany GmbH και η Sasol Ltd (στο εξής, από κοινού: Sasol), η Shell Deutschland Oil GmbH, η Shell Deutschland Schmierstoff GmbH, η Deutsche Shell GmbH, η Shell International Petroleum Company Ltd, η The Shell Petroleum Company Ltd, η Shell Petroleum NV και η The Shell Transport and Trading Company Ltd (στο εξής, από κοινού: Shell), η RWE Dea AG και η RWE AG (στο εξής, από κοινού: RWE) (αιτιολογική σκέψη 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

3        Οι κηροί παραφίνης παρασκευάζονται σε διυλιστήριο από αργό πετρέλαιο. Οι εν λόγω κηροί χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ποικίλων προϊόντων όπως κεριά, χημικά, επίσωτρα, προϊόντα αυτοκινητοβιομηχανίας, καθώς και στις βιομηχανίες καουτσούκ, συσκευασίας, συγκολλητικών και τσίχλας (αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

4        Ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης είναι η πρώτη ύλη που απαιτείται για την παρασκευή κηρών παραφίνης. Παράγεται σε διυλιστήρια ως υποπροϊόν κατά την παρασκευή ελαίων βάσεως από αργό πετρέλαιο. Πωλείται επίσης σε τελικούς πελάτες, όπως για παράδειγμα σε παραγωγούς μοριοσανίδων (αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

5        Έναυσμα για την έναρξη της έρευνας της Επιτροπής αποτέλεσαν οι πληροφορίες περί υπάρξεως συμπράξεως που έλαβε από τη Shell Deutschland Schmierstoff με την από 17 Μαρτίου 2005 αίτησή της περί απαλλαγής βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002) (αιτιολογική σκέψη 72 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

6        Στις 28 και 29 Απριλίου 2005 η Επιτροπή διενήργησε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [EΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), επιτόπιους ελέγχους στις εγκαταστάσεις της H&R/Tudapetrol, της ENI, της MOL, καθώς και στις εγκαταστάσεις των εταιριών των ομίλων Sasol, ExxonMobil, Repsol και Total (αιτιολογική σκέψη 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Στις 29 Μαΐου 2007 η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση των αιτιάσεων στις εταιρίες που παρατίθενται στη σκέψη 2 ανωτέρω, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η Total France (αιτιολογική σκέψη 85 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2007, η Total France απήντησε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

8        Στις 10 και 11 Δεκεμβρίου 2007 η Επιτροπή διοργάνωσε ακρόαση στην οποία συμμετείχε η Total France (αιτιολογική σκέψη 91 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκτίμησε, βάσει των στοιχείων που είχε στη διάθεσή της, ότι οι αποδέκτες, που αποτελούσαν την πλειονότητα των παραγωγών κηρών παραφίνης και κηρού ακατέργαστης παραφίνης εντός του ΕΟΧ, συμμετείχαν σε ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον EΟΧ η οποία κάλυπτε το έδαφος του ΕΟΧ. Η παράβαση αυτή συνίστατο σε συμφωνίες ή σε εναρμονισμένες πρακτικές με αντικείμενο τον καθορισμό των τιμών και την ανταλλαγή και αποκάλυψη εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης (στο εξής: κύρια πτυχή της παραβάσεως). Όσον αφορά την RWE (εν συνεχεία Shell), την ExxonMobil, τη MOL, τη Repsol, τη Sasol και την Total, η παράβαση που αφορούσε τους κηρούς παραφίνης είχε ως αντικείμενο και την κατανομή πελατών ή αγορών (στο εξής: δεύτερη πτυχή της παραβάσεως). Επιπλέον, η παράβαση που διέπραξαν οι RWE, ExxonMobil, Sasol και Total αφορούσε επίσης τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο σε τελικούς πελάτες στη γερμανική αγορά (στο εξής: πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης) (αιτιολογικές σκέψεις 2, 95, 328 και άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

10      Οι παραβατικές πρακτικές συμφωνούνταν στο πλαίσιο συναντήσεων αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες αποκαλούνταν «τεχνικές συναντήσεις» ή ενίοτε συναντήσεις «Blauer Salon» από τους συμμετέχοντες σε αυτές, καθώς και στο πλαίσιο «συναντήσεων για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης» οι οποίες ήσαν αφιερωμένες ειδικώς σε ζητήματα που άπτονταν του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

11      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, υπάλληλοι της Total France συμμετείχαν απευθείας στην παράβαση καθ’ όλη τη διάρκειά της. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεώρησε ότι η Total France είναι υπόλογη λόγω της συμμετοχής της στη σύμπραξη (αιτιολογικές σκέψεις 555 και 556 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Total SA κατείχε, μεταξύ 1990 και του πέρατος της παραβάσεως, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, ποσοστό άνω του 98 % της Total France. Η Επιτροπή έκρινε ότι μπορούσε να θεωρήσει επί της ανωτέρω βάσεως ότι η Total SA ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Total France, δεδομένου ότι αμφότερες οι εταιρίες αποτελούσαν μέρος της αυτής επιχειρήσεως (αιτιολογικές σκέψεις 557 έως 559 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Απαντώντας σε προφορική ερώτηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σχετικά με τον καταλογισμό της ευθύνης στη μητρική της εταιρία, η προσφεύγουσα παρέπεμψε στο σύνολο των πληροφοριών που γνωστοποίησε η Total SA στο πλαίσιο της συναφούς υποθέσεως T‑548/08, Total SA κατά Επιτροπής, η απόφαση επί της οποίας εξεδόθη σήμερον. Στην εν λόγω υπόθεση, η Total SA διευκρίνισε, στο πλαίσιο απαντήσεώς της σε γραπτή ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, ότι κατά την επίδικη περίοδο κατείχε, κατά τρόπο άμεσο ή έμμεσο, εξ ολοκλήρου την Total France.

12      Το ύψος των προστίμων που επιβλήθηκαν εν προκειμένω υπολογίστηκε βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό τω προστίμων που επιβάλλονται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1/2003 (ΕΕ 2006, C 210, σ. 2) (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2006), που ίσχυε κατά τον χρόνο κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στις εταιρίες που παρατίθενται στη σκέψη 2 ανωτέρω.

13      Στην περίπτωση της προσφεύγουσας, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της την αξία των ετήσιων πωλήσεων στις οικείες αγορές. Η αξία αυτή ανερχόταν σε 31 133 865 ευρώ (εκ των οποίων 1 993 620 ευρώ για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης).

14      Ακολούθως, λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της το 18 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεων κηρών παραφίνης και το 15 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Τα ποσά που προέκυψαν με τον τρόπο αυτόν πολλαπλασιάστηκαν, λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, με συντελεστή 13 για τους κηρούς παραφίνης και 7 για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Ομοίως, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή περιέλαβε στο βασικό ποσό ένα πρόσθετο ποσό (επονομαζόμενο «δικαίωμα εισόδου») που αντιπροσώπευε το 18 % της αξίας των ετήσιων πωλήσεων των κηρών παραφίνης και το 15 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Έτσι, η Επιτροπή καθόρισε εν τέλει το βασικό ποσό του προστίμου στα 75 390 000 για την Total (αιτιολογική σκέψη 671 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη της καμία επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση σε σχέση προς την προσφεύγουσα και, ως εκ τούτου, δεν υπήρξε για τον λόγο αυτόν προσαρμογή του βασικού ποσού του προστίμου. Εντούτοις, προς αποτροπή παραβάσεων, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού συνολικού κύκλου εργασιών του ομίλου Total, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 30 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή καθόρισε ως συντελεστή το 1,7. Με τον τρόπο αυτόν, πολλαπλασιάζοντας το βασικό ποσό με τον ανωτέρω συντελεστή, η Επιτροπή κατέληξε σε αναπροσαρμοσμένο βασικό ποσό προστίμου ύψους 128 163 000 ευρώ.

16      Δεδομένου ότι δεν υπήρξε μείωση του ποσού του προστίμου βάσει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3), το αναπροσαρμοσμένο βασικό ποσό των 128 163 000 ευρώ ισοδυναμεί προς το συνολικό ποσό του προστίμου (αιτιολογική σκέψη 785 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες διατάξεις:

«Άρθρο 1

Οι ακόλουθες επιχειρήσεις παραβίασαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, [EΚ] και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ μετέχοντας, κατά τις αναφερόμενες περιόδους, σε διαρκή συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική στον τομέα κηρών παραφίνης της κοινής αγοράς και, από 1ης Ιανουαρίου 1994, του EΟΧ:

[…]

Total France SA: από τις 3 Σεπτεμβρίου 1992 έως τις 28 Απριλίου 2005· και

Total SA: από τις 3 Σεπτεμβρίου 1992 μέχρι τις 28 Απριλίου 2005.

Όσον αφορά τις ακόλουθες επιχειρήσεις, η παράβαση αφορά επίσης, για τις αναφερόμενες περιόδους, τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο σε τελικούς πελάτες στη γερμανική αγορά:

Total France SA: από τις 30 Οκτωβρίου 1997 έως τις 12 Μαΐου 2004· και

Total SA: από τις 30 Οκτωβρίου 1997 έως τις 12 Μαΐου 2004.

[…]

Άρθρο 2

Για την παράβαση που αναφέρεται στο άρθρο 1, επιβάλλονται τα ακόλουθα πρόστιμα:

ENI SpA: 29 120 000 ευρώ·

Esso Société Anonyme Française: 83 588 400 ευρώ·

εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με τις

ExxonMobil Petroleum and Chemical BVBA και ExxonMobi1 Corporation για 34 670 400 EUR εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με την Esso Deutschland GmbH για 27 081 600 ευρώ·

Tudapetrol Mineralölerzeugnisse Nils Hansen KG: 12 000 000 ευρώ·

Hansen & Rosenthal KG από κοινού και εις ολόκληρον με την H&R Wax Company Vertrieb GmbH: 24 000 000 ευρώ·

εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με την

H&R ChemPharm GmbH για 22 000 000 ευρώ·

MOL Nyrt.: 23 700 000 ευρώ·

Repsol YPF Lubricantes y Especialidades SA από κοινού και εις ολόκληρον με τις Repsol Petróleo SA και Repsol YPF SA: 19 800 000 ευρώ·

Sasol Wax GmbH: 318 200 000 ευρώ,

εκ των οποίων από κοινού και εις ολόκληρον με τις

Sasol Wax International AG, Sasol Holding in Germany GmbH και Sasol Limited για 250 700 000 ευρώ·

Shell Deutschland Oil GmbH, Shell Deutschland Schmierstoff GmbH, Deutsche Shell GmbH, Shell International Petroleum Company Limited, the Shell Petroleum Company Limited, Shell Petroleum NV και the Shell Transport and Trading Company Limited: 0 ευρώ·

RWE-Dea AG από κοινού και εις ολόκληρον με την RWE AG: 37 440 000 ευρώ·

Total France SA από κοινού και εις ολόκληρον με την Total SA: 128 163 000 ευρώ.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 17 Δεκεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τα άρθρα 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο μέτρο που την αφορούν·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

20      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

21      Προς στήριξη των αιτημάτων της περί εν μέρει ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και μειώσεως του ποσού του προστίμου που της επιβλήθηκε, η προσφεύγουσα προβάλλει ένδεκα λόγους ακυρώσεως.

22      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά την πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς την εφαρμογή πρακτικών που αφορούν τους κηρούς παραφίνης. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας, της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως ως προς τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση μετά τις 12 Μαΐου 2004. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας ως προς την παράλειψη της Επιτροπής να λάβει υπόψη της τη διακοπή της συμμετοχής της προσφεύγουσας στις επίμαχες πρακτικές. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, δεδομένου ότι δεν ελήφθη υπόψη το γεγονός ότι δεν υπήρξε εφαρμογή της συμπράξεως. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 κατά τον προσδιορισμό της περιόδου αναφοράς για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου. Ο έβδομος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας ως προς τον καθορισμό του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης που έπρεπε να ληφθεί υπόψη. Ο όγδοος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του κανονισμού 1/2003 και παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και του τεκμηρίου αθωότητας ως προς τη μέθοδο υπολογισμού που καθορίζεται στις κατευθυντήριες γραμμές του 2006. Ο ένατος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 και παραβίαση των αρχών της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων και της αναλογικότητας ως προς τον καθορισμό του πρόσθετου ποσού του προστίμου προς αποτροπή παραβάσεων. Ο δέκατος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου. Ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ως προς τον καταλογισμό της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφοράς της Total France στη μητρική εταιρία της, ήτοι στην Total SA. Περαιτέρω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε ένα δωδέκατο λόγο ακυρώσεως στηριζόμενο σε προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας για τον λόγο ότι συμπεριελήφθη ο κύκλος εργασιών άλλων εταιριών του ομίλου Total στην αξία των πωλήσεων η οποία χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

23      Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι είναι σκόπιμο να αρχίσει η εξέταση από τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως.

1.     Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς τις σχετικές με τους κηρούς παραφίνης πρακτικές

24      Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Συνοπτική έκθεση της παραβάσεως», ότι οι αποδέκτες συμμετείχαν σε μια ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ. Ως προς τους κηρούς παραφίνης, η παράβαση αυτή συνίστατο «σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούσαν τον καθορισμό τιμών και την ανταλλαγή και αποκάλυψη εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών» (κύρια πτυχή της παραβάσεως) και στην «κατανομή πελατών και/ή αγορών» (δεύτερη πτυχή της παραβάσεως).

25      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εκτίμηση από την Επιτροπή των αποδεικτικών στοιχείων για τις δύο πρώτες πτυχές της παραβάσεως, οι οποίες αφορούν τους κηρούς παραφίνης, είναι εσφαλμένη. Έτσι, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

26      Με το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, μεταξύ των συμπεριφορών που εμπίπτουν στη κύρια πτυχή της παραβάσεως, μόνον οι ανταλλαγές πληροφοριών σχετικά με την κατάσταση της αγοράς των κηρών παραφίνης, τον όγκο των πωλήσεων και τα επίπεδα των εφαρμοζόμενων τιμών κατέστη δυνατό να αποδειχθούν, ενώ οι συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούσαν τον καθορισμό της τιμής των κηρών παραφίνης δεν μπορούσαν νομίμως, επί τη βάσει των στοιχείων της δικογραφίας, να ληφθούν υπόψη εις βάρος της.

27      Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρανόμως δεν έλαβε υπόψη της την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ως προς την εφαρμογή των συμφωνιών περί καθορισμού των τιμών.

28      Με το τρίτο σκέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία δεν αποδεικνύουν τη συμμετοχή της στη δεύτερη πτυχή της παραβάσεως, ήτοι στην κατανομή των γεωγραφικών αγορών και των πελατών στο πλαίσιο τεχνικών συναντήσεων για τους κηρούς παραφίνης.

29      Με το τέταρτο σκέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η οικονομική ανάλυση των τιμών πωλήσεως που προσκόμισε διαψεύδει την υποτιθέμενη συμμετοχή της σε συμφωνία περί καθορισμού των τιμών.

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

 Επί των εννοιών της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής

30      Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

31      Για να υφίσταται συμφωνία υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εν λόγω επιχειρήσεις να εξέφρασαν την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν με συγκεκριμένο τρόπο στην αγορά (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 256, και της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑1487, σκέψη 199).

32      Μπορεί να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει συναφθεί, εφόσον υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων επί της ίδιας της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού, έστω και αν τα ειδικά στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαπραγματεύσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψεις 151 έως 157 και 206).

33      Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής συνίσταται σε μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να εξικνείται άχρι του σημείου της υλοποιήσεως κατά κυριολεξία συμφωνίας, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με την πρακτική συνεργασία μεταξύ τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 115, και C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψη 158).

34      Συναφώς, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ., συναφώς, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψεις 116 και 117).

 Επί των αρχών που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων

35      Κατά τη νομολογία, η Επιτροπή πρέπει να αποδείξει τις παραβάσεις που διαπιστώνει και να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμον, την ύπαρξη περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP, T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, κατά πάγια νομολογία, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής ακυρώσεως μιας αποφάσεως εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ασκεί, εν γένει, πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 26ης Οκτωβρίου 2000, T‑41/96, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3383, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Στο πλαίσιο αυτό, ενδεχόμενες αμφιβολίες του δικαστή πρέπει να αποβαίνουν υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει την παράβαση. Συνεπώς, ο δικαστής δεν μπορεί να συμπεράνει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη της οικείας παραβάσεως, εφόσον διατηρεί ακόμη αμφιβολίες ως προς το ζήτημα αυτό, ιδίως στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση αποφάσεως περί επιβολής προστίμου (Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 60).

38      Πράγματι, στην περίπτωση αυτή, είναι απαραίτητο να ληφθεί υπόψη η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως την καθιέρωσε το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, υπογραφείσα στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, που εντάσσεται στα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία συνιστούν γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης. Δεδομένης της φύσεως των υπό κρίση παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και της βαρύτητας των κυρώσεων που επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που σχετίζονται με παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού οι οποίες μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ., συναφώς, απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Είναι συνεπώς απαραίτητη η εκ μέρους της Επιτροπής επίκληση συγκεκριμένων και συγκλινόντων στοιχείων προς απόδειξη της παραβάσεως. Υπογραμμίζεται πάντως ότι δεν χρειάζεται οπωσδήποτε κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή να ανταποκρίνεται στα κριτήρια αυτά σε σχέση με κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψεις 62 και 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Οι ενδείξεις τις οποίες επικαλείται στην απόφασή της η Επιτροπή για να αποδείξει ότι μια επιχείρηση παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

41      Πρέπει επίσης να παρατηρηθεί ότι, στην πράξη, η Επιτροπή είναι συχνά υποχρεωμένη να αποδεικνύει την ύπαρξη παραβάσεως υπό αντίξοες προς τούτο συνθήκες, στο μέτρο που μπορεί να έχουν παρέλθει πολλά έτη από την εποχή των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και πολλές από τις επιχειρήσεις που αποτελούν το αντικείμενο της έρευνας να μην έχουν συνεργαστεί ενεργά μαζί της. Ναι μεν εναπόκειται αναγκαστικά στην Επιτροπή να αποδείξει ότι συνήφθη παράνομη συμφωνία περί καθορισμού των τιμών, πλην όμως θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται, επιπλέον, να αποδείξει τον ειδικό μηχανισμό μέσω του οποίου θα επιτυγχανόταν ο σκοπός αυτός. Πράγματι, θα ήταν ιδιαίτερα εύκολο για μια επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση να αποφύγει κάθε κύρωση, αν μπορούσε να αντλήσει επιχείρημα από το ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας είναι ασαφείς, ενώ η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί. Οι επιχειρήσεις μπορούν να αμυνθούν λυσιτελώς σε μια τέτοια περίπτωση, εφόσον έχουν τη δυνατότητα να σχολιάσουν όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που προβάλλει εναντίον τους η Επιτροπή (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 203).

42      Προκειμένου για τα αποδεικτικά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς απόδειξη παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ, η αρχή που ισχύει στο δίκαιο της Ένωσης είναι η αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2004, T-50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψη 72).

43      Όσον αφορά την αποδεικτική αξία των διαφόρων αποδεικτικών στοιχείων, το μόνο κατάλληλο για την αξιολόγηση των προσκομιζόμενων αποδείξεων κριτήριο είναι η αξιοπιστία τους (απόφαση Dalmine κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 72).

44      Σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες στο πεδίο των αποδείξεων, η αξιοπιστία και, συνεπώς, η αποδεικτική αξία ενός εγγράφου εξαρτάται από την προέλευσή του, τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνετάχθη, τον αποδέκτη του και το περιεχόμενό του (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψεις 1053 και 1838).

45      Οσάκις η Επιτροπή στηρίζεται αποκλειστικά στη συμπεριφορά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην αγορά για να διαπιστώσει την ύπαρξη παραβάσεως, αρκεί οι επιχειρήσεις αυτές να αποδείξουν ότι συντρέχουν περιστάσεις οι οποίες φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά και επιτρέπουν έτσι να υποκατασταθεί με μια άλλη εύλογη εξήγηση η εξήγηση που δέχτηκε η Επιτροπή για να καταλήξει στην ύπαρξη παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 186).

46      Αντιθέτως, στην περίπτωση που η Επιτροπή στηρίχθηκε σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν οφείλουν απλώς να εκθέσουν μια εύλογη εξήγηση εναλλακτική της απόψεως της Επιτροπής, αλλά πρέπει να προβάλουν ότι οι αποδείξεις που δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση προς απόδειξη της υπάρξεως της παραβάσεως είναι ανεπαρκείς (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 187). Μια τέτοια εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων δεν παραβιάζει την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψη 181).

47      Δεδομένου ότι είναι τοις πάσι γνωστόν ότι απαγορεύεται η συμμετοχή σε πρακτικές ή συμφωνίες που θίγουν τον ανταγωνισμό και ότι ενδέχεται να επιβληθούν κυρώσεις στους παραβάτες, είναι σύνηθες να αναπτύσσονται κρυφίως οι δραστηριότητες τις οποίες συνεπάγονται αυτές οι πρακτικές και συμφωνίες, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις, τις περισσότερες φορές σε τρίτες χώρες, και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή η προσκόμιση στοιχείων από τα οποία να προκύπτει με σαφήνεια η ύπαρξη επαφών μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρηματιών. Ακόμα και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει τέτοια στοιχεία, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διάσπαρτα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών μέσω επαγωγικών συλλογισμών. Η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συνάγεται από σειρά συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57· βλ. επίσης απόφαση Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 35 ανωτέρω, σκέψεις 64 και 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Από την αρχή της ελεύθερης εκτιμήσεως των αποδείξεων συνάγεται ότι, έστω και αν η έλλειψη αποδεικτικών εγγράφων ενδέχεται να είναι κρίσιμη στο πλαίσιο της συνολικής εκτιμήσεως της δέσμης των ενδείξεων τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή, τούτο και μόνον δεν έχει ως συνέπεια να παρέχεται στην εμπλεκόμενη επιχείρηση η δυνατότητα να θέτει εν αμφιβόλω τα επιχειρήματα της Επιτροπής προτείνοντας διαφορετική ερμηνεία των πραγματικών περιστατικών. Τούτο συμβαίνει μόνο σε περίπτωση που από τις αποδείξεις της Επιτροπής δεν μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη της παραβάσεως χωρίς αμφιβολία και χωρίς να απαιτείται σχετική ερμηνεία (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑36/05, Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 74).

49      Η προμνησθείσα νομολογία μπορεί να εφαρμοσθεί κατ’ αναλογίαν, επί του άρθρου 53, παράγραφος 1, της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

 Επί του πρώτου σκέλους που αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την ύπαρξη συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών περί καθορισμού των τιμών των κηρών παραφίνης

50      Στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις αρχές που εφάρμοσε η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των αποδείξεων και θέτει εν αμφιβόλω την ορθότητα της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τις τεχνικές συναντήσεις για τις οποίες η Επιτροπή διαπίστωσε ότι αποτελούν συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική για τον καθορισμό της τιμής των κηρών παραφίνης.

 Επί της περιγραφής της κύριας πτυχής της παραβάσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση

51      Στο σημείο 4.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Βασικές αρχές και λειτουργία της συμπράξεως», η Επιτροπή περιέγραψε το περιεχόμενο των πρακτικών καθορισμού των τιμών ως εξής:

«[…]

(106)      Οι τεχνικές συναντήσεις περιελάμβαναν πάντοτε δύο μέρη: μια αρχική συζήτηση που αφορούσε τεχνικά ζητήματα και, εν συνεχεία, συζητήσεις των οποίων η φύση ήταν αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό τιμών, την κατανομή των αγορών και της πελατείας (σε ορισμένες περιπτώσεις), και την ανταλλαγή και αποκάλυψη εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών όπως οι τρέχουσες και μελλοντικές τιμολογιακές πολιτικές, οι πελάτες, η παραγωγική ικανότητα και ο όγκος των πωλήσεων.

(107) Οι συζητήσεις που αφορούσαν τις τιμές και τις πιθανές αυξήσεις των τιμών ελάμβαναν συνήθως χώρα κατά το πέρας των τεχνικών συναντήσεων. Εν γένει, η Sasol εξέταζε τις συζητήσεις που αφορούσαν τις τιμές, αλλά ακολούθως οι τιμές και οι στρατηγικές της τιμολογιακής πολιτικής συζητούνταν από όλους τους συμμετέχοντες υπό τη μορφή συζητήσεως στρογγυλής τραπέζης. Οι συζητήσεις αφορούσαν τόσο τις αυξήσεις των τιμών και τις ενδεικτικές τιμές για συγκεκριμένους πελάτες και τις αυξήσεις των γενικών τιμών, όσο και τις ελάχιστες τιμές και τις ενδεικτικές τιμές για το σύνολο της αγοράς. Οι αυξήσεις των τιμών συμφωνούνταν κατά κανόνα σε απόλυτους αριθμούς και όχι σε ποσοστά (π.χ. 60 ευρώ ανά τόνο για τους πλήρως εξευγενισμένους κηρούς παραφίνης). Οι ελάχιστες τιμές δεν συμφωνούνταν μόνον όταν υπήρχε συμφωνία περί αυξήσεως των τιμών, αλλά και όταν δεν ήταν εφικτή η αύξηση των τιμών (π.χ. σε περίοδο πτώσεως των τιμών).

[…]

(109) Οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων αντήλλασσαν, εξάλλου, εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες και αποκάλυπταν τη γενική στρατηγική τους.

(110)      Οι επιχειρήσεις, πλην της MOL, εκπροσωπούνταν από υπευθύνους που είχαν την εξουσία να καθορίζουν την τιμολογιακή στρατηγική της αντίστοιχης επιχειρήσεώς τους και να καθορίζουν τις τιμές για συγκεκριμένους πελάτες. […]

(111) Κατά την πλειονότητα των τεχνικών συναντήσεων, οι συζητήσεις επί των τιμών αφορούσαν εν γένει τους κηρούς παραφίνης και σπανίως μόνον τα διάφορα είδη κηρών παραφίνης (όπως είναι οι πλήρως εξευγενισμένοι κηροί παραφίνης, οι ημιεξευγενισμένοι κηροί παραφίνης, τα μίγματα κηρών/οι ειδικοί τύποι κηρών, οι κηροί σκληρής παραφίνης ή οι υδρογονωμένοι κηροί). Ήταν απολύτως σαφές σε όλες τις επιχειρήσεις ότι οι τιμές για όλα τα είδη κηρών παραφίνης θα αυξάνονταν κατά το ίδιο ποσό ή κατά το ίδιο ποσοστό.

[…]

(113)      Το αποτέλεσμα των τεχνικών συναντήσεων υλοποιείτο κατά κανόνα διά της ανακοινώσεως των αυξήσεων των τιμών στους πελάτες ή διά της ακυρώσεως των υφιστάμενων τύπων τιμολογήσεως. Οι σποραδικές περιπτώσεις αθετήσεως των συμπεφωνημένων ή μη εφαρμογής τους συζητούνταν στις επόμενες συναντήσεις (βλ., π.χ., τις αιτιολογικές σκέψεις 149 και 157). Κατά κανόνα, μία από τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις ελάμβανε την πρωτοβουλία και άρχιζε να αυξάνει τις τιμές της. Κατά κανόνα, επρόκειτο για τη Sasol, ωστόσο ενίοτε αυτή ζητούσε από κάποιον άλλον συμμετέχοντα να αρχίσει. Λίγο μετά από την ανακοίνωση στην πελατεία, από μια επιχείρηση, της προθέσεώς της να αυξήσει τις τιμές, οι λοιποί προμηθευτές ακολουθούσαν και ανακοίνωναν επίσης αυξήσεις των τιμών. Τα πρόσωπα που εκπροσωπούσαν τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων ενημέρωναν τους λοιπούς για τις ενέργειες που έπρεπε να αναληφθούν προκειμένου να εφαρμοστούν τα αποτελέσματα των τεχνικών συναντήσεων. Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονταν προφορικώς ή διά της αποστολής αντιγράφου των ανακοινώσεων περί αυξήσεως των τιμών ή της ακυρώσεως των οικείων τιμών σε μία ή στο σύνολο των λοιπών επιχειρήσεων [που συμμετείχαν]. Πράγματι, η Επιτροπή ανακάλυψε ότι υπήρχε ανταλλαγή τέτοιων ανακοινώσεων μεταξύ των μερών. Εντοπίσθηκε δείγμα περίπου 150 εγγράφων αυτού του τύπου που είχαν ανταλλαγεί κατά τις έξι εβδομάδες μετά από τις τεχνικές συναντήσεις. Επίσης, υπήρξε δήλωση ότι, βάσει συμφωνίας, οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις δεν έπρεπε να επωφεληθούν από την εφαρμογή της συμφωνηθείσας αυξήσεως των τιμών προκειμένου να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο στην αγορά. Η δήλωση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.»

52      Στο σημείο 4.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Αναλυτικές πληροφορίες σχετικά με τις τεχνικές συναντήσεις», η Επιτροπή παρουσίασε κατ’ αρχάς ένα συνοπτικό πίνακα που εμφαίνει τον τόπο και την ημερομηνία των τεχνικών συναντήσεων, καθώς και με τις επιχειρήσεις που ήσαν παρούσες (αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ακολούθως, εξέτασε τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν εκάστη των τεχνικών συναντήσεων (αιτιολογικές σκέψεις 126 έως 177 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

53      Στο σημείο 5.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Φύση της παρούσας παραβάσεως», η Επιτροπή διευκρίνισε τις αρχές που διέπουν τον νομικό χαρακτηρισμό των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορών που εφαρμόζονται εν προκειμένω:

«[…]

(205) [Σ]την περίπτωση σύνθετης παραβάσεως μεγάλης διάρκειας, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να προβαίνει σε νομικό χαρακτηρισμό [της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής]. Οι έννοιες [της συμφωνίας ή της εναρμονισμένης πρακτικής] είναι αόριστες και ενδέχεται να αλληλεπικαλύπτονται. Η αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά είναι πολύ πιθανό να μεταβάλλεται ανά πάσα στιγμή ή οι μηχανισμοί της να προσαρμόζονται ή να ενισχύονται προκειμένου να συνεκτιμάται η εξέλιξη της καταστάσεως. Συγκεκριμένα, μια τέτοια διάκριση μπορεί να είναι ανέφικτη, στον βαθμό που μια παράβαση ενδέχεται να παρουσιάζει ταυτοχρόνως τα χαρακτηριστικά αμφοτέρων των μορφών απαγορευμένης συμπεριφοράς, ενώ, εξεταζόμενες χωριστά, ορισμένες από τις εκφάνσεις τους θα μπορούσαν να οριστούν ως εμπίπτουσες ακριβώς περισσότερο στη μία από ό,τι στην άλλη μορφή. Εντούτοις, θα ήταν αφύσικο να υποδιαιρεθεί, στο πλαίσιο της αναλύσεως, σε περισσότερες διαφορετικές μορφές παραβάσεων αυτό που συνιστά σαφώς εφαρμογή συμπεριφορών με έναν μόνον και ενιαίο συνολικό σκοπό. Έτσι, σύμπραξη μπορεί να συνιστά τόσο μια συμφωνία όσο και μια εναρμονισμένη πρακτική. Το άρθρο 81 [EΚ] δεν προβλέπει κάποιον ειδικό νομικό χαρακτηρισμό για μια σύνθετη παράβαση του είδους που περιγράφεται στην παρούσα απόφαση.

(206)      Στην περίπτωση συμπράξεως με πλείονα μέλη των οποίων η συμπεριφορά που είναι αντίθετη στους κανόνες του ανταγωνισμού μπορεί να χαρακτηριστεί, επί τη βάσει της διάρκειάς της, ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική (σύνθετες παραβάσεις), η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εκτιμά σε ποια ακριβώς κατηγορία εμπίπτει έκαστο είδος συμπεριφοράς.»

54      Ακολούθως, στο ίδιο σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιέγραψε το περιεχόμενο της παραβάσεως ως εξής:

«5.3.2      Εφαρμογή

(210)      Αποδείχθηκε από τα πραγματικά περιστατικά που περιγράφονται στο [σημείο] 4 της παρούσας αποφάσεως ότι το σύνολο των επιχειρήσεων που αποτελούν το αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας συμμετείχαν σε συμπαικτικές δραστηριότητες σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης, οι δε εταιρίες που μνημονεύονται στην αιτιολογική σκέψη 2 συμμετείχαν σε συμπαικτικές δραστηριότητες σε σχέση προς τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, […] και ότι συμμετείχαν επί τακτικής βάσεως σε συναντήσεις στο πλαίσιο των οποίων συζητούνταν τα εξής ζητήματα:

1)      ο καθορισμός των τιμών[·]

2)      […] η κατανομή των πελατών και/ή η κατανομή των αγορών[·]

3)      η αποκάλυψη και η ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, ιδίως σε σχέση προς τους πελάτες, την τιμολόγηση, την ικανότητα παραγωγής και τους όγκους πωλήσεων[·]

[…]

5.3.2.2. Ο καθορισμός των τιμών

(240) Οι αιτιολογικές σκέψεις 98, 107, 126, 128, 131, 133, 135, 137, 139, 140, 142, 145, 147, 149, 152, 153, 156, 157, 163, 168, 174, 176 και 177 καταδεικνύουν ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις καθόριζαν ελάχιστες τιμές και συμφωνούσαν τιμολογιακές αυξήσεις (“καθορισμός τιμών”).

(241) Οι ExxonMobil, Repsol, Sasol και Shell επιβεβαίωσαν την ύπαρξη πρακτικών καθορισμού των τιμών [βλ. αιτιολογική σκέψη 107] και επιβεβαίωσαν εκ νέου την πληροφορία αυτή στο πλαίσιο της ακροάσεώς τους, καθώς και στην γραπτή απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.»

55      Όσον αφορά την προσφεύγουσα, από το παράρτημα της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι ήταν παρούσα σε 39 τεχνικές συναντήσεις και «συναντήσεις για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης» επί συνόλου 51 συναντήσεων που έλαβαν χώρα κατά την περίοδο της συμμετοχής της στη σύμπραξη, ήτοι μεταξύ 3 Σεπτεμβρίου 1992 και 28 Απριλίου 2005.

 Επί της αποδεικτικής ισχύος των αποδείξεων που προσκόμισε η Επιτροπή

56      Κατ’ αρχάς, πρέπει να εξεταστούν τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν το περιεχόμενο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα κατά τις τεχνικές συναντήσεις επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε την προσβαλλόμενη απόφαση. Οι εν λόγω αποδείξεις συνίστανται σε δηλώσεις των επιχειρήσεων και σε χειρόγραφα σημειώματα που ανάγονται στην επίμαχη περίοδο των τεχνικών συναντήσεων, τα οποία είχαν συνταχθεί είτε στο πλαίσιο κάποιας συγκεκριμένης τεχνικής συναντήσεως είτε μετά από μικρό χρονικό διάστημα, και περιγράφουν το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξήχθησαν σε αυτές.

57      Συναφώς, η προσφεύγουσα θέτει εν αμφιβόλω τις αρχές ερμηνείας των αποδείξεων τις οποίες εφάρμοσε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την αποδεικτική ισχύ των δηλώσεων και των έγγραφων αποδείξεων.

–       Δηλώσεις των επιχειρήσεων

58      Πρέπει να τονιστεί ότι, κατά την από 12 Μαΐου 2005 δήλωση της Sasol, οι τεχνικές συναντήσεις προωθούσαν εν γένει δραστηριότητες που συνιστούσαν σύμπραξη, στον βαθμό που οι συζητήσεις σε αυτές αφορούσαν αυξήσεις και μειώσεις τιμών, καθώς και στον βαθμό που σε αυτές ανταλλάσσονταν πληροφορίες σχετικά με τις μικτές τιμές και τους σχεδιασμούς στον τομέα της παραγωγικής ικανότητας.

59      Κατά την από 19 Μαΐου 2005 δήλωση της Repsol, οι τεχνικές συναντήσεις περιελάμβαναν συζητήσεις σχετικά με τα επίπεδα των τιμών που εφάρμοζαν οι συμμετέχοντες.

60      Η Shell δήλωσε ότι όλες οι τεχνικές συναντήσεις αφορούσαν τον καθορισμό τιμών. Κατά την από 14 Ιουνίου 2006 δήλωσή της, τουλάχιστον από το 1999, όταν ο εκπρόσωπός της που κατέθεσε ως μάρτυρας άρχισε να μετέχει στις τεχνικές συναντήσεις, οι τιμές των κηρών παραφίνης ουδέποτε αποφασίζονταν μονομερώς, αλλά συμφωνούνταν πάντοτε από τους ανταγωνιστές στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων.

61      Περαιτέρω, οι ίδιες επιχειρήσεις παραδέχτηκαν επίσης, με τις ίδιες δηλώσεις, ότι, στο πλαίσιο διαφόρων τεχνικών συναντήσεων, οι συμμετέχοντες προέβαιναν πράγματι σε συμφωνίες σε σχέση προς τις ελάχιστες τιμές ή τις αυξήσεις των τιμών, ενίοτε δε ακόμη και σε σχέση προς τα μέτρα αυξήσεως. Περαιτέρω, από τις εν λόγω δηλώσεις συνάγεται ότι η Total συμμετείχε πλήρως σε αυτές τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες.

62      Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή παρέπεμψε στις εν λόγω δηλώσεις (βλ. τις σκέψεις 58 έως 61 ανωτέρω) με τις αιτιολογικές σκέψεις 107 και 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

63      Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι οι δηλώσεις, οι οποίες έγιναν στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002, έχουν περιορισμένη αποδεικτική ισχύ, ιδίως όταν δεν επιρρωννύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Συγκεκριμένα, οι εν λόγω δηλώσεις είναι, από τη φύση τους, υποκειμενικές και τείνουν να «επιρρίπτουν κατηγορίες στους άλλους παρά στους ίδιους τους δηλούντες». Περαιτέρω, οι δηλώσεις της Sasol και της Repsol σχετικά με τη σοβαρότητα της παραβάσεως έγιναν «κατόπιν παροτρύνσεως της Επιτροπής» και προκειμένου να διαφυλαχθεί η επιεικής μεταχείριση που τους διασφάλιζαν οι αιτήσεις τους συνεργασίας.

64      Πρέπει να τονιστεί ότι τέτοιου είδους επιχειρήματα έχουν ήδη εξεταστεί και απορριφθεί από τον δικαστή της Ένωσης.

65      Κατά τη νομολογία, ουδεμία διάταξη ή γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται, έναντι επιχειρήσεως, δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων ως συμμετεχουσών στη σύμπραξη επιχειρήσεων. Αν δεν ίσχυε αυτό, το βάρος της αποδείξεως των αντίθετων προς το άρθρο 81 ΕΚ συμπεριφορών, το οποίο φέρει η Επιτροπή, θα ήταν δυσβάστακτο και ασυμβίβαστο προς την αποστολή του ελέγχου της ορθής εφαρμογής των διατάξεων αυτών (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 192).

66      Όσον αφορά τις δηλώσεις, ιδιαιτέρως σημαντική αποδεικτική αξία δύναται, εξάλλου, να αναγνωρίζεται σε αυτές οι οποίες, πρώτον, είναι αξιόπιστες, δεύτερον, πραγματοποιούνται επ’ ονόματι επιχειρήσεως, τρίτον, προέρχονται από πρόσωπο το οποίο έχει επαγγελματική υποχρέωση να δρα προς το συμφέρον της εν λόγω επιχειρήσεως, τέταρτον, στρέφονται κατά των συμφερόντων του δηλούντος, πέμπτον, προέρχονται από αυτόπτη μάρτυρα των περιστατικών στα οποία αναφέρονται και, έκτον, έχουν προσκομισθεί εγγράφως, αυτοβούλως και κατόπιν ωρίμου σκέψεως (βλ., συναφώς, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψεις 205 έως 210).

67      Εξάλλου, μολονότι επικρατεί γενικώς κάποια δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίως συμμετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες αυτοί έχουν την τάση να ελαχιστοποιούν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιούν τη συμβολή των άλλων, παρ’ όλα αυτά το γεγονός ότι ζήτησαν υπέρ αυτών την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002 για να επιτύχουν απαλλαγή ή μείωση του προστίμου δεν δημιουργεί οπωσδήποτε παρότρυνση να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τη συμμετοχή των λοιπών μελών της συμπράξεως. Πράγματι, κάθε προσπάθεια παραπλανήσεως της Επιτροπής θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ειλικρίνεια και την πληρότητα της συνεργασίας του αιτούντος και, επομένως, να διακυβεύσει τη δυνατότητά του να επωφεληθεί πλήρως από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 70).

68      Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ομολογεί ότι έχει διαπράξει παράβαση και αναγνωρίζει έτσι πραγματικά περιστατικά που βαίνουν πέραν εκείνων των οποίων η ύπαρξη θα μπορούσε να συναχθεί άμεσα από τα επίμαχα έγγραφα συνεπάγεται a priori, ελλείψει ιδιαιτέρων περιστάσεων που να παρέχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου, ότι το πρόσωπο αυτό έλαβε την απόφαση να πει την αλήθεια. Εξάλλου, οι δηλώσεις που αντίκεινται στα συμφέροντα του δηλούντος πρέπει, κατ’ αρχήν, να θεωρούνται ως ιδιαιτέρως αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψεις 211 και 212· της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 166, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 59).

69      Εν προκειμένω, οι επίμαχες δηλώσεις έγιναν στο πλαίσιο μαρτυρικών καταθέσεων προσώπων που συμμετείχαν στις τεχνικές συναντήσεις, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, και ενοχοποιούν εξίσου τις επιχειρήσεις επ’ ονόματι των οποίων οι δηλώσεις αυτές έγιναν. Περαιτέρω, οι δηλώσεις συγκλίνουν ως προς τις γενικές γραμμές της περιγραφής της παραβάσεως, πράγμα το οποίο αυξάνει έτι περαιτέρω την αξιοπιστία τους. Έτσι, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 66 ανωτέρω, και αντιθέτως προς όσα προβάλλει η προσφεύγουσα, οι δηλώσεις αυτές είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες.

70      Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προβαίνει σε καμία σχετική μνεία και δεν προσκομίζει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι οι δηλώσεις της Sasol και της Repsol έγιναν «κατόπιν παροτρύνσεως της Επιτροπής». Επιπλέον, καμία παρότρυνση προκειμένου να διογκωθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως δεν προκύπτει από την ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 και δεν μπορεί να διαπιστωθεί πλέον εν προκειμένω. Αντιθέτως, πρέπει να τονιστεί ότι οι δηλώσεις της Sasol, της Repsol και της ExxonMobil έγιναν κατόπιν της διενέργειας ελέγχων και, ως εκ τούτου, οι επιχειρήσεις αυτές μπορούσαν να αναμένουν ότι ήταν ελάχιστα πιθανό να ήσαν οι πρώτες που έδωσαν πληροφορίες οι οποίες παρέσχον στην Επιτροπή τη δυνατότητα να διατάξει ελέγχους ή να διαπιστώσει την ύπαρξη συμπράξεως (βλ. το σημείο 8 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002). Έτσι, κατά την άποψή τους, υπήρχαν πολλές πιθανότητες να επιτύχουν, το πολύ, μέγιστη μείωση του ποσού του προστίμου κατά 50 % (βλ. το σημείο 23 της ανακοινώσεως περί συνεργασίας του 2002). Υπό τις περιστάσεις αυτές, δεν συνέτρεχε κανένας οικονομικός λόγος που θα μπορούσε να παροτρύνει τις ανωτέρω επιχειρήσεις να παρουσιάσουν την παράβαση ως σοβαρότερη από όσο ήταν στην πραγματικότητα, δεδομένου ότι η αυξημένη σοβαρότητα της παραβάσεως θα είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού του προστίμου τους. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παρουσίαση πλαστών στοιχείων στις δηλώσεις μπορεί να στερήσει από την εμπλεκόμενη επιχείρηση την ευνοϊκή μεταχείριση που προβλέπει η ανακοίνωση περί συνεργασίας του 2002 (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω).

71      Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας περί της προβαλλόμενης «παροτρύνσεως» προς τις επιχειρήσεις που κατέθεσαν αίτηση συνεργασίας ούτως ώστε να παρουσιάσουν την παράβαση ως σοβαρότερη από ό,τι ήταν στην πραγματικότητα πρέπει να απορριφθούν.

72      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηρίξει τα συμπεράσματά της στη δήλωση επιχειρήσεως της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες κατηγορούμενες επιχειρήσεις και η οποία δεν τεκμηριώνεται από άλλα στοιχεία.

73      Βεβαίως, κατά τη νομολογία, η δήλωση επιχειρήσεως που κατηγορείται ότι συμμετείχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις εν λόγω επιχειρήσεις, αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, δεδομένου ότι ο βαθμός επιβεβαιώσεως που απαιτείται ενδέχεται να είναι μικρότερος, λόγω της αξιοπιστίας των επίμαχων δηλώσεων (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψεις 219 και 220).

74      Εντούτοις, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε σε μια δήλωση ενός και μόνο συμμετέχοντος η οποία αμφισβητείται από τους λοιπούς συμμετέχοντες, αλλά στις δηλώσεις που έγιναν κατά τρόπο ανεξάρτητο από διάφορες επιχειρήσεις οι οποίες συγκλίνουν ως προς τις γενικές γραμμές της περιγραφής της παραβάσεως (βλ. τις σκέψεις 58 έως 61 ανωτέρω). Περαιτέρω, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε πληθώρα αποδεικτικών εγγράφων που συμπληρώνουν και επιρρωννύουν το περιεχόμενο των δηλώσεων των επιχειρήσεων, μέρος των οποίων θα εξεταστεί στις σκέψεις 76 επ. κατωτέρω.

75      Συνεπώς, οι επίμαχες δηλώσεις αποτελούν μέρος του συνόλου των στοιχείων που αποδεικνύουν τις συμφωνίες ή τις εναρμονισμένες πρακτικές περί καθορισμού των τιμών των κηρών παραφίνης που αποφασίστηκαν στο πλαίσιο τεχνικών συναντήσεων στις οποίες η προσφεύγουσα συμμετείχε. Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα με τα οποία η προσφεύγουσα θέτει εν αμφιβόλω την αποδεικτική ισχύ των εν λόγω δηλώσεων πρέπει να απορριφθούν.

–       Αποδεικτικά έγγραφα

76      Πρέπει να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραπέμπει σε μεγάλο αριθμό αποδεικτικών εγγράφων αναγόμενων στην περίοδο της παραβάσεως τα οποία ανευρέθηκαν στους χώρους των εμπλεκομένων επιχειρήσεων στο πλαίσιο ελέγχων. Αυτά τα αποδεικτικά έγγραφα συνίστανται, στην πλειονότητά τους, σε έγγραφα σημειώματα της MOL και σε πρακτικά των συναντήσεων «Blauer Salon» της Sasol.

77      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αποδεικτική ισχύ αυτών των αποδεικτικών εγγράφων. Υποστηρίζει ότι, οσάκις συντάσσονταν χειρόγραφα σημειώματα στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων, όπως αυτά της MOL, τα σημειώματα αυτά δεν ήσαν εξαντλητικά και περιείχαν σημεία ή σύμβολα των οποίων η σημασία είναι κατανοητή μόνο στον συντάκτη τους. Όσον αφορά τα πρακτικά των συναντήσεων «Blauer Salon» της Sasol, η αποδεικτική τους ισχύ είναι περιορισμένη, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, στον βαθμό που δεν είχαν συνταχθεί κατά τη διάρκεια των τεχνικών συναντήσεων ούτε από πρόσωπο το οποίο μετείχε σε αυτές. Περαιτέρω, ορισμένες πληροφορίες που περιέχουν τα πρακτικά αυτά ήσαν προϊόν ιδιωτικών συζητήσεων που είχαν λάβει χώρα εκτός του πλαισίου των τεχνικών συναντήσεων. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι είχαν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο δεν μπορεί να γίνει δεκτό, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι το περιεχόμενό τους σπανίως είναι σαφές.

78      Πρέπει να τονιστεί ότι το Γενικό Δικαστήριο και το Δικαστήριο είχαν ήδη την ευκαιρία να εξετάσουν και να απορρίψουν τέτοιου είδους επιχειρήματα.

79      Ως εκ τούτου, όπως συνάγεται από την παρατιθέμενη στη σκέψη 47 ανωτέρω νομολογία, δεδομένου ότι είναι τοις πάσι γνωστόν ότι απαγορεύεται η συμμετοχή σε πρακτικές ή συμφωνίες που θίγουν τον ανταγωνισμό και ότι ενδέχεται να επιβληθούν κυρώσεις στους παραβάτες, είναι σύνηθές νομολογία πραγματοποιούνται οι πρακτικές και οι συμφωνίες αυτές συχνά κρυφίως, οι συναντήσεις συχνά να είναι μυστικές και να περιορίζονται στο ελάχιστο, τις περισσότερες φορές, τα συναφή έγγραφα. Ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν κατά τρόπο σαφή παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρήσεων, όπως είναι τα πρακτικά συναντήσεως, τα στοιχεία αυτά είναι κατά κανόνα αποσπασματικά και διάσπαρτα, με αποτέλεσμα να είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών μέσω επαγωγικών συλλογισμών.

80      Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, κατά την εκτίμηση της αποδεικτικής ισχύος των αποδεικτικών εγγράφων, πρέπει να δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ένα έγγραφο συντάχθηκε σε άμεση σχέση προς τα γεγονότα (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑157/94, Ensidesa κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑707, σκέψη 312, και της 16ης Δεκεμβρίου 2003, T‑5/00 και T‑6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑5761, σκέψη 181) ή από αυτόπτη μάρτυρα των περιστατικών αυτών (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 207).

81      Η απουσία ημερομηνίας ή υπογραφής από ένα έγγραφο ή το γεγονός ότι είναι κακογραμμένο δεν αφαιρεί από το έγγραφο αυτό κάθε αποδεικτική ισχύ, εφόσον η προέλευσή του, η πιθανή χρονολογία του και το περιεχόμενό του μπορούν να καθοριστούν με αρκετή βεβαιότητα (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2006, T‑217/03 και T‑245/03, FNCBV κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4987, σκέψη 124· βλ. επίσης, επ’ αυτού, την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑11/89, Shell κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑757, σκέψη 86).

82      Ωστόσο, εν προκειμένω, όπως επισήμανε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 215 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα σημειώματα της MOL είχαν συνταχθεί κατά τη διάρκεια των συναντήσεων από πρόσωπο το οποίο είχε παραστεί σε αυτές και το περιεχόμενό τους έχει δομή και είναι σχετικώς λεπτομερειακό. Ως εκ τούτου, η αποδεικτική ισχύς των σημειωμάτων αυτών είναι ιδιαιτέρως αυξημένη. Όσον αφορά τα πρακτικά των συναντήσεων «Blauer Salon» της Sasol, πρόκειται για έγγραφα τα οποία ανάγονται στην περίοδο των πραγματικών περιστατικών και έχουν συνταχθεί σε ανύποπτο χρόνο, ήτοι λίγο μετά από κάθε τεχνική συνάντηση. Έστω και αν το πρόσωπο το οποίο συνέταξε τα σημειώματα αυτά δεν ήταν παρόν στις τεχνικές συναντήσεις, στηρίχθηκε στις πληροφορίες τις οποίες είχε λάβει από κάποιον συμμετέχοντα. Ως εκ τούτου, η αποδεικτική ισχύς αυτών των πρακτικών είναι εξίσου αυξημένη.

83      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας με τα οποία θέτει εν αμφιβόλω την αποδεικτική ισχύ των αποδεικτικών εγγράφων τα οποία μνημονεύει η προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί του διεξοδικού ελέγχου των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που αφορούν τις ιδιαίτερες τεχνικές συναντήσεις

84      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, για 36 τεχνικές συναντήσεις επί 52, η Επιτροπή δεν υποστηρίζει ότι οι συμμετέχοντες κατέληξαν σε συμφωνία επί των τιμών. Πρώτον, όσον αφορά 4 τεχνικές συναντήσεις, η Επιτροπή αναγνώρισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν ήταν βέβαιη εάν οι συναντήσεις αυτές είχαν λάβει χώρα ή ότι το περιεχόμενο της συναντήσεως δεν κατέστη εφικτό να καθοριστεί. Δεύτερον, για 12 τεχνικές συναντήσεις, η Επιτροπή παραδέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι δεν είχε άλλη ένδειξη ως προς το περιεχόμενό τους πέραν των δηλώσεων ορισμένων συμμετεχόντων κατά τους οποίους οι συναντήσεις αυτές είχαν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, χωρίς να καθορίζεται επακριβώς η φύση των εν λόγω συμπεριφορών. Τρίτον, ως προς 6 άλλες τεχνικές συναντήσεις, η Επιτροπή δεν επικαλέστηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτές αφορούσαν συζητήσεις σχετικά με τις τιμές. Τέταρτον, όσον αφορά 14 άλλες τεχνικές συναντήσεις, η Επιτροπή αναγνώρισε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι, μολονότι σε αυτές υπήρξε ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις τιμές, δεν υπήρξε καμία συμφωνία περί ανατιμήσεως και, κατά μείζονα λόγο, περί ενός κοινού επιπέδου ανατιμήσεως ή ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν βέβαιη για το αποτέλεσμα των ανταλλαγών αυτών.

85      Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι μόνο στην περίπτωση 16 τεχνικών συναντήσεων η Επιτροπή δέχθηκε ότι οι συμμετέχοντες είχαν καταλήξει σε συμφωνία σχετικά με τις τιμές. Η προσφεύγουσα παραθέτει αναλυτικά επιχειρήματα περί της προβαλλόμενης εσφαλμένης εκτιμήσεως των αποδείξεων σε σχέση προς εκάστη εξ αυτών των τεχνικών συναντήσεων.

86      Πρώτον, όσον αφορά την τεχνική συνάντηση της 3ης και της 4ης Σεπτεμβρίου 1992, η Επιτροπή στηρίχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol που περιλαμβάνουν τη μνεία «έως 22/11, τιμή “0”». Εντεύθεν συνάγει ότι, στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής, συμφωνήθηκε να μην υπάρξει μεταβολή των τιμών.

87      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα πρακτικά της Sasol αφορούν εσωτερική επικοινωνία μεταξύ δύο υπαλλήλων της Sasol, ήτοι του K. που έδινε οδηγίες στον O. να μη μεταβάλλει την τιμή και, ως εκ τούτου, τα εν λόγω πρακτικά δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη συμφωνίας που συνήφθη στο πλαίσιο της τεχνικής συναντήσεως.

88      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Sasol εξέλαβε τη μνεία αυτή ως υποδηλώνουσα την ύπαρξη συμφωνίας περί μη μεταβολής των τιμών σε δήλωση στην οποία προέβη στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Πέραν τούτου, από πολυάριθμα πρακτικά των συναντήσεων «Blauer Salon» της Sasol και από δηλώσεις της συνάγεται ότι ο K, εκπρόσωπος της Sasol στις τεχνικές συναντήσεις, ενημέρωσε, με τα εν λόγω πρακτικά, τον O. σχετικά με το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξάγονταν στις εν λόγω συναντήσεις. Πέραν τούτου, ο αριθμός «0» χρησιμοποιείτο συχνά από τους συμμετέχοντες προκειμένου να υποδηλώσει τη διατήρηση των τιμών. Συνεπώς, έστω και αν, στην πραγματικότητα, τα εν λόγω πρακτικά αποτελούν εσωτερική επικοινωνία μεταξύ του K. και του O., εντούτοις από αυτά συνάγεται η ύπαρξη συμφωνίας περί μη μεταβολής των τιμών η οποία συνήφθη στο πλαίσιο της εν λόγω τεχνικής συναντήσεως. Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προέβαλε συναφώς η προσφεύγουσα.

89      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να αντιτάξει στην Επιτροπή ότι ουδεμία αύξηση συμφωνήθηκε στις συναντήσεις αυτές. Πράγματι, συμφωνία σχετικά με τη διατήρηση των τιμών συνιστά επίσης συμφωνία περί καθορισμού των τιμών, δεδομένου ότι υφίσταται σύγκλιση των βουλήσεων των συμμετεχόντων στην εφαρμογή ενός επιπέδου τιμών το οποίο έχουν καθορίσει από κοινού.

90      Συνεπώς, η Επιτροπή νομίμως στηρίχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην εν λόγω τεχνική συνάντηση προκειμένου να συναγάγει ότι «οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβαιναν σε καθορισμό ελαχίστων τιμών».

91      Δεύτερον, όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης και της 24ης Νοεμβρίου 1992, η Επιτροπή παρέπεμψε με την αιτιολογική σκέψη 128 της προσβαλλομένης αποφάσεως σε σημείωμα της MOL που ανέφερε τα στοιχεία «πρώτο τρίμηνο — διατήρηση των τιμών —ανταλλαγή πληροφοριών οσάκις αναγκαίο— ελάχιστη τιμή». Κατά την Επιτροπή, το σημείωμα αυτό αποτελούσε ένδειξη σχετικά με την ύπαρξη συμφωνίας περί διατηρήσεως των τιμών.

92      Κατά την προσφεύγουσα, η μνεία που υπάρχει στο σημείωμα της MOL «στερείται σημασίας» στον βαθμό που δεν θα μπορούσε να συσχετιστεί με κάποια συγκεκριμένη τιμή. Πέραν αυτού, η MOL δεν επιβεβαίωσε αυτήν την ερμηνεία, ενώ τυχόν διαφορετική ερμηνεία υπέρ της απλής ανταλλαγής πληροφοριών θα ήταν εξίσου αξιόπιστη.

93      Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι οι εξηγήσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν είναι πειστικές. Πράγματι, πριν από τη μνεία αυτή δεν παρατίθεται κάποια επωνυμία επιχειρήσεως και, ως εκ τούτου, δεν είναι δυνατό να συναχθεί ότι επρόκειτο για μονομερή επικοινωνία. Παράδειγμα περί του αντιθέτου αποτελεί το σημείωμα της Sasol που αφορούσε τη συνάντηση «Blauer Salon» της 17ης και της 18ης Σεπτεμβρίου 1996 και περιελάμβανε τη μνεία «MOL, HU DEM 110,- flü.ffr ab 1/10.96». Η Επιτροπή συνήγαγε επί της βάσεως αυτής ότι τούτο «καταδείκν[υε] ότι τα πρόσωπα που εκπροσωπούν τις επιχειρήσεις στη συνάντηση αυτή [είχαν] συζητήσει για τις μελλοντικές προθέσεις τους ως προς την τιμολογιακή πολιτική και τις [είχαν] αποκαλύψει» (αιτιολογική σκέψη 141 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

94      Ως εκ τούτου, η Επιτροπή νομίμως στηρίχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε αυτήν την τεχνική συνάντηση προκειμένου να συναγάγει ότι «οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβαιναν σε καθορισμό ελάχιστων τιμών» (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

95      Τρίτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 7ης και της 8ης Σεπτεμβρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 137 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι συμμετέχοντες αντήλλαξαν απλώς πληροφορίες σχετικά με τις τιμές τους.

96      Η ερμηνεία αυτή έρχεται σε αντίθεση προς τα πρακτικά της συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol, όπως αυτά ερμηνεύθηκαν από αυτήν στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, καθώς και προς το σημείωμα της MOL σχετικά με τη συνάντηση αυτή.

97      Πράγματι, το σημείωμα της MOL περιελάμβανε τα ακόλουθα στοιχεία:

«11. Schümann DEM 970, - ελάχ. τιμή.

[…]

13. Total DEM 920,- αύξησε από 950 DM.- 970 DM,- έχει προβλεφθεί πριν από το τέλος του έτους.

[…]

15. αυξάνουμε σε 900».

98      Τα πρακτικά της συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol αναφέρουν «Preise hoch per 1/1.95». Εξάλλου, βάσει της από 16 Δεκεμβρίου 2006 απαντήσεως της Sasol της σε αίτημα περί παροχής πληροφοριών που υπέβαλε η Επιτροπή, η αναφερόμενη ημερομηνία ήταν εσφαλμένη και στην πράξη η αύξηση των τιμών σχεδιαζόταν για την 1η Ιανουαρίου 1996. Κατά την εν λόγω απάντηση, τούτο απηχεί το αποτέλεσμα της συναντήσεως της 7ης και της 8ης Σεπτεμβρίου 1995.

99      Ως εκ τούτου, η παραδοχή της Επιτροπής ότι οι συμμετέχοντες στη συνάντηση αυτή «αντήλλαξαν πληροφορίες σχετικά με τη μελλοντική τιμολογιακή πολιτική τους και συζήτησαν και καθόρισαν τις αυξήσεις των τιμών, καθώς και τις ελάχιστες τιμές» στηρίζεται σε ένα ιδιαιτέρως συνεκτικό σύνολο αποδείξεων. Η δήλωση της Sasol αίρει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ύπαρξη συγκλίσεως των βουλήσεων σχετικά με την αύξηση των τιμών. Το γεγονός και μόνον ότι το επίπεδο της αυξήσεως, καθώς και αυτό των ελάχιστων τιμών, παρουσίαζαν διακυμάνσεις από επιχείρηση σε επιχείρηση είναι άνευ σημασίας για τον χαρακτηρισμό της συναντήσεως αυτής ως συναντήσεως από την οποία προέκυψε συμφωνία περί καθορισμού των τιμών, δεδομένου ότι η έκφραση «καθορισμός των τιμών» δεν συνεπάγεται για όλους τους συμμετέχοντες την εφαρμογή ενιαίας τιμής.

100    Τέταρτον, όσον αφορά την τεχνική συνάντηση της 22ας και της 23ης Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή στηρίχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε σημείωμα της MOL που περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις: «Παραφίνη — όλα τα επίπεδα ποιότητας — ίδια τιμή DEM 108· Μικρός/μεγάλος πελάτης — ίδια τιμή DEM 108· κηρός εμβαπτίσεως DEM 1200-1250». Κατά την εν λόγω αιτιολογική σκέψη, τούτο αποδεικνύει ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις συμφώνησαν στην τιμή των κηρών παραφίνης.

101    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι από την ανάγνωση αυτού του σημειώματος στο σύνολό του δεν μπορεί να συναχθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα. Συγκεκριμένα, οι πληροφορίες παρουσιάστηκαν με τον συνήθη τρόπο των σημειωμάτων της MOL, ήτοι με μια «συζήτηση στρογγυλής τραπέζης» που συνίστατο στην εξέταση των πληροφοριών που είχαν αποκαλύψει και ανταλλάξει οι συμμετέχοντες.

102    Εντούτοις, πρέπει να τονιστεί ότι η Sasol και η Repsol επιβεβαίωσαν, ανεξαρτήτως η μία της άλλης, τον αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού χαρακτήρα της τεχνικής συναντήσεως της 22ας και της 23ης Φεβρουαρίου 1996. Περαιτέρω, το εν λόγω σημείωμα της MOL περιέχει επίσης τη μνεία «από 1.8. DEM 80/t αύξηση παντού», ήτοι την ημερομηνία και το επίπεδο αυξήσεως των τιμών.

103    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 240 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, στο πλαίσιο αυτής της τεχνικής συναντήσεως, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβησαν σε καθορισμό των ελάχιστων τιμών και συμφώνησαν τιμολογιακές αυξήσεις.

104    Πέμπτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 14ης και της 15ης Μαΐου 1996 (αιτιολογική σκέψη 140 της προσβαλλομένης αποφάσεως), τα πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol περιλαμβάνουν τα εξής:

«Το σημείο αφετηρίας ήταν η αύξηση των τιμών του 2ου εξαμήνου 1996

- D + F: την 1.8.96 κερί – FRP ελαχ.115,- nto nto flü ffr

      Κερί ρεσώ 115 %

      Κερί κηδείας 115 %

      στερεάς μορφής + 5 % επί της τρέχουσας τιμής

      μίξερ FRP ελαχ. 105,- nto, nto flü ffr».

105    Επί της βάσεως αυτής, η Επιτροπή συνήγαγε ότι «οι εμπλεκόμενες γαλλικές και γερμανικές επιχειρήσεις [συμφώνησαν] κατά τη διάρκεια των συζητήσεων να αυξήσουν [τις] τιμές κατά το δεύτερο ήμισυ του 1996 σχεδιάζοντας την αύξηση του κηρού παραφίνης για κεριά για την 1η Αυγούστου 1996».

106    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν υφίστατο συμφωνία σχετικά με τις τιμές και ότι, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν παρούσα στην εν λόγω συνάντηση.

107    Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω την ορθότητα της αναλύσεως της Επιτροπής. Πράγματι, η από 16 Δεκεμβρίου 2006 απάντηση της Sasol σε αίτημα περί παροχής πληροφοριών της Επιτροπής αποδεικνύει αναμφιλέκτως ότι υπήρξε σύναψη συμφωνίας για τις τιμές στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής.

108    Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν συμμετείχε στη συνάντηση αυτή δεν εμποδίζει την Επιτροπή να συναγάγει το γενικό συμπέρασμα ότι συμμετείχε στις συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών και να λάβει υπόψη της συναφώς τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη συνάντηση αυτή. Μπορεί να καταλογιστεί σε επιχείρηση ευθύνη για συμμετοχή σε σύμπραξη συνολικά, έστω και αν αυτή έχει αποδεδειγμένα συμμετάσχει ευθέως μόνο σε ένα ή πλείονα συστατικά στοιχεία αυτής της συμπράξεως, εφόσον, αφενός, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία συμμετείχε, ειδικότερα μέσω τακτικών συναντήσεων που οργανώνονταν επί σειρά ετών, αποτελούσε μέρος συνολικού σχεδίου με σκοπό τη στρέβλωση της φυσιολογικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και, αφετέρου, το συνολικό αυτό σχέδιο κάλυπτε όλα τα συστατικά στοιχεία της συμπράξεως (βλ. απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 370 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Ωστόσο, βάσει της από 16 Δεκεμβρίου 2006 απαντήσεως της Sasol σε αίτημα περί παροχής πληροφοριών της Επιτροπής, η Sasol έμαθε, μέσω τηλεφωνικών κλήσεων που έγιναν κατόπιν της συναντήσεως, ότι η Total είχε πράγματι αυξήσει τις τιμές της σε 115 γερμανικά μάρκα (DEM) ανά 100 kg, πλην όμως παρείχε ορισμένες επιβραβεύσεις (bonus) για ορισμένες υποκατηγορίες προϊόντων. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα όχι μόνον ενημερώθηκε για τη συμφωνία που είχε συναφθεί κατά την εν λόγω συνάντηση, αλλά προέβη επίσης και σε εν μέρει εφαρμογή των όσων είχαν αποφασιστεί σε αυτήν. Δεδομένου ότι αυτό το στοιχείο της δηλώσεως, το οποίο αφορά βεβαίως τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, ουδόλως θα μπορούσε να μετριάσει την ευθύνη της Sasol, δεδομένου ότι η Sasol θα μπορούσε να απολέσει το πλεονέκτημα της συνεργασίας, εάν παρείχε ψευδείς πληροφορίες στην Επιτροπή, και δεδομένου ότι, εν πάση περιπτώσει, η Sasol τόνισε ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε εν μέρει μόνο στη συμφωνία, ουδείς λόγος συντρέχει να τεθεί εν αμφιβόλω η αξιοπιστία της δηλώσεως αυτής.

110    Έκτον, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τις συναντήσεις της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της 5ης και της 6ης Μαΐου 1998 (αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

111    Πρέπει να τονιστεί ότι τα πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» που αφορούν την πρώτη συνάντηση περιλαμβάνουν τα εξής στοιχεία:

 

«Ημερομηνία

Αύξηση

Ελάχιστη τιμή

√ SCHS, D

.

.

.

√ Dea, D

.

.

.

√ SRS-Tuda, D

.

.

.

√ MOL, HU

1.1.

.

.

√ Total, F

1.1.

DEM 10,-

DEM 120

Mobil-Bp, F

.

.

.

√ Repsol, E

.

.

.

√ Agip, I

1.1.

DEM 10»

.

112    Η Sasol δήλωσε ότι από τα πρακτικά αυτά συναγόταν ότι όλοι οι συμμετέχοντες είχαν δεσμευθεί να αυξήσουν την τιμή κατά 10 έως 12 DEM ανά 100 kg, ότι η Total και η Agip επιθυμούσαν να αυξήσουν τις τιμές κατά 10 DEM και ότι τούτο θα οδηγούσε κατ’ ανάγκην σε ελάχιστη τιμή 120 DEM ανά 100 kg, τουλάχιστον για την Total.

113    Τα επίπεδα και οι ημερομηνίες των αυξήσεων επιβεβαιώθηκαν πλήρως από δύο σημειώματα που αφορούν τη συνάντηση αυτή και τα οποία ανευρέθηκαν στα γραφεία της MOL.

114    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει απλώς ότι τα σημειώματα που ανευρέθηκαν στη MOL μπορούν να εξηγηθούν με άλλον τρόπο, ήτοι υπό την έννοια ότι κάποιος εκ των συμμετεχόντων ανέγνωσε μεγαλοφώνως τις τιμές των διαφόρων ειδών κηρών παραφίνης. Εντούτοις, αυτή η προβαλλόμενη εξήγηση αναιρείται σαφώς από τα πρακτικά της Sasol, όπως αυτά ερμηνεύθηκαν από την ίδια, έναντι της οποίας η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα.

115    Κατά τα λοιπά, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι διάφορες ημερομηνίες των προβλεπόμενων αυξήσεων αποτελούν ένδειξη ότι οι συμμετέχοντες δεν είχαν καταλήξει σε συμφωνία στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Πράγματι, οι διάφορες ημερομηνίες για τις προβλεπόμενες αυξήσεις ενδέχεται να αποτελούν ένδειξη ότι οι συμμετέχοντες έλαβαν υπόψη τους την ατομική εμπορική κατάσταση των διαφόρων εκπροσωπούμενων επιχειρήσεων. Περαιτέρω, προκειμένου να καταστεί εφικτό να διατηρηθεί η ψευδαίσθηση των πελατών ότι η αγορά κηρών παραφίνης εξακολουθούσε να διέπεται από τους κανόνες της προσφοράς και της ζητήσεως, θα ήταν εύλογο για τις συμμετέχουσες επιχειρήσεις να εισαγάγουν νέες τιμές σε διαφορετικές ημερομηνίες, υποκρινόμενες με τον τρόπο αυτόν ότι οι επιβληθείσες από αυτές αυξήσεις ήσαν το αποτέλεσμα ανεξάρτητων εμπορικών αποφάσεων. Μια τέτοια εξήγηση της επιλογής διαφορετικών ημερομηνιών και της εφαρμογής διαφορετικών επιπέδων αυξήσεων δόθηκε από τη Shell, για την περίοδο που ακολούθησε τις αρχές του 2004.

116    Το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι μια ελάχιστη τιμή 1 200 DEM ανά τόνο είχε καθοριστεί για τουλάχιστον ορισμένους συμμετέχοντες στο πλαίσιο της συναντήσεως της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 επιρρωννύεται και από ένα σημείωμα της MOL που αφορά τη συνάντηση της 5ης και της 6ης Μαΐου 1998 το οποίο αναφέρει τα στοιχεία «Repsol – ελάχ. τιμή 1 180 DEM (αδυνατεί να πωλήσει σε 1 200)». Η πλέον συνεκτική εξήγηση της μνείας αυτής είναι ότι η Repsol δεν μπορούσε να εφαρμόσει τη συμφωνηθείσα στο πλαίσιο της προηγούμενης συναντήσεως τιμή και πρότεινε την ελάχιστη τιμή που κατά την άποψή της ήταν δυνατό να εφαρμόσει.

117    Συνεπώς, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι συμμετέχοντες είχαν προβεί σε καθορισμό των τιμών παραφίνης κατά τη συνάντηση της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997.

118    Έβδομον, όσον αφορά τη τεχνική συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998, η Επιτροπή στηρίχθηκε, με την αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σε ένα σημείωμα της MOL και σε πρακτικά της συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol.

119    Τα πρακτικά της συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ενδείξεις:

«Πρόταση την 1/1 99 + DEM 6;,- για όλες τις [τιμές] άνω των 120,- DEM

= θα συνταχθεί εγκύκλιος με το σκεπτικό “κατάσταση που επικρατεί στις πρώτες ύλες” (= διαθεσιμότητα των ποσών) με σκοπό

–        να αυξηθούν οι κάτω των 120 DEM τιμές,

–        να μη μειωθούν οι τιμές,

–        οι κατασκευαστές κηρίων να λάβουν “έγγραφα” για τις διαπραγματεύσεις τους με τις αλυσίδες [μάλλον καταστημάτων].»

120    Το σημείωμα της MOL περιλαμβάνει την ακόλουθη μνεία: «60 DEM/t — αύξηση από 1ης Ιανουαρίου 1999».

121    Η Επιτροπή συνήγαγε από τις ενδείξεις αυτές, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι συμμετέχοντες είχαν συζητήσει την κατάσταση που είχε ανακύψει κατόπιν της συμφωνίας τους που αναγόταν στην τεχνική συνάντηση της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 και καθόριζε ως σκοπό την αύξηση των τιμών των κηρών παραφίνης άνω των 120 DEM ανά 100 kg, ο οποίος δεν είχε εισέτι επιτευχθεί. Ως εκ τούτου, οι συμμετέχοντες συμφώνησαν, κατά την τεχνική συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998, σε αύξηση της τιμής κατά 6 DEM για όλους τους πελάτες που αγόραζαν κηρούς παραφίνης σε τιμή κάτω των 120 DEM, η οποία είχε προβλεφθεί για την 1η Ιανουαρίου 1999. Ομοίως, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η εν λόγω αύξηση έπρεπε να δικαιολογηθεί έναντι των πελατών από την έλλειψη πρώτων υλών. Περαιτέρω, τα πρόσωπα που εκπροσωπούσαν τις εταιρίες συμφώνησαν ότι, εν πάση περιπτώσει, οι τιμές δεν έπρεπε να μειωθούν.

122    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μνεία που περιλαμβάνεται στο σημείωμα της MOL αφορά επισήμανση που έγινε από τον M. S. (Shell) καθόσον τίθεται κάτωθι της επωνυμίας «S.». Η μνεία που περιλαμβάνεται στα πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol δυνάμει της οποίας «[θα συντασσόταν] εγκύκλιος με σκοπό [...] να μη μειωθούν οι τιμές» αφορούσε, κατά την προσφεύγουσα, εσωτερική εγκύκλιο της Sasol και δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως συμφωνία η οποία συνήφθη στο πλαίσιο της τεχνικής συναντήσεως, αλλά μόνον ως δεδηλωμένος σκοπός τον οποίον είχε καθορίσει η Sasol για την ίδια.

123    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η εξήγηση που παρέσχε η προσφεύγουσα δεν είναι πειστική και δεν στηρίζεται σε συνεκτική ερμηνεία των αποδεικτικών εγγράφων. Πράγματι, η προσφεύγουσα ουδόλως εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η Sasol αποφάσισε να συντάξει εγκύκλιο απευθυνόμενη στους πελάτες της προκειμένου να τους ανακοινώσει αύξηση της τιμής κατά 6 DEM ανά 100 kg κατόπιν της μονομερούς δηλώσεως ενός άλλου συμμετέχοντος, ήτοι της Shell, εάν δεν υπήρχε συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων ως προς την αύξηση των τιμών. Περαιτέρω, η Επιτροπή προβαίνει, με την ερμηνεία της, σε συσχετισμό με τις συζητήσεις που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της τεχνικής συναντήσεως της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997, αντίθετα προς την ερμηνεία της προσφεύγουσας.

124    Συνεπώς, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να συναγάγει από τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την τεχνική συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998 ότι οι συμμετέχοντες είχαν συμφωνήσει σε αύξηση των τιμών.

125    Όγδοον, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συνάντηση της 27ης και της 28ης Οκτωβρίου 1999.

126    Συναφώς, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της τα πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol τα οποία περιλαμβάνουν τις ακόλουθες αναφορές:

 

«Αύξηση

Παρούσα: Total

από 15/1.2000 + Ffr 2300 = DEM 6,85

Παρούσα: Repsol

 

Παρούσα: SRS-Tuda

από 10/1.2000

Παρούσα: Dea

από 17/1.2000 κατά [M. B. de Dea]

+ 8,50 DEM

Παρούσα: SCHS

από 15/1.2000

Mobil-Bp, F

..

Απούσα: MOL

από 1/2.2000 (alt DEM 110.- flü ffr)

+ 6 DEM, - κατά τον T. T. 10/1

Απούσα: Mobil

.

[Απούσα] Esso, F

από 1/2.2000 + 40 $,- (κατά τον MA 19/1)

Kuwait, NL από; + 8 DEM,- (κατά το Buchh [Buchhaltung (λογιστήριο)]) 24/1

Εν γένει για όλες τις βιομηχανίες

- Υγρής μορφής

+ DEM 7-9,- % kg (εν ουδεμία περιπτώσει κάτω από 6 DEM)

- Στερεάς μορφής

+ 11 DEM,- % kg».

127    Η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τις διευκρινίσεις της Sasol, ερμήνευσε το σημείωμα αυτό με τον ακόλουθο τρόπο (αιτιολογική σκέψη 156 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«Το σημείωμα αυτό καταδεικνύει ότι οι Total, Repsol, H&R/Tudapetrol (“SRSTuda”), Dea και Sasol δεσμεύτηκαν να αυξήσουν τις τιμές τον Ιανουάριο του 2000. Η Total έπρεπε να αυξήσει τις τιμές τη 15η Ιανουαρίου 2000 κατά 2 300 FRF, η H&R/Tudapetrol τη 10η Ιανουαρίου 2000, η Dea τη 17η Ιανουαρίου 2000 κατά 8,50 DEM και η Sasol τη 15η Ιανουαρίου 2000. Για τις εταιρίες που δεν ήσαν παρούσες, αναφέρεται για τη MOL αύξηση κατά 6 DEM από 1ης Ιανουαρίου 2000. Η Esso έπρεπε να προβεί σε αύξηση την 1η Φεβρουαρίου 2000 κατά 40 USD και η Kuwait κατά 8 DEM σε άγνωστη ημερομηνία. Αυτά τα τρία τελευταία πληροφοριακά στοιχεία ελήφθησαν από τη Sasol μετά από την τεχνική συνάντηση, στο πλαίσιο διμερών επαφών, και, κατά τη Sasol, προσετέθησαν στο έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 1999. Τούτο καταδεικνύεται από τα χωρία “κατά” με ένα όνομα και μια ημερομηνία. Η Sasol κάλεσε τους εκπροσώπους των εταιριών αυτών κατά την προμνημονευθείσα ημερομηνία και έλαβε τα πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν την αύξηση των τιμών.»

128    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι επρόκειτο απλώς για ανταλλαγή πληροφοριών. Η άποψη αυτή αντικρούεται σαφώς από την από 16 Δεκεμβρίου 2006 δήλωση της Sasol ότι οι Total, Repsol, «SRSTuda (Hansen & Rosenthal)» ήσαν παρούσες και δεσμεύτηκαν να προβούν σε αύξηση των τιμών τον Ιανουάριο του 2000.

129    Το γεγονός ότι οι ημερομηνίες που παρατίθενται δίπλα στην επωνυμία των επιχειρήσεων ποικίλλουν δεν ενισχύει την άποψη της προσφεύγουσας για τους λόγους που ήδη εκτέθηκαν στη σκέψη 115 ανωτέρω.

130    Ομοίως, η πλέον πειστική εξήγηση για την απουσία αριθμών δίπλα στην επωνυμία των επιχειρήσεων που εκπροσωπήθηκαν στη συνάντηση, λαμβανομένης υπόψη της δηλώσεως της Sasol, είναι ότι το επίπεδο αυξήσεως των τιμών ήταν το ίδιο για όλες αυτές τις επιχειρήσεις, ήτοι 6,85 DEM.

131    Συνεπώς, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον την ύπαρξη συμφωνίας καθορισμού των τιμών κατά την επίμαχη συνάντηση.

132    Ένατον, πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας όσον αφορά τη συνάντηση της 26ης και της 27ης Ιουνίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

133    Συναφώς, τα πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol περιλαμβάνουν τις ακόλουθες αναφορές:

«Τον Ιούλιο: να ακυρωθούν οι τιμές των ειδικών πελατών το ταχύτερο δυνατόν

[…]

Τέλη Αυγούστου: να ακυρωθούν όλες οι τιμές την 30/9.01

      την 1/10.01 + 7 €,-».

134    Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, από τις ενδείξεις αυτές συνάγεται ότι τα πρόσωπα που εκπροσωπούσαν τις επιχειρήσεις συμφώνησαν σε αύξηση των τιμών για την παραφίνη κατά 7 ευρώ την 1η Οκτωβρίου 2001, της δε αυξήσεως αυτής προηγήθηκε η ακύρωση όλων των υφιστάμενων μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου συμφωνιών περί τιμών.

135    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η από 16 Δεκεμβρίου 2006 δήλωση της Sasol δεν επιρρωννύει αυτή την ερμηνεία και αποτελεί απλώς ένδειξη για το ότι υπήρξε συζήτηση περί των τιμών.

136    Εντούτοις, τούτο αντικρούεται από την εν λόγω δήλωση. Πράγματι, κατά τη δήλωση αυτή, ο O. της Sasol σημείωσε τα αποτελέσματα της τεχνικής συναντήσεως της 26ης και της 27ης Ιουνίου 2001, η δε πρόθεση αυξήσεως των τιμών συναγόταν από τα συμπεράσματα της εν λόγω συναντήσεως.

137    Δεδομένου ότι η δήλωση μνημονεύει τα συμπεράσματα που συνήχθησαν στο πλαίσιο της συναντήσεως που αφορούσε την αύξηση των τιμών, πρέπει να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δήλωση αποδεικνύει ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, συνήφθη συμφωνία περί καθορισμού των τιμών.

138    Δεύτερον, η προσφεύγουσα βάλλει κατά της εκτιμήσεως των αποδείξεων σχετικά με τη συνάντηση της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004, που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

139    Συναφώς, το χειρόγραφο σημείωμα που ευρέθη στα γραφεία της Total France περιλαμβάνει τις ακόλουθες ενδείξεις:

«-> Sasol 40 €/50 $. – τέλη Ιουλίου.

-> Mer: 38-28.

-> 1η Ιουλίου

+ FRP: 70 -> 6 000 €/T

+ Κερί ρεσώ: 50 -> 500 €/T

+ Μικρός κηρός: 25 -> 50 €/

[...]

-> 40 €/T κηρός ακατέργαστης παραφίνης».

140    Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, από την όλη συνάφεια του χειρόγραφου σημειώματος που ευρέθη στα γραφεία της Total France συνάγεται ότι το βέλος που προηγείται της τιμής καταδεικνύει την ύπαρξη στρατηγικής που συμφωνείται για το μέλλον και ότι, ως εκ τούτου, συμφωνήθηκε από τους συμμετέχοντες η αύξηση των τιμών.

141    Κατά την προσφεύγουσα, η ερμηνεία που έδωσε η Επιτροπή στο χειρόγραφο σημείωμα που ευρέθη στα γραφεία της Total France δεν μπορεί να γίνει δεκτή λόγω της αντιφάσεως των δηλώσεων που αφορούν αυτήν την τεχνική συνάντηση. Συγκεκριμένα, η Shell δήλωσε ότι συμφωνήθηκε αύξηση των τιμών, ενώ η Sasol αναφέρει το γεγονός ότι συζητήθηκε η αύξηση των τιμών. Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη και του χειρόγραφου σημειώματος που ευρέθη στα γραφεία της Total France, το μόνο το οποίο θα μπορούσε να γίνει δεκτό είναι ότι υπήρξε ανταλλαγή πληροφοριών.

142    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η από 14 Ιουνίου 2006 δήλωση της Shell ουδόλως είναι διφορούμενη, στον βαθμό που η Shell παραδέχεται ότι συμφωνήθηκε, κατά την εν λόγω τεχνική συνάντηση, αύξηση των τιμών και ότι η αύξηση αυτή επρόκειτο να ισχύσει από 1ης Ιουλίου 2004.

143    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να στηριχθεί στην από 12 Αυγούστου 2005 δήλωση της Sasol προκειμένου να αρνηθεί το συμπέρασμα ότι επήλθε συμφωνία κατά την εν λόγω συνάντηση. Πράγματι, το γεγονός ότι η Sasol παραδέχεται ότι υπήρξαν συζητήσεις περί των τιμών κατά την εν λόγω συνάντηση ουδόλως αποκλείει το ενδεχόμενο οι συμμετέχοντες να κατέληξαν σε συμφωνία επί τη βάσει των συζητήσεων αυτών. Περαιτέρω, με την εν λόγω δήλωση, η Sasol παραδέχθηκε επίσης ότι είχε αποστείλει «αλυσιδωτή επιστολή» αναγγέλλοντας την αύξηση των τιμών από πέντε σε επτά ευρώ ανά 100 kg τη 14η Ιουνίου 2004 και ότι είχε λάβει επιστολή της H&R που ανήγγειλε την αύξηση των τιμών της από 5,20 σε 6,80 ευρώ ανά 100 kg.

144    Συνεπώς, από την ανωτέρω δήλωση συνάγεται ότι η Sasol είχε την πρόθεση να αυξήσει τις τιμές της κατά το ίδιο ποσό που αναγράφεται στο χειρόγραφο σημείωμα που ευρέθη στα γραφεία της Total France και ότι, εν συνεχεία, η H&R είχε επίσης αποστείλει επιστολή περί αυξήσεως των τιμών αναφέροντας ένα μέτρο αυξήσεως πολύ παρεμφερές προς αυτό της Sasol.

145    Συνεπώς, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι συμμετέχοντες είχαν συμφωνήσει σε αύξηση των τιμών των κηρών παραφίνης κατά την εν λόγω τεχνική συνάντηση.

146    Υπό το φως του ανωτέρω ελέγχου και χωρίς να απαιτείται έλεγχος των αποδείξεων που αφορούν το σύνολο των τεχνικών συναντήσεων στις οποίες συμμετείχε η προσφεύγουσα, το Γενικό Δικαστήριο καταλήγει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν συνάψει συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών των κηρών παραφίνης κατά τις τεχνικές συναντήσεις της 3ης και της 4ης Σεπτεμβρίου 1992 (αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως), της 23ης και της 24ης Νοεμβρίου 1992 (αιτιολογική σκέψη 128), της 7ης και της 8ης Σεπτεμβρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 137), της 22ας και της 23ης Φεβρουαρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 139), της 14ης και της 15ης Μαΐου 1996 (αιτιολογική σκέψη 140), της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 145), της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 149), της 27ης και της 28ης Οκτωβρίου 1999 (αιτιολογική σκέψη 156), της 26ης και της 27ης Ιουνίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 163), και της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 (αιτιολογική σκέψη 174).

 Επί της συνολικής εκτιμήσεως

147    Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι οι Shell, Sasol και Repsol παραδέχθηκαν ότι, στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων, είχαν συζητηθεί οι τιμές των κηρών παραφίνης με τον γενικό σκοπό να επέλθει συμφωνία ως προς το επίπεδό τους. Κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 32 ανωτέρω νομολογία, το γεγονός ότι υπήρξε ένας τέτοιος κοινός σκοπός συνιστά ήδη συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, δεδομένου ότι υπήρξε σύγκλιση των βουλήσεων επί της ίδιας της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού. Περαιτέρω, οι ίδιες επιχειρήσεις δήλωσαν επίσης ότι, στο πλαίσιο διαφόρων τεχνικών συναντήσεων, οι συμμετέχοντες είχαν πράγματι συμφωνήσει επί των ελαχίστων τιμών ή επί των αυξήσεων των τιμών, ενίοτε μάλιστα και επί των μέτρων αυξήσεως. Πρέπει να τονιστεί ότι, με τις δηλώσεις τους, οι επιχειρήσεις μνημόνευσαν επίσης τη συμμετοχή της Total στις τεχνικές συναντήσεις και κατονόμασαν τους εργαζομένους της προσφεύγουσας που την είχαν εκπροσωπήσει στο πλαίσιο των συναντήσεων.

148    Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι εν λόγω δηλώσεις επιρρωννύονται από μεγάλο αριθμό χειρόγραφων σημειωμάτων που ανάγονται στην περίοδο των τεχνικών συναντήσεων και που ευρέθησαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο ελέγχων, στα οποία η προσφεύγουσα είχε πρόσβαση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και μέρος των οποίων παρατίθεται μεταξύ άλλων στις αιτιολογικές σκέψεις 126, 128, 137, 139, 140, 145, 149, 156, 163 και 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

149    Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα ήταν παρούσα σε 39 αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συναντήσεις επί συνόλου 51 που είχαν πραγματοποιηθεί κατά την περίοδο της συμμετοχής της στη σύμπραξη, ήτοι μεταξύ 3 Σεπτεμβρίου 1992 και 28 Απριλίου 2005.

150    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψη 146 ανωτέρω) ότι η Επιτροπή διαπίστωσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν συνάψει συμφωνίες καθορισμού των τιμών των κηρών παραφίνης στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων της 3ης και της 4ης Σεπτεμβρίου 1992 (αιτιολογική σκέψη 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως), της 23ης και της 24ης Νοεμβρίου 1992 (αιτιολογική σκέψη 128), της 7ης και της 8ης Σεπτεμβρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 137), της 22ας και της 23ης Φεβρουαρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 139), της 14ης και της 15ης Μαΐου 1996 (αιτιολογική σκέψη 140), της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 (αιτιολογική σκέψη 145), της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 149), της 27ης και της 28ης Οκτωβρίου 1999 (αιτιολογική σκέψη 156), της 26ης και της 27ης Ιουνίου 2001 (αιτιολογική σκέψη 163), και της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 (αιτιολογική σκέψη 174). Η προσφεύγουσα ήταν παρούσα σε όλες αυτές τις τεχνικές συναντήσεις, πλην αυτής της 14ης και της 15ης Μαΐου 1996.

151    Δεύτερον, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι αντηλλάγησαν πληροφορίες σχετικά με τις τιμές των κηρών παραφίνης στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων της 30ής Σεπτεμβρίου 1994 (αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως), της 27ης Ιανουαρίου 1995 (αιτιολογική σκέψη 134), της 17ης και της 18ης Σεπτεμβρίου 1996 (αιτιολογική σκέψη 141), της 2ας και της 3ης Σεπτεμβρίου 1998 (αιτιολογική σκέψη 148), της 3ης και της 4ης Φεβρουαρίου 2000 (αιτιολογική σκέψη 157), της 25ης και της 26ης Μαΐου 2000 (αιτιολογική σκέψη 159), της 21ης και της 22ας Φεβρουαρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 165), της 18ης Δεκεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 168), της 27ης και της 28ης Φεβρουαρίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 169), και της 14ης και της 15ης Ιανουαρίου 2004 (αιτιολογική σκέψη 173), στις οποίες αυτή ήταν παρούσα.

152    Πάντως, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα προκειμένου να αντικρούσει τις δηλώσεις της Sasol, της Repsol και της Shell βάσει των οποίων ο σκοπός των τεχνικών συναντήσεων ήταν ο καθορισμός των τιμών.

153    Ως εκ τούτου, τουλάχιστον όσον αφορά τις μνημονευθείσες στις σκέψεις 146 και 151 ανωτέρω τεχνικές συναντήσεις, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της ένα σύνολο ακλόνητων αποδεικτικών στοιχείων από τα οποία συναγόταν ότι οι συμμετέχοντες αντήλλασσαν σε τακτική βάση πληροφορίες σχετικά με τις τιμές τους και τις προβλεφθείσες στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων αυξήσεις για χρονικό διάστημα άνω των δώδεκα ετών. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν παρέσχε πειστικές εξηγήσεις όσον αφορά αυτές τις δραστηριότητες που θα μπορούσαν να θέσουν εν αμφιβόλω την παραδοχή της Επιτροπής ότι ο σκοπός των πρακτικών αυτών ήταν, μεταξύ άλλων, ο καθορισμός των τιμών. Αντιθέτως, το μεγάλο χρονικό διάστημα κατά το οποίο πραγματοποιούνταν συστηματικώς οι συναντήσεις συνιστά αφ’ εαυτού ένδειξη ότι οι συμμετέχοντες είχαν ως σκοπό να εναρμονίσουν τις πολιτικές τους περί τιμών, υποκαθιστώντας σκοπίμως τους κινδύνους της αγοράς με τη μεταξύ τους συνεργασία, εφαρμόζοντας εναρμονισμένες πρακτικές σε σχέση με την τιμή των κηρών παραφίνης και μάλιστα, όσον αφορά τουλάχιστον τις τεχνικές συναντήσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 146 ανωτέρω, εφαρμόζοντας συμφωνίες περί καθορισμού των τιμών.

154    Επαλλήλως, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά πάγια νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 34 ανωτέρω, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ αντιτίθεται αυστηρώς σε κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ των επιχειρηματιών που μπορεί να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σχεδιάζει να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αρνείται την ύπαρξη επαφών ούτε την ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων.

155    Τέταρτον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή της στις συμφωνίες ή τις εναρμονισμένες πρακτικές που συμφωνήθηκαν στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων.

156    Πράγματι, όσον αφορά συμφωνίες που έχουν ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού και οι οποίες εμφανίζονται, όπως εν προκειμένω, κατά τη διάρκεια συναντήσεων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ όταν οι συναντήσεις αυτές έχουν ως αντικείμενο να περιορίσουν, να εμποδίσουν ή να στρεβλώσουν τη λειτουργία του ανταγωνισμού και αποβλέπουν, με τον τρόπο αυτό, στο να οργανώσουν τεχνητά τη λειτουργία της αγοράς. Σε μια τέτοια περίπτωση, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η οικεία επιχείρηση μετέσχε σε συναντήσεις κατά τη διάρκεια των οποίων συνήφθησαν συμφωνίες έχουσες ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η συμμετοχή της εν λόγω επιχειρήσεως στη σύμπραξη. Εφόσον αποδειχθεί η συμμετοχή σε τέτοιες συναντήσεις, εναπόκειται στην ως άνω επιχείρηση να προβάλει ενδείξεις από τις οποίες να προκύπτει ότι δεν μετείχε στις εν λόγω συναντήσεις με πνεύμα αντίθετο στον ανταγωνισμό, αποδεικνύοντας ότι είχε δηλώσει στους ανταγωνιστές της ότι μετέχει στις συναντήσεις αυτές με διαφορετικό πνεύμα απ’ ό,τι αυτοί (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 81, και απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 47).

157    Η συλλογιστική επί της οποίας στηρίζεται η νομική αυτή αρχή είναι ότι η επιχείρηση, έχοντας συμμετάσχει στην εν λόγω συνάντηση χωρίς να αποστασιοποιηθεί δημοσίως από τα συζητηθέντα, άφησε τους λοιπούς συμμετέχοντες στη συνάντηση να εννοήσουν ότι επιδοκίμαζε το αποτέλεσμά της και θα συμμορφωνόταν προς αυτό (αποφάσεις Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 82, και Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, σκέψη 156 ανωτέρω, σκέψη 48).

158    Εντούτοις, η προσφεύγουσα, η οποία συμμετείχε σε τακτική βάση στις τεχνικές συναντήσεις, δεν υποστηρίζει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από το περιεχόμενο των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συναντήσεων.

159    Πέμπτον, πρέπει να τονιστεί ότι οι διευκρινίσεις που έδωσε η προσφεύγουσα αφορούν, σε κάθε περίπτωση, μια συγκεκριμένη τεχνική συνάντηση. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να αποτελέσουν πειστική εξήγηση όσον αφορά το σύνολο των αποδείξεων που συγκέντρωσε η Επιτροπή βάσει των οποίων μπόρεσε να διαπιστώσει την ύπαρξη σύνθετης, ενιαίας, και διαρκούς παραβάσεως.

160    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη, περιλαμβανομένης της προσφεύγουσας, διέπραξαν παράβαση συνιστάμενη, μεταξύ άλλων, «σε συμφωνίες ή σε εναρμονισμένες πρακτικές σε σχέση προς τον καθορισμό των τιμών και στην ανταλλαγή και αποκάλυψη εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών».

161    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν παρέβη, ως προς το σημείο αυτό, το άρθρο 81 ΕΚ.

162    Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ως προς την εφαρμογή των συμφωνιών περί καθορισμού των τιμών

163    Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, διαπιστώνοντας ότι η παράβαση είχε τελεσθεί, παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η αποστολή επιστολών με τις οποίες ανακοινώνονταν αυξήσεις των τιμών συνιστούσε υλοποίηση της κύριας πτυχής της παραβάσεως.

164    Προεισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο σημείο 4.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Βασικές αρχές και λειτουργία της συμπράξεως», η Επιτροπή έκρινε τα εξής:

«[…]

(113) Το αποτέλεσμα των τεχνικών συναντήσεων υλοποιείτο κατά κανόνα διά της ανακοινώσεως των αυξήσεων των τιμών στους πελάτες ή διά της ακυρώσεως των υφιστάμενων τύπων τιμολογήσεως. Οι σποραδικές περιπτώσεις αθετήσεως των συμπεφωνημένων ή μη εφαρμογής τους συζητούνταν στις επόμενες συναντήσεις (βλ., π.χ., τις αιτιολογικές σκέψεις 149 και 157). Κατά κανόνα, μία από τις εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις ελάμβανε την πρωτοβουλία και άρχιζε να αυξάνει τις τιμές της. Κατά κανόνα, επρόκειτο για τη Sasol, ωστόσο ενίοτε αυτή ζητούσε από κάποιον άλλον συμμετέχοντα να αρχίσει. Λίγο μετά από την ανακοίνωση στην πελατεία, από μια επιχείρηση, της προθέσεώς της να αυξήσει τις τιμές, οι λοιποί προμηθευτές ακολουθούσαν και ανακοίνωναν επίσης αυξήσεις των τιμών. Τα πρόσωπα που εκπροσωπούσαν τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων ενημέρωναν τους λοιπούς για τις ενέργειες που έπρεπε να αναληφθούν προκειμένου να εφαρμοστούν τα αποτελέσματα των τεχνικών συναντήσεων. Οι πληροφορίες αυτές διαβιβάζονταν προφορικώς ή διά της αποστολής αντιγράφου των ανακοινώσεων περί αυξήσεως των τιμών ή της ακυρώσεως των οικείων τιμών σε μία ή στο σύνολο των λοιπών επιχειρήσεων [που συμμετείχαν]. Πράγματι, η Επιτροπή ανακάλυψε ότι υπήρχε ανταλλαγή τέτοιων ανακοινώσεων μεταξύ των μερών. Εντοπίσθηκε δείγμα περίπου 150 εγγράφων αυτού του τύπου που είχαν ανταλλαγεί κατά τις έξι εβδομάδες μετά από τις τεχνικές συναντήσεις. Επίσης, υπήρξε δήλωση ότι, βάσει συμφωνίας, οι εκπροσωπούμενες επιχειρήσεις δεν έπρεπε να επωφεληθούν από την εφαρμογή της συμφωνηθείσας αυξήσεως των τιμών προκειμένου να αυξήσουν το δικό τους μερίδιο στην αγορά. Η δήλωση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από τις απαντήσεις που δόθηκαν στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.»

165    Εν συνεχεία, στο σημείο 5.1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό τον τίτλο «Εφαρμογή», η Επιτροπή έλαβε υπόψη της μεταξύ άλλων τα εξής:

«[…]

(299) Έστω και αν η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδεικνύει την εφαρμογή συμφωνίας που αντιβαίνει στους κανόνες του ανταγωνισμού, είναι δυνατό να αποδειχθεί η εφαρμογή αυτή εν προκειμένω. Η ανταλλαγή τιμοκαταλόγων καθώς και προφορικών πληροφοριών σχετικά με την τιμολόγηση (βλ. αιτιολογική σκέψη 248) εξυπηρετούσε επίσης τον έλεγχο της εφαρμογής της συμφωνίας. Ενημερώνοντας όλα τα λοιπά μέλη της συμπράξεως για μελλοντικές τιμολογιακές αυξήσεις ή για ακυρώσεις τιμών, τα μέλη της συμπράξεως ήσαν σε θέση να ελέγχουν εάν μια επιχείρηση τηρούσε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων. Επιπλέον, η εφαρμογή εξεταζόταν ενίοτε στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων, π.χ. στο πλαίσιο των συναντήσεων που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 147 και 149. Το γεγονός ότι τα μέλη της συμπράξεως διατηρούσαν επίσης σχέσεις μεταξύ τους ως προμηθευτές, το οποίο θα μπορούσε κατ’ αρχήν να εξηγήσει ορισμένες περιπτώσεις επικοινωνίας μεταξύ τους, ουδόλως μεταβάλλει την εκτίμηση αυτή. Το ερώτημα δεν είναι εάν κάποιου είδους επικοινωνία θα ελάμβανε ούτω ή άλλως χώρα κατόπιν αυτών των διμερών διασταυρούμενων παραδόσεων, αλλά εάν αυτή η επικοινωνία βοήθησε ή όχι, κατ’ αντικειμενική εκτίμηση, να διασφαλιστεί ο έλεγχος της εφαρμογής της παραβάσεως.»

166    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει των δηλώσεων των επιχειρήσεων, η αποστολή τιμοκαταλόγων στους λοιπούς συμμετέχοντες δεν ήταν συστηματική και, ως εκ τούτου, δεν αποτελούσε μέσο υλοποιήσεως της κύριας πτυχής της παραβάσεως. Κατά την άποψή της, εάν οι τεχνικές συναντήσεις είχαν ως σκοπό τον από κοινού καθορισμό νέων τιμών, θα έπρεπε, προκειμένου να παρασχεθεί στους συμμετέχοντες η δυνατότητα να ελέγχουν την τήρηση της συμφωνίας από όλους, έκαστος των συμμετεχόντων να διαβιβάζει τις νέες τιμές του σε όλους τους λοιπούς ή, τουλάχιστον, σε κάποιον εξ αυτών επιφορτισμένο με τον εν λόγω έλεγχο, πράγμα το οποίο δεν συνέβαινε.

167    Εν πάση περιπτώσει, κατά την προσφεύγουσα η πρακτική της ανταλλαγής τιμοκαταλόγων δεν μπορεί να προσαφθεί στην Total France. Κατ’ αρχάς, όπως αναγνωρίζει η Shell, η Total France δεν απέστελλε συχνά επιστολές περί αυξήσεως των τιμών στους πελάτες της και, συνήθως, ανακοίνωνε τις αυξήσεις των τιμών της προφορικά, στο πλαίσιο επισκέψεως των πελατών, χωρίς να επικοινωνεί με τους ανταγωνιστές. Εξάλλου, επί των 123 εγγράφων που παραθέτει η Επιτροπή, μόνον εννέα αποδίδονται στην Total France, η δε πλειονότητα εξ αυτών συνίστατο σε ανταλλαγές επιστολών που αφορούσαν ερωτήσεις για τις τιμές ή προσφορές τιμών ενόψει ενδεχόμενης αγοράς.

168    Πρέπει να τονιστεί ότι αυτά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας αφορούν τις ανταλλαγές τιμοκαταλόγων μεταξύ των συμμετεχόντων στη σύμπραξη.

169    Ωστόσο, οι ανταλλαγές αυτές δεν αποτελούσαν κατά κυριολεξία υλοποίηση της υπό εξέταση παραβάσεως, δεδομένου ότι αυτή συνίστατο στην εφαρμογή, έναντι των πελατών, του επιπέδου των τιμών, της διατηρήσεως των τιμών ή της αυξήσεως των τιμών που συζητούνταν ή καθορίζονταν στο πλαίσιο των συναντήσεων. Πράγματι, η Επιτροπή έκρινε, με την αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[τ]ο αποτέλεσμα των τεχνικών συναντήσεων υλοποιείτο κατά κανόνα διά της ανακοινώσεως των αυξήσεων των τιμών στους πελάτες ή διά της ακυρώσεως των υφιστάμενων τύπων τιμολογήσεως». Οι ανταλλαγές τιμοκαταλόγων και οι προφορικές συζητήσεις κατόπιν των συναντήσεων αφορούν τον μηχανισμό ελέγχου της υλοποιήσεως της παραβάσεως από τους συμμετέχοντες.

170    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, βάσει του οποίου μόνον εννέα τιμοκατάλογοι , που αντηλλάγησαν μεταξύ ανταγωνιστών επί του δείγματος των 123 εγγράφων που συνέλεξε η Επιτροπή μπορούν να της αποδοθούν, στερείται σημασίας. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα παραδέχεται ότι δεν απέστελλε συχνά τιμοκαταλόγους , προκειμένου να γνωστοποιήσει τις αυξήσεις των τιμών στους πελάτες, αλλά συνήθως προέβαινε σε αναγγελία των αυξήσεων των τιμών προφορικώς στο πλαίσιο των επισκέψεων των πελατών. Ως εκ τούτου, η ίδια η προσφεύγουσα, αφενός, παραδέχεται ότι προέβαινε τακτικά σε αύξηση των τιμών της και, αφετέρου, εξηγεί τον λόγο για τον οποίον δεν ήταν σε θέση να αποστέλλει παρά μόνον ελάχιστα αντίγραφα των τιμοκαταλόγων στους ανταγωνιστές: στην περίπτωση κατά την οποία οι αυξήσεις των τιμών ανακοινώνονταν προφορικώς στους πελάτες, δεν ήταν δυνατή η αποστολή στους ανταγωνιστές αντιγράφου του τιμοκαταλόγου, δεδομένου ότι κανένας τιμοκατάλογος δεν αποστελλόταν σε αυτούς τους τελευταίους.

171    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι η άποψη της προσφεύγουσας ότι δεν υπήρξε υλοποίηση της παραβάσεως εν προκειμένω αναιρείται από τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

172    Πράγματι, η Shell δήλωσε ρητώς, με την από 18 Μαρτίου 2005 δήλωσή της, ότι, μετά από τις τεχνικές συναντήσεις, ο εκπρόσωπός της ελάμβανε συνήθως κάποιον τιμοκατάλογο, που ανακοίνωνε την αύξηση των τιμών από κάποιον ανταγωνιστή. Αυτοί οι τιμοκατάλογοι , αποτελούσαν κανονικές ανακοινώσεις περί των νέων τιμών που οι παραγωγοί κηρών παραφίνης απέστελλαν στους πελάτες και τους λοιπούς παραγωγούς, οι οποίοι συχνά αγοράζουν και κηρούς παραφίνης ο ένας από τον άλλον στο πλαίσιο διασταυρούμενων προμηθειών. Βάσει των στοιχείων της Shell, άπαξ ο πρώτος παραγωγός είχε με τον τρόπο αυτόν δηλώσει την πρόθεσή του να προβεί σε αύξηση των τιμών, οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη προέβαιναν και αυτοί σε αυξήσεις, συμφώνως προς τις συζητήσεις που είχαν διεξαχθεί στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων.

173    Με την από 14 Ιουνίου 2006 δήλωσή της, η Shell επισήμανε επίσης ότι, οσάκις απέστελλε τιμοκατάλογο με τον οποίον ανήγγειλε αυξήσεις τιμών, το έγγραφο αυτό περιείχε τη συμφωνηθείσα τιμή στο πλαίσιο της προηγηθείσας τεχνικής συναντήσεως. Διευκρίνισε επίσης ότι παραλάμβανε σε τακτική βάση τέτοια έγγραφα από τη Sasol, την H&R και την ExxonMobil, έστω και αν ουδέποτε είχε αγοράσει κηρούς παραφίνης από αυτήν την τελευταία. Μολονότι η Total δεν απέστελλε συχνά τέτοια έγγραφα στους πελάτες της, ωστόσο η Shell είχε λάβει ένα ή δύο από την Total. Περαιτέρω, βάσει της δηλώσεως της Shell, προκειμένου να διασφαλιστεί η ορθή εφαρμογή των αυξήσεων των τιμών που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων, ο εκπρόσωπός της καλούσε τηλεφωνικώς τους εκπροσώπους της Sasol, της H&R, της Total και της ExxonMobil προτού αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις της τιμής με τους πελάτες.

174    Αυτός ο μηχανισμός εφαρμογής της συμπράξεως επιβεβαιώνεται από την από 12 Αυγούστου 2005 δήλωση της Sasol, που παραθέτει επίσης αναλυτικά παραδείγματα για τις συγκεκριμένες τεχνικές συναντήσεις.

175    Τρίτον, η προσφεύγουσα αντιτάσσει στην Επιτροπή ότι δεν υφίσταται σχέση μεταξύ των πληροφοριών που είναι διαθέσιμες σχετικά με τις τεχνικές συναντήσεις και των τιμοκαταλόγων που μνημονεύει η Επιτροπή.

176    Πρώτον, από διάφορες δηλώσεις που παρατίθενται ανωτέρω συνάγεται ότι εν γένει οι συμφωνηθείσες αυξήσεις των τιμών στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων δεν μπορούσαν να εφαρμοστούν πλήρως έναντι των πελατών. Η Shell δήλωσε ότι περίπου τα δύο τρίτα των συμφωνηθεισών αυξήσεων μπορούσαν να εφαρμοστούν. Πέραν τούτου, από διάφορα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι συχνά οι συμμετέχοντες αδυνατούσαν πλήρως να εφαρμόσουν τη συμφωνηθείσα αύξηση.

177    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 47 ανωτέρω νομολογία, τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν συμπράξεις είναι συνήθως αποσπασματικά και διάσπαρτα. Έτσι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν διέθετε αναλυτικά αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το περιεχόμενο των συζητήσεων που διεξάγονταν στο πλαίσιο εκάστης τεχνικής συναντήσεως και ότι δεν είχε στην κατοχή της παρά μικρό μόνο μέρος των τιμοκαταλόγων, που είχαν αποστείλει οι συμμετέχοντες στους πελάτες, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει κανένα πειστικό επιχείρημα από την αδυναμία της Επιτροπής να συσχετίσει επακριβώς τις συζητήσεις που είχαν διεξαχθεί στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων με τις αναγραφόμενες στους εν λόγω τιμοκαταλόγους τιμές, κατά μείζονα λόγο αφού οι τιμές των διαφόρων προϊόντων κηρών παραφίνης διέφεραν σε μεγάλο βαθμό και αφού οι πελάτες επιχειρούσαν, όπως ήταν εύλογο, να αντισταθούν στις αυξήσεις.

178    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

179    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαβίβαση των τιμοκαταλόγων με τις αυξήσεις των τιμών στους ανταγωνιστές δικαιολογείτο από τη σχέση πελάτη-προμηθευτή μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη σύμπραξη.

180    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η υλοποίηση της κύριας πτυχής της παραβάσεως συνίστατο στην ανακοίνωση των αυξήσεων των τιμών στους πελάτες ή στην ακύρωση των υφιστάμενων τιμολογιακών τύπων και όχι στην αποστολή τιμοκαταλόγων στους ανταγωνιστές, που αποτελούσε μάλλον μέσο ελέγχου της εν λόγω υλοποιήσεως. Εν πάση περιπτώσει, η Shell δήλωσε ότι είχε λάβει τιμοκαταλόγους από ανταγωνιστή τον οποίον δεν προμήθευε (βλ. σκέψη 173 ανωτέρω). Για τον λόγο αυτόν, τόσο η Shell όσο και η Sasol επιβεβαίωσαν ότι η αποστολή τιμοκαταλόγων αποτελούσε μέρος του μηχανισμού της υλοποιήσεως της κύριας πτυχής της παραβάσεως.

181    Επομένως, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

182    Πέμπτον, προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι δεν συμμετείχε στην υλοποίηση της παραβάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει της δηλώσεως της Shell, τη μόνη φορά που η Sasol επιχείρησε να την πείσει να κυκλοφορήσει πρώτη έγγραφο με αυξήσεις τιμών, εκείνη άδραξε την ευκαιρία προκειμένου να ενισχύσει την ανταγωνιστική θέση της αποστέλλοντας ένα χαλκευμένο έγγραφο με αυξήσεις τιμών στους ανταγωνιστές της και όχι στους πελάτες της.

183    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι πράγματι από τη δήλωση της Shell συνάγεται ότι, όταν η Sasol ζήτησε από την προσφεύγουσα να αποστείλει πρώτη αυτή τιμοκατάλογο με τις αυξήσεις των τιμών στους πελάτες, η προσφεύγουσα δεν το έπραξε, αλλά απέστειλε στους ανταγωνιστές το «αντίγραφο» ενός χαλκευμένου εγγράφου με αυξήσεις τιμών. Συνεπώς, τούτο αποδεικνύει μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν ικανοποίησε το αίτημα της Sasol να είναι η πρώτη που θα κυκλοφορήσει τιμοκατάλογο με τις αυξήσεις των τιμών.

184    Ωστόσο, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε η σύμπραξη ουδόλως μεταβάλλει την ίδια την ύπαρξή της (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑141/94, Thyssen Stahl κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑347, σκέψεις 233, 255, 256 και 341). Έστω και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται το γεγονός ότι ορισμένοι συμμετέχοντες στη σύμπραξη κατόρθωσαν να παραπλανήσουν ορισμένους άλλους συμμετέχοντες διαβιβάζοντας ανακριβείς πληροφορίες και χρησιμοποιώντας τη σύμπραξη προς όφελός τους, παραλείποντας να την εφαρμόσουν, η διαπραχθείσα παράβαση δεν αίρεται από το γεγονός αυτό και μόνον (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑52/03, Knauf Gips κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 201· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 74).

185    Επομένως, το επιχείρημα που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

186    Έκτον, πρέπει να τονιστεί ότι, όπως ορθώς παρατήρησε η Επιτροπή, η υλοποίηση μιας ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως πρέπει να εκτιμάται στο σύνολό της.

187    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι, στην περίπτωση κατά την οποία οι ανταγωνιστές συμμετείχαν σε συναντήσεις κατά τις οποίες ανταλλάσσονταν πληροφορίες, μεταξύ άλλων, σχετικά με τις τιμές που επιθυμούσαν να εφαρμοστούν στην αγορά, μια επιχείρηση, διά της συμμετοχής της σε συνάντηση επιδιώκουσα σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, όχι μόνον επιδίωξε να άρει προληπτικά την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών της, αλλά και πρέπει ασφαλώς να έλαβε υπόψη της, άμεσα ή έμμεσα, τις πληροφορίες που συνέλεξε κατά τις συναντήσεις αυτές, για να καθορίσει την πολιτική που θα ακολουθούσε στην αγορά (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑1/89, Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑867, σκέψεις 122 και 123, και Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 184 ανωτέρω, σκέψη 276).

188    Ακολούθως, κατά τη νομολογία, πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου, η οποία βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι όσες επιχειρήσεις συμμετείχαν στη συνεννόηση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά, λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντήλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση λαμβάνει χώρα σε τακτά διαστήματα επί μακρό χρονικό διάστημα (απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 162).

189    Πάντως, εν προκειμένω, οι συνεννοήσεις σχετικά με τις τιμές ήσαν τακτικές και συχνές και εξακολούθησαν επί μακρό χρονικό διάστημα, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της πληροφορίες για 50 και πλέον συναντήσεις μεταξύ 1992 και 2005. Ομοίως, η Επιτροπή προσκόμισε 343 τιμοκαταλόγους της προσφεύγουσας με τους οποίους γνωστοποιούσε αυξήσεις τιμών στους πελάτες. Από τις δηλώσεις της Shell και της Sasol συνάγεται επίσης ότι η Total συμμετείχε στην υλοποίηση των προαναφερθεισών πρακτικών.

190    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι ορθώς η Επιτροπή διαπίστωσε την υλοποίηση της παραβάσεως και τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε αυτήν.

191    Ενόψει των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους που αφορά την κατανομή των γεωγραφικών αγορών και της πελατείας

192    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι συμμετείχε στη δεύτερη πτυχή της παραβάσεως. Ως εκ τούτου, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ.

193    Συναφώς, η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα εξής:

«[…]

(108) Όσον αφορά τις συζητήσεις σχετικά με τις κατανομές των αγορών και της πελατείας, “υπήρχε γενική συμφωνία μεταξύ των παραγωγών κηρού που συμμετείχαν όσον αφορά τους κύριους πελάτες των λοιπών επιχειρηματιών στην αντίστοιχη εγχωρία αγορά” για την παραφίνη, οι δε επιχειρήσεις “επιδίωκαν να προστατεύσουν την εγχώρια αγορά τους δημιουργώντας μεταξύ τους ατμόσφαιρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης και καλής θελήσεως”.

[…]

5.3.2.3. Καταμερισμός πελατών και/ή κατανομή αγορών

(243) Από τα αποδεικτικά στοιχεία που περιγράφονται στις αιτιολογικές σκέψεις 98, 108, 137, [τεχνική συνάντηση της 7ης και της 8ης Σεπτεμβρίου 1995] 145 [τεχνική συνάντηση της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου1997], (147), [τεχνική συνάντηση της 5ης και της 6ης Μαΐου 1998], (168) [τεχνική συνάντηση της 18ης Δεκεμβρίου 2002] και 170 [τεχνική συνάντηση της 16ης και της 17ης Απριλίου 2003] συνάγεται ότι οι ExxonMobil, MOL, Repsol, Sasol, Dea (εν συνεχεία Shell) και Total κατένειμαν τους πελάτες και/ή τους όγκους που θα πωλούσαν σε ορισμένους πελάτες (“καταμερισμός πελατών”) και/ή ορισμένες γεωγραφικές ζώνες ως “εγχώριες αγορές” (“κατανομή αγορών”).

(244) Οι ExxonMobil, Sasol και Shell ομολόγησαν την ύπαρξη πρακτικών κατανομής πελατών και/ή κατανομής αγορών. Με τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων επιβεβαίωσαν εκ νέου ή, τουλάχιστον, δεν αρνήθηκαν την ύπαρξη αυτών των πρακτικών.»

 Επί της κατανομής των γεωγραφικών αγορών

194    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι αποδείξεις επί των οποίων η Επιτροπή στήριξε τις παραδοχές της που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 108 της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ασαφείς.

195    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι από την από 16 Δεκεμβρίου 2006 απάντηση της Sasol σε αίτημα της Επιτροπής περί παροχής πληροφοριών συνάγεται κατά τρόπο απολύτως σαφή ότι οι συμμετέχοντες στις τεχνικές συναντήσεις επεδίωκαν να προστατεύσουν τις εγχώριες αγορές τους, δεδομένου ότι αναφέρει ότι οι «Total, BP France και Mobil» διεκδικούσαν το γαλλικό έδαφος, ενώ οι Γερμανοί παραγωγοί (Sasol, H&R και Shell) διεκδικούσαν το γερμανικό έδαφος ως αντίστοιχες εγχώριες αγορές τους. Περαιτέρω, η Sasol ανέφερε στην εν λόγω απάντηση ότι, οσάκις η Repsol επισήμανε ότι είχε πλεονάζοντες όγκους στην παραγωγή της, ο εκπρόσωπος της Total ενίστατο στη δυνατότητα της Repsol να προβεί σε πώλησή τους στη Γαλλία. Περαιτέρω, η Sasol περιέγραψε ένα συμβάν που σημειώθηκε στο πλαίσιο της τεχνικής συναντήσεως της 20ής και 21ης Φεβρουαρίου 1997, όταν παρατήρησε ότι είχε απολέσει όγκο πωλήσεων της τάξεως των 6 000 τόνων το 1996 και υπέθεσε ότι οι Γάλλοι παραγωγοί είχαν διαθέσει κρυφίως τους όγκους αυτούς στους Γερμανούς πελάτες παρά τις συμφωνίες περί σεβασμού των εγχώριων αγορών. Ως αντίδραση, η Sasol είχε αποφασίσει να ανακτήσει αυτές τις θέσεις στην αγορά αγνοώντας τις τιμές που είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων.

196    Περαιτέρω, η από 14 Ιουνίου 2006 δήλωση της Shell διευκρινίζει ότι υφίστατο σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των συμμετεχόντων δυνάμει της οποίας οι πελάτες που βρίσκονταν σε περίμετρο 50 έως 100 km πέριξ των εγκαταστάσεων παραγωγής εκάστου συμμετέχοντος ανήκαν σε αυτόν. Δυνάμει της συμφωνίας αυτής, παραγωγός κηρίων εγκατεστημένος στο Αμβούργο (Γερμανία) ανήκε στη Sasol και τη Shell. Εάν κάποιος άλλος συμμετέχων επιχειρούσε να πωλήσει κηρούς σε αυτόν τον παραγωγό, η Sasol και η Shell θα άρχιζαν να προμηθεύουν με κηρούς παραφίνης κάποιον μεγάλο πελάτη αυτού του άλλου συμμετέχοντος ως αντίποινα. Η Shell δήλωσε επίσης ότι ο εκπρόσωπός της στις τεχνικές συναντήσεις είχε πει στον εκπρόσωπο της Total ότι η Shell θα απείχε από την πώληση προϊόντων της στη Γαλλία και, ως εκ τούτου, ανέμενε ότι η Total δεν θα προέβαινε σε πωλήσεις στο Αμβούργο. Ακολούθως, η Shell παρέθεσε παραδείγματα πελατών που ήσαν αποκλειστικοί πελάτες ορισμένων συμμετεχόντων στη σύμπραξη, διευκρινίζοντας ότι οι παραγωγοί κηρών που ήσαν εγκατεστημένοι στη Γαλλία ήσαν οι αποκλειστικοί πελάτες της Total και της ExxonMobil και ότι τούτο ήταν σαφές για τον εκπρόσωπό της και τους λοιπούς συμμετέχοντες στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων. Περαιτέρω, η Shell δήλωσε ότι υφίστατο σιωπηρή συμφωνία μεταξύ της Sasol και της Total δυνάμει της οποίας αμφότερες δεσμεύονταν να μη διεισδύσουν στην εγχώρια αγορά της άλλης (της Γαλλίας για την Total και της Γερμανίας για τη Sasol), ήτοι να πωλούν μόνον περιορισμένες ποσότητες στο έδαφος που ανήκε αποκλειστικά στο άλλο μέρος, όπως συναγόταν από τις συζητήσεις μεταξύ των εκπροσώπων της Sasol και της Total που είχαν διεξαχθεί στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων. Βάσει της εν λόγω δηλώσεως, η H&R πώλησε εντούτοις κηρούς παραφίνης σε Γάλλους πελάτες. Εάν οι εν λόγω πωλήσεις υπερέβαιναν τους 1 000 τόνους κατ’ έτος, η Total διαμαρτυρόταν για τη συμπεριφορά της H&R στο πλαίσιο της επόμενης τεχνικής συναντήσεως, επισημαίνοντας σε όλους τους συμμετέχοντες ότι η Total δεν θα ανεχόταν σημαντικές εισαγωγές στη Γαλλία. Η Total αύξησε με τον φόρο αυτόν τις πωλήσεις της σε δύο παραδοσιακούς πελάτες της H&R ως αντίποινα. Τέλος, η Shell δήλωσε ότι ο σεβασμός των εγχώριων αγορών και των αποκλειστικών πελατών αποτελούσε μέρος ενός γενικού σχεδίου που είχε γίνει αποδεκτό από όλους τους συμμετέχοντες στις τεχνικές συναντήσεις. Όταν κάποιος συμμετέχων παρέβαινε τις συμφωνίες αυτές, ο παραγωγός ή οι παραγωγοί στους οποίους ανήκε η αγορά ή ο αποκλειστικός πελάτης διαμαρτύρονταν και έπειθαν, εν ανάγκη και μέσω αντιποίνων, τον παραβάτη συμμετέχοντα να παύσει τις πωλήσεις του, πωλώντας εν ανάγκη σε υπέρμετρα υψηλές τιμές στον πελάτη προκειμένου να μην αγοράζει πλέον τίποτα από αυτόν.

197    Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η Sasol και η Shell προσκόμισαν ακριβή και συγκλίνοντα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με την κατανομή των αγορών και των πελατών μεταξύ των συμμετεχόντων στη σύμπραξη, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα. Πρέπει να προστεθεί ότι οι εν λόγω δηλώσεις έγιναν στο πλαίσιο μαρτυρικών καταθέσεων προσώπων που συμμετείχαν στις τεχνικές συναντήσεις, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, και ότι οι δηλώσεις αυτές ενοχοποιούν εξίσου τις επιχειρήσεις επ’ ονόματι των οποίων έγιναν. Έτσι, κατά την έννοια της παρατιθέμενης στη σκέψη 66 ανωτέρω νομολογίας και εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι προαναφερθείσες δηλώσεις είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες.

198    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι οι δηλώσεις της Sasol και της Shell επιρρωννύονται επίσης από τα πρακτικά της συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol, τα οποία η Επιτροπή συσχέτισε προς την τεχνική συνάντηση της 17ης και της 18ης Δεκεμβρίου 2002 (αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

199    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έπρεπε να στηριχθεί στα πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol τα οποία συσχετίζει προς τη συνάντηση της 17ης και της 18ης Δεκεμβρίου 2002, δεδομένου ότι το εν λόγω σημείωμα δεν μνημόνευε το έτος.

200    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 81 ανωτέρω νομολογία, η απουσία ημερομηνίας ή υπογραφής από ένα έγγραφο ή το γεγονός ότι είναι κακογραμμένο δεν αφαιρεί από το έγγραφο αυτό κάθε αποδεικτική ισχύ, ιδίως όταν η προέλευσή του, η πιθανή χρονολογία του και το περιεχόμενό του μπορούν να καθοριστούν με αρκετή βεβαιότητα. Ωστόσο, η Επιτροπή διευκρίνισε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι το πιο πιθανό έτος ήταν το 2002, δεδομένου ότι ήταν το μόνο έτος κατά τη διάρκεια του οποίου έλαβε χώρα τεχνική συνάντηση στις 17 και 18 Δεκεμβρίου. Περαιτέρω, ανεξαρτήτως του έτους, τα εν λόγω πρακτικά αποτελούν ένδειξη σχετικά με την κατανομή αγορών ή πελατών, δεδομένου ότι περιλαμβάνουν την ακόλουθη μνεία: «η Repsol έχει προβλήματα (55 000 κατ’ έτος από τη δική της παραγωγή) —[ο εκπρόσωπος της Total] διαμαρτυρήθηκε αμέσως κατά των πρόσθετων/διαπραγματευόμενων όγκων— η Repsol φαίνεται πρόθυμη να το εξετάσει». Πράγματι, η πλέον πειστική ερμηνεία των πρακτικών αυτών είναι ότι η Repsol επιθυμούσε να πωλήσει το πλεόνασμα της παραγωγής της στη Γαλλία, στη χώρα δηλαδή που κείται εγγύτερον στις ευρισκόμενες στην Ισπανία εγκαταστάσεις της παραγωγής και ότι η Total επιθυμούσε να τονίσει ότι θεωρούσε ότι το έδαφος της εν λόγω χώρας της είχε κατανεμηθεί ανήκε σε αυτήν κατά αποκλειστικότητα.

201    Επιπλέον, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 40 νομολογία, οι ενδείξεις που επικαλείται η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ από μια επιχείρηση πρέπει να εκτιμώνται όχι μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους. Πάντως, το γενικό σχέδιο της κατανομής αγορών συνάγεται ήδη με σαφήνεια από τις δηλώσεις της Shell και της Sasol και όσα μνημονεύονται στα πρακτικά της Sasol εντάσσονται στον μηχανισμό που περιγράφεται στις εν λόγω δηλώσεις.

202    Κατά συνέπεια, εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, τα εν λόγω πρακτικά συναντήσεως «Blauer Salon» της Sasol αποτελούσαν αποδεικτικό έγγραφο σχετικά με την κατανομή αγορών ή πελατών.

203    Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ο κανόνας του σεβασμού των εγχώριων αγορών αναιρείται από το ενδοκοινοτικό εμπόριο, ιδίως αυτό μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας.

204    Συναφώς, πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι από τις παρατιθέμενες ανωτέρω δηλώσεις συνάγεται ότι η εγχώρια αγορά μιας επιχειρήσεως δεν αντιστοιχούσε κατ’ ανάγκην προς το έδαφος ενός συγκεκριμένου κράτους μέλους, αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, προς την περιοχή πέριξ των εγκαταστάσεων παραγωγής μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως.

205    Δεύτερον, από τις παρατιθέμενες στις σκέψεις 195 και 196 ανωτέρω δηλώσεις της Sasol και της Shell συνάγεται ότι δεν επρόκειτο για στεγανοποιημένη οριοθέτηση των αγορών ούτε για αποκλειστική προμήθεια ορισμένων πελατών με κηρούς παραφίνης, αλλά μάλλον για μια εν μέρει σιωπηρή συμφωνία να μην προμηθεύονται με σημαντικές ποσότητες οι περιοχές και οι πελάτες που θεωρούνταν ότι ανήκαν σε κάποιον άλλον παραγωγό κηρών παραφίνης.

206    Τρίτον, οι δηλώσεις αποκαλύπτουν σποραδικές αθετήσεις του κανόνα του σεβασμού των εγχώριων αγορών οι οποίες προκάλεσαν αντίποινα εκ μέρους της επιχειρήσεως της οποίας το έδαφος θιγόταν. Το στοιχείο αυτό μπορεί καθ’ εαυτό να εξηγήσει τις διακυμάνσεις στο ενδοκοινοτικό εμπόριο.

207    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

208    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας τα οποία αφορούν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την κατανομή αγορών.

 Επί της κατανομής της πελατείας

209    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι από τα αποδεικτικά έγγραφα που συγκέντρωσε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη συμφωνίας περί κατανομής της πελατείας, αλλά, το πολύ, κάποια ανταλλαγή πληροφοριών.

210    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι οι συγκεκριμένες, συγκλίνουσες και αξιόπιστες δηλώσεις της Sasol και της Shell αναφέρονται σε συμφωνίες και σε εναρμονισμένες πρακτικές όσον αφορά την κατανομή της πελατείας. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν χαρακτήρισε τη δεύτερη πτυχή της παραβάσεως ως συμφωνία, αλλά ως πτυχή μιας διαρκούς και σύνθετης παραβάσεως, στον βαθμό που αφορούσε συμφωνίες, εναρμονισμένες πρακτικές και ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών μεταξύ ανταγωνιστών. Έτσι, ακόμη και οι αποδείξεις και οι ενδείξεις σχετικά με μια τέτοια ανταλλαγή πληροφοριών είναι κρίσιμες από την άποψη της αποδείξεως της δεύτερης πτυχής της παραβάσεως.

211    Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παρέθεσε, σε σχέση προς την τεχνική συνάντηση της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 στο Αμβούργο, ένα σημείωμα της MOL που περιελάμβανε τα κάτωθι στοιχεία:

«Μίκτες (DEM 100 λιγότερο ακριβοί από τους παραγωγούς συνήθων κηρών)

Astor -> Schümann τρέχουσα τιμή DEM 1 000 αναχώρηση εργοστάσιο

[Astor] -> Total DEM 1 050 CPT

Paramelt -> Total DEM 1 100 CPT

Iberceras -> Total DEM 1 030».

212    Κατά την προσφεύγουσα, από το σημείωμα της MOL δεν μπορεί να συναχθεί ότι είχε συναφθεί συμφωνία κατανομής της πελατείας, δεδομένου ότι από την ανάγνωση του σημειώματος αυτού συναγόταν ότι υπήρξε μία και μόνη ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις τιμές που εφάρμοζαν οι διάφοροι παρεμβαίνοντες έναντι των πελατών τους.

213    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι τα σημειώματα της MOL είναι χειρόγραφα τα οποία συντάχθηκαν από τα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στις συναντήσεις, το δε περιεχόμενό τους είναι δομημένο και σχετικώς λεπτομερειακό. Ως εκ τούτου, η αποδεικτική τους ισχύ είναι ιδιαιτέρως αυξημένη.

214    Επιπλέον, κατά την παρατιθέμενη στη σκέψη 47 ανωτέρω νομολογία, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να προσκομίζει έγγραφα από τα οποία να συνάγονται με σαφήνεια τα διάφορα στοιχεία της διαπραχθείσας παραβάσεως. Τα αποσπασματικά και διάσπαρτα στοιχεία που διαθέτει ενδεχομένως η Επιτροπή μπορούν σε κάθε περίπτωση να συμπληρωθούν με τη συναγωγή συμπερασμάτων που καθιστούν δυνατή τη διαπίστωση των κρίσιμων περιστατικών. Ωστόσο, το σημείωμα της MOL συσχετίζει σαφώς τους πελάτες Astor, Paramelt και Iberceras με ορισμένες επιχειρήσεις που συμμετείχαν στη σύμπραξη, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η προσφεύγουσα.

215    Συνεπώς, είναι αληθοφανής η εξήγηση της Επιτροπής, βάσει της οποίας οι ενδείξεις αυτές συνηγορούν υπέρ της παραδοχής ότι συζητήσεις σχετικά με την κατανομή πελατών διεξήχθησαν στο πλαίσιο της τεχνικής συναντήσεως της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997, και, ως εκ τούτου, το σημείωμα αυτό αποτελεί μέρος του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων με τα οποία επιχειρείται να αποδειχθεί η ύπαρξη της δεύτερης πτυχής της παραβάσεως και η συμμετοχή της προσφεύγουσας σε αυτήν.

216    Όσον αφορά την αιτιολογική σκέψη 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή παραθέτει σε αυτήν, στη συνάφεια της τεχνικής συναντήσεως της 5ης και της 6ης Μαΐου 1998 στη Βουδαπέστη (Ουγγαρία), ένα σημείωμα της MOL που περιλαμβάνει τα κάτωθι στοιχεία:

«MOL- Eika max. 1 500 τό

Vollmar 2-3 m. τό

L&G η μεγαλύτερη

Vollmar - Schümann 3-3,5 m. τό

↑      MOL   2,0-3 m. τό

Ζήτηση 15 000 τό  Total

      Repsol».

217    Η Επιτροπή ερμήνευσε τις ενδείξεις αυτές ως εξής:

«Το σημείωμα καταδεικνύει σαφώς ότι συζητήθηκε η κατανομή της προμήθειας της Vollmar, ενός σημαντικού πελάτη. Το μερίδιο της Schümann και της MOL συμφωνήθηκε, ενώ οι Total και Repsol επέδειξαν επίσης, όπως φαίνεται, ενδιαφέρον.»

218    Κατά την προσφεύγουσα, ουδεμία κατανομή της προμήθειας της Vollmar συνάγεται από το σημείωμα αυτό. Συγκεκριμένα, το σημείωμα αυτό καθιστά σαφές ότι η συνολική ζήτηση από την Vollmar αντιπροσωπεύει τους 15 000 τόνους, ενώ το βάρος αναφέρεται ανά κατηγορία (3 000 έως 3 500 τόνους και 2 000 έως 3 000 τόνους), και, ως εκ τούτου, το άθροισμα των βαρών που αναφέρονται δεν ισούται προς 15 000 τόνους. Ωστόσο, εάν είχε συναφθεί κάποια συμφωνία περί κατανομής της προμήθειας, θα ήταν ακριβής όχι μόνον ως προς το αναλογούν σε κάθε προμηθευτή βάρος, αλλά η κατανομή θα κάλυπτε το σύνολο της προμήθειας του πελάτη αυτού. Συνεπώς, τα σημειώματα της MOL δεν αφορούσαν σχεδιαζόμενες παραδόσεις, αλλά αντιθέτως τις εκτιμώμενες παρ’ εκάστου των συμμετεχόντων παραδόσεις. Εν πάση περιπτώσει, ουδεμία ποσότητα αναγράφεται δίπλα στην Total France και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ως προς τη συμμετοχή της.

219    Πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και να επικυρωθεί η ερμηνεία της Επιτροπής. Πράγματι, το σημείωμα της MOL, το οποίο εξάλλου έχει ιδιαιτέρως αυξημένη αποδεικτική ισχύ, όπως διαπιστώνεται στη σκέψη 213 ανωτέρω, αναφέρει ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη συζήτησαν τη ζήτηση της Vollmar (15 000 τόνους) στο σύνολό της και κατένειμαν τις πωλήσεις μεταξύ της Schümann (3 000 έως 3 500 τόνοι) και της MOL (2 000 έως 3 000 τόνοι). Υπάρχει επίσης ένδειξη ότι οι Repsol και Total σχεδίαζαν να προβούν σε πωλήσεις προς τη Vollmar. Περαιτέρω, το πρώτο μέρος του σημειώματος αναφέρει ότι η MOL ανακοίνωσε στους λοιπούς συμμετέχοντες τις ποσότητες που πώλησε στην Eika, τη Vollmar και στη Langhammer και Gasda (L&G). Τέλος, οι δηλώσεις της Sasol και της Shell αναφέρονται σε συμφωνίες κατανομής πελατών οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, την κατανομή των ποσοτήτων που θα πωλούντο στη Vollmar.

220    Ως προς την τεχνική συνάντηση της 16ης και της 17ης Απριλίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή παρέθεσε χειρόγραφο σημείωμα της Total που περιλαμβάνει την ένδειξη «Vollmar 13 kt HOS 2003 30 kt 22 kt SX50». Η Επιτροπή ερμήνευσε το σημείωμα αυτό ως εξής:

«Τούτο καταδεικνύει ότι ο εφοδιασμός του πελάτη Vollmar συζητήθηκε και ότι συμφωνήθηκε να κατανεμηθεί η προμήθεια μεταξύ της Sasol (την εποχή εκείνη HOS) και της Shell (η οποία διένειμε παραφίνη υπό την εμπορική ονομασία SX50).»

221    Κατά την προσφεύγουσα, θα ήταν εντούτοις αδύνατο να βρεθεί σε αυτά τα σημειώματα μια τέτοια κατανομή του εφοδιασμού. Κατά την άποψή της, οι συναφείς αναφορές είναι «διάσπαρτες» επί του σημειώματος και δεν είναι δυνατό να συσχετιστούν μεταξύ τους με οποιονδήποτε τρόπο. Υποστηρίζει ότι η Επιτροπή τεχνητώς συσχέτισε την ένδειξη «Vollmar» προς ενδείξεις που αφορούν ποσότητες, παρά το γεγονός ότι οι ενδείξεις αυτές παρατίθεντο σαφώς σε διαφορετικές γραμμές του εγγράφου.

222    Δεδομένου ότι οι ανεξάρτητες μεταξύ τους δηλώσεις της Shell και της Sasol καταδεικνύουν, κατά τρόπο συγκλίνοντα, ότι συνήφθησαν συμφωνίες περί κατανομής των ποσοτήτων που θα πωλούντο σε πελάτες, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι η ερμηνεία στην οποία προέβη η Επιτροπή είναι ορθή και, ως εκ τούτου, απορρίπτει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

223    Επαλλήλως, πρέπει να τονιστεί ότι οι διευκρινίσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα, βάσει των οποίων δεν επρόκειτο για συμφωνία, αλλά μόνο για ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις ποσότητες που επρόκειτο να πωληθούν σε ορισμένους πελάτες, δεν μπορεί να κλονίσει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

224    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, ακόμη και όταν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία πιστοποιούν σαφώς παράνομες επαφές μεταξύ επιχειρηματιών, τα στοιχεία αυτά είναι συνήθως αποσπασματικά και διάσπαρτα, οπότε είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών επαγωγικώς. Επομένως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, αποδεικτικό στοιχείο περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ. σκέψη 79 ανωτέρω).

225    Ομοίως, ναι μεν εναπόκειται αναγκαστικά στην Επιτροπή να αποδείξει ότι συνήφθη παράνομη συμφωνία, πλην όμως θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται, επιπλέον, να αποδείξει τον ειδικό μηχανισμό μέσω του οποίου θα επιτυγχανόταν ο σκοπός αυτός. Πράγματι, θα ήταν ιδιαίτερα εύκολο για μια επιχείρηση ευθυνόμενη για παράβαση να αποφύγει κάθε κύρωση, αν μπορούσε να αντλήσει επιχείρημα από το ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργία μιας παράνομης συμφωνίας είναι ασαφείς, ενώ η ύπαρξη της συμφωνίας και ο θίγων τον ανταγωνισμό σκοπός της έχουν επαρκώς αποδειχθεί (βλ. σκέψη 41 ανωτέρω).

226    Οι διάφορες εκφάνσεις της υπό κρίση παραβάσεως πρέπει να εξετάζονται σε ένα συνολικό πλαίσιο το οποίο να εξηγεί τον λόγο υπάρξεώς τους. Πρόκειται για εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού στο πλαίσιο της οποίας η αποδεικτική ισχύς ορισμένων πραγματικών στοιχείων ενισχύεται ή αναιρείται από τα λοιπά υφιστάμενα πραγματικά περιστατικά τα οποία, από κοινού, μπορούν να αποδείξουν την ύπαρξη σύνθετης, ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως (αποφάσεις Knauf Gips κατά Επιτροπής, σκέψη 184 ανωτέρω, σκέψη 310, και BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 250).

227    Ωστόσο, εν προκειμένω, οι παραδοχές της Επιτροπής που αφορούν τη σχετιζόμενη με την κατανομή πελατών πτυχή της σύνθετης, ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως στηρίζονται τόσο στις συγκλίνουσες δηλώσεις των συμμετεχόντων στις οποίες αυτοί προέβησαν επίσης με δική τους ευθύνη (και, ως εκ τούτου, είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες) όσο και σε αποσπάσματα σημειωμάτων τα οποία συντάχθηκαν στο πλαίσιο τεχνικών συναντήσεων ή αμέσως μετά το πέρας αυτών.

228    Πράγματι, η προσφεύγουσα αδυνατεί να εξηγήσει για ποιον λόγο, εφόσον δεν υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία κατανομής πελατών, οι ExxonMobil, Shell και Sasol παραδέχθηκαν ανεξαρτήτως η μία της άλλης την ύπαρξη μιας τέτοιας κατανομής περιγράφοντάς την με λεπτομέρειες.

229    Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να στηριχθεί στις πληροφορίες που αφορούσαν τις επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων οι οποίες συμμετείχαν στη σύμπραξη, δεδομένου ότι περιόρισε την έρευνά της μόνο στις τεχνικές συναντήσεις.

230    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι εξετασθείσες ανωτέρω αποδείξεις αφορούν τις τεχνικές συναντήσεις.

231    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να συναχθεί ότι η διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με τις πρακτικές που αποσκοπούσαν στην κατανομή της πελατείας στηρίζεται σε ένα σύνολο επαρκών αποδεικτικών στοιχείων και, ως εκ τούτου, δεν συντρέχει παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ ως προς το σημείο αυτό.

232    Συνεπώς, το τρίτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τετάρτου σκέλους που αφορά την ανταγωνιστική συμπεριφορά της Total France

233    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη της την ανταγωνιστική συμπεριφορά της η οποία αποδεικνύεται από οικονομική μελέτη την οποία προσκόμισε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και από τις δηλώσεις των λοιπών συμμετεχόντων στη σύμπραξη.

234    Πρώτον, η προσφεύγουσα παραπέμπει σε μια οικονομική ανάλυση της τιμολογιακής της πολιτικής, ανά κράτος μέλος και ανά αντιπροσωπευτικό πελάτη, για τους κύριους τύπους κηρών παραφίνης που πωλούντο μεταξύ 2002 και 2005.

235    Αυτή η οικονομική μελέτη καταδεικνύει, κατά την άποψή της, την έλλειψη οποιασδήποτε σημαντικής σχέσεως μεταξύ της τιμολογιακής πολιτικής της Total France και των τεχνικών συναντήσεων, αφενός, και μεταξύ της εξελίξεως της τιμής των διαφόρων τύπων κηρών παραφίνης, αφετέρου. Αυτοί οι δύο παράγοντες επιβεβαιώνουν, κατ’ αυτήν, ότι δεν συμμετείχε σε οποιαδήποτε συμφωνία καθορισμού των τιμών. Ομοίως, εντεύθεν συνάγεται η έλλειψη σημαντικών επιπτώσεων της ανταλλαγής πληροφοριών επί των συνθηκών της αγοράς. Εντούτοις, η Επιτροπή δεν εξήγησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για ποιον λόγο δεν ελήφθη υπόψη αυτή η οικονομική μελέτη.

236    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να εξετάσει και να απορρίψει τέτοια επιχειρήματα. Κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις ανήγγελλαν όντως τις συμφωνηθείσες ανατιμήσεις και ότι οι αναγγελθείσες τιμές αποτελούσαν το σημείο αφετηρίας για τον καθορισμό των ατομικών τιμών συναλλαγής αρκεί αφ’ εαυτού για να διαπιστωθεί ότι η σύμπραξη ως προς τις τιμές είχε τόσο ως σκοπό όσο και ως αποτέλεσμα τον σοβαρό περιορισμό του ανταγωνισμού (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑308/94, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑925, σκέψη 194). Στην περίπτωση αυτή, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάσει λεπτομερώς την επιχειρηματολογία των εμπλεκομένων μερών με την οποία προσπαθούν να αποδείξουν ότι οι επίδικες συμφωνίες δεν είχαν ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών πέραν του μέτρου που θα είχε παρατηρηθεί υπό συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού και να απαντήσει συναφώς σε κάθε σημείο (απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 451).

237    Πάντως, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου και του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμον ότι οι συνιστώσες εν προκειμένω σύμπραξη πρακτικές αφορούσαν τον καθορισμό τιμών και ότι το αποτέλεσμα των συναντήσεων στο πλαίσιο των οποίων είχαν συζητηθεί ή καθοριστεί αυξήσεις τιμών υλοποιείτο συχνά μέσω ακυρώσεως των τιμών έναντι των πελατών και αναγγελιών ανατιμήσεων, καθώς και ότι οι αναγγελλόμενες με τον τρόπο αυτόν τιμές χρησιμοποιούνταν ως βάση για τον καθορισμό των τιμών στο πλαίσιο ατομικών συναλλαγών. Ομοίως, οσάκις, λόγω των συνθηκών της αγοράς, οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη συμφωνούσαν να διατηρηθεί το ύψος των τιμών, τούτο πρέπει επίσης να θεωρηθεί ως μέρος της υλοποιήσεως της υπό κρίση ενιαίας, σύνθετης και διαρκούς παραβάσεως.

238    Συνεπώς, η οικονομική ανάλυση που υπέβαλε η προσφεύγουσα στερείται σημασίας.

239    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να διαφαίνεται, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις επιταγές του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει της διατυπώσεως της πράξεως, αλλά και του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63).

240    Συνεπώς, δεδομένου ότι η οικονομική μελέτη που υπέβαλε η προσφεύγουσα στερείτο σημασίας (βλ. τις σκέψεις 236 έως 238 ανωτέρω), η Επιτροπή δεν υποχρεούτο να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν έλαβε υπόψη της την εν λόγω μελέτη στην προσβαλλόμενη απόφαση.

241    Τρίτον, κατά την προσφεύγουσα, η ανταγωνιστική συμπεριφορά της αναγνωρίστηκε από τους ανταγωνιστές της στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας. Κατά την άποψή της, από τα έγγραφα που αφορούν τις τεχνικές συναντήσεις και από τις δηλώσεις των λοιπών εμπλεκομένων μερών συνάγεται ότι η Total France ανέπτυξε μια πολιτική που εμπόδιζε τις συμφωνίες οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως να παράγουν τα αποτελέσματά τους. Οι δηλώσεις αυτές καταδεικνύουν ότι, κατ’ επανάληψιν, οι ανταγωνιστές της Total France απώλεσαν πελατεία ή υποχρεώθηκαν να μειώσουν τις τιμές τους λόγω της συμπεριφοράς της.

242    Κατά τη νομολογία, πρέπει να εξακριβώνεται αν τα γεγονότα που προβάλλει ο ασκήσας την προσφυγή διάδικος μπορούν να στοιχειοθετήσουν ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου που προσχώρησε στις παράνομες συμφωνίες, δεν τις εφάρμοσε στην πράξη, υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑224/00, Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2597, σκέψη 268, και Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 625).

243    Περαιτέρω, το γεγονός ότι μια επιχείρηση, της οποίας η συμμετοχή έχει αποδειχθεί με τους ανταγωνιστές της σε συμφωνία περί των τιμών, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της δεν συνιστά κατ’ ανάγκην στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, κατά την επιμέτρηση του προστίμου που πρέπει να επιβληθεί. Συγκεκριμένα, μια επιχείρηση η οποία, παρά τη συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, ακολουθεί, κατά το μάλλον ή ήττον, ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά ενδέχεται απλώς να επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου, Cascades κατά Επιτροπής, σκέψη 236 ανωτέρω, σκέψη 230, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψη 269).

244    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψη 183 ανωτέρω) ότι από τη δήλωση της Shell συνάγεται ότι, όταν η Sasol της ζήτησε να είναι η πρώτη που θα αποστείλει στους πελάτες τιμοκατάλογο με τις αυξήσεις των τιμών, η προσφεύγουσα δεν το έπραξε, αλλά απέστειλε στους ανταγωνιστές το «αντίγραφο» ενός χαλκευμένου τιμοκατάλογου με τις αυξήσεις των τιμών. Τούτο καταδεικνύει απλώς ότι η προσφεύγουσα δεν ικανοποίησε το αίτημα της Sasol να είναι η πρώτη που θα κυκλοφορήσει τιμοκατάλογο με τις αυξήσεις των τιμών. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι δεν έλαβε υπόψη της το αποτέλεσμα της εν λόγω συναντήσεως στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που διεξήγαγε εν συνεχεία με τους πελάτες της.

245    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι δηλώσεις των ανταγωνιστών αποδεικνύουν ότι, κατ’ επανάληψιν, αυτοί οι τελευταίοι απώλεσαν πελάτες ή υποχρεώθηκαν να μειώσουν τις τιμές τους λόγω της συμπεριφοράς της.

246    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα επικαλείται τις από 14 Νοεμβρίου 2005, από 14 Ιουνίου 2006 και από 24 Ιουνίου 2005 προφορικές δηλώσεις της Shell, καθώς και την από 18 Δεκεμβρίου 2006 απάντηση της Sasol σε αίτημα της Επιτροπής περί παροχής πληροφοριών. Πράγματι, τα έγγραφα αυτά δεν αφορούν τη συμπεριφορά της προσφεύγουσας, ακόμη δε λιγότερο την ανταγωνιστική συμπεριφορά της, αλλά περιέχουν εκατοντάδες σελίδες πληροφοριών σχετικά με τη λειτουργία της συμπράξεως εν γένει, χωρίς η προσφεύγουσα να διευκρινίζει, τουλάχιστον, τα κρίσιμα χωρία που στηρίζουν το επιχείρημά της.

247    Ωστόσο, κατά τη νομολογία, μολονότι το κύριο μέρος του δικογράφου της προσφυγής μπορεί να θεμελιωθεί και να συμπληρωθεί, όσον αφορά συγκεκριμένα σημεία, από αναφορές σε αποσπάσματα συνημμένων σε αυτό εγγράφων, μια γενική αναφορά σε άλλα έγγραφα, έστω και συνημμένα στο δικόγραφο της προσφυγής, δεν μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων νομικής επιχειρηματολογίας τα οποία πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Επιπλέον, το Γενικό Δικαστήριο δεν έχει υποχρέωση να ερευνά και να εξακριβώνει, στα συνημμένα στην προσφυγή έγγραφα, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να θεωρήσει ότι αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα συνημμένα αυτά έγγραφα επιτελούν απλώς λειτουργία αποδεικτικών και διευκρινιστικών στοιχείων (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑209/01, Honeywell κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5527, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο στον βαθμό που στηρίζεται στα προαναφερθέντα έγγραφα.

248    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να θεωρηθεί ότι από αυτές τις δηλώσεις δεν προκύπτει ανταγωνιστική συμπεριφορά της προσφεύγουσας, αλλά η συμμετοχή της στην υλοποίηση της συμπράξεως. Η δήλωση της Shell αποτελεί ένδειξη ακόμη και για το γεγονός ότι η προσφεύγουσα διαμαρτυρήθηκε όταν η εγχώρια αγορά της αποτέλεσε στόχο πωλήσεων από τους λοιπούς συμμετέχοντες.

249    Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα αναφέρεται σε χειρόγραφο σημείωμα της MOL το οποίο συντάχθηκε στο πλαίσιο της συναντήσεως της 30ής Σεπτεμβρίου 1994, καθώς και στην από 20 Δεκεμβρίου 2005 απάντηση της Sasol σε αίτημα της Επιτροπής περί παροχής πληροφοριών.

250    Το σημείωμα της MOL περιλαμβάνει την ακόλουθη ένδειξη:

      «Mobil - 2 000 τό στην αρχή του έτους

      Αύξηση τιμών η οποία εν μέρει εγκαταλείφθηκε λόγω της Total».

251    Πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή μνημονεύει το σημείωμα αυτό στην αιτιολογική σκέψη 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η ερμηνεία της Επιτροπής είναι η εξής:

«[Ο]ι επιχειρήσεις ανακοίνωσαν μεταξύ τους τις αυξήσεις των τιμών και έλαβαν υπόψη τους την κατάσταση των ανταγωνιστών όταν αποφάσιζαν τέτοιες αυξήσεις. Τούτο συνιστά συμπεριφορά ισοδύναμη προς συμφωνία περί μη τροποποιήσεως των τιμών ή συμπεριφορά η οποία μπορεί, τουλάχιστον, να θεωρηθεί ως εναρμονισμένη πρακτική.»

252    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την ερμηνεία αυτή. Ωστόσο, μια τέτοια συμπεριφορά της προσφεύγουσας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανταγωνιστική, δεδομένου ότι εν πάση περιπτώσει η προσφεύγουσα συμμετείχε σε συζήτηση αντιβαίνουσα στους κανόνες του ανταγωνισμού και σκοπούσα στον καθορισμό των εφαρμοστέων επιπέδων τιμών λαμβανομένης υπόψη της καταστάσεως της αγοράς και της εμπορικής καταστάσεως των συμμετεχόντων.

253    Όσον αφορά την από 20 Δεκεμβρίου 2005 απάντηση της Sasol σε αίτημα της Επιτροπής περί παροχής πληροφοριών, η προσφεύγουσα αναφέρεται στην ένδειξη που αφορά τη συνάντηση της 7ης και της 8ης Σεπτεμβρίου 1995. Κατά τη Sasol, η Total μείωσε τις τιμές της σε σχέση προς αυτές της Sasol έναντι ενός παραδοσιακού πελάτη αυτής. Κατά τη Sasol, τούτο συνιστά συγκεκριμένη ένδειξη ότι οι συμφωνίες που συνάπτονταν στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων συχνά δεν τηρούνταν.

254    Μολονότι είναι αληθές ότι από το χωρίο αυτό συνάγεται η μη τήρηση συμφωνίας κατανομής πελατών, εντούτοις η προσφεύγουσα απλώς απέδειξε με τον τρόπο αυτόν ένα μεμονωμένο συμβάν το οποίο δεν μπορεί να συνιστά απόδειξη του ανταγωνιστικού χαρακτήρα της συμπεριφοράς της σε σχέση προς την υπό κρίση σύνθετη, ενιαία και διαρκή παράβαση, έστω και αν εξεταστεί από κοινού με την υπομιμνησκόμενη στη σκέψη 244 ανωτέρω αθέτηση των συμπεφωνημένων. Πράγματι, οι σποραδικές και μεμονωμένες περιπτώσεις αθετήσεως των συμπεφωνημένων ή μη εφαρμογής της συμπράξεως από συγκεκριμένο συμμετέχοντα, ιδίως όταν αυτές αφορούν σύμπραξη που διαρκεί επί μακρόν, δεν μπορούν αυτές καθ’ εαυτές να αποδείξουν ότι δεν υλοποιήθηκε η σύμπραξη από τον συμμετέχοντα αυτόν ή ότι αυτός επέδειξε ανταγωνιστική συμπεριφορά (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Le Carbone Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 204).

255    Τρίτον, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. τις σκέψεις 187 και 188 ανωτέρω) ότι, κατά τη νομολογία, στην περίπτωση κατά την οποία οι ανταγωνιστές συμμετείχαν σε συναντήσεις στη διάρκεια των οποίων αντήλλασσαν πληροφορίες, μεταξύ άλλων, σχετικά με τις τιμές που επιθυμούσαν να πωλούν στην αγορά, μια επιχείρηση, διά της συμμετοχής της σε συνάντηση που έχει σκοπό αντιβαίνοντα στους κανόνες του ανταγωνισμού, όχι μόνον επιδίωξε να άρει προληπτικά την αβεβαιότητα σχετικά με τη μελλοντική συμπεριφορά των ανταγωνιστών της, αλλά και πρέπει ασφαλώς να έλαβε υπόψη, άμεσα ή έμμεσα, τις πληροφορίες που συνέλεξε κατά τις συναντήσεις αυτές, για να καθορίσει την πολιτική που θα ακολουθούσε στην αγορά. Συνεπώς, τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερόμενους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη σύμπραξη και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά αυτή. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν η συνεννόηση γίνεται σε τακτά διαστήματα και επί μακρά χρονική περίοδο.

256    Ωστόσο, εν προκειμένω, οι συνεννοήσεις που αφορούσαν τις τιμές ήσαν τακτικές και συχνές και εξακολούθησαν επί μακρόν, δεδομένου ότι η Επιτροπή έχει στη διάθεσή της στοιχεία για άνω των πενήντα συναντήσεων μεταξύ 1992 και 2005, ο δε εκπρόσωπος της προσφεύγουσας ήταν παρών στις περισσότερες εκ των συναντήσεων αυτών. Συνεπώς, η προσφεύγουσα είχε στην κατοχή της έναν τεράστιο όγκο πληροφοριών που είχαν ανταλλαγεί παρανόμως με τους ανταγωνιστές της και μπορούσε να χρησιμοποιήσει στο πλαίσιο του καθορισμού της εμπορικής συμπεριφοράς της. Αντιθέτως, η προσφεύγουσα μνημονεύει μία μόνον περίπτωση, αυτήν κατά την οποία προσέφερε τιμές χαμηλότερες από τις τιμές της Sasol, όταν επιχείρησε να διαθέσει κηρούς παραφίνης σε έναν παραδοσιακό πελάτη της Sasol, αθετώντας συμφωνία σχετικά με την κατανομή των πελατών. Ακόμη και στο πλαίσιο της τεχνικής συναντήσεως στο πλαίσιο της οποίας συζητήθηκε το συμβάν αυτό (συνάντηση της 7ης και της 8ης Σεπτεμβρίου 1995), ο S. E. της Total διαβίβασε στους λοιπούς συμμετέχοντες εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες και, ως εκ τούτου, από την εν λόγω μεμονωμένη περίπτωση δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Total επέδειξε ανταγωνιστική εμπορική συμπεριφορά.

257    Τέταρτον, πρέπει να τονιστεί ότι η ίδια η προσφεύγουσα δήλωσε, στο πλαίσιο της υλοποιήσεως του αποτελέσματος των τεχνικών συναντήσεων, ότι δεν απέστελλε συχνά επιστολές αυξήσεως των τιμών της στους πελάτες της, αλλά ότι συνήθως ανήγγελλε τις αυξήσεις των τιμών της προφορικώς στο πλαίσιο των επισκέψεων στους πελάτες της. Πέραν του γεγονότος ότι με τον τρόπο αυτόν συνομολογεί ότι προέβαινε τακτικά σε αύξηση των τιμών της, πράγμα το οποίο αποτελεί καθ’ εαυτό ένδειξη εφαρμογής τιμών που έχουν συμφωνηθεί ή συζητηθεί στο πλαίσιο τεχνικών συναντήσεων, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή επισύναψε στο υπόμνημά της αντικρούσεως 343 επιστολές αυξήσεως των τιμών που απέστειλε η Total στους πελάτες της. Επιπλέον η Επιτροπή προσκόμισε επίσης ορισμένες επιστολές αυξήσεως των τιμών τις οποίες η προσφεύγουσα είχε αποστείλει στους ανταγωνιστές στο πλαίσιο του μηχανισμού ελέγχου της εφαρμογής της συμπράξεως.

258    Πέμπτον, πρέπει να τονιστεί ότι η εν λόγω σύμπραξη συνοδευόταν από πολυάριθμους μηχανισμούς ελέγχου. Πέραν των ανταλλαγών τιμοκαταλόγων, οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις δήλωσαν ότι μπορούσαν να έρχονται σε επαφή απευθείας με τους πελάτες των ανταγωνιστών τους και, με τον τρόπον αυτόν, να αποκαλύπτουν τις αθετήσεις των συμπεφωνημένων. Λαμβανομένης υπόψη της μεγάλης χρονικής διάρκειας της συμπράξεως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι λοιποί συμμετέχοντες θα προσκαλούσαν την προσφεύγουσα επί δεκατρία έτη στις τεχνικές συναντήσεις εάν αυτή συστηματικά χρησιμοποιούσε τις πληροφορίες που συγκέντρωνε στο πλαίσιό τους προκειμένου να προσφέρει χαμηλότερες τιμές από αυτές των ανταγωνιστών της και, με τον τρόπο αυτόν, να αυξάνει τον όγκο των πωλήσεών της εις βάρος τους.

259    Λαμβανόμενων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από τις περιστάσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, ακόμη και αν εκτιμηθούν στο σύνολό τους, δεν μπορεί να συναχθεί ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου στο πλαίσιο της οποίας προσχώρησε στις συμφωνίες που στοιχειοθετούν παράβαση, απέστη στην πράξη από την εφαρμογή τους επιδεικνύοντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά.

260    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν παρέβη ούτε το άρθρο 81 ΕΚ ούτε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως.

261    Κατά συνέπεια, το τέταρτο σκέλος πρέπει επίσης να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

2.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς τη διαπίστωση σχετικά με την πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

 Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, όσον αφορά τη διαπίστωση ότι οι πρακτικές σχετικά με τους κηρούς παραφίνης, αφενός, και οι πρακτικές σχετικά με τους κηρούς ακατέργαστης παραφίνης, αφετέρου, στοιχειοθετούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση

262    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή επέβαλε κυρώσεις στην προσφεύγουσα για τη συμμετοχή της σε σύνθετη, ενιαία και διαρκή παράβαση, η δε παράβαση αυτή είχε χαρακτηριστεί σύνθετη, διότι συνίστατο σε συμφωνίες, σε εναρμονισμένες πρακτικές και σε ανταλλαγές ευαίσθητων πληροφοριών, ενιαία, διότι αφορούσε τόσο τους κηρούς παραφίνης όσο και τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, και διαρκής, διότι αποτελείτο από μακρά σειρά συναντήσεων που αντέβαιναν στους κανόνες του ανταγωνισμού.

263    Στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι οι σχετικές με τους κηρούς παραφίνης καθώς και με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης πρακτικές συνιστούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση, παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ.

264    Κατά τη νομολογία, παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ ενδέχεται να προκύπτει όχι μόνον από μεμονωμένη πράξη, αλλά και από σειρά πράξεων ή ακόμα και από αδιάλειπτη συμπεριφορά. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να αμφισβητηθεί για τον λόγο ότι ένα ή περισσότερα στοιχεία αυτής της σειράς πράξεων ή της διαρκούς αυτής συμπεριφοράς θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν, αφ’ εαυτών και χωριστά εξεταζόμενα, παράβαση της εν λόγω διατάξεως (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 33 ανωτέρω, σκέψη 81, και Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψη 258).

265    Η έννοια της ενιαίας παραβάσεως προϋποθέτει ένα σύνολο συμπεριφορών από διάφορα μέρη τα οποία επιδιώκουν έναν και τον αυτόν οικονομικό σκοπό που είναι αντίθετος προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (αποφάσεις Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, σκέψη 187 ανωτέρω, σκέψεις 125 και 126, και Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 44 ανωτέρω, σκέψη 3699). Το γεγονός ότι οι διάφορες ενέργειες των επιχειρήσεων εντάσσονται σε ένα «συνολικό σχέδιο», λόγω του ότι επιδιώκουν τον ίδιο σκοπό, ήτοι τη νόθευση του ανταγωνισμού στο εσωτερικό της κοινής αγοράς, έχει καθοριστική σημασία για τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας (βλ., συναφώς, απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 47 ανωτέρω, σκέψεις 258 και 260).

266    Συναφώς, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του ενιαίου χαρακτήρα της παραβάσεως και της υπάρξεως ενός συνολικού σχεδίου, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι εμπλέκονται, τουλάχιστον εν μέρει, οι ίδιες επιχειρήσεις και ότι έχουν επίγνωση της συμμετοχής τους στον κοινό σκοπό των παραβατικών συμπεριφορών (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 257, και της 28ης Απριλίου 2010, T‑446/05, Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1255, σκέψη 89).

267    Ως εκ τούτου, προκειμένου να χαρακτηριστούν διάφορες ενέργειες ως ενιαία και διαρκής παράβαση, πρέπει να επαληθεύεται αν εμφανίζουν μεταξύ τους δεσμό συμπληρωματικότητας υπό την έννοια ότι κάθε μία από αυτές σκοπεί στην αντιμετώπιση μιας ή περισσοτέρων συνεπειών της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού και συντείνουν, μέσω της αλληλεπιδράσεώς τους, στην επέλευση του συνόλου των αντιθέτων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων τα οποία επιδίωξαν όσοι ενήργησαν στο πλαίσιο ενός συνολικού σχεδίου επιδιώκοντος ενιαίο στόχο. Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη κάθε περίσταση ικανή να επιβεβαιώσει ή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη συμπληρωματικότητα αυτή, όπως το χρονικό διάστημα εφαρμογής, το περιεχόμενο (περιλαμβανομένων των χρησιμοποιηθεισών μεθόδων) και, συνακόλουθα, ο σκοπός των διαφόρων υπό εξέταση συμφωνιών (απόφαση Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, σκέψη 266 ανωτέρω, σκέψη 92· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψεις 179 έως 181).

268    Αντιθέτως, η έννοια του ενιαίου σκοπού δεν μπορεί να προσδιορίζεται με μια γενική αναφορά στη στρέβλωση του ανταγωνισμού στην αγορά την οποία αφορά η παράβαση, καθόσον ο επηρεασμός του ανταγωνισμού, ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο κάθε πράξεως εμπίπτουσας στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Παρόμοιος ορισμός της εννοίας του ενιαίου στόχου υπάρχει κίνδυνος να στερήσει εν μέρει την έννοια της ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως από τη σημασία της, καθ’ ο μέτρο θα είχε ως συνέπεια ότι πολλές σχετικές με κάποιον οικονομικό τομέα συμπεριφορές, απαγορευμένες από το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, θα έπρεπε να χαρακτηρίζονται συστηματικά ως συστατικά στοιχεία ενιαίας παραβάσεως (απόφαση Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, σκέψη 266 ανωτέρω, σκέψη 92).

269    Eν προκειμένω, η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της να θεωρήσει τις πρακτικές που αφορούν τους κηρούς παραφίνης και τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ως ενιαία παράβαση στις ακόλουθες εκτιμήσεις:

«[…]

(295) Ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης αποτέλεσε, τουλάχιστον δύο φορές, το αντικείμενο τεχνικών συναντήσεων —της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 και της 11ης Μαΐου και της 12ης Μαΐου 2004. Οι συμμετέχοντες στη συνάντηση της 8ης και της 9ης Μαΐου 1999 που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ήσαν ουσιαστικά οι ίδιοι με τους συμμετέχοντες που εκπροσωπούσαν συνήθως τις επιχειρήσεις τους στο πλαίσιο τεχνικών συναντήσεων. Ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης και οι κηροί παραφίνης αποτελούν προϊόντα τα οποία συνδέονται στενά: ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης είναι η μόνη πρώτη ύλη που παρέχει τη δυνατότητα παραγωγής κηρών παραφίνης και παράγεται και/ή πωλείται σε μεγάλο βαθμό από τις επιχειρήσεις που παράγουν επίσης και/ή πωλούν κηρούς παραφίνης. Ο μηχανισμός που χρησιμοποιείτο και δοκιμαζόταν για τους κηρούς παραφίνης (ήτοι οι περιοδικές συναντήσεις, οι συζητήσεις και ο καθορισμός των τιμών) εφαρμοζόταν εξίσου στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Τουλάχιστον ορισμένα εκ των προσώπων που εμπλέκονταν στην παράβαση σχετικά με τους κηρούς παραφίνης είχαν επίσης την ευθύνη για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης στην αντίστοιχη επιχείρησή τους. Τα ζητήματα που αφορούσαν τόσο τους κηρούς παραφίνης όσο και τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης είχαν τον ίδιο συνολικό κοινό οικονομικό σκοπό, ήτοι τον έλεγχο και τον καθορισμό των τιμών εκάστου εκ των προϊόντων αυτών, πράγμα το οποίο θα παρείχε στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα να προστατευθούν από τον ανταγωνισμό και θα τους επέτρεπε να σταθεροποιήσουν ή να αυξήσουν τα κέρδη τους υπό συνθήκες μειωμένης πιέσεως από τους ανταγωνιστές και αυξημένης διαφάνειας της αγοράς.

(296) Οι περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, ιδίως οι σχέσεις μεταξύ των συζητήσεων επί των δύο προϊόντων από οργανωτικής και ουσιαστικής απόψεως, είναι τέτοιες ώστε δεν δικαιολογείται να θεωρηθούν οι συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές που αφορούν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ως χωριστή παράβαση.»

270    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να συναγάγει ότι υφίσταται ενιαία παράβαση εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι κηροί παραφίνης και ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης ανήκουν σε διαφορετικές αγορές προϊόντων.

271    Πρέπει να τονιστεί ότι, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 265 έως 268 ανωτέρω, το γεγονός ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές αφορούν δύο διαφορετικές αγορές προϊόντων δεν εμποδίζει την Επιτροπή να συναγάγει την ύπαρξη ενιαίας παραβάσεως υπό την προϋπόθεση ότι οι συμφωνίες που αφορούν τις διάφορες αγορές εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο το οποίο γνωρίζουν οι συμμετέχοντες.

272    Βεβαίως, η προσφεύγουσα παραθέτει αποφάσεις της Επιτροπής στις οποίες αυτή διαπίστωσε την ύπαρξη διαφορετικών παραβάσεων για προϊόντα ανήκοντα σε χωριστές αγορές. Εντούτοις, στις περιπτώσεις αυτές, επρόκειτο για γειτονικές αγορές, ενώ, εν προκειμένω, η αγορά των κηρών παραφίνης και αυτή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης συνδέονται καθέτως, δεδομένου ότι ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης αποτελεί την πρώτη ύλη για τους κηρούς παραφίνης. Ωστόσο, ήδη με την απόφασή του της 8ης Οκτωβρίου 2008, Le Carbone Lorraine κατά Επιτροπής (σκέψη 254 ανωτέρω, σκέψεις 64 και 65), το Γενικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε ανάλυση της Επιτροπής που χαρακτήριζε ως ενιαία παράβαση συμπεριφορές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού που αφορούσαν δύο χωριστές αγορές οι οποίες συνδέονταν ωστόσο καθέτως, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι η συναφθείσα συμφωνία για τις πρώτες ύλες σκοπούσε στην ενίσχυση της κύριας συμφωνίας που αφορούσε τα παράγωγα προϊόντα.

273    Επομένως, το επιχείρημα αυτό της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

274    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι σχέσεις μεταξύ των κηρών παραφίνης και του κηρού ακατέργαστης παραφίνης ήσαν ενδεικτικές της υπάρξεως ενός συνολικού σχεδίου παραβάσεως.

275    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή εξέτασε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τις επιπτώσεις των συζητήσεων περί του κηρού ακατέργαστης παραφίνης επί της λειτουργίας των πτυχών της συμπράξεως που αφορούν τους κηρούς παραφίνης.

276    Πρώτον, η από 14 Ιουνίου 2006 δήλωση της Shell, στην οποία η Επιτροπή παραπέμπει στο πλαίσιο της εξετάσεως της πτυχής που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης (υποσημείωση 557 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κάνει ρητή μνεία στη σχέση μεταξύ των πρακτικών που αφορούν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και αυτών που αφορούν τους κηρούς παραφίνης. Πράγματι, η Shell δήλωσε ότι οι αυξήσεις των τιμών των κηρών παραφίνης ήσαν δικαιολογημένες έναντι των πελατών λόγω της αυξήσεως των τιμών του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, ήτοι της μόνης πρώτης ύλης. Προσέθεσε ότι οι πελάτες δεν θα αποδέχονταν τις εν λόγω αυξήσεις, εάν γνώριζαν ότι η τιμή της πρώτης ύλης θα εξακολουθούσε να είναι σταθερή. Έτσι, οι τεχνητές αυξήσεις της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης αποτελούσαν το μέσο προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή των αυξήσεων των τιμών των κηρών παραφίνης, οι οποίες είχαν συμφωνηθεί στο πλαίσιο τεχνικών συναντήσεων.

277    Δεύτερον, η Επιτροπή παραθέτει ένα σημείωμα της Sasol που αφορά την τεχνική συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998 σε υποσημείωση της αιτιολογικής σκέψεως 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά το εν λόγω σημείωμα της Sasol:

«θα συνταχθεί εγκύκλιος με [δικαιολογία] “κατάσταση στις πρώτες ύλες” ([ποσότητες — διαθεσιμότητα]) με σκοπό

–        να αυξηθούν οι τιμές κάτω των 120 DEM,

–        να μη μειωθούν οι τιμές,

–        οι κατασκευαστές κηρών να λάβουν “έγγραφα” για τις διαπραγματεύσεις τους με τις αλυσίδες εμπορίου».

278    Η Επιτροπή ερμήνευσε το σημείωμα αυτό, στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως εξής:

«Τούτο καταδεικνύει ότι αύξηση της τιμής κατά 6 DEM για όλους τους πελάτες, ενόσω δεν είχε εισέτι επιτευχθεί ο σκοπός των 120 DEM, προβλεπόταν για την 1η Ιανουαρίου 1999 (βλ. επίσης τον πίνακα που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 145, από τον οποίον συνάγεται ότι υπήρξε συμφωνία τον Οκτώβριο του 1997, προκειμένου να καθοριστούν ορισμένες ελάχιστες τιμές στα 120 DEM, που θεωρήθηκε ως εκ τούτου στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής ως έγκυρη αναφορά). Η αύξηση αυτή έπρεπε να δικαιολογηθεί έναντι των πελατών αποδιδόμενη στην έλλειψη πρώτων υλών. Τα πρόσωπα που εκπροσωπούν τις εταιρίες συμφώνησαν ότι, εν πάση περιπτώσει, οι τιμές δεν θα έπρεπε να μειωθούν.»

279    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να συναγάγει επί τη βάσει του σημειώματος της Sasol ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν αποφασίσει να δικαιολογήσουν την αύξηση των τιμών τους για τους κηρούς παραφίνης αποδίδοντάς την στην έλλειψη κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Πράγματι, οι αναφορές σε «ποσότητες» και στη «διαθεσιμότητα» «πρώτων υλών», που δικαιολογούσαν την αύξηση των τιμών έναντι των αγοραστών κηρών παραφίνης, σημαίνει κατ’ ουσίαν ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν την πρόθεση να ανακοινώσουν στους πελάτες ότι η εν λόγω αύξηση είχε καταστεί αναγκαία λόγω της εξελίξεως των συνθηκών που χαρακτηρίζουν την αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, ήτοι την προκύψασα έλλειψή του.

280    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να υποστηρίζει ότι η συλλογιστική της Επιτροπής δεν ευσταθούσε, δεδομένου ότι επρόκειτο για έλλειψη κηρού ακατέργαστης παραφίνης και όχι για εξέλιξη της τιμής του. Πράγματι, βάσει της κανονικής λειτουργίας της αγοράς, η πτώση της προσφοράς, εφόσον δεν μεταβάλλεται κάποιος άλλος παράγων, συνεπάγεται αύξηση των τιμών. Ωστόσο, η προσφεύγουσα ουδεμία περίσταση μνημονεύει η οποία να εξουδετερώνει τα αποτελέσματα της ελλείψεως κηρού ακατέργαστης παραφίνης επί της τιμής του.

281    Συνεπώς, από τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή και τα οποία αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφασή της καθίσταται σαφές ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη δικαιολόγησαν, έναντι των πελατών, την αύξηση ή τη διατήρηση των τιμών των κηρών παραφίνης αποδίδοντάς την στις τεχνητές αυξήσεις των τιμών του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Συνεπώς, υφίσταται σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ της κύριας πτυχής της παραβάσεως που αφορά, μεταξύ άλλων, τον καθορισμό των τιμών των κηρών παραφίνης και της πτυχής της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

282    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει εντούτοις ότι οι πρακτικές που αφορούσαν τους κηρούς παραφίνης εκτείνονταν στον EΟΧ, ενώ οι πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης περιορίζονταν στη Γερμανία. Η διαφορά στη γεωγραφική έκταση εφαρμογής των πρακτικών αποκλείει πάντως, κατά την προσφεύγουσα, τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως, πράγμα που αναιρεί τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 295 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

283    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν ερίζεται μεταξύ των διαδίκων ότι, όπως απορρέει από την αιτιολογική σκέψη 70 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οικεία γεωγραφική αγορά για τους κηρούς παραφίνης, όπως και για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, είναι ο EΟΧ. Συνεπώς, βάσει των οικονομικών κανόνων λειτουργίας της αγοράς, η αύξηση των τιμών στη Γερμανία θα έπρεπε, υπό κανονικές συνθήκες, να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών στα λοιπά κράτη μέλη.

284    Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 278 ανωτέρω, η έλλειψη κηρού ακατέργαστης παραφίνης συνεπάγεται κατά κανόνα αύξηση των τιμών. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή μπορούσε ορθώς να θεωρήσει ότι οι πρακτικές που αποσκοπούσαν κατ’ ουσίαν στην αύξηση των τιμών έναντι των Γερμανών πελατών συνέβαλαν επίσης στην ευόδωση των πρακτικών στην αγορά κηρών παραφίνης, δεδομένου ότι η αύξηση της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης στη γερμανική αγορά, που είναι άλλωστε η μεγαλύτερη αγορά εντός του ΕΟΧ, θα μπορούσε να καταστήσει πιο αξιόπιστη, έναντι των αγοραστών κηρών παραφίνης, τη «δικαιολογία» για την αύξηση των τιμών λόγω της ελλείψεως κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

285    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι οι πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, οι οποίες συνεπάγονταν αύξηση των τιμών τουλάχιστον στη Γερμανία, καθιστούσαν τις πρακτικές σχετικά με τους κηρούς παραφίνης περισσότερο αποδεκτές, μεταξύ άλλων διότι διέθετε στοιχεία που απεδείκνυαν ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν πράγματι συμφωνήσει να δικαιολογήσουν την αύξηση της τιμής των κηρών παραφίνης αποδίδοντάς την στην έλλειψη κηρού ακατέργαστης παραφίνης, της οποίας συνήθης συνέπεια είναι η αύξηση της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

286    Εν πάση περιπτώσει, από την απόφαση BASF και UCB κατά Επιτροπής (σκέψη 267 ανωτέρω, σκέψεις 179 και 208) συνάγεται ότι το γεγονός ότι ορισμένες πρακτικές αφορούν διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές δεν μπορεί καθ’ εαυτό να οδηγήσει στο συμπέρασμα περί υπάρξεως δύο χωριστών παραβάσεων, δεδομένου ότι το καθοριστικό στοιχείο είναι η ύπαρξη ενός συνολικού σχεδίου.

287    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι οι οικείες γεωγραφικές περιοχές διαφέρουν.

288    Τέταρτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την παραδοχή που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 295 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά την οποία «[ο] μηχανισμός που χρησιμοποιήθηκε και δοκιμάστηκε για τους κηρούς παραφίνης (ήτοι οι περιοδικές συναντήσεις, οι συζητήσεις και ο καθορισμός των τιμών) εφαρμοζόταν με τον ίδιο τρόπο επί του κηρού ακατέργαστης παραφίνης». Υποστηρίζει ότι οι προφορικές δηλώσεις της Shell κάνουν λόγο περί υπάρξεως δύο σαφώς διαφορετικών πρακτικών, καθώς και ότι οι συναντήσεις που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ήσαν πολύ πιο σπάνιες. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι έλαβαν χώρα μόνον 4 «συναντήσεις με αντικείμενο τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης» μεταξύ της 30ής Οκτωβρίου 1997 και της 12ης Μαΐου 2004, ενώ, κατά την ίδια περίοδο, έλαβαν χώρα 29 τεχνικές συναντήσεις που αφορούσαν τις παραφίνες.

289    Κατ’ αρχάς, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή διέθετε αποδεικτικά στοιχεία περί καθορισμού της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης στο πλαίσιο δύο τεχνικών συναντήσεων. Το σημείωμα της MOL που αφορά τη συνάντηση της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 αναφέρει την ένδειξη «slack wax DEM 550 DEM 600» και διευκρινίζει τις μελλοντικές ημερομηνίες αυξήσεως για κάθε επιχείρηση (αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ομοίως, το χειρόγραφο σημείωμα της Total France σχετικά με τη συνάντηση της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 κάνει λόγο για «40 €/T κηρός ακατέργαστης παραφίνης» (αιτιολογική σκέψη 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Από την ανάγνωση του συνόλου των σημειωμάτων αυτών συνάγεται ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη συζήτησαν και καθόρισαν την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης όπως ακριβώς και την τιμή των κηρών παραφίνης.

290    Περαιτέρω, κατά την από 18 Μαρτίου 2005 δήλωση της Shell, οι πρακτικές αφορούσαν τρεις ομάδες προϊόντων, ήτοι τους πλήρως εξευγενισμένους κηρούς, τους σκληρούς κηρούς, τα μίγματα κηρών και, εμμέσως, τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ως πρώτη ύλη.

291    Η Shell δήλωσε επίσης, με την ίδια δήλωση, ότι για τους εκπροσώπους της βιομηχανίας των κηρών παραφίνης ήταν σαφές ότι, οσάκις οι τιμές των προϊόντων αυτών αυξάνονταν κατά ένα ορισμένο ποσό ή ποσοστό, θα αυξάνονταν ταυτοχρόνως οι τιμές της πρώτης ύλης, ήτοι του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, που αντιστοιχεί στο 30 έως 40 % της αυξήσεως της τιμής των κηρών παραφίνης.

292    Εν συνεχεία, με την από 26 Οκτωβρίου 2005 δήλωσή της, η Shell εξήγησε τις επιπτώσεις της τεχνικής συναντήσεως της 27ης και της 28ης Φεβρουαρίου 2003 που έλαβε χώρα στο Μόναχο (Γερμανία), στο πλαίσιο της οποίας οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη συζήτησαν αποκλειστικά περί των κηρών παραφίνης, επί της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην οποία αυτή πωλούσε. Κατά τη Shell, έστω και άνευ συζητήσεων σχετικά με την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, ο εκπρόσωπός της μπορούσε να συναγάγει από τις συμφωνίες που αφορούσαν την τιμή των κηρών παραφίνης ότι η τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης θα αυξανόταν περίπου κατά 35 ευρώ ανά τόνο.

293    Συνεπώς, οι δηλώσεις της Shell, τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι οι πρακτικές της σχετικά με τους κηρούς παραφίνης διέφεραν από τις πρακτικές σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, δεν υποστηρίζουν την άποψή της. Πράγματι, στο πλαίσιο της παρουσιάσεως των προϊόντων που αφορούσαν οι πρακτικές, η Shell ενέταξε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης στις διάφορες υποκατηγορίες των κηρών παραφίνης (βλ. σκέψη 290 ανωτέρω). Το γεγονός και μόνον ότι, κατά τη Shell, οι πρακτικές δεν αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης παρά μόνον εμμέσως δεν αναιρεί τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες μπορούσαν να προβλέψουν τις αυξήσεις της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης συνεπεία των αυξήσεων που είχαν συμφωνηθεί για τους κηρούς παραφίνης στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων.

294    Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον η παρατήρηση της προσφεύγουσας ότι οι συγκεντρώσεις που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ήσαν πολύ λιγότερο συχνές από ό,τι αυτές που αφορούσαν τους κηρούς παραφίνης δεν μπορεί να κλονίσει την παραδοχή της Επιτροπής ότι οι ίδιοι μηχανισμοί χρησιμοποιούντο για αμφότερες τις πτυχές της παραβάσεως. Πράγματι, δεδομένου ότι οι αυξήσεις των τιμών των κηρών παραφίνης συνεπάγονταν αυτομάτως την αύξηση των τιμών του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, σε βαθμό που μπορούσε να προβλεφθεί από τους συμμετέχοντες, πρέπει να θεωρηθεί ότι, προκειμένου να επιτευχθούν εναρμονισμένες αυξήσεις της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, δεν ήταν αναγκαίο να συζητείται και να καθορίζεται σε τακτά διαστήματα η τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

295    Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν τη λειτουργία των δύο πτυχών της παραβάσεως πρέπει να απορριφθούν. Πράγματι, από τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του το Γενικό Δικαστήριο προκύπτει ότι οι λειτουργίες τους ήσαν πολύ όμοιες.

296    Πέμπτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι συμμετέχοντες στις δύο πτυχές της παραβάσεως δεν ήσαν οι ίδιοι. Ωστόσο, από τις αποφάσεις Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 243 ανωτέρω, σκέψη 312) και Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 184 ανωτέρω, σκέψη 120) συνάγεται ότι πρέπει να εξακριβώνεται εάν υπάρχει ταυτότητα ή όχι των συμμετεχόντων στις διάφορες υπό εξέταση πρακτικές.

297    Πρέπει να τονιστεί ότι όλοι οι συμμετέχοντες στις παράνομες πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, ήτοι οι επιχειρήσεις Dea (εν συνεχεία Shell, μετά την εξαγορά της Dea), ExxonMobil, Sasol και Total, συμμετείχαν επίσης στις πρακτικές που αφορούσαν τους κηρούς παραφίνης (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η κατάσταση αυτή διαφοροποιείται σε σημαντικό βαθμό από τα πραγματικά περιστατικά των υποθέσεων επί των οποίων εξεδόθησαν οι αποφάσεις Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 184 ανωτέρω) και Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 243 ανωτέρω), τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα. Στις ανωτέρω υποθέσεις, οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στις πρακτικές οι οποίες αφορούσαν τις διάφορες αγορές ταυτίζονταν σε μάλλον περιορισμένο βαθμό.

298    Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η MOL, η Repsol και η ENI δεν προέβησαν σε πωλήσεις κηρού ακατέργαστης παραφίνης στους τελικούς πελάτες, στη γερμανική αγορά, κατά την περίοδο διαπράξεως της παραβάσεως, εκτός από ορισμένες ήσσονος σημασίας παρτίδες που επωλήθησαν από τη Repsol το 1999 και το 2000. Ως εκ τούτου, η συμμετοχή τους στην πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης αποκλειόταν ήδη λόγω της εμπορικής καταστάσεώς τους.

299    Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης συζητήθηκε επίσης στο πλαίσιο δύο τεχνικών συναντήσεων στις οποίες ήσαν επίσης παρόντες οι εκπρόσωποι της MOL και της «H&R/Tudapetrol» και στις οποίες καθορίστηκε η τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Ομοίως, η MOL ήταν επίσης παρούσα στην τεχνική συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998, στην οποία οι συμμετέχοντες συμφώνησαν όπως η αύξηση της τιμής των κηρών παραφίνης αποδοθεί στην έλλειψη κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Συνεπώς, τις πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και τις σχέσεις που συνέδεαν τις δύο αγορές προϊόντων και τις δύο πτυχές των πρακτικών δεν γνώριζαν μόνον οι επιχειρήσεις για τις οποίες στοιχειοθετείται ευθύνη για τις πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης (Shell, ExxonMobil, Sasol και ο όμιλος Total), αλλά και άλλες επιχειρήσεις επίσης.

300    Συνεπώς, δεδομένου ότι όλες οι επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης συμμετείχαν επίσης στις πρακτικές που αφορούσαν του κηρούς παραφίνης και δεδομένου ότι και άλλες συμμετέχουσες επιχειρήσεις είχαν επίσης γνώση των πρακτικών που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και της συμπληρωματικότητας των δύο πρακτικών, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας ότι οι συμμετέχουσες επιχειρήσεις δεν ταυτίζονταν πρέπει να απορριφθούν.

301    Έκτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ο ενιαίος χαρακτήρας της παραβάσεως απορρέει από το γεγονός ότι οι πρακτικές που αφορούσαν τους κηρούς παραφίνης και οι πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης είχαν ως κοινό σκοπό τον έλεγχο και τον καθορισμό των τιμών. Ωστόσο, στη μεγάλη πλειονότητά τους οι συμπράξεις έχουν αυτό τον κοινό σκοπό και, ως εκ τούτου, ένα τέτοιο κριτήριο θα παρείχε τη δυνατότητα στην Επιτροπή να κατασκευάζει κατά τρόπο τεχνητό και αυθαίρετο από διαφορετικές παραβάσεις μια ενιαία παράβαση.

302    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την ανωτέρω ανάλυση συνάγεται ότι υφίσταντο στενές σχέσεις μεταξύ των δύο αγορών προϊόντων και μεταξύ των πρακτικών που τις αφορούσαν. Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μπορούσαν να προβλέψουν με σχετική ακρίβεια την αύξηση της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης η οποία ήταν επακόλουθο των αυξήσεων της τιμής των κηρών παραφίνης που συμφωνούνταν στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων. Ομοίως, η Επιτροπή προσκόμισε στοιχεία από τα οποία αποδεικνύεται ότι οι συμμετέχοντες σε τεχνική συνάντηση συμφωνήσαν να αποδοθεί η αύξηση της τιμής των κηρών παραφίνης στην έλλειψη κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Τέλος, στο πλαίσιο δύο συναντήσεων, οι συμμετέχοντες συζήτησαν και καθόρισαν ταυτοχρόνως τόσο τις τιμές των κηρών παραφίνης όσο και την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

303    Συνεπώς, η Επιτροπή συγκέντρωσε επαρκείς ενδείξεις και αποδείξεις προκειμένου να καταδείξει ότι οι πρακτικές που αφορούσαν τους κηρούς παραφίνης και οι πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης εντάσσονταν σε ένα συνολικό σχέδιο του οποίου την ύπαρξη γνώριζαν οι συμμετέχοντες.

304    Ως εκ τούτου, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και η κύρια πτυχή της παραβάσεως αποτελούσαν μια ενιαία παράβαση.

305    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

306    Πρώτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή προσέδωσε σε κάθε πτυχή της παραβάσεως διαφορετική διάρκεια, ήτοι, για τους κηρούς παραφίνης, από το 1992 έως το 2005 και, για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, από το 1997 έως το 2004. Επιπλέον, ούτε η αφετηρία ούτε το πέρας των πρακτικών που της καταλογίζονται συμπίπτουν. Ωστόσο, στην απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 243 ανωτέρω, σκέψη 312), το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του το στοιχείο αυτό προκειμένου να αποκλείσει τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως ενιαίας.

307    Μολονότι είναι αληθές ότι, με την απόφασή του Jungbunzlauer κατά Επιτροπής (σκέψη 312), το Γενικό Δικαστήριο έλαβε υπόψη του τη διαφορετική διάρκεια των πρακτικών που αφορούσαν δύο διαφορετικά προϊόντα, εντούτοις το στοιχείο αυτό δεν υπήρξε καθοριστικής σημασίας για την ανάλυσή του. Πράγματι, το Γενικό Δικαστήριο τόνισε τη σημασία της ελλείψεως συνολικού σχεδίου και μνημόνευσε επίσης το γεγονός ότι οι συμμετέχοντες στις δύο παραβάσεις ήσαν σε πολύ μικρό βαθμό οι ίδιοι. Περαιτέρω, εν αντιθέσει προς την αγορά κιτρικού οξέος και την αγορά γλυκονικού νατρίου, που εξετάστηκαν στην απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 243 ανωτέρω, και οι οποίες αποτελούν αγορές οι οποίες δεν συνδέονται, η αγορά των κηρών παραφίνης και η αγορά του κηρού ακατέργαστης παραφίνης συνδέονται καθέτως και, ως εκ τούτου, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μπορούσαν ακόμη και να προβλέψουν την έκταση της αυξήσεως της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης επί τη βάσει των αυξήσεων που συμφωνούνταν για τους κηρούς παραφίνης. Ως εκ τούτου, το πλαίσιο των πραγματικών περιστατικών στην υπό κρίση υπόθεση διαφέρει σε σημαντικό βαθμό από αυτό της υποθέσεως επί της οποίας εξεδόθη η απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 243 ανωτέρω.

308    Εξάλλου, πρέπει να τονιστεί ότι η πάγια νομολογία, που παρατίθεται στις σκέψεις 265 έως 267 ανωτέρω, δεν παραθέτει ως κριτήριο του ενιαίου χαρακτήρα της παραβάσεως το γεγονός ότι η διάρκεια των πρακτικών που αφορούν διαφορετικά προϊόντα είναι η ίδια. Αντιθέτως, η εν λόγω νομολογία δίδει έμφαση στην ύπαρξη ενός συνολικού σχεδίου του οποίου έχουν γνώση οι συμμετέχοντες, κριτήριο το οποίο πληρούται εν προκειμένω.

309    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που στηρίζεται στη διαφορετική διάρκεια των πρακτικών οι οποίες αφορούσαν τους κηρούς παραφίνης και τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

310    Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή εσφαλμένως δέχθηκε ότι οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη συνάντηση της 8ης και της 9ης Μαρτίου 1999, που αφορούσε ειδικώς τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, ήσαν οι ίδιες με αυτές που συμμετείχαν στις τεχνικές συναντήσεις που αφορούσαν εν γένει τους κηρούς παραφίνης. Όσον αφορά την Total France, οι συμμετέχοντες στην εν λόγω συνάντηση όχι μόνον ήσαν διαφορετικοί από αυτούς που συμμετείχαν στις τεχνικές συναντήσεις, αλλά δεν ήσαν καν εργαζόμενοι της Total France, αλλά της Total Deutschland.

311    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ανάλυση της Επιτροπής. Πράγματι, αυτή μπορούσε νομίμως, στην αιτιολογική σκέψη 295 της προσβαλλομένης αποφάσεως, να διαπιστώσει ότι «οι συμμετέχοντες […] ήσαν ουσιαστικά οι ίδιοι», δεδομένου ότι οι υπεύθυνοι αρκετών άλλων επιχειρήσεων, όπως της Shell και της Sasol, ήσαν πράγματι οι ίδιοι στα δύο είδη συναντήσεων.

312    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψη 265 ανωτέρω) ότι το αποφασιστικό στοιχείο προκειμένου να στοιχειοθετηθεί ενιαία παράβαση είναι οι συμφωνίες που αφορούν διάφορες αγορές να εντάσσονται σε ένα συνολικό σχέδιο του οποίου έχουν γνώση οι συμμετέχοντες. Ωστόσο, το γεγονός ότι το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης συζητήθηκε στο πλαίσιο δύο τεχνικών συναντήσεων και ότι οι συμμετέχοντες καθόρισαν ακόμη και τις τιμές του κηρού ακατέργαστης παραφίνης στο πλαίσιο αυτών των τεχνικών συναντήσεων αποτελεί ένδειξη ότι οι υπεύθυνοι για τους κηρούς παραφίνης γνώριζαν πράγματι την ύπαρξη πρακτικών σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Ομοίως, το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της τεχνικής συναντήσεως της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 1998, οι συμμετέχοντες ήθελαν να αποδοθεί η αύξηση της τιμής των κηρών παραφίνης στην έλλειψη κηρού ακατέργαστης παραφίνης στην αγορά αποτελεί ένδειξη ότι είχαν επίγνωση της συμπληρωματικότητας των πρακτικών που αφορούσαν τα δύο προϊόντα.

313    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που στηρίζεται στο γεγονός ότι ο εκπρόσωπός της στις τεχνικές συναντήσεις ήταν διαφορετικός από τον εκπρόσωπο στη συνάντηση της 8ης και της 9ης Μαΐου 1999 που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, στερείται σημασίας.

314    Βάσει του συνόλου των ανωτέρω εκτιμήσεων, πρέπει να επικυρωθεί η διαπίστωση της Επιτροπής ότι οι πρακτικές σχετικά με τους κηρούς παραφίνης και οι πρακτικές σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης αποτελούσαν ενιαία παράβαση και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

315    Κατά τα λοιπά, πρέπει να σημειωθεί ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που θέτουν εν αμφιβόλω τον διαρκή χαρακτήρα της παραβάσεως προβλήθηκαν στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως. Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο θα αποφανθεί επί των επιχειρημάτων αυτών κατά το πέρας της σχετικής με το δεύτερο σκέλος εξετάσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πρακτικών οι οποίες αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

316    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να διαπιστώσει ότι, στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων, συμφωνήθηκαν πρακτικές περιοριστικές του ανταγωνισμού σε σχέση με την πώληση κηρού ακατέργαστης παραφίνης στους τελικούς καταναλωτές στη Γερμανία. Έστω και αν υποτεθεί ότι οι συναντήσεις της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 και της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 αφορούσαν πρακτική περιοριστική των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης στους τελικούς πελάτες στη Γερμανία, οι συναντήσεις αυτές συνιστούσαν μόνο δύο συγκεκριμένες παραβάσεις (εκ των οποίων εξάλλου η πρώτη έχει παραγραφεί) και δεν μπορούν να στηρίξουν το συμπέρασμα περί διαρκούς παραβάσεως μεταξύ 1997 και 2004. Έτσι, η Επιτροπή παρέβη, κατά την άποψή της, το άρθρο 81 ΕΚ και την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως ως προς το σημείο αυτό.

 Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

317    Η Επιτροπή υποστήριξε, με την αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«Τόσο η Sasol όσο και η Shell αποδέχονται ρητώς το γεγονός ότι οι τιμές του κηρού ακατέργαστης παραφίνης αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ ανταγωνιστών, και ειδικότερα από το τέλος της δεκαετίας του 1990, και προσκόμισαν λεπτομερή στοιχεία σε σχέση με ορισμένες από τις εν λόγω επαφές (βλ. επίσης την αιτιολογική σκέψη 112). Κατά τη συνάντηση που έλαβε χώρα την 30ή και την 31η Οκτωβρίου 1997 (βλ. αιτιολογική σκέψη 145), διεξήχθησαν συζητήσεις για το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης τουλάχιστον μεταξύ της ENI, της H&R/Tudapetrol, της MOL, της Repsol, της Sasol, της Dea (μετά το 2002, Shell) και της Total, που συμφώνησαν σε αύξηση των τιμών. Αποδείχθηκε η εκπροσώπηση της Shell και της Total τουλάχιστον σε μία συνάντηση που αφορούσε ειδικώς τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και πραγματοποιήθηκε στις 8 και 9 Μαρτίου 1999 (βλ. αιτιολογική σκέψη 152). Η Sasol και η ExxonMobil δεν αρνούνται, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι παρίσταντο στην εν λόγω συνάντηση, η δε παρουσία τους είναι πράγματι πιθανή εν όψει ενός χειρόγραφου σημειώματος επί εσωτερικού ηλεκτρονικού μηνύματος της Shell που απεστάλη την επομένη και αναφερόταν σε “όλους τους παραγωγούς”. Οι Sasol, Shell και Total εκπροσωπήθηκαν επίσης στην τεχνική συνάντηση της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 (βλ. αιτιολογική σκέψη 174) στο πλαίσιο της οποίας [συνήφθη] συμφωνία για το ζήτημα της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων στο πλαίσιο ορισμένων τεχνικών συναντήσεων που έλαβαν χώρα παρουσία της ExxonMobil, της Sasol, της Shell και της Total. Η ExxonMobil παραδέχθηκε ότι συμμετείχε στις συζητήσεις αυτές μεταξύ 1993 και 1996. Η ExxonMobil παραδέχθηκε επίσης ότι ο [T. H.], εκπρόσωπος της ExxonMobil, συμμετείχε σε συζητήσεις για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης για λογαριασμό παραγωγών μοριοσανίδων στο γερμανόφωνο τμήμα της Ευρώπης μεταξύ 1999 και 2001 και επιβεβαιώνει εν γένει ότι διεξήχθησαν συζητήσεις στο πλαίσιο των συμφωνιών της συμπράξεως για το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο στους τελικούς πελάτες. Ομοίως, η Total αναφέρει ότι διεξήχθησαν συζητήσεις σχετικά με την αύξηση της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Οι Shell και ExxonMobil επιβεβαιώνουν επίσης ότι έλαβαν χώρα, εκτός των τεχνικών συναντήσεων, συναντήσεις που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Μολονότι σε ορισμένες από τις συναντήσεις αυτές εκπροσωπούνταν επίσης οι ENI, H&R-Tudapetrol, MOL και Repsol, η Επιτροπή φρονεί ότι τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκούν προκειμένου να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη των επιχειρήσεων αυτών σε σχέση με την παράβαση που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Περαιτέρω, μολονότι ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία φαίνεται να αφορούν άλλες περιόδους και αγορές, η Επιτροπή φρονεί ότι οι διαθέσιμες αποδείξεις οδηγούν μόνο στο συμπέρασμα ότι στοιχειοθετείται παράβαση σε σχέση με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο στους τελικούς καταναλωτές στη γερμανική αγορά κατά τα έτη 1997 έως 2004.»

318    Επίσης, η Επιτροπή υποστήριξε, με την αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«Το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης εξετάστηκε στο πλαίσιο ορισμένων τεχνικών συναντήσεων [αιτιολογικές σκέψεις 144, 145, 152, 157, 174 και 175 της προσβαλλομένης αποφάσεως]. Περαιτέρω, συμφωνίες για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο σε τελικούς καταναλωτές στη γερμανική αγορά συνήφθησαν τουλάχιστον μία φορά εκτός του πλαισίου των τεχνικών συναντήσεων όταν εκπρόσωποι της Shell, της Sasol, της ExxonMobil και της Total, ενδεχομένως και άλλοι, συναντήθηκαν και συζήτησαν εις βάθος το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, ήτοι με άλλα λόγια, καθόρισαν τις τιμές και αντήλλαξαν εμπορικά ευαίσθητες πληροφορίες. παραδείγματος χάριν, αποδείχθηκε ότι μια τέτοια συνάντηση έλαβε χώρα στο Ντύσσελντορφ στις 8 και 9 Μαρτίου 1999. Οι εκπρόσωποι των επιχειρήσεων στην ειδική συγκέντρωση που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ήσαν, για την πλειονότητα των επιχειρήσεων, οι ίδιοι με αυτούς που παρευρίσκοντο στις τεχνικές συναντήσεις, πλην της Total.»

319    Πρέπει να τονιστεί ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 144, 145, 152, 157, 174 και 175 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούν αντιστοίχως τις συναντήσεις της 19ης και της 20ής Ιουνίου 1997, της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997, της 8ης και της 9ης Μαρτίου 1999, της 3ης και της 4ης Φεβρουαρίου 2000, της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 και της 3ης και της 4ης Αυγούστου 2004.

320    Η Επιτροπή αιτιολόγησε την απόφασή της να μην αποδείξει την ύπαρξη πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης παρά μόνον ως προς τις πωλήσεις στους τελικούς πελάτες στη Γερμανία ως εξής:

«[…]

(289) Η Επιτροπή φρονεί εξάλλου ότι οι συζητήσεις αυτές αφορούσαν αποκλειστικά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο από επιχειρήσεις συνδεόμενες προς τους τελικούς πελάτες όπως είναι οι παραγωγοί μοριοσανίδων και όχι π.χ. τους κηρούς παραφίνης. Μολονότι οι δηλώσεις των επιχειρήσεων δεν διακρίνουν, τις περισσότερες φορές, μεταξύ των διαφόρων χρήσεων του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που παρατίθεται στην αιτιολογική σκέψη 152 [συνάντηση της 8ης και της 9ης Μαρτίου 1999 στο Ντύσσελντορφ] αναφέρει μόνον τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο στους παραγωγούς μοριοσανίδων. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή φρονεί ότι υπάρχουν επιφυλάξεις ως προς το εάν η πώληση κηρού ακατέργαστης παραφίνης σε άλλους πελάτες πέραν των τελικών πελατών αποτέλεσε αντικείμενο της παραβάσεως και περιορίζει τα συμπεράσματά της στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο στους τελικούς πελάτες. Οι εκτιμήσεις αυτές επιβεβαιώνονται από την Shell και την ExxonMobil [Shell, φάκελος σ. 8122-8123, 38846· Exxon, απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, σ. 36-48].

(290) Από τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία συνάγεται ότι οι σποραδικές συζητήσεις για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης αφορούσαν κατ’ ουσίαν τη γερμανική αγορά. Οι ExxonMobil, Sasol, Shell και Total πωλούν όλες κηρό ακατέργαστης παραφίνης στη γερμανική αγορά και οι συναντήσεις στις οποίες ο κηρός ακατέργαστης παραφίνης αποτελούσε το αντικείμενο των συζητήσεων έλαβαν χώρα στη Γερμανία. Η Επιτροπή φρονεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να συναχθεί ότι οι συμφωνίες που εφαρμόζονταν επί του κηρού ακατέργαστης παραφίνης αφορούσαν εξίσου τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο στους τελικούς πελάτες άλλων χωρών.

(291) Η Επιτροπή φρονεί ότι η παράβαση, στον βαθμό που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο στους τελικούς καταναλωτές στη γερμανική αγορά, άρχισε στο πλαίσιο της συναντήσεως της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997 και περατώθηκε κατά τη συνάντηση της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004.

(292) Η Επιτροπή φρονεί ως εκ τούτου ότι οι συζητήσεις σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης που πωλείτο στους τελικούς πελάτες στη γερμανική αγορά κατέληξαν σε συμφωνίες και/ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια του άρθρου 81 [EΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον EΟΧ. Το συμπέρασμα αυτό στηρίζεται στις ανεξάρτητες και συγκλίνουσες δηλώσεις της Shell και της Sasol, οι οποίες επιρρωννύονται από τις δηλώσεις της ExxonMobil και της Total. Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία.»

 Επί του ελέγχου του αποδεικτικού υλικού που αφορά τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συναντήσεις

321    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν είχε στη διάθεσή της επαρκή αποδεικτικά στοιχεία προκειμένου να αποδείξει ότι, στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων, ελάμβαναν χώρα πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες αφορούσαν την πώληση κηρού ακατέργαστης παραφίνης στους τελικούς καταναλωτές στη Γερμανία.

322    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Shell (βλ. τις σκέψεις 290 έως 292 ανωτέρω) και η ExxonMobil, με την από 14 Ιουνίου 2006 δήλωσή της, δήλωσαν εκάστη ότι οι αντίθετες προς τον ανταγωνισμό πρακτικές αφορούσαν και τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και ότι οι σχετικές συζητήσεις διεξήχθησαν στο πλαίσιο πολυμερών συναντήσεων μεταξύ ανταγωνιστών. Η Shell διευκρίνισε μάλιστα ότι τα ζητήματα που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης εξετάζονταν σε ορισμένες τεχνικές συναντήσεις, καθώς και σε ορισμένες συναντήσεις που ήσαν αφιερωμένες στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Οι δηλώσεις αυτές έγιναν επί τη βάσει καταθέσεων των προσώπων που συμμετείχαν στις τεχνικές συναντήσεις, κατόπιν ωρίμου σκέψεως, και είναι επιβαρυντικές και για τις επιχειρήσεις επ’ ονόματι των οποίων οι δηλώσεις αυτές έγιναν. Συνεπώς, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 66 ανωτέρω, οι δηλώσεις αυτές είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστες.

323    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι οι δηλώσεις αυτές επιρρωννύονται από τα αποδεικτικά έγγραφα που ανάγονται στην περίοδο της παραβάσεως. Ωστόσο, όπως δέχτηκε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 215 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα σημειώματα της MOL συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια των συναντήσεων από το πρόσωπο που παρίστατο σε αυτές και το περιεχόμενό τους έχει δομή και είναι σχετικώς λεπτομερειακό. Ως εκ τούτου, η αποδεικτική ισχύς των σημειωμάτων αυτών είναι ιδιαιτέρως υψηλή κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 80 ανωτέρω.

324    Πρώτον, όσον αφορά την τεχνική συνάντηση της 19ης και της 20ής Ιουνίου 1997, στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή στηρίχθηκε σε σημείωμα της MOL που περιελάμβανε τις ενδείξεις «Shell/NL που πωλεί κηρό ακατέργαστης παραφίνης φερ’ ειπείν στην Bolsius» και «κηρός ακατέργαστης παραφίνης: DEM 550». Η προσφεύγουσα δεν προβαίνει σε καμία παρατήρηση ως προς το σημείωμα αυτό.

325    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το εν λόγω σημείωμα αποδεικνύει την ύπαρξη συζητήσεων που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και συμφωνίας περί καθορισμού της τιμής του, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή αναφερόμενη σε αυτήν την τεχνική συνάντηση στην αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

326    Δεύτερον, όσον αφορά τη συνάντηση της 30ής και της 31ης Οκτωβρίου 1997, η Επιτροπή παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σημείωμα της MOL που περιελάμβανε την ένδειξη «slack wax: DEM 550 600».

327    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από το σημείωμα αυτό δεν συνάγεται ότι οι συμμετέχοντες συνήψαν συμφωνία που αφορούσε την πώληση κηρού ακατέργαστης παραφίνης στους τελικούς πελάτες της στη Γερμανία. Κατά την άποψή της, η πιο πειστική εξήγηση είναι ότι η ένδειξη «slack wax: DEM 550 600» αφορούσε την τιμή των κηρών παραφίνης.

328    Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι θα ήταν τελείως παράλογο για τον εκπρόσωπο της MOL να χρησιμοποιεί την ένδειξη «slack wax» —κηρός ακατέργαστης παραφίνης— προκειμένου να αναφερθεί στις τιμές των κηρών παραφίνης. Περαιτέρω, κατά το σημείωμα της MOL, οι τιμές των κηρών παραφίνης, που εξαρτώνται από το είδος και τον βαθμό εξευγενισμού, κυμαίνονταν από 950 έως 1 350 DEM και, ως εκ τούτου, δεν ήταν εύλογο να θεωρηθεί ότι η τιμή των 600 DEM θα μπορούσε να αντιστοιχεί στην τιμή των κηρών παραφίνης. Αντιθέτως, η ένδειξη «slack wax: DEM 550 600» συνάδει απολύτως προς το περιεχόμενο του σημειώματος της MOL που αφορά την προηγηθείσα συνάντηση που είχε λάβει χώρα στις 19 και 20 Ιουνίου 1997, το οποίο ορίζει ότι η συμφωνηθείσα τιμή για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης είχε καθοριστεί στα 550 DEM.

329    Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από το σημείωμα της MOL δεν συνάγεται ότι οι συμμετέχοντες καθόρισαν την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης αποσκοπώντας σε πωλήσεις στους Γερμανούς τελικούς πελάτες.

330    Εντούτοις, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές, δεδομένου ότι ο καθορισμός των τιμών εφαρμόζεται σε όλους εν γένει τους πελάτες, περιλαμβανομένων των Γερμανών τελικών πελατών. Επιπλέον, η Επιτροπή εξήγησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 292 της προσβαλλομένης αποφάσεως που επαναλαμβάνονται στη σκέψη 320 ανωτέρω, τους λόγους για τους οποίους είχε αποφασίσει να περιορίσει την έκταση των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης στις πωλήσεις προς τους Γερμανούς τελικούς πελάτες. Η προσφεύγουσα δεν προέβαλε επιχειρήματα σε σχέση προς αυτά τα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

331    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ορθώς αναφέρθηκε σε αυτήν την τεχνική συνάντηση και στα αποδεικτικά στοιχεία που την αφορούν στην αιτιολογική σκέψη 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αποδείξει την ύπαρξη της πτυχής της παραβάσεως που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

332    Τρίτον, στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε μια συνάντηση αφιερωμένη στον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, που είχε λάβει χώρα στις 8 και 9 Μαρτίου 1999 παρουσία τουλάχιστον των εκπροσώπων της Shell, της Total και της ExxonMobil.

333    Κατά την αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, από χειρόγραφο σημείωμα της Shell το οποίο ανάγεται στην περίοδο της παραβάσεως προκύπτει ότι ο εκπρόσωπός της ανέμενε ότι, κατά τη συνάντηση της 8ης και της 9ης Μαρτίου 1999, οι εκπρόσωποι των διαφόρων επιχειρήσεων θα αντήλλασσαν πληροφορίες σχετικά με την προμήθεια ορισμένων πελατών με κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Το εν λόγω σημείωμα περιελάμβανε τη μνεία «8/9.3.99 PM = μοριοσανίδα», τα αρχικά δε PM σήμαιναν, κατά τη Shell, «παραφίνη Mafia» (paraffin Mafia). Την επομένη της συναντήσεως αυτής, ο εν λόγω εκπρόσωπος απέστειλε μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου στον ανώτερό του δηλώνοντας ότι η Shell είχε την πρόθεση να αυξήσει τις τιμές του κηρού ακατέργαστης παραφίνης που χρησιμοποιείτο στον τομέα των μοριοσανίδων από 8 σε 10 % από 1ης Ιουνίου 1999. Ένα χειρόγραφο σημείωμα που αφορούσε αυτό το μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου επισήμαινε τα εξής: «Όλοι οι παραγωγοί αντιλαμβάνονται την ανάγκη αυξήσεως (των τιμών)».

334    Η Επιτροπή συνάγει εντεύθεν ότι οι εκπρόσωποι των εταιριών κατά τη συνάντηση συμφώνησαν σε αύξηση των τιμών του κηρού ακατέργαστης παραφίνης στη βιομηχανία των μοριοσανίδων και ότι η Shell θα εφάρμοζε τη συμφωνία αυτή από τον Ιούνιο του 1999.

335    Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η ερμηνεία αυτή είναι ορθή και επιρρωννύεται από τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τις πρακτικές σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται η επικύρωσή της.

336    Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τη συνάντηση της 8ης και της 9ης Μαρτίου 1999 δεν επιβεβαιώνουν τη θέση της Επιτροπής, δεδομένου ότι η συνάντηση αυτή δεν αποτελούσε τεχνική συνάντηση. Συγκεκριμένα, με την αιτιολογική σκέψη 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή απέκλεισε από την έρευνά της όλες τις επαφές που είχαν πραγματοποιηθεί εκτός τεχνικών συναντήσεων.

337    Με την αιτιολογική σκέψη 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή τόνισε τα ακόλουθα:

«[Η] Επιτροπή επέλεξε να μην ερευνήσει τις διμερείς επαφές για τον λόγο ότι οι προσπάθειες που απαιτούνται προκειμένου να αποδειχθούν τα πρόσθετα στοιχεία της παραβάσεως αυτής χωρίς να μεταβάλλεται προδήλως το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν δυσανάλογα μεγάλες. Για τον ίδιο λόγο, η Επιτροπή αποφάσισε να μην ερευνήσει τις λοιπές επαφές που πραγματοποιήθηκαν εκτός τεχνικών συναντήσεων. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι απέδειξε αρκούντως την ύπαρξη ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως σε σχέση με τις πρακτικές που ερεύνησε.»

338    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να υποχρεωθεί να χρησιμοποιεί την ορολογία που χρησιμοποίησαν τα μέλη της συμπράξεως προκειμένου να κατονομάσει τα διάφορα αποδεικτικά στοιχεία. Ειδικότερα, μολονότι είναι αληθές ότι διάφοροι συμμετέχοντες δήλωσαν ότι, στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων, γινόταν αναφορά στις συζητήσεις σχετικά με τους κηρούς παραφίνης και ότι, σε άλλες ειδικές συναντήσεις, συζητείτο το θέμα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, εντούτοις η διάκριση αυτή δεν είναι σαφής, δεδομένου ότι οι συζητήσεις σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης διεξάγονταν επίσης στο πλαίσιο τεχνικών συναντήσεων. Επιπλέον, η Επιτροπή σαφώς δεν απέκλεισε από την έρευνά της τις ειδικές συναντήσεις που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, δεδομένου ότι, στην αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφιέρωσε μια σχετικώς ογκώδη ανάλυση στη συνάντηση της 8ης και της 9ης Μαρτίου 1999 μεταξύ των λοιπών πολυμερών συναντήσεων που χαρακτηρίστηκαν ως «τεχνικές συναντήσεις» και αντέβαιναν στους κανόνες του ανταγωνισμού.

339    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η Επιτροπή επέλεξε, σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή της διοικητικής διαδικασίας, να επικεντρώσει τις προσπάθειές της σε ορισμένες πλευρές των πρακτικών που στοιχειοθετούν παράβαση και απείχε από την έρευνα άλλων πλευρών δεν μπορεί να της στερήσει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που διαθέτει κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν τηρηθεί οι διαδικαστικές εγγυήσεις.

340    Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι προσεβλήθησαν τα διαδικαστικά δικαιώματά της όσον αφορά τη χρήση των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία αφορούν τις συναντήσεις που δεν είναι «τεχνικές συναντήσεις». Εν πάση περιπτώσει, τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τη συνάντηση αυτή περιλαμβάνονταν ήδη στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και η προσφεύγουσα διατύπωσε τις σχετικές παρατηρήσεις της στην απάντησή της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων τις οποίες εξέτασε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 152 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

341    Κατά τα λοιπά, η δήλωση της ExxonMobil σχετικά με τη συνάντηση αυτή αποκαλύπτει ότι αυτή αφορούσε «ειδικώς [τον] κηρό ακατέργαστης παραφίνης που προοριζόταν για τους παραγωγούς μοριοσανίδων στο γερμανόφωνο τμήμα της Ευρώπης» και συμπληρώνει τα στοιχεία που μπορούσαν να έχουν οδηγήσει την Επιτροπή στη διαπίστωση ότι, όσον αφορά την πτυχή της παραβάσεως σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, δεν διέθετε επαρκείς αποδείξεις παρά μόνο σε σχέση με τις πωλήσεις προς τους Γερμανούς τελικούς πελάτες.

342    Τέταρτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 3ης και της 4ης Φεβρουαρίου 2000, η Επιτροπή συμφωνεί με την προσφεύγουσα στη διαπίστωση ότι δεν υφίσταντο αποδείξεις σχετικά με τις συζητήσεις για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης κατά τη συνάντηση αυτή και ότι επρόκειτο για τυπογραφικό σφάλμα το οποίο συνίστατο στη μνεία της αιτιολογικής σκέψεως 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως σε υποσημείωση που περιλαμβανόταν στην αιτιολογική σκέψη 112.

343    Πέμπτον, όσον αφορά την τεχνική συνάντηση της 17ης και της 18ης Δεκεμβρίου 2002, η Επιτροπή παρέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 168 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρατηρήσεις αναγόμενες στην ίδια περίοδο τις οποίες σημείωσε ο εκπρόσωπος της Total France σε πίνακα που είχε διανεμηθεί στο πλαίσιο αυτής της τεχνικής συναντήσεως. Ο πίνακας και οι παρατηρήσεις περιέχουν ευαίσθητες εμπορικά πληροφορίες που αφορούν τους κηρούς παραφίνης και τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Οι παρατηρήσεις της Total France περιέχουν τη μνεία «κηρός ακατέργαστης παραφίνης κάτω των 500 ευρώ».

344    Η Επιτροπή συνήγαγε επί της βάσεως αυτής ότι η τιμή του κηρoύ ακατέργαστης παραφίνης αποτέλεσε το αντικείμενο συζητήσεων που διεξήχθησαν στο πλαίσιο αυτής της τεχνικής συναντήσεως.

345    Η προσφεύγουσα αντιτάσσει στην Επιτροπή ότι καμία συμφωνία σχετικά με την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης δεν προκύπτει από τις αναφορές αυτές.

346    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή δεν απεφάνθη ότι στο πλαίσιο της συναντήσεως αυτής είχε συναφθεί συμφωνία σχετικά με την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Περαιτέρω, η πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ήταν σύνθετη, περιελάμβανε δε, όπως ακριβώς και η κύρια πτυχή της παραβάσεως, συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές, καθώς και την ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών για την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

347    Κατά τα λοιπά, η ερμηνεία της προσφεύγουσας, βάσει της οποίας το χειρόγραφο σημείωμα προσκομίστηκε στο πλαίσιο της συναντήσεως της 28ης Φεβρουαρίου 2003, ουδόλως αναιρεί την αποδεικτική ισχύ του σημειώματος αυτού, δεδομένου ότι αυτό συνιστά εν πάση περιπτώσει απόδειξη ότι οι ασυμβίβαστες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεις σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης είχαν διεξαχθεί κατά τη διάρκεια των ετών 2002 ή 2003.

348    Συνεπώς, οι εν λόγω παρατηρήσεις εντάσσονται στο σύνολο των στοιχείων που αποδεικνύουν ότι η παράβαση περιελάμβανε πτυχή που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

349    Έκτον, όσον αφορά τη συνάντηση της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004, η Επιτροπή εξέτασε, στην αιτιολογική σκέψη 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ένα σημείωμα που κατασχέθηκε στα γραφεία της Total France και το οποίο περιελάμβανε τις ακόλουθες αναφορές:

«-> Sasol 40 €/50 $. - Τέλη Ιουλίου.

-> Mer: 38-28.

-> 1 Ιουλίου

+ FRP: 70 -> 6 000 €/T

+ κερί ρεσώ: 50 -> 500 €/T

+ μικρός κηρός: 25 -> 50 $/T

[...]

-> 40 €/T κηρός ακατέργαστης παραφίνης.»

350    Η αιτιολογική σκέψη 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«[…] η τελευταία αράδα καταδεικνύει ότι συμφωνήθηκε επίσης αύξηση της τιμής του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Από την όλη συνάφεια του σημειώματος συνάγεται ότι το βέλος που προηγείται της τιμής αποτελεί ένδειξη για την ύπαρξη συμφωνηθείσας στρατηγικής για το μέλλον, ήτοι ότι σχεδιάζεται αύξηση της τιμής.»

351    Κατά την προσφεύγουσα, το πραγματικό περιεχόμενο του εγγράφου αυτού συνίστατο στην παράθεση εξ ενός των συμμετεχόντων (της Sasol ή κάποιου άλλου Γερμανού παραγωγού) των σκοπών του ως προς το ύψος των τιμών.

352    Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η προσφεύγουσα δεν παρέσχε κάποια αληθοφανή και συνεκτική εναλλακτική ερμηνεία η οποία να μπορεί να ανατρέψει την ερμηνεία της Επιτροπής. Πράγματι, από τη δικογραφία συνάγεται ότι τα σημειώματα περιέχουν την επωνυμία της επιχειρήσεως, τον εκπρόσωπό της, ή, τουλάχιστον, τη χώρα στην οποία εδρεύει η επιχείρηση οσάκις επρόκειτο για μονομερή πρόταση περί τιμής, πράγμα το οποίο απουσιάζει στην περίπτωση της μνείας «40€/T κηρός ακατέργαστης παραφίνης».

353    Συνεπώς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τις συναντήσεις στο πλαίσιο των οποίων συζητήθηκε το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

354    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να αποδείξει, βάσει των δηλώσεων των επιχειρήσεων και των αποδεικτικών εγγράφων σχετικά με τις συναντήσεις στις οποίες ήταν παρούσα η προσφεύγουσα και οι οποίες μνημονεύονται στις αιτιολογικές σκέψεις 144, 145, 152, 168 και 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών συνιστάμενων σε συμφωνίες ή σε εναρμονισμένες πρακτικές, καθώς και στην ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με την τιμή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης και με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε αυτήν την πτυχή της παραβάσεως.

 Επί του διαρκούς χαρακτήρα της πτυχής της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

355    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε την ύπαρξη διαρκούς παραβάσεως σχετικά με την πώληση κηρού ακατέργαστης παραφίνης στους Γερμανούς τελικούς πελάτες μεταξύ 1997 και 2004. Κατά την άποψή της, ακόμη και στην περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της Επιτροπής είναι επαρκή ως προς τις τεχνικές συναντήσεις της 30ής και 31ης Οκτωβρίου 1997 και της 11ης και 12ης Μαΐου 2004, επρόκειτο απλώς για δύο συγκεκριμένες παραβάσεις εκ των οποίων η πρώτη έχει άλλωστε παραγραφεί.

356    Πρώτον, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα στήριξε την επιχειρηματολογία της στην παραδοχή ότι μόνον αυτές οι δύο συναντήσεις μπορούσαν, το πολύ, να θεωρηθούν επίσης συναντήσεις στις οποίες εξετάστηκε το ζήτημα του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Ωστόσο, όπως προκύπτει από τον ανωτέρω έλεγχο, η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της αποδεικτικά έγγραφα σχετικά με την ύπαρξη τέτοιων πρακτικών στο πλαίσιο πέντε συναντήσεων, που έλαβαν χώρα στις 19 και 20 Ιουνίου 1997, στις 30 και 31 Οκτωβρίου 1997, στις 8 και 9 Μαρτίου 1999, στις 17 και 18 Δεκεμβρίου 2002 (ή, εναλλακτικώς, στις 28 Φεβρουαρίου 2003) και στις 11 και 12 Μαΐου 2004.

357    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί το συμπέρασμα που συνάγεται στις σκέψεις 314 ανωτέρω, βάσει του οποίου η Επιτροπή ορθώς απεφάνθη ότι οι πρακτικές σχετικά με τους κηρούς παραφίνης καθώς και οι πρακτικές σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης αποτελούσαν ενιαία παράβαση. Συνεπώς, οι αποδείξεις σχετικά με τις πρακτικές που αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης πρέπει να εκτιμηθούν στο πλαίσιο του συνόλου του αποδεικτικού υλικού σχετικά με την ενιαία παράβαση, το οποίο έχει συγκεντρώσει η Επιτροπή. Το υλικό αυτό αποδεικνύει την ύπαρξη συνεχών επαφών μεταξύ των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στις πρακτικές σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

358    Τρίτον, όπως προκύπτει από τη δήλωση της Shell που παρατίθεται στη σκέψη 291 ανωτέρω, ήταν σαφές για τους εκπροσώπους της βιομηχανίας των κηρών παραφίνης ότι, όταν οι τιμές των προϊόντων αυτών αυξάνονταν κατά ένα ορισμένο ποσό ή ποσοστό, θα υφίσταντο ταυτόχρονη αύξηση οι τιμές της πρώτης ύλης, ήτοι του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, τούτ’ έστιν αύξηση κατά 30 έως 40 % της αυξήσεως της τιμής των κηρών παραφίνης. Ως εκ τούτου, οι αντιβαίνουσες στους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεις που διεξήχθησαν σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης επηρέαζαν επίσης την πολιτική των τιμών των συμμετεχόντων ως προς τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, πράγμα το οποίο δικαιολογεί ακόμη περισσότερο την παραδοχή της Επιτροπής ότι η πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης είχε διαρκή χαρακτήρα.

359    Συνεπώς, πρέπει να επικυρωθεί η διαπίστωση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση βάσει της οποίας η πτυχή που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης αποτελούσε μέρος μιας διαρκούς παραβάσεως και να απορριφθούν τα προβληθέντα συναφώς επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Επί του περιορισμού των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών στη Γερμανία

360    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή δεν δικαιολόγησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, για ποιον λόγο περιόρισε την έκταση της πτυχής της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης μόνο στους Γερμανούς τελικούς πελάτες.

361    Συναφώς, πρέπει να γίνει δεκτή η άποψη της Επιτροπής ότι το γεγονός ότι οι επιφυλάξεις της είχαν ως αποτέλεσμα να ευνοηθούν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, σε σχέση με την ύπαρξη ευρύτερων πρακτικών από ό,τι οι πωλήσεις στους τελικούς πελάτες στη Γερμανία, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, η Επιτροπή πρέπει να είναι ελεύθερη να λαμβάνει υπόψη της, για τους σκοπούς της επιβολής προστίμων, μόνον τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές για την ύπαρξη των οποίων δεν υπάρχει καμία επιφύλαξη.

362    Κατά τα λοιπά, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 329 ανωτέρω, η Επιτροπή διευκρίνισε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 289 έως 292 της προσβαλλομένης αποφάσεως που επαναλαμβάνονται στη σκέψη 320 ανωτέρω, τους λόγους για τους οποίους φρονούσε ότι οι αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικές σχετικά με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης περιορίζονταν στις πωλήσεις προς τους Γερμανούς τελικούς πελάτες. Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν προέβαλε επιχειρήματα σχετικά με αυτά τα χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

363    Επιπλέον, τα στοιχεία που παραθέτει η Επιτροπή στο πλαίσιο του εξατομικευμένου ελέγχου των συναντήσεων (βλ. τις σκέψεις 323 έως 352 ανωτέρω) είναι επαρκή προς στήριξη της απόψεώς της περί υπάρξεως πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και, ως εκ τούτου, παρέλκει η ανάλυση της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 317 ανωτέρω).

364    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, λαμβανομένων υπόψη των αποδεικτικών στοιχείων που συγκέντρωσε η Επιτροπή, αυτή μπορούσε νομίμως να αποδείξει την ύπαρξη πρακτικών αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού οι οποίες συνίσταντο σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές, καθώς και στην ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών σχετικά με την τιμή κηρού ακατέργαστης παραφίνης, καθώς και τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε αυτή την πτυχή της παραβάσεως (βλ. τη σκέψη 354 ανωτέρω). Περαιτέρω, πρέπει επίσης να επικυρωθεί η διαπίστωση στην οποία προέβη η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και δυνάμει της οποίας η πτυχή που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης αποτελούσε μέρος διαρκούς παραβάσεως (βλ. τη σκέψη 359 ανωτέρω).

365    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ.

366    Ομοίως, οι διαπιστώσεις της Επιτροπής, που επαναλαμβάνονται στις σκέψεις 317 έως 320 ανωτέρω, και τα έγγραφα στα οποία αυτές παραπέμπουν παρουσιάζουν κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο τη συλλογιστική της Επιτροπής σχετικά με την πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης κατά τρόπο ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τις συναφείς αιτιολογίες και στο αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 239 ανωτέρω.

367    Ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να απορριφθεί.

368    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

3.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας, της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως ως προς τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση μετά τις 12 Μαΐου 2004

 Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

369    Ως προς τη διάρκεια της παραβάσεως που αφορά τους κηρούς παραφίνης, η Επιτροπή έκρινε ότι ο όμιλος Total συμμετείχε σε αυτήν μεταξύ 3 Σεπτεμβρίου 1992 και 28 Απριλίου 2005 (δώδεκα έτη και επτά μήνες). Εντούτοις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η συμμετοχή της έπαυσε στις 12 Μαΐου 2004, ημερομηνία της τελευταίας τεχνικής συναντήσεως στην οποία συμμετείχε.

370    Στην αιτιολογική σκέψη 602 της προσβαλλομένης αποφάσεως η Επιτροπή τόνισε τα ακόλουθα:

«Η Total δηλώνει ότι δεν συμμετείχε σε καμία τεχνική συνάντηση μετά από αυτήν της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004 και προσθέτει ότι ο εκπρόσωπός της ακύρωσε το ταξίδι του για τη συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 2004, βάσει μηνύματος εσωτερικής επικοινωνίας, κατόπιν συμβουλών του ανωτέρου του. Η Επιτροπή παρατηρεί ότι δεν υφίσταται κανένα αποδεικτικό στοιχείο το οποίο να αφορά το ενδεχόμενο αποχωρήσεως από τη σύμπραξη. Στις περιπτώσεις σύνθετων παραβάσεων, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν παρίσταται σε μια συνάντηση ή διαφωνεί με όσα συζητούνται στο πλαίσιο μιας συναντήσεως δεν σημαίνει ότι η επιχείρηση έπαυσε να συμμετέχει σε διαρκή παράβαση. Προκειμένου να θέσει τέρμα στην παράβαση, η επιχείρηση πρέπει να αποστασιοποιηθεί κατά τρόπο σαφή από τη σύμπραξη. [Ωστόσο,] η Total δεν προσκόμισε ακριβή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία να συνάγεται ότι εφάρμοσε, κατά τρόπο απολύτως αυτόνομο, μια μονομερή στρατηγική στην αγορά και ότι αποστασιοποιήθηκε κατά τρόπο σαφή και κατηγορηματικό από τις δραστηριότητες της συμπράξεως. Αντιθέτως, τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει στην κατοχή της η Επιτροπή αποδεικνύουν ότι η Total έλαβε τις επίσημες προσκλήσεις για τις τρεις επόμενες τεχνικές συναντήσεις (ήτοι για τις τρεις τελευταίες τεχνικές συναντήσεις που διοργανώθηκαν πριν από τη διενέργεια των επιθεωρήσεων). Η Επιτροπή παρατηρεί ότι ο εκπρόσωπος της Total επιβεβαίωσε τη συμμετοχή του στη συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 2004, έστω και αν φαίνεται ότι ακύρωσε το ταξίδι του εν συνεχεία. Ομοίως, όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, είχε ήδη γίνει κράτηση ενός δωματίου από τη Sasol για τον εκπρόσωπο της Total στο ξενοδοχείο όπου [έλαβε] χώρα η συνάντηση, κράτηση η οποία ακυρώθηκε εν συνεχεία. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή συνάγει εντεύθεν ότι, για τη Sasol και τους λοιπούς συμμετέχοντες, ήταν σαφές ότι η Total συμμετείχε στη σύμπραξη μέχρι τέλους. Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης ότι οι συζητήσεις που διεξήχθησαν στο πλαίσιο των συναντήσεων δεν διέφεραν ουσιαστικά από αυτές που είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο προηγούμενων συναντήσεων, αλλά ότι οι συμμετέχοντες συνέχισαν να συζητούν περί αυξήσεων των τιμών χωρίς να προβούν σε κάποια μνεία σχετικά με οποιαδήποτε απόπειρα της Total να εγκαταλείψει τη σύμπραξη (βλ. τις αιτιολογικές σκέψεις 175, 176 και 177) και ότι δεν ήταν ασυνήθιστο να μην συμμετέχουν οι επιχειρήσεις σε ορισμένες συναντήσεις κατά τη διάρκεια της συμπράξεως. Αυτά τα δύο στοιχεία αποδεικνύουν ότι δεν θεωρείτο ότι η Total είχε εγκαταλείψει τη σύμπραξη μετά τη συνάντηση του Μαΐου 2004. Η εσωτερική επικοινωνία του εκπροσώπου της Total σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δεν συμμετείχε σε μια συνάντηση εν ουδεμία περιπτώσει μπορεί να θεωρηθεί ως δημόσια αποστασιοποίηση. Δεδομένου ότι από κανένα άλλο στοιχείο δεν προκύπτει [ότι αυτή] αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη, η Επιτροπή φρονεί ότι η συμμετοχή της Total στη σύμπραξη δεν έπαυσε πριν από τις επιθεωρήσεις.»

371    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να απαιτήσει τη δημόσια αποστασιοποίηση προκειμένου να διαπιστώσει το πέρας της συμμετοχής. Δεδομένου ότι δεν εξακολούθησε η συμμετοχή στις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεις, η Επιτροπή θα έπρεπε τουλάχιστον, ελλείψει άμεσων αποδεικτικών στοιχείων, να προσκομίσει θετικές ενδείξεις σχετικά με την περαιτέρω συμμετοχή της επιχειρήσεως στη σύμπραξη.

372    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, κατά την απόφαση Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής (σκέψη 266 ανωτέρω, σκέψη 241), δεν μπορεί να συναχθεί η οριστική παύση της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στη σύμπραξη παρά μόνον εάν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από το περιεχόμενο της.

373    Περαιτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι καθοριστικό στοιχείο για να εκτιμηθεί εάν η οικεία επιχείρηση είχε την πρόθεση να αποστασιοποιηθεί από την παράνομη συμφωνία είναι πράγματι η ερμηνεία των προθέσεών της από τους λοιπούς συμμετέχοντες στη σύμπραξη (απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 120).

374    Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη έπρεπε να αποστασιοποιηθούν δημοσίως από το περιεχόμενο της συμπράξεως προκειμένου να τερματίσουν τη συμμετοχή τους σε αυτήν και δεν παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ ούτε παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

375    Δεύτερον, πρέπει να τονιστεί ότι οι λοιποί συμμετέχοντες δεν σχημάτισαν την πεποίθηση ότι η προσφεύγουσα αποστασιοποιείται δημοσίως από τη σύμπραξη.

376    Πρώτον, τούτο αποδεικνύεται από τα πραγματικά περιστατικά που παρατίθενται στην αιτιολογική σκέψη 602 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα οποία δεν αμφισβήτησε η προσφεύγουσα και κατά τα οποία «ο εκπρόσωπος της Total [είχε] επιβεβαιώσει τη συμμετοχή στη συνάντηση της 3ης και της 4ης Νοεμβρίου 2004, έστω και αν φαίνεται ότι ακύρωσε το ταξίδι του εν συνεχεία». Ομοίως, «όσον αφορά τη συνάντηση της 23ης και της 24ης Φεβρουαρίου 2005, είχε ήδη γίνει κράτηση ενός δωματίου από τη Sasol για τον εκπρόσωπο της Total στο ξενοδοχείο όπου [έλαβε] χώρα η συνάντηση, κράτηση η οποία ακυρώθηκε εν συνεχεία». Είναι σαφές ότι, εάν οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη δεν θεωρούσαν την Total ως συμμετέχουσα μετά τη συνάντηση της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004, η Sasol, διοργανώτρια των τεχνικών συναντήσεων, δεν θα την είχε προσκαλέσει στις επόμενες συναντήσεις και δεν θα είχε κάνει κράτηση δωματίου για τον εκπρόσωπό της.

377    Δεύτερον, η μνεία από την προσφεύγουσα του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 3ης Νοεμβρίου 2004, το οποίο απεστάλη από τον εκπρόσωπο της Total στις τεχνικές συναντήσεις σε κάποιον άλλον υπάλληλο της Total, δεν αποδεικνύει δημόσια αποστασιοποίηση.

378    Το εν λόγω μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου έχει ως εξής:

«Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της συναντήσεως στην Αυστρία, θα ακολουθήσω τη σύσταση του Thibault. Ακυρώνω το ταξίδι μου στη Βιέννη (η αναχώρηση είχε προβλεφθεί αρχικώς για σήμερα το απόγευμα).»

379    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι ένα μήνυμα εσωτερικού ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, το οποίο δεν κοινοποιήθηκε στους λοιπούς συμμετέχοντες, δεν μπορεί να αποτελέσει δημόσια αποστασιοποίηση.

380    Επαλλήλως, επισημαίνεται ότι το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν συμμετείχε στις τελευταίες τεχνικές συναντήσεις ουδόλως αποδεικνύει ότι δεν έκανε χρήση των στοιχείων σχετικά με τις τιμές που εφάρμοζαν οι ανταγωνιστές της, τα οποία του παρασχέθηκαν στο πλαίσιο των δεκάδων τεχνικών συναντήσεων που είχαν προηγηθεί και στις οποίες ήταν παρούσα, και ότι δεν αποκόμισε οφέλη από τις συμφωνίες περί κατανομής των αγορών και των πελατών που εφαρμόστηκαν στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων που προηγήθηκαν. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι τη 12η Μαΐου 2004 είχε παύσει να εφαρμόζει τη σύμπραξη.

381    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

382    Κατά την προσφεύγουσα, από την αιτιολογική σκέψη 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι η Repsol βρισκόταν σε κατάσταση εν γένει παρεμφερή προς τη δική της όσον αφορά τη διάρκεια της συμμετοχής στην παράβαση. Αμφότερες είχαν παύσει στην πράξη να συμμετέχουν στις συναντήσεις πριν από την ημερομηνία των επιθεωρήσεων. Ακολούθως, ουδέποτε η Repsol αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από τη σύμπραξη. Τέλος όπως και στην περίπτωση της Total, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Repsol είχε πράγματι λάβει προσκλήσεις για τις τεχνικές συναντήσεις που διοργανώθηκαν μετά από τον Σεπτέμβριο του 2003, και τούτο μέχρι της διενέργειας των επιθεωρήσεων. Η μόνη διαφορά ήταν ότι, στην ανάλυση στην οποία υπέβαλε την πρόσκληση που απέστειλε η Sasol, στις 25 Οκτωβρίου 2004 για τη συνάντηση του Νοεμβρίου 2004, προκειμένου να αποδείξει τη συμμετοχή των επιχειρήσεων, η Επιτροπή κατέγραψε τους αποδέκτες αυτού του μηνύματος ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, πλην του εκπροσώπου της Repsol. Εντούτοις, η επωνυμία της περιλαμβανόταν ολογράφως μεταξύ των αποδεκτών.

383    Παρά την πανομοιότυπη κατάσταση της Repsol και της Total France, η Επιτροπή καθόρισε, κατά την προσφεύγουσα, το πέρας της συμμετοχής στην παράβαση, για τη Repsol, την 4η Αυγούστου 2004. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν εφάρμοσε τα ίδια κριτήρια για την εκτίμηση της διάρκειας της συμμετοχής της Repsol και της Total France και εφάρμοσε ένα «αποδεικτικό επίπεδο» σαφώς πιο αυστηρό επ’ αυτής της τελευταίας.

384    Κατά τη νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν όμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά όμοιο τρόπο, εκτός και εάν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 1984, 106/83, Sermide, Συλλογή 1984, σ. 4209, σκέψη 28, και του Γενικού Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 96).

385    Ωστόσο, από την αιτιολογική σκέψη 604 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την οποία διαπιστώνονται πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα, συνάγεται ότι, ακόμη και για την περίοδο μετά τη συνάντηση της 24ης και της 25ης Σεπτεμβρίου 2003, που ήταν η τελευταία συνάντηση στην οποία συμμετείχε η Repsol, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι συμμετείχε στη σύμπραξη, λαμβάνοντας υπόψη της το γεγονός ότι είχε λάβει από τη Sasol επίσημες προσκλήσεις με την ημερήσια διάταξη για τις συναντήσεις της 14ης και 15ης Ιανουαρίου 2004 και της 11ης και 12ης Μαΐου 2004. Αυτή συνέβη και στην περίπτωση της Total, όσον αφορά τις συναντήσεις που διεξήχθησαν μεταξύ 11 και 12 Μαΐου 2004 και του πέρατος της συμπράξεως. Επομένως, η Επιτροπή αντιμετώπισε αυτές τις δύο παρεμφερείς καταστάσεις κατά τρόπο πανομοιότυπο, αποδεχομένη τη συμμετοχή της Repsol και της Total για τις περιόδους κατά τη διάρκεια των οποίων αυτές συνέχισαν να λαμβάνουν τις επίσημες προσκλήσεις με την ημερήσια διάταξη.

386    Αντιθέτως, η Επιτροπή έκρινε ότι η συμμετοχή της Repsol έπαυσε την 4η Αυγούστου 2004, δεδομένου ότι, για τη συνάντηση αυτή, η Repsol δεν είχε λάβει πλέον καμία επίσημη πρόσκληση με την ημερήσια διάταξη, πράγμα το οποίο, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, καταδεικνύει ότι η Sasol είχε επιφυλάξεις ως προς το εάν η Repsol εξακολουθούσε να συμμετέχει στη σύμπραξη.

387    Πρέπει να επιβεβαιωθεί ότι η παύση της αποστολής επίσημων προσκλήσεων με την ημερήσια διάταξη των συναντήσεων στη Repsol καταδεικνύει ότι η Sasol, διοργανώτρια των συναντήσεων, μετέβαλε την εκτίμησή της και δεν ήταν πλέον βέβαιη για τη συμμετοχή της Repsol στη σύμπραξη μετά την 4η Αυγούστου 2004. Το στοιχείο αυτό επαρκεί προκειμένου να θεωρηθεί ότι η Repsol αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη βάσει της εντυπώσεως που είχαν σχηματίσει οι λοιποί συμμετέχοντες στη σύμπραξη, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 373 ανωτέρω.

388    Αντιθέτως, τούτο δεν συνέβη στην περίπτωση της προσφεύγουσας, η οποία εξακολούθησε να λαμβάνει τις επίσημες προσκλήσεις με την ημερήσια διάταξη των συναντήσεων. Υπήρξαν ακόμη και κρατήσεις δωματίων ξενοδοχείου για τον εκπρόσωπό της, τούτο δε και κατά την τελευταία τεχνική συνάντηση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποστασιοποιήθηκε από τη σύμπραξη βάσει της εντυπώσεως που σχημάτισαν οι λοιποί συμμετέχοντες.

389    Ως εκ τούτου, όσον αφορά την περίοδο μετά την 4η Αυγούστου 2004, ως προς τη Repsol, και την περίοδο από 12 Μαΐου 2004 έως το τέλος της συμπράξεως, ως προς την Total, η Επιτροπή αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο δύο καταστάσεις που ήσαν διαφορετικές, βάσει του κριτηρίου που είναι κρίσιμο για την εκτίμηση της διάρκειας της συμμετοχής στην παράβαση.

390    Εντεύθεν συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στο πλαίσιο του καθορισμού του πέρατος της συμμετοχής της Total και της Repsol.

391    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και το δεύτερο σκέλος και, ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

4.     Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφορά την προβαλλόμενη διακοπή της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη

392    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, με την αιτιολογική σκέψη 603 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αρνήθηκε να δεχθεί τον ισχυρισμό της περί διακοπής της συμμετοχής της στην παράβαση μεταξύ της συναντήσεως της 25ης και της 26ης Μαΐου 2000 και αυτής της 26ης και της 27ης Ιουνίου 2001, μολονότι δεν συμμετείχε στις συναντήσεις κατά την ανωτέρω περίοδο. Υποστηρίζει ότι, με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ και παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

393    Στην αιτιολογική σκέψη 603 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε τα ακόλουθα:

«Η Total France SA υποστηρίζει ότι διέκοψε τη συμμετοχή της μεταξύ 2000 και 2001, καθώς και ότι το γεγονός ότι ο εκπρόσωπός της εγκατέλειψε τη συνάντηση οργισμένος αποτελούσε ένδειξη αποστασιοποιήσεως. Η Επιτροπή παρατηρεί, όπως καταδείχθηκε στο σημείο 4.2, ότι η Total συμμετείχε στην τεχνική συνάντηση της 18ης και της 19ης Σεπτεμβρίου 2000 και, εκ νέου, στη συνάντηση της 26ης και της 27ης Ιουνίου 2001 και ότι, ως εκ τούτου, ήταν απούσα σε τρεις συναντήσεις σε διάστημα εννέα μηνών. Η Επιτροπή παρατηρεί επίσης ότι από κανένα στοιχείο δεν συνάγεται ότι η Total αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από τη σύμπραξη. Το γεγονός ότι ο [S. E.] εγκατέλειψε τη συνάντηση δεν συνιστά καθαυτό δημόσια αποστασιοποίηση, δεδομένου ότι ούτε η ίδια η Total υποστηρίζει ότι ο [S. E.] ανήγγειλε την πρόθεσή του να τερματιστεί η συμμετοχή της Total στη σύμπραξη. Η οργή του [S. E.] αποδεικνύει μάλλον ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με τις συναφθείσες συμφωνίες. Η επανεμφάνιση της Total ύστερα από διάστημα μικρότερο του ενός έτους επιβεβαιώνει ότι πρόθεσή της δεν ήταν να τερματιστεί η συμμετοχή της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν φρονεί ότι η παροδική σύντομη απουσία της Total αποτελεί διακοπή της συμμετοχής της στη σύμπραξη.»

394    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως συνήγαγε ότι η διακοπή της συμμετοχής της στις συναντήσεις διήρκεσε μόνον εννέα μήνες. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή έκρινε ότι η Total France έπαυσε να συμμετέχει στις συναντήσεις από της πραγματοποιήσεως μιας τεχνικής συναντήσεως τον Σεπτέμβριο του 2000. Κατά την άποψή της, τούτο συνιστά πλάνη περί τα πράγματα, δεδομένου ότι ούτε στην περιγραφή των συναντήσεων στο σημείο 4.2 ούτε στον πίνακα συναντήσεων που προσαρτάται στην προσβαλλόμενη απόφαση υφίσταται κάποια ένδειξη περί συναντήσεως πραγματοποιηθείσας στις 18 και 19 Σεπτεμβρίου 2000.

395    Παρατηρείται ότι, όπως παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, καμία συνάντηση δεν πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2000 και, ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας είναι βάσιμη.

396    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί εάν η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να συναγάγει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη δεν διεκόπη, παρά το γεγονός ότι δεν συμμετείχε σε καμία από τις τρεις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ 26 Μαΐου 2000 και 26 Ιουνίου 2001 και παρά το γεγονός ότι ο εκπρόσωπός της εγκατέλειψε προ του πέρατός της τη συνάντηση της 25ης και της 26ης Μαΐου 2000 διαφωνώντας με ορισμένες τουλάχιστον απόψεις που συζητούνταν σε αυτήν.

397    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διακοπή της συμμετοχής της στις συναντήσεις δεν ήταν τυχαία. Ήταν η άμεση και μόνιμη συνέπεια της ρήξεως που επήλθε μεταξύ του S. E., ήτοι του εκπροσώπου της Total France, και των λοιπών συμμετεχόντων στο πλαίσιο της συναντήσεως της 25ης και της 26ης Μαΐου 2000. Ο S. E. εγκατέλειψε τη συνάντηση εξοργισμένος διότι του ζητήθηκε να τηρήσει μια δέσμευση την οποία ουδέποτε είχε αναλάβει.

398    Επιβάλλεται να υπομνησθεί ότι το συμβάν που επικαλείται η προσφεύγουσα, το οποίο σημειώθηκε στο πλαίσιο της συναντήσεως της 25ης και της 26ης Μαΐου 2000, περιγράφεται στην από 24 Νοεμβρίου 2005 δήλωση της Shell. Κατά τη δήλωση αυτή, που στηρίζεται στα λεγόμενα του εκπροσώπου της Shell στις τεχνικές συναντήσεις ο οποίος ήταν παρών στο συμβάν αυτό, οι συμμετέχοντες συζητούσαν τις τιμές που εφάρμοζαν έναντι ενός Γερμανού πελάτη. Η Total κατηγορήθηκε ότι πωλούσε σε υπέρμετρα χαμηλή τιμή, πράγμα το οποίο αρνήθηκε ο S. E. Εντούτοις, κάποιος άλλος συμμετέχων αμφισβήτησε τα λεγόμενά του επικαλούμενος αντίγραφο της προσφοράς την οποία είχε αποστείλει η Total στον εν λόγω πελάτη. Το γεγονός αυτό προκάλεσε στον S. E. «τέτοια οργή» που εγκατέλειψε τη συνάντηση. Μετά το συμβάν αυτό, ο S. E. δεν συμμετείχε πλέον στις τεχνικές συναντήσεις. Μόνο κατόπιν της προσλήψεως του C. O. από την Total άρχισε αυτή να συμμετέχει εκ νέου στις τεχνικές συναντήσεις.

399    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε σε μια σύνθετη, ενιαία και διαρκή παράβαση που συνίστατο σε δραστηριότητες αποτελούσες σύμπραξη σχετικά με τον καθορισμό των τιμών, την κατανομή των πελατών ή την κατανομή των αγορών, καθώς και στην αποκάλυψη και ανταλλαγή εμπορικά ευαίσθητων πληροφοριών, ιδίως σε σχέση προς τους πελάτες, την τιμολόγηση, την ικανότητα παραγωγής και τους όγκους των πωλήσεων.

400    Ωστόσο, το συμβάν που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αφορά παρά μόνον ένα μεμονωμένο στοιχείο της συμπράξεως, ήτοι την εφαρμοζόμενη έναντι ενός συγκεκριμένου πελάτη τιμή. Περαιτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, από της τεχνικής συναντήσεως της 26ης και της 27ης Ιουνίου 2001, η προσφεύγουσα άρχισε εκ νέου να παρίσταται τακτικά στις τεχνικές συναντήσεις, ήταν δε παρούσα και στις έντεκα τεχνικές συναντήσεις που επακολούθησαν, μέχρις αυτής της 11ης και της 12ης Μαΐου 2004.

401    Ομοίως, μολονότι είναι αληθές ότι η εν λόγω μεμονωμένη συμπεριφορά του S. E. αποτελεί ένδειξη περιστασιακής αθετήσεως από την Total των συμφωνιών που είχαν συναφθεί στο πλαίσιο της συμπράξεως, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι ο S. E. εγκατέλειψε την τεχνική συνάντηση καθιστώντας σαφές στους λοιπούς συμμετέχοντες ότι πρόθεση της Total ήταν να επιδεικνύει πλέον ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά. Ομοίως, από τη δήλωση της Shell συνάγεται ότι ο S. E. δεν εγκατέλειψε τη συνάντηση λόγω του εν γένει αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού περιεχομένου της, αλλά λόγω του γεγονότος ότι ένας εκ των συμμετεχόντων επικαλέστηκε έγγραφο που αμφισβητούσε την ειλικρίνεια των λεγομένων του, ήτοι λόγω μιας μάλλον προσωπικής φύσεως συγκρούσεως.

402    Ως εκ τούτου, το συμβάν που επικαλείται η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι ο εκπρόσωπος της Total αποστασιοποιήθηκε από την υπό κρίση ενιαία, σύνθετη και διαρκή παράβαση, βάσει της εντυπώσεως που σχημάτισαν οι λοιποί συμμετέχοντες (βλ. σκέψεις 372 και 373 ανωτέρω).

403    Περαιτέρω, το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα δεν συμμετείχε στις τρεις συναντήσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ της 26ης Μαΐου 2000 και της 26ης Ιουνίου 2001 ουδόλως αποδεικνύει ότι δεν χρησιμοποίησε τα στοιχεία σχετικά με τις εφαρμοζόμενες από τους ανταγωνιστές της τιμές τα οποία περιήλθαν σε αυτήν στο πλαίσιο των δεκάδων τεχνικών συναντήσεων που προηγήθηκαν και στις οποίες ήταν παρούσα, και ότι δεν επωφελήθηκε από τις συμφωνίες περί κατανομής αγορών και πελατών που συνήφθησαν στο πλαίσιο των τεχνικών συναντήσεων που προηγήθηκαν. Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι η συμμετοχή της είχε διακοπεί κατά την επίδικη περίοδο.

404    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ ούτε παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας ως προς το σημείο αυτό. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως.

5.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και σε παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 όσον αφορά την μη εφαρμογή των προβαλλόμενων πρακτικών

405    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει υπόψη της το γεγονός ότι δεν συμμετείχε στην εφαρμογή της συμπράξεως ως ελαφρυντική περίσταση δυνάμει της παραγράφου 29 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, υπέπεσε σε πλάνη.

406    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή τόνισε, υπό τον τίτλο «Ελαφρυντικές περιστάσεις» της αιτιολογικής σκέψεως 696 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εξής:

«Ορισμένες επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι δεν εφάρμοσαν τις συμφωνίες και επισημαίνουν το γεγονός ότι ο αριθμός των τιμοκαταλόγων που απέστειλαν ή έλαβαν είναι περιορισμένος. Ορισμένες επιχειρήσεις υποστηρίζουν ότι η συμπεριφορά τους στην αγορά δεν επηρεάστηκε από τις συμφωνίες. Η Επιτροπή δεν θεωρεί, πρώτον, ότι αυτοί οι απλοί ισχυρισμοί συνιστούν επαρκή απόδειξη περί μη εφαρμογής κατά την έννοια των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 που αφορούν τον υπολογισμό των προστίμων. Δεύτερον, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η αποστολή ή η λήψη τιμοκαταλόγων δεν αποτελούσε το μόνο μέσο εφαρμογής, η οποία πραγματοποιείτο κυρίως διά (προσπαθειών) αυξήσεως των τιμών σε τακτά διαστήματα οι οποίες γνωστοποιούνταν στην αγορά, ενίοτε δε τεκμηριώνονται μέσω των αποδείξεων περί των τεχνικών συναντήσεων.»

407    Όπως διαπιστώθηκε κατά το πέρας του ελέγχου σχετικά με το δεύτερο και το τέταρτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οι παραδοχές της Επιτροπής που αφορούν την εφαρμογή της συμπράξεως από την προσφεύγουσα στηρίζονται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία.

408    Ως εκ τούτου, ο παρών λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος και επομένως πρέπει να απορριφθεί.

6.     Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως που αφορά τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς για την εκτίμηση του βασικού ποσού του προστίμου

409    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, χρησιμοποιώντας την αξία των πωλήσεων των τριών τελευταίων οικονομικών ετών της περιόδου της συμμετοχής της στη παράβαση που της καταλογίζεται, ήτοι της περιόδου από το 2002 έως το 2004, για τους κηρούς παραφίνης, και της περιόδου από το 2001 έως το 2003, για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, και παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Συγκεκριμένα, προκειμένου να τηρήσει τις αρχές αυτές, η Επιτροπή θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει την αξία των πωλήσεων του 2004, για τους κηρούς παραφίνης, και αυτήν του 2003, για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν παρέθεσε την ενδεδειγμένη αιτιολογία ως προς το σημείο αυτό.

410    Η παράγραφος 13 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 ορίζει τα εξής:

«Για τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου, η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί την αξία των πωλήσεων των προϊόντων ή υπηρεσιών που πραγματοποιήθηκαν από την επιχείρηση, με τις οποίες η παράβαση σχετίζεται άμεσα ή έμμεσα, στον σχετικό γεωγραφικό χώρο εντός του ΕΟΧ. Η Επιτροπή θα χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις πωλήσεις της επιχείρησης κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση (στο εξής “η αξία των πωλήσεων”)».

411    Στην αιτιολογική σκέψη 634 της προσβαλλομένης αποφάσεως. η Επιτροπή τόνισε τα ακόλουθα:

«Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι το 2004 αντιπροσωπεύει, λόγω της διευρύνσεως της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Μάιο του έτους αυτού, ένα εξαιρετικό έτος. Η Επιτροπή φρονεί ότι ενδείκνυται να μην χρησιμοποιηθεί ως ενιαία βάση υπολογισμού του προστίμου η αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά το 2004, αλλά η αξία των πωλήσεων των τριών τελευταίων οικονομικών ετών της συμμετοχής του φορέα στην παράβαση».

412    Πρώτον, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, πρέπει να τονιστεί ευθύς εξ αρχής ότι από το ίδιο το γράμμα των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, κατά το οποίο η Επιτροπή πρέπει να χρησιμοποιεί «κατά κανόνα» τις πωλήσεις της επιχειρήσεως κατά τη διάρκεια του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής της στην παράβαση, συνάγεται ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει συστηματικώς υπόψη της την αξία των πωλήσεων του τελευταίου έτους της συμμετοχής. Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται κανέναν άλλον κανόνα δικαίου δυνάμει του οποίου η Επιτροπή να υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη της τον κύκλο εργασιών του τελευταίου πλήρους οικονομικού έτους της συμμετοχής μιας επιχειρήσεως στην παράβαση.

413    Επομένως πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που στηρίζεται στην παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

414    Δεύτερον, κατά τη νομολογία, στον βαθμό που η Επιτροπή πρέπει να στηρίζεται στον κύκλο εργασιών των επιχειρήσεων που εμπλέκονται στην ίδια παράβαση προκειμένου να συσχετίσει τα πρόστιμα που πρέπει να επιβληθούν, επιβάλλεται ο καθορισμός του χρονικού διαστήματος που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τρόπον ώστε οι αντίστοιχοι κύκλοι εργασιών να είναι όσο το δυνατόν συγκρίσιμοι. Επομένως, μια συγκεκριμένη επιχείρηση δεν μπορεί να αξιώσει από την Επιτροπή να στηριχθεί, ως προς αυτήν, σε χρονικό διάστημα διαφορετικό από εκείνο το οποίο εν γένει λαμβάνεται υπόψη, εκτός αν αποδείξει ότι ο κύκλος εργασιών, τον οποίο πραγματοποίησε κατά το διάστημα αυτό, δεν αποτελεί, για συγκεκριμένους λόγους, ένδειξη του αληθούς οικονομικού μεγέθους της και της οικονομικής ισχύος της ούτε της εκτάσεως της παραβάσεως που διέπραξε (απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑319/94, Fiskeby Board κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1331, σκέψη 42).

415    Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι το 2004 ήταν ένα εξαιρετικό έτος για την οικεία βιομηχανία, λόγω της διευρύνσεως της Ένωσης και της προσχωρήσεως δέκα νέων κρατών μελών, ειδικότερα δε διότι η Ουγγαρία ήταν η έδρα και ο τόπος παραγωγής της MOL, μίας εκ των συμμετεχόντων στη σύμπραξη.

416    Συνεπώς, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη τον μέσο όρο των αξιών των πωλήσεων της περιόδου από 2002 έως 2004 στην αγορά των κηρών παραφίνης με τον ίδιο ακριβώς τρόπο για όλες τις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στη σύμπραξη μέχρι τον τερματισμό της, δεν παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 και δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως. Ομοίως, δεδομένου ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον μέσο όρο των τριών τελευταίων οικονομικών ετών της συμμετοχής εκάστης των εμπλεκομένων στη σύμπραξη επιχειρήσεων όσον αφορά τους κηρούς παραφίνης, μπορούσε νομίμως να εφαρμόσει την ίδια μέθοδο και στην περίπτωση του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, προκειμένου να χρησιμοποιήσει τα πλέον συγκρίσιμα κατά το δυνατόν δεδομένα.

417    Τρίτον, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Έστω και αν υποτεθεί ότι το 2004 υπήρξε ένα εξαιρετικό έτος για ορισμένους εκ των συμμετεχόντων στη σύμπραξη, λόγω της διευρύνσεως της Ένωσης, τούτο δεν ισχύει με κανέναν τρόπο για την Total France. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αντιμετώπισε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο επιχειρήσεις ευρισκόμενες σε διαφορετικές καταστάσεις.

418    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 384 ανωτέρω, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν παρεμφερείς καταστάσεις αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, εκτός και αν μια τέτοια αντιμετώπιση είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

419    Ωστόσο, έστω και αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα μπορεί νομίμως να προβάλει ότι διαφορετικές καταστάσεις (αυτή της Total σε σχέση προς αυτήν της MOL) αντιμετωπίστηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αυτή η μεταχείριση είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη, λαμβανομένης υπόψη της εξαιρετικής φύσεως του έτους 2004 και των συνεπειών του επί του οικείου τομέα, ιδίως της προσθήκης της παραγωγής της MOL στη βιομηχανία του EΟΧ. Ομοίως, ένας τέτοιος αντικειμενικός λόγος απορρέει από το γεγονός ότι η Επιτροπή υποχρεούται να οριοθετήσει την περίοδο που πρέπει να ληφθεί υπόψη ούτως ώστε τα αριθμητικά μεγέθη που προκύπτουν να είναι όσο το δυνατόν συγκρίσιμα, πράγμα το οποίο, κατά κανόνα, είναι αντίθετο προς τη συνεκτίμηση, για τις επιχειρήσεις που συμμετέχουν στη σύμπραξη μέχρι την ίδια ημερομηνία, διαφορετικών χρονικών περιόδων προκειμένου να υπολογιστεί η αξία των πωλήσεων.

420    Τέταρτον, όσον αφορά τη φερόμενη ως ανεπαρκή αιτιολογία, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι η Επιτροπή, επικαλούμενη τη διεύρυνση της Ένωσης το 2004 στην αιτιολογική σκέψη 634 της προσβαλλομένης αποφάσεως και περιγράφοντας λεπτομερώς στην προσβαλλόμενη απόφαση την κατάσταση της MOL και τον ρόλο της στη σύμπραξη, αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή της να λάβει υπόψη της τον μέσο όρο των τριών τελευταίων οικονομικών ετών της συμμετοχής του φορέα στην παράβαση προκειμένου να υπολογίσει την αξία των πωλήσεων.

421    Κατά τα λοιπά, το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι ορθώς η Επιτροπή επέλεξε τον μέσο όρο της αξίας των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν κατά τα τρία τελευταία πλήρη οικονομικά έτη της συμμετοχής εκάστου των συμμετεχόντων στην παράβαση και, ως εκ τούτου, επικυρώνει την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς το στοιχείο αυτό του υπολογισμού του ποσού του προστίμου.

422    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

7.     Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας εκ του λόγου ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της υπέρμετρα υψηλό ποσοστό της αξίας των πωλήσεων για την πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

423    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη για τον σκοπό του υπολογισμού του ύψους του προστίμου το 15 % της αξίας των πωλήσεων του κηρού ακατέργαστης παραφίνης και μόνον το 18 % της αξίας των πωλήσεων των κηρών παραφίνης λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως, παρέβη την παράγραφο 20 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 και παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

424    Υπενθυμίζει ότι, εν αντιθέσει προς τους κηρούς παραφίνης, η Επιτροπή δεν δέχθηκε ότι στοιχειοθετείται παράβαση συνιστάμενη στην κατανομή αγορών ή πελατών. Κατά την άποψή της, εντεύθεν συνάγεται κατά λογική αναγκαιότητα ότι ο βαθμός σοβαρότητας των πρακτικών που της αποδίδονται σε σχέση προς τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ήταν σαφώς υποδεέστερος προς αυτόν των πρακτικών για τους κηρούς παραφίνης. Ομοίως, στο γεωγραφικό επίπεδο, η πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης περιοριζόταν στο γερμανικό έδαφος, ενώ οι πρακτικές που αφορούσαν τους κηρούς παραφίνης εκτείνονταν, κατά την Επιτροπή, στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ.

425    Τα διαφορετικά επίπεδα σοβαρότητας των πτυχών της παραβάσεως που αφορούν τους κηρούς παραφίνης και της πτυχής της παραβάσεως που αφορούν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης δικαιολογούσαν, κατά την προσφεύγουσα, διαφορά μεγαλύτερη των τριών ποσοστιαίων μονάδων μεταξύ των δύο συντελεστών που εφαρμόστηκαν λόγω της σοβαρότητας. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να μειώσει σε σημαντικό βαθμό το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων η οποία ελήφθη υπόψη για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και να υπολογιστεί εκ νέου το ύψος του προστίμου επί της νέας αυτής βάσεως.

426    Κατά την παράγραφο 20 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η εκτίμηση της σοβαρότητας γίνεται κατά περίπτωση για κάθε είδος παραβάσεως, αφού ληφθούν υπόψη όλες οι κρίσιμες περιστάσεις της υποθέσεως. Κατά την παράγραφος 21, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που θα λαμβάνεται υπόψη πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να καθορίζεται σε επίπεδο το οποίο μπορεί να ανέλθει έως το 30 %. Η παράγραφος 22 προβλέπει ότι, για να αποφασιστεί εάν το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων το οποίο θα ληφθεί υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση θα πρέπει να είναι χαμηλά ή υψηλά στην κλίμακα αυτή, η Επιτροπή πρέπει να συνεκτιμά διάφορους παράγοντες, όπως το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι. Κατά την παράγραφο 23, οι οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής, που είναι γενικά μυστικές, περιλαμβάνονται, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού, οπότε το ποσοστό των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τέτοιες παραβάσεις γενικά προσεγγίζει το ανώτερο επίπεδο της κλίμακας που προβλέπει η παράγραφος 21.

427    Με την προσβαλλόμενη απόφαση, υπό τον τίτλο «Συμπέρασμα επί της σοβαρότητας», η Επιτροπή τόνισε τα εξής:

«[…]

(653) Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, των κριτήριων που εξετάστηκαν ανωτέρω σε σχέση με τη φύση της παραβάσεως και τη γεωγραφική έκταση, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ENI και την H&R/Tudapetrol [που συμμετείχαν μόνο στην κύρια πτυχή της παραβάσεως] πρέπει να είναι 17 %. Αποδείχθηκε ότι, για την ExxonMobil, τη MOL, τη Repsol, την RWE, τη Sasol, τη Shell και την Total, η ενιαία και διαρκής παράβαση χαρακτηριζόταν επίσης από την κατανομή πελατών και/ή αγορών [δεύτερη πτυχή της παραβάσεως]. Η κατανομή των αγορών και η κατανομή των πελατών περιλαμβάνονται, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού, στον βαθμό που οι πρακτικές αυτές έχουν ως συνέπεια τη συρρίκνωση ή την κατάργηση του ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές ή για ορισμένους πελάτες […]. Υπό το πρίσμα αυτής της πρόσθετης σοβαρότητας, το ποσοστό επί της αξίας των πωλήσεων που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την ExxonMobil, τη MOL, τη Repsol, την RWE, τη Sasol, τη Shell και την Total πρέπει να ανέλθει στο 18 %. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι η κατανομή πελατών και/ή αγορών αφορούσε επίσης τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και δεδομένου ότι η γεωγραφική έκταση της παραβάσεως που συνδέεται με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης [τρίτη πτυχή της παραβάσεως] περιορίστηκε στη Γερμανία, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης από την ExxonMobil, τη Sasol, τη Shell, την RWE και την Total πρέπει να ανέλθει στο 15 %.»

428    Πρώτον, όσον αφορά την αιτίαση σχετικά με το υπέρμετρα υψηλό επίπεδο του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη σε σχέση προς την πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 288 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 317 ανωτέρω), η εν λόγω πτυχή της παραβάσεως συνίστατο, μεταξύ άλλων, σε δραστηριότητες οι οποίες στοιχειοθετούσαν σύμπραξη και αφορούσαν τον καθορισμό των τιμών μεταξύ ανταγωνιστών. Κατά τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006, αυτό το είδος παραβάσεως περιλαμβάνεται, από την ίδια τη φύση του, μεταξύ των πλέον σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού και, ως εκ τούτου, πρέπει να επισύρει σοβαρές κυρώσεις, οπότε το ποσοστό επί των πωλήσεων που λαμβάνεται υπόψη για τέτοιες παραβάσεις πρέπει εν γένει να καθορίζεται στα υψηλότερα όρια της κλίμακας που παρατίθεται στην παράγραφο 21 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006.

429    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη της ποσοστό 15 %, επί κλίμακας 30 ποσοστιαίων μονάδων, της αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης στις οποίες προέβησαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, προκειμένου να υπολογίσει το βασικό ποσό του προστίμου, δεν παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 ούτε υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

430    Δεύτερον, πρέπει να εξεταστεί η αιτίαση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή, λαμβάνοντας υπόψη της το 15 % της αξίας των πωλήσεων λόγω της σοβαρότητας της πτυχής της παραβάσεως που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και το 18 % για την πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε τους κηρούς παραφίνης, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

431    Κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια του καταλλήλου και αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, οσάκις υφίσταται επιλογή μεταξύ περισσοτέρων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο καταναγκαστικό και τα προξενούμενα μειονεκτήματα να μην είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 13, και της 5ης Μαΐου 1998, C‑180/96, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2265, σκέψη 96· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 223).

432    Στο πλαίσιο των διαδικασιών που κινεί η Επιτροπή για την επιβολή κυρώσεων για τις παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού, η εφαρμογή της αρχής αυτής συνεπάγεται ότι τα πρόστιμα δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, ήτοι σε σχέση με την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, και ότι το ποσό του επιβαλλόμενου σε μια επιχείρηση προστίμου για παράβαση σε υπόθεση ανταγωνισμού πρέπει να είναι ανάλογο προς την παράβαση, εκτιμώμενη στο σύνολό της, λαμβανομένης ειδικότερα υπόψη της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ., συναφώς, απόφαση Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, σκέψη 431 ανωτέρω, σκέψεις 223 και 224 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η αρχή της αναλογικότητας συνεπάγεται ότι η Επιτροπή οφείλει να καθορίζει το πρόστιμο κατ’ αναλογίαν προς τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως και ότι οφείλει, επ’ αυτού, να εφαρμόζει τα εν λόγω στοιχεία κατά τρόπο συνεπή και αντικειμενικώς δικαιολογημένο (αποφάσεις Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 243 ανωτέρω, σκέψεις 226 έως 228, και Amann & Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής, σκέψη 266 ανωτέρω, σκέψη 171).

433    Κατ’ αρχάς, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι η πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης συνίστατο, μεταξύ άλλων, σε δραστηριότητες οι οποίες στοιχειοθετούσαν σύμπραξη και αφορούσαν τον καθορισμό των τιμών μεταξύ ανταγωνιστών, ο συντελεστής της τάξεως του 15 % της αξίας των πωλήσεων που ελήφθη υπόψη λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως ήταν αναλογικός σε σχέση προς τη σοβαρότητα αυτής της πτυχής της παραβάσεως.

434    Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που επισημαίνουν τις διαφορές μεταξύ των πτυχών της παραβάσεως που αφορούν τους κηρούς παραφίνης και της πτυχής της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης είναι αλυσιτελή, δεδομένου ότι θα μπορούσαν, το πολύ, να οδηγήσουν σε αύξηση το Γενικό Δικαστήριο του ποσοστού της αξίας των πωλήσεων κηρών παραφίνης που ελήφθη υπόψη άνω του 18 % στο πλαίσιο ενός νέου υπολογισμού του ποσού του προστίμου.

435    Επαλλήλως, πρέπει να τονιστεί ότι η διαφορά μεταξύ της σοβαρότητας των δύο πτυχών της παραβάσεως πρέπει να μετριαστεί λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, πρώτον, η γερμανική αγορά είναι η πλέον σημαντική αγορά εντός του ΕΟΧ και ότι, δεύτερον, η κατανομή αγορών και πελατών σκοπεί εν γένει στη στήριξη των πρακτικών που αφορούν τον καθορισμό ή την αύξηση των τιμών. Πράγματι, η κατανομή αγορών και πελατών μειώνει την επιλογή των πελατών μεταξύ προμηθευτών, πράγμα το οποίο παρέχει τη δυνατότητα, κατά γενικό κανόνα, στον προμηθευτή στον οποίον έχει παραχωρηθεί η αγορά ή ο πελάτης να διαπραγματεύεται υψηλότερες τιμές από αυτές που θα διαπραγματευόταν υπό τις κανονικές συνθήκες της αγοράς. Περαιτέρω, η αναλογικότητα του ποσού του προστίμου σε σχέση προς την πιο περιορισμένη εδαφική έκταση της πτυχής της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού, ελήφθη υπόψη μόνον η αξία των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν στη Γερμανία, ενώ, σε σχέση προς τις πτυχές της παραβάσεως που αφορούν τους κηρούς παραφίνης, η αξία των πωλήσεων υπολογίστηκε βάσει των πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν στο σύνολο του ΕΟΧ.

436    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί και η αιτίαση που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και, ως εκ τούτου, ο έβδομος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

8.     Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα του πρόσθετου ποσού που περιελήφθη στο βασικό ποσό του προστίμου προκειμένου να του προσδώσει αποτρεπτικό αποτέλεσμα

437    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αποφάσισε να περιλάβει στο βασικό ποσό του προστίμου ένα πρόσθετο ποσό της τάξεως του 18 % όσον αφορά τους κηρούς παραφίνης και του 15 % όσον αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης (αιτιολογικές σκέψεις 658 έως 661 της προσβαλλομένης αποφάσεως), προκειμένου να την αποτρέψει από τη συμμετοχή σε άλλες οριζόντιες συμφωνίες της ιδίας φύσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, την αρχή της αναλογικότητας, καθώς και τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

438    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, που προβλέπει τον συνυπολογισμό ενός πρόσθετου ποσού, αποκαλούμενου «δικαίωμα εισόδου», στο βασικό ποσό του προστίμου, ορίζει τα εξής:

«[Α]νεξαρτήτως της διάρκειας της συμμετοχής μιας επιχείρησης στην παράβαση, η Επιτροπή θα περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων […], προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών, κατανομής της αγοράς και περιορισμού της παραγωγής. […] Για να αποφασιστεί το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων το οποίο θα λαμβάνεται υπόψη σε μια συγκεκριμένη υπόθεση, η Επιτροπή θα συνεκτιμά διάφορους παράγοντες και ιδίως εκείνους που προβλέπονται στο σημείο 22 [όπως το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, τη γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι].»

439    Εν προκειμένω, η Επιτροπή καθόρισε το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων που έπρεπε να περιληφθεί στο βασικό ποσό προκειμένου να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα σε επίπεδο πανομοιότυπο προς αυτό που εφαρμόζεται λόγω της σοβαρότητας της παραβάσεως (βλ. την αιτιολογική σκέψη 653 της προσβαλλομένης αποφάσεως που παρατίθεται στη σκέψη 427 ανωτέρω) και επί τη βάσει μιας πανομοιότυπης συλλογιστικής:

«[…]

(660) Λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, των κριτήριων που εξετάστηκαν ανωτέρω σε σχέση με τη φύση της παραβάσεως και τη γεωγραφική έκταση, το ποσοστό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για το πρόσθετο ποσό για την ENI και την H&R/Tudapetrol πρέπει να είναι 17 %.

(661) Αποδείχθηκε ότι, για την ExxonMobil, τη MOL, τη Repsol, την RWE, τη Sasol, τη Shell και την Total, η ενιαία και διαρκής παράβαση χαρακτηριζόταν επίσης από την κατανομή πελατών και/ή αγορών. Η κατανομή των αγορών και η κατανομή των πελατών περιλαμβάνονται, από την ίδια τη φύση τους, μεταξύ των πλέον σοβαρών περιορισμών του ανταγωνισμού, στον βαθμό που οι πρακτικές αυτές έχουν ως συνέπεια τη συρρίκνωση ή την κατάργηση του ανταγωνισμού σε ορισμένες αγορές ή για ορισμένους πελάτες […]. Υπό το πρίσμα αυτής της πρόσθετης σοβαρότητας, το ποσοστό που πρέπει να ληφθεί υπόψη για το πρόσθετο ποσό για την ExxonMobil, τη MOL, τη Repsol, την RWE, τη Sasol, τη Shell και την Total πρέπει να ανέλθει στο 18 %. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν υπάρχει κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι η κατανομή πελατών και/ή αγορών αφορούσε επίσης τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης και δεδομένου ότι η γεωγραφική έκταση της παραβάσεως που συνδέεται με τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης περιορίστηκε στη Γερμανία, το ποσοστό της αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης από την ExxonMobil, τη Sasol, τη Shell, την RWE και την Total πρέπει να ανέλθει στο 15 %.»

440    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

441    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, δυνάμει της παραγράφου 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή υποχρεούται «[να] περιλαμβάνει στο βασικό ποσό ένα ποσό που θα κυμαίνεται μεταξύ 15 % και 25 % της αξίας των πωλήσεων […], προκειμένου να αποτρέπονται οι επιχειρήσεις και από το να εισέρχονται απλώς σε οριζόντιες συμφωνίες καθορισμού των τιμών [και/ή] κατανομής της αγοράς».

442    Ωστόσο, η Επιτροπή κάνει μνεία, στην αιτιολογική σκέψη 661 της προσβαλλομένης αποφάσεως, μιας συμφωνίας καθορισμού των τιμών και κατανομής των αγορών (δεδομένου ότι η εναρμονισμένη πρακτική περιλαμβάνεται στην έννοια της συμφωνίας κατά τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006). Ως εκ τούτου, ο συνυπολογισμός στο βασικό ποσό ενός πρόσθετου ποσού κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 ήταν αιτιολογημένος.

443    Περαιτέρω, η Επιτροπή εφάρμοσε συντελεστή 18 % επί της αξίας των πωλήσεων για την πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε τους κηρούς παραφίνης και συντελεστή 15 % για την πτυχή της παραβάσεως που αφορούσε τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Αμφότεροι οι εφαρμοσθέντες συντελεστές κείνται εντός της κλίμακας που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006, ήτοι από 15 έως 25 %.

444    Κατά τα λοιπά, κατά την παράγραφο 22 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, στην οποία παραπέμπει η παράγραφος 25 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών, το ύψος του πρόσθετου ποσού πρέπει να καθορίζεται αφού ληφθεί υπόψη το είδος της παραβάσεως, το συνολικό μερίδιο αγοράς όλων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων, η γεωγραφική έκταση της παραβάσεως και το εάν η παράνομη συμπεριφορά έχει εκδηλωθεί στην πράξη ή όχι. Ωστόσο, η Επιτροπή μνημόνευσε δύο από τα στοιχεία αυτά, ήτοι το είδος της παραβάσεως και τη γεωγραφική έκτασή της, προκειμένου να δικαιολογήσει τον συντελεστή που εφάρμοσε σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης. Όσον αφορά τον συντελεστή ο οποίος εφαρμόστηκε επί της πτυχής της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, ουδεμία συμπληρωματική αιτιολογία ήταν αναγκαία, δεδομένου ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τον ελάχιστο προβλεπόμενο συντελεστή, ήτοι 15 %.

445    Επομένως, η Επιτροπή δεν παρέβη τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006 και, ως εκ τούτου, το προβληθέν συναφώς επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

446    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς τον συνυπολογισμό ενός πρόσθετου ποσού στο βασικό ποσό του προστίμου προκειμένου να του προσδώσει αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

447    Πρέπει να υπομνησθεί ότι από την αιτιολογία μιας ατομικής αποφάσεως πρέπει να διαφαίνεται κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, κατά τρόπο που να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. H υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να αποσαφηνίζει όλα τα σχετικά πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματος της οικείας πράξεως, αλλά και του γενικού πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η πράξη αυτή (βλ. σκέψη 239 ανωτέρω).

448    Όπως προκύπτει από την ανάλυση που παρατίθεται στις σκέψεις 441 έως 444 ανωτέρω, η Επιτροπή διευκρίνισε κατά τρόπο αρκούντως διεξοδικό, στις αιτιολογικές σκέψεις 660 και 661 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους που την οδήγησαν εν προκειμένω στο να περιλάβει στο βασικό ποσό του προστίμου ένα πρόσθετο ποσό, προκειμένου να του προσδώσει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, ούτως ώστε να παρασχεθεί η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωρίζει τους λόγους της επιλογής της και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

449    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί ανεπαρκούς αιτιολογίας.

450    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, καθώς και την αρχή της αναλογικότητας.

451    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο του υπολογισμού των προστίμων που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η διαφοροποιημένη μεταχείριση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων είναι σύμφυτη προς την άσκηση των εξουσιών που η διάταξη αυτή αναγνωρίζει στην Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή καλείται να εξατομικεύσει την κύρωση με γνώμονα τις συμπεριφορές και τα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων προκειμένου να εξασφαλίσει, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

452    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο αυτόματος συνυπολογισμός, στο βασικό ποσό του προστίμου, του πρόσθετου ποσού που προβλέπει η παράγραφος 25 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 αντιβαίνει, αυτός καθ’ εαυτόν στην αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων.

453    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Από το γράμμα και την όλη οικονομία των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 συνάγεται σαφώς ότι η Επιτροπή χρησιμοποιεί, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, τόσο ορισμένους παράγοντες στον ίδιο βαθμό για όλους τους συμμετέχοντες, προκειμένου να καταστήσει σαφές το γεγονός ότι οι επιχειρήσεις αυτές συμμετείχαν στις ίδιες παραβατικές πρακτικές και, με τον τρόπο αυτόν, να τηρήσει της αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όσο και τους παράγοντες των οποίων ο βαθμός συνεκτιμήσεως ή ο συντελεστής προσαρμόζεται στην ιδιαίτερη κατάσταση εκάστου συμμετέχοντος, προκειμένου να συμμορφωθεί προς την αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων.

454    Συνεπώς, προκειμένου να τηρηθεί η αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, αρκεί το γεγονός ότι το τελικό ποσό του προστίμου απηχεί τις διαφορές στην κατάσταση των διαφόρων συμμετεχόντων, χωρίς να απαιτείται να προβαίνει η Επιτροπή, στο πλαίσιο εκάστου σταδίου του υπολογισμού του ύψους του προστίμου, σε διαφορετική μεταχείριση των συμμετεχόντων.

455    Από τη διατύπωση και την όλη οικονομία των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 συνάγεται ότι τα όσα επιτάσσει η παράγραφος 25 των εν λόγω κατευθυντηρίων γραμμών σε σχέση προς τον συνυπολογισμό στο βασικό ποσό του προστίμου ενός πρόσθετου ποσού, προκειμένου να του προσδώσει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, συνδέονται με τη συμμετοχή σε πρακτικές που συνιστούν τις πλέον σοβαρές παραβάσεις του ανταγωνισμού. Το πρόσθετο ποσό που περιλαμβάνεται για τον λόγο αυτόν αφορά τα χαρακτηριστικά των πρακτικών τις οποίες μετέρχεται το σύνολο των συμμετεχόντων, και όχι την ατομική κατάσταση εκάστου εξ αυτών.

456    Συνεπώς, η νομιμότητα των όσων ορίζει η παράγραφος αυτή και η εφαρμογή τους εν προκειμένω δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω επί τη βάσει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων και, ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που προβλήθηκαν συναφώς πρέπει να απορριφθούν.

457    Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, από τη νομολογία συνάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να εξατομικεύει την κύρωση σε συνάρτηση προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των εμπλεκομένων επιχειρήσεων. Ωστόσο, εν προκειμένω, η Επιτροπή ούτε ανέλυσε ούτε έλαβε υπόψη της ένα σύνολο στοιχείων που έπρεπε να την οδηγήσουν στην μη επιβολή πρόσθετου ποσού για λόγους αποτροπής παραβάσεων.

458    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αποσύρθηκε από τις 31 Ιουλίου 2005 από την πώληση κηρών παραφίνης και δεν παρήγε ουσιαστικά πλέον παρά μόνον κηρό ακατέργαστης παραφίνης ως υποπροϊόν βασικών ελαίων. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν πλέον παρούσα στην οικεία αγορά, δεν συνέτρεχε λόγος να περιληφθεί ένα πρόσθετο ποσό στο βασικό ποσό του προστίμου προκειμένου να του προσδοθεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

459    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι απέδειξε ήδη στην Επιτροπή, μεταξύ άλλων με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, την προσήλωσή της στην τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού που αποτελεί μέρος των αξιών του ομίλου Total οι οποίες περιλαμβάνονται σαφώς στον κώδικα συμπεριφοράς της από μακρού χρόνου.

460    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου δεν έχει ως μοναδικό σκοπό να αποθαρρύνει την εμπλεκόμενη επιχείρηση από το ενδεχόμενο υποτροπής (ειδική πρόληψη). Η Επιτροπή έχει την εξουσία να αποφασίζει για το ύψος των προστίμων προκειμένου να ενισχύει το γενικό αποτρεπτικό τους αποτέλεσμα, ιδίως όταν παραβάσεις συγκεκριμένου είδους εμφανίζονται με σχετική συχνότητα ή πρέπει να θεωρηθούν ως σοβαρές (γενική πρόληψη) (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑202/98, T‑204/98 και T‑207/98, Tate & Lyle κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑2035, σκέψη 134, και της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 231).

461    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον παρούσα στην αγορά κηρών παραφίνης και ότι ο κώδικας συμπεριφοράς της προβλέπει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Τα στοιχεία αυτά, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι αληθή, αφορούν μόνον την μικρή πιθανότητα υποτροπής της προσφεύγουσας και στερούνται λυσιτέλειας υπό το πρίσμα της γενικής προλήψεως η οποία μπορεί επίσης να λαμβάνεται υπόψη από την Επιτροπή στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού των προστίμων προκειμένου να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

462    Τέλος, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, διότι η αποτρεπτική λειτουργία του προστίμου είχε ήδη διασφαλιστεί μέσω άλλων στοιχείων που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή και, ως εκ τούτου, η εφαρμογή του «δικαιώματος εισόδου» δεν ήταν πλέον αναγκαία υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου από την Επιτροπή σκοπού. Πρώτον, η προσφεύγουσα επικαλείται τον πολλαπλασιασμό της αξίας των πωλήσεων στην οποία προέβη η Επιτροπή επί της σχετικώς μεγάλης διάρκειας της προβαλλόμενης παραβάσεως. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε την παράγραφο 30 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 πολλαπλασιάζοντας με 1,7 το βασικό ποσό του εφαρμοστέου προστίμου «προκειμένου να προσδοθεί αποτρεπτικό αποτέλεσμα στο πρόστιμο» (αιτιολογική σκέψη 713 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

463    Συναφώς, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, κατά τη νομολογία, δεδομένου ότι η αποτροπή παραβάσεων αποτελεί σκοπό του προστίμου, η απαίτηση εξασφαλίσεως αποτρεπτικού αποτελέσματος συνιστά γενική απαίτηση που πρέπει να καθοδηγεί την Επιτροπή καθ’ όλη τη διάρκεια του υπολογισμού του προστίμου και δεν επιβάλλει κατ’ ανάγκην να περιλαμβάνει ο εν λόγω υπολογισμός ένα ειδικό στάδιο που προορίζεται για τη συνολική εκτίμηση όλων των σχετικών περιστάσεων για την επίτευξη του ως άνω σκοπού. Ως εκ τούτου, οι σχετικές με την αποτροπή παραβάσεων απαιτήσεις δεν αποτελούν αντικείμενο ακριβούς εξετάσεως που πρέπει να διεξαχθεί σε ένα ειδικό στάδιο του υπολογισμού των προστίμων, αλλά πρέπει να στηρίζουν το σύνολο της διαδικασίας καθορισμού του ποσού του προστίμου (αποφάσεις BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 460 ανωτέρω, σκέψεις 226 και 238, και Le Carbone Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 254 ανωτέρω, σκέψη 131).

464    Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί νομίμως να προσάψει στην Επιτροπή ότι έλαβε υπόψη της την ανάγκη να εξασφαλιστεί το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου σε διάφορα στάδια του καθορισμού του ύψους του.

465    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο ένατος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

9.     Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά το τελικό ποσό του προστίμου

466    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή το γεγονός ότι καθόρισε το τελικό ποσό του προστίμου σε 128 163 000 ευρώ, ενώ η αξία των ετήσιων πωλήσεων που πραγματοποιήθηκαν στις οικείες αγορές ήταν μόνον 31 133 865 ευρώ (αιτιολογική σκέψη 639 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Συνεπώς, υποστηρίζει ότι το ποσό του προστίμου είναι δυσανάλογο σε σχέση προς την ετήσια αξία των πωλήσεων αλλά ακόμη και σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Total France καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως στις οικείες αγορές.

467    Πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι το ποσό του προστίμου είναι δυσανάλογο, διότι αντιπροσωπεύει το 410 % της αξίας των πωλήσεών της στις οικείες αγορές.

468     Κατά τη νομολογία που παρατίθεται στις σκέψεις 431 και 432 ανωτέρω, το ποσό του προστίμου πρέπει να είναι ανάλογο προς τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως στην οποία συμμετείχε η προσφεύγουσα.

469    Περαιτέρω, κατά τη νομολογία, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων θα αποδυναμωνόταν αν οι επιχειρήσεις που ενήργησαν κατά παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού μπορούσαν να ελπίζουν ότι η συμπεριφορά τους θα τιμωρηθεί με πρόστιμο ύψους χαμηλότερου από το κέρδος που μπορούσαν να αποκομίσουν από την εν λόγω συμπεριφορά (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 456, και BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 460 ανωτέρω, σκέψη 227).

470    Ωστόσο, εάν γινόταν δεκτή η άποψη της προσφεύγουσας, και αν έπρεπε να εξεταστεί η αναλογικότητα του τελικού ποσού του προστίμου σε σχέση προς την αξία των πωλήσεων των οικείων προϊόντων ενός και μόνον έτους, τούτο θα συνεπαγόταν ότι, περιοριζόμενο από την εφαρμογή της εν λόγω αρχής, το ποσό του προστίμου που θα μπορούσε να επιβληθεί θα παρέμενε σταθερό παρά την αύξηση του αριθμού των ετών συμμετοχής στη σύμπραξη, ενώ το παρανόμως αντληθέν όφελος από την παράβαση θα αυξανόταν γραμμικά με την αύξηση του αριθμού των ετών. Ως εκ τούτου, όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια της συμμετοχής στη σύμπραξη τόσο το ποσό του προστίμου του οποίου την επιβολή θα μπορούσαν να αναμένουν οι συμμετέχοντες θα καθίστατο αμελητέο σε σχέση προς το παράνομο όφελος που αντλούν από αυτήν. Συνεπώς, η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, όπως την προτείνει η προσφεύγουσα, θα στερούσε οποιουδήποτε πρακτικού αποτελέσματος τις επιβαλλόμενες βάσει του κανονισμού 1/2003 κυρώσεις στην περίπτωση παραβάσεων μεγάλης διάρκειας, όπως είναι η υπό κρίση.

471    Περαιτέρω, η προσέγγιση που προτείνει η προσφεύγουσα θα εμπόδιζε την Επιτροπή και το Γενικό Δικαστήριο να εξασφαλίσουν, συμφώνως προς το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, ότι το ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στους συμμετέχοντες στη σύμπραξη είναι ανάλογο όχι μόνον προς τη σοβαρότητα, αλλά και προς τη διάρκεια της διαπραχθείσας παραβάσεως.

472    Συνεπώς, η ετήσια αξία των πωλήσεων δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθ’ εαυτήν, ως έρεισμα για την εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα του ποσού του προστίμου, ιδίως στην περίπτωση παραβάσεως μεγάλης διάρκειας, όπως η εν προκειμένω, στην οποία η προσφεύγουσα συμμετείχε επί δωδεκάμισι και πλέον έτη.

473    Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας το οποίο στηρίζεται στο γεγονός ότι το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε αντιπροσωπεύει το 410 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεών της στις οικείες αγορές.

474    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ποσό του επιβληθέντος προστίμου αντιπροσωπεύει το 32,63 % του κύκλου εργασιών της που πραγματοποιήθηκε στις οικείες αγορές προϊόντων καθ’ όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, πράγμα το οποίο είναι προδήλως δυσανάλογο, και ότι αντιπροσωπεύει ένα επίπεδο στο οποίο ουδέποτε ανήλθαν τα ποσά των προστίμων στην πρακτική λήψεως αποφάσεων που εφαρμόζει η Επιτροπή.

475    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το υψηλό ποσοστό του ποσού του προστίμου σε σχέση με τον κύκλο εργασιών της Total France ο οποίος πραγματοποιήθηκε στις οικείες αγορές καθ’ όλη την περίοδο της παραβάσεως οφείλεται μεταξύ άλλων στο γεγονός ότι η Επιτροπή συνεκτίμησε τον κύκλο εργασιών του συνόλου του ομίλου Total, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 30 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Προς τούτο, η Επιτροπή όρισε το 1,7 ως πολλαπλασιαστικό συντελεστή (βλ. σκέψεις 15 επ. ανωτέρω). Εντούτοις, κατά την προσφεύγουσα, ο συνολικός κύκλος εργασιών του ομίλου Total είναι άνευ σημασίας.

476    Η προσφεύγουσα παραπέμπει στη σκέψη 94 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1994, T‑77/92, Parker Pen κατά Επιτροπής (Συλλογή 1994, σ. II‑549).

477    Σύμφωνα με τη νομολογία, είναι δυνατό να λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό του προστίμου τόσο ο συνολικός κύκλος εργασιών της επιχειρήσεως, που αποτελεί ένδειξη, έστω κατά προσέγγιση και ατελή, του μεγέθους και της οικονομικής ισχύος της, όσο και το ποσοστό αυτού του κύκλου εργασιών που προέρχεται από τα εμπορεύματα που συνιστούν το αντικείμενο της παραβάσεως και που, συνεπώς, μπορούν να παράσχουν κάποια ένδειξη για την έκτασή της. Δεν πρέπει να προσδίδεται ούτε στον ένα ούτε στο άλλον από αυτούς τους κύκλους εργασιών σημασία δυσανάλογη σε σχέση με τα λοιπά στοιχεία εκτιμήσεως και, κατά συνέπεια, ο καθορισμός του ενδεδειγμένου προστίμου δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα ενός απλού υπολογισμού στηριζόμενου στον συνολικό κύκλο εργασιών. Έτσι έχουν τα πράγματα ιδίως όταν τα οικεία εμπορεύματα αντιπροσωπεύουν ένα μικρό μόνον ποσοστό αυτού του κύκλου εργασιών (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 243· Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 242 ανωτέρω, σκέψη 100, και Parker Pen κατά Επιτροπής, σκέψη 476 ανωτέρω, σκέψη 94).

478    Αντιθέτως, το δίκαιο της Ένωσης δεν περιλαμβάνει κάποια αρχή γενικής ισχύος σύμφωνα με την οποία η κύρωση πρέπει να είναι ανάλογη προς τη σπουδαιότητα της επιχειρήσεως στην αγορά των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενο της παραβάσεως (απόφαση Archer Daniels Midland και Archer Daniels Midland Ingredients κατά Επιτροπής, σκέψη 242 ανωτέρω, σκέψη 101).

479    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή τήρησε αυτές τις απαιτήσεις που έχει θέσει η νομολογία. Αφενός, στηρίχθηκε αφετηριακά στον κύκλο εργασιών που πραγματοποίησε η Total France στις αγορές που έπληξε η παράβαση. Αφετέρου, τονίζοντας ότι το βασικό ποσό του προστίμου αντιπροσώπευε ένα αμελητέο κλάσμα (0,03 %) του κύκλου εργασιών της εμπλεκομένης επιχειρήσεως, ήτοι του ομίλου Total, όρισε το 1,7 ως συντελεστή προκειμένου να λάβει υπόψη της το μέγεθος της υπεύθυνης για την παράβαση επιχειρήσεως.

480    Πράττοντας με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή δεν προσέδωσε ούτε στον έναν ούτε στον άλλον από αυτούς τους κύκλους εργασιών δυσανάλογη σημασία σε σχέση προς τα λοιπά στοιχεία που έλαβε υπόψη της για την εκτίμησή της.

481    Κατά τα λοιπά, η προσφεύγουσα δεν μπορεί λυσιτελώς να επικαλεστεί το γεγονός ότι ουδέποτε στην πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής το τελικό ποσό προστίμου ανήλθε σε τόσο υψηλό ποσοστό της αξίας των πωλήσεων των οικείων προϊόντων.

482    Συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι νομικό πλαίσιο για την επιβολή προστίμων στον τομέα του ανταγωνισμού δεν μπορεί να αποτελέσει η πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, αλλά μόνον ο κανονισμός 1/2003, και ότι οι αποφάσεις επί άλλων υποθέσεων έχουν ενδεικτικό μόνο χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων, διότι είναι ελάχιστα πιθανό οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων εκείνων, όπως είναι οι αγορές, τα προϊόντα, οι επιχειρήσεις και οι σχετικές χρονικές περίοδοι, να είναι πανομοιότυπες (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑68/04, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2511, σκέψη 114 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

483    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο δέκατος λόγος ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

10.  Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 EΚ λόγω του καταλογισμού στην Total SA της συμπεριφοράς της Total France

484    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι παρανόμως η Επιτροπή καταλόγισε την ευθύνη στην Total SA για την παράβαση που αυτή διέπραξε. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, εφαρμόζοντας ένα τεκμήριο που στηρίζεται μόνο στις κεφαλαιακές σχέσεις μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας, παρέβη το άρθρο 81 ΕΚ. Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους, θέτει εν αμφιβόλω την ορθότητα της διαπιστώσεως της Επιτροπής ότι δεν απέδειξε την ανεξάρτητη συμπεριφορά της στην αγορά.

485    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στον βαθμό που η ευθύνη για την παράβαση καταλογίζεται στην Total SA, καθώς και στον βαθμό που η Επιτροπή εφάρμοσε, κατά τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου, το 1,7 ως πολλαπλασιαστικό συντελεστή λόγω του μεγέθους της επιχειρήσεως, προκειμένου να προσδώσει σε αυτό αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

 Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εφαρμογή ενός τεκμηρίου καταλογισμού της παραβάσεως στη μητρική εταιρία το οποίο στηρίζεται μόνο στις κεφαλαιακές σχέσεις

486    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η διαπίστωση και μόνον των στενών κεφαλαιακών σχέσεων αρκούσε προκειμένου να θεμελιωθεί το τεκμήριο της ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής της, υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο. Κατά την προσφεύγουσα, ένα τέτοιο τεκμήριο αντιβαίνει στην αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, στην αρχή του τεκμηρίου αθωότητας και στην αρχή δυνάμει της οποίας η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της ενοχής μιας επιχειρήσεως. Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε ένα αμάχητο τεκμήριο ενοχής στην υπό κρίση υπόθεση.

487    Εισαγωγικώς, όσον αφορά την εις ολόκληρον ευθύνη μητρικής εταιρίας για τη συμπεριφορά της θυγατρικής της, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός ότι η θυγατρική εταιρία έχει χωριστή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλειστεί η δυνατότητα καταλογισμού της συμπεριφοράς της στη μητρική εταιρία (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1972, 48/69, Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1972-1973, σ. 99, σκέψη 132).

488    Πράγματι, το δίκαιο του ανταγωνισμού της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

489    Ο δικαστής της Ένωσης έχει επίσης διευκρινίσει ότι ο όρος επιχείρηση πρέπει να νοηθεί, στη συνάφεια αυτή, ως οικονομική ενότητα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή ενότητα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 1984, 170/83, Hydrotherm Gerätebau, Συλλογή 1984, σ. 2999, σκέψη 11, και Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2000, T‑234/95, DSG κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2603, σκέψη 124). Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής των κανόνων περί ανταγωνισμού, ο τυπικός διαχωρισμός μεταξύ δύο εταιριών, απόρροια της διακεκριμένης νομικής προσωπικότητάς τους, δεν είναι αποφασιστικής σημασίας στοιχείο, ενώ εκείνο που προέχει είναι το ενιαίο ή μη της συμπεριφοράς τους στην αγορά. Επομένως, μπορεί να καθίσταται αναγκαίο να εξακριβωθεί αν δύο εταιρίες με διακεκριμένες νομικές προσωπικότητες αποτελούν ή ανήκουν σε μία και την αυτή επιχείρηση ή οικονομική ενότητα συμπεριφερόμενη κατά τρόπο ενιαίο στην αγορά (απόφαση Imperial Chemical Industries κατά Επιτροπής, σκέψη 487 ανωτέρω, σκέψη 140, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑325/01, DaimlerChrysler κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3319, σκέψη 85).

490    Οσάκις αυτή η οικονομική οντότητα αντιβαίνει προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή του προσωποπαγούς χαρακτήρα της ευθύνης, για την εν λόγω παράβαση (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

491    Η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης πρέπει να καταλογίζεται, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να απευθύνεται προς αυτό. Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει, επίσης, να αναφέρει την ιδιότητα υπό την οποία το πρόσωπο αυτό θεωρείται υπόλογο για τις πράξεις περί των οποίων πρόκειται (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

492    Στο πλαίσιο αυτό, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία ιδίως όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει κυρίως τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, λαμβανομένων ιδίως υπόψη, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10065, σκέψη 27· Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 477 ανωτέρω, σκέψη 117, και Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

493    Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 488 ανωτέρω νομολογίας. Συνεπώς, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, σκέψη 59).

494    Εν προκειμένω, η Επιτροπή εκτίμησε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 332 και 333 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το γεγονός και μόνον ότι η μητρική εταιρία κατείχε το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής της εταιρίας μπορούσε να θεμελιώσει το τεκμήριο της ασκήσεως στην πράξη καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής της εν λόγω θυγατρικής και, ως εκ τούτου, της παρείχε τη δυνατότητα να καταλογίσει την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά αυτής στη μητρική εταιρία. Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι η εφαρμογή του τεκμηρίου αυτού δεν απαιτεί να προσκομίζει η Επιτροπή συμπληρωματικά στοιχεία προς στήριξή του, εντούτοις, το τεκμήριο αυτό μπορεί να ανατραπεί στην περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες εταιρίες προσκομίσουν στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η θυγατρική εταιρία καθορίζει αυτοτελώς την εμπορική πολιτική της.

495    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ένωσης, δεν μπορεί να καταλογιστεί σε μητρική εταιρία η ευθύνη για παράβαση που έχει διαπράξει η θυγατρική της λαμβανομένου μόνον υπόψη του ποσοστού του κεφαλαίου που αυτή κατέχει, έστω και εάν η θυγατρική ελέγχεται από αυτήν εξ ολοκλήρου, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Κατά την άποψή της, η νομολογία επιτάσσει να επιρρωννύεται το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της εξ ολοκλήρου ελεγχόμενης από την ίδια θυγατρικής της πάντοτε από συγκεκριμένες ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει η ύπαρξη μιας τέτοιας επιρροής.

496    Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία η θυγατρική που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ένωσης ανήκει εξ ολοκλήρου στη μητρική εταιρία, αφενός, αυτή η μητρική εταιρία έχει τη δυνατότητα ασκήσεως αποφασιστικής επιρροής επί της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η μητρική εταιρία όντως ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της θυγατρικής της. Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί η απόδειξη από την Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου της θυγατρικής ώστε να ισχύσει το τεκμήριο ότι ασκεί αποφασιστική επιρροή στην εμπορική πολιτική της εν λόγω θυγατρικής. Εν συνεχεία, η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ως προς το ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, σκέψεις 60 και 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

497    Μολονότι είναι αληθές ότι, στην προγενέστερη της αποφάσεως Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, νομολογία, το Δικαστήριο παρέθεσε, πέραν της κατοχής του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής, και άλλες περιστάσεις από τις οποίες συνάγεται η ύπαρξη καθοριστικής επιρροής της μητρικής εταιρίας επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής, εντούτοις η εφαρμογή του τεκμηρίου που μνημονεύεται στη σκέψη 496 ανωτέρω δεν εξαρτάται από την προσκόμιση πρόσθετων ενδείξεων ως προς την εκ μέρους της μητρικής εταιρίας πραγματική άσκηση μιας τέτοιας επιρροής (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 57).

498    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι η κατοχή και μόνον του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής από τη μητρική εταιρία τής παρείχε τη δυνατότητα να τεκμάρει ότι αυτή η τελευταία ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και, ως εκ τούτου, να καταλογίσει την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά αυτής στη μητρική εταιρία, δεν υπέπεσε σε πλάνη.

499    Τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να ανατρέψουν το συμπέρασμα αυτό.

500    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η άποψη της Επιτροπής δεν ευσταθεί, διότι καθιερώνει ένα τεκμήριο ενοχής οποιασδήποτε οντότητος έχει σημαντικές κεφαλαιακές σχέσεις με μια άλλη, και τούτο κατά παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής δυνάμει της οποίας η Επιτροπή φέρει το βάρος αποδείξεως της ενοχής μιας επιχειρήσεως. Περαιτέρω, κατά την προσφεύγουσα, εάν το γεγονός ότι η μητρική εταιρία πράγματι διόρισε τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της θυγατρικής αρκεί για τον καταλογισμό της παραβάσεως στη μητρική εταιρία, τότε πρόκειται για αμάχητο τεκμήριο καταλογισμού.

501    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι η εφαρμογή του τεκμηρίου πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής από τη μητρική της εταιρία που κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της δικαιολογείται από το γεγονός ότι, οσάκις η μητρική εταιρία είναι η μόνη μέτοχος της θυγατρικής, διαθέτει όλα τα δυνατά μέσα προκειμένου να εξασφαλίσει τη συμμόρφωση της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής της προς τη δική της. Ειδικότερα, ο μοναδικός μέτοχος είναι αυτός που καθορίζει, κατ’ αρχήν, την έκταση της αυτοτέλειας της θυγατρικής μέσω της καταρτίσεως του καταστατικού της, αυτός που επιλέγει τους διαχειριστές της και αυτός που λαμβάνει ή εγκρίνει τις στρατηγικής σημασίας εμπορικές αποφάσεις της θυγατρικής, εφόσον παρίσταται ανάγκη, διά της παρουσίας των εκπροσώπων του εντός των οργάνων της. Περαιτέρω, η οικονομική ενότητα μεταξύ της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας διαφυλάσσεται συνήθως ακόμη περισσότερο μέσω των υποχρεώσεων που απορρέουν από το δίκαιο των εταιριών των κρατών μελών, όπως είναι η κατάρτιση ενοποιημένων λογαριασμών, η υποχρέωση που υπέχει η θυγατρική να ενημερώνει ανά τακτά χρονικά διαστήματα τη μητρική εταιρία για τις δραστηριότητές της, καθώς και μέσω της εγκρίσεως των ετήσιων λογαριασμών της θυγατρικής από τη γενική συνέλευση η οποία συγκαλείται μόνον από τη μητρική εταιρία, πράγμα το οποίο έχει ως αναγκαία συνέπεια ότι η μητρική εταιρία παρακολουθεί, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές, τις εμπορικές δραστηριότητες της θυγατρικής.

502    Ακολούθως, πρέπει να τονιστεί ότι, στην περίπτωση θυγατρικής της οποίας η μητρική εταιρία και μόνον κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της, υπάρχει κατ’ αρχήν ένα μόνον εμπορικό συμφέρον και τα μέλη των οργάνων της θυγατρικής επιλέγονται και διορίζονται από τον μοναδικό εταίρο ο οποίος μπορεί να τους δώσει οδηγίες τουλάχιστον με ανεπίσημο τρόπο και να τους επιβάλει τα κριτήρια επιδόσεων. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση αυτή, υφίσταται κατά λογική αναγκαιότητα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των προσώπων που διευθύνουν τη θυγατρική και αυτών που διευθύνουν τη μητρική εταιρία, τα δε πρόσωπα αυτά δρουν κατ’ ανάγκην εκπροσωπώντας και προωθώντας το μόνο υφιστάμενο εμπορικό συμφέρον, ήτοι αυτό της μητρικής εταιρίας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας της συμπεριφοράς της μητρικής και της θυγατρικής εταιρίας στην αγορά, ανεξαρτήτως της όποιας αυτοτέλειας αναγνωρίζεται στους διευθύνοντες τη θυγατρική όσον αφορά τον επιχειρησιακό προσανατολισμό της ο οποίος περιλαμβάνει τη χάραξη της εν στενή εννοία εμπορικής πολιτικής της. Περαιτέρω, κατά γενικό κανόνα, ο μοναδικός μέτοχος είναι αυτός που καθορίζει μόνος του και βάσει των δικών του συμφερόντων τον τρόπο λήψεως των αποφάσεων της θυγατρικής και αυτός που αποφασίζει την έκταση της επιχειρησιακής αυτοτέλειάς της, πράγμα το οποίο μπορεί να μεταβάλλει κατά το δοκούν μέσω τροποποιήσεως των κανόνων που διέπουν τη λειτουργία της θυγατρικής ή μέσω αναδιαρθρώσεως, ακόμη και μέσω της δημιουργίας ανεπίσημων δομών για τη λήψη αποφάσεων.

503    Στο πλαίσιο αυτό, η εφαρμογή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής της δικαιολογείται στον βαθμό που το τεκμήριο αυτό καλύπτει χαρακτηριστικές καταστάσεις όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας της, προβλέποντας ότι η κατοχή του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής από μία και μόνη μητρική εταιρία συνεπάγεται, κατ’ αρχήν, την ενιαία συμπεριφορά αυτών στην αγορά.

504    Εντούτοις, οι ενδιαφερόμενες εταιρίες έχουν, κατόπιν της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, πλήρως τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι οι μηχανισμοί που περιγράφονται στις σκέψεις 501 και 502 ανωτέρω και οδηγούν κατά κανόνα στη συμμόρφωση της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής προς αυτήν της μητρικής της εταιρίας δεν λειτούργησαν ως είθισται, οπότε διασπάστηκε η οικονομική ενότητα του ομίλου.

505    Ως εκ τούτου, το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής από τη μητρική της εταιρία η οποία κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου της δεν είναι αμάχητο και εξακολουθεί να κείται εντός αποδεκτών ορίων, δεδομένου ότι είναι ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό και υπάρχει η δυνατότητα προσκομίσεως αποδεικτικών στοιχείων περί του αντιθέτου, ενώ διαφυλάσσονται τα δικαιώματα άμυνας.

506    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του εν λόγω τεκμηρίου αντιβαίνει στην αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων.

507    Δυνάμει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, η οποία είναι εφαρμοστέα σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ένωσης, σε μια επιχείρηση μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις μόνο για τις πράξεις που της προσάπτονται ατομικώς (βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 63).

508    Εντούτοις, η αρχή αυτή πρέπει να συνδυάζεται με την έννοια της επιχειρήσεως και με τη νομολογία δυνάμει της οποίας το γεγονός ότι η μητρική εταιρία και η θυγατρική της αποτελούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 EΚ παρέχει στην Επιτροπή την εξουσία να απευθύνει την απόφαση περί επιβολής προστίμων στη μητρική εταιρία ενός ομίλου εταιριών. Διαπιστώνεται επομένως ότι επιβλήθηκαν κυρώσεις επί της Total SA ατομικώς για την παράβαση που θεωρήθηκε ότι διέπραξε η ίδια λόγω των στενών οικονομικών και νομικών δεσμών που τη συνέδεαν με την Total France, συνεπεία της κατοχής του συνόλου του κεφαλαίου αυτής της τελευταίας (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 492 ανωτέρω, σκέψη 34).

509    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέο.

 Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά την εκτίμηση των ενδείξεων που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά

510    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, τα στοιχεία που παρέθεσε στην απάντησή της επί της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, από τα οποία προέκυπτε ότι είναι αυτόνομη έναντι της Total SA, αρκούσαν για την ανατροπή του τεκμηρίου.

511    Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι, κατά τη νομολογία, προκειμένου να ανατραπεί το τεκμήριο που εφαρμόζει η Επιτροπή, εναπέκειτο στην προσφεύγουσα να προσκομίσει οποιοδήποτε στοιχείο σχετικό με τις υπάρχουσες οργανωτικές, οικονομικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της ιδίας και της Total SA που έκρινε ότι μπορούσαν να αποδείξουν ότι οι δύο αυτές εταιρίες δεν αποτελούσαν ενιαία οικονομική οντότητα. Στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς του, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει πράγματι να λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των στοιχείων, ο χαρακτήρας και η σημασία των οποίων μπορούν να ποικίλλουν ανάλογα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε υποθέσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψη 65, που επικυρώθηκε από την απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 488 ανωτέρω).

512    Το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά στηρίζεται στη διαπίστωση ότι, αφενός, πλην όλως εξαιρετικών περιστάσεων, εταιρία που κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής δύναται, εκ του γεγονότος και μόνον αυτής της κατοχής του κεφαλαίου, να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της εν λόγω θυγατρικής και ότι, αφετέρου, η απουσία πραγματικής ασκήσεως αυτής της εξουσίας επιρροής μπορεί κατά κανόνα να αναζητείται κατά τον πλέον πρόσφορο τρόπο στη σφαίρα φορέων εις βάρος των οποίων λειτουργεί το τεκμήριο.

513    Εν προκειμένω, με την αιτιολογική σκέψη 578 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε τα εξής:

«Η άσκηση καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής πολιτικής μιας θυγατρικής δεν απαιτεί την καθημερινή παρέμβαση στη διαχείριση του τρόπου εκμεταλλεύσεως της θυγατρικής. Η διαχείριση μιας θυγατρικής μπορεί ευχερώς να ανατεθεί στην ίδια τη θυγατρική, πράγμα το οποίο δεν αποκλείει τη δυνατότητα της μητρικής εταιρίας να επιβάλλει τους στόχους και τις πολιτικές που επηρεάζουν τις επιδόσεις του ομίλου, καθώς και τη συνοχή του, και να κολάζει οποιαδήποτε συμπεριφορά αντιβαίνει στους εν λόγω σκοπούς και τις πολιτικές. Πράγματι, η Total SA παραδέχεται ότι ενήργησε ως φορέας θεσμικού συντονισμού και ελέγχου των στρατηγικής φύσεως προσανατολισμών και ότι διαθέτει την εξουσία να εγκρίνει ή να απορρίπτει τις σημαντικότερες επενδύσεις ή οποιαδήποτε μείζονα μεταβολή των δραστηριοτήτων εντός του ομίλου. Τούτο αποδεικνύει ότι η Total SA, με την ιδιότητα που έχει ως μητρική εταιρία, έχει συμφέρον και ενεργεί έναντι των θυγατρικών της ως μέτοχος που επιθυμεί να προστατεύσει τα οικονομικά συμφέροντά του ως ιδιοκτήτη και τα συμφέροντά του στο πεδίο της εμπορικής στρατηγικής. Η Total SA απαριθμεί επίσης ορισμένα άλλα ζητήματα όπως είναι η πολιτική που εφαρμόζεται στους ανθρώπινους πόρους, η κατάρτιση ενοποιημένων λογαριασμών, ο καθορισμός της φορολογικής πολιτικής του ομίλου, καθώς και ορισμένα άλλα οριζόντια επιχειρησιακά καθήκοντα, όπως είναι η βιομηχανική ασφάλεια, το περιβάλλον, η διαχείριση των πόρων υπό όρους συνάδοντες προς την ηθική, οι χρηματοδοτικές δραστηριότητες, κ.λπ. τα οποία διαχειρίζεται η Total SA για λογαριασμό του συνόλου του ομίλου».

514    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι κακώς η Επιτροπή απέρριψε τα στοιχεία που είχε προσκομίσει προκειμένου να αποδείξει ότι η Total SA δεν ασκεί καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής συμπεριφοράς της.

515    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι οι στρατηγικές της εφαρμόζονταν από τους δικούς της υπαλλήλους και με τη βοήθεια των δικών της οικονομικών, νομικών, πληροφοριακών κ.λπ. μέσων. Επιπλέον, η διαχείριση από την Total France της δραστηριότητας που αφορούσε τους κηρούς παραφίνης ουδέποτε απαίτησε τη λήψη αδείας από την Total SA για τις επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά την εξεταζόμενη χρονική περίοδο. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι ο κύκλος εργασιών από τη δραστηριότητα που αφορούσε τους κηρούς παραφίνης αντιπροσώπευε μετά βίας άνω του ενός χιλιοστού των πωλήσεων της Total France.

516    Κατά την προσφεύγουσα, από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι διέθετε, καθ’ όλη την περίοδο κατά την οποία φέρεται ότι διέπραξε την παράβαση, ένα σύνολο μέσων για την άσκηση ανεξάρτητης πολιτικής ως προς την εμπορεία των προϊόντων για τα οποία είχε την ευθύνη και, ειδικότερα, των κηρών παραφίνης και του κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Η ενημέρωση της Total SA σε σχέση με τη δραστηριότητα αυτή περιοριζόταν σε γενικές οικονομικές πληροφορίες χωρίς να συνεπάγεται οποιαδήποτε γνωστοποίηση της ακολουθούμενης εμπορικής πολιτικής και, συνεπώς, των πραγματοποιηθεισών με τους ανταγωνιστές της επαφών. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά μείζονα λόγο, η Total France ουδέποτε έλαβε οδηγίες από τη μητρική της εταιρία σε σχέση προς την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει ως προς την εμπορεία των κηρών παραφίνης και του κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

 Επί του προβαλλόμενου ανεξάρτητου καθορισμού από την Total France της εμπορικής στρατηγικής της

517    Πρώτον, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Total SA παραδέχθηκε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι είχε διαδραματίσει ρόλο στον θεσμικό συντονισμό, τον έλεγχο της συνοχής των στρατηγικής φύσεως προσανατολισμών και τον έλεγχο των σημαντικότερων επενδύσεων εντός του ομίλου.

518    Δεύτερον, έστω και εάν διαπιστωθεί ότι μια θυγατρική έχει τη δική της τοπική διεύθυνση και τα δικά της μέσα, το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό δεν αποδεικνύει ότι αυτή καθορίζει αυτόνομα τη συμπεριφορά της στην αγορά σε σχέση προς τη μητρική της εταιρία. Η κατανομή καθηκόντων μεταξύ των θυγατρικών και των μητρικών εταιριών τους και, ειδικότερα, το γεγονός της εξ ολοκλήρου αναθέσεως της διαχειρίσεως των τρεχουσών δραστηριοτήτων στην τοπική διεύθυνση μιας θυγατρικής αποτελεί συνήθη πρακτική των μεγάλων επιχειρήσεων που αποτελούνται από πλειάδα θυγατρικών τις οποίες κατέχει, εν τελευταία αναλύσει, η ίδια ηγετική εταιρία. Ως εκ τούτου, στην περίπτωση της κατοχής του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής η οποία εμπλέκεται άμεσα στην παράβαση, τα προσκομιζόμενα συναφώς αποδεικτικά στοιχεία δεν δύνανται να ανατρέψουν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία και από την ηγετική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής.

519    Τρίτον, η Επιτροπή διαπίστωσε, με την αιτιολογική σκέψη 578 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Total SA «απαρί[θμησε] επίσης ορισμένα άλλα ζητήματα, όπως είναι η πολιτική που εφαρμόζεται στους ανθρώπινους πόρους, η κατάρτιση ενοποιημένων λογαριασμών, ο καθορισμός της φορολογικής πολιτικής του ομίλου, καθώς και ορισμένα άλλα οριζόντια επιχειρησιακά καθήκοντα, όπως είναι η βιομηχανική ασφάλεια, το περιβάλλον, η διαχείριση των πόρων υπό όρους συνάδοντες προς την ηθική, οι χρηματοδοτικές δραστηριότητες, κ.λπ. τα οποία διαχειρίζεται η [προσφεύγουσα] για λογαριασμό του συνόλου του ομίλου». Τα στοιχεία αυτά αποδυναμώνουν έτι περαιτέρω τη θέση της προσφεύγουσας ότι διέθετε πλήρη οργανωτική αυτονομία εντός του ομίλου.

520    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή, εκτιμώντας ότι τα στοιχεία σχετικά με την οργανωτική δομή του ομίλου και τον προβαλλόμενο αυτόνομο καθορισμό της εμπορικής πολιτικής της Total France δεν καθιστούσαν δυνατή την ανατροπή του τεκμηρίου της πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής στην αγορά, δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

 Επί της αμελητέας αναλογίας των πωλήσεων κηρών παραφίνης σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών της Total France

521    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η δραστηριότητα «κηροί και παραφίνη» αντιπροσωπεύει ένα πολύ μικρό μόνον ποσοστό του κύκλου εργασιών της και ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό του κύκλου εργασιών του ομίλου Total.

522    Εντούτοις, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι ο τομέας ή η δραστηριότητα που αφορά η παράβαση αντιπροσωπεύει μικρό μόνον ποσοστό του συνόλου των δραστηριοτήτων του ομίλου ή της μητρικής εταιρίας δεν αποδεικνύει την αυτονομία της εν λόγω θυγατρικής έναντι της μητρικής της εταιρίας και, ως εκ τούτου, δεν επηρεάζει την εφαρμογή του τεκμηρίου πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής στην αγορά (απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑168/05, Arkema κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 79· βλ. επίσης, επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 68 ανωτέρω, σκέψη 144, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085).

523    Συνεπώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή.

 Επί του επιχειρήματος ότι η Total France δεν ενημέρωνε την Total SA για τη δραστηριότητά της στην αγορά

524    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ενημέρωση της Total SA σχετικά με τη δραστηριότητα γύρω από τους κηρούς παραφίνης εξαντλείτο σε γενικές οικονομικές πληροφορίες και δεν αφορούσε την ακολουθούμενη εμπορική πολιτική και, ως εκ τούτου, τις επαφές που πραγματοποιούντο με τους ανταγωνιστές της.

525    Συναφώς, αρκεί να τονιστεί ότι το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε πανομοιότυπα επιχειρήματα με την απόφασή του Arkema κατά Επιτροπής (σκέψη 522 ανωτέρω, σκέψεις 77 και 78). Υπέμνησε ότι η Επιτροπή νομιμοποιείται να απευθύνει απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία ομίλου εταιριών όχι επειδή η εν λόγω εταιρία υποκίνησε τη θυγατρική να διαπράξει την παράβαση ούτε, κατά μείζονα λόγο, επειδή μετείχε σε αυτή, αλλά επειδή αποτελούν ενιαία επιχείρηση. Ωστόσο, η απουσία συγκεκριμένης πολιτικής ενημερώσεως της Total SA σχετικά με την αγορά των κηρών παραφίνης ή η άγνοιά της περί της παραβάσεως δεν μπορούν να αποδείξουν την αυτονομία της Total France.

526    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν και τα συναφή επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Επί του επιχειρήματος ότι η Total France δεν υπέκειτο στις οδηγίες της Total SA

527    Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι ουδέποτε έλαβε οδηγίες εκ μέρους της Total SA σχετικά με την πολιτική που έπρεπε να ακολουθήσει ως προς την εμπορεία κηρών παραφίνης και κηρού ακατέργαστης παραφίνης.

528    Συναφώς, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι το στοιχείο που επικαλείται η προσφεύγουσα είναι, σε μεγάλο βαθμό, συμπληρωματικό του γεγονότος ότι διαθέτει χωριστή νομική προσωπικότητα από αυτήν της Total SA, ότι έχει αναλάβει, βάσει της κατανομής καθηκόντων εντός του ομίλου, τον τομέα «διύλιση και αγοραλογία (μάρκετινγκ)» και ότι στη διεύθυνσή της έχει αναγνωριστεί αυτονομία όσον αφορά τη διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων του τομέα αυτού. Εάν τα στοιχεία αυτά, τα οποία χαρακτηρίζουν τη λειτουργία μιας θυγατρικής εντός ενός ομίλου παρεμφερούς μεγέθους προς αυτό της προσφεύγουσας, αρκούσαν για την ανατροπή του εφαρμοσθέντος από την Επιτροπή τεκμηρίου μέσω της αποδείξεως ότι η μητρική εταιρία δεν μπορούσε να ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της θυγατρικής της, τούτο θα καθιστούσε κενό γράμμα όχι μόνον ένα τέτοιο τεκμήριο, αλλά και την ίδια την έννοια της οικονομικής ενότητας μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρίας και, εν τελευταία αναλύσει, την έννοια της επιχειρήσεως όπως την έχει ορίσει η νομολογία.

529    Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει απορρίψει πανομοιότυπα επιχειρήματα με την απόφασή του Arkema κατά Επιτροπής (σκέψη 522 ανωτέρω, σκέψεις 76 και 80), δεδομένου ότι επρόκειτο για στοιχεία τα οποία δεν εδύναντο να ανατρέψουν το τεκμήριο της πραγματικής ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από τη μητρική εταιρία επί της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής στην αγορά.

530    Ως εκ τούτου, τα υπό εξέταση επιχειρήματα πρέπει επίσης να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους.

531    Τέλος, επαλλήλως, πρέπει να τονιστεί ότι κανένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα προς ανατροπή του εν λόγω τεκμηρίου δεν δύναται να αποδείξει ότι οι περιγραφόμενοι στις σκέψεις 501 και 502 ανωτέρω μηχανισμοί, μέσω των οποίων επιτυγχάνεται συνήθως η συμμόρφωση της εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής προς αυτήν της μητρικής εταιρίας της, δεν λειτούργησαν ως είθισται και ότι διασπάστηκε η οικονομική ενότητα του ομίλου.

532    Από το σύνολο των ανωτέρω συνάγεται ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα και η Total SA δεν κατόρθωσαν να ανατρέψουν το τεκμήριο δυνάμει του οποίου η Total SA ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής της και ότι, ως εκ τούτου, οι εταιρίες αυτές αποτελούσαν μία επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ.

533    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος στο σύνολό του.

11.  Επί του δωδεκάτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προτάθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και στηρίζεται στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας

534    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε ότι συντρέχει προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας λόγω της συνεκτιμήσεως του κύκλου εργασιών των λοιπών εταιριών που ανήκουν στον όμιλο Total στην αξία των πωλήσεων η οποία ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

535    Η Επιτροπή φρονεί ότι αυτός ο λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος, δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής.

536    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι το εισαγωγικό δικόγραφο πρέπει να περιέχει το αντικείμενο της διαφοράς και συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών των οποίων γίνεται επίκληση και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

537    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε, πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κάποια επιχειρηματολογία για την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας λόγω της συνεκτιμήσεως του κύκλου εργασιών και άλλων εταιριών που ανήκουν στον όμιλο Total στην αξία των πωλήσεων η οποία ελήφθη υπόψη για τον υπολογισμό του ποσού του προστίμου.

538    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί αυτός ο λόγος ακυρώσεως ως απαράδεκτος.

12.  Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην έλλειψη νομιμότητας της παραγράφου 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006

539    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η μέθοδος υπολογισμού την οποία καθιερώνει η παράγραφος 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 είναι παράνομη.

540    Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι κατά την παράγραφο 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006:

«Για να ληφθεί πλήρως υπόψη η διάρκεια της συμμετοχής κάθε επιχείρησης στην παράβαση, το ποσό που θα καθορίζεται σε συνάρτηση με την αξία των πωλήσεων […] θα πολλαπλασιάζεται με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση. Περίοδοι μικρότερες του ενός εξαμήνου θα υπολογίζονται ως μισό έτος· περίοδοι που θα υπερβαίνουν το εξάμηνο αλλά θα είναι μικρότερες του έτους θα υπολογίζονται ως ένα πλήρες έτος.»

541    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, συμμετείχε στην παράβαση μόνο για διάστημα δώδεκα ετών και επτά μηνών (από τις 3 Σεπτεμβρίου 1992 έως τις 28 Απριλίου 2005) σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης και για περίοδο έξι ετών και έξι μηνών (από τις 30 Οκτωβρίου 1997 έως τις 12 Μαΐου 2004) σε σχέση προς τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, ενώ της επιβλήθηκαν κυρώσεις για περιόδους διάρκειας δεκατριών και επτά ετών αντιστοίχως, ήτοι για διάστημα έντεκα μηνών επιπλέον, πράγμα που αποτελεί υπερεκτίμηση περίπου κατά 5 % της διάρκειας της συμμετοχής της στην παράβαση. Η προσφεύγουσα φρονεί ότι οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006, που επιβάλλουν στην Επιτροπή να ενεργεί με αυτόν τον τρόπο, παραβιάζουν τις αρχές της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και του τεκμηρίου αθωότητας, καθώς και το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003.

542    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, καθώς και στο πλαίσιο των διαφόρων σταδίων υπολογισμού του ύψους του, διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως και διακριτική ευχέρεια.

543    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι ο αυτοπεριορισμός της εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής που προκύπτει από την έκδοση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 δεν είναι στην πραγματικότητα ασυμβίβαστος προς τη διατήρηση σημαντικού περιθωρίου εκτιμήσεως για την Επιτροπή. Ειδικότερα, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2006 περιέχουν διάφορα στοιχεία ευελιξίας τα οποία παρέχουν στην Επιτροπή τη δυνατότητα να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 1/2003, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο (απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 492 ανωτέρω, σκέψη 267, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑21/05, Χαλκόρ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1895, σκέψη 62).

544    Εντούτοις, κατά τη νομολογία, κατά τον εν λόγω καθορισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου, ειδικότερα δε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί από τη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψεις 77 και 79, και Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, σκέψη 497 ανωτέρω, σκέψη 41).

545    Ομοίως, το περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής και τα όρια τα οποία η ίδια έχει ορίσει με τις κατευθυντήριες γραμμές της δεν προδικάζουν πάντως, κατ’ αρχήν, την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας (απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 41 ανωτέρω, σκέψη 538), πράγμα που του παρέχει την εξουσία να εξαλείφει, να μειώνει ή να αυξάνει το ποσό του επιβαλλόμενου από την Επιτροπή προστίμου (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαΐου 2009, T‑127/04, KME Germany κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1167, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

546    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψεις 134 έως 139), και BASF και UCB κατά Επιτροπής (σκέψη 267 ανωτέρω, σκέψεις 219 και 220), έχει ήδη προσαρμόσει τον πολλαπλασιαστικό συντελεστή που εφαρμόζει η Επιτροπή σε σχέση με τη διάρκεια της παραβάσεως προκειμένου να απηχεί καλύτερα την πραγματική διάρκεια της συμμετοχής του διαδίκου που ασκεί την προσφυγή, να διασφαλίζεται με τον τρόπο αυτόν η αναλογικότητα του ύψους του προστίμου σε σχέση προς τη διάρκεια της παραβάσεως και να αποφεύγονται οι διαφοροποιήσεις ως προς τη μεταχείριση της οποίας τυγχάνουν οι επιχειρήσεις στις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις με την ίδια απόφαση.

547    Το Γενικό Δικαστήριο φρονεί ότι πρέπει να εφαρμοστεί η προσέγγιση αυτή και στην υπό κρίση υπόθεση.

548    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή, καταλογίζοντας εις βάρος της προσφεύγουσας ένα σημαντικό αριθμό ημερών, για τις οποίες ουδεμία συμμετοχή στην παράβαση διαπιστώθηκε, παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας, δεδομένου ότι το ούτω υπολογισθέν ποσό του προστίμου δεν απηχεί με τον ενδεδειγμένο τρόπο τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ. σκέψη 432 ανωτέρω).

549    Δεύτερον, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 384 ανωτέρω, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως παραβιάζεται μόνον όταν όμοιες καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ή όταν διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται κατά όμοιο τρόπο, εκτός και εάν μια τέτοιου είδους αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

550    Ωστόσο, εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 24 των κατευθυντηρίων γραμμών, η Επιτροπή εξομοίωσε, κατά τον καθορισμό της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης, συμμετοχή διάρκειας 7 μηνών και 28 ημερών προς συμμετοχή διάρκειας ενός ολόκληρου έτους. Στην περίπτωση της ExxonMobil, 11 μήνες και 20 ημέρες, και στην περίπτωση της Sasol, 11 μήνες και 27 ημέρες, επίσης θεωρήθηκαν ως πλήρες έτος.

551    Συνεπώς, όσον αφορά το τελευταίο έτος της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, της καταλογίσθηκαν τέσσερις μήνες και τρεις ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων ουδεμία παραβατική συμπεριφορά διαπιστώθηκε εις βάρος της, ενώ, στην περίπτωση της ExxonMobil, της καταλογίσθηκαν μόνο δέκα ημέρες επιπλέον και, στην περίπτωση της Sasol, μόνον τρεις ημέρες επιπλέον προστέθηκαν στην πραγματική διάρκεια της συμμετοχής στην παράβαση για τους σκοπούς του υπολογισμού του ύψους του προστίμου.

552    Ενεργώντας με τον τρόπο αυτόν, η Επιτροπή αντιμετώπισε διαφορετικές καταστάσεις κατά όμοιο τρόπο.

553    Επιπλέον, μια τέτοια μεταχείριση δεν είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη, δεδομένου ότι το μόνο έρεισμά της ήταν η προβλεπόμενη στην παράγραφο 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 μέθοδος υπολογισμού. Ωστόσο, ο σκοπός της διατάξεως αυτής είναι να διασφαλιστεί ότι το ποσό του προστίμου είναι ανάλογο προς τη διάρκεια της συμμετοχής στην παράβαση. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικειμενική δικαιολογία για μια άνιση μεταχείριση, στον βαθμό που το αποτέλεσμα της αυστηρής εφαρμογής της εν προκειμένω είναι ο καθορισμός μιας διάρκειας η οποία είναι προδήλως δυσανάλογη τόσο σε σχέση προς την πραγματική διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη όσο και σε σχέση προς τη μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι λοιποί συμμετέχοντες.

554    Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

555    Τρίτον, πρέπει να τονιστεί ότι ούτε τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή δεν δικαιολογούν τις ενέργειες στις οποίες προέβη εν προκειμένω.

556    Με την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 465 έως 467), την οποία παραθέτει η Επιτροπή, πρώτον, το Γενικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί ότι οι προσφεύγουσες στις ανωτέρω υποθέσεις δεν μπορούσαν νομίμως να αξιώσουν από την Επιτροπή τη μείωση του συντελεστή προσαυξήσεως του ύψους του βασικού προστίμου για την περίοδο της συμπράξεως κατά την οποία η έντασή της ήταν μειωμένη σε σχέση με άλλες περιόδους. Δεύτερον, διαπίστωσε ότι η Επιτροπή μπορούσε νομίμως να καθορίσει το ποσοστό της προσαυξήσεως σε 12 % για παράβαση μέσης διάρκειας, δεδομένου ότι το ελάχιστο ποσοστό του 10 % είχε εφαρμογή, βάσει των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΕΚΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3), μόνον επί των παραβάσεων μεγάλης διάρκειας. Ωστόσο, οι αιτιάσεις αυτές δεν έχουν κανένα κοινό σημείο με τις αιτιάσεις που προβάλλει η προσφεύγουσα στην υπό κρίση υπόθεση.

557    Ομοίως, με τη σκέψη 112 της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑68/04, SGL Carbon κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑2511), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της SGL Carbon το οποίο στηριζόταν σε μια προβαλλόμενη «αρχή της φθίνουσας προσαυξήσεως των κυρώσεων», την οποία δεν προέβαλε η προσφεύγουσα εν προκειμένω.

558    Τέλος, όσον αφορά την παραπομπή στην απόφαση Dansk Rørindustrie κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψη 492 ανωτέρω, σκέψη 336), πρέπει να τονιστεί ότι το Δικαστήριο εξέτασε, στο πλαίσιο της υποθέσεως αυτής, την εκτίμηση από το Γενικό Δικαστήριο ενός ζητήματος αναλογικότητας που προσιδιάζει στη λογική των κατευθυντηρίων γραμμών για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΕΚΑΧ], και, ως εκ τούτου, η ανάλυση αυτή είναι άσχετη προς την υπό κρίση υπόθεση, δεδομένου ότι η Επιτροπή εφάρμοσε τις κατευθυντήριες γραμμές του 2006.

559    Τέταρτον, πρέπει να τονιστεί ότι ο υπολογισμός του συντελεστή που απορρέει από τη διάρκεια της παραβάσεως πάσχει, κατά το μέρος που αφορά την πτυχή του κηρού ακατέργαστης παραφίνης, το ίδιο ελάττωμα με αυτό που διαπιστώθηκε στις σκέψεις 548 και 554 ανωτέρω, σε σχέση προς τους κηρούς παραφίνης.

560    Πράγματι, στην αιτιολογική σκέψη 611 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η περίοδος συμμετοχής της προσφεύγουσας εκτεινόταν από τις 30 Οκτωβρίου 1997 έως τις 12 Μαΐου 2004. Η περίοδος αυτή ισοδυναμεί προς έξι έτη, έξι μήνες και δώδεκα ημέρες. Εντούτοις, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006, η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει στην παράβαση για περίοδο η οποία διήρκεσε επτά έτη, προσθέτοντας έτσι στην πραγματική διάρκεια της συμμετοχής της 5 μήνες και 18 ημέρες. Στην περίπτωση της Esso Société Anonyme Française, η προσθήκη αυτή συνίστατο μόνο σε 2 μήνες και 21 ημέρες επιπλέον.

561    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, δεδομένου ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει ο παρών λόγος ακυρώσεως να γίνει δεκτός και να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση έναντι της προσφεύγουσας όσον αφορά τον καθορισμό του πολλαπλασιαστικού συντελεστή ο οποίος απηχεί τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση, χωρίς να απαιτείται η εξέταση του ζητήματος της νομιμότητας της παραγράφου 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006. Οι συνέπειες που πρέπει να συναχθούν εντεύθεν για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου θα εξεταστούν εν συνεχεία στις σκέψεις 566 επ.

13.  Επί της ασκήσεως πλήρους δικαιοδοσίας και επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

562    Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο έλεγχος νομιμότητας των αποφάσεων που λαμβάνει η Επιτροπή ολοκληρώνεται με την αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας που αναγνωρίζεται στον δικαστή της Ένωσης με το άρθρο 31 του κανονισμού 1/2003, συμφώνως προς το άρθρο 229 ΕΚ. Η εν λόγω πλήρης δικαιοδοσία παρέχει στον δικαστή την εξουσία, πέραν του απλού ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατ’ επέκταση, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που επιβλήθηκαν. Συνεπώς, ο προβλεπόμενος από τις Συνθήκες έλεγχος συνεπάγεται, συμφώνως προς τις απαιτήσεις της αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που παρατίθενται στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που διακηρύχθηκε την 7η Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ C 364, σ. 1), ότι ο δικαστής της Ένωσης ασκεί τόσο νομικό όσο και πραγματικό έλεγχο και ότι έχει την εξουσία εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων, ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως και τροποποιήσεως του ποσού των προστίμων (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Φεβρουαρίου 2007, C‑3/06 P, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑1331, σκέψεις 60 έως 62, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2003, T‑368/00, General Motors Nederland και Opel Nederland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑4491, σκέψη 181).

563    Συνεπώς, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, να εκτιμήσει, κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεώς του, εάν επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα πρόστιμο του οποίου το ύψος απηχεί με τον ορθό τρόπο τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της οικείας παραβάσεως, ούτως ώστε τα εν λόγω πρόστιμα να είναι ανάλογα σε σχέση με τα κριτήρια που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003 (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1999, T‑156/94, Aristrain κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑645, σκέψεις 584 έως 586, και Cheil Jedang κατά Επιτροπής, σκέψη 546 ανωτέρω, σκέψη 93).

564    Παρά ταύτα, τονίζεται ότι η άσκηση της πλήρους δικαιοδοσίας δεν ισοδυναμεί με αυτεπάγγελτο έλεγχο και υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης διεξάγεται κατ’ αντιμωλία.

565    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, για τον υπολογισμό του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη της, με γνώμονα τη σοβαρότητα της παραβάσεως, το 18 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεων των κηρών παραφίνης και το 15 % της ετήσιας αξίας των πωλήσεων κηρού ακατέργαστης παραφίνης. Τα ούτω υπολογισθέντα ποσά πολλαπλασιάστηκαν, λόγω της διάρκειας της παραβάσεως, με συντελεστή το 13 για τους κηρούς παραφίνης και το 7 για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης. Εν συνόλω, περιλαμβανομένου του «δικαιώματος εισόδου», η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως πολλαπλασιαστές το 14 για τους κηρούς παραφίνης και το 7 για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης.

566    Προς θεραπεία των ελλείψεων νομιμότητας που διαπιστώθηκαν στη σκέψη 561 ανωτέρω, διά της προσαρμογής του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ακριβής διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση, ο πολλαπλασιαστικός συντελεστής που χρησιμοποιήθηκε με κριτήριο τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση πρέπει να οριστεί στο 12,64 όσον αφορά τους κηρούς παραφίνης (12 έτη, 7 μήνες και 28 ημέρες) και στο 6,53 όσον αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης (6 έτη, 6 μήνες και 12 ημέρες).

567    Κατόπιν εφαρμογής του συντελεστή 1,7 προκειμένου να προσδοθεί στο πρόστιμο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, το ύψος του καθορίζεται σε 121 626 710 ευρώ για τους κηρούς παραφίνης και σε 3 833 132 ευρώ για τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης, ήτοι το συνολικό ποσό του προστίμου που επιβάλλεται στην προσφεύγουσα ανέρχεται σε 125 459 842 ευρώ.

568    Τέλος, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει, στο πλαίσιο της ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, ότι το ούτω υπολογισθέν ποσό του προστίμου είναι ενδεδειγμένο, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας και της διάρκειας της παραβάσεως που διέπραξε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

569    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

570    Εν προκειμένω, από τους έντεκα λόγους ακυρώσεως τους οποίους ανέπτυξε η προσφεύγουσα με το δικόγραφο της προσφυγής της ένας μόνον έγινε δεκτός. Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι η έκταση του δικογράφου της προσφυγής υπερβαίνει κατά 40 % και πλέον τον μέγιστο αριθμό σελίδων των υπομνημάτων, όπως αυτός καθορίζεται στο σημείο 15 των πρακτικών οδηγιών προς τους διαδίκους. Ως εκ τούτου, κατά δικαία εκτίμηση των εν λόγω περιστάσεων κρίνεται ότι η προσφεύγουσα θα φέρει τα εννέα δέκατα των δικών της δικαστικών εξόδων και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Επιτροπής. Η Επιτροπή θα φέρει το ένα δέκατο των δικαστικών της εξόδων και το ένα δέκατο των εξόδων της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Το ύψος του προστίμου που επιβάλλεται στην Total Raffinage Marketing με το άρθρο 2 της αποφάσεως C(2008) 5476 τελικό της Επιτροπής, της 1ης Οκτωβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [EΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.181 — Κηροί κηροποιίας), καθορίζεται σε 125 459 842 ευρώ.

2)      Απορρίπτει κατά τα λοιπά την προσφυγή.

3)      Η Total Raffinage Marketing φέρει τα εννέα δέκατα των δικαστικών της εξόδων και τα εννέα δέκατα των εξόδων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το ένα δέκατο των δικαστικών της εξόδων και το ένα δέκατο των εξόδων της Total Raffinage Marketing.

Czúcz

Labucka

O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1.  Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς τις σχετικές με τους κηρούς παραφίνης πρακτικές

Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

Επί των εννοιών της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής

Επί των αρχών που διέπουν την εκτίμηση των αποδείξεων

Επί του πρώτου σκέλους που αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με την ύπαρξη συμφωνιών ή εναρμονισμένων πρακτικών περί καθορισμού των τιμών των κηρών παραφίνης

Επί της περιγραφής της κύριας πτυχής της παραβάσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση

Επί της αποδεικτικής ισχύος των αποδείξεων που προσκόμισε η Επιτροπή

–  Δηλώσεις των επιχειρήσεων

–  Αποδεικτικά έγγραφα

Επί του διεξοδικού ελέγχου των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας που αφορούν τις ιδιαίτερες τεχνικές συναντήσεις

Επί της συνολικής εκτιμήσεως

Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων ως προς την εφαρμογή των συμφωνιών περί καθορισμού των τιμών

Επί του τρίτου σκέλους που αφορά την κατανομή των γεωγραφικών αγορών και της πελατείας

Επί της κατανομής των γεωγραφικών αγορών

Επί της κατανομής της πελατείας

Επί του τετάρτου σκέλους που αφορά την ανταγωνιστική συμπεριφορά
της Total France

2.  Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως προς τη διαπίστωση σχετικά με την πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, όσον αφορά τη διαπίστωση ότι οι πρακτικές σχετικά με τους κηρούς παραφίνης, αφενός, και οι πρακτικές σχετικά με τους κηρούς ακατέργαστης παραφίνης, αφετέρου, στοιχειοθετούσαν ενιαία και διαρκή παράβαση

Επί του δευτέρου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως όσον αφορά τον νομικό χαρακτηρισμό των πρακτικών οι οποίες αφορούσαν τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

Επί της προσβαλλομένης αποφάσεως

Επί του ελέγχου του αποδεικτικού υλικού που αφορά τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συναντήσεις

Επί του διαρκούς χαρακτήρα της πτυχής της παραβάσεως που αφοράτον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

Επί του περιορισμού των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού πρακτικών στη Γερμανία

3.  Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας, της ασφάλειας δικαίου και της ίσης μεταχειρίσεως ως προς τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση μετά τις 12 Μαΐου 2004

Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

Επί του δευτέρου σκέλους που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

4.  Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας όσον αφοράτην προβαλλόμενη διακοπή της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη

5.  Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβασητης υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, καθώς και σε παράβαση των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 όσον αφορά την μη εφαρμογή των προβαλλόμενων πρακτικών

6.  Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως που αφορά τον καθορισμό της περιόδου αναφοράς για την εκτίμηση του βασικού ποσού του προστίμου

7.  Επί του εβδόμου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβασητων κατευθυντηρίων γραμμών του 2006 και παραβίαση της αρχήςτης αναλογικότητας εκ του λόγου ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της υπέρμετρα υψηλό ποσοστό της αξίας των πωλήσεων για την πτυχή της παραβάσεως που αφορά τον κηρό ακατέργαστης παραφίνης

8.  Επί του ενάτου λόγου ακυρώσεως που αφορά τον παράνομο χαρακτήρα του πρόσθετου ποσού που περιελήφθη στο βασικό ποσό του προστίμου προκειμένου να του προσδώσει αποτρεπτικό αποτέλεσμα

9.  Επί του δεκάτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά το τελικό ποσό του προστίμου

10.  Επί του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε παράβασητου άρθρου 81 EΚ λόγω του καταλογισμού στην Total SA της συμπεριφοράςτης Total France

Επί του πρώτου σκέλους που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την εφαρμογή ενός τεκμηρίου καταλογισμού της παραβάσεως στη μητρική εταιρία το οποίο στηρίζεται μόνο στις κεφαλαιακές σχέσεις

Επί του δευτέρου σκέλους που αφορά την εκτίμηση των ενδείξεων που προσκόμισε η προσφεύγουσα προκειμένου να ανατρέψει το τεκμήριο πραγματικής ασκήσεως από τη μητρική εταιρία καθοριστικής επιρροής επίτης εμπορικής συμπεριφοράς της θυγατρικής της στην αγορά

Επί του προβαλλόμενου ανεξάρτητου καθορισμού από την Total France της εμπορικής στρατηγικής της

Επί της αμελητέας αναλογίας των πωλήσεων κηρών παραφίνης σε σχέση προς τον κύκλο εργασιών της Total France

Επί του επιχειρήματος ότι η Total France δεν ενημέρωνε την Total SA για τη δραστηριότητά της στην αγορά

Επί του επιχειρήματος ότι η Total France δεν υπέκειτο στις οδηγίεςτης Total SA

11.  Επί του δωδεκάτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος προτάθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και στηρίζεται στην προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας

12.  Επί του ογδόου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην έλλειψη νομιμότητας της παραγράφου 24 των κατευθυντηρίων γραμμών του 2006

13.  Επί της ασκήσεως πλήρους δικαιοδοσίας και επί του καθορισμούτου τελικού ποσού του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.