Language of document :

Προσφυγή της 22ας Ιουλίου 2011 - Deutsche Post AG κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-388/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Deutsche Post AG (Βόννη, Γερμανία) (εκπρόσωποι: οι δικηγόροι J. Sedemund, T. Lübbig και M. Klasse)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής της 10ης Μαΐου 2011 στην υπόθεση Κρατική ενίσχυση αριθ. C 36/2007 - Γερμανία, κρατική ενίσχυση υπέρ της Deutsche Post AG (έγγραφο C [2011] 3081 τελικό),

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι ακυρώσεως και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής C (2011) 3081 τελ., της 10ης Μαΐου 2011, στην υπόθεση Κρατική ενίσχυση αριθ. C 36/2007 - Γερμανία, κρατική ενίσχυση υπέρ της Deutsche Post AG, με την οποία η Επιτροπή αποφάσισε να επεκτείνει τη διαδικασία εξέτασης, κατά το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, στην επίμαχη υπόθεση. Η επέκταση αυτή αφορά την κρατική χρηματοδότηση των συντάξεων των δημόσιων υπαλλήλων των Γερμανικών Ταχυδρομείων που είχαν προσληφθεί πριν από τη σύσταση της προσφεύγουσας, χρηματοδότηση την οποία αφορούσε ήδη η απόφαση της Επιτροπής της 12ης Σεπτεμβρίου 2007 για την κίνηση της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση.

Προς στήριξη της προσφυγής η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους.

Πρώτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ − Προδήλως εσφαλμένος χαρακτηρισμός ως ενίσχυσης

Το πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης της Επιτροπής συνίσταται στο ότι η Επιτροπή δεν εφάρμοσε εν προκειμένω τη νομολογία Combus (απόφαση της 16ης Μαρτίου 2004, , T-157/01, Danske Busvognmænd κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-917). Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, τα μέτρα που απαλλάσσουν τις πρώην κρατικές επιχειρήσεις από δαπάνες για καταβολή συντάξεων που υπερβαίνουν τις δαπάνες που επιβαρύνουν συνήθως τις ιδιωτικές επιχειρήσεις δεν αποτελούν ενισχύσεις. Αν η νομολογία αυτή εφαρμοστεί εν προκειμένω, είναι προφανές ότι η κρατική χρηματοδότηση των υποχρεώσεων της επιχείρησης για την καταβολή των συντάξεων δεν συνιστά ενίσχυση.

Δεύτερος λόγος: Παράβαση του άρθρου 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 659/1999 1, του άρθρου 107 ΣΛΕΕ και του άρθρου 108 ΣΛΕΕ − Πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης κατά τον χαρακτηρισμό ως "νέας" ενίσχυσης

Το πρόδηλο σφάλμα εκτίμησης της Επιτροπής συνίσταται στο ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι η ευθύνη του Δημοσίου για τις υποχρεώσεις καταβολής των συντάξεων -αν υποτεθεί ότι στην παρούσα περίπτωση πρόκειται για ενίσχυση- δεν μπορεί παρά να αντιπροσωπεύει υφιστάμενες ήδη ενισχύσεις. Η συνέχιση της ύπαρξης ευθύνης του Γερμανικού Δημοσίου για την καταβολή των συντάξεων προκύπτει από το γερμανικό Σύνταγμα, άρα υφίστατο ήδη κατά την έναρξη της ισχύος των Συνθηκών και δεν υπέστη στη συνέχεια καμία ουσιώδη τροποποίηση. Επιπλέον, η Επιτροπή δεσμεύεται από τη δήλωση στην οποία προέβη στην υπόθεση T-266/02, Deutsche Post κατά Επιτροπής, ότι δηλαδή με την απόφασή της της 19ης Ιουνίου 2002 είχε ήδη δεχτεί ότι η ρύθμιση σχετικά με τις συντάξεις δεν είχε τον χαρακτήρα "πλεονεκτήματος", κατά την έννοια του δικαίου περί ενισχύσεων, πράγμα που ισοδυναμεί με απόφαση ότι το μέτρο δεν έχει τον χαρακτήρα ενίσχυσης.

Τρίτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ − Προδήλως εσφαλμένη μέθοδος υπολογισμού της καθ' υπόθεση ενίσχυσης

Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή δεν προέβη στον κατά τους ισχυρισμούς της ίδιας της Επιτροπής αναγκαίο τελικό υπολογισμό των ασφαλιστικών παροχών με τις οποίες επιβαρύνθηκε πράγματι η προσφεύγουσα για τους δημόσιους υπαλλήλους, κατόπιν της αφαίρεσης αφενός των καθ' υπόθεση "πριμοδοτήσεων" που περιέχονταν στο εγκεκριμένο τίμημα για τα ρυθμιζόμενα νομοθετικώς προϊόντα προς κάλυψη των ασυνήθων από άποψη ανταγωνισμού ασφαλιστικών επιβαρύνσεων και αφετέρου των ποσών των ασφαλιστικών εισφορών που επιβαρύνουν τους ιδιώτες ανταγωνιστές υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Η μέθοδος υπολογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή αγνοεί συνεπώς πλήρως και ανεπίτρεπτα τις παροχές της κοινωνικής ασφάλισης για τους δημόσιους υπαλλήλους οι οποίες επιβάρυναν πράγματι την προσφεύγουσα, με αποτέλεσμα να μην έχει σημασία για το ύψος της καθ' υπόθεση ενίσχυσης, το οποίο υπολόγισε η Επιτροπή, κατά πόσον και μέχρι ποιο ποσό κατέβαλε η προσφεύγουσα παροχές κοινωνικής ασφάλισης. Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι καθ' υπόθεση "πριμοδοτήσεις" που περιέχονταν στο τίμημα δεν έχουν αποδειχθεί και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι ασυνήθεις από άποψη ανταγωνισμού δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης δεν μπορούσαν να καλυφθούν από τα αποτελέσματα χρήσης στον οικείο τομέα.

Τέταρτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ − Προδήλως εσφαλμένος χαρακτηρισμός της καθ' υπόθεση "διεπιδότησης" του μη ρυθμιζόμενου τομέα από τον ρυθμιζόμενο ως στοιχείου ενίσχυσης

Η προσφεύγουσα βάλλει συναφώς κατά του γεγονότος ότι η Επιτροπή παρέλειψε να υπολογίσει, όπως όφειλε, την υπεραντιστάθμιση και δεν εξέτασε αν οι κρατικές αντισταθμιστικές παροχές υπερέβησαν όντως τις δαπάνες για τις οποίες επιτρεπόταν η αντιστάθμιση.

Πέμπτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ − Πρόδηλο σφάλμα κατά τη χρησιμοποίηση του κριτηρίου αναφοράς για τις συνήθεις από άποψη ανταγωνισμού επιβαρύνσεις κοινωνικής ασφάλισης

Συναφώς η προσφεύγουσα βάλλει κυρίως κατά του γεγονότος ότι η Επιτροπή, κατά τον υπολογισμό των συνήθων από άποψη ανταγωνισμού ασφαλιστικών εισφορών των ιδιωτών εργοδοτών, συμπεριέλαβε τις εισφορές που καταβάλλουν οι εργαζόμενοι, μολονότι οι εισφορές αυτές αποτελούν μέρος της περιουσίας των εργαζόμενων και δεν περιλαμβάνονται στις ασφαλιστικές εισφορές που βαρύνουν τους εργοδότες. Η προσφεύγουσα βάλλει επίσης κατά του ότι η Επιτροπή έλαβε ως κριτήριο αναφοράς το (πολύ υψηλότερο) επίπεδο των μισθών των δημόσιων υπαλλήλων αντί για το επίπεδο των μισθών που καταβάλλουν υπό συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού οι ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αν τα δύο αυτά σφάλματα διορθωθούν, εξαφανίζεται πλήρως η καθ' υπόθεση ενίσχυση.

Έκτος λόγος: Παράβαση του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ − Ελλιπείς αιτιολογίες

Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της Συνθήκης ΕΚ (ΕΕ L 83, σ. 1).