ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
LAILA MEDINA
της 28ης Σεπτεμβρίου 2023(1)
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑309/22 και C‑310/22
Pesticide Action Network Europe (PAN Europe)
κατά
College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden,
παρισταμένων των:
Adama Registrations BV (Adama),
BASF Nederland BV
[αίτηση του College van Beroep voor het bedrijfsleven
(διοικητικού εφετείου αρμόδιου επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστικές παραπομπές – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Κανονισμός (ΕΚ) 1107/2009 – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Αξιολόγηση για σκοπούς αδειοδότησης – Κριτήρια – Ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής – Κανονισμός (ΕΕ) 2018/605 – Μεταβατικό καθεστώς – Εφαρμογή κριτηρίων σε εκκρεμείς διαδικασίες – Σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις – Επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις κατά τον χρόνο της αίτησης ή της απόφασης – Αρχή της προφύλαξης»
1. Με τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες) ζητεί από το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΕ) 2018/605 (2), το άρθρο 4, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 (3), καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).
2. Όπως έχει επισημάνει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), «η ρύπανση από [φυτοπροστατευτικά προϊόντα (φυτοφάρμακα)] προκαλεί απώλεια βιοποικιλότητας στην Ευρώπη. Προκαλεί σημαντική μείωση των πληθυσμών εντόμων, απειλώντας τον κρίσιμο ρόλο που διαδραματίζουν στην παραγωγή τροφίμων», η δε «ανθρώπινη έκθεση σε χημικά φυτοφάρμακα συνδέεται με χρόνιες νόσους όπως καρκίνο και καρδιακές, αναπνευστικές και νευρολογικές ασθένειες» (4). Οι υπό κρίση υποθέσεις είναι σημαντικές καθόσον εγείρουν το ζήτημα του αν, στο πλαίσιο της αδειοδότησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να λαμβάνουν υπόψη τις πλέον πρόσφατες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις σχετικά με τον αντίκτυπο των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην ανθρώπινη ζωή.
3. Συναφώς, στο πλαίσιο του προγράμματος της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας (ειδικότερα, της στρατηγικής «Από το αγρόκτημα στο πιάτο»), στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η μείωση της χρήσης χημικών φυτοπροστατευτικών προϊόντων κατά 50 % έως το 2030 με σκοπό την «εξασφάλιση ενός δίκαιου, υγιεινού και φιλικού προς το περιβάλλον συστήματος τροφίμων». Επ’ αυτού επισημαίνεται ότι, το 2018, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εκτίμησε ότι υπάρχουν 500 διαφορετικά αδειοδοτημένα φυτοπροστατευτικά προϊόντα (φυτοφάρμακα), τα οποία διατίθενται στην αγορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης (5). Στο πλαίσιο αυτό, θα επιχειρήσω να εξετάσω τα ζητήματα που τίθενται με τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.
4. Η πρώτη προσφυγή της κύριας δίκης (υπόθεση C‑309/22) ασκήθηκε από την Pesticide Action Network Europe (PAN Europe) κατά του College voor de toelating van gewasbeschermingsmiddelen en biociden (συμβουλίου για την έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων και βιοκτόνων, Κάτω Χώρες, στο εξής: CTB) με αντικείμενο την απόρριψη εκ μέρους του CTB της ένστασης της PAN Europe κατά της απόφασης του CTB να χορηγήσει άδεια για τη διάθεση στην ολλανδική αγορά του φυτοπροστατευτικού προϊόντος Pitcher, το οποίο περιέχει τη δραστική ουσία fludioxonil.
5. Η δεύτερη προσφυγή της κύριας δίκης (υπόθεση C‑310/22) ασκήθηκε από την PAN Europe κατά του CTB με αντικείμενο την απόρριψη εκ μέρους του CTB της ένστασης της PAN Europe κατά της απόφασης του CTB να χορηγήσει άδεια για τη διάθεση στην ολλανδική αγορά του φυτοπροστατευτικού προϊόντος Dagonis, το οποίο περιέχει τη δραστική ουσία difenoconazole.
6. Κατά το ιστορικό των υπό κρίση υποθέσεων, εικάζεται ότι οι δραστικές ουσίες αμφοτέρων των φυτοπροστατευτικών προϊόντων –Pitcher και Dagonis– έχουν ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής. Οι ενδοκρινικοί διαταράκτες αποτελούν επί του παρόντος πολυσυζητημένο ζήτημα το οποίο εγείρει σοβαρές ανησυχίες. Έχουν συγκεντρωθεί πολλά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι ορισμένες ουσίες (τόσο φυσικές όσο και ανθρωπογενείς) επεμβαίνουν στη λειτουργία των ορμονών στον οργανισμό και προκαλούν διαταραχές. Εντούτοις, οι μελλοντικές προκλήσεις παραμένουν σημαντικές, ειδικότερα λόγω της δυσχέρειας αξιολόγησης των ακριβών επιδράσεων των χημικών ουσιών που προκαλούν ενδοκρινικές διαταραχές όσον αφορά τις ασθένειες στον άνθρωπο ή άλλους οργανισμούς. Οι εν λόγω χημικές ουσίες, οι οποίες υπάρχουν σε πολλά προϊόντα που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή, έχουν παρόμοια χημική δομή με ορμόνες που παράγονται φυσιολογικά από τον οργανισμό· όταν έλθουν σε επαφή με το ενδοκρινικό σύστημα, μπορούν να διαταράξουν την εύρυθμη λειτουργία του (6).
7. Έχοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρχών που εμπλέκονται στην αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, βάσει του κανονισμού 1107/2009, ειδικότερα σε σχέση με τα ζητήματα του αν και με ποιον τρόπο οι πλέον πρόσφατες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στη σχετική διαδικασία αδειοδότησης.
8. Τέλος, επισημαίνω ότι οι υπό κρίση υποθέσεις σχετίζονται με την υπόθεση C‑308/22, PAN Europe (Closer), στην οποία η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε από το ίδιο εθνικό δικαστήριο. Αναπτύσσω επίσης σήμερα τις προτάσεις μου στην εν λόγω υπόθεση, και τα δύο κείμενα προτάσεων θα πρέπει να διαβάζονται από κοινού.
I. Συνοπτική έκθεση των πραγματικών περιστατικών και της διαδικασίας των κύριων δικών και τα προδικαστικά ερωτήματα
Α. Υπόθεση C‑309/22 (όσον αφορά το Pitcher)
9. Το Pitcher, φυτοπροστατευτικό προϊόν, είναι μυκητοκτόνο (7) για επαγγελματική χρήση το οποίο προορίζεται για αγωγή δι’ εμβαπτίσεως ορισμένων ανθοφόρων βολβών και κονδυλωδών φυτών και για αγωγή ορισμένων πολυετών και ανθοκομικών καλλιεργειών. Παρασκευάζεται από μείγμα των δραστικών ουσιών fludioxonil και φολπέτ και από επτά βοηθητικά.
10. Κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, η ισχύς της έγκρισης του fludioxonil ως δραστικής ουσίας είχε παραταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως την 31η Οκτωβρίου 2022 (8). Η ισχύς της έγκρισης του φολπέτ ως δραστικής ουσίας είχε επίσης παραταθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση έως την 31η Ιουλίου 2022 (9).
11. Κατά το αιτούν δικαστήριο, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης της κύριας δίκης, δεν είχε ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τις αιτήσεις ανανέωσης των εγκρίσεων των επίμαχων δραστικών ουσιών.
12. «[Χ]ορηγείται άδεια σε φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον όταν, [μεταξύ άλλων], οι δραστικές ουσίες […] που περιέχει έχουν εγκριθεί» (10).
13. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2015 η Adama Registrations BV (Adama) υπέβαλε στις Κάτω Χώρες αίτηση για τη χορήγηση της πρώτης άδειας διάθεσης του Pitcher στην αγορά.
14. Με απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2019, το CTB χορήγησε την άδεια διάθεσης του Pitcher στην ολλανδική αγορά διάρκειας έως την 31η Ιουλίου 2021.
15. Η ένσταση της PAN Europe κατά της ως άνω απόφασης απορρίφθηκε από το CTB με απόφαση της 2ας Σεπτεμβρίου 2020.
16. Κατόπιν τούτου, η PAN Europe άσκησε προσφυγή ακυρώσεως της προμνησθείσας απόφασης ενώπιον του College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικού εφετείου αρμόδιου επί οικονομικών υποθέσεων), αιτούντος δικαστηρίου.
17. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η PAN Europe υποστηρίζει ότι το CTB υπέπεσε σε πλάνη χορηγώντας άδεια διάθεσης του Pitcher στην ολλανδική αγορά, καθότι δεν εκτίμησε τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του Pitcher, μολονότι η δραστική ουσία fludioxonil έχει τέτοιες ιδιότητες. Η PAN Europe θεωρεί ότι, κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με τη χορήγηση άδειας, το CTB πρέπει να εκτιμά τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του φυτοπροστατευτικού προϊόντος υπό το πρίσμα των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της σχετικής αίτησης.
18. Εκτιμώντας ότι για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς απαιτείται ερμηνεία του άρθρου 2 του κανονισμού 2018/605 καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 3, και του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009, το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Συνεπάγεται το άρθρο 2 του κανονισμού 2018/605, λαμβανομένου, επίσης, υπόψη του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ιδίου, ότι η αρμόδια αρχή οφείλει να εφαρμόσει τα νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής ακόμη και σε διαδικασίες αξιολόγησης και λήψης αποφάσεως επί αιτήσεων αδειοδότησης για τις οποίες δεν είχε ακόμη ληφθεί απόφαση στις 10 Νοεμβρίου 2018;
2) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα: Είναι υποχρεωμένη η αρμόδια αρχή, υπό το πρίσμα της όγδοης αιτιολογικής σκέψης του κανονισμού 2018/605, να αναστέλλει τις διαδικασίες αξιολόγησης και λήψης αποφάσεως επί αιτήσεων αδειοδότησης, μέχρι τη γνωμοδότηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναφορικά με τις συνέπειες του κανονισμού 2018/605 για κάθε διαδικασία που εκκρεμεί βάσει του κανονισμού 1107/2009;
3) Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα: Επιτρέπεται η αρμόδια αρχή να περιοριστεί σε αξιολόγηση μόνο με βάση τα στοιχεία που ήταν γνωστά κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως, ακόμη και όταν, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης αποφάσεως, οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που ελήφθησαν υπόψη συναφώς είναι πλέον παρωχημένες;»
Β. Υπόθεση C‑310/22 (όσον αφορά το Dagonis)
19. Το Dagonis, φυτοπροστατευτικό προϊόν, είναι μυκητοκτόνο το οποίο προορίζεται, μεταξύ άλλων, για την καταπολέμηση της ερυσίβης και της μελάνωσης των φύλλων. Περιέχει τις δραστικές ουσίες difenoconazole και fluxapyroxad.
20. Η δραστική ουσία difenoconazole καταχωρίστηκε στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ (11) με την οδηγία 2008/69/ΕΚ (12), με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2009. Μετά την έναρξη ισχύος του κανονισμού 1107/2009, η εν λόγω καταχώριση του difenoconazole μετατράπηκε σε έγκριση δραστικής ουσίας βάσει του εν λόγω κανονισμού με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 540/2011 (13). Η διάρκεια ισχύος της έγκρισης του difenoconazole παρατάθηκε επανειλημμένως, μεταξύ άλλων με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 2021/1449, ο οποίος παρέτεινε τη διάρκεια ισχύος έως την 31η Δεκεμβρίου 2022.
21. Κατά το αιτούν δικαστήριο, ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/408 (14) ορίζει τη δραστική ουσία difenoconazole ως ουσία υποψήφια προς υποκατάσταση.
22. Η δραστική ουσία fluxapyroxad εγκρίθηκε ως δραστική ουσία με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 589/2012 (15), με ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2013 και διάρκεια ισχύος έως την 31η Δεκεμβρίου 2022.
23. Η BASF Nederland BV (στο εξής: BASF) υπέβαλε, σε πλείονα κράτη μέλη, αίτηση για τη χορήγηση άδειας για το Dagonis. Η αίτηση αδειοδότησης στις Κάτω Χώρες υποβλήθηκε στις 22 Ιανουαρίου 2016.
24. Το Ηνωμένο Βασίλειο εξέτασε την αίτηση αδειοδότησης για το Dagonis ως κράτος μέλος‑εισηγητής για την κεντρική ζώνη (στην οποία ανήκουν οι Κάτω Χώρες). Οι Κάτω Χώρες ήταν ενδιαφερόμενο κράτος μέλος.
25. Με απόφαση της 3ης Μαΐου 2019, το CTB χορήγησε άδεια διάθεσης του Dagonis στην ολλανδική αγορά έως την 31η Δεκεμβρίου 2020 για την αγωγή πατάτας, φράουλας και διαφόρων λαχανικών, βοτάνων και ανθέων.
26. Η PAN Europe άσκησε διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω απόφασης ενώπιον του CTB.
27. Με απόφαση της 13ης Νοεμβρίου 2019, κρίνοντας ότι η ένσταση ήταν εν μέρει βάσιμη και εν μέρει αβάσιμη, το CTB επικύρωσε μεν την απόφαση της 3ης Μαΐου 2019, πλην όμως τροποποίησε την αιτιολογία της.
28. Η PAN Europe άσκησε προσφυγή ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της 13ης Νοεμβρίου 2019.
29. Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, η PAN Europe υποστηρίζει ότι η απόφαση του CTB να χορηγήσει άδεια για το Dagonis ενέχει πλημμέλεια για τον λόγο ότι το CTB δεν έλαβε υπόψη τις ιδιότητές του ενδοκρινικής διαταραχής, μολονότι είναι γνωστό ότι η δραστική ουσία difenoconazole έχει τέτοιες ιδιότητες, βάσει του φακέλου που υπέβαλε η BASF και έξι μελετών που προσκόμισε η PAN Europe.
30. Εκτιμώντας ότι για την επίλυση της ενώπιόν του διαφοράς απαιτείται ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Προκύπτει από το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1107/2009, σε συνδυασμό με το παράρτημα II, σημείο 3.6.5, του ίδιου κανονισμού ότι οι ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής τις οποίες ενδέχεται να διαθέτει μια δραστική ουσία δεν εξετάζονται πλέον κατά την εκτίμηση αίτησης χορήγησης αδείας για φυτοπροστατευτικό προϊόν σε εθνικό επίπεδο;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: Σημαίνει τούτο ότι οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις σχετικά με τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής, στις οποίες έχουν στηριχθεί, για παράδειγμα, οι κανονισμοί 283/2013 και 2018/605, δεν περιλαμβάνονται στην εκτίμηση της χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν; Συνάδει τούτο με την απαίτηση του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009, κατά την οποία η εν λόγω εκτίμηση πρέπει να πραγματοποιείται με βάση τις πλέον σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις;
3) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: Με ποιον τρόπο δύναται τότε μια μη κυβερνητική οργάνωση, όπως η [PAN Europe], να ασκήσει πραγματική προσφυγή κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη για να προσβάλει δικαστικώς την έγκριση δραστικής ουσίας;
4) Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα: Σημαίνει τούτο ότι, κατά την εκτίμηση αίτησης χορήγησης αδείας, κρίσιμες είναι οι πλέον σύγχρονες –κατά τον κρίσιμο χρόνο– επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις σχετικά με τις εν λόγω ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής;»
II. Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
31. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η PAN Europe, η BASF, η Τσεχική, η Ελληνική και η Ολλανδική Κυβέρνηση, καθώς και η Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.
III. Ανάλυση
32. Καθ’ υπόδειξη του Δικαστηρίου, οι παρούσες προτάσεις θα επικεντρωθούν μόνον στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα καθεμίας από τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις.
Α. Εισαγωγή
33. Στην υπόθεση C‑309/22 το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, για την έκδοση απόφασης επί της υποθέσεως της κύριας δίκης, πρέπει να απαντηθεί κατ’ αρχάς ένα προκαταρκτικό ζήτημα, και συγκεκριμένα το αν οι ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής πρέπει να εκτιμώνται κατά την εξέταση, σε εθνικό επίπεδο, αίτησης χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι έχει υποβάλει το ζήτημα αυτό στην κρίση του Δικαστηρίου στο πλαίσιο της υπόθεσης C‑310/22.
34. Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης σε αυτό το προκαταρκτικό ζήτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2 του κανονισμού 2018/605, λαμβανομένου, επίσης, υπόψη του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού, συνεπάγεται ότι η αρμόδια αρχή οφείλει επίσης να εφαρμόσει τα νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής ακόμη και σε διαδικασίες αξιολόγησης και λήψης αποφάσεως επί αιτήσεων αδειοδότησης για τις οποίες δεν είχε ακόμη ληφθεί απόφαση στις 10 Νοεμβρίου 2018 (ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του κανονισμού 2018/605). Συγκεκριμένα, η αίτηση για την αδειοδότηση του Pitcher υποβλήθηκε πριν από την εν λόγω ημερομηνία (στις 15 Σεπτεμβρίου 2015), το δε CTB εξέδωσε την απόφασή του επ’ αυτής μετά την εν λόγω ημερομηνία (στις 4 Οκτωβρίου 2019). Επομένως, ο κανονισμός 2018/605 τέθηκε σε εφαρμογή ενώ εκκρεμούσε η εξέταση της αίτησης.
35. Φρονώ ότι το προμνησθέν «προκαταρκτικό» ζήτημα στην υπόθεση C‑309/22 –το οποίο αντιστοιχεί στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑310/22– και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑309/22 πρέπει να εξεταστούν από κοινού.
36. Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 2 του κανονισμού 2018/605, το οποίο μνημονεύεται στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα της υπόθεσης C‑309/22, δεν χρήζει ερμηνείας από το Δικαστήριο για τον σκοπό της έκδοσης απόφασης επί της υπό κρίση υπόθεσης (16).
37. Πρώτον, κατά την προμνησθείσα διάταξη, «[τ]ο σημείο 3.6.5 και το σημείο 3.8.2 του παραρτήματος II του κανονισμού 1107/2009], όπως τροποποιούνται με τον [κανονισμό 2018/605], εφαρμόζονται από τις [10 Νοεμβρίου] 2018, με εξαίρεση τις διαδικασίες στις οποίες η επιτροπή έχει ψηφίσει σχέδιο κανονισμού έως τις [10 Νοεμβρίου] 2018». Βάσει γενικώς αποδεκτής αρχής, οι νόμοι που τροποποιούν νομοθετική διάταξη εφαρμόζονται, εκτός εάν προβλέπεται άλλως, στα μελλοντικά αποτελέσματα καταστάσεων γεγενημένων υπό το κράτος του προϊσχύσαντος νόμου (17). Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις εξαίρεσης που μνημονεύονται στο άρθρο 2, in fine, του κανονισμού 2018/605 δεν πληρούνται στην υπό κρίση υπόθεση και δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία αδειοδότησης του Pitcher (η οποία δεν προβλέπει τέτοια ψηφοφορία), τα νέα κριτήρια μπορούν να ληφθούν υπόψη.
38. Δεύτερον, το προμνησθέν παράρτημα II επιγράφεται «Διαδικασία και κριτήρια για την έγκριση δραστικών ουσιών, αντιφυτοτοξικών και συνεργιστικών σύμφωνα με το κεφάλαιο II» του κανονισμού 1107/2009 (με άλλα λόγια, το παράρτημα II και το κεφάλαιο II αφορούν, ειδικότερα, την έγκριση δραστικών ουσιών και όχι την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, τα οποία εξετάζονται αντιθέτως στο κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού). Κατά συνέπεια, η σχετική εξαίρεση αφορά τον προσδιορισμό δραστικών ουσιών με ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής για σκοπούς έγκρισης δραστικής ουσίας. Δεν αφορά τη συνεκτίμηση του κινδύνου των επιβλαβών επιδράσεων που μπορεί να έχει ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν διότι περιέχει ορισμένη δραστική ουσία· δεν αφορά επίσης την εκτίμηση τέτοιου κινδύνου για τον σκοπό της έκδοσης απόφασης διάθεσης τέτοιου προϊόντος στην αγορά.
39. Ως εκ τούτου, προκειμένου να δοθεί χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑309/22 και το πρώτο προδικαστικό ερώτημα στην υπόθεση C‑310/22 θα πρέπει να απαντηθούν από κοινού, θα πρέπει δε να θεωρηθεί ότι με αυτά το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009 και το σημείο 3.6.5 του παραρτήματος II του ίδιου κανονισμού, έχει την έννοια ότι η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους πρέπει να εκτιμήσει τις δυνητικές ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής, ακόμη και μέσω της εφαρμογής νέων κριτηρίων για τον προσδιορισμό ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής, κατά τη διαδικασία αξιολόγησης και λήψης απόφασης σχετικά με αιτήσεις αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος.
40. Η BASF, η Ελληνική και η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι οι επιδράσεις ενδοκρινικής διαταραχής που μπορεί να έχει μια δραστική ουσία δεν πρέπει να εκτιμώνται όταν εξετάζεται –σε εθνικό επίπεδο– αίτηση αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος το οποίο περιέχει την επίμαχη δραστική ουσία. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση δεν θα λάμβανε υπόψη το σύστημα του κανονισμού 1107/2009, τη διάκριση μεταξύ της εκτίμησης των εγγενών ιδιοτήτων δραστικών ουσιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης και της αξιολόγησης των αιτήσεων αδειοδότησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων σε επίπεδο κράτους μέλους καθώς και την κατανομή αρμοδιοτήτων που καθιερώνεται με τον εν λόγω κανονισμό. Επιπλέον, ο νομοθέτης της Ένωσης θέσπισε ειδικό υποχρεωτικό καθεστώς για τις συνέπειες απόφασης με την οποία απορρίπτεται η αίτηση ανανέωσης της έγκρισης δραστικής ουσίας και τις συνέπειες για τις αδειοδοτήσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που βασίζονται στη συγκεκριμένη δραστική ουσία.
41. Αντιθέτως, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά (όπως και η PAN Europe και η Τσεχική Κυβέρνηση) ότι, όταν η αρμόδια αρχή η οποία αποφασίζει επί αιτήσεως χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν διαθέτει σύγχρονες και σχετικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις από τις οποίες φαίνεται ότι συντρέχει κίνδυνος επιβλαβών επιδράσεων από τη δραστική ουσία που περιέχεται στο συγκεκριμένο προϊόν, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους δεν μπορεί να αγνοήσει τις εν λόγω γνώσεις, αλλά υποχρεούται να εκτιμήσει τον κίνδυνο τέτοιων επιδράσεων και να αντλήσει κατάλληλα συμπεράσματα από την εν λόγω εκτίμηση.
42. Είναι αληθές ότι ο κανονισμός 1107/2009 διακρίνει μεταξύ της έγκρισης δραστικών ουσιών σε επίπεδο Ένωσης, μέσω κανονισμών που εκδίδει η Επιτροπή, και της χορήγησης αδειών διάθεσης στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν εγκεκριμένες δραστικές ουσίες, οι οποίες εκδίδονται από τα κράτη μέλη.
43. Επομένως, πρέπει να εξεταστεί αν, στο πλαίσιο της αξιολόγησης αίτησης χορήγησης άδειας για τη διάθεση φυτοπροστατευτικού προϊόντος στην αγορά, οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να εκτιμούν τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής εγκεκριμένης δραστικής ουσίας η οποία περιέχεται στο συγκεκριμένο προϊόν. Εάν τέτοια εκτίμηση δεν αποκλείεται, τίθεται το ζήτημα του αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές θα πρέπει να διενεργήσουν την εκτίμηση βάσει των επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων που ήταν διαθέσιμες κατά τον χρόνο έγκρισης της επίμαχης δραστικής ουσίας ή βάσει των γνώσεων που ήταν διαθέσιμες κατά τον χρόνο αξιολόγησης της αίτησης αδειοδότησης του φυτοπροστατευτικού προϊόντος.
44. Θα ήθελα εκ προοιμίου να υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (18).
Β. Το γράμμα των κρίσιμων διατάξεων του κανονισμού 1107/2009
45. Το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει ότι, «[μ]ε την επιφύλαξη του άρθρου 50, χορηγείται άδεια σε φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον όταν, σύμφωνα με τις ενιαίες αρχές που αναφέρονται στην παράγραφο 6, συμμορφώνεται με τις ακόλουθες απαιτήσεις: […] οι δραστικές ουσίες, τα αντιφυτοτοξικά και τα συνεργιστικά που περιέχει έχουν εγκριθεί» (η υπογράμμιση δική μου).
46. Εντούτοις, στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, προβλέπεται επίσης ότι χορηγείται άδεια σε φυτοπροστατευτικό προϊόν μόνον όταν, «βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 4 παράγραφος 3» του κανονισμού.
47. Σε σχέση με το γράμμα της ως άνω διάταξης, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε με την απόφαση Blaise (19) ότι, «[ό]σον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως αδείας για φυτοπροστατευτικό προϊόν, η συνεκτίμηση των γνωστών σωρευτικών και συνεργιστικών επιδράσεων των συστατικών του προϊόντος αυτού επιβάλλεται επίσης, καθόσον, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009, μεταξύ των απαιτήσεων που προβλέπονται προκειμένου να χορηγηθεί άδεια για φυτοπροστατευτικό προϊόν περιλαμβάνεται και η απαίτηση το προϊόν αυτό να ικανοποιεί, βάσει των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού».
48. Το άρθρο 4 του κανονισμού 1107/2009, το οποίο επιγράφεται «Κριτήρια για την έγκριση δραστικών ουσιών», προβλέπει στην παράγραφο 3 ότι το φυτοπροστατευτικό προϊόν, εφόσον χρησιμοποιείται σύμφωνα με την ορθή πρακτική φυτοπροστασίας και σε ρεαλιστικές συνθήκες χρήσης, πρέπει να πληροί, μεταξύ άλλων, κατά το στοιχείο βʹ, την απαίτηση να μην «έχει άμεσες ή με καθυστέρηση επιβλαβείς επιδράσεις ή μελλοντική βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων […], λαμβάνοντας υπόψη γνωστές συσσωρευτικές και συνεργιστικές επιδράσεις όταν υπάρχουν επιστημονικές, αποδεκτές από την [Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA)], μέθοδοι αξιολόγησης των επιδράσεων αυτών […]». Η διατύπωση «δεν έχει […] επιβλαβείς επιδράσεις […] στην υγεία των ανθρώπων» υποδηλώνει σαφώς ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέκρινε συναφώς μια απαίτηση μηδενικού κινδύνου.
49. Επ’ αυτού, παρατηρώ ότι η σημασία της συνεκτίμησης «σύγχρονων» ή «νέων» επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων είναι διάχυτη σε ολόκληρο τον κανονισμό 1107/2009, καθότι τονίζεται στο γράμμα πληθώρας διατάξεων: της παραγράφου 1 του άρθρου 4 (Κριτήρια για την έγκριση δραστικών ουσιών), του στοιχείου στʹ του άρθρου 6 (Όροι και περιορισμοί), της παραγράφου 2 του άρθρου 11 (Σχέδιο της έκθεσης αξιολόγησης), της παραγράφου 2 του άρθρου 12 (Συμπεράσματα της [EFSA]), της παραγράφου 1 του άρθρου 21 (Επανεξέταση της έγκρισης), του στοιχείου εʹ της παραγράφου 1 του άρθρου 29 (Απαιτήσεις για την άδεια διάθεσης στην αγορά), της παραγράφου 1 του άρθρου 36 (Εξέταση για αδειοδότηση), του στοιχείου δʹ της παραγράφου 3 του άρθρου 44 (Ανάκληση ή τροποποίηση άδειας), της παραγράφου 1 του άρθρου 78 (Τροποποιήσεις και μέτρα εφαρμογής) και του παραρτήματος IV (Συγκριτική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 50).
50. Συγκεκριμένα, με την απόφαση Blaise (σκέψη 94), το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι «εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές, ειδικότερα, να λαμβάνουν υπόψη τα πλέον αξιόπιστα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα, καθώς και τα πλέον πρόσφατα αποτελέσματα του διεθνούς ερευνητικού έργου» (η υπογράμμιση δική μου).
51. Από το γράμμα του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1107/2009, προκύπτει ότι, προκειμένου να αδειοδοτηθεί: i) το φυτοπροστατευτικό προϊόν πρέπει να μην έχει επιβλαβείς επιδράσεις, ειδικότερα, στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων (συγκεκριμένα, η παραπομπή, με το γράμμα του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, στο άρθρο 4, παράγραφος 3, επιβεβαιώνει τη σημασία της προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων), τούτο δε συνεπάγεται ότι ii) η εν λόγω άδεια πρέπει να βασίζεται σε σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Συναφώς, η φράση «σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων» στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, υποδηλώνει ότι οι εν λόγω γνώσεις πρέπει να είναι οι «πλέον πρόσφατες» ή οι «τελευταίες», κάτι το οποίο δικαιολογείται από τον ταχύ ρυθμό των νέων επιστημονικών και τεχνικών (καθώς και τεχνολογικών) εξελίξεων.
52. Θα εξετάσω εν συνεχεία τους σκοπούς του κανονισμού 1107/2009 και έπειτα το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται ο εν λόγω κανονισμός.
Γ. Οι σκοποί του κανονισμού 1107/2009 και η σημασία της αρχής της προφύλαξης
53. Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να αποφανθεί επί του σκοπού του κανονισμού 1107/2009 καθώς και επί της αρχής της προφύλαξης στην οποία ερείδεται (20). Θα υπενθυμίσω τη σχετική νομολογία κατωτέρω.
54. Κατά πρώτον, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο του 1, παράγραφοι 3 και 4, και όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη του 8, σκοπός του κανονισμού 1107/2009 είναι, μεταξύ άλλων, η εξασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας τόσο των ανθρώπων όσο και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος (21).
55. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι «οι ως άνω διατάξεις στηρίζονται στην αρχή της προφύλαξης, η οποία αποτελεί ένα από τα θεμέλια της πολιτικής υψηλού επιπέδου προστασίας που ακολουθεί η Ένωση στον τομέα του περιβάλλοντος, σύμφωνα με το άρθρο 191, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι δραστικές ουσίες ή τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά δεν έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στο περιβάλλον» (22).
56. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένως ότι «[η] ορθή εφαρμογή της αρχής [της προφύλαξης] στον τομέα που καλύπτεται από τον [κανονισμό 1107/2009] προϋποθέτει, πρώτον, τον προσδιορισμό των ενδεχομένως αρνητικών για την υγεία συνεπειών της χρησιμοποιήσεως δραστικών ουσιών και φυτοπροστατευτικών προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του και, δεύτερον, τη σφαιρική αξιολόγηση του κινδύνου για την υγεία βάσει των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων και των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων της διεθνούς έρευνας» (23).
57. Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι, «[ε]πομένως, δεδομένου ότι ο κανονισμός 1107/2009 έχει ως αντικείμενο, όπως προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 2, να προβλέψει τους κανόνες που διέπουν τη χορήγηση αδείας για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα και την έγκριση των δραστικών ουσιών που περιέχονται στα προϊόντα αυτά, προκειμένου να διατεθούν στην αγορά, ο νομοθέτης της Ένωσης έπρεπε να θεσπίσει ένα κανονιστικό πλαίσιο που να παρέχει τη δυνατότητα στις αρμόδιες αρχές να διαθέτουν, όταν πρόκειται να αποφανθούν σχετικά με την ως άνω άδεια και την ως άνω έγκριση, επαρκή στοιχεία για να εκτιμήσουν [(24)], τους κινδύνους για την υγεία που προκύπτουν από τη χρησιμοποίηση των εν λόγω δραστικών ουσιών και φυτοπροστατευτικών προϊόντων» (25).
58. Κατά τη γνώμη μου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, μολονότι ο κανονισμός 1107/2009 εμποδίζει κράτος μέλος να χορηγήσει άδεια για φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο περιέχει δραστική ουσία που δεν έχει εγκριθεί, εντούτοις το κράτος μέλος δεν υποχρεούται να αδειοδοτήσει φυτοπροστατευτικό προϊόν το οποίο περιέχει δραστικές ουσίες που έχουν εγκριθεί στο σύνολό τους, εάν υπάρχουν επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις που προσδιορίζουν κινδύνους για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον από τη χρήση του συγκεκριμένου φυτοπροστατευτικού προϊόντος.
59. Συγκεκριμένα, με την αιτιολογική σκέψη 24 του κανονισμού 1107/2009 καθίσταται σαφές ότι οι διατάξεις που διέπουν την αδειοδότηση πρέπει να εξασφαλίζουν υψηλά επίπεδα προστασίας και, ειδικότερα, ότι, κατά την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, θα πρέπει να «δίνεται προτεραιότητα» στην προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος σε σχέση με τον έτερο σκοπό του εν λόγω κανονισμού, ήτοι τη βελτίωση της φυτικής παραγωγής (26).
60. Συνεπώς, όπως διευκρινίζεται στην ως άνω αιτιολογική σκέψη, θα πρέπει να αποδεικνύεται, πριν από τη διάθεση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, όχι μόνον ότι τα προϊόντα αυτά ωφελούν σαφώς τη φυτική παραγωγή, αλλά πρωτίστως ότι δεν έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων (27).
61. Όπως επισήμανε η Τσεχική Κυβέρνηση, εάν η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους δεν λάβει υπόψη τις συγκεκριμένες σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις για τον λόγο και μόνον ότι η σχετική δραστική ουσία εγκρίθηκε στο παρελθόν κατά την προβλεπόμενη στο κεφάλαιο II του κανονισμού 1107/2009 διαδικασία, το κράτος μέλος θα παραβεί την απαίτηση συνεκτίμησης των σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κανονισμού. Επιπλέον, τέτοια ερμηνεία θα αντιβαίνει στον σκοπό της εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων και στην ίδια τη φύση της αρχής της προφύλαξης.
62. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει αποφανθεί ότι «οι διατάξεις του [κανονισμού 1107/2009] στηρίζονται στην αρχή της προφύλαξης και ότι δεν εμποδίζουν τα κράτη μέλη να ακολουθούν την αρχή αυτή όταν υφίσταται επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και την υγεία των ζώων ή για το περιβάλλον τους οποίους ενέχουν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που πρέπει να λάβουν άδεια στο εσωτερικό των κρατών αυτών» (28).
63. Σε σχέση, ειδικότερα, με το ζήτημα της επιστημονικής αβεβαιότητας, συντάσσομαι με την άποψη του γενικού εισαγγελέα J. Mischo ο οποίος επισήμανε, σε υπόθεση που αφορούσε το άρθρο 36 ΣΛΕΕ, ότι «ένας πιθανός κίνδυνος για τη δημόσια υγεία αρκεί, προκειμένου ένα κράτος μέλος να λάβει [αναγκαία] μέτρα […], δυνάμει της αρχής της προλήψεως. Εξάλλου, όσο μεγαλύτερη είναι η επιστημονική αβεβαιότητα, τόσο ευρύτερο είναι το περιθώριο διακριτικής ευχέρειας των κρατών μελών, στα οποία επαφίεται η προστασία της δημόσιας υγείας» (29).
64. Συναφώς, έχει σημασία να εξεταστεί το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου εγκρίθηκαν οι επίμαχες στις κύριες δίκες δραστικές ουσίες. Σε σχέση με το προϊόν Pitcher (υπόθεση C‑309/22), οι επίμαχες δραστικές ουσίες είναι το fludioxonil και το φολπέτ. Το fludioxonil εγκρίθηκε πρώτη φορά την 1η Νοεμβρίου 2008 (30) και το φολπέτ την 1η Οκτωβρίου 2007 (31). Όσον αφορά το προϊόν Dagonis (υπόθεση C‑310/22), οι επίμαχες δραστικές ουσίες είναι το difenoconazole και το fluxapyroxad. Το difenoconazole εγκρίθηκε πρώτη φορά την 1η Ιανουαρίου 2009 (32) και το fluxapyroxad την 1η Ιανουαρίου 2013 (33).
65. Επομένως, από τις προμνησθείσες εγκρίσεις έχουν παρέλθει από 10 έως 16 έτη. Είναι σαφές ότι, σε ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, οι επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις –σχετικά με τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής και τις επιδράσεις των προμνησθεισών δραστικών ουσιών (και των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τις εν λόγω ουσίες) καθώς και άλλες επιδράσεις– θα έχουν αναμφίβολα εξελιχθεί. Ακόμη και αν οι ως άνω εγκρίσεις αξιολογούνταν εκ νέου βάσει της κυκλικής προσέγγισης, τούτο δεν αναιρεί το επιχείρημα ότι είναι σημαντικό για την προστασία, ειδικότερα, της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος, όπως απαιτείται επίσης από την αρχή της προφύλαξης, να λαμβάνονται υπόψη οι σύγχρονες (ήτοι οι πλέον πρόσφατες) επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις όταν τα κράτη μέλη λαμβάνουν απόφαση σχετικά με την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων, όπως το Pitcher και το Dagonis.
66. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, όπως και το γράμμα του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του κανονισμού 1107/2009, οι σκοποί του εν λόγω κανονισμού και η αρχή της προφύλαξης στην οποία ερείδεται επιρρωννύουν την άποψη ότι, προκειμένου να λάβει άδεια, το φυτοπροστατευτικό προϊόν πρέπει να μην έχει επιβλαβείς επιδράσεις για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων. Συνεπώς, τούτο σημαίνει ότι η χορήγηση της άδειας πρέπει να βασίζεται σε σύγχρονες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις και όχι σε γνώσεις οι οποίες είναι παρωχημένες ή μη επικαιροποιημένες.
Δ. Το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται ο κανονισμός 1107/2009 και ο αντίκτυπος της πλήρους εναρμόνισης της έγκρισης δραστικών ουσιών στην αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων από τα κράτη μέλη
67. Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι τυχόν εκτίμηση των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής μιας δραστικής ουσίας στο πλαίσιο της εθνικής διαδικασίας αδειοδότησης φυτοπροστατευτικών προϊόντων θα αντέβαινε στην πλήρη εναρμόνιση της έγκρισης δραστικών ουσιών στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (η οποία έχει ως αποτέλεσμα την έκδοση εκτελεστικών κανονισμών της Επιτροπής που εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση). Κατά την Επιτροπή, η ανεξάρτητη επανεξέταση των εγγενών ιδιοτήτων μιας δραστικής ουσίας στο επίπεδο των κρατών μελών θα έθετε σε κίνδυνο το προεκτεθέν σύστημα.
68. Είναι αληθές ότι το άρθρο 4 και το άρθρο 29 περιλαμβάνονται σε διαφορετικά κεφάλαια του κανονισμού 1107/2009. Το πρώτο περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο II και το δεύτερο στο κεφάλαιο III. Ειδικότερα, η διαδικασία για την αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων βάσει του κανονισμού περιλαμβάνει, αφενός, χωριστή έγκριση δραστικών ουσιών στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (κεφάλαιο II) και, αφετέρου, αδειοδότηση φυτοπροστατευτικών προϊόντων σε εθνικό επίπεδο (κεφάλαιο III του προμνησθέντος κανονισμού).
69. Εντούτοις, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, μολονότι οι σχετικές διαδικασίες είναι διακριτές και δεν θα πρέπει να συγχέονται, εντούτοις προβλέφθηκαν αμφότερες από τον νομοθέτη της Ένωσης στον κανονισμό 1107/2009 και συνδέονται στενά μεταξύ τους (34), στοιχείο το οποίο επιρρωννύεται επίσης από τη σαφή παραπομπή του άρθρου 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, στο άρθρο 4, παράγραφος 3.
70. Η παραπομπή στη νομολογία GranoSalus αρκεί, δεδομένου ότι το Δικαστήριο εξέτασε με τη σχετική απόφαση τη σχέση μεταξύ της έγκρισης δραστικής ουσίας από την Επιτροπή και της αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος το οποίο περιέχει τη συγκεκριμένη ουσία από τις αρχές κράτους μέλους.
71. Όπως και στην προμνησθείσα απόφαση (35), κατά πρώτον, παρατηρώ ότι από τον κανονισμό 1107/2009 συνάγεται ότι, προτού κάνουν δεκτή αίτηση χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διενεργούν ανεξάρτητη, αντικειμενική και διαφανή αξιολόγηση της εν λόγω αίτησης, προκειμένου, ειδικότερα, να εξακριβώσουν τον μη επιβλαβή χαρακτήρα του συγκεκριμένου προϊόντος, υπό το πρίσμα των πλέον αξιόπιστων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων καθώς και των πλέον πρόσφατων αποτελεσμάτων του διεθνούς ερευνητικού έργου.
72. Κατά δεύτερον (36), είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι η προηγούμενη έγκριση, από την Επιτροπή, των επίμαχων δραστικών ουσιών, οι οποίες περιέχονται στα επίμαχα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, συνιστά μία μόνον από τις σωρευτικές προϋποθέσεις την πλήρωση των οποίων πρέπει να εξακριβώνει το κράτος μέλος στο οποίο υποβάλλεται αίτηση χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν, πριν από τη χορήγηση της άδειας.
73. Κατά τρίτον (37), παρατηρώ ότι, μολονότι είναι αληθές ότι η έγκριση, από την Επιτροπή, δραστικών ουσιών, όπως οι επίμαχες στις υπό κρίση υποθέσεις, δεν μπορεί να επανεξεταστεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, εντούτοις γεγονός παραμένει ότι απόκειται στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, προτού χορηγήσει την άδεια για τα επίμαχα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, να εκτιμήσει πρώτα αν οι λοιπές προϋποθέσεις του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009 πληρούνται.
74. Όπως προεκτέθηκε στα σημεία 46 και 47, η παραπομπή στο άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009 καθιερώνει έναν σαφή σύνδεσμο και, επομένως, επιτάσσει τη συνεκτίμηση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού. Ως εκ τούτου, το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, πρέπει να ερμηνεύεται, πρώτον, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, και, δεύτερον, υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού (38).
75. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αδειοδότηση φυτοπροστατευτικού προϊόντος και η ανανέωση ή η παράταση της άδειας συνιστούν απλώς και μόνον αυτόματη εφαρμογή της έγκρισης, από την Επιτροπή, δραστικής ουσίας η οποία περιέχεται στο συγκεκριμένο προϊόν (39). Ως εκ τούτου, η απόφαση GranoSalus καταδεικνύει ότι το επιχείρημα της Επιτροπής στην υπό κρίση υπόθεση είναι αβάσιμο, καθόσον ο κανονισμός 1107/2009 απαιτεί από το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να προστατεύει την υγεία των ανθρώπων και των ζώων. Η εν λόγω απόφαση καθιστά επίσης σαφές ότι ο κανονισμός 1107/2009, καθώς και οι αρμοδιότητες και τα καθήκοντα της Επιτροπής και των κρατών μελών βάσει του εν λόγω κανονισμού, πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που εξασφαλίζει υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος, ως γενικό σκοπό του συγκεκριμένου κανονισμού και σκοπό που τίθεται με το άρθρο 191, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.
76. Συναφώς, η Ολλανδική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009 παραπέμπει στις επιδράσεις του φυτοπροστατευτικού προϊόντος στους ανθρώπους και όχι στις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής δραστικής ουσίας. Επομένως, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, η αρμόδια αρχή δεν υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις σχετικά με τις ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής κατά την αξιολόγηση αίτησης χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν, τέτοια δε υποχρέωση δεν προκύπτει από το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού.
77. Η συλλογιστική αυτή δεν με πείθει. Συγκεκριμένα, ο διαχωρισμός κατ’ αυτόν τον τρόπο των ιδιοτήτων από τις επιδράσεις τους είναι τεχνητός, καθόσον ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όσον αφορά την εκτίμηση των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής βάσει του κανονισμού 1107/2009, όπως επισήμανε η Επιτροπή, το άρθρο 4 του εν λόγω κανονισμού, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το παράρτημά του II, προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι δραστική ουσία δεν έχει επιβλαβή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων μόνον εάν δεν θεωρείται ότι έχει ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής (40).
78. Το επιχείρημα της Ολλανδικής Κυβέρνησης προσκρούει επίσης στον ίδιο τον σκοπό της διαδικασίας εκτίμησης. Σκοπός της εξακρίβωσης ότι δραστική ουσία έχει τέτοιες ιδιότητες είναι ακριβώς η αποφυγή των επιβλαβών επιδράσεων της ουσίας, ειδικότερα στην υγεία των ανθρώπων και των ζώων και στο περιβάλλον. Επομένως, εάν οι επίμαχες στις υπό κρίση υποθέσεις δραστικές ουσίες έχουν ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής, οι εν λόγω ουσίες μπορούν να εγκριθούν, και το φυτοπροστατευτικό προϊόν που τις περιέχει μπορεί να αδειοδοτηθεί μόνον εάν δεν συντρέχει κίνδυνος για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για το περιβάλλον (41).
79. Με άλλα λόγια, ανεξαρτήτως του ότι η δραστική ουσία εγκρίνεται σε επίπεδο Ένωσης με κανονισμό ο οποίος εκδίδεται από την Επιτροπή και του ότι το κύρος της εν λόγω έγκρισης δεν έχει (ακόμη) αμφισβητηθεί επισήμως, η αρμόδια αρχή κράτους μέλους οφείλει, βάσει σύγχρονων και αξιόπιστων πληροφοριών οι οποίες καταδεικνύουν ότι η εν λόγω δραστική ουσία μπορεί να έχει ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής: i) να λάβει υπόψη τον κίνδυνο επιβλαβών επιδράσεων του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει την εν λόγω δραστική ουσία και ii) να εκτιμήσει τον εν λόγω κίνδυνο, κατά το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, και το άρθρο 4, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, για τον σκοπό της έκδοσης της απόφασής της σχετικά με τη διάθεση του συγκεκριμένου προϊόντος στην αγορά του εν λόγω κράτους μέλους.
80. Στην κύρια δίκη της υπόθεσης C‑310/22, φαίνεται ότι η PAN Europe προσκόμισε μη εξαντλητικό κατάλογο με τουλάχιστον έξι ανεξάρτητες ακαδημαϊκές μελέτες σχετικά με τη δραστική ουσία difenoconazole, με ανησυχητικά αποτελέσματα όσον αφορά τις επιδράσεις ενδοκρινικής διαταραχής της εν λόγω ουσίας. Το Dagonis, το οποίο περιέχει difenoconazole και μια άλλη δραστική ουσία (fluxapyroxad), καθώς και ορισμένες (άγνωστες) χημικές ουσίες που λειτουργούν ως βοηθητικά, μπορεί να προκαλέσει ακόμη μεγαλύτερη βλάβη από ό,τι το difenoconazole μεμονωμένα, λόγω των δυνητικά αμοιβαίως ενισχυτικών επιδράσεων.
81. Επομένως, όπως ορθώς επισήμανε η PAN Europe, εάν ενδέχεται να προκληθεί δυνητικά σημαντική βλάβη σε ανθρώπους ή ζώα ή στο περιβάλλον από την αδειοδότηση, για παράδειγμα, του Dagonis, στο μέτρο που περιέχει difenoconazole, το CTB δεν θα πρέπει να μπορεί να επιλέξει να μη λάβει υπόψη τις εν λόγω επιδράσεις και να χορηγήσει απλώς και μόνον άδεια για το φυτοπροστατευτικό προϊόν. Τούτο συμβαίνει κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι το difenoconazole αξιολογήθηκε το 2008 (πριν από 15 έτη). Επιπλέον, οι ιδιότητες ενδοκρινικής διαταραχής του difenoconazole δεν αξιολογήθηκαν κατά τον χρόνο εκείνο. Η εκτίμηση της αρμόδιας αρχής θα πρέπει να βασίζεται στις πλέον επικαιροποιημένες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις. Όπως προεκτέθηκε, το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009 προβλέπει ότι, κατά την αξιολόγηση αίτησης αδειοδότησης φυτοπροστατευτικού προϊόντος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις.
82. Συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 2018/605 επισημαίνεται η αναγκαιότητα να διασφαλίζεται, ειδικότερα, ότι οι ουσίες ή τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά δεν έχουν αρνητικές συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον.
83. Εάν διαθέτει σύγχρονες και σχετικές επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις (περιλαμβανομένων δεδομένων) από τις οποίες διαφαίνεται ότι συντρέχει κίνδυνος η επίμαχη δραστική ουσία να μπορεί να έχει επιβλαβείς επιδράσεις –για παράδειγμα, όπως στις υπό κρίση υποθέσεις, να μπορεί να προκαλέσει διαταραχή του ενδοκρινικού συστήματος–, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους οφείλει να λάβει υπόψη τον κίνδυνο επιβλαβών επιδράσεων του φυτοπροστατευτικού προϊόντος που περιέχει την εν λόγω δραστική ουσία και να εκτιμήσει τον συγκεκριμένο κίνδυνο, όπως προκύπτει από το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου του 1, παράγραφος 4, και να αντλήσει κατάλληλα συμπεράσματα από την εν λόγω εκτίμηση για τον σκοπό της έκδοσης απόφασης σχετικά με τη χορήγηση άδειας διάθεσης του επίμαχου προϊόντος στην αγορά στο συγκεκριμένο κράτος μέλος.
84. Επομένως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 1107/2009 επιρρωννύει την άποψη ότι, προκειμένου να αδειοδοτηθεί, i) ένα φυτοπροστατευτικό προϊόν θα πρέπει να μην έχει οποιαδήποτε επιβλαβή επίδραση, ειδικότερα στην υγεία των ανθρώπων, και ii) η αδειοδότησή του να βασίζεται σε σύγχρονες (ήτοι τις πλέον πρόσφατες) επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις.
85. Όπως ορθώς επισήμανε η Τσεχική Κυβέρνηση, η ως άνω ερμηνεία επιβάλλεται κατά μείζονα λόγο όταν οι επίμαχες «σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις» έχουν αντικατοπτριστεί στη νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσω τροποποίησης του παραρτήματος II του κανονισμού 1107/2009. Δεν μπορεί να υποστηριχθεί βασίμως ότι οι νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, τις οποίες η Επιτροπή θεωρεί επαρκώς σοβαρές ώστε να δικαιολογείται η έκδοση νέου κανονισμού, πρέπει μεν να εφαρμόζονται σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ήτοι σε σχέση με δραστικές ουσίες), πλην όμως σε επίπεδο κρατών μελών (ήτοι σε σχέση με φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τις εν λόγω ουσίες) οι εν λόγω γνώσεις δεν θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και θα πρέπει να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται καθοδήγηση η οποία είναι παρωχημένη.
Ε. Ο κανονισμός 2018/605 και το μεταβατικό καθεστώς
86. Προκειμένου να δοθεί πλήρης απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, θα εξετάσω εν συνεχεία το ζήτημα του αντικτύπου του μεταβατικού καθεστώτος. Από τις 10 Νοεμβρίου 2018 τα κριτήρια του παραρτήματος του κανονισμού 2018/605 εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής που μπορεί να έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στον άνθρωπο, με εξαίρεση τις διαδικασίες στις οποίες είχε ψηφιστεί το σχέδιο κανονισμού έως τις 10 Νοεμβρίου 2018. Από την αιτιολογική σκέψη 8 του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η Επιτροπή θα εξετάσει τις συνέπειες του κανονισμού 2018/605 για κάθε διαδικασία που εκκρεμεί βάσει του κανονισμού 1107/2009. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η έναρξη ισχύος του κανονισμού 2018/605 έχει συνέπειες για τις εκκρεμείς εκτιμήσεις αιτήσεων αδειοδότησης και, ως εκ τούτου, αν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη σε σχέση με τις επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών αιτήσεις. Ειδικότερα, κατά το αιτούν δικαστήριο, τίθεται το ζήτημα του αν το CTB έπρεπε να εφαρμόσει τα νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής τα οποία αντικατοπτρίζουν τις (νέες) επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης (και όχι τις αντίστοιχες γνώσεις κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης).
87. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η εφαρμογή των νέων κριτηρίων για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής τα οποία αντικατοπτρίζουν τις νέες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις θα αντιβαίνει στο μεταβατικό καθεστώς που θεσπίστηκε με τον κανονισμό 2018/605.
88. Επ’ αυτού, επισημαίνω, πρώτον, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 (42) και 8 (43) του κανονισμού 2018/605 προκύπτει ότι είναι σε κάποιον βαθμό αναγκαία η ταχεία αντίδραση και η συνεκτίμηση των πρόσφατων επιστημονικών εξελίξεων. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 82 των παρουσών προτάσεων, στην αιτιολογική σκέψη 1 του κανονισμού 2018/605 διατυπώνεται η αναγκαιότητα να διασφαλιστεί, ειδικότερα, ότι οι δραστικές ουσίες ή τα προϊόντα που διατίθενται στην αγορά δεν έχουν αρνητικές συνέπειες στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτές επιδράσεις στο περιβάλλον και, ακριβώς προς τούτο, ο κανονισμός 1107/2009 βασίζεται στην αρχή της προφύλαξης. Ως εκ τούτου, η άποψη του CTB ότι τα νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής θα πρέπει να μη λαμβάνονται υπόψη έως την επανεξέταση της έγκρισης των δραστικών ουσιών στο πλαίσιο της ανανέωσης της έγκρισης φαίνεται να προσκρούει στον σκοπό του κανονισμού 1107/2009 περί εξασφάλισης υψηλού επιπέδου προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος. Επιπλέον, φαίνεται να αντιβαίνει στην αρχή της προφύλαξης.
89. Είναι αληθές ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 2018/605, τα νέα κριτήρια για τον προσδιορισμό των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή το συντομότερο δυνατόν, συγχρόνως όμως θα πρέπει να παρασχεθεί στα κράτη μέλη και στην EFSA ο χρόνος που χρειάζονται για να προετοιμαστούν για την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων. Εντούτοις, το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να υποχρεώσει την αρμόδια αρχή κράτους μέλους να αξιολογήσει την αίτηση χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικό προϊόν βάσει παλαιών και παρωχημένων κριτηρίων τα οποία δεν αντικατοπτρίζουν πλέον τις σύγχρονες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις.
90. Η απαίτηση εφαρμογής των πλέον πρόσφατων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων –η οποία, όπως προεκτέθηκε στο σημείο 83 των παρουσών προτάσεων, απορρέει από το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 1107/2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου του 1, παράγραφος 4– υποχρεώνει την αρμόδια αρχή να ενεργεί προορατικά καθώς επιδιώκει την καλύτερη προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων και του περιβάλλοντος. Επομένως, το περιεχόμενο των νέων κριτηρίων για την εκτίμηση των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο των πλέον πρόσφατων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων κατά τη λήψη απόφασης επί αιτήσεων αδειοδότησης.
91. Επιπροσθέτως, λαμβανομένης υπόψη της απαίτησης χρήσης των πλέον πρόσφατων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, η εφαρμογή των νέων κριτηρίων σχετικά με τις επιδράσεις των ιδιοτήτων ενδοκρινικής διαταραχής στην υγεία των ανθρώπων και των ζώων θα ανταποκρίνεται καλύτερα τόσο στον σκοπό του κανονισμού 1107/2009 όσο και στην αρχή της προφύλαξης.
92. Το επιχείρημα της Επιτροπής δεν είναι πειστικό (44) καθόσον προσκρούει στο άρθρο 1, παράγραφος 4, και στην αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 1107/2009. Από τη συγκεκριμένη διάταξη και αιτιολογική σκέψη καθίσταται σαφές ότι ο κανονισμός i) ερείδεται στην αρχή της προφύλαξης και ii) δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να ακολουθούν την αρχή αυτή όταν υφίσταται επιστημονική αβεβαιότητα όσον αφορά τους κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία και την υγεία των ζώων ή για το περιβάλλον τους οποίους ενέχουν τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που πρέπει να λάβουν άδεια στο εσωτερικό των κρατών αυτών (45). Τούτο υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη κάθε σχετική και αξιόπιστη σύγχρονη επιστημονική και τεχνική γνώση, ανεξαρτήτως της πηγής ή του εγγράφου από το οποίο προέρχεται, προκειμένου να διασφαλίζεται συμμόρφωση με το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κανονισμού.
93. Σε σχέση με το ζήτημα του αν απόκειται στην αρμόδια αρχή να αναστείλει τη διαδικασία αξιολόγησης και λήψης απόφασης σχετικά με αιτήσεις αδειοδότησης εν αναμονή των πορισμάτων της Επιτροπής σχετικά με τα αποτελέσματα του κανονισμού 2018/605 επί οποιασδήποτε διαδικασίας εκκρεμεί βάσει του κανονισμού 1107/2009, είναι αληθές ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 8 του κανονισμού 2018/605, η Επιτροπή θα εξετάσει τις συνέπειες του εν λόγω κανονισμού για κάθε τρέχουσα διαδικασία για την έγκριση δραστικών ουσιών σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εντούτοις, από την προμνησθείσα αιτιολογική σκέψη δεν συνάγεται ότι η Επιτροπή θα εξετάσει τις συνέπειες του εν λόγω κανονισμού για κάθε εκκρεμή αίτηση χορήγησης άδειας για φυτοπροστατευτικά προϊόντα στα κράτη μέλη. Επιπλέον, καμία διάταξη στον κανονισμό 1107/2009 δεν καθορίζει την ακριβή φύση των υποχρεώσεων της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους σε σχέση με την αξιολόγηση αιτήσεων αδειοδότησης, όπως οι επίμαχες στις κύριες δίκες, εν αναμονή των συμπερασμάτων της Επιτροπής σχετικά με τις συνέπειες του κανονισμού 2018/605 για κάθε τρέχουσα διαδικασία βάσει του κανονισμού 1107/2009. Όπως επισήμανε η Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν θα απόκειται στην Επιτροπή αλλά στον νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει τροποποιήσεις σε σχέση με τις υποχρεώσεις που υπέχουν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο της αξιολόγησης αιτήσεων αδειοδότησης βάσει του κεφαλαίου III του κανονισμού 1107/2009.
94. Με άλλα λόγια, ούτε ο κανονισμός 1107/2009 ούτε ο κανονισμός 2018/605 στερεί από ένα κράτος μέλος, στο πλαίσιο της εκτίμησης του αν φυτοπροστατευτικά προϊόντα πρέπει να διατεθούν στην αγορά του, την αρμοδιότητά του να λαμβάνει κατάλληλα μέτρα προκειμένου να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 29, παράγραφος 1, του κανονισμού 1107/2009, με σκοπό την προστασία της κοινωνίας του από κάθε δυνητική επιβλαβή επίδραση τέτοιων προϊόντων, όπως προσδιορίζεται βάσει σύγχρονων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων.
IV. Πρόταση
95. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε σε καθεμία από τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις το College van Beroep voor het bedrijfsleven (διοικητικό εφετείο αρμόδιο επί οικονομικών υποθέσεων, Κάτω Χώρες) ως εξής:
Το άρθρο 29, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 1107/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Οκτωβρίου 2009, σχετικά με τη διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά και την κατάργηση των οδηγιών 79/117/ΕΟΚ και 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και το σημείο 3.6.5 του παραρτήματος ΙΙ του εν λόγω κανονισμού,
έχει την έννοια ότι, οσάκις η αρμόδια αρχή κράτους μέλους, η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση αίτησης χορήγησης άδειας για φυτοφαρμακευτικό προϊόν στο συγκεκριμένο κράτος μέλος, διαθέτει σχετικές και αξιόπιστες πληροφορίες που βασίζονται σε σύγχρονες (ήτοι τις πλέον πρόσφατες) επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, ανεξαρτήτως της πηγής τέτοιων πληροφοριών, οι οποίες καταδεικνύουν ότι δραστική ουσία που περιέχεται στο επίμαχο προϊόν μπορεί να προκαλέσει διαταραχή του ενδοκρινικού συστήματος, η εν λόγω αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη τον κίνδυνο των επιβλαβών επιδράσεων που ενδέχεται να έχει το συγκεκριμένο προϊόν, να εκτιμά τον εν λόγω κίνδυνο και να λαμβάνει κατάλληλη απόφαση σχετικά με την εν λόγω αίτηση με γνώμονα όλες τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 29, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.