Language of document : ECLI:EU:T:2014:867

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 10ης Οκτωβρίου 2014 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτου — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Συμφωνίες καταμερισμού των αγορών και ανταλλαγή εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Συμμετοχή στην παράβαση»

Στην υπόθεση T‑68/09,

Soliver NV, με έδρα το Roeselare (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους H. Gilliams, J. Bocken και T. Baumé, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A. Bouquet, M. Kellerbauer και F. Ronkes Agerbeek,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως C(2008) 6815 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.125 — Υαλοπίνακες αυτοκινήτου), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2009) 863 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2009, καθόσον αφορά την προσφεύγουσα και, επικουρικώς, αίτημα μειώσεως του ποσού του προστίμου που της επιβάλλει η ως άνω απόφαση,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, F. Dehousse και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: N. Rosner, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Νοεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με την απόφαση C(2008) 6815 τελικό, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.125 — Υαλοπίνακες αυτοκινήτου), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2009) 863 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2009 (περίληψη στην ΕΕ 2009, C 173, σ. 13) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων και η προσφεύγουσα, είχαν παραβεί το άρθρο 81 ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ μετέχοντας, σε διάφορα χρονικά διαστήματα μεταξύ του Μαρτίου του 1998 και του Μαρτίου του 2003, σε σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών με αντικείμενο τη νόθευση του ανταγωνισμού στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτου στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) (άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

2        Η προσφεύγουσα, Soliver NV, είναι μικρού μεγέθους υαλοπαραγωγός, η οποία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στον τομέα των αυτοκινήτων. Η Saint‑Gobain Glass France SA, η Saint‑Gobain Sekurit Deutschland GmbH & Co. KG και η Saint‑Gobain Sekurit France SAS (στο εξής, από κοινού: Saint‑Gobain), οι οποίες έχουν επίσης ασκήσει προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (υπόθεση T‑56/09), είναι εταιρίες που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και διανομή υλικών, όπως οι υαλοπίνακες αυτοκινήτου. Είναι θυγατρικές, σε ποσοστό 100 % της Compagnie de Saint‑Gobain SA (στο εξής: Compagnie), η οποία έχει επίσης προσφύγει κατά της ίδιας αποφάσεως (υπόθεση T‑73/09). Η Pilkington Group Ltd συγκεντρώνει στους κόλπους της, μεταξύ άλλων, τις εταιρίες Pilkington Automotive Ltd, Pilkington Automotive Deutschland GmbH, Pilkington Holding GmbH και Pilkington Italia SpA (στο εξής, από κοινού: Pilkington). Η Pilkington, η οποία έχει επίσης ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως (υπόθεση T‑72/09), είναι μία από τις μεγαλύτερες παραγωγούς υαλοπινάκων και προϊόντων υαλοφράξεως στον κόσμο, ιδιαιτέρως στον τομέα των αυτοκινήτων.

3        Η Asahi Glass Co. Ltd (στο εξής: Asahi) είναι παραγωγός υαλοπινάκων, χημικών προϊόντων και ηλεκτρονικών εξαρτημάτων, με έδρα την Ιαπωνία. Η Asahi κατέχει όλες τις μετοχές της βελγικής επιχείρησης υαλουργίας Glaverbel SA/NV (στο εξής: Glaverbel), η οποία κατέχει το 100 % της AGC Automotive France (στο εξής: AGC ή AGC/Splintex). Η AGC έφερε, πριν την 1η Ιανουαρίου 2004, την εταιρική επωνυμία Splintex Europe SA (στο εξής: Splintex ή AGC/Splintex). Η Asahi, η οποία είναι μία εκ των αποδεκτών της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν άσκησε προσφυγή κατ’ αυτής.

4        Η έρευνα που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως κινήθηκε κατόπιν της κοινοποιήσεως στην Επιτροπή επιστολών από Γερμανό δικηγόρο ως εκπρόσωπο ανωνύμου πελάτη τα οποία περιείχαν πληροφορίες σχετικά με συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές διαφόρων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και διανομή υαλοπινάκων αυτοκινήτου.

5        Τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2005, η Επιτροπή πραγματοποίησε ελέγχους στην έδρα της προσφεύγουσας καθώς και στην έδρα της Saint‑Gobain, της Compagnie, της Pilkington και της AGC. Η Επιτροπή κατάσχεσε διάφορα έγγραφα και αρχεία επ’ ευκαιρία των ελέγχων αυτών.

6        Κατόπιν των εν λόγω ελέγχων, η Asahi και η Glaverbel καθώς και οι θυγατρικές τους τις οποίες αφορούσε η έρευνα (στο εξής, από κοινού: αιτούσα επιεική μεταχείριση) υπέβαλαν αίτημα περί μη επιβολής ή, άλλως, περί μειώσεως του προστίμου, δυνάμει της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (ΕΕ 2002, C 45, σ. 3). Η αίτηση μη επιβολής προστίμου υπό όρους απορρίφθηκε από την Επιτροπή στις 19 Ιουλίου 2006, ωστόσο η τελευταία πληροφόρησε την αιτούσα επιεική μεταχείριση ότι σκόπευε να της επιβάλει πρόστιμο μειωμένο κατά 30 έως 50 % σε σχέση με το ποσό του προστίμου που θα έπρεπε κανονικά να της επιβληθεί, σύμφωνα με την παράγραφο 26 της ανακοινώσεως σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ).

7        Μεταξύ της 26ης Ιανουαρίου 2006 και της 2ας Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή απηύθυνε στην προσφεύγουσα καθώς και στις Saint‑Gobain, Compagnie, Pilkington, Asahi, Glaverbel και AGC, διάφορες γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών, δυνάμει του άρθρου 18 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1). Οι ως άνω επιχειρήσεις απάντησαν σε αυτές τις αιτήσεις.

8        Εξάλλου, η Επιτροπή απηύθυνε, με την ίδια νομική βάση, γραπτές αιτήσεις παροχής πληροφοριών σε διάφορους κατασκευαστές αυτοκινήτων, σε Ιταλό κατασκευαστή λεωφορείων καθώς και σε δύο επαγγελματικές ενώσεις της βιομηχανίας της υαλουργίας, οι οποίοι επίσης έδωσαν απαντήσεις.

9        Στις 18 Απριλίου 2007, η Επιτροπή εξέδωσε ανακοίνωση αιτιάσεων σχετικά με ενιαία και διαρκή παράβαση που συνίστατο σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου, προς τον σκοπό της κατανομής των συμβάσεων προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτου προς τους κατασκευαστές αυτοκινήτων. Αυτή η ανακοίνωση αιτιάσεων επιδόθηκε στην προσφεύγουσα καθώς και στις Saint‑Gobain, Compagnie, Pilkington, Asahi, Glaverbel και AGC. Κάθε μία από τις επιχειρήσεις που ήταν αποδέκτες αυτής της ανακοινώσεως αιτιάσεων είχε πρόσβαση στον φάκελο της υποθέσεως και κλήθηκε από την Επιτροπή να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Στις 24 Σεπτεμβρίου 2007 πραγματοποιήθηκε στην Επιτροπή ακρόαση στην οποία συμμετείχε το σύνολο των ως άνω αποδεκτών.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

10      Η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 12 Νοεμβρίου 2008. Η Επιτροπή διαπίστωσε όσον αφορά την προσφεύγουσα ότι είχε συμμετάσχει στην παράβαση από τις 19 Νοεμβρίου 2001 έως τις 11 Μαρτίου 2003 (άρθρο 1, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επέβαλε σε αυτήν πρόστιμο ύψους 4 396 000 ευρώ (άρθρο 2, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Όσον αφορά τη Saint‑Gobain και την Compagnie, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι είχαν συμμετάσχει στις προαναφερθείσες στη σκέψη 1 ανωτέρω συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 11 Μαρτίου 2003 (άρθρο 1, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως) και επέβαλε σ’ αυτές «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» πρόστιμο ύψους 896 εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 2, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Η Asahi και οι θυγατρικές της που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτου, των οποίων η συμμετοχή στην παράβαση έγινε δεκτή για το χρονικό διάστημα από τις 18 Μαΐου 1998 έως τις 11 Μαρτίου 2003, καταδικάστηκαν «αλληλεγγύως και εις ολόκληρον» σε πρόστιμο ύψους 113,5 εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 1, στοιχείο α΄, και άρθρο 2, στοιχείο α΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Όσον αφορά, τέλος, την Pilkington, η Επιτροπή αποφάσισε ότι η επιχείρηση αυτή συμμετείχε στις συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2002 (άρθρο 1, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως). Της επέβαλε πρόστιμο ύψους 370 εκατομμυρίων ευρώ (άρθρο 2, στοιχείο γ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή εκκινεί από τη διαπίστωση ότι τα χαρακτηριστικά της αγοράς των υαλοπινάκων αυτοκινήτου, δηλαδή μεταξύ άλλων οι σημαντικές τεχνικές απαιτήσεις καθώς και ο αυξημένος βαθμός καινοτομίας, ευνοούν τους κάθετα διαρθρωμένους και διεθνούς εμβέλειας σημαντικούς προμηθευτές. Η AGC, η Pilkington και η Saint‑Gobain συγκαταλέγονται μεταξύ των σπουδαιότερων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου σε παγκόσμια κλίμακα και κάλυπταν συνολικά, κατά τον χρόνο της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, περίπου το 76 % της παγκόσμιας ζητήσεως υαλοπινάκων που προορίζονταν για την αγορά της πρώτης τοποθετήσεως (τοποθέτηση των υαλοπινάκων αυτοκινήτου στο εργοστάσιο, κατά το χρόνο συναρμολογήσεως του οχήματος). Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης σημαντικό όγκο συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών και των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελευθέρων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ) που αποτελούν μέρος του ΕΟΧ στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτου. Οι κατασκευαστές αυτοκινήτων, κατά την Επιτροπή, διαπραγματεύονταν τις συμβάσεις αγοράς για την προμήθεια υαλοπινάκων αυτοκινήτου στο επίπεδο του ΕΟΧ.

15      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει εξάλλου ότι οι προμηθευτές υαλοπινάκων αυτοκινήτου τους οποίους αφορούσε η έρευνα της Επιτροπής παρακολουθούσαν τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς που κατείχαν καθ’ όλο το διάστημα που διαρκούσε η παράβαση, όχι μόνο «ανά όχημα», δηλαδή βάσει του αριθμού πωλήσεων ανά μοντέλο οχήματος, αλλά επίσης βάσει του συνολικού αριθμού οχημάτων ανεξαρτήτως μοντέλου.

16      Συναφώς, η Pilkington, η Saint‑Gobain και η AGC (ή η AGC/Splintex) (στο εξής: κλαμπ) είχαν, κατά την Επιτροπή, συμμετάσχει σε τριμερείς συσκέψεις, οι οποίες είχαν μερικές φορές την ονομασία «συσκέψεις του κλαμπ». Οι συσκέψεις αυτές, που οργανώνονταν εκ περιτροπής από κάθε μία από τις επιχειρήσεις αυτές, ελάμβαναν χώρα σε ξενοδοχεία διαφόρων πόλεων στην Ευρώπη, σε ιδιωτικές κατοικίες εργαζομένων στις επιχειρήσεις αυτές, καθώς και στην έδρα της επαγγελματικής ενώσεως Groupement européen de producteurs de verre plat (GEPVP) (Ευρωπαϊκή Ένωση παραγωγών επίπεδης υάλου) και της Associazione nazionale degli industriali del vetro (Assovetro) (εθνική ένωση βιομηχανικής υαλουργίας).

17      Συσκέψεις ή διμερείς επαφές οργανώθηκαν επίσης μεταξύ των ανταγωνιστών αυτών, προκειμένου να συζητηθεί η διάθεση υαλοπινάκων αυτοκινήτου για μοντέλα οχημάτων υπό παραγωγή και να γίνει προετοιμασία της για τα μελλοντικά μοντέλα. Οι διάφορες αυτές επαφές ή συσκέψεις αφορούσαν την αξιολόγηση και την παρακολούθηση των μεριδίων αγοράς, την κατανομή των παραδόσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτου στους κατασκευαστές και την ανταλλαγή πληροφοριών για τις τιμές, καθώς και την ανταλλαγή ευαίσθητων από εμπορικής απόψεως πληροφοριών και τον συντονισμό στρατηγικής των διαφόρων αυτών ανταγωνιστών ως προς την τιμολόγηση και τον εφοδιασμό της πελατείας.

18      Η πρώτη από αυτές τις διμερείς συσκέψεις στην οποία, κατά την Επιτροπή είχαν συμμετάσχει η Saint‑Gobain και η Pilkington, πραγματοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου 1998 στο ξενοδοχείο Hyatt Regency του αεροδρομίου Charles‑de‑Gaulle στο Παρίσι (Γαλλία). Η πρώτη τριμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε την άνοιξη του 1998 στο Königswinter (Γερμανία), στην ιδιωτική κατοικία του τότε υπευθύνου μεγάλων πελατών της Splintex (AGC). Των συσκέψεων αυτών προηγήθηκαν διερευνητικές επαφές μεταξύ της Saint‑Gobain και της Pilkington, από το 1997, με αντικείμενο την τεχνική εναρμόνιση της παραγωγής από αυτές τις επιχειρήσεις επιχρωματισμένης υαλοφράξεως, σχετικά με το χρώμα, το πάχος και τη μετάδοση του φωτός. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν συμπεριέλαβε τις επαφές αυτές στην επίδικη σύμπραξη, δεδομένου ότι αφορούσαν κατ’ ουσίαν, κατά την Επιτροπή, ένα προηγμένο στάδιο στην αλυσίδα παραγωγής επίπεδης υάλου, πριν από τη μετατροπή της σε υαλοπίνακα αυτοκινήτου.

19      Η Επιτροπή προσδιορίζει στην προσβαλλόμενη απόφαση περίπου 90 συσκέψεις και επαφές από την άνοιξη του 1998 έως τον Μάρτιο του 2003. Η τελευταία τριμερής επαφή, στην οποία μεταξύ άλλων συμμετέσχε η προσφεύγουσα, έλαβε χώρα, κατά την Επιτροπή στις 21 Ιανουαρίου 2003, ενώ η τελευταία διμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε κατά το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου 2003, μεταξύ της Saint‑Gobain και της AGC. Οι συμμετέχοντες κατέφευγαν σε συντομογραφίες ή σε κωδικά ονόματα για να ταυτοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτών των συσκέψεων και επαφών.

20      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη είχε αρχίσει στις 19 Νοεμβρίου 2001. Η προσφεύγουσα προσεγγίστηκε από τη Saint‑Gobain από το έτος 2000 προκειμένου να συμμετάσχει στην επίδικη σύμπραξη. Οι αρχικώς συμμετέχοντες στη σύμπραξη, εν προκειμένω η Saint-Gobain, η Pilkington και η AGC, είχαν εκμεταλλευθεί, για τον σκοπό αυτό, την εξάρτηση της προσφεύγουσας από τους προμηθευτές πρώτης ύλης, καθώς η προσφεύγουσα δεν είχε τη δυνατότητα παραγωγής επίπεδης υάλου.

21      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση, ο συνολικός σχεδιασμός της συμπράξεως συνίστατο σε κατανομή των παραδόσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτου μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη, τόσο ως προς τις υφιστάμενες συμβάσεις προμήθειας όσο και ως προς τις νέες συμβάσεις. Το σχέδιο αυτό είχε ως σκοπό, κατά την Επιτροπή, να διατηρηθούν σταθερά τα μερίδια αγοράς των μετεχόντων στη σύμπραξη. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού, οι μετέχοντες στη σύμπραξη, κατά τις προαναφερθείσες στις σκέψεις 16 έως 20 συσκέψεις και επαφές, είχαν ανταλλάξει πληροφορίες επί των τιμών και άλλα ευαίσθητα δεδομένα και είχαν συντονίσει την πολιτική τους σχετικά με τον καθορισμό των τιμών και τον εφοδιασμό της πελατείας. Ειδικότερα, πραγματοποιήθηκε διαβούλευση σχετικά με τις απαντήσεις στα αιτήματα των κατασκευαστών αυτοκινήτων για υποβολή προσφορών, με τρόπο ώστε να επηρεαστεί η επιλογή τους σχετικά με τον προμηθευτή υαλοπινάκων, ή τους προμηθευτές σε περίπτωση εφοδιασμού από περισσότερους προμηθευτές. Κατά την Επιτροπή, οι συμμετέχοντες διέθεταν, προς τον σκοπό αυτό, δύο τρόπους για να ευνοήσουν την ανάθεση συμβάσεως προμήθειας στον προκαθορισμένο παραγωγό, δηλαδή είτε τη μη υποβολή προσφοράς, είτε την υποβολή εικονικής προσφοράς, δηλαδή προσφοράς με τιμή υψηλότερη από αυτή που υπέβαλε ο προκαθορισμένος παραγωγός. Διορθωτικά μέτρα, υπό μορφή αντισταθμίσεων χορηγουμένων σε ένα ή περισσότερους συμμετέχοντες, αποφασίζονταν, κατά την Επιτροπή, εφόσον αυτό κρινόταν αναγκαίο, προκειμένου να εξασφαλιστεί ότι η συνολική κατάσταση της προσφοράς υαλοπινάκων αυτοκινήτου στον ΕΟΧ παραμένει εντός των ορίων της συμφωνηθείσας κατανομής. Αν τα διορθωτικά μέτρα επηρέαζαν τις τρέχουσες συμβάσεις προμήθειας, η διαδικασία που ακολουθούσαν οι ανταγωνιστές για να εξισορροπήσουν τα μερίδια αγοράς συνίστατο, κατά την Επιτροπή, στην ενημέρωση των κατασκευαστών αυτοκινήτων ότι τεχνικό πρόβλημα ή έλλειψη πρώτων υλών διατάρασσε την παράδοση των παραγγελθέντων υαλοπινάκων και στην προς αυτούς υπόδειξη να προσφύγουν σε αντικαταστάτη προμηθευτή.

22      Για να διατηρήσουν τη συμφωνηθείσα κατανομή των συμβάσεων, οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη είχαν καταλήξει επανειλημμένως σε συμφωνία, για μειώσεις τιμών προς τους κατασκευαστές αυτοκινήτων με βάση την επιτευχθείσα αύξηση παραγωγικότητας, ή ακόμη για ενδεχόμενες αυξήσεις τιμών σε μοντέλα οχημάτων των οποίων το επίπεδο παραγωγής ήταν χαμηλότερο των προβλέψεων. Κατά την Επιτροπή, είχαν συμφωνήσει επίσης, κατά περίπτωση, να περιορίσουν τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με το πραγματικό κόστος παραγωγής στους κατασκευαστές αυτοκινήτων, προκειμένου να αποφύγουν τα πολύ συχνά αιτήματά τους περί μειώσεως τιμών.

23      Η διαβούλευση σχετικά με τη σταθερότητα των μεριδίων αγοράς ήταν εφικτή, μεταξύ άλλων, λόγω της διαφάνειας της αγοράς όσον αφορά την προμήθεια υαλοπινάκων αυτοκινήτου. Κατά την Επιτροπή, η εξέλιξη των μεριδίων αγοράς είχε υπολογιστεί βάσει του κόστους παραγωγής και των προβλέψεων σχετικά με τις πωλήσεις, λαμβανομένων υπόψη και των υφισταμένων συμβάσεων προμήθειας.

24      Η Επιτροπή επισημαίνει, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι η αιτούσα επιεική μεταχείριση επιβεβαίωσε ότι το αργότερο από το έτος 1998 αντιπρόσωποι της Splintex συμμετείχαν, με ορισμένους ανταγωνιστές, σε παράνομες από τη σκοπιά του δικαίου του ανταγωνισμού δραστηριότητες. Επιπλέον, κατά την Επιτροπή, η έλλειψη αντικρούσεως εκ μέρους της Saint‑Gobain, του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που εκτίθενται στην ανακοίνωση αιτιάσεων θα έπρεπε να θεωρηθεί ως αποδοχή, από την επιχείρηση αυτή, της περιγραφής του περιεχομένου των επίδικων συσκέψεων και επαφών στην οποία προέβη η Επιτροπή.

25      Τέλος, κατά την Επιτροπή, η Pilkington, η Saint‑Gobain και η AGC είχαν συμφωνήσει, κατά τη σύσκεψη της 6ης Δεκεμβρίου 2001, νέα μέθοδο υπολογισμού για την κατανομή και την εκ νέου ανάθεση των συμβάσεων προμήθειας.

26      Με βάση αυτή τη δέσμη ενδείξεων, η Επιτροπή έκρινε την προσφεύγουσα, τη Saint‑Gobain, την Compagnie, την Pilkington και την αιτούσα επιεική μεταχείριση υπεύθυνες ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ.

27      Οι συμφωνηθείσες μεταξύ των μερών αυτών διευθετήσεις συνιστούν, κατά την Επιτροπή, συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές κατά την έννοια των διατάξεων αυτών οι οποίες νόθευσαν τον ανταγωνισμό στην αγορά προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτου. Η συμπαιγνία αυτή ήταν, εξάλλου, κατά την Επιτροπή, ενιαία και διαρκής, αφού οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη εξέφρασαν την κοινή βούλησή τους να συμπεριφέρονται με ορισμένο τρόπο στην αγορά και υιοθέτησαν κοινό σχέδιο με σκοπό να περιορίσουν την ατομική εμπορική αυτονομία τους κατανέμοντας τις παραδόσεις υαλοπινάκων αυτοκινήτου που προορίζονταν για αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα καθώς και νοθεύοντας τις τιμές των υαλοφράξεων αυτών με σκοπό να εξασφαλίσουν συνολική σταθερότητα στην αγορά και να διατηρήσουν τεχνητά αυξημένες τιμές. Η συχνότητα και ο αδιάλειπτος χαρακτήρας των συσκέψεων και των επαφών αυτών, για περίοδο πέντε ετών, είχαν ως αποτέλεσμα ότι η σύμπραξη κάλυπτε όλους τους μεγάλους κατασκευαστές που παρήγαν αυτοκίνητα ιδιωτικής χρήσεως και ελαφρά επαγγελματικά οχήματα εντός του ΕΟΧ.

28      Η Επιτροπή εκτίμησε εξάλλου ότι από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι οι συμφωνίες και οι εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ των προμηθευτών υαλοπινάκων αυτοκινήτου κατέληξαν σε αύξηση της αποδοτικότητας ή ευνόησαν την τεχνική ή οικονομική πρόοδο στον τομέα των υαλοπινάκων αυτοκινήτου, βάσει των οποίων θα μπορούσε να δικαιολογηθεί η εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 3, ΕΚ.

29      Σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως, η Επιτροπή εκτίμησε ότι η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει στην παράβαση από τις 19 Νοεμβρίου 2001 έως τις 11 Μαρτίου 2003. Κατά την Επιτροπή, η Saint‑Gobain και η Compagnie είχαν συμμετάσχει από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 11 Μαρτίου 2003. Η συμμετοχή της Pilkington έγινε δεκτή για το χρονικό διάστημα από τις 10 Μαρτίου 1998 έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2002.

30      Σχετικά με τον υπολογισμό του ποσού των προστίμων, η Επιτροπή κατ’ αρχάς προσδιόρισε την αξία των πωλήσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτου που πραγματοποιήθηκαν από κάθε μετέχουσα επιχείρηση εντός του ΕΟΧ και είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με την παράβαση. Διέκρινε, προς τον σκοπό αυτό, μεταξύ περισσότερων χρονικών περιόδων. Για την περίοδο από τον Μάρτιο του 1998 έως τις 30 Ιουνίου 2000, χαρακτηριζόμενη ως «στάδιο αναπτύξεως», η Επιτροπή εκτίμησε ότι είχε αποδεικτικά στοιχεία για την παράβαση όσον αφορά μέρος μόνο του συνόλου των ευρωπαίων κατασκευαστών αυτοκινήτων. Η Επιτροπή έλαβε, επομένως, υπόψη, όσον αφορά αυτήν την περίοδο, μόνο τις πωλήσεις υαλοπινάκων αυτοκινήτου προς κατασκευαστές για τους οποίους είχε άμεσες αποδείξεις ότι αποτελούσαν αντικείμενο της συμπράξεως. Όσον αφορά την περίοδο από την 1η Ιουλίου 2000 έως τις 3 Σεπτεμβρίου 2002, η Επιτροπή παρατήρησε ότι η σύμπραξη αφορούσε κατασκευαστές οι οποίοι πραγματοποιούσαν τουλάχιστον το 90 % των πωλήσεων εντός του ΕΟΧ. Κατέληξε, επομένως, στο συμπέρασμα ότι, σχετικά με την περίοδο αυτή, πρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πωλήσεων υαλοπινάκων αυτοκινήτου που πραγματοποίησαν εντός του ΕΟΧ οι αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως. Τέλος, με τη λήξη του χρονικού διαστήματος της παραβάσεως, δηλαδή μεταξύ της 3ης Σεπτεμβρίου 2002 και του Μαρτίου 2003, οι δραστηριότητες του κλαμπ επιβραδύνθηκαν λόγω της αποχωρήσεως της Pilkington. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή αποφάσισε να λάβει υπόψη, για την περίοδο αυτή, μόνο τις πωλήσεις προς κατασκευαστές αυτοκινήτων ως προς τις οποίες είχε άμεσες αποδείξεις για τη σύμπραξη. Στην συνέχεια υπολογίστηκε σταθμισμένος ετήσιος μέσος όρος των πωλήσεων αυτών για κάθε εμπλεκόμενο προμηθευτή υαλοπινάκων αυτοκινήτου, διαιρούμενης της αξίας των προαναφερθεισών πωλήσεων με τον αριθμό των μηνών κατά τους οποίους κάθε προμηθευτής είχε μετάσχει στην παράβαση και πολλαπλασιαζόμενου του πηλίκου επί δώδεκα.

31      Η Επιτροπή επισήμανε, ακολούθως, ότι η επίμαχη παράβαση, η οποία συνίστατο σε κατανομή της πελατείας, συγκαταλεγόταν μεταξύ των βαρύτερων περιορισμών του ανταγωνισμού. Λαμβάνοντας υπόψη τη φύση της παραβάσεως αυτής, τη γεωγραφική της σημασία και το συνολικό μερίδιο της αγοράς των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στη σύμπραξη, η Επιτροπή στηρίχθηκε, για τον υπολογισμό του βασικού ποσού του προστίμου, σε αναλογία 16 % της αξίας των πωλήσεων κάθε εμπλεκόμενης επιχειρήσεως, πολλαπλασιαζόμενη με τον αριθμό των ετών συμμετοχής στην παράβαση. Το βασικό ποσό των προστίμων, προσαυξήθηκε, επίσης, με «τέλος εισόδου» που καθορίστηκε στο 16 % της αξίας των πωλήσεων, για αποτρεπτικούς λόγους.

32      Στις 11 Φεβρουαρίου 2009, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 863 τελικό, με την οποία διορθώθηκε περιορισμένος αριθμός σημείων της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

33      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Φεβρουαρίου 2009, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

34      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο δεύτερο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκε ως εκ τούτου η υπό κρίση υπόθεση.

35      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Νοεμβρίου 2013.

36      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορά·

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον την αφορά·

–        επικουρικώς, να μειώσει σημαντικά το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

37      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

38      Η προσφεύγουσα προβάλλει πλείονες λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αντλείται από πλάνη στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, επειδή έκρινε ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε στην ενιαία και διαρκή παράβαση που αποτελεί αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αυτός ο λόγος ακυρώσεως.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

39      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν απέδειξε, με δέσμη συγκεκριμένων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι η προσφεύγουσα είχε την πρόθεση να συμβάλει, με τη συμπεριφορά της, στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων στην επίδικη σύμπραξη, ούτε ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων εκδηλώσεων συμπεριφοράς τις οποίες σχεδίαζαν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι είχε λογικά τη δυνατότητα να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο.

40      Πέραν του ότι η παράβαση είχε αρχίσει τέσσερα και πλέον έτη πριν από τις πρώτες επαφές που προσάπτονται στην προσφεύγουσα, οι οποίες έγιναν με την AGC/Splintex, η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η προσφεύγουσα ούτε συμμετέσχε ούτε εκπροσωπήθηκε σε οποιαδήποτε από τις πολυάριθμες διμερείς ή τριμερείς συσκέψεις του κλαμπ. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ότι η συμπεριφορά της εντασσόταν στο συνολικό σχέδιο το οποίο είχαν προηγουμένως καταστρώσει οι λοιποί μετέχοντες.

41      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ως προς το σημείο αυτό ότι, στις αρχές του 2001, η Saint‑Gobain, η Pilkington και η AGC προέβησαν ταυτόχρονα σε σημαντική αύξηση των τιμών που ζητούσαν για να προμηθεύσουν επίπεδη ύαλο, η οποία είναι η πρώτη ύλη για την παραγωγή της υαλοφράξεως αυτοκινήτου. Κατά την προσφεύγουσα, το γεγονός αυτό και μόνο, δεν της έδινε όμως τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι οι επιχειρήσεις αυτές είχαν συνάψει λεπτομερείς και οργανωμένες συμφωνίες σχετικά με, αφενός, την κατανομή των συμβάσεων, τις προσφερόμενες τιμές και τις μειώσεις τιμών και, αφετέρου, την επεξεργασία και εφαρμογή ελεγκτικών και αντισταθμιστικών μηχανισμών, οι οποίοι επιπλέον αφορούσαν όλους τους κατασκευαστές αυτοκινήτων, ή να κατανοήσει ότι οι τρεις μεγάλοι παραγωγοί οργάνωναν τακτικότατες συσκέψεις με αντικείμενο τις συμφωνίες αυτές. Κατά την προσφεύγουσα, τα έγγραφα που βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της αποδεικνύουν το πολύ ότι η ίδια γνώριζε ότι άλλες επιχειρήσεις, όπως η Saint‑Gobain και η AGC, είχαν ορισμένες επαφές, οι οποίες ήταν αθέμιτες από απόψεως δικαίου του ανταγωνισμού.

42      Συνεπώς, η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίχθηκε, προκειμένου να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση, σε σχετικές με αυτήν αναφορές σε σημειώσεις των εργαζομένων της Saint‑Gobain, της Pilkington και της AGC. Οι αναφορές αυτές εξηγούνται, ειδικότερα, από το γεγονός ότι οι τρεις αυτοί μεγάλοι παραγωγοί όχι μόνο προμήθευαν στην προσφεύγουσα επίπεδη ύαλο και, άρα, γνώριζαν καλά τις παραγωγικές δυνατότητές της, αλλά και είχαν πληροφορίες για τους κατασκευαστές αυτοκινήτων στους οποίους η ίδια προμήθευε υαλοπίνακες, όπως η Volkswagen και η Fiat.

43      Κανένα από τα στοιχεία που επικαλείται η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση ή επ’ ευκαιρία της ένδικης διαδικασίας, δεν αναιρεί τις επικρίσεις αυτές. Αυτό ισχύει, μεταξύ άλλων, για το χειρόγραφο σημείωμα που περιγράφει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιαλέξεως μεταξύ ενός υπευθύνου πωλήσεων της προσφεύγουσας και ενός εκπροσώπου της Saint‑Gobain τον Μάιο του 2002. Ούτε το έγγραφο αυτό ούτε ορισμένες τηλεφωνικές επαφές με την AGC καθιστούν ειδικότερα δυνατό να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα συμφώνησε με άλλες επιχειρήσεις που παράγουν υαλοφράξεις αυτοκινήτων σχετικά με την κατανομή συμβάσεων για την παράδοση των διαφόρων τμημάτων της υαλοφράξεως που προορίζονταν για το Volkswagen Passat. Αντιθέτως, από τον φάκελο της Επιτροπής προκύπτει ότι η Saint‑Gobain, η Pilkington και η AGC είχαν αποφασίσει ότι για τη σύμβαση αυτή θα ίσχυε κατανομή μεταξύ των προμηθευτών ίδια με εκείνη του προηγούμενου μοντέλου του αυτοκινήτου αυτού, συμπεριλαμβάνοντας ως εκ τούτου τις υαλοφράξεις που προμήθευε η προσφεύγουσα. Η ανάθεση στην προσφεύγουσα, εκ μέρους της Volkswagen, συμβάσεως με αντικείμενο την προμήθεια ορισμένων τμημάτων υαλοφράξεως για το νέο Volkswagen Passat εξηγείται αποκλειστικά από την άριστη ποιότητα των υαλοπινάκων που η ίδια είχε παραδώσει, σε ανταγωνιστική τιμή, για το προηγούμενο μοντέλο. Συνεπώς, η απόφαση αυτή δεν σχετίζεται με τυχόν συμφωνία κατανομής της αγοράς με συμμετοχή της προσφεύγουσας. Επιπροσθέτως, από το σημείωμα αυτό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν είχε καμία συμμετοχή στη συμφωνία σχετικά με το νέο Opel Frontera. Όσον αφορά τέλος τη σύμβαση για το Lancia Lybra (όχημα που κατασκευάζει ο όμιλος Fiat), από το εν λόγω σημείωμα προκύπτει μόνο ότι η Saint‑Gobain αντέδρασε αρνητικά στην προσπάθεια της προσφεύγουσας να της ανατεθεί αυτή η σύμβαση. Ο εκφοβισμός αυτός όμως ουδόλως αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα συμμετείχε σε ενδεχόμενη συμφωνία σχετικά με τη σύμβαση αυτή.

44      Όσον αφορά τις επαφές που είχε με την AGC σχετικά με τους κατασκευαστές αυτοκινήτων Fiat και Iveco τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2001, η προσφεύγουσα, μολονότι ομολογεί ότι ήταν αθέμιτες, υποστηρίζει εντούτοις ότι δεν κατέληξαν σε καμία παράνομη συμφωνία. Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι οι επαφές αυτές, εν πάση περιπτώσει, δεν είχαν σχέση με τη σύμπραξη την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση. Τονίζει, επιπλέον, ότι η AGC, στις δηλώσεις στις οποίες προέβη στο πλαίσιο του προγράμματος επιεικούς μεταχειρίσεως, την παρουσίασε ως τρίτη σε σχέση με τη σύμπραξη μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου.

45      Τέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στην υπό κρίση υπόθεση η Επιτροπή δεν δύναται να επικαλείται τη νομολογία κατά την οποία οι επιχειρήσεις που μετέχουν σε συσκέψεις κατά τις οποίες συνάπτονται μυστικές συμφωνίες που νοθεύουν τον ανταγωνισμό πρέπει να αποστασιοποιηθούν δημοσίως από το περιεχόμενο των συσκέψεων αυτών προκειμένου να μην φέρουν ευθύνη για τις συγκεκριμένες συμφωνίες. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εφόσον δεν συμμετέσχε σε καμία από τις συσκέψεις του κλαμπ, δεν γνώριζε την ύπαρξη συστηματικών και λεπτομερών συμφωνιών μεταξύ της Saint‑Gobain, της Pilkington και AGC που κάλυπταν το σύνολο της αγοράς των υαλοπινάκων αυτοκινήτου εντός του ΕΟΧ, οπότε αποκλείεται η δυνατότητα επικλήσεως της νομολογίας αυτής.

46      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματά αυτά. Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα είχε επίγνωση του γενικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονταν οι διμερείς συμβάσεις της με τη Saint‑Gobain ή την AGC, καθώς και του σκοπού συντονισμού στην αγορά που επιδίωκαν οι μετέχοντες στη σύμπραξη.

47      Η Επιτροπή τονίζει ότι η προσφεύγουσα πραγματοποίησε πλείονες επαφές από τις οποίες είναι δυνατόν να αποδειχθεί η συμμετοχή της στην ενιαία και διαρκή παράβαση. Κατά την Επιτροπή, οι επαφές αυτές έλαβαν χώρα το τέλος του 2001 (με την AGC), τον Μάιο του 2002 (με τη Saint‑Gobain) και κατά το πρώτο τρίμηνο του 2003 (με την AGC).

48      Όσον αφορά το 2001, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από τις επεξηγηματικές σημειώσεις του πρώην διευθυντή του τμήματος «Παραγωγής» της προσφεύγουσας προκύπτει ότι ο εκπρόσωπός της, D., είχε συζητήσεις με την AGC σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων για την παροχή υαλοπινάκων στη Fiat και στη θυγατρική της Iveco. Κατά την Επιτροπή, οι σημειώσεις αυτές αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε να μην ανταγωνισθεί την AGC ως προς τις συμβάσεις προμήθειας της Fiat, αλλά απαίτησε, ως αντάλλαγμα, η AGC να αυξήσει τις τιμές που προσέφερε στην Iveco.

49      Όσον αφορά στη συνέχεια το 2002, η Επιτροπή προσκομίζει σημείωμα που περιγράφει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιαλέξεως της 29ης Μαΐου 2002 μεταξύ του K. H., υπευθύνου πωλήσεων της προσφεύγουσας, και εργαζομένων της Saint‑Gobain, από το οποίο προκύπτει κατά την Επιτροπή ότι η προσφεύγουσα ήταν ενήμερη για τη σύμπραξη μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών.

50      Όσον αφορά τέλος το 2003, η Επιτροπή στηρίζεται σε επεξηγηματικές σημειώσεις εργαζομένου της AGC, από τις οποίες κατά την Επιτροπή προκύπτει ότι η επιχείρηση αυτή και η προσφεύγουσα επικοινώνησαν για να συζητήσουν τη σύμβαση που αφορούσε τα πλευρικά παράθυρα για το νέο μοντέλο Volkswagen Passat.

51      Κατά την Επιτροπή οι διάφορες αυτές ενδείξεις αρκούν προς απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη, ιδίως σε πλαίσιο όπου είναι συχνά απαραίτητη η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Το ότι ορισμένη επιχείρηση δεν έχει μετάσχει σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας συμπράξεως ή ότι έχει διαδραματίσει ήσσονα ρόλο σε όσες πτυχές έχει μετάσχει δεν έχει σημασία κατά την απόδειξη της συμμετοχής της σε σύμπραξη. Αυτό ισχύει πολλώ μάλλον στην περίπτωση της προσφεύγουσας η οποία είναι επιχείρηση ήσσονος σημασίας στην οικεία αγορά και, κατά συνέπεια, δεν ήταν αναγκαίο να συντονίζονται ρητώς με την επιχείρηση αυτή όλες οι αναθέσεις συμβάσεων στο πλαίσιο της συμπράξεως.

52      Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν θα είχε τη δυνατότητα, εάν δεν υπήρχε η σύμπραξη, να συνάψει συμφωνία με την AGC/Splintex για την παροχή υαλοπινάκων αυτοκινήτου προς τη Fiat. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα, συνάπτοντας την ως άνω συμφωνία καθώς και τη συμφωνία με τη Saint‑Gobain σχετικά με το Volkswagen Passat μπορούσε ευλόγως τουλάχιστον να υποθέσει ότι οι συμφωνίες αυτές ήταν μέρος μεγαλύτερου συνολικού σχεδίου που αφορούσε την κατανομή της προμήθειας υαλοπινάκων αυτοκινήτου και τη διατήρηση σταθερών των μεριδίων αγοράς των μετεχουσών επιχειρήσεων. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες η προσφεύγουσα αποφάσισε να μετάσχει στην παράβαση δεν έχουν σημασία ως προς το σημείο αυτό.

53      Εξάλλου, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑28/99, Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής (Συλλογή 2002, σ. II‑1845), στην οποία χαρακτηριστικό της συμπράξεως ήταν η σύνθετη διάρθρωσή της σε ευρωπαϊκό και σε εθνικά επίπεδα. Η Επιτροπή υποστηρίζει επίσης ότι, μολονότι από μία από τις δηλώσεις της αιτούσας επιεική μεταχείριση προκύπτει ότι η εν λόγω αιτούσα ανέφερε την προσφεύγουσα ως τρίτη σε σχέση με τη σύμπραξη, η δήλωση αυτή έγινε σχετικά με συγκεκριμένη ανάθεση συμβάσεως και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να αποδειχθεί εξ αυτής ότι η προσφεύγουσα ήταν εντελώς ξένη προς τη σύμπραξη.

54      Τέλος, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, όπως επισήμανε με την αιτιολογική σκέψη 89 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήδη πριν από την ημερομηνία που έγινε δεκτή για τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη, οι τρεις μεγάλοι παραγωγοί υαλοπινάκων αυτοκινήτου είχαν προβλέψει την ανάθεση σε αυτή συμβάσεων παροχής υαλοπινάκων και, άρα, ρόλο για αυτήν κατά την υλοποίηση του συνολικού σχεδίου της συμπράξεως. Προς απόδειξη αυτού του σημείου η Επιτροπή επικαλείται, αφενός, σύσκεψη μεταξύ εργαζομένων της Saint‑Gobain και της AGC η οποία έγινε στις 27 Οκτωβρίου 2000 σε ξενοδοχείο του αεροδρομίου των Βρυξελλών (Βέλγιο) με αντικείμενο την κατανομή της προμήθειας υαλοπινάκων για το όχημα Audi A6 και, αφετέρου, σύσκεψη μεταξύ εργαζομένων της Saint‑Gobain, της Pilkington και της AGC/Splintex η οποία έγινε στις 9 Νοεμβρίου 2000 σε ξενοδοχείο του αεροδρομίου Charles‑de‑Gaulle στο Παρίσι, με αντικείμενο την ανάθεση της συμβάσεως για την προμήθεια των πλευρικών παραθύρων που προορίζονταν για το Fiat Punto. Η Επιτροπή προσέθεσε επίσης, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι αναφορές αυτές στην προσφεύγουσα, μολονότι ήταν προγενέστερες της ημερομηνίας από την οποία έγινε δεκτή η συμμετοχή της στη σύμπραξη, πιστοποιούν ότι γνώριζε ή όφειλε λογικά να γνωρίζει την ύπαρξη συνολικής συμπράξεως μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

 Επί του βασίμου της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις και υπόμνηση αρχών

55      Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η επίδικη σύμπραξη συνίστατο σε εναρμονισμένη κατανομή των συμβάσεων για την προμήθεια υαλοπινάκων αυτοκινήτου προς όλους σχεδόν τους κατασκευαστές αυτοκινήτων στον ΕΟΧ, με τον συντονισμό της τιμολογιακής πολιτικής και της πολιτικής μειώσεων των τιμών καθώς και των στρατηγικών εφοδιασμού της πελατείας. Σκοπός της συμπράξεως αυτής, η οποία διήρκεσε από τον Μάρτιο του 1998 έως τον Μάρτιο του 2003, ήταν, κατά την εν λόγω απόφαση, η διατήρηση της γενικής σταθερότητας των μεριδίων αγοράς των διαφόρων μετεχόντων. Οι μετέχοντες διοργάνωναν τακτικά συσκέψεις προκειμένου να συζητούν όχι μόνο την ανάθεση μελλοντικών συμβάσεων εφοδιασμού, αλλά και να διασφαλίζουν την παρακολούθηση της εφαρμογής όσων είχαν αποφασιστεί σε προηγούμενες συσκέψεις και επαφές. Διορθωτικά μέτρα, υπό μορφή αμοιβαίων αντισταθμίσεων, αποφασίζονταν εφόσον η συμφωνηθείσα κατανομή δεν αρκούσε για να εξασφαλιστεί η σταθερότητα των μεριδίων αγοράς των μετεχόντων. Κατά την Επιτροπή, οι διάφορες αυτές συμπαιγνιακές επαφές αποτελούσαν, δεδομένου ιδίως ότι τις υποκινούσε ο κοινός αυτός οικονομικός σκοπός, ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

56      Η προσφεύγουσα η οποία είναι σαφώς μικρότερου μεγέθους επιχείρηση στην αγορά των υαλοπινάκων αυτοκινήτου σε σύγκριση με τις Saint‑Gobain, Pilkington και AGC αμφισβητεί, κυρίως, τη συμμετοχή της στην ενιαία και διαρκή αυτή παράβαση. Μολονότι βεβαίως ομολογεί ότι είχε ορισμένες αθέμιτες επαφές με ανταγωνιστές, εντούτοις υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι δεν είχε συμμετοχή σε καμία από τις συσκέψεις του κλαμπ που συναποτελούσαν οι ως άνω παραγωγοί, κατά τις οποίες θα μπορούσε να έχει πληροφορηθεί το συνολικό σχέδιο της συμπράξεως καθώς και τα συστατικά της στοιχεία.

57      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επίδικων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, όπως προκύπτει ιδίως από το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και από το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 149 και 150, και C‑235/92 P, Montecatini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4539, σκέψεις 175 και 176· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Τ‑36/05, Coats Holdings και Coats κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 70).

58      Κατά συνέπεια, αφενός, η Επιτροπή οφείλει να προσκομίζει αποδεικτικά στοιχεία που να θεμελιώνουν επαρκώς κατά νόμο τη συνδρομή πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58, και της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 86) και, αφετέρου, η ενδεχόμενη αμφιβολία του δικαστή πρέπει να αποβαίνει υπέρ των αποδεκτών της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση αυτή (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 2011, T‑379/06, Kaimer κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Σε αυτό το πλαίσιο, εναπόκειται ιδίως στην Επιτροπή να αποδεικνύει όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί συμμετοχή ορισμένης επιχειρήσεως σε τέτοια παράβαση και ευθύνη της για τα επιμέρους στοιχεία της παραβάσεως αυτής (προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 86). Συνεπώς, η συμμετοχή ορισμένης επιχειρήσεως σε σύμπραξη δεν είναι δυνατόν να συνάγεται θεωρητικώς, βάσει ανακριβών στοιχείων (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Kaimer κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 69 έως 71).

59      Είναι, εξάλλου, σύνηθες, στο πλαίσιο πρακτικών και συμφωνιών αντίθετων προς τον ανταγωνισμό, οι δραστηριότητες να αναπτύσσονται λαθραίως, να πραγματοποιούνται μυστικές συναντήσεις και να περιορίζονται στο ελάχιστο τα συναφή έγγραφα. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν η Επιτροπή ανακαλύπτει στοιχεία τα οποία αποτελούν ρητές μαρτυρίες για παράνομες επαφές μεταξύ των επιχειρηματιών, εντούτοις τα στοιχεία αυτά είναι κατά κανόνα αποσπασματικά και διασκορπισμένα, με αποτέλεσμα να είναι συχνά αναγκαία η ανασύσταση ορισμένων λεπτομερειών διά της επαγωγής. Ως εκ τούτου, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη πρακτικής ή συμφωνίας αντίθετης προς τον ανταγωνισμό πρέπει να συναχθεί από έναν ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57, και της 25ης Ιανουαρίου 2007, C‑403/04 P και C‑405/04 P, Sumitomo Metal Industries και Nippon Steel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑729, σκέψη 51). Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν, κατ’ αναλογία, και για την απόδειξη της συμμετοχής ορισμένης επιχειρήσεως σε παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού.

60      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι οι κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές είναι κατ’ ανάγκην προϊόν της συντρέχουσας δράσεως πλειόνων επιχειρήσεων οι οποίες, μολονότι είναι στο σύνολό τους συναυτουργοί της παραβάσεως, ενδέχεται να μετέχουν σε αυτήν ποικιλοτρόπως, σε συνάρτηση, ιδίως, με τα χαρακτηριστικά της οικείας αγοράς και τη θέση μίας εκάστης των επιχειρήσεων στην αγορά, τους επιδιωκόμενους σκοπούς και τους τρόπους εκτελέσεως που έχουν προκριθεί ή μελετηθεί. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι εκάστη των επιχειρήσεων μετέχει στην παράβαση κατά τρόπο που της προσιδιάζει δεν αρκεί για τον αποκλεισμό της ευθύνης της για το σύνολο της παραβάσεως, συμπεριλαμβανομένων των συμπεριφορών άλλων μετεχουσών επιχειρήσεων, οι οποίες έχουν όμως το ίδιο επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο ή αποτέλεσμα (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψεις 79 και 80, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Μαρτίου 2012, T‑53/06, UPM-Kymmene κατά Επιτροπής, σκέψη 53).

61      Συνεπώς, επιχείρηση η οποία έχει μετάσχει σε ενιαία και σύνθετη παράβαση με συμπεριφορά της, η οποία εμπίπτει στην έννοια της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, και αποβλέπει στην υλοποίηση της παραβάσεως στο σύνολό της, ενδέχεται να είναι επίσης συνυπαίτια, για όλη τη διάρκεια της συμμετοχής της στην εν λόγω παράβαση, για τη συμπεριφορά άλλων επιχειρήσεων στο πλαίσιο της εν λόγω παραβάσεως (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 83, και UPM‑Kymmene κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 52).

62      Η ύπαρξη όμως ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι σε μια επιχείρηση που μετέχει σε ένα μόνο ή μερικά στοιχεία της παραβάσεως μπορεί να καταλογιστεί ευθύνη για το σύνολο της παραβάσεως. Η Επιτροπή οφείλει επιπλέον να αποδείξει ότι η επιχείρηση αυτή γνώριζε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες που ανέπτυσσαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι λοιπές επιχειρήσεις, ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει. Η απλή ταυτότητα σκοπού μεταξύ μιας συμφωνίας στην οποία μετέσχε η επιχείρηση και μιας συνολικής συμπράξεως δεν αρκεί ώστε να καταλογιστεί στην ως άνω επιχείρηση συμμετοχή στη συνολική σύμπραξη. Ειδικότερα, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ εφαρμόζεται μόνο εάν υπάρχει σύγκλιση βουλήσεων μεταξύ των εμπλεκομένων μερών (βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 19ης Μαΐου 2010, T‑18/05, IMI κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. II‑1769, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

63      Ως εκ τούτου, μόνον αν η επιχείρηση, όταν μετείχε σε ορισμένη συμφωνία, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι, πράττοντάς το, εντασσόταν στη συνολική σύμπραξη μπορεί η συμμετοχή της στην εν λόγω συμφωνία να αποτελέσει έκφανση της προσχωρήσεώς της στη σύμπραξη αυτή (αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 45· της 16ης Νοεμβρίου 2011, T‑59/06, Low & Bonar και Bonar Technical Fabrics κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 61, και της 30ής Νοεμβρίου 2011, Τ‑208/06, Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑7953, σκέψη 144). Με άλλη διατύπωση, πρέπει να αποδειχθεί ότι η επιχείρηση είχε την πρόθεση να συμβάλει με τη συμπεριφορά της στους κοινούς σκοπούς τους οποίους επεδίωκε το σύνολο των μετεχόντων και ότι είχε γνώση των συγκεκριμένων παραβατικών συμπεριφορών τις οποίες σχεδίαζαν ή ανέπτυσσαν άλλες επιχειρήσεις επιδιώκοντας τους ίδιους σκοπούς ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και ότι αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψεις 83, 87 και 203· αποφάσεις του Δικαστηρίου της 6ης Δεκεμβρίου 2012, C‑441/11 P, Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 42, και της 11ης Ιουλίου 2013, C‑444/11 P, Team Relocations κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

64      Η συγκεκριμένη επιχείρηση πρέπει συνεπώς να γνωρίζει το γενικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συνολικής συμπράξεως (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 191 και 193, και της 24ης Μαρτίου 2011, T‑385/06, Aalberts Industries κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. II‑1223, σκέψεις 111 έως 119).

65      Σε αυτήν την περίπτωση, το γεγονός ότι η επιχείρηση δεν συμμετείχε σε όλα τα συστατικά στοιχεία μιας σύμπραξης ή διαδραμάτισε ελάσσονα ρόλο σε όσες πτυχές συμμετείχε μπορεί να ληφθεί υπόψη μόνο κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, ενδεχομένως δε και κατά την επιμέτρηση του προστίμου (απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 58 ανωτέρω, σκέψη 90· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Μαΐου 1998, T‑295/94, Buchmann κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑813, σκέψη 121).

66      Στην υπό κρίση υπόθεση δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συμμετοχή στο σύνολο των συστατικών στοιχείων της παραβάσεως. Επιπλέον, η Επιτροπή συνομολογεί ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συμμετάσχει σε καμία από αυτές καθαυτές τις συσκέψεις των εκπροσώπων του κλαμπ, τόσο κατά το χρονικό διάστημα που προηγήθηκε της περιόδου για την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι προσφεύγουσα συμμετείχε στην παράβαση, όσο και κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής.

67      Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τις αρχές που εκτέθηκαν στις σκέψεις 60 έως 64 ανωτέρω, η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην ενιαία και διαρκή παράβαση την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, πρέπει να καταδείξει όχι μόνο την αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού φύση των επαφών της προσφεύγουσας, αφενός, και των AGC/Splintex και Saint‑Gobain, αφετέρου, μεταξύ του Νοεμβρίου του 2001 και του Μαρτίου του 2003, αλλά επίσης ότι η προσφεύγουσα είχε γνώση, ή εύλογα μπορούσε να υποτεθεί ότι είχε γνώση, αφενός, του γεγονότος ότι οι εν λόγω επαφές σκοπό είχαν τη συμβολή στην υλοποίηση του συνολικού σχεδίου της συμπράξεως και, αφετέρου, του γενικού περιεχομένου και των ουσιωδών χαρακτηριστικών αυτής, όπως αυτά υπομνήσθηκαν στη σκέψη 55 ανωτέρω.

–       Επί της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού φύσεως των επαφών της προσφεύγουσας με ορισμένους από τους ανταγωνιστές της

68      Κατά την προσβαλλόμενη απόφαση από πλείονα έγγραφα και ενδείξεις προκύπτει ότι η προσφεύγουσα συνέβαλε, με τη συμπεριφορά της, στην υλοποίηση του συνολικού σκοπού της συμπράξεως. Η Επιτροπή επισημαίνει, ειδικότερα, ότι η προσφεύγουσα είχε επαφές από τις οποίες είναι δυνατόν να αποδειχθεί η συμμετοχή της στην ενιαία και διαρκή παράβαση στο τέλος του 2001 (με την AGC/Splintex), τον Μάιο του 2002 (με τη Saint‑Gobain) και κατά τη διάρκεια του πρώτου τριμήνου του 2003 (με την AGC/Splintex).

69      Όσον αφορά το 2001, από τις επεξηγηματικές σημειώσεις του πρώην διευθυντή του τμήματος «Παραγωγής» της προσφεύγουσας προκύπτει ότι εκπρόσωπός της είχε συζητήσεις με εργαζόμενο της AGC/Splintex σχετικά με την ανάθεση συμβάσεων για την παροχή υαλοπινάκων αυτοκινήτου στη Fiat και στη θυγατρική της Iveco. Κατά την Επιτροπή, οι σημειώσεις αυτές αποδεικνύουν ότι η προσφεύγουσα δέχθηκε να μην ανταγωνισθεί την AGC/Splintex ως προς την ανάθεση των συμβάσεων προμήθειας της Fiat. Η προσφεύγουσα απαίτησε, ως αντάλλαγμα, η AGC/Splintex να αυξήσει τις τιμές που προσέφερε στον κατασκευαστή επαγγελματικών οχημάτων Iveco. Όσον αφορά στη συνέχεια το 2002, η Επιτροπή προσκομίζει σημείωμα που περιγράφει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιαλέξεως της 22ας Μαΐου 2002 μεταξύ εργαζομένων της Saint‑Gobain και του K. H., τότε διευθυντή πωλήσεων της προσφεύγουσας, από το οποίο προκύπτει, κατά την Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα ήταν ενήμερη για τη σύμπραξη μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών. Όσον αφορά τέλος το 2003, η Επιτροπή στηρίζεται σε σημειώσεις του G., εργαζομένου της AGC, οι οποίες, κατά την Επιτροπή, υποδεικνύουν ότι η επιχείρηση αυτή και η προσφεύγουσα επικοινώνησαν για να συζητήσουν τη σύμβαση που αφορούσε την παροχή πλευρικών παραθύρων για το νέο μοντέλο Volkswagen Passat. Η συμμετοχή της προσφεύγουσας πιστοποιείται επίσης, κατά την Επιτροπή, από προφορικές δηλώσεις της αιτούσας επιεική μεταχείριση.

70      Κατ’ αρχάς, επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση ότι, μολονότι το έγγραφο το οποίο μνημονεύεται στην υποσημείωση υπ’ αριθ. 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως με αριθμό αναφοράς PDR12 και επισυνάπτεται στο υπόμνημα αντικρούσεως περιέχει βεβαίως μία αναφορά στην προσφεύγουσα καθώς και σε πολλούς από τους ανταγωνιστές της σχετικά με την παροχή υαλοφράξεως θυρών για το Volkswagen Polo, εντούτοις το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία της 29ης Ιουλίου 1999. Το έγγραφο αυτό είναι, κατά συνέπεια, προγενέστερο κατά δύο και πλέον έτη της ημερομηνίας από την οποία η Επιτροπή έκρινε ότι άρχισε η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίδικη σύμπραξη, ήτοι την 19η Νοεμβρίου 2001. Κατά συνέπεια, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το έγγραφο αυτό περιγράφει αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού επαφές στις οποίες συμμετείχε η προσφεύγουσα, αλλά τις οποίες η Επιτροπή επέλεξε να μην της καταλογίσει, δεν αποδεικνύει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην ενιαία και διαρκή παράβαση την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, μεταξύ της 19ης Νοεμβρίου 2001 και της 11ης Μαρτίου 2003.

71      Στη συνέχεια, μολονότι πλείονα χωρία των από 25 Φεβρουαρίου και 14 Μαρτίου 2005 δηλώσεων της αιτούσας επιεική μεταχείριση αναφέρονται σε ορισμένες επαφές μεταξύ της Saint‑Gobain και της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια του 2000, η Επιτροπή δεν έκρινε με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι αυτές καθιστούσαν δυνατή την απόδειξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στο συνολικό σχέδιο της συμπράξεως των μελών του κλαμπ. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει συνεπώς ότι, μολονότι τα μέλη του κλαμπ είχαν θίξει το ζήτημα της καταστάσεως της προσφεύγουσας πριν τον Νοέμβριο του 2001, δεδομένου ότι είχαν επιχειρήσει να την εντάξουν στις συζητήσεις εκμεταλλευόμενα το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, σε αντίθεση με αυτά, δεν είχε δυνατότητα παραγωγής επίπεδης υάλου, η Επιτροπή δέχθηκε εντούτοις τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην ενιαία και διαρκή παράβαση μόνο από τις 19 Νοεμβρίου 2001, ημερομηνία κατά την οποία έλαβαν χώρα ορισμένες επαφές μεταξύ της προσφεύγουσας και της AGC/Splintex.

72      Εξάλλου, από τις σημειώσεις που κράτησε μεταξύ της 19ης Νοεμβρίου 2001 και της 12ης Δεκεμβρίου ο H., τότε διευθυντής του τμήματος «Παραγωγής» της προσφεύγουσας, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε ορισμένες συμπαιγνιακές επαφές με την AGC/Splintex μέσω του αντιπροσώπου της για την Ιταλία D. Συνεπώς, οι ως άνω σημειώσεις, μολονότι δεν είναι δυνατόν να συναχθεί από αυτές η ύπαρξη παράνομης συμφωνίας υπό την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, τουλάχιστον υπονοούν ότι ο D. και ο M., τότε διευθυντής της Splintex, είχαν συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής σχετικά με τους λογαριασμούς των πελατών Iveco και Fiat. Η προσφεύγουσα, στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, έχει εξάλλου ομολογήσει τον αθέμιτο χαρακτήρα των ενεργειών στις οποίες προέβη στο ως άνω πλαίσιο ο αντιπρόσωπός της.

73      Η Επιτροπή προσκομίζει επίσης σημείωμα που περιγράφει το περιεχόμενο τηλεφωνικής κλήσεως η οποία έγινε στις 22 Μαΐου 2002 από τους D. W. και V. G., τότε υπευθύνους λογαριασμών μεγάλων πελατών της Saint‑Gobain, προς τον K. H., τότε διευθυντή πωλήσεων της προσφεύγουσας. Το μονοσέλιδο αυτό σημείωμα κατασχέθηκε στις εγκαταστάσεις της προσφεύγουσας.

74      Από το ως άνω σημείωμα προκύπτει ότι οι D. W. και V. G. επισήμαναν στον K. H. ότι η Fiat είχε ενημερώσει τη Saint‑Gobain για τη λήψη «εξαιρετικής προσφοράς» εκ μέρους «προμηθευτή μικρότερου μεγέθους» σχετικά με υαλοπίνακες που προορίζονταν για τμήματα υαλοφράξεως για το Lancia Lybra και ότι η Fiat ενημέρωσε τη Saint‑Gobain ότι η δεύτερη δεν θα διατηρούσε τη σύμβαση αυτή εάν δεν πραγματοποιούσε νέα πρόταση και δεν προσέφερε νέες τιμές. Στη συνέχεια, κατά το σημείωμα αυτό, οι υπεύθυνοι λογαριασμών μεγάλων πελατών της Saint‑Gobain αναφέρθηκαν στην ύπαρξη «σαφούς συμφωνίας ως προς τις υαλοφράξεις» με την προσφεύγουσα, κατά την οποία τα μέρη στην εν λόγω συμφωνία δεν θα προσέφεραν «παράλογες τιμές και, σε κάθε περίπτωση, όχι για έργο που έχει ανατεθεί σε άλλο μέρος». Οι υπεύθυνοι μεγάλων πελατών της Saint‑Gobain προσέθεσαν ότι κατά την εκτίμησή τους, η προσφεύγουσα με τη συμπεριφορά της «είχε κάνει λάθος […] χωρίς συνεννόηση». Η Saint‑Gobain τόνισε ως προς το σημείο αυτό την υφιστάμενη συνεργασία μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου για τα μοντέλα Opel Frontera, Audi A3, Audi A6 και Volkswagen Passat. Από το σημείωμα αυτό προκύπτει επίσης ότι η Saint‑Gobain ζήτησε να πραγματοποιηθεί σύσκεψη στο Άαχεν (Γερμανία) προκειμένου να συζητηθεί «το ζήτημα του Lybra καθώς και τα μετέπειτα σχέδια», κατά δε τον K. H. η διατύπωση αυτή υπονοούσε το Volkswagen Passat. Το σημείωμα αυτό ολοκληρώνεται, τέλος, με την ακόλουθη παρατήρηση: «Παρακαλώ να μη διατηρήσετε το έγγραφο αυτό, δεν πρέπει να παραμείνει κανένα ίχνος αυτής της συνομιλίας».

75      Κατά την προσφεύγουσα, το σημείωμα αυτό μπορεί μόνο να αποδείξει τη δυσαρέσκεια που εξέφρασε η Saint‑Gobain για τις ανταγωνιστικές τιμές που προσέφερε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της προμήθειας υαλοφράξεως προς τη Fiat και ιδίως όσον αφορά τις υαλοφράξεις που προορίζονταν για το Lancia Lybra.

76      Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί όμως να γίνει δεκτή. Ειδικότερα, από το περιεχόμενο του σημειώματος αυτού μπορεί να συναχθεί ότι η εκδήλωση της δυσαρέσκειας της Saint‑Gobain προς την προσφεύγουσα οφειλόταν στην παράβαση εκ μέρους της δεύτερης συμφωνίας με τη Saint‑Gobain με αντικείμενο την παροχή υαλοπινάκων αυτοκινήτου για το Lancia Lybra. Για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, παρέλκει η εκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων ορισμένης συμφωνίας όταν προκύπτει ότι αυτή έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑198/99 P, Ensidesa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11111, σκέψη 60, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑105/04 P, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektronisch Gebied κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8725, σκέψη 136). Συνεπώς, το γεγονός ότι επιχείρηση η οποία συμμετέχει σε συμφωνία κατανομής της αγοράς δεν τηρεί, εν συνεχεία, τις συμφωνηθείσες τιμές και ποσοστώσεις δεν μπορεί να την απαλλάξει (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1989, 246/86, Belasco κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 2117· απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1995, T‑141/89, Tréfileurope κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑791, σκέψη 60· βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 6ης Απριλίου 1995, T‑148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1063, σκέψη 79).

77      Η Επιτροπή επικαλείται επίσης σημειώσεις του G., τότε εμπορικού διευθυντή της AGC/Splintex, που κρατήθηκαν κατά τον Ιανουάριο και τον Μάρτιο του 2003, προκειμένου να αποδείξει τις επαφές μεταξύ της προσφεύγουσας και εκπροσώπων της AGC/Splintex και της Saint‑Gobain σχετικά με το νέο μοντέλο του Volkswagen Passat. Οι σημειώσεις αυτές περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων σύνολο στοιχείων σχετικά με τα διάφορα τμήματα της υαλοφράξεως του νέου Volkswagen Passat, και ιδίως τις τιμές. Οι σημειώσεις αυτές κάνουν λόγο επανειλημμένα για «αντιστάθμιση» μεταξύ των παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου και κατά τα φαινόμενα αναφέρουν ότι η προσφεύγουσα θα παρήγε κατ’ έτος 10 000 κομμάτια γυαλιού από συγκολλημένα φύλλα.

78      Η προσφεύγουσα, όπως η ίδια ομολογεί, επικοινώνησε επανειλημμένα τηλεφωνικώς με την AGC/Splintex, στις αρχές του 2003, για να συζητήσουν την παροχή υαλοφράξεως για το νέο Volkswagen Passat. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει εντούτοις ότι δεν έλαβε σε καμία περίπτωση διαβεβαίωση σχετικά με τη σύμβασή αυτή και ότι η παραγγελία υαλοφράξεως που εν τέλει έκανε η Volkswagen μπορούσε να εξηγηθεί από την ανταγωνιστικότητα της προσφοράς της καθώς και από την «άριστη ποιότητα του προϊόντος που είχε παραδώσει, σε εξαιρετικά ανταγωνιστική τιμή, για το προηγούμενο μοντέλο του Passat». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης ότι οι τρεις μεγάλοι παραγωγοί υαλοπινάκων αυτοκινήτου είχαν, ήδη από το 2001, αποφασίσει να κατανείμουν τις παραδόσεις για το νέο μοντέλο του Volkswagen Passat μεταξύ της Saint‑Gobain, της Pilkington και της ίδιας, με τον ίδιο τρόπο όπως και για το προηγούμενο μοντέλο, τούτο δε ανεξάρτητα από τη βούλησή της.

79      Οι εξηγήσεις αυτές δεν μπορούν όμως να γίνουν δεκτές. Βεβαίως, οι σημειώσεις του G. τις οποίες προσκόμισε η Επιτροπή δεν προέρχονται από την προσφεύγουσα. Πρέπει εντούτοις να τονιστεί ότι η ίδια, στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, ομολόγησε τον αθέμιτο χαρακτήρα των επαφών της με την AGC στις αρχές του 2003. Επιπροσθέτως, διάφορα χωρία των δηλώσεων της αιτούσας επιεική μεταχείριση επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η προσφεύγουσα, επ’ ευκαιρία τηλεφωνικών επαφών με την AGC/Splintex το 2003, ζήτησε να της ανατεθεί σύμβαση παροχής πλευρικών παραθύρων για το νέο Volkswagen Passat, προκειμένου να διατηρήσει το αντικείμενο της συμβάσεως που είχε για το προηγούμενο μοντέλο του ίδιου αυτοκινήτου. Κατά τις ίδιες αυτές δηλώσεις, η Saint‑Gobain και η AGC/Splintex συμφώνησαν να συνεχίσει η προσφεύγουσα την παροχή πλευρικών παραθύρων για το νέο Volkswagen Passat. Κατά τα λοιπά, από σημείωμα που περιγράφει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνομιλίας που έγινε στις 22 Μαΐου 2002 μεταξύ του K. H., αφενός, και των D. W. και V. G., αφετέρου, της οποίας έγινε μνεία στις σκέψεις 73 έως 76 ανωτέρω, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα γνώριζε, από εκείνο το χρονικό σημείο, την πρόθεση της Saint‑Gobain να συζητήσει την κατανομή των παραδόσεων υαλοφράξεων για το νέο Volkswagen Passat.

80      Συνεπώς, θα πρέπει να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι, στην αρχή του 2003, η προσφεύγουσα είχε συμπαιγνιακές επαφές με την AGC/Splintex σχετικά με την παροχή πλευρικών παραθύρων για το νέο μοντέλο του Volkswagen Passat. Η τυχόν απόφαση των τριών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου ήδη από το 2001, χωρίς συνεννόηση με την προσφεύγουσα, για κατανομή της παροχής υαλοφράξεως για το νέο αυτό μοντέλο μεταξύ της Saint‑Gobain, της Pilkington και της προσφεύγουσας κατά τον ίδιο τρόπο όπως και για το προηγούμενο δεν έχει σημασία ως προς το σημείο αυτό. Πράγματι, ακόμη και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη η απόφαση αυτή, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η παραγωγή του νέου μοντέλου του Volkswagen Passat έδωσε λαβή σε ενέχουσες συμπαιγνία συγκεκριμένες συζητήσεις στις οποίες μετείχε όμως η προσφεύγουσα.

81      Ως εκ τούτου, από το σκεπτικό που εκτέθηκε ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή διαπίστωσε χωρίς να υποπέσει σε πλάνη ότι η προσφεύγουσα είχε ορισμένες διμερείς επαφές με χαρακτήρα αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού με την AGC/Splintex, αφενός, και τη Saint‑Gobain, αφετέρου, μεταξύ του Νοεμβρίου του 2001 και του Μαρτίου του 2003.

–       Επί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη συνολική σύμπραξη των μελών του κλαμπ για την αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτου

82      Σύμφωνα με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 60 έως 64 ανωτέρω, η διαπίστωση της υπάρξεως ορισμένων διμερών επαφών με χαρακτήρα αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού μεταξύ της προσφεύγουσας και, αφενός, της AGC/Splintex, και, αφετέρου, της Saint‑Gobain, μεταξύ του Νοεμβρίου του 2001 και του Μαρτίου του 2003, δεν αρκεί εντούτοις για να γίνει δεκτή η συμμετοχή της στην ενιαία και διαρκή παράβαση η οποία είναι αντικείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεδομένου ότι δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν συμμετέσχε σε καμία από αυτές καθαυτές τις συσκέψεις του κλαμπ, πρέπει επομένως να εξεταστεί εάν, αφενός, γνώριζε ή όφειλε λογικά να γνωρίζει ότι η συμπαιγνία στην οποία συμμετέσχε εντασσόταν στο συνολικό σχέδιο της ενιαίας και διαρκούς αυτής παραβάσεως, όπως αυτό εκτέθηκε στη σκέψη 55 ανωτέρω, και, αφετέρου, εάν γνώριζε ή όφειλε λογικά να γνωρίζει το γενικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συνολικής συμπράξεως.

83      Το Γενικό Δικαστήριο πρέπει συνεπώς να εξακριβώσει αν η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε λογικά να γνωρίζει ότι οι συμπαιγνιακές επαφές για τις οποίες έγινε λόγος στις σκέψεις 68 έως 81 ανωτέρω εντάσσονταν σε σύμπραξη η οποία αφορούσε το σύνολο της αγοράς υαλοπινάκων αυτοκινήτου στον ΕΟΧ, μέσω του συντονισμού της τιμολογιακής πολιτικής και της πολιτικής εκπτώσεων καθώς και των στρατηγικών εφοδιασμού της πελατείας με σκοπό τη διατήρηση της γενικής σταθερότητας των θέσεων των μερών στην εν λόγω αγορά και η οποία συνοδευόταν από τακτική παρακολούθηση των μεριδίων αγοράς καθώς και από διορθωτικό μηχανισμό (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Buchmann κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 118 έως 122).

84      Πρέπει να επισημανθεί συναφώς, πρώτον, ότι στην επιστολή με την οποία Γερμανός δικηγόρος κατήγγειλε στην Επιτροπή για λογαριασμό ανώνυμου πελάτη την επίδικη σύμπραξη (βλ. σκέψη 4 ανωτέρω), η προσφεύγουσα δεν κατονομάστηκε ως μία από τις επιχειρήσεις που μετείχαν στη σύμπραξη.

85      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή αναφέρεται στις αιτιολογικές σκέψεις 113 και 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως σε δύο σημαντικές συσκέψεις του κλαμπ οι οποίες έλαβαν χώρα στις 6 Δεκεμβρίου 2001 και στις 10 Ιουλίου 2002 και κατά τη διάρκεια των οποίων οι επιχειρήσεις αυτές προέβησαν σε συνολική εκτίμηση της λειτουργίας της επίδικης συμπράξεως και των αναγκαίων προσαρμογών για την αποτελεσματική συνέχιση της συμπαιγνίας τους ως προς τα μερίδια αγοράς. Επ’ ευκαιρία των συσκέψεων αυτών καταρτίστηκαν πίνακες με ορισμένες προβλέψεις ή στόχους για τα μερίδια αγοράς καθεμιάς από τις τρεις αυτές επιχειρήσεις.

86      Πλην όμως, αφενός, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν συμμετείχε σε καμία από τις δύο αυτές συσκέψεις, μολονότι αυτές έλαβαν χώρα κατά το χρονικό διάστημα για το οποίο η Επιτροπή έκρινε ότι αυτή συμμετείχε στην παράβαση. Αφετέρου, δεν γίνεται μνεία της προσφεύγουσας στους πίνακες με προβλέψεις μεριδίων αγοράς που συνέταξαν οι τρεις μεγάλοι παραγωγοί υαλοπινάκων αυτοκινήτου κατά τις εν λόγω συσκέψεις.

87      Τρίτον, από τις χειρόγραφες σημειώσεις που εξετάστηκαν στις σκέψεις 72 έως 80 ανωτέρω δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει αντιληφθεί ότι, έχοντας ορισμένες διμερείς επαφές με φύση αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού με την AGC/Splintex και τη Saint‑Gobain κατά το τέλος του 2001, το 2002 και τις αρχές του 2003, εντασσόταν σε συνολική σύμπραξη η οποία σκοπό είχε να διασφαλίσει τη σταθερότητα των μεριδίων αγοράς των μετεχόντων σε αυτή σε ολόκληρο τον ΕΟΧ.

88      Ομολογουμένως, από διάφορα χωρία των σημειώσεων που κράτησε εργαζόμενος της προσφεύγουσας τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2001 προκύπτουν ενδείξεις που τείνουν να αποδείξουν ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ότι υπήρχαν συνεννοήσεις μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου, οι οποίες υπερέβαιναν τα όρια της ιταλικής αγοράς. Έτσι, στη σημείωση της 19ης Νοεμβρίου 2001 αναγράφεται ότι «ο [M.] είναι υπέρ της συνεννοήσεως μεταξύ των Splintex‑Soliver, επειδή έχουν συνεννοήσεις με τη Saint‑Gobain και τη Pilkington […]» και, στη σημείωση της 30ής Νοεμβρίου 2001, ότι «ο [M. επιθυμεί] βεβαίως να θίξει, σε τέτοια σύσκεψη, το ζήτημα της υαλοφράξεως αυτοκινήτων για όλες τις χώρες και ότι μόνο για την Ιταλία». Από τη σημείωση της 30ής Νοεμβρίου 2001 προκύπτει επίσης ότι η προσφεύγουσα είχε επίγνωση ότι ο M. θα επεδίωκε πιθανότατα να διευρύνει τη συζήτηση ώστε να περιλάβει όλη την ευρωπαϊκή αγορά, μολονότι από την ίδια σημείωση προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε δώσει στον D. οδηγίες «να συζητήσει μόνο για την ιταλική αγορά», όταν θα συναντούσε τον πρώτο στις 4 Δεκεμβρίου 2001. Επιπροσθέτως, από τη σημείωση της 12ης Δεκεμβρίου 2001 προκύπτει ότι, μολονότι η συνάντηση αυτή έγινε, ο D. ήταν εντούτοις «πολύ ασαφής» ως προς το αντικείμενο της και ότι κατά τη διάρκεια της δεν «τέθηκε ζήτημα συναντήσεως [μεταξύ του S. B., τότε διευθυντή της προσφεύγουσας, και του M., διευθυντή της Splintex]». Στην ίδια σημείωση, ο H. εκθέτει επίσης ότι είχε την «εντύπωση [ότι ο] D. έθιξε με τον [M.] άλλα ζητήματα τα οποία δεν είχαν σχέση με την [προσφεύγουσα]».

89      Το σημείωμα που περιγράφει το περιεχόμενο τηλεφωνικής συνδιαλέξεως της 29ης Μαΐου 2002 κάνει επίσης ομολογουμένως λόγο για «συνεργασία» μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου για τέσσερα μοντέλα οχημάτων, παραγωγής δύο ομίλων του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, ήτοι της General Motors για το Opel Frontera και της Volkswagen για τα Audi A3 και A6, καθώς και για το Volkswagen Passat. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επαφών αυτών καθώς και το πλαίσιο εντός του οποίου έλαβαν χώρα, η προσφεύγουσα εύλογα μπορούσε να υποθέσει ότι οι συνεννοήσεις ή συνεργασίες αυτές είχαν χαρακτήρα αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Η προσφεύγουσα παραδέχθηκε εξάλλου με την απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι οι σημαντικές αυξήσεις της τιμής της επίπεδης υάλου με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη ιδίως στις αρχές του 2001, της είχαν δημιουργήσει υπόνοιες για την ύπαρξη συμπαιγνιακών επαφών μεταξύ των τριών αυτών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου.

90      Εντούτοις, τα στοιχεία αυτά δεν αποδεικνύουν επαρκώς ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε λογικά να γνωρίζει τον γενικό σκοπό σταθεροποιήσεως της αγοράς των υαλοπινάκων αυτοκινήτου τον οποίο επιδίωκαν τα μέλη του κλαμπ με σύνολο αθέμιτων πρακτικών που αφορούσαν σχεδόν όλους τους κατασκευαστές αυτοκινήτων. Έτσι, οι αναφορές σε «συνεννοήσεις» ή «συνεργασία» δεν παρέχουν καμία ένδειξη για τη φύση και το περιεχόμενο της συμπράξεως μεταξύ των τριών μεγάλων παραγωγών υαλοπινάκων αυτοκινήτου. Ομοίως, δεν μπορεί να συναχθεί από την αναφορά σε συνεργασία σχετικά με τέσσερα μοντέλα αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσεως, παραγωγής δύο μόνο ομίλων του τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, ότι η προσφεύγουσα όφειλε λογικά να αντιληφθεί το συνολικό περιεχόμενο της συμπράξεως, καθόσον η σύμπραξη αυτή απέβλεπε σε σταθεροποίηση του συνόλου της αγοράς, δεδομένου ότι η αναφορά αυτή μπορεί να γίνει κατανοητή ως αφορώσα μόνο συγκεκριμένες πρακτικές αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού σχετικές με ορισμένες συμβάσεις προμήθειας, χωρίς να υπονοεί κατ’ ανάγκην γενικό σκοπό διατηρήσεως των μεριδίων αγοράς των μετεχόντων.

91      Για τους ως άνω λόγους, τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή δεν καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί ούτε ότι η προσφεύγουσα γνώριζε, ή όφειλε λογικά να γνωρίζει, τα ουσιώδη στοιχεία του τρόπου λειτουργίας της επίδικης συμπράξεως, ήτοι, πρώτον, τον συντονισμό της τιμολογιακής πολιτικής και της πολιτικής εκπτώσεων καθώς και των στρατηγικών εφοδιασμού των κατασκευαστών αυτοκινήτων, δεύτερον, το γεγονός ότι οργανώνονταν τακτικές διμερείς και τριμερείς συσκέψεις μεταξύ των μελών του κλαμπ για να εξετάζεται η παρακολούθηση των μεριδίων αγοράς καθώς και η συγκεκριμένη εφαρμογή των συμπαιγνιακών αποφάσεων προηγούμενων συσκέψεων για την ανάθεση συγκεκριμένων συμβάσεων προμήθειας και, τρίτον, το γεγονός ότι αποφασίζονταν διορθωτικά μέτρα, υπό μορφή αντισταθμίσεων ως προς ορισμένες συμβάσεις προμήθειας, εφόσον η ανάθεση συμβάσεως προμήθειας δεν είχε την προβλεφθείσα εξέλιξη, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι η συνολική κατάσταση της προσφοράς στον ΕΟΧ παραμένει εντός των ορίων της συμφωνηθείσας κατανομής.

92      Οι σημειώσεις που κράτησε το 2003 εργαζόμενος της AGC/Splintex δεν επηρεάζουν τα συμπεράσματα αυτά, δεδομένου ότι, αφενός, είναι εσωτερικά σημειώματα της AGC/Splintex και, αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, δεν περιλαμβάνουν στοιχεία από τα οποία είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα γνώριζε, ή όφειλε λογικά να γνωρίζει, το γενικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη στοιχεία της επίδικης συμπράξεως όπως αυτά εκτέθηκαν ανωτέρω.

93      Τέταρτον, η αιτούσα επιεική μεταχείριση σχολίασε με την από 19 Δεκεμβρίου 2005 δήλωσή της ενώπιον της Επιτροπής ορισμένες σημειώσεις του B., πρώην διευθυντή πωλήσεων της AGC/Splintex. Στο πλαίσιο της δηλώσεως αυτής, η αιτούσα διακριτική μεταχείριση παρουσίασε την προσφεύγουσα ως τρίτη σε σχέση με τη σύμπραξη των μελών του κλαμπ. Αντιθέτως όμως προς όσα υποστηρίζει η Επιτροπή, η περιγραφή αυτή δεν αφορά την ανάθεση συγκεκριμένης μόνο συμβάσεως, αλλά την κατανομή των μεριδίων αγοράς μεταξύ των εν λόγω μελών όσον αφορά τον κατασκευαστή αυτοκινήτων Fiat, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις σημειώσεις που κράτησε ο B. κατά τη διάρκεια συσκέψεως του κλαμπ η οποία έγινε στις 30 Απριλίου 2002. Συνεπώς, η περιγραφή αυτή όχι μόνο αφορούσε χρονικό διάστημα για το οποίο η Επιτροπή είχε δεχθεί τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη, αλλά και επίσης έναν από τους κατασκευαστές ως προς τους οποίους η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη αθέμιτων επαφών μεταξύ της προσφεύγουσας και της AGC/Splintex, επί τη βάσει χειρόγραφων σημειώσεων που κράτησε εργαζόμενος της προσφεύγουσας κατά τον Νοέμβριο και τον Δεκέμβριο του 2001, ήτοι πολλούς μήνες πριν από τη σύσκεψη της 30ής Απριλίου 2002.

94      Η αιτούσα επιεική μεταχείριση επισήμανε επίσης στο ίδιο χωρίο της δηλώσεώς της ότι, όποτε ανταγωνιστής, αναφέροντας στο σημείο αυτό την προσφεύγουσα, ενός από τα μέλη του κλαμπ επιτύγχανε την ανάθεση προς αυτόν συμβάσεως, για την ανάθεση αυτή δεν θα υπήρχε αντιστάθμιση. Αυτό το έγγραφο της δικογραφίας αποτελεί συνεπώς στοιχείο βάσει του οποίου μπορεί να αποδειχθεί ότι, για χρονικό διάστημα για το οποίο η Επιτροπή είχε εντούτοις δεχθεί τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην ενιαία και διαρκή παράβαση την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, η ανάθεση εκ μέρους κατασκευαστή αυτοκινήτων συμβάσεως προμήθειας στην προσφεύγουσα δεν είχε ως συνέπεια την εφαρμογή του αντισταθμιστικού μηχανισμού που εφαρμοζόταν μεταξύ των μελών του κλαμπ. Όπως, όμως, υπομνήσθηκε, ιδίως στις σκέψεις 21 και 55 ανωτέρω, ο εν λόγω μηχανισμός είχε καίρια θέση στη λειτουργία της επίδικης συμπράξεως δεδομένου ότι συνέβαλλε στην υλοποίηση του σκοπού συνολικής σταθερότητας των μεριδίων αγοράς των μετεχουσών επιχειρήσεων, παρά το ενδεχόμενο η πραγματική κατανομή των συμβάσεων προμήθειας να μην είναι εκείνη που είχε αποφασιστεί εκ των προτέρων στο πλαίσιο του κλαμπ.

95      Πέμπτον, ομοίως δεν μπορεί να γίνει δεκτό το επιχείρημα της Επιτροπής ότι οι αναφορές στην προσφεύγουσα που περιέχονται στις σημειώσεις που κρατήθηκαν επ’ ευκαιρία των συσκέψεων της 27ης Οκτωβρίου και της 9ης Νοεμβρίου 2000 μπορούν να επιβεβαιώσουν όχι μόνο ότι οι τρεις μεγάλοι παραγωγοί υαλοπινάκων αυτοκινήτου είχαν προβλέψει ρόλο για την προσφεύγουσα όσον αφορά την υλοποίηση του συνολικού σχεδίου της συμπράξεως, αλλά επίσης ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει το εν λόγω σχέδιο.

96      Επ’ αυτού επισημαίνεται ότι οι δύο συσκέψεις στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή είναι προγενέστερες κατά τουλάχιστον ένα έτος της ημερομηνίας από την οποία η Επιτροπή δέχεται ότι άρχισε η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην επίδικη παράβαση. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ότι είχε μετάσχει στις συζητήσεις αυτές ή ότι είχε ενημερωθεί από συμμετέχοντα σε αυτές για το περιεχόμενό τους. Όσον αφορά τη σύσκεψη της 9ης Νοεμβρίου 2000, η Επιτροπή δέχθηκε εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 294 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν υπήρχε καμία απόδειξη ότι οι σημειώσεις για τη σύσκεψη αυτή, στις οποίες γίνεται μνεία της προσφεύγουσας, συντάχθηκαν από αυτήν και ανακοινώθηκαν εξ ονόματός της από έναν από τους συμμετέχοντες.

97      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ως εκ τούτου ότι οι αναφορές αυτές στην προσφεύγουσα, οι οποίες περιλαμβάνονται σε σημειώσεις που κρατήθηκαν πολύ πριν από την ημερομηνία της εικαζόμενης συμμετοχής της στην παράβαση και κατά τη διάρκεια συσκέψεων στις οποίες δεν αποδεικνύεται η συμμετοχή της δεν καθιστούν δυνατό να αποδειχθεί ότι γνώριζε, ή όφειλε λογικά να γνωρίζει, το γενικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της επίδικης συμπράξεως, όπως αυτά συνοψίζονται στη σκέψη 55 ανωτέρω.

98      Όσον αφορά, έκτον, την επίκληση εκ μέρους της Επιτροπής κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση διαφόρων αποσπασμάτων των δηλώσεων της αιτούσας επιεική μεταχείριση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα αποσπάσματα αυτά δεν δύνανται να αναιρέσουν το ως άνω συμπέρασμα. Ειδικότερα, αφενός, στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν παρατίθεται αιτιολογία η οποία να εκθέτει πώς από τα εν λόγω αποσπάσματα, σε συνδυασμό ή όχι με τις χειρόγραφες σημειώσεις που εξετάστηκαν στις σκέψεις 72 έως 80 και 87 έως 92 ανωτέρω, μπορεί να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα γνώριζε, ή όφειλε λογικά να γνωρίζει το γενικό περιεχόμενο και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της συνολικής συμπράξεως, καθώς και ότι οι επαφές που είχε με τους ανταγωνιστές της μεταξύ του τέλους του 2001 και του Μαρτίου του 2003 εντάσσονταν στο πλαίσιο της υλοποιήσεώς της. Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, από τα αποσπάσματα αυτά δεν είναι δυνατόν να συναχθεί τέτοιο συμπέρασμα.

99      Τέλος, έβδομον, η διαφορά, την οποία επισήμανε η Επιτροπή, μεταξύ της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, δεν είναι καθοριστική εν προκειμένω.

100    Βεβαίως, σε αντίθεση με την υπό κρίση υπόθεση, η υπόθεση Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, η οποία αφορούσε αθέμιτες πρακτικές στον τομέα των προμονωμένων σωλήνων, χαρακτηριζόταν, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, από τη διάρθρωση της συμπράξεως σε δύο επίπεδα, εν προκειμένω το εθνικό και το ευρωπαϊκό. Στο ως άνω πλαίσιο το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή δεν είχε αποδείξει ότι η Sigma Tecnologie, μετέχοντας στη συμφωνία για την ιταλική αγορά, γνώριζε τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες που ανέπτυσσαν σε ευρωπαϊκό επίπεδο οι λοιπές επιχειρήσεις, ή ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει (απόφαση Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, σκέψη 44).

101    Δεν υπάρχει όμως λόγος ο οποίος να δικαιολογεί μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι συμφωνίες συνάπτονται σε διαφορετικά γεωγραφικά επίπεδα την εφαρμογή της αρχής της αποφάσεως Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, κατά την οποία η απλή ταυτότητα σκοπού μεταξύ μιας συμφωνίας στην οποία μετέσχε η επιχείρηση και μιας συνολικής συμπράξεως δεν αρκεί ώστε να καταλογιστεί στην ως άνω επιχείρηση συμμετοχή στη συνολική σύμπραξη (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Buchmann κατά Επιτροπής, σκέψη 65 ανωτέρω, σκέψεις 118 έως 122· βλ., επίσης, κατ’ αναλογία, απόφαση Quinn Barlo κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψεις 142 έως 151). Το μόνο καθοριστικό στοιχείο προς απόδειξη της συμμετοχής ορισμένης επιχειρήσεως σε συνολική σύμπραξη είναι ειδικότερα να εξεταστεί αν η επιχείρηση αυτή, όταν συμμετείχε σε συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές γνώριζε, ή όφειλε να γνωρίζει, ότι, πράττοντάς το, εντασσόταν στη συνολική σύμπραξη, εκφράζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την προσχώρησή της σε αυτήν.

102    Από το σκεπτικό που εκτέθηκε στις σκέψεις 84 έως 98 ανωτέρω προκύπτει ότι εν προκειμένω αυτό δεν αποδείχθηκε από την Επιτροπή. Δεν έχει σημασία ως προς το σημείο αυτό ότι η επίδικη σύμβαση είχε ένα μόνο επίπεδο οργανώσεως, ήτοι το επίπεδο του ΕΟΧ.

103    Πρέπει συναφώς να προστεθεί ότι η Επιτροπή δεν θεμελιώνει το επιχείρημά της ότι, αντιθέτως προς τη σύμπραξη στην ιταλική αγορά στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Sigma Tecnologie κατά Επιτροπής, σκέψη 53 ανωτέρω, είναι απίθανο οι διμερείς συζητήσεις με περιεχόμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού που είχε η προσφεύγουσα με δύο από τους ανταγωνιστές της να έχουν νόημα αν δεν είναι μέρος ενός ευρύτερου συνολικού σχεδίου. Αντιθέτως, όπως ήδη εκτέθηκε στη σκέψη 90 ανωτέρω, δεν αποκλείεται οι αθέμιτες πρακτικές να αποφασίζονταν κατά περίπτωση για την ανάθεση ορισμένων συμβάσεων προμήθειας, χωρίς να υπονοείται κατ’ ανάγκην γενικός σκοπός διατηρήσεως των μεριδίων αγοράς των μετεχόντων σε τέτοιες πρακτικές στην αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτου στον ΕΟΧ.

104    Ως εκ τούτου, τα στοιχεία που προβάλλει η Επιτροπή δεν αποτελούν επαρκές σύνολο ενδείξεων για να συναχθεί ότι η προσφεύγουσα συμμετέσχε στην ενιαία και διαρκή παράβαση στην οποία εμπλέκονταν οι τρεις μεγάλοι παραγωγοί υαλοπινάκων αυτοκινήτου και την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

105    Στην αλληλουχία αυτή, πρέπει επίσης να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα δεν αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από το περιεχόμενο των συσκέψεων των μελών του κλαμπ προκειμένου να μην φέρει ευθύνη λόγω της συμμετοχής της στην ενιαία και διαρκή παράβαση που αυτά διέπραξαν. Ειδικότερα, η διαπίστωση αυτή θα είχε σημασία μόνο στην περίπτωση που η Επιτροπή είχε ανταποκριθεί στο βάρος αποδείξεως που φέρει, πράγμα που δεν συμβαίνει εν προκειμένω (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Δικαστηρίου της 6ης Ιανουαρίου 2004, C‑2/01 P και C‑3/01 P, BAI και Επιτροπή κατά Bayer, Συλλογή 2004, σ. I‑23, σκέψεις 62 και 63).

106    Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτός.

 Επί των συνεπειών, ως προς την ακύρωση, της παρανομίας που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως

107    Λαμβανομένου υπόψη του σκεπτικού που αναπτύχθηκε στις σκέψεις 68 έως 81 ανωτέρω, στις οποίες εκτίθεται ότι η προσφεύγουσα είχε όντως συμμετοχή σε ορισμένες διμερείς συζητήσεις με φύση αντίθετη προς τους κανόνες του ανταγωνισμού με την AGC/Splintex και τη Saint‑Gobain μεταξύ Νοεμβρίου 2001 και Μαρτίου 2003, πρέπει επιπλέον να εξεταστεί το ζήτημα των συνεπειών, ως προς την ακύρωση, της παρανομίας που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

108    Το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η προσβαλλόμενη με την προσφυγή ακυρώσεως πράξη να ακυρώνεται μόνο στο μέτρο κατά το οποίο η προσφυγή είναι βάσιμη (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 36). Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βάσιμο έναν λόγο που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο να ακυρώσει αυτομάτως την προσβαλλόμενη πράξη στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να χωρήσει εξ ολοκλήρου ακύρωση όταν προφανώς προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά μια ειδική μόνον πτυχή της προσβαλλομένης πράξεως, μπορεί να οδηγήσει σε μερική μόνον ακύρωση (βλ. απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 37, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση μετείχε άμεσα σε μία ή περισσότερες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι, με τη δική της συμπεριφορά, ήθελε να συμβάλει σε όλους τους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη, ούτε ότι ήταν ενήμερη και για όλες τις άλλες παράνομες συμπεριφορές που αυτοί σχεδίαζαν ή εφάρμοζαν προς επίτευξη των ίδιων σκοπών, ούτε ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, η Επιτροπή μπορεί να της καταλογίσει ευθύνη μόνο για εκείνες τις συμπεριφορές στις οποίες μετείχε άμεσα, καθώς και για εκείνες τις οποίες αποδεικνύεται ότι γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, ενώ σχεδιάζονταν ή εφαρμόζονταν από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη προς επίτευξη των ίδιων σκοπών με αυτούς που επιδίωκε η ίδια (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 44). Τούτο δεν μπορεί όμως να οδηγήσει στην απαλλαγή της επιχείρησης αυτής από την ευθύνη της για τις συμπεριφορές στις οποίες δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της ή για τις οποίες δεν αμφισβητείται ότι μπορεί πράγματι να της καταλογιστεί ευθύνη (απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 45).

110    Εντούτοις, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση δεν είναι εφικτό να διαιρεθεί παρά μόνον εάν, αφενός, η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται όχι μόνο για τη συμμετοχή της στην εν λόγω παράβαση, αλλά επίσης και για ορισμένες συμπεριφορές που την συνθέτουν και, επομένως, να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτής (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Επιτροπή κατά Verhuizingen Coppens, σκέψη 63 ανωτέρω, σκέψη 46).

111    Στην υπό κρίση υπόθεση, η Επιτροπή υποστηρίζει με το υπόμνημα ανταπαντήσεως ότι από τα αποδεικτικά στοιχεία που συγκεντρώθηκαν για τις διμερείς επαφές μεταξύ της προσφεύγουσας και των AGC/Splintex και Saint‑Gobain προκύπτει η ύπαρξη εναρμονισμένων πρακτικών τις οποίες απαγορεύει το δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης.

112    Ανεξαρτήτως του κατά πόσον το επιχείρημα αυτό είναι βάσιμο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν χαρακτηρίζεται χωριστά ως παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις διμερείς επαφές με τις AGC/Splintex και Saint‑Gobain μεταξύ του τέλους του 2001 και του Μαρτίου του 2003. Η Επιτροπή έκρινε εξάλλου με την αιτιολογική σκέψη 498 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι «[θα ήταν] τεχνητή η κατάτμηση μιας συνεχούς συμπεριφοράς [των συγκεκριμένων επιχειρήσεων], χαρακτηριζομένης από έναν και αυτό σκοπό, μέσω της ανάλυσής της σε πλείονες και χωριστές παραβάσεις, ενώ, αντιθέτως, πρόκειται για ενιαία παράβαση, η οποία συγκεκριμενοποιήθηκε σταδιακώς τόσο με συμφωνίες όσο και με εναρμονισμένες πρακτικές» (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2013, C‑287/11 P, Επιτροπή κατά Aalberts Industries κ.λπ., σκέψη 65).

113    Σύμφωνα όμως με τις αρχές που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 110 ανωτέρω, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, υπ’ αυτές τις περιστάσεις, να προβεί ο ίδιος σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, δεδομένου ότι αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα αντιποίηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής κατά το άρθρο 85 ΕΚ, όσον αφορά τη δίωξη και καταστολή των παραβάσεων του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

114    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει, συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν με την προσφυγή, να ακυρωθούν το άρθρο 1, στοιχείο δ΄, και το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπως τροποποιήθηκε με την διορθωτική απόφαση C(2009) 863 τελικό, καθόσον με αυτά, αφενός, διαπιστώνεται συμμετοχή της προσφεύγουσας από τη 19η Νοεμβρίου 2001 έως την 11η Μαρτίου 2003 σε παράνομη σύμπραξη στην αγορά των υαλοπινάκων αυτοκινήτου στον ΕΟΧ και, αφετέρου, της επιβάλλεται εξ αυτού του λόγου πρόστιμο 4 396 000 ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

115    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

116    Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο δ΄, και το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της αποφάσεως C(2008) 6815 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/39.125 — Υαλοπίνακες αυτοκινήτου), όπως αυτή τροποποιήθηκε με την απόφαση C(2009) 863 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Φεβρουαρίου 2009, καθόσον με αυτά, αφενός, διαπιστώνεται συμμετοχή της Soliver NV από τη 19η Νοεμβρίου 2001 έως την 11η Μαρτίου 2003 σε παράνομη σύμπραξη στην αγορά των υαλοπινάκων αυτοκινήτου στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ) και, αφετέρου, της επιβάλλεται εξ αυτού του λόγου πρόστιμο 4 396 000 ευρώ.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

(υπογραφές)

Περιεχόμενα

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του βασίμου της επιχειρηματολογίας της προσφεύγουσας

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις και υπόμνηση αρχών

– Επί της αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού φύσεως των επαφών της προσφεύγουσας με ορισμένους από τους ανταγωνιστές της

– Επί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη συνολική σύμπραξη των μελών του κλαμπ για την αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτου

Επί των συνεπειών, ως προς την ακύρωση, της παρανομίας που διαπιστώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ολλανδική.