Language of document : ECLI:EU:T:2014:867

Υπόθεση T‑68/09

Soliver NV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά υαλοπινάκων αυτοκινήτου — Απόφαση με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ — Συμφωνίες καταμερισμού των αγορών και ανταλλαγή εμπορικώς ευαίσθητων πληροφοριών — Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 — Ενιαία και διαρκής παράβαση — Συμμετοχή στην παράβαση»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα)
της 10ης Οκτωβρίου 2014

1.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Θεμελιώδη δικαιώματα — Τεκμήριο αθωότητας — Διαδικασία στον τομέα του ανταγωνισμού — Δυνατότητα εφαρμογής — Βαθμός αποδεικτικής ισχύος που απαιτείται να έχουν τα στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 48 § 1· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

2.      Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση —Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί παράβαση συνιστάμενη σε συμμετοχή σε συνολική σύμπραξη — Κριτήρια — Βάρος αποδείξεως

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Συμπράξεις — Νόθευση του ανταγωνισμού — Κριτήρια εκτιμήσεως — Αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού — Επαρκής διαπίστωση — Συμπεριφορά επιχειρήσεως η οποία είχε μεν ορισμένες επαφές με περιεχόμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού, αλλά δεν μετέσχε σε καμία σύσκεψη της συμπράξεως — Περιστάσεις οι οποίες δεν καθιστούν δυνατή την απόδειξη της συμμετοχής της στη συνολική σύμπραξη

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

4.      Προσφυγή ακυρώσεως — Ακυρωτική απόφαση — Περιεχόμενο — Μερική ακύρωση πράξεως του δικαίου της Ένωσης — Προϋποθέσεις — Ακύρωση στο σύνολό της αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία χαρακτηρίζεται συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο, παρά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας επιχειρήσεως σε ορισμένες μόνο επαφές με περιεχόμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού — Απόφαση η οποία δεν καθιστά δυνατή για την εν λόγω επιχείρηση την κατανόηση των εις βάρος της αιτιάσεων όσον αφορά τις εν λόγω επαφές, ανεξαρτήτως της συμμετοχής της στην ενιαία και διαρκή παράβαση

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ· άρθρο 264, εδ. 1, ΣΛΕΕ)

1.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 57-59)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 60-65, 101, 105)

3.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψη 76)

4.      Το άρθρο 264, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η προσβαλλόμενη με την προσφυγή ακυρώσεως πράξη να ακυρώνεται μόνο στο μέτρο κατά το οποίο η προσφυγή είναι βάσιμη. Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι το Γενικό Δικαστήριο έκρινε βάσιμο έναν λόγο που προέβαλε ο προσφεύγων προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα στο εν λόγω δικαιοδοτικό όργανο να ακυρώσει αυτομάτως την προσβαλλόμενη πράξη στο σύνολό της. Συγκεκριμένα, δεν μπορεί να χωρήσει εξ ολοκλήρου ακύρωση όταν προφανώς προκύπτει ότι ο λόγος αυτός, ο οποίος αφορά μια ειδική μόνον πτυχή της προσβαλλομένης πράξεως, μπορεί να οδηγήσει σε μερική μόνον ακύρωση.

Ως εκ τούτου, στην περίπτωση κατά την οποία η επιχείρηση μετείχε άμεσα σε μία ή περισσότερες αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού ενέργειες που συνθέτουν ενιαία και διαρκή παράβαση, αλλά δεν αποδεικνύεται ότι, με τη δική της συμπεριφορά, ήθελε να συμβάλει σε όλους τους κοινούς σκοπούς τους οποίους επιδίωκαν οι λοιποί μετέχοντες στη σύμπραξη, ούτε ότι ήταν ενήμερη και για όλες τις άλλες παράνομες συμπεριφορές που αυτοί σχεδίαζαν ή εφάρμοζαν προς επίτευξη των ίδιων σκοπών, ούτε ότι μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, η Επιτροπή μπορεί να της καταλογίσει ευθύνη μόνο για εκείνες τις συμπεριφορές στις οποίες μετείχε άμεσα, καθώς και για εκείνες τις οποίες αποδεικνύεται ότι γνώριζε ή μπορούσε ευλόγως να τις προβλέψει και αποδεχόταν τον σχετικό κίνδυνο, ενώ σχεδιάζονταν ή εφαρμόζονταν από τους λοιπούς μετέχοντες στη σύμπραξη προς επίτευξη των ίδιων σκοπών με αυτούς που επιδίωκε η ίδια. Τούτο δεν μπορεί όμως να οδηγήσει στην απαλλαγή της επιχείρησης αυτής από την ευθύνη της για τις συμπεριφορές στις οποίες δεν αμφισβητείται η συμμετοχή της ή για τις οποίες δεν αμφισβητείται ότι μπορεί πράγματι να της καταλογιστεί ευθύνη.

Εντούτοις, η απόφαση της Επιτροπής που χαρακτηρίζει μία συνολική σύμπραξη ως ενιαία και διαρκή παράβαση δεν είναι εφικτό να διαιρεθεί παρά μόνον εάν, αφενός, η εν λόγω επιχείρηση ήταν σε θέση, κατά τη διοικητική διαδικασία, να αντιληφθεί ότι κατηγορείται όχι μόνο για τη συμμετοχή της στην εν λόγω παράβαση, αλλά επίσης και για ορισμένες συμπεριφορές που τη συνθέτουν και, επομένως, να τις αντικρούσει, και εάν, αφετέρου, η εν λόγω απόφαση είναι αρκούντως σαφής επ’ αυτής.

Αυτό όμως δεν συμβαίνει στην περίπτωση κατά την οποία η συγκεκριμένη απόφαση δεν χαρακτηρίζει χωριστά τις εν λόγω συμπεριφορές ως παραβάσεις του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, δεδομένου ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις αυτές να προβεί ο ίδιος σε αυτόν τον χαρακτηρισμό, επειδή αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα αντιποίηση των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής κατά το άρθρο 105 ΣΛΕΕ.

(βλ. σκέψεις 108-113)