Language of document : ECLI:EU:C:2020:491

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 25ης Ιουνίου 2020 (1)

Υπόθεση C393/19

Okrazhna prokuratura – Haskovo,

Apelativna prokuratura – Plovdiv

κατά

OM

[αίτηση του Apelativen sad – Plovdiv (εφετείου του Plovdiv, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 17 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα ιδιοκτησίας – Εθνική νομοθεσία που προβλέπει τη δήμευση υπέρ του Δημοσίου οχήματος χρησιμοποιηθέντος για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας – Όχημα που ανήκει σε καλόπιστο τρίτον – Απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ – Άρθρο 2, παράγραφος 1 – Οδηγία 2014/42/ΕΕ – Άρθρο 6»






1.        Ο οδηγός φορτηγού διεθνών μεταφορών ο οποίος εκτελούσε δρομολόγιο από την Τουρκία στη Γερμανία, αφού συνελήφθη στη Βουλγαρία καθώς στο εν λόγω όχημα έκρυβε θησαυρό νομισμάτων, κατηγορήθηκε και καταδικάστηκε στη χώρα αυτή για την αξιόποινη πράξη της λαθρεμπορίας. Συνεπεία αυτής της καταδίκης, επιβλήθηκε η δήμευση, μεταξύ άλλων περιουσιακών στοιχείων, του οδικού ελκυστήρα του φορτηγού, η ιδιοκτήτρια εταιρία του οποίου, σύμφωνα με το δικαστήριο που υπέβαλε το ερώτημα, «ούτε γνώριζε ούτε όφειλε ή μπορούσε να γνωρίζει ότι ο υπάλληλός της θα διέπραττε την αξιόποινη πράξη».

2.        Το εν λόγω δικαστήριο υποβάλλει ερώτημα σχετικά με τον αντίκτυπο των άρθρων του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) στην εφαρμοστέα εν προκειμένω εθνική νομοθεσία. Συγκεκριμένα, αμφιβάλλει σχετικά με τη συμβατότητα της εν λόγω νομοθεσίας:

‐      Με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, στο μέτρο που ο βουλγαρικός ποινικός κώδικας επιβάλλει τη δήμευση των μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας, παρά το γεγονός ότι ανήκουν σε καλόπιστο τρίτον.

‐      Με το άρθρο 47 του Χάρτη, στο μέτρο που ο καλόπιστος τρίτος, ιδιοκτήτης του δημευθέντος περιουσιακού στοιχείου, δεν δύναται να εκθέσει την άποψή του ενώπιον του δικαστηρίου που διατάσσει τη δήμευση, σύμφωνα με το βουλγαρικό δικονομικό δίκαιο.

3.        Σύμφωνα με την υπόδειξη του Δικαστηρίου, θα περιοριστώ στην ανάλυση του πρώτου εκ των ως άνω ερωτημάτων.

I.      Νομικό πλαίσιο

1.      Δίκαιο της Ένωσης

1.      Χάρτης

4.        Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1:

«Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.»

2.      Απόφαση-πλαίσιο 2005/212/ΔΕΥ (2)

5.        Το άρθρο 1 («Ορισμοί») ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης-πλαισίου:

[…]

‐      ως “όργανα” νοούνται κάθε είδους αντικείμενα που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, για να διαπραχθούν ένα ή περισσότερα ποινικά αδικήματα,

‐      ως “δήμευση” νοείται μια ποινή ή ένα μέτρο που διατάσσεται από δικαστήριο κατόπιν διαδικασίας σχετικής με ένα ή περισσότερα ποινικά αδικήματα και καταλήγει στην οριστική αποστέρηση του περιουσιακού στοιχείου,

[…]».

6.        Το άρθρο 2 («Δήμευση») ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Κάθε κράτος μέλος υιοθετεί τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων που προέρχονται από ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται με στερητική της ελευθερίας ποινή διαρκείας άνω του έτους, ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων αντιστοιχεί στα προϊόντα αυτά.

2.      Για φορολογικά αδικήματα, τα κράτη μέλη μπορούν να χρησιμοποιούν άλλες διαδικασίες πλην ποινικών προκειμένου να αποστερηθεί ο δράστης των προϊόντων του εγκλήματος.»

7.        Το άρθρο 4 («[Μ]έσα [ένδικης προστασίας]») ορίζει τα εξής:

«Κάθε κράτος μέλος λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζει ότι ενδιαφερόμενα μέρη που θίγονται από τα μέτρα των άρθρων 2 και 3 έχουν αποτελεσματικά […] μέσα [ένδικης προστασίας] για τη διαφύλαξη των δικαιωμάτων τους.»

3.      Οδηγία 2014/42/ΕΕ (3)

8.        Το άρθρο 2 («Ορισμοί») ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

3)      ως “όργανα” νοούνται κάθε είδους περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται ή προορίζονται να χρησιμοποιηθούν με οποιονδήποτε τρόπο, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, για να διαπραχθούν ένα ή περισσότερα ποινικά αδικήματα,

4)      ως “δήμευση” νοείται η οριστική αποστέρηση του περιουσιακού στοιχείου την οποία διατάσσει δικαστήριο σε σχέση με ποινικό αδίκημα,

[…]».

9.        Το άρθρο 4 («Δήμευση») ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος ή περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με αυτά τα όργανα ή προϊόντα, υπό την αίρεση οριστικής καταδίκης για ποινικό αδίκημα, που μπορεί να επίσης να έχει απαγγελθεί ερήμην.

2.      Όταν η δήμευση βάσει της παραγράφου 1 δεν είναι δυνατή, τουλάχιστον όταν αυτό οφείλεται σε ασθένεια ή φυγή του υπόπτου ή του κατηγορουμένου, τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στις περιπτώσεις όπου έχουν κινηθεί ποινικές διαδικασίες που αφορούν ποινικό αδίκημα το οποίο μπορεί, αμέσως ή εμμέσως, να οδηγήσει σε οικονομικό όφελος και οι εν λόγω ποινικές διαδικασίες θα μπορούσαν να έχουν οδηγήσει σε ποινική καταδίκη αν ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος ήταν σε θέση να παραστεί στη δίκη.»

10.      Το άρθρο 5 («Εκτεταμένη δήμευση») ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη υιοθετούν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση περιουσιακού στοιχείου που ανήκει σε πρόσωπο καταδικασθέν για ποινικό αδίκημα, το οποίο μπορεί, αμέσως ή εμμέσως, να οδηγήσει σε οικονομικό όφελος, εφόσον το δικαστήριο κρίνει, βάσει των περιστάσεων της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων, όπως ότι η αξία του περιουσιακού στοιχείου είναι δυσανάλογη προς το νόμιμο εισόδημα του καταδικασθέντος, ότι το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο αποκτήθηκε μέσω εγκληματικής δραστηριότητας.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου, η έννοια του “ποινικού αδικήματος” περιλαμβάνει τουλάχιστον τα εξής:

[…]

β)      αδικήματα που σχετίζονται με τη συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση, όπως προβλέπεται στο άρθρο 2 της απόφασης‑πλαισίου 2008/841/ΔΕΥ, τουλάχιστον σε περιπτώσεις όπου το αδίκημα οδήγησε σε οικονομικό όφελος,

[…]

ε)      ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται, σύμφωνα με τη σχετική πράξη του άρθρου 3 ή, αν η συγκεκριμένη πράξη δεν περιλαμβάνει όριο ποινής, σύμφωνα με το σχετικό εθνικό δίκαιο, με στερητική της ελευθερίας ποινή μέγιστης διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων ετών.»

11.      Το άρθρο 6 («Δήμευση εις χείρας τρίτου») ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή η δήμευση προϊόντων εγκλήματος ή άλλων περιουσιακών στοιχείων η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με τα προϊόντα εγκλήματος, τα οποία μεταβιβάστηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από ύποπτο ή κατηγορούμενο σε τρίτους ή τα οποία αποκτήθηκαν από τρίτους από ύποπτο ή κατηγορούμενο, τουλάχιστον όταν οι εν λόγω τρίτοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο σκοπός της μεταβίβασης ή απόκτησης ήταν να αποφευχθεί η δήμευση, με βάση συγκεκριμένα στοιχεία και περιστάσεις, μεταξύ των οποίων ότι η μεταβίβαση ή απόκτηση πραγματοποιήθηκε χωρίς αντάλλαγμα ή με αντάλλαγμα σημαντικά κατώτερο από την αγοραία αξία.

2.      Η παράγραφος 1 δεν θίγει τα δικαιώματα καλόπιστων τρίτων.»

4.      Βουλγαρικό δίκαιο. Nakazatelen kodeks (4)

12.      Το άρθρο 53, παράγραφος 1, ορίζει τα εξής:

«(1)      Ανεξαρτήτως της ποινικής ευθύνης, δημεύονται υπέρ του Δημοσίου:

α)      πράγματα που ανήκουν στον δράστη τα οποία προορίζονταν να χρησιμοποιηθούν ή χρησιμοποιήθηκαν για τη διάπραξη αξιόποινης πράξης εκ προθέσεως […],

β)      πράγματα που ανήκουν στον δράστη τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αξιόποινης πράξης που διαπράχθηκε εκ προθέσεως, εφόσον υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο ειδικό μέρος του ποινικού κώδικα.

(2)      Ομοίως, δημεύονται υπέρ του Δημοσίου:

α)      πράγματα, αντικείμενα ή όργανα αξιόποινης πράξης των οποίων η κατοχή απαγορεύεται, και

β)      τα προϊόντα που προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τα πράγματα που αποκτήθηκαν λόγω της αξιόποινης πράξης, εάν δεν πρέπει να επιστραφούν ή να αποκατασταθούν. Εάν τα προϊόντα που προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από τα αποκτηθέντα πράγματα έχουν εξαφανιστεί ή παραχωρηθεί, δημεύεται ένα ποσό που αντιστοιχεί στην αξία τους.»

13.      Το άρθρο 242, παράγραφος 8, επιβάλλει τη δήμευση, υπέρ του Δημοσίου, του μεταφορικού μέσου που χρησίμευσε για τη μεταφορά των λαθραίων εμπορευμάτων, ακόμη και όταν δεν ανήκει στην κυριότητα του δράστη, εκτός εάν η αξία του προφανώς δεν ανταποκρίνεται στη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης.

II.    Πραγματικά περιστατικά (σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής) και προδικαστικό ερώτημα

14.      Ο OM εργαζόταν για τουρκική εταιρία διεθνών μεταφορών εμπορευμάτων, στην οποία ανήκει το αρθρωτό φορτηγό το οποίο αυτός οδηγούσε σε προγραμματισμένο δρομολόγιο που διερχόταν από διάφορα κράτη της Ένωσης.

15.      Στις αρχές Ιουνίου του 2018, πρόσωπο αγνώστων στοιχείων επικοινώνησε με τον ΟΜ και του πρότεινε, έναντι αμοιβής, να μεταφέρει στη Γερμανία, λαθραία, συνολικά 2 940 αρχαία νομίσματα (5), επί τη ευκαιρία του δρομολογίου που έπρεπε να εκτελέσει από την τουρκική πόλη της Κωνσταντινούπολης στη γερμανική πόλη Delmenhorst.

16.      Ο OM δέχθηκε και, αφού παρέλαβε τα νομίσματα, τα τοποθέτησε στον χώρο για αποσκευές, εργαλεία και λοιπό εξοπλισμό που, κατά κανόνα, βρίσκεται κάτω από το κάθισμα του οδηγού, όπου τα έκρυψε ανάμεσα σε διάφορα αντικείμενα.

17.      Το πρωί της 12ης Ιουνίου 2018 ο OM διήλθε από τον τουρκικό συνοριακό σταθμό «Kapakule» και εισήλθε στην επικράτεια της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας από τον συνοριακό σταθμό «Kapitan Andreevo». Στον εν λόγω συνοριακό σταθμό, το φορτηγό επιθεωρήθηκε και η τελωνειακή αστυνομία ανακάλυψε τα νομίσματα.

18.      Τα αρχαία νομίσματα, ο οδικός ελκυστήρας, το ημιρυμουλκούμενο, το κλειδί ανάφλεξης, καθώς και η άδεια κυκλοφορίας του οχήματος κατασχέθηκαν.

19.      Κατά τη διάρκεια της ανακριτικής διαδικασίας, ο υπεύθυνος της ιδιοκτήτριας του οχήματος εταιρίας ζήτησε την απόδοση του οδικού ελκυστήρα και του ημιρυμουλκούμενου οχήματος. Το αίτημα απορρίφθηκε, καταρχάς, από τον αρμόδιο εισαγγελέα και, εν συνεχεία, κατόπιν άσκησης σχετικής προσφυγής, με διάταξη του Okrazhen sad –Haskovo (πλημμελειοδικείου του Χάσκοβο, Βουλγαρία), της 19ης Οκτωβρίου 2018.

20.      Με απόφαση της 22ας Μαρτίου 2019 του ίδιου δικαστηρίου, ο OM καταδικάστηκε για διακεκριμένη περίπτωση λαθρεμπορίας θησαυρού νομισμάτων η αξία του οποίου πληροί το στοιχείο «σημαντικός» του άρθρου 242, παράγραφος 1, στοιχείο e, ΝΚ, και του επιβλήθηκε ποινή στερητική της ελευθερίας τριών ετών και χρηματική ποινή 20 000 λεβ Βουλγαρίας (BGN).

21.      Βάσει του άρθρου 242, παράγραφος 7, ΝΚ, τα κατασχεθέντα νομίσματα δημεύθηκαν υπέρ του Δημοσίου. Βάσει του άρθρου 242, παράγραφος 8, ΝΚ, δημεύθηκε υπέρ του Δημοσίου και ο οδικός ελκυστήρας με τον οποίο μεταφέρθηκαν τα νομίσματα. Το ημιρυμουλκούμενο όχημα, το οποίο δεν συνδεόταν άμεσα με τη μεταφορά, αποδόθηκε στον ιδιοκτήτη του.

22.      Ο OM άσκησε έφεση ενώπιον του Apelativen sad – Plovdiv (εφετείου του Plovdiv, Βουλγαρία), βάλλοντας κατά του μέρους της αποφάσεως που αφορά τη δήμευση του οδικού ελκυστήρα.

23.      Το εφετείο διευκρινίζει ότι η δήμευση δεν αποτελεί ποινή και ότι, σύμφωνα με το άρθρο 242, παράγραφος 8, ΝΚ, διατάσσεται, υποχρεωτικά, σε σχέση με τα περιουσιακά στοιχεία που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας.

24.      Παρά τη νομική θεμελίωση της δήμευσης που επιβλήθηκε με τον τρόπο αυτόν, το προμνησθέν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες σχετικά με το κατά πόσον το εν λόγω άρθρο του ΝΚ, το οποίο θεσπίσθηκε πριν από την ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι συμβατό με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη.

25.      Συγκεκριμένα, θεωρεί ότι η δήμευση, υπέρ του Δημοσίου, των μέσων μεταφοράς που χρησιμοποιούνται ως μέσα διάπραξης της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας, όταν ο ιδιοκτήτης τους δεν έχει συμμετάσχει σε αυτή, προκαλεί ενδεχομένως ανισορροπία μεταξύ του συμφέροντος του ιδιοκτήτη που δεν τελεί εν γνώσει της διάπραξης της αξιόποινης πράξης και του συμφέροντος του Δημοσίου για κατάσχεση των μέσων διάπραξης της αξιόποινης πράξης.

26.      Υπογραμμίζει, επίσης ότι η εθνική νομοθεσία δεν προβλέπει την ακρόαση του ιδιοκτήτη του μεταφορικού μέσου στη δίκη που καταλήγει στη δήμευση, γεγονός που θα μπορούσε να την καταστήσει μη συμβατή με το άρθρο 47 του Χάρτη και με το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

27.      Στο πλαίσιο αυτό, το Apelativen sad – Plovdiv (εφετείο του Plovdiv) υποβάλλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη […] την έννοια ότι αντιτίθεται, λόγω διατάραξης της ισορροπίας μεταξύ του γενικού συμφέροντος και της επιταγής περί προστασίας του δικαιώματος ιδιοκτησίας, σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 242, παράγραφος 8, του Nakazatelen kodeks (ποινικού κώδικα) της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας, κατά την οποία δημεύεται υπέρ του Δημοσίου μεταφορικό μέσο που χρησιμοποιήθηκε για τη διάπραξη διακεκριμένης περίπτωσης λαθρεμπορίας και ανήκει σε τρίτο πρόσωπο, το οποίο ούτε γνώριζε ούτε όφειλε ή μπορούσε να γνωρίζει ότι ο υπάλληλός του θα διέπραττε την αξιόποινη πράξη;

2)      Έχει το άρθρο 47 του Χάρτη […] την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή του άρθρου 242, παράγραφος 8, του Nakazatelen kodeks, κατά την οποία μπορεί να δημευθεί μεταφορικό μέσο ανήκον στην κυριότητα προσώπου το οποίο δεν είναι το πρόσωπο που διέπραξε την αξιόποινη πράξη, χωρίς να διασφαλίζεται η άμεση πρόσβαση του κυρίου στη δικαιοσύνη προκειμένου αυτός να εκθέσει την άποψή του;»

III. Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

28.      Η διάταξη περί παραπομπής κατατέθηκε στο Δικαστήριο στις 21 Μαΐου 2019.

29.      Γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η εισαγγελία του Χάσκοβο, η εισαγγελία του Plovdiv, η Ελληνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

IV.    Ανάλυση

1.      Επί του παραδεκτού

30.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν τα άρθρα 17, παράγραφος 1, και 47 του Χάρτη αντιτίθενται σε εθνική διάταξη (άρθρο 242, παράγραφος 8, ΝΚ) που επιτρέπει τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας, παρότι ανήκουν σε τρίτον ο οποίος δεν έχει συμμετάσχει σε αυτή.

31.      Δεδομένου ότι ο Χάρτης απευθύνεται στα κράτη μέλη «μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης» (άρθρο 51), η μεμονωμένη μνεία ενός από τα άρθρα του δεν αρκεί για τη θεμελίωση ενός προδικαστικού ερωτήματος, αν δεν υπάρχει σύνδεσμος με άλλες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης.

32.      Αληθεύει, ωστόσο, ότι η διάταξη περί παραπομπής μνημονεύει την αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας 2014/42. Η οδηγία αυτή συνδέεται με τα πραγματικά περιστατικά που αποτελούν αντικείμενο της διαφοράς, στον βαθμό που: α) θεσπίζει ελάχιστους κανόνες για τη δήμευση των οργάνων του εγκλήματος και β) προβλέπει μέσα ένδικης προστασίας για την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.

33.      Εντούτοις, είναι αμφίβολο αν η οδηγία 2014/42 έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένων υπόψη των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται στη σύμβαση, των αποφάσεων‑πλαισίων και των οδηγιών που περιλαμβάνονται στον πλήρη κατάλογο του άρθρου 3. Αν η τιμωρηθείσα λαθρεμπορία νομισμάτων δεν εμπίπτει σε κάποιο από αυτά τα αδικήματα (για παράδειγμα, σε εκείνα που καλύπτονται από την απόφαση‑πλαίσιο 2008/841/ΔΕΥ) (6), τα εκτιθέμενα πραγματικά περιστατικά θα παραμείνουν εκτός του πεδίου εφαρμογής της.

34.      Εν πάση περιπτώσει, το Δικαστήριο μπορεί να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης τα οποία το τελευταίο δεν έχει μνημονεύσει στην απόφαση περί παραπομπής (7). Αυτό το έπραξε προσφάτως, απαντώντας σε άλλη προδικαστική παραπομπή (8), στην οποία βουλγαρικό δικαστήριο υπέβαλε ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2014/42. Στην εν λόγω υπόθεση, το Δικαστήριο επέλεξε να παράσχει ερμηνεία της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212, δεδομένου ότι η οδηγία 2014/42 δεν ήταν εφαρμοστέα (9).

35.      Η απόφαση-πλαίσιο 2005/212 αντικαταστάθηκε, εν μέρει, από την οδηγία 2014/42, χωρίς η τροποποίηση αυτή να επηρεάσει τα άρθρα 2, 4 και 5 της πρώτης, τα οποία παραμένουν σε ισχύ (10). Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ο περιορισμός του πεδίου εφαρμογής της οδηγίας 2014/42 αποτελεί τον λόγο για τον οποίο αυτή δεν έχει αντικαταστήσει ορισμένες από τις διατάξεις της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212.

36.      Σύμφωνα με την απόφαση-πλαίσιο 2005/212 (άρθρο 2, παράγραφος 1), «κάθε κράτος μέλος υιοθετεί τα αναγκαία μέτρα ώστε να καταστεί δυνατή, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, η δήμευση οργάνων και προϊόντων που προέρχονται από ποινικά αδικήματα που τιμωρούνται με στερητικής ελευθερίας ποινή διαρκείας άνω του έτους […]».

37.      Σε αντίθεση με το κριτήριο της οδηγίας 2014/42, που περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της, όπως εκτίθεται παραπάνω, η απόφαση-πλαίσιο 2005/212 δύναται να εφαρμοστεί σε αξιόποινες πράξεις λαθρεμπορίας που διαπράττονται στη Βουλγαρία, δεδομένου ότι ο ΝΚ επισύρει ποινή στερητική της ελευθερίας από τρία έως δέκα έτη.

38.      Εν κατακλείδι, φρονώ ότι εν προκειμένω πρέπει να ερμηνευθεί η απόφαση-πλαίσιο 2005/212, ώστε να αρθούν οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου (11). Ταυτόχρονα, η εφαρμογή της καθιστά δυνατή την αναγνώριση της ύπαρξης άμεσου συνδέσμου, «ορισμένου βαθμού, που να υπερβαίνει την εγγύτητα των σχετικών τομέων ή τις έμμεσες επιπτώσεις του ενός τομέα στον άλλο» (12), με κανόνα του παράγωγου δικαίου και, επομένως, καθιστά δυνατή την επίκληση του Χάρτη.

2.      Επί της ουσίας

39.      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι η εταιρία που ήταν ιδιοκτήτρια του οδικού ελκυστήρα (του φορτηγού) «ούτε γνώριζε ούτε όφειλε ή μπορούσε να γνωρίζει ότι ο υπάλληλός τ[ης] θα διέπραττε την αξιόποινη πράξη». Πρόκειται, λοιπόν, για έναν καλόπιστο τρίτον, ο οποίος στερείται περιουσιακού στοιχείου του χωρίς να έχει συμμετάσχει στη διάπραξη αξιόποινης πράξης. Μόνον ο άμεσος αυτουργός της αξιόποινης πράξης χρησιμοποίησε το εν λόγω μέσο μεταφοράς ως όργανο για τη διάπραξη της λαθρεμπορίας του νομισματικού θησαυρού.

40.      Προκειμένου να κριθεί αν ο ιδιοκτήτης που βρίσκεται σε αυτήν τη θέση μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη, θα πρέπει, καταρχάς, να εξεταστεί το περιεχόμενο της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/212.

41.      Το άρθρο 1, τέταρτη παύλα, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου ορίζει τη δήμευση ως «μια ποινή ή ένα μέτρο που διατάσσεται από δικαστήριο κατόπιν διαδικασίας σχετικής με ένα ή περισσότερα ποινικά αδικήματα και καταλήγει στην οριστική αποστέρηση του περιουσιακού στοιχείου».

42.      Η διάταξη αυτή δεν μνημονεύει την κυριότητα των δημευόμενων περιουσιακών στοιχείων. Δεν αποκλείει, καταρχήν, αυτά να ανήκουν σε τρίτον, πλην του δράστη ή άλλων εμπλεκόμενων στην αξιόποινη πράξη.

43.      Ορισμένα χωρία της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212 χρησιμεύουν για την αποσαφήνιση του υποκειμενικού πεδίου της δήμευσης:

‐      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, ορίζει ότι αποστερείται «ο δράστης [φορολογικών αδικημάτων] των προϊόντων του εγκλήματος».

‐      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, αναφέρεται στη «δήμευση […] περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί για αξιόποινη πράξη».

‐      Το ίδιο άρθρο 3, παράγραφος 3, προβλέπει τη δήμευση «των περιουσιακών στοιχείων που έχουν αποκτηθεί από τους στενότερους συγγενείς του ενδιαφερομένου και των περιουσιακών στοιχείων που έχουν μεταβιβασθεί σε νομικό πρόσωπο επί του οποίου ο ενδιαφερόμενος –ενεργώντας είτε μόνος είτε από κοινού με τους στενότερους συγγενείς του– έχει επιρροή ελέγχου».

‐      Τέλος, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 3, «θα πρέπει να γίνει βελτίωση και προσέγγιση, όπου απαιτείται, των εθνικών διατάξεων στον τομέα της κατάσχεσης και της δήμευσης των προϊόντων του εγκλήματος, λαμβανομένων υπόψη των δικαιωμάτων των καλή τη πίστει τρίτων μερών».

44.      Επομένως, η απόφαση-πλαίσιο 2005/212 παρέχει επαρκή βάση ώστε να υποστηριχθεί ότι η δήμευση πρέπει να περιορίζεται, καταρχήν, σε περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν στον δράστη της αξιόποινης πράξης, αλλά, ταυτόχρονα, δέχεται τη δυνατότητα επέκτασής της σε περιουσιακά στοιχεία τρίτων.

45.      Οι εν λόγω τρίτοι ενδέχεται να τελούν σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις. Θα ήταν αφελές να μη λάβουμε υπόψη ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι άμεσοι αυτουργοί (εμπλεκόμενοι, ύποπτοι ή κατηγορούμενοι) αξιόποινων πράξεων επιδιώκουν να εμπλέξουν έναν τρίτο, προκειμένου να αποφευχθεί, ακριβώς, η δήμευση των περιουσιακών τους στοιχείων (13).

46.      Ως εκ τούτου, είναι δυνατόν τρίτοι, ακόμη και αν δεν είναι οι άμεσοι αυτουργοί της αξιόποινης πράξης,

‐      να ενεπλάκησαν σε κάποιο βαθμό σε αυτήν ή στην προετοιμασία της, για παράδειγμα, ως ηθικοί αυτουργοί, συνεργοί ή ως πρόσωπα που φρόντισαν για τη συγκάλυψή της,

‐      να είχαν παράνομα στην κατοχή τους κάποια αντικείμενα, για παράδειγμα, απαγορευμένα όπλα, ναρκωτικά ή άλλα στοιχεία που προορίζονταν, ειδικά, για τη διάπραξη αξιόποινων πράξεων και χρησιμοποιήθηκαν επί τούτου,

‐      να απέκτησαν τα αντικείμενα τελώντας εν γνώσει της παράνομης προέλευσής τους, ακριβώς για να αποφύγουν τη δήμευσή τους.

47.      Σε αυτές τις περιπτώσεις (και ίσως σε κάποιες άλλες ανάλογες), τίποτα δεν θα εμπόδιζε τη δήμευση των κατασχεθέντων περιουσιακών στοιχείων, ακόμη και αν ανήκαν σε πρόσωπα άλλα, πλην του άμεσου αυτουργού της αξιόποινης πράξης.

48.      Η προσέγγιση αλλάζει όταν πρόκειται για καλόπιστους τρίτους, η περίπτωση των οποίων απαιτεί ειδική εξέταση.

1.      Δικαιώματα του καλόπιστου τρίτου έναντι της δήμευσης των περιουσιακών του στοιχείων

49.      Η προστασία (δικονομική και ουσιαστική) των δικαιωμάτων του καλόπιστου τρίτου ελήφθη υπόψη από τον νομοθέτη της Ένωσης, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 3 της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212 και όπως ρυθμίσθηκε στην οδηγία 2014/42.

50.      Η προστασία αυτή αφορά τόσο το (ουσιαστικό) δικαίωμα της ιδιοκτησίας, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, όσο και το (δικονομικό) δικαίωμα προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου για την υπεράσπισή του, σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη. Θα περιοριστώ στο πρώτο (14).

51.      Μολονότι δεν εφαρμόζονται στην υπό κρίση υπόθεση, οι διατάξεις της οδηγίας 2014/42 σχετικά με τους καλόπιστους τρίτους μπορούν να ληφθούν υπόψη κατά την ερμηνεία της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/212, καθότι αμφότερες θεμελιώνονται στα ίδια ερείσματα, όπως διαφαίνεται στην τελευταία.

52.      Στην αιτιολογική σκέψη 33 της οδηγίας 2014/42 αναγνωρίζεται ότι αυτή «επηρεάζει ουσιαστικά τα δικαιώματα προσώπων, όχι μόνο υπόπτων ή κατηγορουμένων, αλλά και τρίτων που δεν υπόκεινται σε δίωξη». Οι εν λόγω τρίτοι πρέπει να έχουν «δικαίωμα ακρόασης [όταν] ισχυρίζονται ότι είναι κύριοι του επίδικου περιουσιακού στοιχείου ή ότι έχουν άλλα περιουσιακά δικαιώματα (“εμπράγματα δικαιώματα”, “ius in rem”)».

53.      Σύμφωνα με την ανωτέρω αιτιολογική σκέψη, η οδηγία 2014/42 αφιερώνει μια διάταξη (το άρθρο 6) στη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων τρίτων, όπου:

–        Η παράγραφος 1 αναφέρεται σε περιουσιακά στοιχεία «η αξία των οποίων είναι ισοδύναμη με τα προϊόντα εγκλήματος, τα οποία μεταβιβάστηκαν, άμεσα ή έμμεσα, από ύποπτο ή κατηγορούμενο σε τρίτους ή τα οποία αποκτήθηκαν από τρίτους από ύποπτο ή κατηγορούμενο […]» (15).

–        Η παράγραφος 2 διασφαλίζει τα «δικαιώματα καλόπιστων τρίτων».

54.      Η ρύθμιση αυτή αντικαθιστά το άρθρο 3 της αποφάσεως‑πλαισίου 2005/212. Μολονότι το εν λόγω άρθρο δεν ισχύει πλέον, θα ήταν λάθος, κατά τη γνώμη μου, να συμπεράνουμε ότι η δυνατότητα δήμευσης περιουσιακών στοιχείων τρίτων στο πλαίσιο της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212 έχει εκλείψει.

55.      Αντιθέτως, εκτιμώ ότι η ρύθμιση της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων τρίτων στην οδηγία 2014/42, ακόμη και αν διαχωρίζεται τύποις από τη ρύθμιση της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212, μπορεί να συμβάλει στην κατανόηση του πεδίου εφαρμογής της τελευταίας (16).

56.      Κατά συνέπεια, είναι απολύτως δυνατόν το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212 να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επιτρέπει τη δήμευση περιουσιακών στοιχείων τρίτων, εκτός αν οι τελευταίοι είναι καλόπιστοι.

57.      Κατόπιν της ανωτέρω παραδοχής, τα χαρακτηριστικά του δικαιώματος ιδιοκτησίας που εγγυάται το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη καθορίσθηκαν στην απόφαση της 21ης Μαΐου 2019 (17), στην οποία το Δικαστήριο:

‐      Αναγνωρίζει ότι η προστασία που παρέχεται από αυτό το άρθρο δεν είναι απόλυτη και επιτρέπει στέρηση της ιδιοκτησίας μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Πρέπει, επί τούτου, να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (18).

‐      Αποφαίνεται ότι «από τον συνδυασμό του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη και του άρθρου του 52, παράγραφος 1, συνάγεται το συμπέρασμα, αφενός, ότι, όταν γίνεται επίκληση λόγου δημοσίας ωφελείας για να δικαιολογηθεί η στέρηση της ιδιοκτησίας, η αρχή της αναλογικότητας τηρείται λαμβανομένων υπόψη του λόγου αυτού και των σκοπών γενικού συμφέροντος που επιδιώκονται από αυτόν, όπως προβλέπει το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη».

‐      Υποστηρίζει ότι «η ερμηνεία αυτή συνεπάγεται ότι, ελλείψει ενός τέτοιου λόγου δημοσίας ωφελείας ικανού να δικαιολογήσει τη στέρηση της ιδιοκτησίας ή εάν διαπιστωθεί ότι ένας τέτοιος λόγος δημοσίας ωφελείας συντρέχει μεν πλην όμως δεν πληροί τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη, υπάρχει προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από την εν λόγω διάταξη» (19).

58.      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, αντιλαμβάνομαι ότι, κατά γενικό κανόνα, δεν χωρεί δήμευση περιουσιακών στοιχείων τα οποία, ενώ ανήκουν σε καλόπιστους τρίτους, έχουν χρησιμοποιηθεί ως όργανο αξιόποινης πράξης.

59.      Εξαίρεση από τον κανόνα αυτόν, ωστόσο, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί, για λόγους δημοσίας ωφέλειας, μέσω εθνικού κανόνα ο οποίος επιδιώκει νόμιμους σκοπούς γενικού συμφέροντος, είναι κατάλληλος για την επίτευξή τους και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξή του (20). Θα ήταν απαραίτητο, επιπλέον, η στέρηση ιδιοκτησίας να αποκαθίσταται με την καταβολή δίκαιης αποζημίωσης σε εύλογο χρονικό διάστημα (21).

60.      Θεωρώ προσήκουσα, σε κάθε περίπτωση, μια περαιτέρω σκέψη σχετικά με την έννοια της καλής πίστης σε αυτό το πλαίσιο. Αναγνωρίζω ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικά περιπτωσιολογικό πεδίο και ότι εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει αν υπήρχε ή όχι καλή πίστη (στην υπό κρίση υπόθεση το εθνικό δικαστήριο επιβεβαιώνει με έμφαση, όπως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι υπήρχε καλή πίστη) (22). Αυτό που θέλω να επισημάνω είναι ότι δεν αρκεί η μη ύπαρξη προθέσεως: η ενσυνείδητη αμέλεια μπορεί επίσης, υπό ορισμένες περιστάσεις, να αποκλείσει την καλή πίστη.

61.      Δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί καλόπιστη, για παράδειγμα, η συμπεριφορά τρίτου ο οποίος, ακόμη και αν δεν γνωρίζει αν το όχημα που παραχωρεί σε άλλον θα χρησιμοποιηθεί για τη διάπραξη συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης λαθρεμπορίας (ή διακίνησης ναρκωτικών), το παραχωρεί, αν και μπορεί να υποθέσει εύκολα ότι ο παραλαμβάνων το όχημα προβαίνει τακτικά στις εν λόγω δραστηριότητες.

2.      Στέρηση των μεταφορικών μέσων του καλόπιστου τρίτου στο εθνικό δίκαιο

62.      Η επέκταση της δήμευσης στα μεταφορικά μέσα (αυτοκίνητα, πλοία και αεροσκάφη) που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης ρυθμίζεται, καταρχήν, στη νομοθεσία κάθε κράτους (23). Από απόψεως της αποφάσεως-πλαισίου 2005/2012, ουδόλως αποκλείεται η συμπερίληψη των εν λόγω μεταφορικών μέσων στα όργανα που χρησιμοποιούνται για τη διάπραξη ή την απόπειρα της αξιόποινης πράξης.

63.      Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί δεδομένο ότι το άρθρο 242, παράγραφος 8, NK εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, οπότε ο οδικός ελκυστήρας του φορτηγού μπορεί να δημευθεί, υπέρ του Δημοσίου, μολονότι ανήκει σε καλόπιστο τρίτον.

64.      Το ίδιο δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) έκρινε, σε απόφαση του 2015 (24), ότι δήμευση που αποφασίστηκε στη Βουλγαρία βάσει αυτής της διάταξης συνιστούσε παράβαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με περιεχόμενο ανάλογο με εκείνο του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη (δικαίωμα ιδιοκτησίας).

65.      Η εισαγγελία του Plovdiv, η οποία επικαλείται στις παρατηρήσεις της την ίδια απόφαση, παραθέτει, προς στήριξη της θέσης της σχετικά με την εγκυρότητα της δήμευσης, έτερη μεταγενέστερη απόφαση του ΕΔΔΑ (25), η οποία αφορά δήμευση που πραγματοποιήθηκε στη Βουλγαρία βάσει του άρθρου 233, παράγραφος 6 (πρώην παράγραφος 3) του Zakon za mitnitsite (τελωνειακού νόμου) (26), του οποίου το γράμμα, όπως δηλώνει, είναι παρόμοιο, για τον τελωνειακό τομέα, με εκείνο του άρθρου 242, παράγραφος 8, NK (27).

66.      Στην πραγματικότητα, η λυσιτέλεια αμφότερων των αποφάσεων αυτών (σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη) για την απάντηση του Δικαστηρίου στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι περιορισμένη:

‐      Όσον αφορά την απόφαση Atanasov, το ΕΔΔΑ, αν και δεν απεφάνθη πράγματι ότι η εφαρμογή του άρθρου 233, παράγραφος 3, του τελωνειακού νόμου συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας, έκρινε δικαιολογημένη την εξέταση της προσβολής του δικαιώματος αυτού, δεδομένου ότι ο I. Atanasov είχε διαπράξει τελωνειακή παράβαση (28).

‐      Όσον αφορά την απόφαση Ünsped, τα πραγματικά γεγονότα της οποίας είναι παρόμοια με αυτά της υπό κρίση υπόθεσης (δήμευση φορτηγού με το οποίο μεταφέρονταν ναρκωτικά, βάσει του άρθρου 242, παράγραφος 8, NK, χωρίς ο ιδιοκτήτης του να συμμετέχει στη διάπραξη της αξιόποινης πράξης), το ΕΔΔΑ, αφού ανέλυσε τις γενικές αρχές σχετικά με την προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας, επικεντρώθηκε στις δικονομικές πτυχές (29).

67.      Σύμφωνα με την απόφαση Ünsped, οι εθνικές αρχές θα έπρεπε να είχαν εξετάσει στη συγκεκριμένη υπόθεση τον βαθμό υπαιτιότητας ή επιμέλειας του ιδιοκτήτη σε σχέση με το δημευθέν περιουσιακό στοιχείο ή, τουλάχιστον, τη σχέση μεταξύ της επιδειχθείσας συμπεριφοράς και της αξιόποινης πράξης (30). Παραλείποντας να το πράξουν και, κυρίως, μη παρέχοντας στον ιδιοκτήτη τη δυνατότητα να προσβάλει τη συνεπεία της ποινικής διαδικασίας δήμευση των περιουσιακών του στοιχείων, προσεβλήθη το δικαίωμα που προστατεύεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου (31).

68.      Δεδομένου ότι οι δικονομικές πτυχές της παρούσας παραπομπής εξετάζονται στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, η ανάλυση σε σχέση με το πρώτο ερώτημα πρέπει να επικεντρωθεί στο αν η δήμευση των μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για τη λαθρεμπορία έχει επαρκή και αναλογική δικαιολόγηση, όταν αυτά ανήκουν σε καλόπιστο τρίτο.

69.      Στη διάταξη περί παραπομπής δεν υπάρχουν αναφορές σε αυτήν την πιθανή δικαιολόγηση, η δε Βουλγαρική Κυβέρνηση δεν συμμετείχε στη σχετική διαδικασία ώστε να προβεί σε υπεράσπισή της. Οι Βούλγαροι εισαγγελείς που υπέβαλαν παρατηρήσεις στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, ωστόσο, κάνουν σχετική μνεία. Επικαλέστηκαν, επίσης, άλλα επιχειρήματα προς θεμελίωση της θέσης που υποστήριξαν στην ποινική διαδικασία ενώπιον των δικαστικών οργάνων στον πρώτο βαθμό και κατ’ έφεση.

70.      Με βάση αυτά τα επιχειρήματα (που εξετέθησαν, ιδίως, από την εισαγγελία του Plovdiv), θεωρώ απορριπτέο, εκ πρώτης όψεως, εκείνο περί της εγκυρότητας της δήμευσης επειδή το άρθρο 242, παράγραφος 8, ΝΚ είναι ένας κανόνας αρκούντως προσβάσιμος, ακριβής και προβλέψιμος και επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος. Αυτό περί του οποίου αμφιβάλλει το αιτούν δικαστήριο είναι, ακριβώς, η συμβατότητα της εν λόγω νομικής διάταξης, όπως αυτό την ερμηνεύει, με το δίκαιο της Ένωσης.

71.      Δεν μπορεί εξάλλου να υποστηριχθεί παραδεκτά, προς υπεράσπιση του εφαρμοστέου κανόνα, ότι αυτός συνάδει προς τις διεθνείς δεσμεύσεις της Βουλγαρίας και ότι η δήμευση είναι μια μορφή απόκτησης (και αντιστοίχως απώλειας) ιδιοκτησίας ex lege, μη εμπίπτουσα στην αρμοδιότητα της Ένωσης.

72.      Από αυτήν την άποψη, θα περιοριστώ στο να υπενθυμίσω ότι η απόφαση-πλαίσιο 2005/212 έχει εκδοθεί εντός της αρμοδιότητας της Ένωσης και ότι ο σεβασμός του δικαιώματος ιδιοκτησίας κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 του Χάρτη, το οποίο εφαρμόζεται στα κράτη με τους όρους που ήδη εξετέθησαν. Οι μνημονευόμενες διεθνείς δεσμεύσεις δεν επιβάλλουν τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων καλόπιστων τρίτων.

73.      Όσον αφορά τον ισχυρισμό ότι ο βουλγαρικός νόμος περί ενοχών και συμβάσεων επιτρέπει στην ιδιοκτήτρια του οχήματος εταιρία να στραφεί κατά του οδηγού για τις ζημίες που προκλήθηκαν από τη δήμευση (επομένως η εταιρία δεν θα έχει πράγματι στερηθεί τα δικαιώματά της, καθόσον μπορεί να ασκήσει αγωγή κατά του καταδικασθέντος ζητώντας αντίστοιχη αποζημίωση), αρκεί η παραπομπή στα όσα έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών) σε σχέση με παρόμοια επιχειρηματολογία (32).

74.      Επιστρέφοντας, λοιπόν, στη δικαιολόγηση του μέτρου, η δήμευση τείνει, από τη φύση της, να ματαιώσει το περιουσιακό κίνητρο του δράστη, στερώντας τον από όλα τα περιουσιακά στοιχεία, τα όργανα και τα προϊόντα της αξιόποινης πράξης. Τέτοια δικαιολόγηση, η οποία συνδέεται με την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, δεν συντρέχει, καταρχήν, αν τα δημευθέντα ανήκουν σε καλόπιστους τρίτους.

75.      Σύμφωνα με την εισαγγελία του Haskovo, η άρση της νομικής αυτής συνέπειας θα υποκινούσε το οργανωμένο έγκλημα να χρησιμοποιεί αλλότρια μεταφορικά μέσα μεταφοράς για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης του λαθρεμπορίου. Η απάντηση σε αυτή την (εύλογη) ανησυχία πρέπει να αναζητηθεί διά της διερεύνησης των δεσμών μεταξύ των ιδιοκτητών των εν λόγω μεταφορικών μέσων και των δραστών της αξιόποινης πράξης, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των κριτηρίων για την εκτίμηση της καλής πίστης των εν λόγω ιδιοκτητών (33).

76.      Εάν η εθνική νομοθεσία επέλεγε να επιβάλει κατά τρόπο απόλυτο τη δήμευση των μεταφορικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν, οσάκις οι ιδιοκτήτες τους ενήργησαν πραγματικά με καλή πίστη (ή ακόμη στερήθηκαν οι ίδιοι το όχημά τους: όπως στην περίπτωση προσώπου του οποίου το αυτοκίνητο εκλάπη προκειμένου να χρησιμοποιηθεί εν συνεχεία για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας), θα κατέφευγε σε ένα ακατάλληλο νομικό μέσο για την κατάσχεση των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

77.      Η μετατροπή της δήμευσης σε αναγκαστική στέρηση της ιδιοκτησίας, υπό αυτές τις συνθήκες, προϋποθέτει επαρκή αιτία που να τη δικαιολογεί και, τελικά, την ενεργοποίηση της εγγύησης αποζημίωσης του άρθρου 17, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη.

V.      Πρόταση

78.      Λαμβάνοντας υπόψη τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα του Apelativen sad – Plovdiv (εφετείου του Plovdiv, Βουλγαρία) ως εξής:

«Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2005/212/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τη δήμευση προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος, σε συνδυασμό με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διάταξη η οποία επιτρέπει τη δήμευση, υπέρ του Δημοσίου, μεταφορικού μέσου χρησιμοποιηθέντος για τη διάπραξη διακεκριμένης περίπτωσης λαθρεμπορίας, όταν το εν λόγω μεταφορικό μέσο ανήκει σε καλόπιστο τρίτον, ο οποίος ούτε γνώριζε ούτε όφειλε ή μπορούσε να γνωρίζει ότι θα χρησιμοποιούνταν για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης».


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 24ης Φεβρουαρίου 2005, για τη δήμευση προϊόντων, οργάνων και περιουσιακών στοιχείων του εγκλήματος (ΕΕ 2005, L 68, σ. 49).


3      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Απριλίου 2014, σχετικά με τη δέσμευση και τη δήμευση οργάνων και προϊόντων εγκλήματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2014, L 127, σ. 39).


4      Ποινικός κώδικας (στο εξής: NK).


5      Στις παρατηρήσεις της η εισαγγελία του Plovdiv κάνει λόγο για «χάλκινα νομίσματα από την αρχαία πόλη της Αμισού, που χρονολογούνται τον 2ο και τον 1ο αιώνα π.Χ.». Σύμφωνα με τη διάταξη περί παραπομπής, η έκθεση αρχαιολογικής-νομισματικής αξιολόγησης επιβεβαίωσε ότι τα νομίσματα ήταν αυθεντικά και αποτελούσαν αρχαιολογικά αντικείμενα. Επρόκειτο, προσθέτει η έκθεση, για εύρημα εξαιρετικής ιστορικής σημασίας.


6      Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 2008, για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος (ΕΕ 2008, L 300, σ. 42).


7      «Στο πλαίσιο της κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ εθνικών δικαστηρίων και Δικαστηρίου, στο δεύτερο απόκειται να δώσει στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελή απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Κατά συνέπεια, μολονότι τυπικά το αιτούν δικαστήριο οριοθέτησε το ερώτημά του στο ζήτημα της ερμηνείας ορισμένης διατάξεως του δικαίου της Ένωσης, τούτο δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα στοιχεία περί ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμα για την εκδίκαση της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως αν το αιτούν δικαστήριο τα μνημονεύει ρητώς στα ερωτήματά του ή όχι. Απόκειται συναφώς στο Δικαστήριο να προσδιορίσει, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που του παρέσχε το εθνικό δικαστήριο, ιδίως δε το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, τα στοιχεία του δικαίου αυτού που χρήζουν ερμηνείας λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς.» Απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2019, VIPA (C-222/18, EU:C:2019:751, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


8      Απόφαση της 19ης Μαρτίου 2020, Agro In 2001 (C-234/18, EU:C:2020:221, σκέψεις 46 και 50).


9      Όπ.π., σκέψη 47: «οι πράξεις […], όπως περιγράφονται στην απόφαση περί παραπομπής, δεν συνιστούν αδίκημα καλυπτόμενο από τις νομικές πράξεις που απαριθμούνται εξαντλητικώς στο άρθρο 3 της οδηγίας 2014/42, οπότε το αντικείμενο της εθνικής διαδικασίας […] δεν εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας».


10      Όπ.π., σκέψη 48.


11      Το Δικαστήριο έθεσε ερώτηση στους διαδίκους και στα κράτη που παρεμβαίνουν στην προδικαστική υπόθεση, προκειμένου να τοποθετηθούν επί του σημείου αυτού.


12      Απόφαση της 6ης Μαρτίου 2014, Siragusa (C-206/13, EU:C:2014:126, σκέψη 24).


13      Βλ. αιτιολογική σκέψη 24 της οδηγίας 2014/42.


14      Βλ. σημείο 3 των παρουσών προτάσεων.


15      «[…] τουλάχιστον όταν οι εν λόγω τρίτοι γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι ο σκοπός της μεταβίβασης ή της απόκτησης ήταν να αποφευχθεί η δήμευση βάσει συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων.» Απαιτείται τριπλή εξέταση: i) στο πρόσωπο του υπόπτου ή του κατηγορούμενου πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις για να διαταχθεί η δήμευση, ii) ο ύποπτος ή ο κατηγορούμενος πρέπει να έχει μεταβιβάσει τα περιουσιακά στοιχεία σε τρίτους, και iii) ο τρίτος γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι σκοπός της μεταβίβασης ήταν να αποφευχθεί η δήμευση [Nitu, D., «Extended and third party confiscation in the European Union», σε Rossi, F. (επιμ.), Improving confiscation procedures in the European Union, Jovene Editore, Νάπολη, 2019, σ. 78].


16      Η αιτιολογική σκέψη 25 της οδηγίας 2014/42 αναφέρει ότι «τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ορίσουν τη δήμευση εις χείρας τρίτου ως επικουρική ή εναλλακτική στην άμεση δήμευση, όπως κρίνεται σκόπιμο σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο».


17      Απόφαση της 21ης Μαΐου 2019, Επιτροπή κατά Ουγγαρίας (Δικαιώματα επικαρπίας επί γεωργικών γαιών) (C-235/17, EU:C:2019:432).


18      Όπ.π., σκέψεις 87 και 88.


19      Όπ.π., σκέψη 89.


20      Όπ.π., σκέψη 94: «οι δικαιολογητικοί λόγοι που μπορούν να προβληθούν από το κράτος μέλος πρέπει να συνοδεύονται από κατάλληλες αποδείξεις ή από ανάλυση της καταλληλότητας και της αναλογικότητας του περιοριστικού μέτρου που λαμβάνεται από το κράτος μέλος αυτό, καθώς και από συγκεκριμένα στοιχεία που να μπορούν να στηρίξουν την επιχειρηματολογία του».


21      Όπ.π., σκέψη 126: «[…] εθνική νομοθεσία που έχει ως συνέπεια τη στέρηση της ιδιοκτησίας πρέπει να προβλέπει, κατά τρόπο σαφή και ακριβή, ότι η στέρηση αυτή θεμελιώνει δικαίωμα αποζημιώσεως καθώς και τις σχετικές προϋποθέσεις της».


22      Σημεία 1 και 39 των παρουσών προτάσεων.


23      Σε ορισμένες χώρες η δήμευση επιβάλλεται μόνον όταν το όχημα χρησιμοποιείται ως όργανο για τη διάπραξη αξιόποινης πράξης η οποία απαιτεί αφ’ εαυτής τη μεταφορά ορισμένων πραγμάτων (για παράδειγμα, ναρκωτικών που βρίσκονται κρυμμένα στο εσωτερικό του), οπότε το εν λόγω όχημα αντιπροσωπεύει έναν βασικό παράγοντα στην εγκληματική δυναμική.


24      Απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2015, Ünsped Paket Servisi San. VE TİC. A.Ş. κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2015:1013JUD000350308, στο εξής: απόφαση Ünsped).


25      Τα πραγματικά περιστατικά συνίσταντο στην εισαγωγή οχήματος χωρίς συμμόρφωση με τους τελωνειακούς κανονισμούς, γεγονός που δικαιολόγησε τη δήμευση, καθώς θεωρήθηκε αντικείμενο λαθρεμπορίας.


26      Τελωνειακός νόμος, DV αριθ. 15, της 6ης Φεβρουαρίου 1998. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, «τα εμπορεύματα που αποτελούν αντικείμενο λαθρεμπορίας δημεύονται ανεξαρτήτως κυριότητας. Εάν δεν βρεθούν ή έχουν κλαπεί, αποδίδεται η αξία που αντιστοιχεί στην τελωνειακή τους αξία ή στην αξία εξαγωγής τους.»


27      Απόφαση της 7ης Δεκεμβρίου 2017, Atanasov κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2017:1207JUD000604608, στο εξής: απόφαση Atanasov).


28      Όπ.π., σκέψεις 38 έως 49. Διευκρίνισε ότι, σε εκείνη την περίπτωση, οι τελωνειακές αρχές της Βουλγαρίας είχαν λόγους να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων απέφυγε τον τελωνειακό έλεγχο του οχήματος, το εισήγαγε παράνομα στην επικράτεια της Βουλγαρίας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να τους προσαφθεί η κατάταξή του ως αντικειμένου λαθρεμπορίας. Αξιολόγησε, επίσης, την επαγγελματική ιδιότητα του προσφεύγοντος, προκειμένου να επιβεβαιώσει ότι όφειλε να γνωρίζει τις διοικητικές διαδικασίες και τις συνέπειες της μη συμμόρφωσής του.


29      Το ΕΔΔΑ αναζητεί δίκαιη εξισορρόπηση μεταξύ παρεμβάσεων και επίτευξης του επιδιωκόμενου στόχου και, παρά την παραδοχή ότι ο τελευταίος ήταν θεμιτός, έκρινε ότι δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας, επειδή η βουλγαρική νομοθεσία δεν παρείχε στον ιδιοκτήτη τη δυνατότητα να προσβάλει αποτελεσματικά τη δήμευση του περιουσιακού του στοιχείου.


30      Απόφαση Ünsped, σκέψη 45: «Nor did [the national courts] examine the conduct of the confiscated lorry’s owner or the relationship between the conduct of the latter and the offence. There is no evidence before this Court suggesting that the owner could or should have known of an offence being committed and the owner was clearly not given an opportunity to put its case».


31      Όπ.π., σκέψη 38: αν και το άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου δεν περιέχει δικονομική απαίτηση, έχει αναγνωρισθεί νομολογιακά η ανάγκη τα πρόσωπα, τα οποία πλήττονται από μέτρα που επηρεάζουν την περιουσία τους, να έχουν την εύλογη δυνατότητα να υπερασπιστούν τη νομική τους θέση ενώπιον των αρμόδιων αρχών.


32      Απόφαση της 21ης Μαΐου 2019 (C-235/17, EU:C:2019:432, σκέψεις 127 και 128). «Η δυνατότητα επικλήσεως των γενικών κανόνων του αστικού δικαίου […] δεν πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπό το πρίσμα της διατάξεως αυτής, είναι νομικά εφικτό για κράτος μέλος να επιρρίψει σε ιδιώτες την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεως για τις στερήσεις ιδιοκτησιών για τις οποίες το ίδιο ευθύνεται, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η παραπομπή […] θα μετέθετε εν προκειμένω στους επικαρπωτές […] το βάρος της διεκδικήσεως, υπό την επιφύλαξη δαπανηρών και χρονοβόρων διαδικασιών, ενδεχόμενων αποζημιώσεων […]. Οι εν λόγω κανόνες δεν παρέχουν τη δυνατότητα να κριθεί κατά τρόπο ευχερή και αρκούντως ακριβή ή προβλέψιμο αν πράγματι θα καταβληθούν αποζημιώσεις κατά το πέρας των διαδικασιών αυτών ούτε, ενδεχομένως, να εξακριβωθεί ποια θα είναι η φύση και η έκταση των αποζημιώσεων αυτών.»


33      Αυτό θα μπορούσε να συμβεί, για παράδειγμα, σε περίπτωση μεταφορικών μέσων των οποίων τα χαρακτηριστικά τα καθιστούν ιδιαίτερα κατάλληλα για τη διάπραξη της αξιόποινης πράξης της λαθρεμπορίας, όπως πλοία με τεχνικά χαρακτηριστικά που τους επιτρέπουν να αποφεύγουν τον θαλάσσιο τελωνειακό έλεγχο. Τίποτα δεν θα εμπόδιζε την καθιέρωση, για αυτές τις περιπτώσεις, του τεκμηρίου (iuris tantum) ότι όποιος παραχωρεί το πλοίο σε τρίτον δεν ενεργεί με καλή πίστη, πράγμα που θα συνεπαγόταν αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.