Language of document : ECLI:EU:T:2014:159

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 27ης Μαρτίου 2014 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία ανακοπής — Αίτηση καταχωρίσεως εικονιστικού κοινοτικού σήματος EQUITER — Προγενέστερο λεκτικό κοινοτικό σήμα EQUINET — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Ουσιαστική χρήση του προγενεστέρου σήματος — Άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑47/12,

Intesa Sanpaolo SpA, με έδρα το Τορίνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Pozzi, G. Ghisletti και F. Braga, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον P. Bullock,

καθού,

έτερος διάδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ:

equinet Bank AG, με έδρα τη Φρανκφούρτη επί του Μάιν (Γερμανία),

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 6ης Οκτωβρίου 2011 (υπόθεση R 2101/2010‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ των equinet Bank AG και Intesa Sanpaolo SpA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους Σ. Παπασάββα, πρόεδρο, N. J. Forwood (εισηγητή) και E. Bieliūnas, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Ιανουαρίου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2012,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα απαντήσεως που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Αυγούστου 2012,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 20ής Νοεμβρίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 28 Φεβρουαρίου 2008 η προσφεύγουσα, Intesa Sanpaolo SpA, υπέβαλε ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (EE L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [αντικαταστάθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ. 1)].

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το εξής εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τις οποίες ζητήθηκε η καταχώριση υπάγονται στις κλάσεις 9, 16, 35, 36, 38, 41 και 42 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, σχετικά με κάθε μία από τις κλάσεις, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 9: «Συσκευές και όργανα επιστημονικά, ναυτικά, τοπογραφικά, φωτογραφικά, κινηματογραφικά, οπτικά, στάθμισης, μέτρησης, σήμανσης, ελέγχου (επιθεώρησης), βοήθειας και διδασκαλίας· συσκευές και όργανα για τη μεταφορά, διανομή, μετατροπή, συσσώρευση, ρύθμιση ή έλεγχο του ηλεκτρικού ρεύματος· συσκευές για την εγγραφή, τη μετάδοση, την αναπαραγωγή ήχου και εικόνας· μέσα αποθήκευσης μαγνητικών δεδομένων, δίσκοι εγγραφών· αυτόματοι πωλητές και μηχανισμοί τιθέμενοι σε κίνηση με την εισαγωγή νομίσματος ή κέρματος· ταμειακές μηχανές, αριθμομηχανές (υπολογιστικές μηχανές), εξοπλισμός για την επεξεργασία δεδομένων και ηλεκτρονικοί υπολογιστές· συσκευές πυρόσβεσης»·

–        κλάση 16: «Χαρτί, χαρτόνι και είδη απ’ αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· έντυπη ύλη· υλικό βιβλιοδεσίας· φωτογραφίες· χαρτικά είδη· κόλλες για χαρτικά ή οικιακές χρήσεις· υλικά για καλλιτέχνες· χρωστήρες (πινέλα)· γραφομηχανές και είδη γραφείου (εκτός των επίπλων)· παιδαγωγικό ή εκπαιδευτικό υλικό (εκτός συσκευών)· πλαστικά υλικά συσκευασίας (μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις)· τυπογραφικά στοιχεία· στερεότυπα (κλισέ)»·

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· διοίκηση παραγωγής και επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου»·

–        κλάση 36: «Ασφάλειες· χρηματο-οικονομικές υποθέσεις· νομισματικές υποθέσεις· κτηματομεσιτικές υποθέσεις»·

–        κλάση 38: «Τηλεπικοινωνίες»·

–        κλάση 41: «Εκπαίδευση· επιμόρφωση (επαγγελματική κατάρτιση)· ψυχαγωγία· αθλητικές και πολιτιστικές δραστηριότητες»·

–        κλάση 42: «Επιστημονικές και τεχνολογικές υπηρεσίες και έρευνα και σχεδιασμός που σχετίζεται με αυτές· υπηρεσίες βιομηχανικής ανάλυσης και έρευνας· σχεδιασμός και ανάπτυξη υλισμικού και λογισμικού ηλεκτρονικών υπολογιστών».

4        Η αίτηση του κοινοτικού σήματος δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων υπ’ αριθ. 30/2008, της 28ης Ιουλίου 2008.

5        Στις 27 Οκτωβρίου 2008, η equinet Bank AG άσκησε ανακοπή, βάσει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρου 41 του κανονισμού 207/2009), κατά της καταχωρίσεως του σήματος που είχε ζητηθεί για τα προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 3 ανωτέρω.

6        Η ανακοπή στηριζόταν στο προγενέστερο κοινοτικό λεκτικό σήμα EQUINET, το οποίο κατατέθηκε στις 10 Απριλίου 2000 και καταχωρίστηκε στις 19 Μαρτίου 2003 για προϊόντα και υπηρεσίες που εμπίπτουν στις κλάσεις 35, 36 και 38 και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 35: «Διαφήμιση· υπηρεσίες διεύθυνσης επιχειρήσεων· διαχείριση επιχειρήσεων· εργασίες γραφείου· διοργάνωση εμπορικών εκθέσεων και εκθέσεων για οικονομικούς σκοπούς, συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου· κατάρτιση στατιστικών εκθέσεων· τήρηση βιβλίων· υπηρεσίες δημοπρασιών· επιχειρηματικές έρευνες· εμπορία (μάρκετινγκ)· έρευνα αγοράς και ανάλυση αγοράς· διακόσμηση προθηκών καταστημάτων· παροχή επιχειρηματικών ή οργανωτικών συμβουλών· σύμβουλοι επιχειρήσεων και υπηρεσίες συμβουλών· παροχή συμβουλών σε θέματα προσωπικού· μίσθωση μηχανών και εξοπλισμού γραφείου· μεσολάβηση και σύναψη εμπορικών συναλλαγών για τρίτους· διαμεσολάβηση σε συμφωνίες για την απόκτηση και πώληση αγαθών· διανομή ειδών για διαφημιστικούς σκοπούς· αναπαραγωγή εγγράφων· διαφήμιση· διαφήμιση ή ραδιοφωνική και τηλεοπτική διαφήμιση· κινηματογραφική διαφήμιση· εκτός από υπηρεσίες που σχετίζονται με διάθεση συνδέσεων με το Διαδίκτυο»·

–        κλάση 36: «Ασφάλειες και χρηματο-οικονομικές υποθέσεις· χρηματοδότηση πωλήσεων και εξασφάλιση έναντι των πιστωτικών κινδύνων (ανάληψη απαιτήσεων τρίτων-Factoring), έκδοση πιστωτικών καρτών, δανεισμός με εγγύηση για καταναλωτικά αγαθά, είσπραξη απαιτήσεων, χρηματοπιστωτικές υποθέσεις ή έκδοση ταξιδιωτικών επιταγών, μεσιτεία χρεογράφων, υποθέσεις συναλλάγματος, επενδυτικές υποθέσεις, παροχή συμβουλών σε θέματα πιστώσεων, μεσιτεία πιστώσεων, έρευνες σχετικά με νομισματικές υποθέσεις, φύλαξη αντικειμένων αξίας σε χρηματοκιβώτια, διαχείριση οικοπέδων και οικιών, μεσιτεία σχετικά με ακίνητα και υποθήκες, χρηματοδοτική μίσθωση, εκτίμηση ακινήτων, πρακτόρευση ασφαλειών, διαχείριση περιουσιακών στοιχείων, ασφάλειες, εκμίσθωση κατοικιών»·

–        κλάση 38: «Ειδήσεις και τηλεπικοινωνίες· εκπομπή ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών προγραμμάτων, υπηρεσία τηλετύπου, υπηρεσία τηλεφωνίας (λειτουργία τηλεφωνικού δικτύου), υπηρεσία ραδιοεπικοινωνίας (μεταβίβαση μηνυμάτων), συλλογή και διάθεση μηνυμάτων, μετάδοση ήχου και εικόνας μέσω δορυφόρων, εκμίσθωση διαποδιαμορφωτών (μόντεμ), τηλεφώνων και άλλων τηλεπικοινωνιακών συσκευών».

7        Προς στήριξη της ανακοπής προβλήθηκαν οι λόγοι που διαλαμβάνονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009].

8        Η ανακοπή στηριζόταν σε όλες τις υπηρεσίες που κάλυπτε το προγενέστερο σήμα και στρεφόταν κατά ορισμένων από τα επίμαχα προϊόντα και υπηρεσίες, ήτοι αυτών που περιλαμβάνονται στις κλάσεις 9, 35, 36 και 38. Με έγγραφο της 11ης Μαΐου 2009, η προσφεύγουσα ζήτησε να αποδείξει η ανακόπτουσα την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος που προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής, σύμφωνα με το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009.

9        Στις 10 Σεπτεμβρίου 2010, το τμήμα ανακοπών απέρριψε την ανακοπή, με το σκεπτικό ότι, μολονότι τα προσκομισθέντα από την ανακόπτουσα αποδεικτικά στοιχεία πληρούσαν τις προϋποθέσεις σχετικά με τον τόπο, τη χρονική περίοδο και την έκταση της χρήσεως του προγενεστέρου σήματος, δεν πληρούσαν την απαίτηση σχετικά με τη φύση της χρήσεως του εν λόγω σήματος.

10      Στις 26 Οκτωβρίου 2010, η ανακόπτουσα άσκησε ενώπιον του ΓΕΕΑ προσφυγή, βάσει των άρθρων 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

11      Με απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2011 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ δέχθηκε την προσφυγή, ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών και ανέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του τμήματος ανακοπών.

12      Κατ’ ουσίαν, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ανακόπτουσα προσκόμισε υποβληθέντες σε οικονομικό έλεγχο λογαριασμούς για τα έτη 2005 και 2007, από τους οποίους προέκυπτε ότι ο όμιλος equinet, αποτελούμενος από την equinet Bank AG ως μητρική εταιρία και ορισμένες εγκατεστημένες στην Ευρωπαϊκή Ένωση θυγατρικές εταιρίες, των οποίων η επωνυμία περιελάμβανε τον όρο «equinet», απέφερε σημαντικά έσοδα στον τομέα των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Εξάλλου, οι εν λόγω λογαριασμοί επιρρωννύονται από πολυάριθμα σχετικά τιμολόγια προς πελάτες του ιδίου ομίλου. Το τμήμα προσφυγών παρατήρησε επίσης ότι το προγενέστερο σήμα είχε χρησιμοποιηθεί υπό μορφή μη αλλοιώνουσα τον διακριτικό του χαρακτήρα. Περαιτέρω, η ανακόπτουσα απέδειξε τη χρήση του προγενέστερου σήματος ως στοιχείου των επωνυμιών των εταιριών του ομίλου equinet, κατά τρόπο συσχετίζοντα τις εν λόγω επωνυμίες και τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτό, τα αποσπάσματα των σελίδων του ιστότοπου της ανακόπτουσας καθώς και οι ανασκοπήσεις Τύπου που προσκομίσθηκαν αποδεικνύουν τη χρήση του προγενέστερου σήματος για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες. Επομένως, η ανακόπτουσα απέδειξε την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες εκτιμήσεως και έρευνας, τις υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων και τις υπηρεσίες παροχών επιχειρηματικών συμβουλών.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

15      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 42, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009, σε συνδυασμό με το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του ίδιου κανονισμού.

16      Κατά την προσφεύγουσα, η εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ενέχει πλάνη ως προς τον τόπο, τη διάρκεια, τη σημασία και τη φύση της χρήσεως του προγενέστερου σήματος, τη σχέση μεταξύ της χρήσεως του σήματος αυτού και των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε και, τέλος, τη σχέση μεταξύ του προγενέστερου σήματος, όπως αυτό καταχωρίστηκε, και του χρησιμοποιούμενου σήματος.

17      Συναφώς, υπενθυμίζεται εκ προοιμίου ότι, κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, «[μ]ετά από αίτηση του καταθέτη, ο ανακόπτων δικαιούχος προγενέστερου κοινοτικού σήματος οφείλει να αποδείξει ότι, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγήθηκαν της δημοσίευσης της αίτησης κοινοτικού σήματος, είχε γίνει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου κοινοτικού σήματος στην Κοινότητα για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή του ή ότι υπάρχει εύλογη αιτία για τη μη χρήση, εφόσον, κατά την ημερομηνία αυτή, το προγενέστερο σήμα ήταν από πενταετίας τουλάχιστον καταχωρισμένο. Αν δεν αποδειχθούν τα ανωτέρω, η ανακοπή απορρίπτεται. Αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών».

18      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η απόδειξη την οποία πρέπει να προσκομίζει ο ανακόπτων όταν ο αιτών την καταχώριση κοινοτικού σήματος ασκεί σχετική προσφυγή αφορά τη χρήση του προγενέστερου σήματος για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή.

19      Συγκεκριμένα, αφενός, η ουσιαστική χρήση του προγενεστέρου σήματος συνιστά ζήτημα το οποίο, εφόσον τεθεί από τον αιτούντα την καταχώριση του σήματος, πρέπει να κριθεί προτού εκδοθεί απόφαση επί της ανακοπής αυτής καθαυτήν [απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2007, T‑364/05, Saint-Gobain Pam κατά ΓΕΕΑ – Propamsa (PAM PLUVIAL), Συλλογή 2007, σ. II‑757, σκέψη 37].

20      Αφετέρου, η διαδικασία ανακοπής βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009 έχει ως αντικείμενο να παρέχει στο ΓΕΕΑ τη δυνατότητα να εκτιμά την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, η οποία, σε περίπτωση ομοιότητας των συγκρουόμενων σημάτων, συνεπάγεται την εξέταση της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων και υπηρεσιών που προσδιορίζονται από τα σήματα αυτά. Στο πλαίσιο αυτό, αν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξετάσεως της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών, κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 207/2009. Στο ίδιο αυτό πλαίσιο, πρέπει επίσης το τμήμα προσφυγών να εκτιμήσει, σε περίπτωση κατά την οποία η απόδειξη της χρήσεως παρασχεθεί μόνο για μέρος των προϊόντων ή υπηρεσιών που εμπίπτουν σε κατηγορία για την οποία καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα και επί της οποίας στηρίζεται η ανακοπή, αν η κατηγορία αυτή περιλαμβάνει αυτοτελείς υποκατηγορίες στις οποίες εμπίπτουν τα προϊόντα και υπηρεσίες για τα οποία αποδεικνύεται η χρήση, οπότε θεωρείται ότι η εν λόγω απόδειξη παρασχέθηκε αποκλειστικώς για την υποκατηγορία αυτή προϊόντων ή υπηρεσιών, ή, αντιθέτως, αν οι υποκατηγορίες αυτές δεν μπορούν να γίνουν δεκτές [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 17ης Οκτωβρίου 2006, T‑483/04, Armour Pharmaceutical κατά ΓΕΕΑ — Teva Pharmaceutical Industries (GALZIN), Συλλογή 2006, σ. II‑4109, σκέψεις 26 και 27].

21      Κατά συνέπεια, η αποστολή που συνίσταται στην εκτίμηση του αν το σήμα το οποίο προβάλλεται προς στήριξη ανακοπής αποτέλεσε το αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 περιέχει δύο αρρήκτως συνδεόμενα μεταξύ τους μέρη. Το πρώτο άπτεται της αποδείξεως του κατά πόσον το σήμα αυτό αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως στην Ένωση, ακόμα και υπό διαφορετική μορφή, η οποία πάντως δεν αλλοιώνει τον διακριτικό χαρακτήρα που έχει το εν λόγω σήμα με την καταχωρισθείσα μορφή. Το δεύτερο άπτεται της αποδείξεως των προϊόντων ή των υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή, τα οποία αφορά η αποδεδειγμένη ουσιαστική χρήση.

22      Εν προκειμένω, μολονότι η προσφεύγουσα αναφέρει, στα σημεία 14 και 17 του δικογράφου της προσφυγής, ότι η ουσιαστική χρήση, κατά την έννοια του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, έπρεπε να αποδειχθεί όσον αφορά τις υπηρεσίες για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, δεν προέβαλε τυπικώς λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από έλλειψη αιτιολογήσεως. Πάντως, η ελλιπής ή ανεπαρκής αιτιολογία αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, και συνιστά λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο ο κοινοτικός δικαστής μπορεί και μάλιστα πρέπει να λαμβάνει υπόψη αυτεπαγγέλτως (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2009, C‑89/08 P, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑11245, σκέψη 34).

23      Μετά την ακρόαση των διαδίκων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επί του επαρκούς χαρακτήρα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την αντιστοιχία μεταξύ, αφενός, των υπηρεσιών για τις οποίες το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι είχε αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος και, αφετέρου, αυτών για τις οποίες καταχωρίστηκε το εν λόγω σήμα και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή, ο λόγος αυτός πρέπει να εξεταστεί αυτεπαγγέλτως. Συγκεκριμένα, αν η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιλαμβάνει την αιτιολογία σχετικά με τις δύο αυτές πτυχές της αποστολής του τμήματος προσφυγών, όπως αυτή εκτέθηκε στη σκέψη 21 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο θα βρεθεί σε αδυναμία να ελέγξει τη νομιμότητα της κρίσεως του τμήματος προσφυγών περί της ουσιαστικής χρήσεως του προγενέστερου σήματος που προβάλλεται προς στήριξη της ανακοπής.

24      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως, κατά το άρθρο 75, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 207/2009, έχει το ίδιο περιεχόμενο με την προβλεπόμενη στο άρθρο 269 ΣΛΕΕ υποχρέωση αιτιολογήσεως και σκοπός της είναι να παρέχει, αφενός, στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου για να υπερασπίζονται τα δικαιώματά τους και, αφετέρου, στον δικαστή της Ένωσης να ασκεί τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως. Το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα [βλ., συναφώς, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Απριλίου 2011, T‑262/09, Safariland κατά ΓΕΕΑ — DEF-TEC Defense Technology (FIRST DEFENSE AEROSOL PEPPER PROJECTOR), Συλλογή 2009, σ. II‑1629, σκέψεις 90 και 91].

25      Συναφώς, σύμφωνα με το σημείο 19 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ανακόπτουσα προέβαλε, ενώπιον του τμήματος προσφυγών, την ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες εκτιμήσεως και έρευνας, τις υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων και τις υπηρεσίες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών.

26      Αφού ολοκλήρωσε τη συλλογιστική του σχετικά με τις αποδείξεις που είχαν προσκομιστεί προς στήριξη της ουσιαστικής χρήσεως, το τμήμα προσφυγών έκρινε, στο σημείο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η χρήση αυτή «δεν αποδείχθηκε πάντως για όλα τα οικεία προϊόντα και υπηρεσίες, αλλά αποκλειστικά για τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες εκτιμήσεως και έρευνας, τις υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων και τις υπηρεσίες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών».

27      Εντούτοις, οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι υπηρεσίες εκτιμήσεως και έρευνας και οι υπηρεσίες δημοσίων σχέσεων δεν περιλαμβάνονται καθεαυτές μεταξύ των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα. Ωστόσο, όπως προκύπτει από σκέψεις 20 και 21 ανωτέρω, όταν το τμήμα προσφυγών εξετάζει το ζήτημα αν το προγενέστερο σήμα αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, οφείλει να εκθέτει με ακρίβεια ποια είναι τα προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία καταχωρίσθηκε και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή, τα οποία αφορά η αποδεδειγμένη ουσιαστική χρήση. Εάν δεν εκτίθενται τα στοιχεία αυτά, δεν είναι αιτιολογημένη απόφαση με την οποία κρίνεται, αφενός, ότι προγενέστερο σήμα αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009 και η οποία, αφετέρου, αφορά άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες από αυτά για τα οποία καταχωρίστηκε το σήμα αυτό. Συγκεκριμένα, η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία περιλαμβάνει τους κανόνες που διέπουν τον οικείο τομέα, επιβάλλει την αντιστοιχία μεταξύ των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία το τμήμα προσφυγών εκτιμά ότι αποδείχθηκε ουσιαστική χρήση και του συνόλου ή μέρους των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίστηκε το εν λόγω σήμα, ώστε να καθίσταται δυνατή η μεταγενέστερη εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω.

28      Το ΓΕΕΑ, ερωτηθέν επί του σημείου αυτού εγγράφως στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, απάντησε, με έγγραφο της 10ης Απριλίου 2013, ότι δεν του ήταν δυνατό να καθορίσει αν υπήρχε αντιστοιχία μεταξύ των υπηρεσιών για τις οποίες το προγενέστερο σήμα θεωρήθηκε ότι είχε αποτελέσει αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως και των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα αυτό. Ειδικότερα, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά μόνον τις υπηρεσίες για τις οποίες χρησιμοποιήθηκε το προγενέστερο σήμα, ενώ το ζήτημα κατά πόσον οι εν λόγω υπηρεσίες εμπίπτουν σε αυτές για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα αυτό θα εξεταζόταν από το τμήμα ανακοπών, ενώπιον του οποίου αναπέμφθηκε η υπόθεση.

29      Εντούτοις, η απάντηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο του άρθρου 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, το οποίο καθορίζει την ουσιαστική χρήση ως τη χρήση για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα και επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή αποκλείοντας με τον τρόπο αυτό τη δυνατότητα αιτιολογήσεως μιας κρίσεως επιβεβαιώνουσας τη χρήση αυτή σε σχέση με άλλα προϊόντα και υπηρεσίες. Επιπλέον, η προσέγγιση του ΓΕΕΑ έχει ως αποτέλεσμα τον πολλαπλασιασμό των διαδικασιών με αντικείμενο την εξέταση της υπάρξεως ουσιαστικής χρήσεως, τούτο δε σε αντίθεση προς το γράμμα και το πνεύμα της προπαρατεθείσας διατάξεως.

30      Εξάλλου, από τον φάκελο του ΓΕΕΑ δεν προκύπτει καμία ένδειξη περί της τυχόν αντιστοιχίας μεταξύ, αφενός, των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, των υπηρεσιών εκτιμήσεως και έρευνας και των υπηρεσιών δημοσίων σχέσεων και, αφετέρου, των υπηρεσιών για τις οποίες καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα. Όπως προκύπτει από τη σελίδα 159 του φακέλου του ΓΕΕΑ, το τμήμα προσφυγών επανέλαβε απλώς την αιτιολογία της αποφάσεως που εξέδωσε επί της ενώπιόν του ασκηθείσας προσφυγής.

31      Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι πλημμελής καθόσον το τμήμα προσφυγών κρίνει ότι αποδείχθηκε ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος κατά το άρθρο 42, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009, τονίζοντας ότι η εν λόγω χρήση αφορά τις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, τις υπηρεσίες εκτιμήσεως και έρευνας και τις υπηρεσίες των δημοσίων σχέσεων, οι οποίες δεν περιλαμβάνονται μεταξύ αυτών για τις οποίες καταχωρίστηκε το σήμα αυτό (βλ. σκέψη 27 ανωτέρω).

32      Επιπλέον, το γεγονός ότι ορισμένες υπηρεσίες της κλάσεως 36 που απαριθμούνται στη σκέψη 6 ανωτέρω θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως χρηματοοικονομικές υπηρεσίες δεν αίρει τον πλημμελή χαρακτήρα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά το εν λόγω είδος υπηρεσιών. Συναφώς, αφενός, το τμήμα προσφυγών, σε κανένα σημείο της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αφήνει να εννοηθεί ότι με τον όρο «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες», αποσκοπεί στο σύνολο ή έστω σε ένα μέρος των υπηρεσιών της κλάσεως 36 για τις οποίες καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα. Το έγγραφο του ΓΕΕΑ της 10ης Απριλίου 2013 επιβεβαιώνει την εκτίμηση αυτή (βλ. σκέψη 28 ανωτέρω). Αφετέρου, μια τέτοια έλλειψη ακριβείας καθιστά αδύνατη τόσο την εφαρμογή του άρθρου 42, παράγραφος 2, τελευταία περίοδος, του κανονισμού 207/2009, κατά την οποία «[α]ν το προγενέστερο κοινοτικό σήμα χρησιμοποιήθηκε για μέρος μόνο των προϊόντων ή υπηρεσιών για τα οποία καταχωρίσθηκε, τότε, για τους σκοπούς της εξέτασης της ανακοπής, θεωρείται καταχωρισμένο μόνο για το μέρος αυτό των προϊόντων ή υπηρεσιών», όσο και, ενδεχομένως, την εξέταση που περιγράφεται στην τελευταία περίοδο της σκέψεως 20 ανωτέρω. Συναφώς, το ΓΕΕΑ διευκρίνισε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ορισμένες υπηρεσίες της κλάσεως 36 για τις οποίες γίνεται λόγος στη σκέψη 6 ανωτέρω, όπως η διαχείριση οικοπέδων και οικιών, δεν μπορούν να θεωρηθούν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, όπερ αποκλείει τη δυνατότητα να εννοηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται στο σύνολο των υπηρεσιών αυτών. Επομένως, εφόσον είναι αδύνατο να διευκρινιστεί αν με την αναφορά σε «χρηματοοικονομικές υπηρεσίες» το τμήμα προσφυγών καθορίζει το σύνολο ή έστω ένα μέρος των υπηρεσιών της κλάσεως 36 για τις οποίες καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα, είναι ουσιαστικώς αδύνατο να προσδιοριστεί για ποιες υπηρεσίες πρέπει να θεωρηθεί ότι καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα για τους σκοπούς της ανακοπής, όπερ δύναται να παρακωλύσει τη μεταγενέστερη εκτίμηση της υπάρξεως του κινδύνου συγχύσεως.

33      Όσον αφορά τις υπηρεσίες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών, οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 35, παρατεθείσες στη σκέψη 6 ανωτέρω, μολονότι το τμήμα προσφυγών κρίνει, στο σημείο 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι υπάρχει ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος ως προς αυτές, δεν αναφέρει τα προσκομισθέντα στοιχεία βάσει των οποίων αποδεικνύεται η εν λόγω χρήση.

34      Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 29, 30, 40 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αιτιολογήσει την απόφασή του, το τμήμα προσφυγών βασίστηκε στα αποδεικτικά στοιχεία που εκτίθενται κατωτέρω.

35      Πρόκειται, καταρχάς, για δημοσιονομικές καταστάσεις και διάφορα τιμολόγια του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος. Πάντως, κατά τις σκέψεις 29 και 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία αποδεικνύουν ουσιαστική χρήση για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

36      Στη συνέχεια, το αυτό ισχύει για τα αποσπάσματα του ιστότοπου του δικαιούχου του προγενέστερου σήματος καθώς και για τις ανασκοπήσεις Τύπου, που αποδεικνύουν, κατά το τμήμα προσφυγών, ουσιαστική χρήση του σήματος αυτού για χρηματοοικονομικές υπηρεσίες (βλ. σημεία 40 και 42 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

37      Περαιτέρω, εφόσον τα σημεία 33 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως αφορούν το σχήμα με το οποίο χρησιμοποιήθηκε το προγενέστερο σήμα καθώς και το ζήτημα κατά πόσον η χρησιμοποίηση του σήματος ως επωνυμίας μπορεί να αποτελέσει χρήση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εκθέτει τους λόγους βάσει των οποίων κρίθηκε ότι το προγενέστερο σήμα αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως για υπηρεσίες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών.

38      Συνεπώς, διαπιστώνεται ότι η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι πλημμελής καθόσον, αφενός, δεν διευκρινίζει για ποιες υπηρεσίες, μεταξύ αυτών για τις οποίες καταχωρίστηκε το προγενέστερο σήμα και επί των οποίων στηρίζεται η ανακοπή, το εν λόγω σήμα αποτέλεσε αντικείμενο ουσιαστικής χρήσεως και, αφετέρου, δεν εκθέτει τους λόγους για τους οποίους το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι η ουσιαστική χρήση του προγενέστερου σήματος αποδείχθηκε για υπηρεσίες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών, οι οποίες εμπίπτουν στην κλάση 35.

39      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

40      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν υπάρχει σχετικό αίτημα. Εφόσον το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 6ης Οκτωβρίου 2011 (υπόθεση R 2101/2010-1).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Intesa Sanpaolo SpA.

Παπασσάβας

Forwood

Bieliūnas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 27 Μαρτίου 2014.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.