Language of document :

Προσφυγή της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας κατά της Επιτροπής που ασκήθηκε στις 25 Ιανουαρίου 2010

(υπόθεση T-21/10)

Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (εκπρόσωποι: J. Möller και C. von Donat, δικηγόρος)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την απόφαση K (2009) 9049 της Επιτροπής, της 13ης Νοεμβρίου 2009, κοινοποιηθείσα στην προσφεύγουσα με το από 16 Νοεμβρίου 2009 έγγραφο, περί της μειώσεως της χρηματοδοτήσεως του Ευρωπαϊκού Ταμείου περιφερειακής αναπτύξεως (FEDER) για το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού (DOCUP) στον στόχο 2-ομόσπονδο κράτος του Σάαρ (1997/1999) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία χορηγήθηκε με τις αποφάσεις της Επιτροπής K (97) 1123 της 7ης Μαΐου 1997 και K (1999) 4928 της 28ης Δεκεμβρίου 1999·

να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Λόγοι και κύρια επιχειρήματα

Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή μείωσε τη χρηματοδοτική συνδρομή του FEDER που χορηγήθηκε για το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού (1997-1999) για τον στόχο 2-ομόσπονδο κράτος του Σάαρ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.

Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους.

Πρώτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν υφίσταται καμία νομική βάση για τον κατ' αποκοπήν υπολογισμό και την κατ' επέκταση εφαρμογή των δημοσιονομικών διορθώσεων για την περίοδο χρηματοδοτήσεως 1994-1999, στην οποία εμπίπτει το ενιαίο έγγραφο προγραμματισμού.

Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέβη το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΟΚ) 4253/88 1 εφόσον δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις περί μειώσεως. Μεταξύ άλλων, προσάπτει στην Επιτροπή ότι αλλοίωσε την έννοια της "παρατυπίας". Επιπλέον, η Επιτροπή δέχθηκε την ύπαρξη συστηματικών λαθών, χωρίς να διαπιστώσει ότι οι εθνικές αρχές που ήσαν επιφορτισμένες με τη διαχείριση των διαρθρωτικών ταμείων είχαν παραβεί τις κατά το άρθρο 23 του κανονισμού 4253/88 υποχρεώσεις τους. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δέχθηκε ότι υπάρχουν συστηματικά λάθη στη διαχείριση και στον έλεγχο των ταμείων βασιζόμενη σε εσφαλμένους πραγματικούς ισχυρισμούς. Σημαντικά στοιχεία των πραγματικών διαπιστώσεών της είναι εσφαλμένα και τα εκτίμησε κατά μη ορθό τρόπο.

Επικουρικώς, η προσφεύγουσα προβάλλει ως τρίτο λόγο ακυρώσεως ότι οι διαταχθείσες με την προσβαλλομένη απόφαση μειώσεις είναι δυσανάλογες. Η Επιτροπή δεν άσκησε την εξουσία εκτιμήσεως που της παρέχει το άρθρο 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 4253/88. Οι εφαρμοσθείσες δημοσιονομικές διορθώσεις υπερβαίνουν την (ενδεχόμενη) ζημία που υφίσταται ο κοινοτικός προϋπολογισμός. Η προσφεύγουσα φρονεί επίσης ότι η κατ' επέκταση εφαρμογή των λαθών, την οποία πραγματοποίησε η Επιτροπή, είναι δυσανάλογη διότι συγκεκριμένα λάθη δεν μπορεί να μεταφέρονται σε διαφορετικής φύσεως σύνολο.

Η προσφεύγουσα αντλεί τον τέταρτο λόγο ακυρώσεως από παράβαση ουσιώδους τύπου. Η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλομένη απόφαση και δεν ακολούθησε την ορθή διαδικασία κατά τον χρόνο λήξεως της περιόδου χρηματοδοτήσεως. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από την προσβαλλομένη απόφαση δεν προκύπτει τίνι τρόπω και για ποιόν λόγο η Επιτροπή καθόρισε το ποσόν των εφαρμοσθέντων κατ' αποκοπή ποσών. Επιπροσθέτως, η Επιτροπή τροποποίησε τις διαπιστώσεις των ελεγκτών που μετέβησαν επιτόπου χωρίς να προβεί σε νέο έλεγχο και δεν έλαβε ή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την κατάθεση των γερμανικών αρχών.

Τέλος, η προσφεύγουσα προβάλλει ως πέμπτο λόγο ακυρώσεως ότι η καθής παραβίασε την αρχή της συνεργασίας, εφόσον, αφού διαπίστωσε ότι μπορούσαν να λειτουργήσουν τα συστήματα διαχειρίσεως και ελέγχου, βάσισε στη συνέχεια την προσβαλλομένη απόφαση στις συστηματικές ελλείψεις των συστημάτων αυτών.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΟΚ) 4253/88 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 1988, για τις διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 2052/88 όσον αφορά τον συντονισμό των παρεμβάσεων των διαφόρων διαρθρωτικών ταμείων μεταξύ τους καθώς και με τις παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και των λοιπών υφιστάμενων χρηματοδοτικών οργάνων (ΕΕ L 374, σ. 1).