Language of document : ECLI:EU:C:2016:418

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Ιουνίου 2016 (*)

[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2016]

«Προδικαστική παραπομπή — Πνευματική και βιομηχανική ιδιοκτησία — Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα — Οδηγία 2001/29/ΕΚ — Άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ — Δικαίωμα αναπαραγωγής — Εξαιρέσεις και περιορισμοί — Ιδιωτική αντιγραφή — Δίκαιη αποζημίωση — Χρηματοδότηση βαρύνουσα τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό — Επιτρεπτό — Προϋποθέσεις»

Στην υπόθεση C‐470/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο, Ισπανία) με απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 14 Οκτωβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Entidad de Gestión de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA),

Derechos de Autor de Medios Audiovisuales (DAMA),

Visual Entidad de Gestión de Artistas Plásticos (VEGAP)

κατά

Administración del Estado,

Asociación Multisectorial de Empresas de la Electrónica, las Tecnologías de la Información y la Comunicación, de las Telecomunicaciones y de los contenidos Digitales (Ametic),

παρισταμένων των:

Artistas Intérpretes, Sociedad de Gestión (AISGE),

Centro Español de Derechos Reprográficos (CEDRO),

Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI),

Asociación de Artistas Intérpretes o Ejecutantes — Sociedad de Gestión de España (AIE),

Sociedad General de Autores y Editores de España (SGAE),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Malenovský (εισηγητή), προεδρεύοντα, M. Safjan, A. Prechal, S. Rodin και K. Jürimäe, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Szpunar

γραμματέας: M. Ferreira, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 1ης Οκτωβρίου 2015,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν:

–        οι Entidad de Gestión de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA), Derechos de Autor de Medios Audiovisuales (DAMA) και Visual Entidad de Gestión de Artistas Plásticos (VEGAP), εκπροσωπούμενες από τον J. Suárez Lozano, abogado,

–        η Asociación Multisectorial de Empresas de la Electrónica, las Tecnologías de la Información y la Comunicación, de las Telecomunicaciones y de los contenidos Digitales (Ametic), εκπροσωπούμενη από τους A. González García και D. Sarmiento Ramirez-Escudero, abogados,

–        η Artistas Intérpretes, Sociedad de Gestión (AISGE), εκπροσωπούμενη από τον J. Montes Relazón, abogado,

–        η Centro Español de Derechos Reprográficos (CEDRO), εκπροσωπούμενη από την S. Vázquez Senin, procuradora, επικουρούμενη από τους I. Aramburu Muñoz και J. de Fuentes Bardají, abogados,

–        οι Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI), Entidad de Gestión, Artistas, Intérpretes o Ejecutantes, Sociedad de Gestión de España (AIE) και Sociedad General de Autores y Editores (SGAE), εκπροσωπούμενες από τους J. Marín López και R. Blanco Martínez, abogados,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον M. Sampol Pucurull,

–        η Ελληνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις Α. Μαγριππή και Σ. Χαριτάκη,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους D. Colas και D. Segoin,

–        [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 7ης Σεπτεμβρίου 2016] η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον J. Heliskoski,

–        η Νορβηγική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. Leonhardsen και M. Schei,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον E. Gippini Fournier και την J. Samnadda,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 2016,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των Entidad de Gestión de Derechos de los Productores Audiovisuales (EGEDA), Derechos de Autor de Medios Audiovisuales (DAMA) και Visual Entidad de Gestión de Artistas Plásticos (VEGAP), αφενός, και των Administración del Estado (Ισπανικό Δημόσιο) και Asociación Multisectorial de Empresas de la Electrónica, las Tecnologías de la Información y la Comunicación, de las Telecomunicaciones y de los contenidos Digitales (Ametic), αφετέρου, όσον αφορά την εθνική κανονιστική ρύθμιση που διέπει το σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή, χρηματοδοτούμενης από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 9, 31, 35 και 38 της οδηγίας 2001/29 έχουν ως εξής:

«(4)      Η εναρμόνιση του νομικού πλαισίου περί δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων, αυξάνοντας την ασφάλεια του δικαίου και διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ένα υψηλό επίπεδο προστασίας της διανοητικής ιδιοκτησίας, θα ενθαρρύνει τη διενέργεια σημαντικών επενδύσεων στη δημιουργικότητα και την καινοτομία, συμπεριλαμβανομένης της υποδομής των δικτύων, και θα οδηγήσει με τη σειρά της στην ανάπτυξη και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής βιομηχανίας, όσον αφορά τόσο τη διάθεση του περιεχομένου των έργων και την πληροφορική, όσο και γενικότερα ένα ευρύ φάσμα βιομηχανικών και πολιτιστικών κλάδων[. Α]υτό θα συμβάλει στη διατήρηση θέσεων απασχόλησης και στη δημιουργία νέων.

[...]

(9)      Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία[. Η] προστασία τους συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξη της δημιουργικότητας προς όφελος των δημιουργών, των ερμηνευτών ή εκτελεστών καλλιτεχνών, των παραγωγών, των καταναλωτών, του πολιτισμού, της βιομηχανίας και του κοινού γενικότερα[. Ω]ς εκ τούτου, η πνευματική ιδιοκτησία έχει αναγνωρισθεί ως αναπόσπαστο μέρος της ιδιοκτησίας.

[...]

(31)      Πρέπει να διατηρηθεί μια ισορροπία περί τα δικαιώματα και τα συμφέροντα μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών δικαιούχων, καθώς και μεταξύ αυτών και των χρηστών προστατευομένων αντικειμένων[. Ο]ι ισχύουσες στα κράτη μέλη εξαιρέσεις και περιορισμοί στα δικαιώματα πρέπει να επανεξεταστούν υπό το πρίσμα του νέου ηλεκτρονικού περιβάλλοντος[. Ο]ι υφιστάμενες διαφορές ως προς τις εξαιρέσεις και τους περιορισμούς ορισμένων πράξεων που υπόκεινται σε άδεια του δικαιούχου θίγουν άμεσα τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων[. Ο]ι εν λόγω διαφορές είναι πολύ πιθανό να επιδεινωθούν με την ανάπτυξη της εκμετάλλευσης των έργων πέρα από τα σύνορα και των διασυνοριακών δραστηριοτήτων[. Γ]ια να διασφαλιστεί η εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς, οι εν λόγω εξαιρέσεις και περιορισμοί θα πρέπει να εναρμονισθούν περισσότερο[. Ο] βαθμός της εναρμόνισής τους θα πρέπει να εξαρτηθεί από τις επιπτώσεις τους στην εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς.

[...]

(35)      Σε ορισμένες περιπτώσεις εξαιρέσεων ή περιορισμών, οι δικαιούχοι θα πρέπει να λαμβάνουν δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τη χρήση των προστατευόμενων έργων ή λοιπών προστατευομένων αντικειμένων τους[. Κ]ατά τον καθορισμό της μορφής, των λεπτομερειών καταβολής και του ενδεχόμενου ύψους αυτής της δίκαιης αποζημίωσης, θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι συνθήκες κάθε περίπτωσης. [...]

[...]

(38)      Θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να προβλέπουν εξαίρεση ή περιορισμό από το δικαίωμα αναπαραγωγής, ενδεχομένως με εύλογη αποζημίωση, για ορισμένα είδη αναπαραγωγής ακουστικού, οπτικού και οπτικοακουστικού υλικού για ιδιωτική χρήση[. Η] εξαίρεση αυτή μπορεί να περιλαμβάνει την καθιέρωση ή τη διατήρηση συστημάτων αμοιβής για την αποζημίωση των δικαιούχων. [...]»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Δικαίωμα αναπαραγωγής», έχει ως εξής:

«Τα κράτη μέλη παρέχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν, την άμεση ή έμμεση, προσωρινή ή μόνιμη αναπαραγωγή με οποιοδήποτε μέσο και μορφή, εν όλω ή εν μέρει:

α)      στους δημιουργούς, όσον αφορά τα έργα τους,

β)      στους καλλιτέχνες ερμηνευτές ή εκτελεστές, όσον αφορά την εγγραφή σε υλικό φορέα των ερμηνειών ή εκτελέσεών τους,

[...]».

5        Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εξαιρέσεις και περιορισμοί», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις ή περιορισμούς από το δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 στις ακόλουθες περιπτώσεις:

[...]

β)      αναπαραγωγές σε οποιοδήποτε μέσο που πραγματοποιούνται από φυσικό πρόσωπο για ιδιωτική χρήση και για μη άμεσους ή έμμεσους εμπορικούς σκοπούς, υπό τον όρο ότι οι δικαιούχοι λαμβάνουν δίκαιη αποζημίωση που συνεκτιμά την εφαρμογή ή όχι των τεχνολογικών μέτρων του άρθρου 6 στο συγκεκριμένο έργο ή άλλο υλικό,

[...]».

 Το ισπανικό δίκαιο

6        Το Real Decreto-Ley 20/2011 sobre medidas urgentes en materia presupuestaria, tributaria y financiera para la corrección del déficit público (νομοθετικό διάταγμα 20/2011 περί θεσπίσεως επειγόντων δημοσιονομικών, φορολογικών και χρηματοδοτικών μέτρων για τη διόρθωση του δημοσίου ελλείμματος), της 30ής Δεκεμβρίου 2011 (BOE αριθ. 315, της 31ης Δεκεμβρίου 2011, σ. 146574), περιλαμβάνει μια δέκατη πρόσθετη διάταξη τιτλοφορούμενη «Τροποποίηση του συστήματος δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή» (στο εξής: δέκατη πρόσθετη διάταξη), η οποία ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Η δίκαιη αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή, την οποία προβλέπει το άρθρο 25 του [Texto Refundido de la Ley de Propiedad Intelectual (κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου περί πνευματικής ιδιοκτησίας)], εγκριθέν με το [Real Decreto Legislativo 1/1996 (βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1996)], της 12ης Απριλίου 1996, της οποίας τα όρια προσδιορίζονται στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, καταργείται.

2.      Η κυβέρνηση καθορίζει, με κανονιστική διάταξη, τη διαδικασία καταβολής στους λήπτες της δίκαιης αποζημιώσεως που χρηματοδοτείται από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό.

[...]»

7        Το Real Decreto 1657/2012 que regula el procedimiento para el pago de la compensación por copia privada con cargo a los Presupuestos Generales del Estado (βασιλικό διάταγμα 1657/2012 περί της διαδικασίας της καταβολής της αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή που χρηματοδοτείται από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό), της 7ης Δεκεμβρίου 2012 (BOE αριθ. 295, της 8ης Δεκεμβρίου 2012, σ. 84141), σκοπεί στην εφαρμογή αυτής της δέκατης πρόσθετης διατάξεως.

8        Το άρθρο 1 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος, με τίτλο «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

«Το παρόν βασιλικό διάταγμα έχει ως αντικείμενο τη ρύθμιση:

a)      της διαδικασίας και των αντικειμενικών κριτηρίων για τον προσδιορισμό του ετήσιου ποσού της δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή με βάση την προκληθείσα ζημία·

b)      της διαδικασίας εκκαθαρίσεως και καταβολής στους δικαιούχους της δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή που χρηματοδοτείται από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό.»

9        Το άρθρο 3 του εν λόγω βασιλικού διατάγματος, με τίτλο «Ποσό της αποζημιώσεως», ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Το κατάλληλο ποσό για την ανόρθωση της ζημίας που υπέστησαν οι φορείς των δικαιωμάτων αναπαραγωγής λόγω της θεσπίσεως της εξαιρέσεως ιδιωτικής αντιγραφής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 31 του κωδικοποιημένου κειμένου του νόμου για την πνευματική ιδιοκτησία, που επικυρώθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1996, της 12ης Απριλίου 1996, καθορίζεται, εντός των ορίων του προϋπολογισμού που τίθενται για κάθε οικονομικό έτος, με απόφαση του υπουργού παιδείας, πολιτισμού και αθλητισμού, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο άρθρο 4.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

10      Οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης είναι εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, στις οποίες έχει ανατεθεί η είσπραξη της δίκαιης αποζημιώσεως που προορίζεται για τους δικαιούχους σε περίπτωση ιδιωτικής αντιγραφής των προστατευομένων έργων ή αντικειμένων τους.

11      Στις 7 Φεβρουαρίου 2013, άσκησαν προσφυγή με αίτημα την ακύρωση του βασιλικού διατάγματος 1657/2012 ενώπιον του Tribunal Supremo (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Ισπανία), κρίνοντος επί διοικητικών διαφορών.

12      Στη συνέχεια, το δικαστήριο αυτό επέτρεψε στις Artistas Intérpretes, Sociedad de Gestión (AISGE), Centro Español de Derechos Reprográficos (CEDRO) καθώς και στις Asociación de Gestión de Derechos Intelectuales (AGEDI), Entidad de Gestión, Artistas, Intépretes o Ejecutantes, Sociedad de Gestión de España (AIE) και Sociedad General de Autores y Editores (SGAE) να παρέμβουν στη διαδικασία. Ορισμένες από τις άλλες αυτές εταιρίες συλλογικής διαχειρίσεως των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας άσκησαν επίσης προσφυγές κατά του βασιλικού διατάγματος 1657/2012.

13      Προς στήριξη των αιτημάτων τους, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης προβάλλουν ότι το βασιλικό διάταγμα 1657/2012 δεν συνάδει, από δύο απόψεις, προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29. Πρώτον, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι το άρθρο αυτό απαιτεί η δίκαιη αποζημίωση που παρέχεται στους δικαιούχους σε περίπτωση ιδιωτικής αντιγραφής να βαρύνει, τουλάχιστον εν τέλει, τα φυσικά πρόσωπα τα οποία ευθύνονται για τη ζημία την οποία η αντιγραφή αυτή προκάλεσε στο αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που διαθέτουν οι δικαιούχοι, ενώ ο μηχανισμός που δημιουργήθηκε με τη δέκατη πρόσθετη διάταξη και με το βασιλικό διάταγμα 1657/2012 επιβαρύνει με την αποζημίωση αυτή τον κρατικό προϋπολογισμό, επομένως δε το σύνολο των φορολογουμένων. Δεύτερον, υποστηρίζουν ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν διασφαλίζει τον δίκαιο χαρακτήρα της αποζημιώσεως αυτής.

14      Οι καθών της κύριας δίκης υποστηρίζουν ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 δεν απαγορεύει στα κράτη μέλη να δημιουργούν μηχανισμούς όπως ο θεσπισθείς με τη δέκατη πρόσθετη διάταξη και με το βασιλικό διάταγμα 1657/2012.

15      Αφού υπενθύμισε το πλαίσιο εντός του οποίου οι ισπανικές αρχές αποφάσισαν να αντικαταστήσουν τον μέχρι το 2011 ισχύοντα μηχανισμό ψηφιακού τέλους με σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή, χρηματοδοτούμενης από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι, σύμφωνα με την αρχή της μη δεσμεύσεως των εσόδων του προϋπολογισμού, ο νέος αυτός μηχανισμός, αντιθέτως προς τον προηγούμενο, χρηματοδοτείται από το σύνολο των Ισπανών φορολογουμένων, ανεξαρτήτως του αν αυτοί είναι σε θέση να δημιουργούν αντίγραφα για ιδιωτική χρήση ή όχι. Στη συνέχεια, διερωτάται, κατ’ ουσίαν, αν η οδηγία 2001/29 έχει την έννοια ότι επιβάλλει στα κράτη μέλη που επιλέγουν έναν τέτοιο μηχανισμό να διασφαλίζουν, κατά τον ίδιο τρόπο όπως όταν προτιμούν τη θέσπιση τέλους, ότι το κόστος του φέρουν, αμέσως ή εμμέσως, μόνον τα πρόσωπα τα οποία θεωρούνται ότι προκαλούν ζημία στους δικαιούχους, λόγω του ότι δημιουργούν ή έχουν την ικανότητα να δημιουργούν αντίγραφα για ιδιωτική χρήση. Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, το δικαστήριο αυτό διερωτάται αν το γεγονός ότι το ποσό το οποίο διατέθηκε για την καταβολή της δίκαιης αποζημιώσεως στους δικαιούχους είναι προκαθορισμένο για κάθε δημοσιονομικό έτος καθιστά δυνατή τη διασφάλιση του δίκαιου χαρακτήρα της αποζημιώσεως αυτής.

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Tribunal Supremo (Ανώτατο Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή το οποίο, λαμβάνοντας ως βάση υπολογισμού την όντως προκληθείσα ζημία, επιβαρύνει τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, χωρίς να μπορεί να διασφαλισθεί ότι το κόστος της εν λόγω αποζημιώσεως φέρουν οι χρήστες αντιγράφων προοριζόμενων για ιδιωτική χρήση;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, συνάδει προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 η υποχρέωση καθορισμού του συνολικού ποσού το οποίο προορίζεται, βάσει του γενικού κρατικού προϋπολογισμού, για τη δίκαιη αποζημίωση για ιδιωτική αντιγραφή εντός των δημοσιονομικών ορίων που τίθενται για κάθε οικονομικό έτος, έστω και εάν το ποσό αυτό υπολογίζεται βάσει της όντως προκληθείσας ζημίας;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

17      Με το πρώτο ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο χρηματοδοτείται από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, οπότε δεν είναι δυνατό να διασφαλισθεί ότι το κόστος της δίκαιης αυτής αποζημιώσεως βαρύνει τους χρήστες αντιγράφων για ιδιωτική χρήση.

18      Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να προβλέπουν εξαίρεση από το αποκλειστικό δικαίωμα αναπαραγωγής που προβλέπεται στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ή περιορισμό του εν λόγω δικαιώματος, στην περίπτωση αναπαραγωγών επί οποιουδήποτε υποθέματος στις οποίες προβαίνουν φυσικά πρόσωπα για ιδιωτική χρήση και σκοπούς οι οποίοι δεν είναι αμέσως ή εμμέσως εμπορικοί, υπό τον όρο ότι ο φορέας του αποκλειστικού δικαιώματος αυτού λαμβάνει δίκαιη αποζημίωση στην οποία συνεκτιμώνται τα τεχνολογικά μέτρα του άρθρου 6 (στο εξής: εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής).

19      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 38 της οδηγίας 2001/29, η διάταξη αυτή εκφράζει τη βούληση του νομοθέτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσπίσει ειδικό σύστημα αποζημιώσεως του οποίου η εφαρμογή ενεργοποιείται από την ύπαρξη ζημίας εις βάρος των δικαιούχων, η οποία ζημία δημιουργεί, κατ’ αρχήν, υποχρέωση «αποζημιώσεώς» τους (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 41).

20      Συνεπώς, όταν τα κράτη μέλη αποφασίζουν να θεσπίσουν στο εσωτερικό τους δίκαιο την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή, υποχρεούνται να προβλέψουν την καταβολή δίκαιης αποζημιώσεως προς τους δικαιούχους (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 30, και της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 19).

21      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει υπογραμμίσει ότι, προκειμένου να μην απολέσει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 την πρακτική αποτελεσματικότητά του, πρέπει να θεωρηθεί ότι επιβάλλει υποχρέωση επιτεύξεως συγκεκριμένου αποτελέσματος στα κράτη μέλη τα οποία θεσπίζουν την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, υπό την έννοια ότι τα κράτη αυτά υποχρεούνται να διασφαλίζουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, την πραγματική είσπραξη της δίκαιης αποζημιώσεως που προορίζεται για την αποκατάσταση της ζημίας των δικαιούχων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2011, Stichting de Thuiskopie, C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψη 34, καθώς και της 11ης Ιουλίου 2013, Amazon.com International Sales κ.λπ., C‑521/11, EU:C:2013:515, σκέψη 57).

22      Πάντως, καθόσον η διάταξη αυτή έχει απλώς και μόνον προαιρετικό χαρακτήρα και δεν διευκρινίζει περαιτέρω τις διάφορες παραμέτρους του συστήματος δίκαιης αποζημιώσεως τη θέσπιση του οποίου επιβάλλει, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα κράτη μέλη έχουν ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για τη διαμόρφωση των παραμέτρων αυτών στο εσωτερικό τους δίκαιο (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 37, της 11ης Ιουλίου 2013, Amazon.com International Sales κ.λπ., C‑521/11, EU:C:2013:515, σκέψη 20, και της 5 Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 20).

23      Ειδικότερα, στα κράτη μέλη εναπόκειται να προσδιορίζουν ποιος είναι υπόχρεος να καταβάλει αυτή τη δίκαιη αποζημίωση, καθώς και τη μορφή, τη διαδικασία καταβολής και το ενδεχόμενο ύψος της εν λόγω αποζημιώσεως, τηρώντας την οδηγία 2001/29 και, γενικότερα, το δίκαιο της Ένωσης (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 16ης Ιουνίου 2011, Stichting de Thuiskopie, C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψη 23, της 11ης Ιουλίου 2013, Amazon.com International Sales κ.λπ., C‑521/11, EU:C:2013:515, σκέψη 21, και της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 20).

24      Λαμβανομένου υπόψη του εν λόγω ευρέος περιθωρίου εκτιμήσεως και μολονότι η παρατιθέμενη στις σκέψεις 19 έως 23 της παρούσας αποφάσεως νομολογία αναπτύχθηκε στο πλαίσιο συστημάτων δίκαιης αποζημιώσεως χρηματοδοτούμενης από την είσπραξη τέλους, δεν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 αντιτίθεται, κατ’ αρχήν, στην επιλογή των κρατών μελών που έχουν αποφασίσει να θεσπίσουν την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής να προβλέψουν, στο πλαίσιο αυτό, σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως η οποία δεν χρηματοδοτείται από τέτοιο τέλος, αλλά από τον γενικό προϋπολογισμό τους.

25      Πράγματι, καθόσον ένα τέτοιο εναλλακτικό σύστημα διασφαλίζει την καταβολή δίκαιης αποζημιώσεως στους δικαιούχους, αφενός, και η διαδικασία καταβολής του διασφαλίζει την πραγματική είσπραξή του, αφετέρου, πρέπει να θεωρηθεί ως κατ’ αρχήν σύμφωνο με τον βασικό σκοπό της οδηγίας 2001/29, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 9 της οδηγίας αυτής, στη διασφάλιση υψηλού επιπέδου προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας και των δικαιωμάτων δημιουργού.

26      Δεύτερον, από τις αιτιολογικές σκέψεις 35 και 38 της οδηγίας 2001/29 προκύπτει ότι η δίκαιη αποζημίωση την οποία προβλέπει το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αυτής σκοπεί στην παροχή επαρκούς αποζημιώσεως στους δικαιούχους για την άνευ αδείας χρήση των προστατευόμενων έργων και αντικειμένων τους. Για τον καθορισμό του ύψους της ως άνω αποζημιώσεως πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ως χρήσιμο κριτήριο, η ζημία την οποία υπέστη ο οικείος δικαιούχος από την επίμαχη πράξη αναπαραγωγής (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 39).

27      Εντεύθεν συνάγεται ότι τα πρόσωπα τα οποία αναπαράγουν τα προστατευόμενα έργα ή αντικείμενα χωρίς προηγούμενη άδεια των φορέων των οικείων δικαιωμάτων και τα οποία τους προκαλούν ζημία κατά τον τρόπο αυτόν, οφείλουν, κατ’ αρχήν, να την αποκαταστήσουν, χρηματοδοτώντας την προς τούτο προβλεπόμενη δίκαιη αποζημίωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 45, και της 12ης Νοεμβρίου 2015, Hewlett-Packard Belgium, C‑572/13, EU:C:2015:750, σκέψη 69).

28      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ουδόλως απαιτείται τα πρόσωπα αυτά να έχουν όντως δημιουργήσει αντίγραφα για ιδιωτική χρήση. Πράγματι, εφόσον οι συσκευές ή τα υποθέματα για την αναπαραγωγή έχουν τεθεί στη διάθεσή τους, τούτο αρκεί προκειμένου να δικαιολογηθεί η συνεισφορά τους στη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως που προβλέπεται υπέρ των δικαιούχων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψεις 54 έως 56, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψεις 24, 25 και 64).

29      Από το σαφές γράμμα του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 προκύπτει ότι η εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής έχει προβλεφθεί αποκλειστικώς υπέρ των φυσικών προσώπων που προβαίνουν ή έχουν τη δυνατότητα να προβαίνουν στην αναπαραγωγή προστατευομένων έργων ή άλλων αντικειμένων, για ιδιωτική χρήση και για σκοπούς που δεν είναι αμέσως ή εμμέσως εμπορικοί (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψεις 43 έως 45 και 54 έως 56, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψεις 22 έως 25 και 64).

30      Εντεύθεν συνάγεται ότι, αντιθέτως προς τα φυσικά πρόσωπα, τα οποία εμπίπτουν στην εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, υπό τις προϋποθέσεις της οδηγίας 2001/29, τα νομικά πρόσωπα αποκλείονται, εν πάση περιπτώσει, από το ευεργέτημα της εξαιρέσεως αυτής, οπότε δεν δικαιούνται να δημιουργούν αντίγραφα για ιδιωτική χρήση χωρίς την προηγούμενη άδεια των φορέων των δικαιωμάτων επί των οικείων έργων ή αντικειμένων.

31      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι δεν είναι σύμφωνη προς το άρθρο 5, παράγραφος 2, της οδηγίας 2001/29 η επιβολή του τέλους για ιδιωτική αντιγραφή, ιδίως όσον αφορά εξοπλισμούς, συσκευές και υποθέματα ψηφιακής αναπαραγωγής που αποκτώνται από πρόσωπα πλην των φυσικών προσώπων, για σκοπούς προδήλως ξένους προς μια τέτοια ιδιωτική αντιγραφή (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 53, καθώς και της 11ης Ιουλίου 2013, Amazon.com International Sales κ.λπ., C‑521/11, EU:C:2013:515, σκέψη 28).

32      Πάντως, η ερμηνεία αυτή του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 δεν αντιτίθεται στην ενδεχόμενη υποχρέωση των νομικών προσώπων να χρηματοδοτούν τη δίκαιη αποζημίωση που προορίζεται για τους δικαιούχους, ως αντιπαροχή για την εν λόγω ιδιωτική αντιγραφή.

33      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι, λαμβανομένων υπόψη των πρακτικών δυσχερειών οι οποίες είναι δυνατό να ανακύψουν κατά τη θέση της χρηματοδοτήσεως αυτής σε εφαρμογή, τα κράτη μέλη μπορούν να επιλέξουν τη χρηματοδότηση αυτής της δίκαιης αποζημιώσεως μέσω τέλους επιβαλλόμενου, πριν από τη δημιουργία αντιγράφων για ιδιωτική χρήση, στα πρόσωπα τα οποία έχουν στη διάθεσή τους εξοπλισμούς, συσκευές ή υποθέματα για την αναπαραγωγή και τα θέτουν στη διάθεση των φυσικών προσώπων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 46, της 16ης Ιουνίου 2011, Stichting de Thuiskopie, C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψη 27, της 11ης Ιουλίου 2013, Amazon.com International Sales κ.λπ., C‑521/11, EU:C:2013:515, σκέψη 24, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 46).

34      Πράγματι, τίποτε δεν εμποδίζει τους υποχρέους αυτούς να μετακυλίσουν το τέλος ιδιωτικής αντιγραφής στην τιμή διαθέσεως του εν λόγω εξοπλισμού, των εν λόγω συσκευών και των εν λόγω υποθεμάτων αναπαραγωγής ή στην τιμή της παρεχόμενης υπηρεσίας αναπαραγωγής. Συνεπώς, με το τέλος αυτό βαρύνεται εν τέλει ο ιδιώτης χρήστης που καταβάλλει την ως άνω τιμή. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ιδιώτης χρήστης στη διάθεση του οποίου τίθενται οι εξοπλισμοί, οι συσκευές και τα υποθέματα αναπαραγωγής ή ο οποίος απολαύει υπηρεσίας αναπαραγωγής πρέπει να θεωρείται ως ο «έμμεσος οφειλέτης» της δίκαιης αποζημιώσεως, ή, άλλως, ως ο πραγματικός οφειλέτης της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‐467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 48).

35      Επομένως, χρηματοδότηση όπως αυτή την οποία αφορά η σκέψη 33 της παρούσας αποφάσεως πρέπει να κριθεί σύμφωνη προς την ορθή ισορροπία που πρέπει να επιτευχθεί, κατά την αιτιολογική σκέψη 31 της οδηγίας 2001/29, μεταξύ των συμφερόντων των δικαιούχων και των συμφερόντων των χρηστών (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψη 49, της 16ης Ιουνίου 2011, Stichting de Thuiskopie, C‑462/09, EU:C:2011:397, σκέψεις 28 και 29, καθώς και της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 53).

36      Από τη νομολογία αυτή προκύπτει ότι, στο παρόν στάδιο εξελίξεως του δικαίου της Ένωσης, μολονότι βεβαίως τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα να θεσπίσουν σύστημα κατά το οποίο τα νομικά πρόσωπα, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, οφείλουν να καταβάλλουν το τέλος που προορίζεται για τη χρηματοδότηση της δίκαιης αποζημιώσεως του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29, τα εν λόγω νομικά πρόσωπα δεν είναι δυνατόν, εν πάση περιπτώσει, να παραμείνουν εν τέλει οι πραγματικοί οφειλέτες του εν λόγω τέλους.

37      Το σκεπτικό στο οποίο στηρίζεται η νομολογία αυτή έχει εφαρμογή σε όλες τις περιπτώσεις στις οποίες ένα κράτος μέλος έχει θεσπίσει την εξαίρεση της ιδιωτικής αντιγραφής, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν το κράτος αυτό έχει καθιερώσει σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως χρηματοδοτούμενης από τέλος ή, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, από τον γενικό προϋπολογισμό του.

38      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η έννοια της δίκαιης αποζημιώσεως δεν ορίζεται διά της παραπομπής στο εθνικό δίκαιο, οπότε πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και να ερμηνεύεται ομοιόμορφα στο έδαφός της (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2010, Padawan, C‑467/08, EU:C:2010:620, σκέψεις 31 έως 33 και 37, καθώς και της 12ης Νοεμβρίου 2015, Hewlett-Packard Belgium, C‑572/13, EU:C:2015:750, σκέψη 35).

39      Εν προκειμένω, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, λαμβανομένου υπόψη του ότι δεν υπάρχει διάθεση συγκεκριμένων εσόδων —όπως είναι τα προερχόμενα από ειδική εισφορά— για συγκεκριμένες δαπάνες, η θέση του προϋπολογισμού που προορίζεται για την καταβολή της δίκαιης αποζημιώσεως πρέπει να θεωρείται ως χρηματοδοτούμενη από όλους τους πόρους που έχουν εγγραφεί στον γενικό κρατικό υπολογισμό και από το σύνολο των φορολογουμένων, μεταξύ των οποίων και τα νομικά πρόσωπα.

40      Εξάλλου, από την κατατεθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν προκύπτει ότι υφίσταται εν προκειμένω μηχανισμός που επιτρέπει στα νομικά πρόσωπα τα οποία δεν εμπίπτουν εν πάση περιπτώσει στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 να ζητήσουν την απαλλαγή τους από την υποχρέωση συνεισφοράς στη χρηματοδότηση της εν λόγω αποζημιώσεως ή τουλάχιστον, να ζητήσουν την επιστροφή της συνεισφοράς αυτής (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2013, Amazon.com International Sales κ.λπ., C‑521/11, EU:C:2013:515, σκέψεις 25 έως 31 και 37, και της 5ης Μαρτίου 2015, Copydan Båndkopi, C‑463/12, EU:C:2015:144, σκέψη 45), σύμφωνα με διαδικασία την οποία μόνον τα κράτη μέλη είναι αρμόδια να προσδιορίσουν.

41      Υπό τις συνθήκες αυτές και όπως υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο με τη διατύπωση του ερωτήματός του, τέτοιο σύστημα χρηματοδοτήσεως της δίκαιης αποζημιώσεως από τον γενικό προϋπολογισμό του οικείου κράτους μέλους δεν είναι ικανό να διασφαλίσει ότι το κόστος της αποζημιώσεως φέρουν, εν τέλει, μόνον οι χρήστες των αντιγράφων για ιδιωτική χρήση.

42      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο χρηματοδοτείται από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, οπότε δεν είναι δυνατό να διασφαλισθεί ότι το κόστος της δίκαιης αυτής αποζημιώσεως βαρύνει τους χρήστες αντιγράφων για ιδιωτική χρήση.

43      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, παρέλκει η εξέταση του δευτέρου ερωτήματος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

44      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε σύστημα δίκαιης αποζημιώσεως για ιδιωτική αντιγραφή, όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, το οποίο χρηματοδοτείται από τον γενικό κρατικό προϋπολογισμό, οπότε δεν είναι δυνατό να διασφαλισθεί ότι το κόστος της δίκαιης αυτής αποζημιώσεως βαρύνει τους χρήστες αντιγράφων για ιδιωτική χρήση.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.