Language of document : ECLI:EU:T:2013:269

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 28ης Μαΐου 2013 (*)

«Διαδικασία – Καθορισμός των δικαστικών εξόδων – Δικηγορική αμοιβή – Εκπροσώπηση θεσμικού οργάνου από δικηγόρο – Αποδοτέα έξοδα»

Στην υπόθεση T‑278/07 P‑DEP,

Luigi Marcuccio, κάτοικος Tricase (Ιταλία), εκπροσωπούμενος από τον G. Cipressa, δικηγόρο,

αναιρεσείων,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall, την C. Berardis‑Kayser και τον G. Gattinara,

αναιρεσίβλητης,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων κατόπιν της αποφάσεως του τότε Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] της 20ής Οκτωβρίου 2008, T‑278/07 P, Marcuccio κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑59 και II‑B‑1‑407),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Jaeger, Πρόεδρο, N. J. Forwood (εισηγητή), I. Pelikánová, A. Dittrich και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά, διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του τότε Πρωτοδικείου στις 18 Ιουλίου 2007, ο L. Marcuccio άσκησε, κατά το άρθρο 9 του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αναίρεση κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) (στο εξής: ΔΔΔ) της 11ης Μαΐου 2007, F‑2/06, Marcuccio κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2007, σ. I‑A‑1‑137 και II‑A‑1‑749), με την οποία το ΔΔΔ απέρριψε ως προδήλως απαράδεκτη την προσφυγή του με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων περί περατώσεως της διαδικασίας χορηγήσεως των παροχών που προβλέπονται στο άρθρο 73 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατόπιν ατυχήματος που υπέστη ο αναιρεσείων.

2        Με απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2008, T‑278/07 P, Marcuccio κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑59 και II‑B‑1‑407) το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως και καταδίκασε τον L. Marcuccio στα δικαστικά του έξοδα καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής.

3        Με έγγραφο της 3ης Μαΐου 2011, απευθυνόμενο στον L. Marcuccio, με κοινοποίηση στον δικηγόρο του, η Επιτροπή του υπενθύμισε, μεταξύ άλλων, ότι είχε κοινοποιήσει στον δικηγόρο του, με έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2010, κατάλογο εννέα αποφάσεων και διατάξεων, μεταξύ των οποίων και την προπαρατεθείσα απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής, με την οποία καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδά του καθώς και στα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή σε κάθε υπόθεση. Το αποδοτέο για την υπόθεση αυτή ποσό ανερχόταν σε 4 500 ευρώ, ποσό που είχε καταβληθεί στον A. Dal Ferro βάσει συμβάσεως παροχής νομικής συνδρομής της 25ης Σεπτεμβρίου 2007. Με έγγραφο της 5ης Μαΐου 2011 απευθυνόμενο στον αναιρεσείοντα με κοινοποίηση στον δικηγόρο του, η Επιτροπή διόρθωσε ένα σφάλμα κατά την πληκτρολόγηση που αφορούσε μόνο την αναφορά του συνολικού ποσού που ήταν απαιτητέο από τον αναιρεσείοντα για τα δικαστικά έξοδα σε 24 υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και η παρούσα υπόθεση.

4        Επειδή δεν επήλθε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων όσον αφορά τα αποδοτέα έξοδα, η Επιτροπή υπέβαλε, με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2012, και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, την παρούσα αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων με την οποία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ορίσει το ποσό των αποδοτέων προς αυτήν δικαστικών εξόδων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής, σε 4 500 ευρώ και να καταδικάσει τον L. Marcuccio στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων.

5        Με τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο L. Marcuccio στις 21 Αυγούστου 2012, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει την κοινοποίηση προς αυτόν της αιτήσεως που κατέθεσε η Επιτροπή και να μη ληφθούν υπόψη τα παραρτήματα 7, 9 και 10, να απορρίψει την αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, να ορίσει το ποσό των αποδοτέων εξόδων σε 1 400 ευρώ και να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα της παρούσας διαδικασίας, καθώς και στα δικαστικά έξοδα στα οποία αδικαιολόγητα υποβλήθηκε το Γενικό Δικαστήριο για τους σκοπούς της εν λόγω διαδικασίας.

6        Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 14 του Κανονισμού Διαδικασίας και κατόπιν προτάσεως του τμήματος αναιρέσεων, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να αναπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

 Σκεπτικό

 Επί του αιτήματος κοινοποιήσεως της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων

7        Πρέπει εισαγωγικά να απορριφθούν οι ισχυρισμοί του L. Marcuccio με τους οποίους προβάλλει παραβίαση της αρχής της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως της υποθέσεως για τον λόγο ότι η υπό κρίση αίτηση κοινοποιήθηκε στον δικηγόρο του, G. Cipressa, και όχι στον ίδιο. Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την αίτησή του αναιρέσεως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής, ο L. Marcuccio διόρισε αντίκλητό του τον δικηγόρο G. Cipressa σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 2, και το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οπότε η αίτηση καθορισμού των δικαστικών εξόδων στην ίδια υπόθεση νομίμως κοινοποιήθηκε στον εν λόγω δικηγόρο δυνάμει του άρθρου 100 του Κανονισμού αυτού. Έτσι, δεδομένου ότι ο L. Marcuccio είχε τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του κατά το άρθρο 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, δικαίωμα το οποίο άσκησε, η αρχή της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως της υποθέσεως έγινε πλήρως σεβαστή. Επομένως, το αίτημά του να του κοινοποιηθεί η αίτηση της Επιτροπής πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων

8        Πρέπει επίσης να απορριφθούν τα επιχειρήματα του L. Marcuccio με τα οποία αμφισβητεί το παραδεκτό της παρούσας αιτήσεως για τον λόγο ότι δεν έλαβε τα έγγραφα της 3ης και της 5ης Μαΐου 2011 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), εφόσον κατά την κατάθεση της παρούσας αιτήσεως δεν διαπιστώθηκε καμία αμφισβήτηση όσον αφορά τα αποδοτέα έξοδα κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι η Επιτροπή προσκόμισε απόδειξη μόνο για την αποστολή του εγγράφου της 5ης Μαΐου 2011, ο L. Marcuccio δεν αμφισβητεί ότι ο G. Cipressa έλαβε το έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2010 ούτε αμφισβητεί ότι το έγγραφο αυτό αναφερόταν στην υπόθεση για την οποία υποβλήθηκε η παρούσα αίτηση και μνημόνευε το ποσό των 4 500 ευρώ ως ποσό που έπρεπε να αποδοθεί για δικαστικά έξοδα ούτε αρνείται ότι δεν κατέληξε σε συμφωνία με την Επιτροπή όσον αφορά το ποσό των αποδοτέων δικαστικών εξόδων. Περαιτέρω, ο L. Marcuccio δεν προβάλλει ότι ενημέρωσε την Επιτροπή για το ότι η εντολή προς τον G. Cipressa, ο οποίος εξακολουθεί να τον εκπροσωπεί στην υπό κρίση υπόθεση, δεν κάλυπτε ή δεν καλύπτει πλέον τις συνέπειες από την εκτέλεση της αποφάσεως με την οποία καταδικάστηκε στα δικαστικά έξοδα ή ενδεχόμενη διαδικασία καθορισμού των δικαστικών εξόδων ούτε προβάλλει ότι ο G. Cipressa είχε ενημερώσει την Επιτροπή σχετικώς. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι τα έγγραφα της 3ης και της 5ης Μαΐου δεν περιέχουν δικαιολογητικά από τα οποία να προκύπτει το βάσιμο των αξιώσεων της Επιτροπής, πρέπει να επισημανθεί ότι καμία διάταξη του Κανονισμού Διαδικασίας δεν υποχρεώνει τον διάδικο να τεκμηριώνει με δικαιολογητικά τις αξιώσεις του στο στάδιο της επαφής πριν από την κατάθεση αιτήσεως καθορισμού των εξόδων. Συναφώς, η αρχή της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως της υποθέσεως έγινε πλήρως σεβαστή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 92, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Επομένως, βάσει των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό, αφενός, ότι δόθηκε στον L. Marcuccio η δυνατότητα να αμφισβητήσει το ποσό που ζητούσε η Επιτροπή σε εκτέλεση της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 20ής Οκτωβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής, και, αφετέρου, ότι η στάση του L. Marcuccio ισοδυναμεί με αμφισβήτηση κατά την έννοια του άρθρου 92, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

9        Εξάλλου, το μικρότερο των δύο ετών διάστημα που μεσολάβησε από την έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 20ής Οκτωβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής, μέχρι την αποστολή του εγγράφου της 8ης Ιουλίου 2010 δεν είναι υπερβολικό, εφόσον η Επιτροπή, ευρισκόμενη σε αντιδικία με τον αναιρεσείοντα σε πολλές υποθέσεις, δικαιολογημένα κοινοποίησε, διαχειριζόμενη ορθώς την κατάσταση, στον αναιρεσείοντα τις αξιώσεις της σε όσες υποθέσεις είχαν ήδη περατωθεί. Όπως προκύπτει από το έγγραφο της 3ης Μαΐου 2011, το οποίο δεν αμφισβήτησε ο L. Marcuccio ως προς το αληθές του περιεχομένου του, το έγγραφο της 8ης Ιουλίου 2010 περιείχε αιτήματα πληρωμής των δικαστικών εξόδων σε εννέα υποθέσεις, η τελευταία από τις οποίες περατώθηκε στις 23 Μαρτίου 2010. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο L. Marcuccio αβασίμως θεώρησε ότι η Επιτροπή είχε παραιτηθεί από το δικαίωμά της να ζητήσει τα δικαστικά έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί. Επομένως, τα επιχειρήματα του L. Marcuccio, κατά τα οποία η αίτηση της Επιτροπής δεν υποβλήθηκε εντός ευλόγου χρόνου, πρέπει να απορριφθούν. Έτσι, ελλείψει συμφωνίας των διαδίκων επί του ποσού των αποδοτέων εξόδων, η αίτηση της Επιτροπής πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή και να οριστεί το ποσό των αποδοτέων προς την Επιτροπή εξόδων στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2008, Marcuccio κατά Επιτροπής.

 Επί του βασίμου της αιτήσεως καθορισμού των δικαστικών εξόδων

 Όσον αφορά τη δυνατότητα αναζητήσεως των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή

10      Κατά το άρθρο 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, ως αποδοτέα έξοδα θεωρούνται τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης και ιδίως τα έξοδα μετακινήσεως και διαμονής και η αμοιβή των εκπροσώπων, συμβούλων ή δικηγόρων.

11      Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τα αποδοτέα έξοδα περιορίζονται, αφενός, στα ποσά που δαπανήθηκαν για τους σκοπούς της ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δίκης και, αφετέρου, σε όσα ήταν αναγκαία για τους ανωτέρω σκοπούς (διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 23ης Μαρτίου 2012, T‑498/09 P‑DEP, Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 13).

12      Περαιτέρω, ελλείψει διατάξεως του δικαίου της Ένωσης στον τομέα του καθορισμού τιμών, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει ελεύθερα τα στοιχεία της υπό κρίση υποθέσεως, λαμβάνοντας υπόψη το αντικείμενο και τη φύση της διαφοράς, τη σπουδαιότητά της από πλευράς δικαίου της Ένωσης, καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, τον φόρτο εργασίας που συνεπάγεται η ένδικη διαδικασία για τους εκπροσώπους ή τους συμβούλους που επιλήφθηκαν της υποθέσεως και τα οικονομικά συμφέροντα που αντιπροσωπεύει η διαφορά για τους διαδίκους (προπαρατεθείσα διάταξη Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 14).

13      Κατά τον καθορισμό του ποσού των αποδοτέων εξόδων, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει επίσης να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις της υποθέσεως έως τον χρόνο εκδόσεως της διατάξεως περί καθορισμού των δικαστικών εξόδων, συμπεριλαμβανομένων των σχετικών με τη διαδικασία καθορισμού των δικαστικών δαπανών αναγκαίων εξόδων (προπαρατεθείσα διάταξη Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 15).

14      Συναφώς, όπως προκύπτει από το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, που έχει εφαρμογή ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 53, πρώτο εδάφιο, του εν λόγω Οργανισμού, τα θεσμικά όργανα της Ένωσης δύνανται να ζητούν τη συνδρομή δικηγόρου. Επομένως, η αμοιβή του δικηγόρου αυτού εμπίπτει στην έννοια των αναγκαίων εξόδων στο πλαίσιο της διαδικασίας (προπαρατεθείσα διάταξη Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 20), χωρίς το θεσμικό όργανο να υποχρεούται να αποδείξει ότι η συνδρομή αυτή ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένη (βλ., συναφώς, διάταξη του Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου 2012, C‑323/06 P‑DEP, Επιτροπή κατά Καλλιανού, σκέψεις 10 και 11). Επομένως, μολονότι το γεγονός ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε δύο εκπροσώπους και έναν εξωτερικό δικηγόρο δεν ασκεί επιρροή στη δυνατότητα αναζητήσεως των εξόδων αυτών, τα οποία, κατ’ αρχήν, από πουθενά δεν συνάγεται ότι μπορούν να αποκλειστούν, μπορεί ωστόσο να ασκεί επιρροή στον καθορισμό του ποσού των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της διαδικασίας ανακτήσεως in fine (προπαρατεθείσα διάταξη Kerstens κατά Επιτροπής, σκέψη 21). Έτσι, δεν τίθεται θέμα παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ των διαδίκων όταν το καθού θεσμικό όργανο αποφασίζει να προσλάβει δικηγόρο σε ορισμένες υποθέσεις ενώ σε άλλες παρίσταται με τους εκπροσώπους του.

15      Κάθε άλλη ερμηνεία βάσει της οποίας το δικαίωμα του θεσμικού οργάνου να αξιώσει το σύνολο ή μέρος της αμοιβής που κατέβαλε σε δικηγόρο εξαρτάται από την απόδειξη του ότι ήταν «αντικειμενικώς» απαραίτητη η προσφυγή στις υπηρεσίες του εν λόγω δικηγόρου συνιστά στην πραγματικότητα έμμεσο περιορισμό της ελευθερίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου και θα είχε ως αποτέλεσμα ο δικαστής της Ένωσης να πρέπει να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση την εκτίμηση των οργάνων που έχουν την ευθύνη για την οργάνωση των υπηρεσιών τους. Όμως, μία τέτοια ενέργεια εκ μέρους του δικαστή δεν είναι συμβατή ούτε με το άρθρο 19, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου ούτε με την εξουσία εσωτερικής οργανώσεως που διαθέτουν τα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ένωσης όσον αφορά τη διαχείριση των υποθέσεών τους ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης. Αντιθέτως, η συνεκτίμηση της εκπροσώπησης από έναν ή περισσότερους εκπροσώπους στο πλευρό του εν λόγω δικηγόρου συνάδει με την διακριτική ευχέρεια που διαθέτει ο δικαστής της Ένωσης στο πλαίσιο της διαδικασίας καθορισμού των δικαστικών εξόδων δυνάμει του άρθρου 91, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. σκέψεις 10 έως 12 ανωτέρω).

 Επί του ποσού των αποδοτέων εξόδων

16      Προκειμένου να εκτιμηθεί, βάσει των κριτηρίων που απαριθμούνται στη σκέψη 12 ανωτέρω, αν ήταν απαραίτητα τα έξοδα στα οποία πράγματι υποβλήθηκε λόγω της διαδικασίας ο αιτών την απόδοσή τους, πρέπει αυτός να προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία (βλ., συναφώς, διατάξεις του Δικαστηρίου της 17ης Φεβρουαρίου 2004, C‑321/99 P‑DEP, DAI κατά ARAP κ.λπ., που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 23, και της 20ής Μαΐου 2010, C‑12/03 P‑DEP και C‑13/03 P‑DEP, Tetra Laval κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 65). Μολονότι η έλλειψη τέτοιων στοιχείων δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, βάσει ορθής αξιολόγησης, το ποσό των αποδοτέων εξόδων, ωστόσο η εν λόγω έλλειψη λειτουργεί αναγκαστικά περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος (βλ. διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 24ης Οκτωβρίου 2011, T‑176/04 DEP II, Marcuccio κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 27 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

17      Εν προκειμένω, όσον αφορά, πρώτον, τον φόρτο εργασίας της Επιτροπής λόγω της δίκης, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η αίτηση αναιρέσεως του L. Marcuccio περιελάμβανε έξι λόγους, αντλούμενους, πρώτον, από παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, δεύτερον, από πλήρη έλλειψη αιτιολογίας, τρίτον, από εσφαλμένη εφαρμογή της έννοιας της βλαπτικής πράξεως, τέταρτον, από παράλειψη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να αποφανθεί επί ουσιώδους σημείου της διαφοράς και από παράβαση της υποχρεώσεως σαφούς διατυπώσεως, πέμπτον, από παράβαση του αξιώματος βάσει του οποίου το βάρος αποδείξεως φέρει ο επικαλούμενος ένα γεγονός και όχι αυτός που το αμφισβητεί και, έκτον, από πλημμέλειες της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, λόγω της φύσεως της συγκεκριμένης υποθέσεως, υπήρξε φόρτος εργασίας μεγαλύτερος από τον αναμενόμενο.

18      Δεύτερον, όσον αφορά το αντικείμενο, τη φύση και το οικονομικό ενδιαφέρον της υποθέσεως, πρέπει να τονιστεί ότι οι λόγοι αναιρέσεως στρέφονταν κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτο αίτημα περί ακυρώσεως υποτιθέμενης αποφάσεως της Επιτροπής περί περατώσεως της διαδικασίας χορηγήσεως των παροχών του άρθρου 73 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ο αναιρεσείων προσέβαλε την εκτίμηση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης σε ορισμένα θέματα επί των οποίων η Επιτροπή έπρεπε να λάβει θέση, και το έπραξε αυτό στο πλαίσιο της απαντήσεώς της.

19      Τρίτον, όσον αφορά τη σημασία της ένδικης διαφοράς από την άποψη του δικαίου της Ένωσης καθώς και τις δυσκολίες της υποθέσεως, από τα ανωτέρω κριτήρια προκύπτει ότι οι απαιτήσεις δεν ήταν ιδιαίτερα αυξημένες.

20      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ζητεί το ποσό των 4 500 ευρώ που αντιστοιχεί στο κατ’ αποκοπή ποσό που συμφώνησε με τον εξωτερικό δικηγόρο που προσέλαβε. Εισαγωγικά, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο δικαστής της Ένωσης δεν έχει την εξουσία να καθορίζει την αμοιβή που οφείλουν οι διάδικοι στους δικηγόρους τους, αλλά να ορίζει μέχρι ποιο ποσό μπορεί να ζητηθεί η απόδοση της αμοιβής αυτής από τον καταδικασθέντα στα δικαστικά έξοδα (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑204/07 P‑DEP, C.A.S. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 13 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. διατάξεις του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Φεβρουαρίου 2008, T‑310/00 DEP, Verizon Business Global κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 29, και της 31ης Μαρτίου 2011, T‑5/02 DEP και T‑80/02 DEP, Tetra Laval κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ομοίως, ο κατ’ αποκοπή χαρακτήρας της αμοιβής δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το αποδοτέο για δικαστικά έξοδα ποσό, δεδομένου ότι ο δικαστής βασίζεται στα κριτήρια που έχει θέσει η νομολογία και στα ακριβή στοιχεία που πρέπει να προσκομίσουν οι διάδικοι. Μολονότι η έλλειψη τέτοιων στοιχείων δεν εμποδίζει το Γενικό Δικαστήριο να καθορίσει, βάσει ορθής αξιολόγησης, το ποσό των αποδοτέων εξόδων, ωστόσο η εν λόγω έλλειψη λειτουργεί αναγκαστικά περιοριστικά όσον αφορά την εκτίμησή του επί των αξιώσεων του αιτούντος, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 16 ανωτέρω.

21      Συναφώς, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι ο εξωτερικός δικηγόρος που προσέλαβε υπολόγισε τις ώρες εργασίας που απαιτήθηκαν για την ανάλυση της αναιρεσιβαλλόμενης διάταξης και της αιτήσεως αναιρέσεως, για την έρευνα της νομολογίας και τη σύνταξη του υπομνήματος αντικρούσεως, καθώς και για την επικοινωνία με τους εκπροσώπους της Επιτροπής για την ολοκλήρωση του φακέλου, σε 17, και χρέωσε την κάθε μία προς 250 ευρώ. Η Επιτροπή αναφέρει επίσης ότι ο εξωτερικός δικηγόρος της υπολόγισε τα σχετικά με την υπόθεση έξοδα για αναλώσιμα γραφείου σε 250 ευρώ.

22      Βάσει της αναλύσεως των κρίσιμων για τον καθορισμό του ποσού των αποδοτέων εξόδων κριτηρίων, τόσο οι ώρες εργασίας που διέθεσε ο εξωτερικός δικηγόρος της Επιτροπής όσο και η ωριαία αμοιβή του κρίνονται ως ενδεδειγμένες. Όσον αφορά τις δαπάνες που κατέβαλε ο δικηγόρος, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν προσκομίστηκε κανένα έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο προς απόδειξη των διοικητικών εξόδων που κατέβαλε αυτός. Όμως, λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ του ποσού που ζητήθηκε για τις δαπάνες αυτές και του εκτιμώμενου ποσού, θα έπρεπε να προσκομισθεί ένα τέτοιο στοιχείο. Επομένως, κατά τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 20 ανωτέρω, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία της υποθέσεως μέχρι την ημερομηνία εκδόσεως της παρούσας διάταξης, το συνολικό ποσό των αποδοτέων εξόδων πρέπει να καθοριστεί, κατά ορθή εκτίμηση, σε 4 300 ευρώ.

23      Εφόσον η ανωτέρω κρίση δεν στηρίχθηκε στα παραρτήματα 7, 9 και 10 της αιτήσεως καθορισμού των εξόδων, το αίτημα του L. Marcuccio να μην υπολογισθούν τα εν λόγω παραρτήματα δεν πρέπει να γίνει δεκτό. Εξάλλου, δεδομένου ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας δεν υποχρέωσε το Γενικό Δικαστήριο να υποβληθεί σε έξοδα που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, δεν συντρέχει λόγος να δοθεί συνέχεια στο αίτημα του L. Marcuccio να καταβάλει η Επιτροπή στο Γενικό Δικαστήριο οποιοδήποτε ποσό.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (αναιρετικό τμήμα)

διατάσσει:

Το συνολικό ποσό των καταβλητέων από τον L. Marcuccio προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξόδων ορίζεται σε 4 300 ευρώ.

Λουξεμβούργο, 28 Μαΐου 2013.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      M. Jaeger


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.