Language of document : ECLI:EU:C:2024:612

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

TAMARA ĆAPETA

της 11ης Ιουλίου 2024 (1)

Υπόθεση C369/23

Vivacom Bulgaria EAD

κατά

Varhoven administrativen sad,

Natsionalna agentsia za prihodite

[αίτηση του Varhoven administrativen sad
(Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ευθύνη κράτους μέλους για ζημία που προκαλείται σε ιδιώτες λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες καταλογίζονται σε δικαστήριο που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό – Εθνικοί κανόνες οι οποίοι προβλέπουν την αρμοδιότητα εθνικού δικαστηρίου που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό να εξετάζει αγωγές που βασίζονται σε παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες καταλογίζονται στο συγκεκριμένο δικαστήριο – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο – Αντικειμενικός έλεγχος της αμεροληψίας»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αμεροληψία είναι καθοριστικό χαρακτηριστικό ενός δικαστηρίου. Ήδη το 399 π.Χ. ο Σωκράτης φέρεται να είπε: «τέσσερα προσόντα πρέπει να έχει ο δικαστής: να ακούει ευγενικά, να απαντά με συνέπεια, να σκέφτεται σοβαρά και να αποφασίζει αμερόληπτα» (2).

2.        Είναι ένα δικαστήριο το οποίο καλείται να αποφανθεί επί ιδίας αυτού παραβίασης του δικαίου της Ένωσης αμερόληπτο;

3.        Το ανωτέρω ερώτημα ανακύπτει στην υπό κρίση υπόθεση σε σχέση με αγωγή αποζημιώσεως την οποία άσκησε εταιρία λόγω πεπλανημένης ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης από εθνικό δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας.

II.    Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, το προδικαστικό ερώτημα και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

4.        Η Vivacom Bulgaria EAD (στο εξής: Vivacom) είναι βουλγαρική εταιρία η οποία παρέχει τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες.

5.        Το 2007 και το 2008 εξέδωσε τιμολόγια προς δύο ρουμανικές εταιρίες βάσει συμβάσεων για την πώληση προπληρωμένων καρτών και κουπονιών για τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες, με μηδενικό συντελεστή φόρου προστιθέμενης αξίας (στο εξής: ΦΠΑ).

6.        Κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου, η Natsionalna agentsia za prihodite (εθνική υπηρεσία δημόσιων εσόδων, Βουλγαρία, στο εξής: NAP) εκτίμησε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι εν λόγω κάρτες και τα εν λόγω κουπόνια είχαν παραληφθεί από πρόσωπα τα οποία εκπροσωπούσαν τις εν λόγω ρουμανικές εταιρίες. Επομένως, η NAP θεώρησε ότι οι συναλλαγές συνιστούσαν παροχή υπηρεσιών με τόπο παροχής τη Βουλγαρία, όπου η Vivacom ασκεί τη δραστηριότητά της, κατά την εθνική νομοθεσία περί μεταφοράς της οδηγίας ΦΠΑ (3).

7.        Ως εκ τούτου, στις 20 Ιουνίου 2012 η NAP εξέδωσε πράξη βεβαίωσης φόρου προς τη Vivacom, με την οποία βεβαίωσε πρόσθετες υποχρεώσεις ΦΠΑ συνολικού ύψους 760 183,15 βουλγαρικών λεβ (στο εξής: BGN) (περίπου 388 485 ευρώ).

8.        Η Vivacom κατέβαλε το βεβαιωθέν ποσό και κίνησε διοικητική διαδικασία επανεξέτασης της πράξης βεβαίωσης φόρου, η οποία δεν ευοδώθηκε.

9.        Εν συνεχεία, η Vivacom άσκησε προσφυγή κατά της πράξης βεβαίωσης φόρου ενώπιον του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία, στο εξής: ASSG), η οποία απορρίφθηκε εν μέρει. Κατά το ASSG, η Vivacom είχε υποχρέωση καταβολής του ΦΠΑ διότι οι σχετικές συναλλαγές χαρακτηρίστηκαν μεν ως παράδοση αγαθών, πλην όμως, δεδομένου ότι οι κάρτες και τα κουπόνια δεν αναχώρησαν από την αποθήκη της Vivacom, ο τόπος παράδοσης βρισκόταν στο έδαφος της Βουλγαρίας.

10.      Η Vivacom άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του Varhoven administrativen sad (Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία, στο εξής: VAS). Με απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2014, το VAS επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Ειδικότερα, το VAS συμφώνησε με τη διαπίστωση του ASSG ότι οι συναλλαγές συνιστούσαν παράδοση αγαθών και έκρινε ότι οι σχετικοί εθνικοί κανόνες είχαν εφαρμοστεί ορθώς. Δεδομένου ότι το VAS αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό, η απόφαση ήταν αμετάκλητη.

11.      Εν συνεχεία, στις 12 Δεκεμβρίου 2019 η Vivacom άσκησε ενώπιον του ASSG αγωγή αποζημιώσεως κατά της NAP και του VAS λόγω ευθύνης του Δημοσίου, κατά την έννοια του δικαίου της Ένωσης. Η Vivacom υποστήριξε ότι η NAP και το VAS υπέπεσαν σε πλάνη κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της οδηγίας ΦΠΑ, όπως έχουν ερμηνευθεί από το Δικαστήριο με τη νομολογία του.

12.      Με απόφαση της 18ης Απριλίου 2022, το ASSG απέρριψε την αγωγή της Vivacom. Ειδικότερα, το ASSG έκρινε ότι δεν υπήρξε κατάφωρη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης από τη NAP ή το VAS.

13.      Συναφώς, το ASSG έκρινε ότι η NAP είχε εφαρμόσει ορθώς τη σχετική νομοθεσία. Το ASSG έκρινε επίσης ότι, μολονότι το VAS είχε υποπέσει σε πλάνη χαρακτηρίζοντας τις συναλλαγές ως παραδόσεις αγαθών, και όχι ως παροχή υπηρεσιών, η ορθή νομική μεταχείριση των εν λόγω συναλλαγών δεν θα είχε καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα, δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις απαλλαγής από τον ΦΠΑ δεν πληρούνται και ότι το VAS είχε ορθώς συμπεράνει ότι δεν υπήρχε βάση για την εφαρμογή της νομολογίας του Δικαστηρίου την οποία επικαλέστηκε η Vivacom.

14.      Η Vivacom άσκησε αναίρεση κατά της ανωτέρω απόφασης ενώπιον του VAS, αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση. Η Vivacom υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο διττός ρόλος του VAS, ως δικαστηρίου τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας και ως διαδίκου, δεν πληροί τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης περί δίκαιης δίκης από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, μολονότι το δικάζον τμήμα είναι διαφορετικό από εκείνο το οποίο εξέδωσε την αμετάκλητη απόφαση στη φορολογική διαφορά.

15.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, προτού εξετάσει την υπόθεση επί της ουσίας, πρέπει να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως σχετικά με το ζήτημα της αρμοδιότητάς του.

16.      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, βάσει των διατάξεων του βουλγαρικού δικαίου (4), οι αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται στο VAS εμπίπτουν στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων. Κατά κανόνα, η ένδικη διοικητική διαδικασία αρθρώνεται σε δύο βαθμούς δικαιοδοσίας. Το VAS είναι το δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας και, για τον λόγο αυτόν, οι εν λόγω αγωγές αποζημιώσεως πρέπει να κρίνονται σε τελευταίο βαθμό από το VAS.

17.      Ως εκ τούτου, το VAS ζητεί να διευκρινιστεί αν εθνικοί κανόνες οι οποίοι επιτρέπουν στο ίδιο δικαστήριο να είναι τόσο δικαστής όσο και εναγόμενος στην ίδια υπόθεση πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που εμπίπτουν στο δίκαιο της Ένωσης και του άρθρου 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) περί ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου.

18.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η Vivacom δεν παρέχει κανένα συγκεκριμένο αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με περιστάσεις που δημιουργούν ενδοιασμούς όσον αφορά την υποκειμενική αμεροληψία των δικαστών του τμήματος του VAS, αλλά υποστηρίζει ότι το VAS μεροληπτεί λόγω της ιδιότητάς του ως εναγομένου και ότι το γεγονός και μόνον ότι η αγωγή κατά του VAS εκδικάζεται σε τελευταίο βαθμό ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου, μολονότι από διαφορετικό τμήμα, αρκεί για να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες όσον αφορά την ανεξαρτησία και την αμεροληψία κάθε τμήματος του εν λόγω δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει επίσης ότι η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΔΔΑ) σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: ΕΣΔΑ) δεν παρέχει οριστική απάντηση στο ερώτημα αν ένα συγκεκριμένο δικαστήριο μπορεί να κρίνει αγωγή στην οποία είναι εναγόμενο (5).

19.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Έχουν το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή που προβλέπεται στο άρθρο 2c, παράγραφος 1, σημείο 1, [του] ZODOV, σε συνδυασμό με τα άρθρα 203, παράγραφος 3, και 128, παράγραφος 1, σημείο 6, [του] APK, σύμφωνα με τα οποία αγωγή προς αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε από παραβίαση εκ μέρους του VAS του δικαίου της Ένωσης, στην οποία το VAS έχει την ιδιότητα του εναγομένου, κρίνεται σε τελευταίο βαθμό από το δικαστήριο αυτό;»

20.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν στο Δικαστήριο η Vivacom Bulgaria, το VAS, η Βουλγαρική Κυβέρνηση καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεν διεξήχθη επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

III. Ανάλυση

Α.      Το ζήτημα που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση

21.      Με την απόφαση-ορόσημο Köbler (6), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η αρχή της ευθύνης των κρατών μελών για ζημία που προκαλείται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης εφαρμόζεται επίσης όταν η παραβίαση προκύπτει από απόφαση δικαστηρίου που αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό (στο εξής: ευθύνη του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler) (7).

22.      Με την ανωτέρω απόφαση, απαντώντας στα επιχειρήματα ορισμένων κρατών μελών ότι η εφαρμογή της αρχής της ευθύνης του Δημοσίου σε αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων που αποφαίνονται σε τελευταίο βαθμό εμποδιζόταν από δυσχέρειες προσδιορισμού του αρμόδιου δικαστηρίου (8), το Δικαστήριο εξέθεσε ότι «[δ]εν επιτρέπεται να τεθεί σε κίνδυνο η εφαρμογή αυτής της αρχής από την έλλειψη αρμοδίου δικαστηρίου» (9).

23.      Το Δικαστήριο έκρινε ότι, σύμφωνα με την αρχή της δικονομικής αυτονομίας, απόκειται στα κράτη μέλη να προβλέψουν τους δικονομικούς κανόνες βάσει των οποίων ιδιώτες μπορούν να ασκούν ενώπιον των δικαστηρίων αγωγές για την αναγνώριση της ευθύνης του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler, υπενθυμίζοντας ότι οι εν λόγω κανόνες πρέπει να πληρούν την απαίτηση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (10).

24.      Με την υπό κρίση υπόθεση τίθενται επίσης υπό αμφισβήτηση οι κανόνες που θέσπισε κράτος μέλος σε σχέση με την ευθύνη του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler όσον αφορά τη συμβατότητά τους με την απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

25.      Η ως άνω απαίτηση, η οποία είναι γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (11), ενσωματώνεται πλέον τόσο στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ όσο και στο άρθρο 47 του Χάρτη, την ερμηνεία των οποίων ζήτησε το αιτούν δικαστήριο.

26.      Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας έχει το ίδιο περιεχόμενο σε όλες τις εφαρμογές της στο δίκαιο της Ένωσης (12). Απαιτεί, μεταξύ άλλων, το δικαστήριο που εκδικάζει την αγωγή λόγω φερόμενης προσβολής δικαιώματος, του οποίου οι πολίτες απολαύουν βάσει του δικαίου της Ένωσης, όπως το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση, να είναι ανεξάρτητο και αμερόληπτο (13).

27.      Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι η δικαστική ανεξαρτησία έχει δύο πτυχές: μια εξωτερικής και μια εσωτερικής φύσης. Η εξωτερικής φύσης πτυχή απαιτεί το δικαστήριο να ασκεί τα καθήκοντά του με πλήρη αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προέλευσης και, ως εκ τούτου, να προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις του. Η εσωτερικής φύσης πτυχή, καλούμενη επίσης δικαστική αμεροληψία, συναρτάται προς την τήρηση από τους κρίνοντες δικαστές ίσων αποστάσεων ως προς τους διαδίκους και τα αντιπαρατιθέμενα συμφέροντά τους σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς. Επιτάσσει την τήρηση αντικειμενικότητας και την απουσία κάθε συμφέροντος από τη λύση της διαφοράς πέραν της αυστηρής εφαρμογής των κανόνων δικαίου (14).

28.      Το ζήτημα που ανέκυψε στην υπό κρίση υπόθεση αφορά την απαίτηση αμεροληψίας, δεδομένου ότι το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν οι εφαρμοστέοι βουλγαρικοί κανόνες διασφαλίζουν ότι το VAS, λαμβανομένης υπόψη της θέσης του ως εναγομένου, δεν έχει οποιοδήποτε συμφέρον από την έκβαση της αγωγής αποζημιώσεως πέραν της εφαρμογής του νόμου. Εν ολίγοις, μια τέτοια κατάσταση μπορεί να παραβιάζει την αρχή «nemo judex in causa sua» (ουδείς δύναται να δικάζει υπόθεση που αφορά τον ίδιο).

29.      Το εν λόγω ζήτημα δεν εξετάστηκε ούτε με την απόφαση Köbler ούτε με την επακόλουθη νομολογία (15).

30.      Το δυνητικό ζήτημα που ανακύπτει όσον αφορά την αμεροληψία έχει αναγνωριστεί από τους θεωρητικούς του δικαίου (16). Εντούτοις, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν εξετάστηκε περαιτέρω (17).

31.      Προτού εκθέσω τη γνώμη μου επί του ζητήματος της αμεροληψίας που τίθεται στην υπό κρίση υπόθεση, θα υπενθυμίσω τη νομολογία του Δικαστηρίου και τη νομολογία του ΕΔΔΑ οι οποίες μπορεί να είναι χρήσιμες εν προκειμένω.

Β.      Υπόμνηση της νομολογίας

1.      Νομολογία του Δικαστηρίου

32.      Με τη νομολογία του, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη νομολογία του ΕΔΔΑ, έχει δεχθεί ότι η συμμόρφωση με την αρχή της αμεροληψίας μπορεί να ελεγχθεί με δύο τρόπους. Ο υποκειμενικός έλεγχος λαμβάνει υπόψη την προσωπική πεποίθηση και τη συμπεριφορά του δικαστή, ενώ ο αντικειμενικός έλεγχος εξετάζει αν, ανεξαρτήτως της προσωπικής στάσης του δικαστή, ορισμένα επαληθεύσιμα πραγματικά περιστατικά δικαιολογούν υποψίες ως προς την αμεροληψία του. Κατά την αντικειμενική αξιολόγηση της αμεροληψίας, ακόμη και οι εντυπώσεις μπορεί να έχουν σημασία (18).

33.      Το Δικαστήριο έχει εξετάσει την απαίτηση αμεροληψίας σε σχέση με τα δικαστήρια και άλλα όργανα (19). Τρεις είναι οι κύριες νομολογιακές τάσεις οι οποίες ενδέχεται να έχουν ενδιαφέρον στην υπό κρίση υπόθεση. Εντούτοις, καμία από τις σχετικές υποθέσεις δεν αφορούσε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.

34.      Πρώτον, υπάρχει νομολογία σχετικά με την έννοια του «δικαστηρίου κράτους μέλους» κατά το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας το Δικαστήριο έχει εξετάσει αν το αιτούν όργανο ενήργησε ως τρίτος σε σχέση με τα διακυβευόμενα συμφέροντα. Εντούτοις, η συγκεκριμένη εκτίμηση της αμεροληψίας είχε ως σκοπό τη διαφοροποίηση δικαστικών και διοικητικών καθηκόντων (20), κατάσταση η οποία δεν αφορά την υπό κρίση υπόθεση. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι το VAS είναι δικαστήριο· το μόνο ζήτημα είναι αν, σε κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, το συγκεκριμένο δικαστήριο μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει επαρκή εχέγγυα αμεροληψίας.

35.      Δεύτερον, υπάρχει νομολογία σχετικά με την αμεροληψία τόσο του Δικαστηρίου όσο και του Γενικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο αγωγών αποζημιώσεως λόγω φερόμενων παραβάσεων από το Γενικό Δικαστήριο της υποχρέωσης εκδίκασης της υπόθεσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, κατά το άρθρο 47, δεύτερο εδάφιο, του Χάρτη (21). Κατά τη γνώμη μου, όμως, η εν λόγω νομολογία δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση και τούτο για δύο λόγους. Κατά πρώτον, αφορά αγωγές για αποκατάσταση ζημίας η οποία καταλογίζεται στο Γενικό Δικαστήριο και, επομένως, δεν αφορά κατάσταση στην οποία το Δικαστήριο, ως δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, θα αποφαινόταν επί φερόμενων παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονταν σε αυτό (22). Κατά δεύτερον, η εν λόγω νομολογία αφορά παράβαση της υποχρέωσης εκδίκασης της υπόθεσης εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και, επομένως, δεν αφορά το περιεχόμενο δικαστικών αποφάσεων και φερόμενων περιπτώσεων πλάνης κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ευθύνης του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler.

36.      Τρίτον, υπάρχει νομολογία με την οποία το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επί της αμεροληψίας του Γενικού Δικαστηρίου λόγω της σύνθεσης του δικάζοντος τμήματος. Μια ομάδα υποθέσεων αφορά περιπτώσεις στις οποίες οι ίδιοι δικαστές μετείχαν σε διαδοχικούς δικαστικούς σχηματισμούς πριν από και μετά την αναπομπή της υπόθεσης από το Δικαστήριο με την αναιρετική απόφαση (23). Μια άλλη ομάδα υποθέσεων αφορά τη συμμετοχή των ίδιων δικαστών σε δικαστικούς σχηματισμούς σε συναφείς υποθέσεις (24). Το ζήτημα ανέκυψε, επιπλέον, σε σχέση με φερόμενη σύγκρουση συμφερόντων λόγω προηγούμενης απασχόλησης δικαστή (25). Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε πρόβλημα αμεροληψίας σε καμία από τις ως άνω περιπτώσεις. Εντούτοις, οι εν λόγω περιπτώσεις διαφέρουν από την επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, καθότι δεν αφορούν περίπτωση στην οποία δικαστές αποφάνθηκαν επί παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονταν στους ίδιους.

2.      Νομολογία του ΕΔΔΑ

37.      Όπως έχει αναγνωρίσει το ΕΔΔΑ, με τη νομολογία του σχετικά με το άρθρο 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ, στη μεγάλη πλειονότητα των υποθέσεων στις οποίες ανέκυψαν ζητήματα αμεροληψίας, επικεντρώθηκε στον αντικειμενικό έλεγχο (26).

38.      Το ΕΔΔΑ δεν έχει αποφανθεί επί υποθέσεως με αντικείμενο συγκρίσιμη κατάσταση που να αφορά δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας (27). Ωστόσο, ορισμένες υποθέσεις ενδέχεται να είναι σχετικές με την υπό κρίση υπόθεση.

39.      Για παράδειγμα, σε ορισμένες υποθέσεις ανέκυψε το ζήτημα της αμεροληψίας δικαστών που κλήθηκαν να αποφανθούν σχετικά με το αν υπέπεσαν σε πλάνη κατά την ερμηνεία ή την εφαρμογή του δικαίου στο πλαίσιο προγενέστερης απόφασής τους. Το ΕΔΔΑ εκτίμησε ότι τούτο μπορεί να δημιουργήσει εύλογους ενδοιασμούς όσον αφορά την αμεροληψία. Εντούτοις, στις εν λόγω υποθέσεις, οι δικαστές κλήθηκαν να κρίνουν αν οι ίδιοι υπέπεσαν σε τέτοιες περιπτώσεις πλάνης και για τον λόγο αυτόν το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ (28). Αντιθέτως, στην υπό κρίση υπόθεση, μολονότι πρόκειται περί του ίδιου δικαστηρίου, οι δικαστές που θα αποφανθούν επί της αγωγής αποζημιώσεως θα είναι διαφορετικοί.

40.      Περαιτέρω, οι υποθέσεις Mihalkov κατά Βουλγαρίας (29) και Boyan Gospodinov κατά Βουλγαρίας (30), τις οποίες επικαλέστηκαν οι διάδικοι ενώπιον του Δικαστηρίου, αφορούσαν αγωγές αποζημιώσεως λόγω της άδικης καταδίκης των προσφευγόντων. Πέραν της πολυπλοκότητας των πραγματικών περιστατικών στις δύο αυτές υποθέσεις, το ζήτημα της αμεροληψίας εντοπιζόταν στο επίπεδο των κατώτερων ιεραρχικώς δικαστηρίων κατά των αποφάσεων των οποίων υπήρχε δυνατότητα άσκησης ενδίκου μέσου. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παράβαση του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ καθότι, αφενός, υπήρχαν ορισμένα στοιχεία που δημιουργούσαν εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία των κατώτερων ιεραρχικώς δικαστηρίων και, αφετέρου, τα ανώτερα ιεραρχικώς δικαστήρια δεν κατάφεραν να διασκεδάσουν τις εν λόγω αμφιβολίες. Σε σχέση με την υπό κρίση υπόθεση, σημασία μπορεί να έχει το γεγονός ότι τα στοιχεία που οδήγησαν το ΕΔΔΑ να θεωρήσει βάσιμες τις εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία ήταν ότι τα κατώτερα ιεραρχικώς δικαστήρια ήταν εναγόμενα στις αγωγές αποζημιώσεως που είχαν υποβληθεί στην κρίση τους και ότι η αποζημίωση θα καταβαλλόταν από τους προϋπολογισμούς των εν λόγω δικαστηρίων.

41.      Συμπερασματικά, η νομολογία του Δικαστηρίου και του ΕΔΔΑ δεν παρέχει σαφή απάντηση στο ερώτημα αν, κατά τον αντικειμενικό έλεγχο της αμεροληψίας, πρέπει να θεωρείται, σε κάθε περίπτωση, ότι δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας το οποίο αποφαίνεται επί υποθέσεως που το αφορά μεροληπτεί.

42.      Ως εκ τούτου, προκειμένου να εφαρμοστεί ο αντικειμενικός έλεγχος της αμεροληψίας στην υπό κρίση υπόθεση, είναι σημαντικό να γίνει κατ’ αρχάς κατανοητό τι συνεπάγεται ο εν λόγω έλεγχος.

Γ.      Τι συνεπάγεται ο αντικειμενικός έλεγχος της αμεροληψίας

43.      Όπως προκύπτει από τη διάταξη περί παραπομπής και από τις παρατηρήσεις των διαδίκων, η υποκειμενική αμεροληψία των δικαστών της έδρας που απαρτίζουν το VAS στην υπό κρίση υπόθεση δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση.

44.      Η υπό κρίση υπόθεση αφορά μάλλον τον αντικειμενικό έλεγχο της αμεροληψίας. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν το γεγονός ότι το ίδιο δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας είναι τόσο δικαστής όσο και διάδικος δημιουργεί, στον τρίτο παρατηρητή, εικόνα μεροληψίας.

45.      Γιατί έχει τούτο σημασία;

46.      Κατά το Δικαστήριο, «κρίσιμη εν προκειμένω είναι η εμπιστοσύνη την οποία, σε μια δημοκρατική κοινωνία, πρέπει να εμπνέουν τα δικαστήρια στο κοινό» (31).

47.      Επομένως, ο αντικειμενικός έλεγχος της αμεροληψίας αφορά τη δημόσια λειτουργία της αρχής της δικαστικής αμεροληψίας, επιπλέον της διαφύλαξης του θεμελιώδους δικαιώματος των διαδίκων σε δίκαιη δίκη (32). Υπ’ αυτή την έννοια, ο εν λόγω έλεγχος αφορά τις εντυπώσεις, και ειδικότερα το αν οι εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία διασκεδάζονται επαρκώς έναντι του κοινού (33).

48.      Εκ πρώτης όψεως, κατάσταση όπως η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση, στην οποία δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας αποφαίνεται επί αγωγής λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης η οποία καταλογίζεται στο ίδιο αυτό δικαστήριο, είναι πιθανό να δημιουργεί εύλογες αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστηρίου. Το VAS φαίνεται ότι δικάζει υπόθεση που αφορά το ίδιο (judex in causa sua).

49.      Εντούτοις, από τα επιχειρήματα των διαδίκων στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει ότι ορισμένα στοιχεία που απορρέουν από τους κανόνες που εφαρμόζονται στο VAS στην υπό κρίση υπόθεση είτε μετριάζουν είτε επιτείνουν την εντύπωση μεροληψίας.

50.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, υπάρχουν βαθμοί πιθανότητας οι δικαστές που κρίνουν μια υπόθεση να επιδείξουν μεροληψία υπέρ ενός εκ των διαδίκων.

51.      Για παράδειγμα, η πιθανότητα μεροληψίας είναι μεγαλύτερη εάν οι ίδιοι δικαστές αποφαίνονται επί αγωγής αποζημιώσεως η οποία είναι απόρροια δικής τους απόφασης παρά εάν η εν λόγω αγωγή κρίνεται από τμήμα απαρτιζόμενο από διαφορετικούς δικαστές του ίδιου δικαστηρίου. Η πιθανότητα μεροληψίας είναι ακόμη μικρότερη εάν η αγωγή εξετάζεται από εντελώς διαφορετικό δικαστήριο. Περαιτέρω, η πιθανότητα μεροληψίας είναι ακόμη μικρότερη εάν η υπόθεση εξετάζεται από όργανο άλλης εξουσίας. Κατά κάποιον τρόπο, καθένας από τους ανωτέρω βαθμούς μεροληψίας καθιστά την αγωγή ολοένα και λιγότερο υπόθεση που αφορά τους ίδιους τους κρίνοντες δικαστές έναντι του κοινού.

52.      Εάν γίνει δεκτό ότι η αμεροληψία δεν είναι απόλυτη, αλλά έχει διαφορετικούς βαθμούς, τούτο συνεπάγεται ότι το ζήτημα του αν οι αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία διασκεδάστηκαν έχει επίσης διαφορετικούς βαθμούς. Το ερώτημα είναι πλέον ποιος είναι ο βαθμός πιθανότητας και ποιες είναι οι προϋποθέσεις βάσει των οποίων μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η εντύπωση αμεροληψίας έχει εδραιωθεί επαρκώς έναντι του κοινού.

53.      Όπως επισήμανε η Επιτροπή, η απάντηση στο ανωτέρω ερώτημα εξαρτάται από διάφορα στοιχεία της συγκεκριμένης έννομης τάξης. Κατά τη γνώμη μου, επομένως, δεν μπορεί να δοθεί γενική απάντηση η οποία να ισχύει για όλα τα κράτη μέλη. Για παράδειγμα, σε ορισμένα κράτη μέλη ενδέχεται να υπάρχει ένα μόνον δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας στην ιεραρχία των δικαστηρίων, ενώ σε άλλα κράτη μέλη μπορεί να υπάρχουν δύο ή περισσότερα δικαστήρια (34). Τα κράτη μέλη ενδέχεται να έχουν διαφορετικούς λόγους οργάνωσης της δικαστικής εξουσίας τους με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

54.      Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων κάθε έννομης τάξης, η αποδεκτή λύση εξαρτάται από μια στάθμιση η οποία, απαντώντας στο ερώτημα αν είναι δυνατόν να επιτευχθεί μικρότερος βαθμός πιθανότητας μεροληψίας, λαμβάνει υπόψη άλλα συμφέροντα της οικείας έννομης τάξης (35). Λαμβανομένης υπόψη της σημασίας της αρχής της δικαστικής αμεροληψίας, οι εθνικές έννομες τάξεις θα πρέπει να αποδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εν λόγω αρχή κατά την στάθμιση των συμφερόντων.

55.      Κατά συνέπεια, το ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί σε κάθε επιμέρους περίπτωση είναι αν ο κανόνας, όπως εφαρμόζεται, επιτυγχάνει τον μικρότερο δυνατό βαθμό πιθανότητας μεροληψίας σε συγκεκριμένη έννομη τάξη. Το δικαστήριο που καλείται να απαντήσει στο συγκεκριμένο ερώτημα πρέπει να εξακριβώσει αν η έλλειψη πρόσθετων στοιχείων ικανών να συμβάλουν στην επίτευξη ακόμη μικρότερου βαθμού πιθανότητας μεροληψίας δικαιολογείται από άλλα συμφέροντα στην οικεία έννομη τάξη.

56.      Η ως άνω απαίτηση στάθμισης δεν είναι καινούρια στο δίκαιο της Ένωσης. Έχει χαρακτηριστεί ως «δικονομικός κανόνας της λογικής» από ορισμένους θεωρητικούς του δικαίου (36) και διατυπώθηκε σε υποθέσεις στις οποίες ανέκυψαν αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητα εθνικών κανόνων στο πλαίσιο της εθνικής δικονομικής αυτονομίας (37).

Δ.      Ο αντικειμενικός έλεγχος της αμεροληψίας στην υπό κρίση υπόθεση

57.      Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι απόκειται, τελικώς, στο αιτούν δικαστήριο να απαντήσει στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα. Το αιτούν δικαστήριο, και όχι το Δικαστήριο, μπορεί να λάβει υπόψη άλλα συμφέροντα της βουλγαρικής έννομης τάξης προκειμένου να εκτιμήσει αν ο κανόνας που επιτρέπει στο VAS να αποφανθεί επί της ίδιας αυτού ευθύνης αντιπροσωπεύει, όντως, τον μικρότερο δυνατό βαθμό πιθανότητας μεροληψίας.

58.      Ποια στοιχεία πρέπει να εκτιμηθούν;

59.       Βάσει των πληροφοριών που διαβιβάστηκαν στο Δικαστήριο, φαίνεται ότι υπάρχουν πλείονα στοιχεία τα οποία είναι ενδεχομένως ικανά να διασκεδάσουν τις αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του VAS στην υπό κρίση υπόθεση. Τα στοιχεία αυτά αφορούν την εκδίκαση της υπόθεσης από διαφορετικό τμήμα ή ακόμη διαφορετικό δικαστήριο, την ταυτότητα του εναγομένου και τους σχετικούς δημοσιονομικούς κανόνες.

1.      Η υπόθεση εκδικάζεται από διαφορετικό τμήμα

60.      Πρώτον, όπως επισήμαναν η Βουλγαρική Κυβέρνηση και το VAS, οι αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται στο VAS εκδικάζονται από διαφορετικό τμήμα του VAS, το οποίο απαρτίζεται από διαφορετικούς δικαστές από εκείνους οι οποίοι εξέδωσαν την επίμαχη δικαστική απόφαση (38).

61.      Το στοιχείο αυτό είναι πιθανό να μετριάσει σε κάποιον βαθμό τις εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του VAS.

62.      Συναφώς, επιφανειακή συγκριτική ανάλυση καταδεικνύει ότι τούτο αντιστοιχεί στην πρακτική των δικαστηρίων ορισμένων άλλων κρατών μελών. Σε πλείονες περιπτώσεις στις οποίες τα δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας κλήθηκαν να αποφανθούν επί αγωγών αποζημιώσεως λόγω ευθύνης του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler, εξαιτίας παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονταν στα συγκεκριμένα δικαστήρια, δεν τέθηκε κανένα ζήτημα αμεροληψίας ούτε από τους διαδίκους ούτε από τους δικαστές (39). Ορισμένα εθνικά δικαστήρια έχουν κρίνει ότι δεν τίθεται ζήτημα αμεροληψίας όταν το δικαστήριο αποφαίνεται με διαφορετική σύνθεση (40).

63.      Ένα συναφές ζήτημα, το οποίο μπορεί να έχει σημασία και το οποίο εθίγη με τις παρατηρήσεις των διαδίκων, είναι ο τρόπος ανάθεσης των υποθέσεων. Εάν το τμήμα που πρόκειται να εκδικάσει την υπόθεση επιλέγεται τυχαίως, τούτο ενδέχεται να μετριάζει τις εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του τμήματος του VAS που αποφαίνεται επί της υπόθεσης.

2.      Η υπόθεση εκδικάζεται από διαφορετικό δικαστήριο

64.      Η εκδίκαση της υπόθεσης από διαφορετικό τμήμα αυξάνει την απόσταση μεταξύ του δικαστηρίου ως δικαστή και του δικαστηρίου ως διαδίκου. Εντούτοις, η εκδίκαση της αγωγής από διαφορετικό δικαστήριο, όπως προτείνει η Vivacom, θα μπορούσε να διασκεδάσει ακόμη περισσότερο τις ανησυχίες σχετικά με ενδεχόμενη μεροληψία.

65.      Απαντώντας στο επιχείρημα της Vivacom, η Βουλγαρική Κυβέρνηση και το VAS εκθέτουν ότι το βουλγαρικό δίκαιο δεν προβλέπει κανέναν μηχανισμό ο οποίος θα επέτρεπε την εκδίκαση, από άλλα δικαστήρια, αγωγών αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που καταλογίζονται στο VAS.

66.      Επομένως, κατά τον αντικειμενικό έλεγχο της αμεροληψίας, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να εκτιμήσει αν η αδυναμία, βάσει του εθνικού δικαίου, ανάθεσης της υπόθεσης σε διαφορετικό δικαστήριο είναι δικαιολογημένη.

67.      Συναφώς, η Βουλγαρική Κυβέρνηση και το VAS υποστηρίζουν ότι το εθνικό δίκαιο αντικατοπτρίζει την επιλογή του εθνικού νομοθέτη να ευθυγραμμίσει τους κανόνες σχετικά με την αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων με τις αρμοδιότητες στον διοικητικό τομέα με σκοπό την καθιέρωση ενός συνεκτικού συστήματος απονομής της διοικητικής δικαιοσύνης. Η ύπαρξη άλλων δικαστηρίων για την εκδίκαση διοικητικών υποθέσεων θα αγνοούσε το δικαστικό σύστημα που καθιερώθηκε με το Σύνταγμα της Βουλγαρίας και τη σχετική εθνική νομοθεσία, κατά το οποίο τα διοικητικά δικαστήρια έχουν ίδια αρμοδιότητα σε διοικητικές υποθέσεις.

68.      Ασφαλώς, μπορεί κανείς να φανταστεί ένα διαφορετικό δικαιοδοτικό σύστημα από αυτό της Βουλγαρίας. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, η υποχρέωση που επιβάλλεται στα εθνικά δικαστήρια να επιτύχουν τον μικρότερο δυνατό βαθμό πιθανότητας μεροληψίας δεν απαιτεί την αναδιοργάνωση των υφιστάμενων δικαιοδοτικών συστημάτων των κρατών μελών. Τούτο ισχύει ιδίως όταν το οικείο δικαιοδοτικό σύστημα διαθέτει άλλες διαρθρωτικές εγγυήσεις αμεροληψίας. Στην υπό κρίση υπόθεση, δεν τέθηκε κανένα συστημικό ζήτημα όσον αφορά την ανεξαρτησία ή την αμεροληψία των δικαστηρίων στη Βουλγαρία.

69.      Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν η Βουλγαρική Κυβέρνηση και το VAS μπορούν να δικαιολογήσουν την απόφαση περί διατήρησης της αρμοδιότητας για την εκδίκαση των αγωγών αποζημιώσεως εντός του συστήματος των διοικητικών δικαστηρίων, μολονότι τούτο συνεπάγεται ότι, σε περίπτωση άσκησης αναιρέσεως, το ίδιο δικαστήριο θα αποφανθεί επί της ευθύνης του.

3.      Η ταυτότητα του εναγομένου

70.      Με την απόφαση Köbler, το Δικαστήριο καθιέρωσε την ευθύνη του Δημοσίου για παραβιάσεις εκ μέρους δικαστηρίων τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας. Ως εκ τούτου, κατά το δίκαιο της Ένωσης, εναγόμενο είναι το Δημόσιο και όχι κατ’ ανάγκην το δικαστήριο του οποίου η φερόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς.

71.      Το γεγονός ότι, τυπικώς, εναγόμενο είναι το Δημόσιο, και όχι το ίδιο το δικαστήριο, θα πρέπει να βελτιώνει την εντύπωση αμεροληψίας. Τούτο συμβαίνει επειδή είναι πιθανό ότι το κοινό θα αντιλαμβάνεται τον ρόλο του Δημοσίου ως διαδίκου ως διακριτό από τον ρόλο του δικαστηρίου ως δικαστή στη συγκεκριμένη υπόθεση.

72.      Στην υπό κρίση υπόθεση, το συγκεκριμένο στοιχείο δεν είναι απολύτως σαφές. Κατά την επιχειρηματολογία της Vivacom, το VAS είναι εναγόμενο στην κύρια δίκη, στην οποία έχει διατυπώσει τη θέση του (41). Αντιθέτως, κατά το VAS, δυνάμει του βουλγαρικού δικαίου, σε αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, υπεύθυνο για την αποζημίωση είναι το Δημόσιο και όχι το δικαστήριο που προκάλεσε τη ζημία σε ιδιώτη με την απόφασή του. Ως εκ τούτου, το VAS υποστηρίζει περαιτέρω ότι, στην υπό κρίση υπόθεση, ως νομική οντότητα που ορίζεται ως εναγόμενος από το εφαρμοστέο δίκαιο υποκαθιστά, από δικονομικής απόψεως, το Δημόσιο (42).

73.      Κατά τη γνώμη μου, ακόμη και αν το ζήτημα είναι απλώς και μόνον τυπικό, ο ορισμός του Βουλγαρικού Δημοσίου, και όχι του VAS, ως εναγομένου θα αύξανε τις πιθανότητες να διασκεδαστούν οι αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του VAS στην υπό κρίση διαφορά. Η βαρύτητα που θα πρέπει να αποδοθεί στον συγκεκριμένο κανόνα, κατά τη στάθμιση συμφερόντων, είναι ζήτημα το οποίο πρέπει να εκτιμήσει το εθνικό δικαστήριο.

4.      Δημοσιονομικοί κανόνες

74.      Ένα ζήτημα το οποίο συνδέεται στενά με την ταυτότητα του εναγομένου είναι το οικονομικό ζήτημα. Εν προκειμένω, τίθεται το ζήτημα του ποιος καταβάλλει την αποζημίωση εάν στοιχειοθετείται ευθύνη του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler. Επομένως, οι σχετικοί δημοσιονομικοί κανόνες μπορεί να μετριάσουν ή να επιτείνουν τις αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία.

75.      Η καταβολή αποζημίωσης από τον προϋπολογισμό του Δημοσίου, και όχι από τον προϋπολογισμό του οικείου δικαστηρίου, θα αύξανε τις πιθανότητες να διασκεδαστούν οι αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του συγκεκριμένου δικαστηρίου.

76.      Ωστόσο, στην υπό κρίση υπόθεση, φαίνεται ότι, εάν η αγωγή αποζημιώσεως γίνει δεκτή, τα ποσά που θα επιδικαστούν θα προέλθουν από τον προϋπολογισμό του VAS.

77.      Τούτο δεν οδηγεί υποχρεωτικώς, αφ’ εαυτού, στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ζήτημα έλλειψης αμεροληψίας. Όπως επισήμαναν το VAS και η Βουλγαρική Κυβέρνηση, χωρίς να αντικρουσθούν από τη Vivacom, η επιδίκαση αποζημίωσης δεν έχει αντίκτυπο στις αποδοχές ή στις συνθήκες εργασίας των δικαστών. Η ύπαρξη χωριστής γραμμής στον προϋπολογισμό του δικαστηρίου ήταν ένας παράγοντας τον οποίο το ΕΔΔΑ έλαβε υπόψη προκειμένου να διαφοροποιήσει την απόφασή του στην υπόθεση Mihalkov κατά Βουλγαρίας και να καταλήξει στο συμπέρασμα, σε άλλες υποθέσεις, ότι δεν υπήρχε ζήτημα όσον αφορά την αμεροληψία (43).

78.      Το επιχείρημα ότι το Δημόσιο είναι ο πραγματικός εναγόμενος δεν συμβιβάζεται με το γεγονός ότι η αποζημίωση καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό του VAS. Εντούτοις, εάν ο προμνησθείς δημοσιονομικός κανόνας δικαιολογείται, για παράδειγμα, από την οργάνωση των δημόσιων οικονομικών στη Βουλγαρία, ο επίμαχος κανόνας μπορεί να ανταποκρίνεται στο αντικειμενικό κριτήριο αμεροληψίας. Απόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εξακριβώσει αν συμβαίνει κάτι τέτοιο.

79.      Εν κατακλείδι, η απόφαση σχετικά με την αμεροληψία σε συγκεκριμένη υπόθεση εξαρτάται από διάφορα στοιχεία της εθνικής έννομης τάξης, εξεταζόμενα στο σύνολό τους, και από τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω στοιχεία συνδέονται μεταξύ τους.

80.      Κατά τη γνώμη μου, τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο στην υπό κρίση υπόθεση, τα οποία σχετίζονται με την ύπαρξη διαφορετικού τμήματος, την ταυτότητα του εναγομένου και τους σχετικούς δημοσιονομικούς κανόνες, διασκεδάζουν επαρκώς τις εύλογες αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία του VAS κατά την εκδίκαση αγωγής αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης η οποία καταλογίζεται στο ίδιο.

IV.    Πρόταση

81.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το Varhoven administrativen sad (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, Βουλγαρία) ως εξής:

Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

δεν αντιτίθενται στην ύπαρξη εθνικών κανόνων δυνάμει των οποίων αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεως του δικαίου της Ένωσης η οποία καταλογίζεται σε δικαστήριο τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας εξετάζεται από το συγκεκριμένο δικαστήριο ενώπιον του οποίου το ίδιο αυτό δικαστήριο είναι εναγόμενο, εφόσον οι εν λόγω κανόνες επιτυγχάνουν τον μικρότερο δυνατό βαθμό πιθανότητας μεροληψίας στο πλαίσιο συγκεκριμένης έννομης τάξης.

Απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει την ύπαρξη του ανωτέρω στοιχείου, λαμβάνοντας υπόψη τα διάφορα συμφέροντα που επιδιώκονται με την οργάνωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης στο οικείο κράτος μέλος.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Βλ. Geyh, C.G., «The Dimensions of Judicial Impartiality», Florida Law Review, τόμος 65, αριθ. 2, 2014, σ. 493, ιδίως σ. 498.


3      Οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας (ΕΕ 2006, L 347, σ. 1, στο εξής: οδηγία ΦΠΑ).


4      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει το άρθρο 2c, παράγραφος 1, σημείο 1, του Zakon za otgovornostta na darzhavata i obshtinite za vredi (νόμου περί αστικής ευθύνης του Δημοσίου και των δήμων, στο εξής: ZODOV), ο οποίος διέπει τη διαδικασία αγωγών αποζημιώσεως που ασκούνται κατά του Δημοσίου λόγω παραβίασης του δικαίου της Ένωσης, και επισημαίνει ότι, σε περίπτωση ζημίας που προκύπτει από την άσκηση της δικαιοδοτικής λειτουργίας των διοικητικών δικαστηρίων και του VAS, οι σχετικές διαδικασίες υπόκεινται στον Administrativnoprotsesualen kodeks (κώδικα διοικητικής δικονομίας, στο εξής: APK). Δυνάμει του άρθρου 128, παράγραφος 1, στοιχείο 6, του APK, οι αγωγές αποζημιώσεως που ανακύπτουν από την άσκηση των δικαιοδοτικών καθηκόντων των διοικητικών δικαστηρίων και του VAS υπάγονται στην αρμοδιότητα των διοικητικών δικαστηρίων, δυνάμει δε του άρθρου 203, παράγραφος 3, του APK, στις εν λόγω αγωγές καταλέγονται οι αγωγές αποζημιώσεως λόγω κατάφωρης παραβίασης του δικαίου της Ένωσης.


5      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβάσεις του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ με τις αποφάσεις της 10ης Ιουλίου 2008, Mihalkov κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2008:0410JUD006771901), και της 10ης Σεπτεμβρίου 2018, Boyan Gospodinov κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2018:0405JUD002841707), πλην όμως όχι με τις αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2013, Valcheva και Abrashev κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2013:0618DEC000619411), και της 18ης Ιουνίου 2013, Balakchiev κ.λπ. κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2013:0618DEC006518710).


6      Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003 (C‑224/01, EU:C:2003:513, ιδίως σκέψεις 30 έως 50). Η συγκεκριμένη απόφαση στηρίχθηκε σε προηγούμενη νομολογία, μεταξύ άλλων, στις πρωτοποριακές αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 1991, Francovich κ.λπ. (C‑6/90 και C‑9/90, EU:C:1991:428, ιδίως σκέψη 35), και της 5ης Μαρτίου 1996, Brasserie du Pêcheur και Factortame (C‑46/93 και C‑48/93, EU:C:1996:79, ιδίως σκέψη 31), με τις οποίες διαπιστώθηκε ότι η αρχή της ευθύνης του Δημοσίου για ζημία που προκαλείται σε ιδιώτες από παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες του καταλογίζονται είναι σύμφυτη προς το σύστημα των Συνθηκών. Βλ. πιο πρόσφατα, για παράδειγμα, αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2018, Kantarev (C‑571/16, EU:C:2018:807, σκέψη 92), και της 24ης Νοεμβρίου 2022, Varhoven administrativen sad (Κατάργηση της αμφισβητούμενης διατάξεως) (C‑289/21, EU:C:2022:920, σκέψη 35).


7      Για μια γενικότερη συζήτηση, βλ., για παράδειγμα, Granger, M.-P. F., «Francovich liability before national courts: 25 years on, has anything changed?», σε Giliker, P. (επιμ.), Research Handbook on EU Tort Law, Edward Elgar, Cheltenham και Northampton, 2017, σ. 93· Varga, Z., The Effectiveness of the Köbler Liability in National Courts, Hart, Οξφόρδη, 2020.


8      Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, ιδίως σκέψεις 21, 28 και 44). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:207, ιδίως σημεία 18 και 21).


9      Απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 45). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Léger στην υπόθεση Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:207, σημεία 107 έως 114).


10      Βλ. απόφαση της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513, σκέψη 47).


11      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (C‑64/16, EU:C:2018:117, σκέψη 35), και της 5ης Ιουνίου 2023, Επιτροπή κατά Πορτογαλίας (Ανεξαρτησία και ιδιωτική ζωή των δικαστών) (C‑204/21, EU:C:2023:442, σκέψη 69).


12      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας Ν. Αιμιλίου με τις προτάσεις του στην υπόθεση Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» (C‑216/21, EU:C:2023:116, σημείο 26), είναι σαφές ότι, στο πλαίσιο της έννομης τάξης της Ένωσης, η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών είναι μία και ενιαία και ότι το περιεχόμενο τόσο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ όσο και του άρθρου 47 του Χάρτη, όσον αφορά την ανεξαρτησία των δικαστών, είναι, κατ’ ουσίαν, το ίδιο.


13      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών) (C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψεις 57 και 58), και της 29ης Μαρτίου 2022, Getin Noble Bank (C‑132/20, EU:C:2022:235, σκέψεις 93 και 94).


14      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψεις 121 και 122), και της 18ης Απριλίου 2024, OT κ.λπ. (Κατάργηση δικαστηρίου) (C‑634/22, EU:C:2024:340, σκέψη 35).


15      Σε μεταγενέστερες υποθέσεις, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε μεν την αρχή της ευθύνης του Δημοσίου λόγω παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης από τα δικαστήρια, η οποία διατυπώθηκε με την απόφαση Köbler, πλην όμως σε καμία από τις υποθέσεις αυτές δεν ανέκυψε το ζήτημα της δικαστικής αμεροληψίας. Συγκεκριμένα, μέχρι σήμερα, οι υποθέσεις που εξέτασε το Δικαστήριο με αντικείμενο την ευθύνη του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler προήλθαν συνήθως από παραπομπές κατώτερων ιεραρχικώς ή διαφορετικών δικαστηρίων που αποφαίνονταν επί παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης οι οποίες καταλογίζονταν σε δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας. Βλ. αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Köbler (C‑224/01, EU:C:2003:513) (πρωτοβάθμιο δικαστήριο), της 13ης Ιουνίου 2006, Traghetti del Mediterraneo (C‑173/03, EU:C:2006:391) (πρωτοβάθμιο δικαστήριο), της 9ης Σεπτεμβρίου 2015, Ferreira da Silva e Brito κ.λπ. (C‑160/14, EU:C:2015:565) (πρωτοβάθμιο δικαστήριο), της 28ης Ιουλίου 2016, Tomášová (C‑168/15, EU:C:2016:602) (ασάφεια όσον αφορά την ιδιότητα του δικαστηρίου ως δικαστηρίου τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας), και της 29ης Ιουλίου 2019, Hochtief Solutions Magyarországi Fióktelepe (C‑620/17, EU:C:2019:630) (διαφορετικό δικαστήριο). Το Δικαστήριο έχει αποφανθεί επίσης επί προσφυγών λόγω παραβάσεως που ασκήθηκαν κατά κρατών μελών λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης που διαπράχθηκαν από δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, στις οποίες επίσης δεν τέθηκε το επίμαχο στην υπό κρίση υπόθεση ζήτημα. Βλ. αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου 2003, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑129/00, EU:C:2003:656), της 12ης Νοεμβρίου 2009, Επιτροπή κατά Ισπανίας (C‑154/08, EU:C:2009:695), της 4ης Οκτωβρίου 2018, Επιτροπή κατά Γαλλίας (Φόρος κινητών αξιών) (C‑416/17, EU:C:2018:811), και της 14ης Μαρτίου 2024, Επιτροπή κατά Ηνωμένου Βασιλείου [Απόφαση του Supreme Court of the United Kingdom (Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου)] (C‑516/22, EU:C:2024:231)· βλ., επίσης, απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C‑379/10, EU:C:2011:775) (μη εφαρμογή της προμνησθείσας απόφασης Traghetti).


16      Βλ. μεταξύ άλλων, για παράδειγμα, Toner, H., «Thinking the Unthinkable? State Liability for Judicial Acts after Factortame (III)», Yearbook of European Law, τόμος 17, αριθ. 1, 1997, σ. 165, ιδίως σ. 187 και 188· Anagnostaras, G., «The Principle of State Liability for Judicial Breaches: The Impact of European Community Law», European Public Law, τόμος 7, αριθ. 2, 2001, σ. 281, ιδίως σ. 295 και 296· Garde, A., «Member States’ liability for judicial acts or omissions: much ado about nothing?», Cambridge Law Journal, τόμος 63, αριθ. 3, 2004, σ. 564, ιδίως σ. 566 και 567· van Dam, C., European Tort Law, 2η έκδ., Oxford University Press, Οξφόρδη, 2013, σ. 47· Demark, A., «Contemporary Issues regarding Member State Liability for Infringements of EU Law by National Courts», EU and Comparative Law Issues and Challenges Series, τόμος 4, 2020, σ. 352, ιδίως σ. 372.


17      Ορισμένοι συγγραφείς εξέτασαν τη θέσπιση ειδικών διαδικασιών ή ειδικών δικαστηρίων για αγωγές που βασίζονται στην ευθύνη του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler. Βλ., για παράδειγμα, Wattel, P.J., «Köbler, CILFIT and Welthgrove: We Can’t Go On Meeting Like This», Common Market Law Review, τόμος 41, αριθ. 1, 2004, σ. 177, ιδίως σ. 180. Άλλοι συγγραφείς εξέτασαν το ενδεχόμενο ανάθεσης στο Δικαστήριο της αρμοδιότητας για την εξέταση τέτοιων αγωγών. Βλ., για παράδειγμα, Hofstötter, B., Non-Compliance of National Courts – Remedies in European Community Law and Beyond, TMC Asser Press, Χάγη, 2005, ιδίως σ. 165 έως 175.


18      Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 128) [με παραπομπή στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 6ης Μαΐου 2003, Kleyn και λοιποί κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2003:0506JUD003934398), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατά Πορτογαλίας (CE:ECHR:2018:1106JUD005539113)].


19      Για σύνοψη της νομολογίας, βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Pikamäe στην υπόθεση Κοινοβούλιο κατά UZ (C‑894/19 P, EU:C:2021:497, σημεία 54 έως 118).


20      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, RTL Belgium (C‑517/09, EU:C:2010:821, ιδίως σκέψεις 41 έως 47), της 31ης Ιανουαρίου 2013, Belov (C‑394/11, EU:C:2013:48, ιδίως σκέψεις 45 έως 51), της 9ης Οκτωβρίου 2014, TDC (C‑222/13, EU:C:2014:2265, ιδίως σκέψη 37), της 21ης Ιανουαρίου 2020, Banco de Santander (C‑274/14, EU:C:2020:17, ιδίως σκέψεις 72 έως 74), και της 3ης Μαΐου 2022, CityRail (C‑453/20, EU:C:2022:341, ιδίως σκέψεις 63 έως 71).


21      Βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Kendrion (C‑150/17 P, EU:C:2018:1014, σκέψεις 27 έως 40).


22      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2019, Ευρωπαϊκή Ένωση κατά Guardian Europe και Guardian Europe κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης (C‑447/17 P και C‑479/17 P, EU:C:2019:672, σκέψεις 74 έως 85), το Δικαστήριο έκρινε ότι η ευθύνη του Δημοσίου κατά την απόφαση Köbler μπορεί να εφαρμοστεί στο καθεστώς που διέπει την εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης και ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να εξομοιωθεί με δικαστήριο κράτους μέλους το οποίο δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό και, επομένως, παραβιάσεις του δικαίου της Ένωσης που απορρέουν από απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης· αντιθέτως, η άσκηση αναιρέσεως συνιστά τον ενδεδειγμένο τρόπο θεραπείας των σφαλμάτων των αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου.


23      Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ. (C‑341/06 P και C‑342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψεις 44 έως 61), και της 4ης Δεκεμβρίου 2019, H κατά Συμβουλίου (C‑413/18 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2019:1044, σκέψεις 45 έως 63).


24      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2009, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου (C‑308/07 P, EU:C:2009:103, σκέψεις 41 έως 50).


25      Βλ., για παράδειγμα, απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, Wagenknecht κατά Επιτροπής (C‑130/21 P, EU:C:2022:226, σκέψεις 15 έως 25).


26      Το ΕΔΔΑ διευκρίνισε επιπλέον ότι δεν υπάρχει απολύτως σαφής διαχωρισμός μεταξύ υποκειμενικής και αντικειμενικής αμεροληψίας, δεδομένου ότι η συμπεριφορά του δικαστή μπορεί όχι μόνον να δημιουργεί αντικειμενικές αμφιβολίες όσον αφορά την αμεροληψία, από την άποψη του εξωτερικού παρατηρητή (αντικειμενικό κριτήριο), αλλά επίσης να αφορά το ζήτημα της προσωπικής πεποίθησής του (υποκειμενικό κριτήριο). Βλ., για παράδειγμα, αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 23ης Απριλίου 2015, Morice κατά Γαλλίας (CE:ECHR:2015:0423JUD002936910, § 75), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατά Πορτογαλίας (CE:ECHR:2018:1106JUD005539113, § 146).


27      Επί του παρόντος, εκκρεμεί ενώπιον του ΕΔΔΑ υπόθεση με παρεμφερές αντικείμενο. Βλ. ΕΔΔΑ, Doynov κατά Βουλγαρίας (προσφυγή αριθ. 27455/22), Νομική σύνοψη, Μάιος 2023, προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 1, ΕΣΔΑ λόγω έλλειψης αμεροληψίας του VAS για να αποφανθεί επί της ιδίας αυτού ευθύνης για φερόμενη παραβίαση του δικαίου της Ένωσης.


28      Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 29ης Ιουλίου 2004, San Leonard Band Club κατά Μάλτας (CE:ECHR:2004:0729JUD007756201, § 61 έως 66), και της 7ης Ιουλίου 2020, Scerri κατά Μάλτας (CE:ECHR:2020:0707JUD003631818, § 75 έως 81).


29      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Ιουλίου 2008 (CE:ECHR:2008:0410JUD006771901, § 46 έως 51).


30      Βλ. απόφαση του ΕΔΔΑ της 10ης Σεπτεμβρίου 2018 (CE:ECHR:2018:0405JUD002841707, § 54 έως 60).


31      Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 128) [με παραπομπή στις αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 6ης Μαΐου 2003, Kleyn και λοιποί κατά Κάτω Χωρών (CE:ECHR:2003:0506JUD003934398), και της 6ης Νοεμβρίου 2018, Ramos Nunes de Carvalho e Sá κατά Πορτογαλίας (CE:ECHR:2018:1106JUD005539113)].


32      Βλ., χάριν συγκρίσεως, C.G. Geyh, όπ.π. υποσημείωση 2 των παρουσών προτάσεων, ο οποίος διακρίνει μεταξύ της δικονομικής, της πολιτικής και της ηθικής διάστασης της αμεροληψίας.


33      Όπως έχει δεχθεί το Δικαστήριο, «η άποψη ενός διαδίκου λαμβάνεται υπόψη, αλλά δεν έχει καθοριστική σημασία. Το καθοριστικής σημασίας στοιχείο συνίσταται [στο] αν οι επίμαχοι ενδοιασμοί μπορούν να θεωρηθούν αντικειμενικώς δικαιολογημένοι». Βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2019, Α. Κ. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C‑585/18, C‑624/18 και C‑625/18, EU:C:2019:982, σκέψη 129).


34      Βλ., συναφώς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση Der Grüne Punkt – Duales System Deutschland κατά Επιτροπής (C‑385/07 P, EU:C:2009:210, σημείο 337), όπου εκτίμησε ότι ένα κριτήριο το οποίο πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε σχέση με την αρμοδιότητα όσον αφορά την ευθύνη αποζημιώσεως στο δικαιοδοτικό σύστημα στο επίπεδο της Ένωσης είναι να απαρτίζεται το εν λόγω σύστημα από δύο μόνον δικαστήρια.


35      Σχετικά με τη στάθμιση άλλων συμφερόντων με την αρχή «nemo judex in causa sua», βλ. Vermeule, A., «Contra Nemo Iudex in Sua Causa: The Limits of Impartiality», Yale Law Journal, τόμος 122, αριθ. 2, 2012, σ. 384.


36      Βλ. Prechal, S., «Community Law in National Courts: The Lessons from Van Schijndel», Common Market Law Review, τόμος 35, αριθ. 3, 1998, σ. 681, ιδίως σ. 690.


37      Βλ. αποφάσεις της 14ης Δεκεμβρίου 1995, Peterbroeck (C‑312/93, EU:C:1995:437, σκέψη 14), και της 14ης Δεκεμβρίου 1995, van Schijndel και van Veen (C‑430/93 και C‑431/93, EU:C:1995:441, σκέψη 19). Βλ. επίσης, πιο πρόσφατα, για παράδειγμα, αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi (C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 63), και της 23ης Νοεμβρίου 2023, Provident Polska (C‑321/22, EU:C:2023:911, σκέψη 63).


38      Όπως διευκρίνισε περαιτέρω το VAS, η δικαιοδοτική δραστηριότητα του εν λόγω δικαστηρίου ασκείται από σχηματισμούς τριών ή πέντε δικαστών και κάθε σχηματισμός είναι αυτοτελής δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανενός είδους αλληλεπίδραση με τους άλλους σχηματισμούς ή με τους άλλους δικαστές του VAS.


39      Για παράδειγμα, σε δύο υποθέσεις, ιεραρχικώς κατώτερα δικαστήρια έκριναν ότι στοιχειοθετούνταν ευθύνη του Δημοσίου, οι δε αποφάσεις τους αναιρέθηκαν από τα δικαστήρια τελευταίου βαθμού δικαιοδοσίας, των οποίων η πεπλανημένη εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης ήταν το αντικείμενο των διαφορών, χωρίς να τεθεί οποιοδήποτε ζήτημα αμεροληψίας. Βλ. Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία), απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2016 (15-21.438, FR:CCASS:2016:AP00630), Supremo Tribunal de Justiça (Ανώτατο Δικαστήριο, Πορτογαλία), απόφαση της 12ης Μαρτίου 2009 (9180/07.3TBBRG.G1.S1). Οι δύο ως άνω υποθέσεις εξετάζονται από τη Z. Varga, βλ. υποσημείωση 7 των παρουσών προτάσεων, σ. 57 και 58. Βλ., επίσης, Riigikohus (Ανώτατο Δικαστήριο, Εσθονία), απόφαση της 20ής Μαΐου 2022 (3-20-1684).


40      Βλ., για παράδειγμα, Grondwettelijk Hof/Cour constitutionnelle (Συνταγματικό Δικαστήριο, Βέλγιο), απόφαση της 23ης Απριλίου 2017 (29/2017), Conseil d’Etat (Συμβούλιο της Επικρατείας, Γαλλία), απόφαση της 1ης Απριλίου 2022 (443882, FR:CECHR:2022:443882.20220401), Hoge Raad der Nederlanden (Ανώτατο Δικαστήριο των Κάτω Χωρών), απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2018 (17/00424, NL:HR:2018:2396).


41      Το γεγονός ότι το VAS είναι τυπικώς εναγόμενο στην υπό κρίση υπόθεση μπορεί επίσης να συναχθεί από την πρώτη σελίδα των παρουσών προτάσεων, στην οποία η υπό κρίση υπόθεση παρουσιάζεται ως Vivacom Bulgaria EAD κατά Varhoven administrativen sad και Natsionalna agentsia za prihodite, και από το γεγονός ότι το VAS υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο.


42      Με τις γραπτές παρατηρήσεις του, το VAS επισημαίνει ότι, σε όλες τις υποθέσεις ευθύνης που εμπίπτουν στον ZODOV και κυρίως στις αγωγές αποζημιώσεως λόγω παραβιάσεων του δικαίου της Ένωσης, υπεύθυνο για την αποζημίωση είναι το Δημόσιο και όχι το δικαστήριο που προκάλεσε τη ζημία σε ιδιώτη με την απόφασή του, όπως προκύπτει από τις αφορώσες ζητήματα ερμηνείας υποθέσεις 5/2013 και 7/2014 ενώπιον του Varhoven kasatsionen sad (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Βουλγαρία).


43      Βλ. αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 18ης Ιουνίου 2013, Valcheva και Abrashev κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2013:0618DEC000619411, § 100), και της 18ης Ιουνίου 2013, Balakchiev κ.λπ. κατά Βουλγαρίας (CE:ECHR:2013:0618DEC006518710, § 61).