Language of document : ECLI:EU:T:2012:345

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 5ης Ιουλίου 2012 (*)

«ΕΓΤΠΕ – Τμήμα “Εγγυήσεων” – Δαπάνες αποκλειόμενες από τη χρηματοδότηση – Οπωροκηπευτικά – Αγροτική ανάπτυξη – Μη τήρηση των προθεσμιών πληρωμής – Εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου – Δεδικασμένο – Προθεσμία 24 μηνών – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση T‑86/08,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον Β. Κοντόλαιμο και τις Σ. Χαριτάκη και Μ. Τασσοπούλου, ακολούθως δε, από τη Μ. Τασσοπούλου και τους I. Χαλκιά και K. Τσαγκαρόπουλο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την Ε. Τσερέπα-Lacombe, επικουρούμενη από την Π. Κατσιμάνη, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως 2008/68/ΕΚ της Επιτροπής, της 20ής Δεκεμβρίου 2007, σχετικά με την εξαίρεση από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα «Εγγυήσεων» (EE 2008, L 18, σ. 12), καθ’ o μέτρο αποκλείει ορισμένες δαπάνες στις οποίες προέβη η Ελληνική Δημοκρατία,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους L. Truchot, πρόεδρο, M. E. Martins Ribeiro και H. Kanninen (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 22ας Ιουνίου 2011,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Με την απόφαση 2008/68/ΕΚ της 20ής Δεκεμβρίου 2007, για την εξαίρεση από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποίησαν τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα «Εγγυήσεων» (ΕΕ L 18, σ. 12, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή εξήρεσε από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένες δαπάνες στις οποίες προέβη, μεταξύ άλλων, η Ελληνική Δημοκρατία στους τομείς των οπωροκηπευτικών, της αγροτικής αναπτύξεως και του δημοσιονομικού ελέγχου.

2        Η υπό κρίση προσφυγή βάλλει κατά των ακολούθων δημοσιονομικών διορθώσεων:

–        κατ’ αποκοπήν διορθώσεως ύψους 2 % των ενισχύσεων για τη μεταποίηση εσπεριδοειδών, για τα οικονομικά έτη 1998 και 1999, συνολικού ύψους 345 259,93 ευρώ, λόγω «ελλείψεων στους ελέγχους – πραγματοποίηση πληρωμών με επιταγές, [καθ’ υποβάθμιση της ποιότητας] των διενεργηθέντων ελέγχων»,

–        κατ’ αποκοπήν διορθώσεως ύψους 5 % αναφορικά με τα συνοδευτικά μέτρα της αγροτικής αναπτύξεως, για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004, αντιστοιχούσας σε συνολικό ποσόν ύψους 1 331 047 ευρώ, λόγω «όχι απολύτως ικανοποιητικών διασταυρωτικών ελέγχων»,

–        επί τούτου διορθώσεως αναφορικά με τις εκπρόθεσμες πληρωμές, για το οικονομικό έτος 2004, ανερχόμενης στο ποσόν των 5 279 881,28 ευρώ.

1.     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως η οποία επιβλήθηκε επί των πραγματοποιηθεισών, όσον αφορά τα οικονομικά έτη 1998 και 1999, δαπανών στον τομέα «Οπωροκηπευτικά – Μεταποίηση των εσπεριδοειδών»

3        Κατά τα χρονικά διαστήματα από 23 έως 26 Φεβρουαρίου 1999 και από 22 έως 24 Μαρτίου 1999, οι υπηρεσίες της Επιτροπής πραγματοποίησαν στην Ελλάδα αποστολή ελέγχου σχετικά με τις δαπάνες στις οποίες είχε προβεί η Ελληνική Δημοκρατία στον τομέα «Οπωροκηπευτικά – Μεταποίηση των εσπεριδοειδών» κατά τα οικονομικά έτη 1998 και 1999.

4        Με έγγραφο της 16ης Αυγούστου 1999, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία τα αποτελέσματα των επαληθεύσεών της. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε επ’ αυτού την 1η Οκτωβρίου 1999.

5        Η Επιτροπή κάλεσε στις 27 Ιανουαρίου 2000 την Ελληνική Δημοκρατία να συμμετάσχει σε διμερή συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Απριλίου 2000. Τα πρακτικά της εν λόγω συζητήσεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της Επιτροπής της 16ης Ιουνίου 2000. Η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τα σχόλιά της με έγγραφο της 21ης Ιουλίου 2000.

6        Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στις 6 Δεκεμβρίου 2001 ενώπιον του οργάνου συμβιβασμού το οποίο εξέδωσε τη γνώμη του στις 25 Απριλίου 2002.

7        Με έγγραφο της 24ης Ιουνίου 2002, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την τελική θέση της.

8        Η Επιτροπή εξέδωσε στις 5 Νοεμβρίου 2002 την απόφαση 2002/881/ΕΚ σχετικά με τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΠΕ, τμήμα «Εγγυήσεων» (ΕΕ L 306, σ. 26).

9        Με προσφυγή την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 3 Ιανουαρίου 2003, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως 2002/881, καθ’ o μέρος άπτεται δημοσιονομικών διορθώσεων, πρώτον, ύψους 2 438 896,91 ευρώ, για τα οικονομικά έτη 1997 έως 2001, όσον αφορά τον τομέα των οπωροκηπευτικών, δεύτερον, ύψους 11 352 868 ευρώ, για τα οικονομικά έτη 1999 έως 2001, όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις για τα βοοειδή και, τρίτον, ύψους 22 969 271 ευρώ, για τα οικονομικά έτη 1998 και 1999, όσον αφορά τις πριμοδοτήσεις για τα αιγοπρόβατα.

10      Με απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, C‑5/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑5925, στο εξής: απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005), το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2002/881/ΕΚ καθ’ o μέρος απέκλειε από την κοινοτική χρηματοδότηση το ποσόν των 2 438 896,91 ευρώ αντιστοιχούν σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 %, εφαρμοζόμενη επί των πραγματοποιηθεισών στον τομέα των οπωροκηπευτικών δαπανών.

11      Η Επιτροπή κάλεσε στις 10 Απριλίου 2006 την Ελληνική Δημοκρατία να συμμετάσχει σε νέα διμερή συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στις 11 Μαΐου 2006. Τα πρακτικά της ως άνω συναντήσεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της Επιτροπής της 2ας Ιουνίου 2006. Η Ελληνική Δημοκρατία κατέθεσε τις παρατηρήσεις της στις 13 Ιουλίου 2006.

12      Με έγγραφο της 2ας Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή πρότεινε στην Ελληνική Δημοκρατία την εφαρμογή της δημοσιονομικής διορθώσεως αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας διενεργείας επικουρικού ελέγχου.

13      Κατόπιν της από 17 Ιουλίου 2007 γνώμης του οργάνου συμβιβασμού, η Επιτροπή γνωστοποίησε, με έγγραφο της 14ης Αυγούστου 2007, προς την Ελληνική Δημοκρατία την τελική θέση της, η οποία επαναλαμβάνεται στο σημείο 4.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως της Επιτροπής, της 3ης Σεπτεμβρίου 2007, σχετικά με τα αποτελέσματα των ελέγχων κατά την εκκαθάριση λογαριασμών του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ), τμήμα «Εγγυήσεων», δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 1970, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (EE ειδ. έκδ. 03/005, σ. 93), και του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1258/1999 του Συμβουλίου, της 17ης Μαΐου 1999, περί χρηματοδοτήσεως της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ L 160, σ. 103, στο εξής: συνοπτική έκθεση).

2.     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως η οποία επιβλήθηκε επί των πραγματοποιηθεισών, όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2003 και 2004, δαπανών στον τομέα της αγροτικής αναπτύξεως

14      Κατά το χρονικό διάστημα από 28 Φεβρουαρίου έως 4 Μαρτίου 2005, οι υπηρεσίες της Επιτροπής διενήργησαν ελέγχους στην Ελλάδα αναφορικά με τα υπέρ της αγροτικής αναπτύξεως μέτρα «γεωργοπεριβάλλον» και «δάσωση γεωργικών γαιών».

15      Με έγγραφο της 4ης Ιουλίου 2005, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία τα αποτελέσματα των επαληθεύσεών της. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε επ’ αυτών με έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2005.

16      Με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή κάλεσε την Ελληνική Δημοκρατία να συμμετάσχει σε διμερή συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στις 21 Φεβρουαρίου 2006. Τα πρακτικά της εν λόγω διμερούς συναντήσεως κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 28 Μαρτίου 2006. Η Ελληνική Δημοκρατία διατύπωσε τα σχόλιά της με έγγραφο της 28ης Απριλίου 2006.

17      Με έγγραφο της 3ης Οκτωβρίου 2006, η Επιτροπή κοινοποίησε προς την Ελληνική Δημοκρατία επισήμως το εκτιμώμενο ύψος της προτεινόμενης διορθώσεως, ήτοι 1 331 047 ευρώ για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004.

18      Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στις 13 Νοεμβρίου 2006 στο όργανο συμβιβασμού. Το τελευταίο εξέδωσε τη γνώμη του στις 19 Μαρτίου 2007.

19      Με έγγραφο της 31ης Ιουλίου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την τελική θέση της, η οποία επαναλαμβάνεται στο σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως.

3.     Επί της διορθώσεως η οποία επιβλήθηκε επί του δημοσιονομικού ελέγχου όσον αφορά το οικονομικό έτος 2004

20      Με έγγραφο της 25ης Μαΐου 2005, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε τηρήσει τις νόμιμες προθεσμίες για τις πληρωμές κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 16ης Οκτωβρίου 2003 και 31ης Ιουλίου 2004, καθώς και κατά τη διάρκεια των μηνών Αυγούστου, Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 2004. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε επ’ αυτού με έγγραφο της 4ης Ιουλίου 2005.

21      Η Επιτροπή κάλεσε στις 2 Δεκεμβρίου 2005 την Ελληνική Δημοκρατία να συμμετάσχει σε διμερή συνάντηση, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Ιανουαρίου 2006 και της οποίας τα πρακτικά κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της Επιτροπής της 15ης Μαρτίου 2006. Η Ελληνική Δημοκρατία απάντησε επ’ αυτού με έγγραφο της 2ας Μαΐου 2006.

22      Η Ελληνική Δημοκρατία προσέφυγε στις 17 Ιανουαρίου 2007 στο όργανο συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε τη γνώμη του στις 21 Μαΐου 2007.

23      Με έγγραφο της 20ής Αυγούστου 2007, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία την τελική θέση της, η οποία επαναλαμβάνεται στο σημείο 17.1.5 της συνοπτικής εκθέσεως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

24      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Φεβρουαρίου 2008, η Ελληνική Δημοκρατία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

25      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των προβλεπομένων στο άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας του μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, υπέβαλε εγγράφως στους διαδίκους ερωτήσεις και τους κάλεσε να προσκομίσουν έγγραφα. Οι διάδικοι ανταποκρίθηκαν εμπρόθεσμα στα αιτήματα αυτά.

26      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις υποβληθείσες από το Γενικό Δικαστήριο ερωτήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 22ας Ιουνίου 2011.

27      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει ή να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος που επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία δημοσιονομικές διορθώσεις·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

1.     Επί της δημοσιονομικής διορθώσεως η οποία επιβλήθηκε επί των δαπανών στον τομέα «Οπωροκηπευτικά – Μεταποίηση των εσπεριδοειδών»

29      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως αφορώντες τη δημοσιονομική διόρθωση η οποία επιβλήθηκε επί των δαπανών στον τομέα «Οπωροκηπευτικά – Μεταποίηση των εσπεριδοειδών». Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ, παραβίαση του δεδικασμένου, παραβίαση των κοινοτικών κανονισμών και των κατευθυντηρίων οδηγιών για την εκκαθάριση των λογαριασμών. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ανεπαρκή αιτιολογία, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχερείας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 233 ΕΚ, παραβίαση του δεδικασμένου, παραβίαση των κοινοτικών κανονισμών και των κατευθυντηρίων οδηγιών για την εκκαθάριση των λογαριασμών

30      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατυπώνει κατ’ ουσίαν τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, το Δικαστήριο επέλυσε οριστικά τη διαφορά, οπότε η Επιτροπή τελούσε σε αδυναμία να επιβάλει νέα δημοσιονομική διόρθωση. Δεύτερον, η Επιτροπή υπολόγισε εσφαλμένα την 24μηνη προθεσμία την οποία προβλέπει το άρθρο 5 του κανονισμού 729/70 με αφετηρία το έγγραφο της 16ης Αυγούστου 1999, το οποίο δεν περιελάμβανε εκτίμηση των δαπανών, κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΚ) 1663/95 της Επιτροπής, της 7ης Ιουλίου 1995, για τη θέσπιση των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΟΚ) 729/70 του Συμβουλίου όσον αφορά τη διαδικασία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, τμήμα «Εγγυήσεων» (EE L 158, σ. 6). Τρίτον, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιβάλει κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % σε περίπτωση πλημμελούς διενεργείας επικουρικού ελέγχου.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως ότι η Επιτροπή δεν δύναται να επιβάλει νέα δημοσιονομική διόρθωση κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω

31      Η Ελληνική Δημοκρατία υπενθυμίζει ότι, με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση 2002/881, με το σκεπτικό ότι δύο από τις τέσσερις παραβάσεις που είχε διαπιστώσει η Επιτροπή ήσαν αβάσιμες, συγκεκριμένα δε ο ανεπαρκής έλεγχος της παραδόσεως ορισμένων εσπεριδοειδών και η μη φύλαξη εγγράφων σχετικά με τις ποσότητες παραδοθέντων εμπορευμάτων (αποκόμματα ζυγίσεως). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο επέλυσε οριστικά τη διαφορά της με την Επιτροπή. Συγκεκριμένα, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, αν το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι οι δύο άλλες παραβάσεις τις οποίες είχε διαπιστώσει η Επιτροπή, ήτοι η πληρωμή των ενισχύσεων με επιταγή και η μη καταβολή των ενισχύσεων σε ορισμένους παραγωγούς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, αρκούσαν για να δικαιολογήσουν την απόφαση της Επιτροπής να επιβάλει διορθώσεις, δεν θα είχε ακυρώσει την απόφαση 2002/881. Επομένως, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν μπορούσε να διαιωνίζει τη διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών προκειμένου να επιβάλει νέα δημοσιονομική διόρθωση.

32      Κατά πάγια νομολογία, όταν ο κοινοτικός νομοθέτης ακυρώνει πράξη θεσμικού οργάνου, το άρθρο 233 ΕΚ επιβάλλει στο οικείο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να λάβει τα μέτρα που απαιτεί η εκτέλεση της αποφάσεως. Συναφώς, το Δικαστήριο και το νυν Γενικό Δικαστήριο διευκρίνισαν ότι, προκειμένου να συμμορφωθούν με την ακυρωτική απόφαση και να την εκτελέσουν πλήρως, τα κοινοτικά όργανα υποχρεούνται να σεβαστούν τόσο το διατακτικό της αποφάσεως όσο και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Πράγματι, το σκεπτικό αυτό, αφενός, προσδιορίζει επακριβώς τη διάταξη που θεωρείται παράνομη και, αφετέρου, εμφαίνει τους ακριβείς λόγους της παρανομίας που διαπιστώνεται με το διατακτικό, τους οποίους πρέπει να λάβει υπόψη το οικείο κοινοτικό όργανο κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 1988, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 2181, σκέψη 27, διάταξη του Πρωτοδικείου της 24ης Απριλίου 2007, T‑132/06, Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 28, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2008, T‑301/01, Alitalia κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1753, σκέψεις 97 και 98).

33      Το Δικαστήριο υπενθύμισε επανειλημμένως, αφενός, τη σημασία της αρχής του δεδικασμένου τόσο στην έννομη τάξη της Ενώσεως όσο και στις εθνικές έννομες τάξεις (αποφάσεις της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, C‑224/01, Köbler, Συλλογή 2003, σ. I‑10239, σκέψη 38, της 16ης Μαρτίου 2006, C‑234/04, Kapferer, Συλλογή 2006, σ. I‑2585, σκέψη 20, και της 29ης Μαρτίου 2011, C‑352/09 P, ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, Συλλογή 2011, σ. Ι‑2359, σκέψη 123) και, αφετέρου, το ότι το δεδικασμένο καλύπτει μόνον τα πραγματικά ή νομικά ζητήματα τα οποία επιλύθηκαν όντως ή κατά λογική αναγκαιότητα με την επίμαχη δικαστική απόφαση (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση ThyssenKrupp Nirosta κατά Επιτροπής, σκέψη 123 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Εν προκειμένω, με την απόφαση 2002/881, η Επιτροπή επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση ύψους 2 % επί των πραγματοποιηθεισών από την Ελληνική Δημοκρατία δαπανών στον τομέα των οπωροκηπευτικών, στηριζόμενη σε τέσσερις παραβάσεις, και συγκεκριμένα, στην πληρωμή των ενισχύσεων με επιταγή, στη μη καταβολή των ενισχύσεων σε ορισμένους παραγωγούς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, στον ανεπαρκή έλεγχο κατά την παράδοση ορισμένων εσπεριδοειδών και στη μη φύλαξη των αποκομμάτων ζυγίσεως.

35      Με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, υπογραμμίζεται, στις σκέψεις 34 έως 43, ότι, επί των τεσσάρων παραβάσεων τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή με την οικεία απόφαση, δύο είναι βάσιμες, και συγκεκριμένα η πληρωμή των ενισχύσεων με επιταγή και η μη καταβολή των ενισχύσεων σε ορισμένους παραγωγούς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών. Στη σκέψη 36 της ανωτέρω αποφάσεως, το Δικαστήριο διευκρινίζει μεταξύ άλλων ότι «οι σχετικές δαπάνες δεν έγιναν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες» και ότι, «κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή απέκλεισε τις δαπάνες αυτές από την κοινοτική χρηματοδότηση».

36      Η απόφαση 2002/881 ακυρώθηκε με το αιτιολογικό ότι δύο από τις τέσσερις παραβάσεις τις οποίες επικαλέστηκε η Επιτροπή ήσαν αβάσιμες (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, σκέψεις 44 έως 53) και ότι, συνακόλουθα, κατά το Δικαστήριο, η κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 % «δεν δικαιολογήθηκε επαρκώς», καθόσον απέκλειε από την κοινοτική χρηματοδότηση το 2 % των πραγματοποιηθεισών στον τομέα των οπωροκηπευτικών δαπανών (απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, σκέψεις 54 και 55).

37      Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία και όπως προκύπτει από τη σκέψη 35 ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν έκρινε ότι, με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, οι δύο παραβάσεις, βάσιμες κατά την εκτίμησή του, δεν μπορούσαν να οδηγήσουν στην επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως.

38      Συναφώς, πρέπει να θεωρηθεί ότι, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή θεμελίωσε την απόφαση 2002/881 στη διαπίστωση τεσσάρων παραβάσεων, δύο εκ των οποίων κρίθηκαν από το Δικαστήριο ως μη βάσιμες με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την Επιτροπή προκειμένου να αποφανθεί ποιες θα ήσαν οι συνέπειες από τις δύο διαπιστωθείσες παραβάσεις τις οποίες το ίδιο έκρινε ως βάσιμες σε σχέση με την εφαρμοστέα δημοσιονομική διόρθωση (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑196/01, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3987, σκέψεις 224 και 225).

39      Την εκτίμηση αυτή δεν αναιρεί η απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, T‑33/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), την οποία επικύρωσε το Δικαστήριο με απόφαση της 7ης Απριλίου 2011, C‑321/09 P, Ελλάδα κατά Επιτροπής (μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή), την οποία επικαλέστηκε η Ελληνική Δημοκρατία κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Πράγματι, στο πλαίσιο της υποθέσεως η οποία οδήγησε στην έκδοση της προπαρατεθείσας αποφάσεως της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, επί των τεσσάρων παραβάσεων τις οποίες διαπίστωσε η Επιτροπή, μία και μόνον δεν ήταν βάσιμη, η οποία μάλιστα δεν συνιστούσε «ουσιώδες στοιχείο» αλλά «στοιχείο ήσσονος σημασίας», ενώ οι έτερες παραβάσεις αποτελούσαν «κύριες ελλείψεις», προτού αποφανθεί ότι δεν συνέτρεχε λόγος ακυρώσεως της αποφάσεως της Επιτροπής (προπαρατεθείσα απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψεις 211 και 212). Αντιθέτως, στην παρούσα υπόθεση ούτε η συνοπτική έκθεση ούτε η τελική θέση της Επιτροπής αναφέρονται σε τυχόν ήσσονος σημασίας χαρακτήρα της διαπιστωθείσας παραβάσεως σχετικά με την πληρωμή μέσω επιταγής.

40      Εξάλλου, σημειωτέον ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία χωρίς, πάντως, να στηρίζει το επιχείρημά της, το δίκαιο της Ένωσης δεν απαγορεύει την επανάληψη της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών σε περίπτωση κατά την οποία έχει ακυρωθεί η εκδοθείσα μετά το πέρας της ανωτέρω διαδικασίας απόφαση της Επιτροπής. Το άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, πέμπτο εδάφιο, του κανονισμού 729/70, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1287/95 του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 1995 (EE L 125, σ. 1), σύμφωνα με το οποίο «η απόρριψη χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αφορά δαπάνες προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από τη γραπτή ανακοίνωση της Επιτροπής στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος των αποτελεσμάτων [των] εξακριβώσεων [της Επιτροπής]», δεν μπορεί να παρεμποδίζει την επανάληψη της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών εφόσον, μετά την ακύρωση της αποφάσεως 2002/881, η νέα, εφαρμοζόμενη από την Επιτροπή, δημοσιονομική διόρθωση αφορά και τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των 24 μηνών προ της κοινοποιήσεως στην Ελληνική Δημοκρατία των αποτελεσμάτων των επαληθεύσεων.

41      Ως προς το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70 προθεσμία των 24 μηνών δεν μπορεί να υπολογίζεται με αφετηρία το έγγραφο της 16ης Αυγούστου 1999, δοθέντος ότι το Δικαστήριο ακύρωσε το σύνολο της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε η απόφαση 2002/881.

42      Πράγματι, εφόσον η διαδικασία με την οποία σκοπείται η αντικατάσταση της ακυρωθείσας από τον δικαστή της Ενώσεως πράξεως μπορεί να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο κατά το οποίο επήλθε η παρανομία (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Οκτωβρίου 2000, C‑458/98 P, Industrie des poudres sphériques κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. I‑8147, σκέψη 82, διάταξη Gorostiaga Atxalandabaso κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 30, και απόφαση Alitalia κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψη 99), η ακύρωση της εν λόγω πράξεως δεν επηρεάζει όλες τις προγενέστερες της διαδικασίας αυτής πράξεις. Αν στην προκειμένη περίπτωση η Επιτροπή επανέλαβε τη διαδικασία κατά το στάδιο της προσκλήσεως για τη σύγκληση νέας διμερούς συναντήσεως, η οποία έλαβε χώρα στις 11 Μαΐου 2006, τούτο έγινε, όπως διευκρινίζει η ίδια η Επιτροπή, προκειμένου να επιτραπεί στην Ελληνική Δημοκρατία να καταθέσει τις παρατηρήσεις της κατόπιν της ακυρώσεως της αποφάσεως 2002/881 με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω.

43      Επομένως, όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, εκλαμβάνοντας, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την πληρωμή των ενισχύσεων μέσω επιταγής ως λόγο δικαιολογούντα τη δημοσιονομική διόρθωση η οποία επιβλήθηκε επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στον τομέα των οπωροκηπευτικών για τα έτη 1998 και 1999, η Επιτροπή δεν παρέβη το άρθρο 233 ΕΚ ούτε παραβίασε την αρχή του δεδικασμένου.

44      Επομένως, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως ότι η προβλεπόμενη στο άρθρο 5 του κανονισμού 729/70 προθεσμία των 24 μηνών δεν μπορεί να υπολογίζεται με αφετηρία το έγγραφο της 16ης Αυγούστου 1999 με το αιτιολογικό ότι το έγγραφο αυτό δεν περιλαμβάνει εκτίμηση των δαπανών κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95

45      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν μπορεί να επιλέξει τη 16η Αυγούστου 1999 ως σημείο αφετηρίας την προβλεπόμενη στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 729/70, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1287/95, προθεσμία των 24 μηνών, δεδομένου ότι το έγγραφο της 16ης Αυγούστου 1999 δεν περιλαμβάνει «εκτίμηση των δαπανών» κατά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95.

46      Με τις γραπτές απαντήσεις της επί των ερωτημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, αλλά και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή υποστήριξε ότι η Ελληνική Δημοκρατία απώλεσε το δικαίωμα να προβάλει τη συγκεκριμένη αιτίαση στο πλαίσιο της παρούσας προσφυγής δεδομένου ότι το ζήτημα του περιεχομένου του εγγράφου της 16ης Αυγούστου 1999 επελύθη οριστικώς από το Δικαστήριο κατά τη διαδικασία η οποία οδήγησε στην έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω.

47      Δεν αμφισβητείται μεταξύ των διαδίκων ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προέβαλε την αιτίαση αυτή στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω. Επομένως, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το Δικαστήριο επέλυσε οριστικώς, στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, το ζήτημα του περιεχομένου του εγγράφου της 16ης Αυγούστου 1999.

48      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, είχε προβάλει όλους εκείνους τους λόγους ακυρώσεως τους οποίους είχε θεωρήσει ως λυσιτελείς. Συναφώς, ισχυρίστηκε κατ’ ουσίαν ότι το ερώτημα αν η ανακοίνωση περί των αποτελεσμάτων των επαληθεύσεων έπρεπε να περιλαμβάνει εκτίμηση των δαπανών δεν ετίθετο κατά τον χρόνο ασκήσεως της ενώπιον του Δικαστηρίου προσφυγής της. Διευκρίνισε ότι κατέστη εφικτό να προβάλει την παρούσα αιτίαση μόνο μετά την έκδοση της αποφάσεως της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑300/02, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. I‑1341, στο εξής: απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005), με την οποία το Δικαστήριο έκρινε για πρώτη φορά ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95, η εκ μέρους της Επιτροπής ανακοίνωση του αποτελέσματος των επαληθεύσεών της έπρεπε να περιλαμβάνει εκτίμηση των δαπανών.

49      Η ανωτέρω επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Η ερμηνεία την οποία δίδει το Δικαστήριο σε κανόνα του δικαίου της Ένωσης διαφωτίζει και αποσαφηνίζει, εφόσον παρίσταται ανάγκη, την έννοια και το περιεχόμενο του κανόνα αυτού, όπως πρέπει ή θα έπρεπε να είχε εννοηθεί και εφαρμοστεί από τον χρόνο θέσεώς του σε ισχύ. Εξ αυτού έπεται ότι ο κατ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευθείς κανόνας μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται από τον δικαστή ακόμα και σε έννομες σχέσεις γεννηθείσες και συσταθείσες πριν από την απόφαση του Δικαστηρίου (βλ., υπό την έννοια αυτή και κατ’ αναλογία, όσον αφορά τα κατά χρόνον αποτελέσματα των δοθεισών από το Δικαστήριο ερμηνειών κατά την άσκηση της αρμοδιότητας που του παρέχει το άρθρο 234 ΕΚ, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 27ης Μαρτίου 1980, 61/79, Denkavit italiana, Συλλογή τόμος 1980/Ι, σ. 605, σκέψη 16, και της 11ης Αυγούστου 1995, C‑367/93 έως C‑377/93, Roders κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. I‑2229, σκέψη 42). Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να επικαλείται το γεγονός ότι η απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σκέψη 48 ανωτέρω, είναι μεταγενέστερη της προσφυγής την οποία άσκησε επί της υποθέσεως η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, για να δικαιολογήσει το ότι αδυνατούσε να προβάλει την παρούσα αιτίαση στο πλαίσιο της προσφυγής.

50      Επομένως, μη προβάλλοντας την παρούσα αιτίαση στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, μολονότι διέθετε τη σχετική δυνατότητα, η Ελληνική Δημοκρατία στερήθηκε οποιασδήποτε άλλης δυνατότητας να την προβάλει μεταγενέστερα μετά την εκπνοή της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως 2002/881.

51      Όπως προαναφέρθηκε στις σκέψεις 41 και 42, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, μετά την περάτωση της οποίας είχε εκδοθεί η απόφαση 2002/881, οπότε, μετά την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να επαναλάβει τη διαδικασία εκκαθαρίσεως των λογαριασμών μέσω προσκλήσεως προς την Ελληνική Δημοκρατία να συμμετάσχει σε νέα διμερή συζήτηση, χωρίς να τίθενται υπό αμφισβήτηση οι προγενέστερες της διαδικασίας πράξεις. Επομένως, το έγγραφο της 16ης Αυγούστου 1999, με το οποίο η Επιτροπή ανακοίνωσε το αποτέλεσμα των επαληθεύσεών της, δεν επηρέασε την ακύρωση της αποφάσεως 2002/881.

52      Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε μετά την περάτωση διαδικασίας η οποία είναι, εν μέρει, εκείνη μετά την περάτωση της οποίας είχε εκδοθεί η απόφαση 2002/881.

53      Ως εκ τούτου, η παροχή στην Ελληνική Δημοκρατία, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, της δυνατότητας να προβάλει αιτίαση αφορώσα πράξη της διαδικασίας η οποία δεν εθίγη από την ακύρωση της αποφάσεως 2002/881, ενώ ουδέν εμπόδιο συνέτρεχε για την εκ μέρους της επίκλησή της ενώπιον του Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία η οποία κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, θα ισοδυναμούσε με την παροχή στην ίδια της δυνατότητας να μην τηρήσει την προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως 2002/881.

54      Κατά πάγια νομολογία, η αυστηρή εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της Ενώσεως σχετικά με τις δικονομικές προθεσμίες ανταποκρίνεται στην επιταγή περί ασφαλείας δικαίου και στην ανάγκη αποφυγής κάθε δυσμενούς διακρίσεως ή κάθε αυθαίρετης μεταχειρίσεως κατά την απονομή της δικαιοσύνης (βλ., υπό την έννοια αυτή, διάταξη του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2010, C‑73/10 P, Internationale Fruchtimport Gesellschaft Weichert κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. Ι‑11535, σκέψη 49).

55      Κατόπιν τούτου, η δεύτερη αιτίαση είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως ότι είναι αδύνατη η επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως ύψους 2 % σε περίπτωση πλημμελούς διενεργείας επικουρικού ελέγχου

56      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δεν μπορεί να επιβάλλεται δημοσιονομική διόρθωση όταν κράτος μέλος προέβη απλώς σε πλημμελή διενέργεια επικουρικού ελέγχου. Μόνον η ολοσχερής παράλειψη ενός τέτοιου ελέγχου θα δικαιολογούσε την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως ύψους 2 %.

57      Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο έλεγχος του τρόπου πληρωμής των ενισχύσεων αποτελεί συστατικό στοιχείο ενός επικουρικού ελέγχου, διαπιστώνεται ότι το γεγονός απλώς και μόνον ότι η πληρωμή μέσω επιταγής έλαβε χώρα για ορισμένες από τις καταβολές και όχι για το σύνολό τους δεν αρκεί να αποδείξει ότι η Ελληνική Δημοκρατία διενήργησε μόνον πλημμελή έλεγχο του τρόπου πληρωμής των ενισχύσεων. Συναφώς, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία «ουδέποτε επαλήθευσε» αν ο τρόπος καταβολής των ενισχύσεων ήταν ορθός, όπερ δεν αμφισβητεί εμπεριστατωμένως η Ελληνική Δημοκρατία, η οποία αρκείται στο να υποστηρίξει ότι οι διενεργηθέντες έλεγχοι ήσαν απλώς ανεπαρκείς και ότι ως εκ τούτου το επιχείρημα της Επιτροπής είναι «προδήλως εσφαλμένο».

58      Υπό τις περιστάσεις αυτές, επιβάλλεται η απόρριψη της τρίτης αιτιάσεως και, κατά συνέπεια, του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, ανεπαρκή αιτιολογία, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας

59      Ο παρών λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ανεπαρκή αιτιολογία. Το δεύτερο σκέλος αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

 Επί του πρώτου σκέλους το οποίο αντλείται από κακή εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και ανεπαρκή αιτιολογία

60      Όσον αφορά την αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία αμφισβητεί η προσφεύγουσα στο πλαίσιο του παρόντος σκέλους, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο ειδικό πλαίσιο της καταρτίσεως των αποφάσεων περί εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, η αιτιολόγηση μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται ως ικανή άπαξ το κράτος αποδέκτης συνεργάστηκε στενά στη διαδικασία καταρτίσεώς της και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή έκρινε ότι δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ με το επίδικο ποσόν (βλ. αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Μαρτίου 2002, C‑130/99, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑3005, σκέψη 126, και της 14ης Απριλίου 2005, C‑335/03, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑2955, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουλίου 2009, T‑373/05, Ιταλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 51).

61      Υπό την εκδοχή ότι η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν διευκρίνισε τους γενεσιουργούς της επιβληθείσας διορθώσεως λόγους, επιβάλλεται καταρχάς η διαπίστωση ότι το σημείο 4.3 της συνοπτικής εκθέσεως, στο οποίο παραπέμπει ρητώς η προσβαλλόμενη απόφαση, αναφέρει τα διάφορα στάδια της διοικητικής διαδικασίας η οποία χώρησε ενώπιον των υπηρεσιών της Επιτροπής, στάδια κατά τα οποία συνεργάστηκε στενά η Ελληνική Δημοκρατία. Ακολούθως, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει σαφώς ως λόγο δικαιολογούντα τη διόρθωση «πληρωμές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν με επιταγή υποβαθμίζοντας την ποιότητα των διενεργηθέντων ελέγχων» και παραπέμπει στη συνοπτική έκθεση, το σημείο 4.3.5 της οποίας, παραθέτοντας την τελική θέση της Επιτροπής, αναφέρει σαφώς ότι «η παρούσα δημοσιονομική διόρθωση δικαιολογείται από την ανεπάρκεια του συστήματος ελέγχου λόγω της οποίας οι ελληνικές αρχές ενέκριναν πληρωμές με επιταγή».

62      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι «αόριστη και ανεπαρκής».

63      Όσον αφορά τη φερόμενη εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη καθόσον εδράζεται επί της διαπιστώσεως ότι η πρακτική της πληρωμής με επιταγή «δεν είναι σπάνια» ενώ, πρώτον, ορισμένα μόνο μέλη των οργανώσεων των παραγωγών είχαν πληρωθεί με επιταγή, δεύτερον, η εθνική κανονιστική ρύθμιση επί του θέματος ήταν σύμφωνη προς την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση, τρίτον, οι πληρωμές των ενισχύσεων πραγματοποιήθηκαν για το σύνολο των μελών των οργανώσεων των παραγωγών για την περίοδο εμπορίας 1997/1998.

64      Υπενθυμίζεται εν προκειμένω ότι η Επιτροπή δικαιολόγησε την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως για την περίοδο εμπορίας 1997/1998 στον τομέα «Οπωροκηπευτικά – Μεταποίηση των εσπεριδοειδών» για τους λόγους οι οποίοι τιτλοφορούνται «Ελλείψεις στους ελέγχους» και «Πραγματοποίηση πληρωμών με επιταγές, [καθ’ υποβάθμιση της ποιότητας] των διενεργηθέντων ελέγχων».

65      Όπως υπογραμμίζει ορθώς η Επιτροπή, με την απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, σκέψη 10 ανωτέρω, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι, λόγω της πληρωμής ορισμένων παραγωγών με επιταγή, οι επίδικες δαπάνες δεν διενεργήθησαν σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες, με αποτέλεσμα η Επιτροπή να έχει αποκλείσει ορθώς, με την απόφαση 2002/881, τις εν λόγω δαπάνες από την κοινοτική χρηματοδότηση.

66      Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί ότι οι ενισχύσεις κατεβλήθησαν με επιταγή σε ορισμένα μέλη οργανώσεων παραγωγών, ισχυρίζεται όμως ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση επί του θέματος ήταν σύμφωνη προς την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση και ότι, παρά την πληρωμή με επιταγή σε ορισμένες περιπτώσεις, όλα τα μέλη των οργανώσεων των παραγωγών είχαν εισπράξει τις ενισχύσεις.

67      Αφενός, το επιχείρημα ότι η εθνική κανονιστική ρύθμιση ήταν σύμφωνη προς την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση δεν είναι ικανό να κλονίσει τη διαπίστωση ότι οι πληρωμές διενεργήθηκαν με επιταγή. Αφετέρου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι στο σημείο 4.3.1.1 της συνοπτικής εκθέσεως, η Επιτροπή επισημαίνει ότι η πρώτη διυπουργική εγκύκλιος η οποία επιβάλλει την υποχρέωση οι πληρωμές να διενεργούνται με επιταγές είναι μεταγενέστερη της περιόδου εμπορίας 1997/1998 και η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι, κατά τη διάρκεια της ανωτέρω περιόδου εμπορίας, δεν ήταν ασύνηθες η ενίσχυση να καταβάλλεται με άλλο τρόπο αντί τραπεζικών ή ταχυδρομικών εμβασμάτων, χωρίς η Ελληνική Δημοκρατία να μπορέσει, με το δικόγραφο της προσφυγής ή με την απάντησή της, να καταδείξει την ανακρίβεια του εν λόγω επιχειρήματος της Επιτροπής.

68      Ως προς το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι, αν και οι ενισχύσεις καταβλήθηκαν μέσω επιταγής, ο επιδιωκόμενος με το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1169/97 της Επιτροπής, της 26ης Ιουνίου 1997, περί των λεπτομερειών εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 2202/96 του Συμβουλίου περί καθεστώτος ενισχύσεως των παραγωγών ορισμένων εσπεριδοειδών (EE L 169, σ. 15), στόχος, ήτοι η είσπραξη της ενισχύσεως από τους παραγωγούς εντός των προβλεπομένων προθεσμιών, επετεύχθη, πρέπει να αναγνωριστεί ότι το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές καθόσον οι πληρωμές πρέπει να είναι σύμφωνες με την κοινοτική κανονιστική ρύθμιση για να χρηματοδοτηθούν από το ΕΓΤΠΕ (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Απριλίου 2008, T‑364/04, Ελλάδα κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 69).

69      Υπό την έννοια αυτή, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στη συγκεκριμένη περίπτωση.

70      Επομένως, το πρώτο σκέλος είναι απορριπτέο.

 Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας

71      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή επέβαλε προδήλως υπερβολική διόρθωση λαμβανομένων υπόψη των υποτιθέμενων απωλειών τις οποίες υπέστη το ΕΓΤΠΕ λόγω της καταβολής σε ορισμένα μέλη οργανώσεων των παραγωγών ενισχύσεων μέσω επιταγών.

72      Υπενθυμίζεται ότι, όσον αφορά το ύψος της δημοσιονομικής διορθώσεως, η Επιτροπή μπορεί να αρνηθεί την επιβάρυνση του ΕΓΤΠΕ ακόμη και με το σύνολο των δαπανών αν διαπιστώσει ότι δεν υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί ελέγχου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, C‑263/98, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑6063, σκέψη 125, και του Πρωτοδικείου της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 140). Εντούτοις, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μη βαίνουν πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαΐου 1984, 15/83, Denkavit Nederland, Συλλογή 1984, σ. 2171, σκέψη 25). Αν, στο πλαίσιο της αποστολής της προς εκκαθάριση των λογαριασμών, η Επιτροπή, αντί να αρνηθεί τη χρηματοδότηση του συνόλου των δαπανών, καταβάλλει προσπάθεια να θεσπίσει κανόνες σκοπούντες στο να επιφέρουν διαφοροποιήσεις, ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου που συνιστούν για το ΕΓΤΠΕ διάφορες διαβαθμίσεις ελλείψεως ελέγχου, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι τα κριτήρια αυτά είναι αυθαίρετα και ανεπιεική (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 1996, C‑50/94, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑3331, σκέψη 28, και απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 140).

73      Όσον αφορά την επιβληθείσα εν προκειμένω διόρθωση, επιβάλλεται η διευκρίνιση ότι, υπό το φως του εγγράφου VI/5330/97 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 1997, τιτλοφορούμενου «Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον υπολογισμό των δημοσιονομικών επιπτώσεων κατά την προετοιμασία της αποφάσεως εκκαθαρίσεως των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ-Τμήμα Εγγυήσεων» (στο εξής: έγγραφο VI/5330/97), οσάκις είναι ανέφικτη η ακριβής αποτίμηση των ζημιών που υπέστη η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, η Επιτροπή διαθέτει τη δυνατότητα επιβολής κατ’ αποκοπήν διορθώσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑346/00, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9293, σκέψη 53, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2009, T‑281/06, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 66).

74      Ειδικότερα, σύμφωνα με το έγγραφο VI/5330/97, όταν ένα κράτος μέλος έχει πραγματοποιήσει προσηκόντως τους βασικούς ελέγχους, αλλά απέτυχε πλήρως να εφαρμόσει έναν ή περισσοτέρους επικουρικούς ελέγχους, τότε αιτιολογείται η επιβολή διορθώσεως ύψους 2 %, λόγω του περιορισμένου κινδύνου απωλειών για το ΕΓΤΠΕ και λόγω της μη σοβαρότητας της παραβάσεως. Αντιθέτως, όταν ένα κράτος μέλος διενήργησε όλους τους βασικούς ελέγχους, χωρίς, όμως, να τηρήσει τον αριθμό, τη συχνότητα ή την αυστηρότητα που απαιτούν οι κανονισμοί, αιτιολογείται η επιβολή διορθώσεως ύψους 5 %, καθ’ o μέτρο μπορεί ευλόγως να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι ανωτέρω έλεγχοι δεν παρέχουν το αναμενόμενο επίπεδο εξασφαλίσεως της κανονικότητας των αιτήσεων, υπάρχει δε σημαντικός κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ.

75      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 63 έως 69), ορθώς η Επιτροπή συνήγαγε ότι οι επίδικες δαπάνες δεν είχαν διενεργηθεί σύμφωνα με τους κοινοτικούς κανόνες λόγω της καταβολής ορισμένων ενισχύσεων μέσω επιταγής.

76      Με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 10 απόφαση της 7ης Ιουλίου 2005, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι έπρεπε να γίνουν δεκτές οι διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την ύπαρξη κινδύνου δημοσιονομικών απωλειών για το ΕΓΤΠΕ (βλ. σκέψεις 41 και 42).

77      Επομένως, πρέπει να αναγνωριστεί ότι, χωρίς να παραβιάζει το έγγραφο VI/5330/97, η Επιτροπή ευλόγως επέβαλε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 2 %, ποσοστό το οποίο ήταν το χαμηλότερο από τους προβλεπόμενους συντελεστές (βλ., υπό την έννοια αυτή, προπαρατεθείσες αποφάσεις του Δικαστηρίου, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Επιτροπής, σκέψη 73 ανωτέρω, σκέψη 56, και της 24ης Απριλίου 2008, C‑418/06 P, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑3047, σκέψη 137).

78      Εξάλλου, ακόμη και αν, όπως υποστήριξε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ο έλεγχος του τρόπου πληρωμής των ενισχύσεων αποτελούσε συστατικό στοιχείο ενός βασικού ελέγχου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, κατά το έγγραφο VI/5330/97, η Επιτροπή νομιμοποιούνταν να επιβάλει διόρθωση ύψους 5 % όσον αφορά τις ανεπάρκειες των βασικών ελέγχων. Εντούτοις, προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο χαμηλότερος κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ, η Επιτροπή υποστήριξε ότι μείωσε στο 2 % το ποσοστό της δημοσιονομικής διορθώσεως.

79      Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να προσάπτει στην Επιτροπή ότι της επέβαλε δυσανάλογη δημοσιονομική διόρθωση.

80      Κατόπιν των προηγηθεισών σκέψεων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

2.     Επί της διορθώσεως η οποία επιβλήθηκε επί των πραγματοποιηθεισών στον τομέα των συνοδευτικών μέτρων υπέρ της αγροτικής αναπτύξεως δαπανών όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2003 και 2004

81      Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται τρεις λόγους ακυρώσεως βάλλουσα κατά της δημοσιονομικής διορθώσεως η οποία επεβλήθη επί των πραγματοποιηθεισών στον τομέα των συνοδευτικών μέτρων υπέρ της αγροτικής αναπτύξεως δαπανών όσον αφορά τα οικονομικά έτη 2003 και 2004. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση ουσιωδών τύπων της διαδικασίας, άλλως δε από ratione temporis έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αντλείται από παράβαση νόμου, πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων διακριτικής ευχέρειας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση των ουσιωδών τύπων της διαδικασίας, άλλως δε ratione temporis έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής

82      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο σκέλος αντλείται από παράβαση των ουσιωδών τύπων. Το δεύτερο σκέλος, επικουρικό του πρώτου, αντλείται από τη ratione temporis έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής.

 Επί του πρώτου σκέλους το οποίο αντλείται από παράβαση των ουσιωδών τύπων της διαδικασίας

83      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η Ελληνική Δημοκρατία διατυπώνει δύο αιτιάσεις. Αφενός, υποστηρίζει ότι, κατά τη διάρκεια της διμερούς συναντήσεως την οποία επρόκειτο να εγκαινιάσουν οι εκπρόσωποι της Επιτροπής με εκείνους του οικείου κράτους μέλους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 και του άρθρου 8 του κανονισμού 1663/95, η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε προσωρινή εκτίμηση των προτεινομένων δημοσιονομικών διορθώσεων. Αφετέρου, προσάπτει στην Επιτροπή ότι, κατά τη διάρκεια της ίδιας διμερούς συναντήσεως, δεν εξέθεσε την άποψή της σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας των παραβάσεων και της συνακόλουθης δημοσιονομικής ζημίας για την Κοινότητα.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως η οποία αντλείται από την έλλειψη διαβουλεύσεως σχετικά με την εκτίμηση των μελετωμένων διορθώσεων

84      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, τα αποτελέσματα των επαληθεύσεων της Επιτροπής, καθώς και οι απαντήσεις του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους κοινοποιούνται εκατέρωθεν γραπτώς, κατόπιν τούτου δε τα δύο μέρη επιχειρούν να καταλήξουν σε συμφωνία επί των ληπτέων μέτρων.

85      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 1663/95, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 2245/1999, θεσπίζει τις λεπτομέρειες εφαρμογής της ανωτέρω διαδικασίας. Μετά τη διεξαγωγή έρευνας, η Επιτροπή κοινοποιεί τα αποτελέσματα των επαληθεύσεών της στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και υποδεικνύει τα ληπτέα διορθωτικά μέτρα. Το κράτος μέλος απαντά εντός προθεσμίας δύο μηνών. Μετά την εκπνοή της προς απάντηση προθεσμίας, η Επιτροπή συγκαλεί τα μέρη σε διμερή συνάντηση, αυτά δε καταβάλλουν προσπάθεια να καταλήξουν σε συμφωνία επί των ληπτέων μέτρων καθώς και επί της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και της προκληθείσας στην Κοινότητα δημοσιονομικής ζημίας. Ακολούθως, η Επιτροπή ανακοινώνει επισήμως τα συμπεράσματά της στο κράτος μέλος προβαίνοντας σε εκτίμηση των προς αποκλεισμό δαπανών.

86      Στην ισχύουσα πριν από την τροποποίησή του με τον κανονισμό 2245/1999 εκδοχή του, το άρθρο 8, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95 προέβλεπε ότι, με την κοινοποίηση του αποτελέσματος των επαληθεύσεων προς το κράτος μέλος, έπρεπε να αναφέρονται τα ληπτέα διορθωτικά μέτρα προς διασφάλιση στο μέλλον της τηρήσεως των σχετικών κανόνων, καθώς και εκτίμηση των δαπανών. Του λοιπού, σύμφωνα με την τροποποίηση του κανονισμού 1663/95 με τον κανονισμό 2245/1999, το πρώτο έγγραφο της Επιτροπής πρέπει να περιλαμβάνει τα αποτελέσματα των επαληθεύσεών της, αλλ’ όχι την εκτίμηση των δαπανών τις οποίες προτίθεται να αποκλείσει (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Φεβρουαρίου 2008, T‑266/04, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 199, και της 26ης Νοεμβρίου 2008, T‑263/06, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 65). Επίσης, όπως υπογραμμίζει ορθώς η Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της διαβουλεύσεως με το κράτος μέλος, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη ούτε να αναφέρει το ποσόν που προτίθεται να εξαιρέσει ούτε να διατυπώσει σχετική πρόταση (προπαρατεθείσα απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2008, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 67). Δυνάμει της τρίτης αιτιολογικής σκέψεως του κανονισμού 2245/1999, δεν είναι ούτε πρόσφορο ούτε επιεικές να αναφέρεται η εκτίμηση των δαπανών τις οποίες η Επιτροπή προτίθεται να εξαιρέσει κατόπιν των διαπιστώσεών της προτού δοθεί στο κράτος μέλος η δυνατότητα να υποβάλει τις απαντήσεις του. Η εξέλιξη της διαδικασίας επιτρέπει μεταξύ άλλων στην Επιτροπή να λάβει γνώση των διευκρινίσεων του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους επί των διαπιστωθεισών παρατυπιών και η ίδια να τις λάβει ενδεχομένως υπόψη της κατά τον καθορισμό του ύψους των δαπανών τις οποίες προτίθεται να αποκλείσει από την κοινοτική χρηματοδότηση (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2007, C‑332/06 P, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 47).

87      Η εκτίμηση των δαπανών τις οποίες η Επιτροπή σχεδιάζει να αποκλείσει πρέπει του λοιπού να περιλαμβάνονται στο έγγραφο που αποστέλλεται μετά τις διμερείς συζητήσεις, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, όπως τροποποιήθηκε (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 2006, T‑251/04, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 181, και της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 81).

88      Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία επικρίνει την απουσία υποβολής εκ μέρους της Επιτροπής, κατά τη διάρκεια της διμερούς συναντήσεως, προσωρινής εκτιμήσεως των πιθανών δημοσιονομικών διορθώσεων. Σύμφωνα προς όσα εκτέθηκαν ανωτέρω στη σκέψη 86, η Επιτροπή δεν υπείχε την υποχρέωση να αναφέρει στην Ελληνική Δημοκρατία το προς αποκλεισμό ποσόν ούτε προ ούτε κατά τη διάρκεια της διμερούς συναντήσεως. Το ανωτέρω ποσόν κοινοποιήθηκε επισήμως στην Ελληνική Δημοκρατία με έγγραφο της 3ης Οκτωβρίου 2006, και τούτο σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 1663/95, όπως τροποποιήθηκε.

89      Το συμπέρασμα αυτό δεν κλονίζεται από το περιλαμβανόμενο στο υπόμνημα απαντήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας επιχείρημα ότι η έλλειψη διμερούς διαβουλεύσεως επί της εκτιμήσεως των σχεδιαζόμενων διορθώσεων είχε ως αποτέλεσμα το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να σχηματίσει την εντύπωση ότι η Επιτροπή δεν θεωρεί πλέον ότι διεπράχθησαν παραβάσεις. Εν προκειμένω, όπως πράγματι προκύπτει, αναμφιβόλως, από την πρόσκληση προς διμερή συνάντηση, όπως επισημαίνει ορθώς η Επιτροπή, οι υπηρεσίες της Επιτροπής «σχεδιάζουν να προτείνουν τον αποκλεισμό από την κοινοτική χρηματοδότηση ορισμένων δαπανών», τη στιγμή μάλιστα κατά την οποία δεν προβλεπόταν διαβούλευση σχετικά με το ποσόν των διορθώσεων, οπότε η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι παραπλανήθηκε.

90      Κατόπιν τούτου, η πρώτη αιτίαση είναι απορριπτέα.

–       Επί της δευτέρας αιτιάσεως η οποία αντλείται από τη μη διαβούλευση σχετικά με τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως, αλλά και σχετικά με τη δημοσιονομική ζημία

91      Κατά το άρθρο 7, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 1258/1999, η διμερής συνάντηση πρέπει να έχει ως αντικείμενο τη φύση και τη σοβαρότητα της παραβάσεως αλλά και την προκληθείσα στην Κοινότητα δημοσιονομική ζημία.

92      Το άρθρο 8, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 1663/95, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2245/1999, ορίζει ότι «η Επιτροπή καλεί το κράτος μέλος σε διάλογο και τα δύο μέρη καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια προκειμένου να καταλήξουν σε συμφωνία όσον αφορά τα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν, καθώς και όσον αφορά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και της [δημοσιονομικής] ζημίας που υπέστη η [Κοινότητα]».

93      Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από την πρόσκληση σε διμερή συνάντηση της 19ης Ιανουαρίου 2006, τα στοιχεία τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενό της παρατίθενται στο συνημμένο στην εν λόγω πρόσκληση παράρτημα. Στο σημείο 1.1 του εν λόγω παραρτήματος διευκρινίζεται ότι τα αγροτεμάχια για τα οποία είχε ζητηθεί η ενίσχυση δεν είχαν ταυτοποιηθεί όπως απαιτεί η κοινοτική κανονιστική ρύθμιση. Στο σημείο 2.2 του εν λόγω παραρτήματος επισημαίνεται η έλλειψη διασταυρωτικών ελέγχων με τη βάση δεδομένων του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου (στο εξής: ΟΣΔΕ). Το σημείο 3.2 του επίδικου παραρτήματος αναφέρεται στους ανεπαρκείς επιτόπιους ελέγχους αναφορικά με το σύνολο των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων των δικαιούχων. Το σημείο 3.3 του επίδικου παραρτήματος αφορά το μη λεπτομερές περιεχόμενο των εκθέσεων ελέγχου. Ως προς το σημείο 4 του ιδίου παραρτήματος, αναφέρεται στις ορθές αγροτικές πρακτικές και ιδίως στον έλεγχό τους.

94      Όπως προκύπτει περαιτέρω από τα πρακτικά της διμερούς συναντήσεως, τα οποία κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία στις 28 Μαρτίου 2006, η συνάντηση αυτή «εστιάστηκε επί των ζητημάτων τα οποία μνημονεύονται στο παράρτημα της προσκλήσεως σε διμερή συνάντηση». Διευκρινίζεται επίσης ότι, «κατά τη διάρκεια της συναντήσεως, συζητήθηκαν τα ακόλουθα σημεία με τη σειρά που παρετίθεντο στο έγγραφο προσκλήσεως για τη διμερή συνάντηση», ήτοι, μεταξύ άλλων, η ατομική ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων και οι διασταυρωτικοί έλεγχοι με το ΟΣΔΕ (σημείο 1.1), το περιεχόμενο των εκθέσεων ελέγχου (σημείο 3.3) και ο έλεγχος των ορθών αγροτικών πρακτικών (σημείο 4.3).

95      Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η διμερής διαβούλευση δεν είχε ως αντικείμενο τη φύση και τη σοβαρότητα των διαπιστωμένων από την Επιτροπή ελλείψεων.

96      Ως προς την προβαλλόμενη μη διεξαγωγή συζητήσεως κατά τη διάρκεια της διμερούς συναντήσεως σχετικά με την προκληθείσα στην Κοινότητα δημοσιονομική ζημία, διαπιστώνεται ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία τα πρακτικά της διμερούς συναντήσεως αναφέρονται στην πρόσκληση προς διμερή συζήτηση, όπου γίνεται μνεία του εγγράφου VI/5330/97 σχετικά με τις πλημμέλειες στους βασικούς ελέγχους. Οι οδηγίες που περιλαμβάνει το έγγραφο αυτό αφορούν, μεταξύ άλλων, τον κίνδυνο ζημίας για το ΕΓΤΠΕ, οσάκις διαπιστώνονται πλημμέλειες στους βασικούς ελέγχους (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2008, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψεις 76 και 77).

97      Κατόπιν αυτού, η δεύτερη αιτίαση είναι απορριπτέα, συνακόλουθα δε και το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο αντλείται από τη ratione temporis έλλειψη αρμοδιότητας της Επιτροπής

98      Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, αν ο αντλούμενος από παράβαση των ουσιωδών τύπων λόγος ακυρώσεως δεν γίνει δεκτός από το Γενικό Δικαστήριο, και πάλι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακυρωτέα για τον λόγο ότι η Επιτροπή στερείται ratione temporis αρμοδιότητας. Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η πρώτη ανακοίνωση της Επιτροπής, η οποία περιελάμβανε εκτίμηση του ύψους της δημοσιονομικής διορθώσεως, είναι το από 3 Οκτωβρίου 2006 έγγραφο της τελευταίας. Επομένως, κατ’ εφαρμογήν του προβλεπόμενου στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 1258/1999 κανόνα των 24 μηνών, οι διενεργηθείσες πριν από τις 3 Οκτωβρίου 2004 δαπάνες εκφεύγουν της ratione temporis αρμοδιότητας της Επιτροπής.

99      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, πέμπτο εδάφιο, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1258/1999 προβλέπει ότι η απόρριψη της χρηματοδοτήσεως δεν μπορεί να αφορά τις δαπάνες οι οποίες είναι «προγενέστερες του τελευταίου 24μήνου πριν από την γραπτή ανακοίνωση από την Επιτροπή, στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, των αποτελεσμάτων αυτών των εξακριβώσεων».

100    Κατά τη νομολογία, η ανακοίνωση η οποία λαμβάνεται ως σημείο αφετηρίας για τον υπολογισμό της 24μηνης περιόδου και η οποία περιορίζει την άρνηση χρηματοδοτήσεως όταν πρόκειται για διενεργηθείσες κατά την ως άνω περίοδο δαπάνες είναι η γραπτή κοινοποίηση προς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος μόνον των αποτελεσμάτων των διενεργηθεισών εκ μέρους της Επιτροπής επαληθεύσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Οκτωβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 48, και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 31ης Μαρτίου 2011, T‑214/07, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 39).

101    Ως εκ τούτου, όπως υποστηρίζει ορθώς η Επιτροπή και σε αντίθεση προς τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, η 24μηνη περίοδος δεν υπολογίζεται λαμβάνοντας ως σημείο αφετηρίας το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, το οποίο περιλαμβάνει την εκτίμηση των δαπανών, αλλά το έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2005 με το οποίο κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία τα αποτελέσματα των διενεργηθεισών εκ μέρους της Επιτροπής επαληθεύσεων. Εξάλλου, υπογραμμίζεται ότι το έγγραφο αυτό διευκρινίζει ρητώς ότι ο αποκλεισμός από την κοινοτική χρηματοδότηση των δαπανών «αφορά μόνον τις διενεργηθείσες, το αργότερο κατά τη διάρκεια των προηγηθέντων της διαβιβάσεως της παρούσας κοινοποιήσεως στην ελληνική γλώσσα μηνών, δαπάνες».

102    Όπως προκύπτει από τις προηγηθείσες σκέψεις, το δεύτερο σκέλος είναι απορριπτέο, όπως και, συνακόλουθα, ο παρών λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία

103    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι σαφής καθόσον γίνεται λόγος για μία και μόνον παράβαση σχετικά με ελλιπή εφαρμογή βασικού ελέγχου υπό τη διατύπωση «διασταυρωτικοί έλεγχοι όχι απολύτως ικανοποιητικοί», ενώ, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006 και από τη συνοπτική έκθεση, τής είχαν καταλογιστεί αρχικώς από την Επιτροπή πέντε πλημμέλειες αφορώσες τους βασικούς ελέγχους σχετικά με το μέτρο περί «γεωργοπεριβάλλοντος» και δύο πλημμέλειες σχετικά με τους βασικούς ελέγχους που αφορούν το μέτρο «δάσωση γεωργικών γαιών».

104    Όπως έχει προαναφερθεί στη σκέψη 60, στο ειδικό πλαίσιο της επεξεργασίας των αφορωσών την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ αποφάσεων, η αιτιολόγηση μιας αποφάσεως πρέπει να λογίζεται ως επαρκής αφ’ ης στιγμής το κράτος αποδέκτης συνεργάστηκε στενά κατά τη διαδικασία καταρτίσεως της εν λόγω αποφάσεως και γνώριζε τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή εκτιμούσε ότι το επίδικο ποσόν δεν έπρεπε να επιβαρύνει το ΕΓΤΠΕ.

105    Εν προκειμένω, επιβάλλεται, καταρχάς, η υπόμνηση ότι η συνοπτική έκθεση στην οποία παραπέμπει ρητώς η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει με σαφήνεια τα διαφορετικά στάδια της διοικητικής διαδικασίας η οποία έλαβε χώρα ενώπιον των υπηρεσιών της Επιτροπής και στα οποία συνεργάστηκε στενά η Ελληνική Δημοκρατία. Επιβάλλεται συναφώς η παρατήρηση, όπως υπογραμμίζει και η Επιτροπή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται σαφώς, στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, στα συμπεράσματα τα οποία συνήχθησαν «από τους διενεργηθέντες ελέγχους, τα αποτελέσματα των διμερών συζητήσεων και τις διαδικασίες συμβιβασμού».

106    Ακολούθως, επιβάλλεται η επισήμανση ότι η Ελληνική Δημοκρατία ενημερώθηκε, στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας, επί των διαφόρων αιτιάσεων εις βάρος της. Απόδειξη τούτου αποτελεί το έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2005 περί κοινοποιήσεως στην Ελληνική Δημοκρατία των αποτελεσμάτων των διενεργηθεισών επαληθεύσεων, το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, το έγγραφο προσκλήσεως προς διμερή συζήτηση καθώς και τα πρακτικά της συζητήσεως αυτής.

107    Όσον αφορά ειδικότερα το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, στο οποίο αναφέρεται η ίδια η Ελληνική Δημοκρατία, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω έγγραφο αναφέρει, μεταξύ άλλων, πέντε πλημμέλειες κατά τους βασικούς ελέγχους όσον αφορά το μέτρο «γεωργοπεριβάλλον» και δύο κατά τους βασικούς ελέγχους όσον αφορά το μέτρο «δάσωση των γεωργικών γαιών». Οι πλημμέλειες αυτές, όπως περιγράφονται στο ανωτέρω έγγραφο, είναι αυτές τις οποίες συνήγαγε η Επιτροπή μετά από την ελεγκτική αποστολή της, την κοινοποίηση των επαληθεύσεών της, την ανάλυση των απαντήσεων της Ελληνικής Δημοκρατίας μετά την κοινοποίηση των διενεργηθεισών από την Επιτροπή επαληθεύσεων και τη διμερή συζήτηση. Η σχετική διαπίστωση προκύπτει σαφώς από το σημείο 1 του παραρτήματος του εν λόγω εγγράφου. Σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, οι πέντε πλημμέλειες κατά τους βασικούς ελέγχους όσον αφορά το μέτρο «γεωργοπεριβάλλον» και οι δύο πλημμέλειες κατά τους βασικούς ελέγχους όσον αφορά τη «δάσωση των γεωργικών γαιών» δεν εξαντλούν τις διαπιστωμένες από την Επιτροπή, κατά το αρχικό στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, πλημμέλειες.

108    Γεγονός είναι, όπως διευκρινίζει η Ελληνική Δημοκρατία, ότι το σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως, όπου παρατίθεται η τελική θέση της Επιτροπής, δεν επαναλαμβάνει ρητώς τις πέντε διαπιστωθείσες κατά τους βασικούς ελέγχους πλημμέλειες σχετικά με το «γεωργοπεριβάλλον» και τις δύο πλημμέλειες κατά τους βασικούς ελέγχους σχετικά με τη «δάσωση των γεωργικών γαιών». Αναφέρεται απλώς με αυτή κατά τρόπο γενικό ότι «οι υπηρεσίες της Επιτροπής κρίνουν ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι, ακόμη και αν διεξήχθησαν σε ποσοστό 100 % των δικαιούχων του καθεστώτος δασώσεως, δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη μη διεξαγωγή ηλεκτρονικών διασταυρωτικών ελέγχων με το ΟΣΔΕ για αδυναμίες στην ορθή αναγνώριση αγροτεμαχίων και για άλλες ελλείψεις του συστήματος ΟΣΔΕ που διαπιστώθηκαν από τις υπηρεσίες της Επιτροπής κατά την περίοδο που καλύπτει ο έλεγχος».

109    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως υπογραμμίζει ορθώς και η Επιτροπή, το συμπέρασμα της τελικής θέσεως της Επιτροπής, όπως αυτό εκτίθεται στο σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως, είναι ότι «οι υπηρεσίες της Επιτροπής εμμένουν στη θέση την οποία κοινοποίησαν στις ελληνικές αρχές με το [έγγραφο της Επιτροπής] της 3ης Οκτωβρίου 2006», όπου γίνεται ρητή μνεία των πέντε πλημμελειών κατά τους βασικούς ελέγχους σχετικά με το μέτρο «γεωργοπεριβάλλον» και των δύο πλημμελειών κατά τους βασικούς ελέγχους σχετικά με το μέτρο «δάσωση των γεωργικών γαιών», όπως προεξετέθη στη σκέψη 107.

110    Ως εκ τούτου, σε αντίθεση προς τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας, η προσβαλλόμενη απόφαση αναδεικνύει με σαφήνεια τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν την Επιτροπή στην επιβολή της διορθώσεως ύψους 5 % επί των διενεργηθεισών από την Ελληνική Δημοκρατία δαπανών στον τομέα των συνοδευτικών μέτρων υπέρ της αγροτικής αναπτύξεως για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004.

111    Κατόπιν τούτου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από ανεπαρκή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση νόμου, πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας

112    Ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το πρώτο αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα και από έλλειψη αιτιολογίας. Το δεύτερο αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και από υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

 Επί του πρώτου σκέλους το οποίο αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα και έλλειψη αιτιολογίας

113    Επιβάλλεται προκαταρκτικώς η υπόμνηση ότι το ΕΓΤΠΕ χρηματοδοτεί μόνον τις πραγματοποιούμενες σύμφωνα με τις κοινοτικές διατάξεις παρεμβάσεις στο πλαίσιο της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών (βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 32).

114    Συναφώς, όπως προκύπτει από τους αφορώντες το ΕΓΤΠΕ κανόνες, τα κράτη μέλη οφείλουν να διενεργούν ένα σύνολο διοικητικών και επιτόπιων ελέγχων ικανών να διασφαλίζουν ότι τηρούνται ορθώς οι ουσιαστικές και τυπικές προϋποθέσεις χορηγήσεως των ενισχύσεων. Αν η διενέργεια ενός τέτοιου συνόλου ελέγχων δεν χωρεί ή αυτή στην οποία προέβη κράτος μέλος είναι ελλιπής σε σημείο ώστε να αφήνει να πλανώνται αμφιβολίες σχετικά με την τήρηση των ανωτέρω προϋποθέσεων, η Επιτροπή νομιμοποιείται να μην αναγνωρίσει ορισμένες πραγματοποιηθείσες από το οικείο κράτος μέλος δαπάνες (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2005, C‑468/02, Ισπανία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 36, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑183/06, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 31).

115    Δυνάμει πάγιας νομολογίας, εναπόκειται στην Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει ότι συντρέχει παράβαση των κανόνων της κοινής οργανώσεως των γεωργικών αγορών, όχι να καταδείξει εξαντλητικώς την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικήσεις ελέγχων ή την αντικανονικότητα των διαβιβασθέντων από αυτές αριθμητικών στοιχείων, αλλά να προσκομίσει αποδεικτικό στοιχείο περί της σοβαρής και εύλογης αμφιβολίας της έναντι των συγκεκριμένων ελέγχων ή αριθμητικών στοιχείων. Ο ανωτέρω μετριασμός της απαιτούμενης εκ μέρους της Επιτροπής αποδείξεως εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος είναι καλύτερα σε θέση να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ΕΓΤΠΕ, οπότε σ’ αυτό εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη περί του αληθούς των ελέγχων ή των στοιχείων του και, ενδεχομένως, της ανακριβείας των επιχειρημάτων της Επιτροπής (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2001, C‑247/98, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑1, σκέψεις 7 έως 9, και απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 51).

116    Υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων επιβάλλεται η εξέταση του ζητήματος αν, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη διαπιστώνοντας ότι, πρώτον, η εξατομίκευση των αγροτεμαχίων τα οποία έτυχαν ενισχύσεως ήταν μερική κατά παράβαση του άρθρου 58 του κανονισμού (ΕΚ) 445/2002 της Επιτροπής, της 26ης Φεβρουαρίου 2002, περί λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1257/1999 του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής αναπτύξεως από το Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΕΓΤΠΕ) (ΕΕ L 74, σ. 1), δεύτερον, δεν διενεργήθησαν οι διασταυρωτικοί έλεγχοι με τη βάση δεδομένων του ΟΣΔΕ κατά παράβαση του άρθρου 60 του κανονισμού 445/2002, τρίτον, δεν υπήρξαν εξαντλητικοί οι επιτόπιοι έλεγχοι κατά παράβαση του άρθρου 61 του κανονισμού 445/2002, τέταρτον, δεν ήσαν λεπτομερείς οι εκθέσεις ελέγχου κατά παράβαση του άρθρου 20 του κανονισμού (ΕΚ) 2419/2001 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 2001, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου για ορισμένα καθεστώτα κοινωνικών ενισχύσεων που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου (ΕΕ L 327, σ. 11), και, πέμπτον, ήσαν ανεπαρκείς οι έλεγχοι σχετικά με το σύνολο των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων τις οποίες ανέλαβαν οι δικαιούχοι, και τούτο κατά παράβαση του άρθρου 61 του κανονισμού 445/2002.

–       Όσον αφορά την ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων

117    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας εκκαθαρίσεως των λογαριασμών, απέδειξε ότι από το έτος 2003 τα αγροτεμάχια αποτελούσαν αντικείμενο ατομικής ταυτοποιήσεως, σύμφωνα με το άρθρο 58 του κανονισμού 445/2002, και ότι η καταβολή των ενισχύσεων είχε λάβει χώρα χωρίς κανένα κίνδυνο για το ΕΓΤΠΕ.

118    Κατά το άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 445/2002, όταν ένα μέτρο στηρίξεως της γεωργικής αναπτύξεως αφορά εκτάσεις, αναφέρεται σε εξατομικευμένα αγροτεμάχια. Στην παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου διευκρινίζεται ότι η ταυτοποίηση των εκτάσεων και των ζώων πραγματοποιείται σύμφωνα με τα άρθρα 4 και 5 του κανονισμού (ΕΟΚ) 3508/92 του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 1992, για τη θέσπιση ενός ολοκληρωμένου συστήματος διαχειρίσεως και ελέγχου σχετικά με ορισμένα καθεστώτα κοινοτικών ενισχύσεων (ΕΕ L 355, σ. 1).

119    Ο κανονισμός 3508/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1593/2000 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουλίου 2000 (ΕΕ L 182, σ. 4), προβλέπει στο άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτού ότι κάθε κράτος μέλος δημιουργεί ένα ΟΣΔΕ.

120    Το άρθρο 2 του κανονισμού 3508/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1593/2000, προβλέπει ότι το ΟΣΔΕ πρέπει μεταξύ άλλων να περιλαμβάνει ένα σύστημα αναγνωρίσεως των αγροτεμαχίων (στο εξής: ΣΑΑ).

121    Σύμφωνα με το άρθρο 4 του κανονισμού 3508/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1593/2000, το ΣΑΑ δημιουργείται βάσει χαρτών ή εγγράφων του κτηματολογίου ή άλλων χαρτογραφικών αναφορών. Οι χρησιμοποιούμενες τεχνικές μέθοδοι στηρίζονται σε ηλεκτρονικό σύστημα γεωγραφικών πληροφοριών οι οποίες περιλαμβάνουν κάλυψη με ορθοεικόνιση, κατά προτίμηση από τον αέρα ή το διάστημα, με ομοιογενή πρότυπα εξασφαλίζοντα ακρίβεια τουλάχιστον ισοδύναμη χαρτογραφήσεως υπό κλίμακα 1/10 000. Επομένως, όλα τα αγροτεμάχια πρέπει να ταυτοποιούνται βάσει του ανωτέρω συστήματος (απόφαση της 21ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 54).

122    Περαιτέρω, υπενθυμίζεται, όπως αναφέρει ορθώς η Επιτροπή, η σημασία την οποία ενέχει η εφαρμογή του ΟΣΔΕ. Πράγματι, η ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων αποτελεί βασικό στοιχείο της ορθής εφαρμογής ενός συστήματος αφορώντος τις εκτάσεις. Η έλλειψη αξιόπιστου συστήματος ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων ενέχει αφ’ εαυτής υψηλό κίνδυνο ζημίας για τον κοινοτικό προϋπολογισμό (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, C‑285/03, Ελλάδα κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑243/05, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑3475, σκέψη 61, και απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 57).

123    Όπως έχει ήδη προπαρατεθεί στη σκέψη 109, η τελική θέση της Επιτροπής, η οποία παρατίθεται στο σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως, αναφέρεται στο από 30 Οκτωβρίου 2006 έγγραφο της ίδιας.

124    Στο έγγραφο της 3ης Οκτωβρίου 2006 η Επιτροπή διευκρινίζει ότι «η ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων για τα οποία χορηγήθηκε ενίσχυση δεν έγινε σε όλες τις περιπτώσεις, γεγονός που δεν επέτρεψε τον ακριβή προσδιορισμό των εκτάσεων και την πραγματοποίηση αποτελεσματικών διασταυρούμενων ελέγχων, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 58 του κανονισμού 445/2002». Η Επιτροπή παραπέμπει επίσης στο σημείο 1.1 του εγγράφου της της 4ης Ιουλίου 2005 με το οποίο είχε διευκρινίσει ότι τα αγροτεμάχια δεν είχαν «ταυτοποιηθεί με ατομική ταυτοποίηση», όπως προβλέπει ο κανονισμός 445/2002. Η Επιτροπή προσθέτει ότι «η ταυτοποίηση στηριζόταν κατ’ αρχήν στη μέτρηση των αγροτεμαχίων και των επιδίκων εκτάσεων ανά στρέμμα (1 στρέμμα = 1/10 του εκταρίου) [και ότι] προ του 2004 δεν απαιτούνταν η συστηματική υποβολή δηλώσεως ΟΣΔΕ και/ή αποσπασμάτων […] του συστήματος ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων, [γεγονός το οποίο κατέστη σε] ανέφικτο το να χωρήσει, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η ατομική ταυτοποίηση και η περαιτέρω διενέργεια των μη διασταυρωμένων ελέγχων οι οποίοι δεν ήσαν αυτόματοι μέχρι τα [τέλη] του 2003».

125    Σύμφωνα με την προπαρατεθείσα στη σκέψη 115 νομολογία, επιβάλλεται να ελεγχθεί αν η Ελληνική Δημοκρατία αποδεικνύει την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής.

126    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι προσκόμισε την απόδειξη, με την ευκαιρία της ανταλλαγείσας με την Επιτροπή αλληλογραφίας, καθώς και κατά τη διάρκεια της διμερούς διαβουλεύσεως, ότι από το 2003 τα αγροτεμάχια αποτελούσαν αντικείμενο ατομικής ταυτοποιήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 58 του κανονισμού 445/2002. Η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται συναφώς στο έγγραφο της 5ης Σεπτεμβρίου 2005 (σημείο 1.1). Πέραν τούτου, υπενθυμίζει την ύπαρξη πλειόνων υπουργικών αποφάσεων ως προς τον τρόπο ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων και την υποχρέωση αναγραφής, στις υποβαλλόμενες στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ αιτήσεις, του συγκεκριμένου κωδικού των αγροτεμαχίων.

127    Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι προσκόμισε την απόδειξη της ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων, αλλά χωρίς να διευκρινίζει ποια είναι τα συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία. Ασφαλώς, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της διμερούς συναντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία προσκόμισε, κατά τη διάρκεια της εν λόγω συζητήσεως, πλείονα έγγραφα προκειμένου να αποδείξει την ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων. Εντούτοις, με τα έγγραφά της, η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει σε ποιο βαθμό τα εν λόγω έγγραφα θα μπορούσαν να αποτελέσουν αποδεικτικά στοιχεία του ότι τα αγροτεμάχια είχαν ταυτοποιηθεί από το 2003 σύμφωνα με τον κανονισμό 445/2002.

128    Ακολούθως, προκειμένου να θεμελιώσει το επιχείρημά της ότι τα αγροτεμάχια αποτελούν αντικείμενο ατομικής ταυτοποιήσεως από το 2003, η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται το από 5 Σεπτεμβρίου 2005 έγγραφό της, με το οποίο αποδείκνυε, στο σημείο 1.1, ότι από το 2003 οι Έλληνες παραγωγοί προβαίνουν σε παρόμοια ταυτοποίηση. Διαπιστώνεται, πάντως, ότι το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου δεν είναι τέτοιας φύσεως ώστε να αναιρεί τη διαπίστωση της Επιτροπής. Πράγματι, εξ αυτού δεν προκύπτει ότι η απαιτούμενη από τον κανονισμό 445/2002 ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων λαμβάνει όντως χώρα στην Ελλάδα από το 2003. Η Ελληνική Δημοκρατία περιορίζεται στη μνεία του συνόλου των διατάξεων οι οποίες υποχρέωναν στην Ελλάδα τους παραγωγούς να προβαίνουν σε ατομική ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων υποβάλλοντας τις αιτήσεις στο πλαίσιο του ΟΣΔΕ, υπογραμμίζοντας ταυτοχρόνως ότι το 2003 «μικρός αριθμός αγροτών παρέλειψε από άγνοια να υποβάλει την αίτηση».

129    Επίσης εκτιμάται ότι η αναφορά της Ελληνικής Δημοκρατίας σε διατάξεις καθιστώσες υποχρεωτική την ατομική ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων δεν είναι ικανή να αποδείξει ότι προέβη όντως σε παρόμοια ταυτοποίηση.

130    Τέλος, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται ότι κάποιοι από τους δικαιούχους παραγωγούς δεν είχαν συνυποβάλει για το έτος 2003 τις μηχανογραφημένες δηλώσεις σύμφωνα με τις επιταγές του κανονισμού 3508/92 και τις υπέβαλαν χειρόγραφες. Κατά το άρθρο 6 του εν λόγω κανονισμού, κάθε κάτοχος εκμεταλλεύσεως υποβάλλει για κάθε έτος αίτηση ενισχύσεων αναφέροντας τα αγροτεμάχια, οι λεπτομέρειες ταυτοποιήσεως των οποίων διευκρινίζονται στο άρθρο 4 του ιδίου κανονισμού. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι τα αγροτεμάχια ταυτοποιούνται από το 2003 σύμφωνα με τον εν λόγω κανονισμό.

131    Από τις προηγηθείσες σκέψεις έπεται ότι είναι απορριπτέα η αναπτυχθείσα από την Ελληνική Δημοκρατία επιχειρηματολογία όσον αφορά τα αγροτεμάχια.

–       Όσον αφορά τους διασταυρωτικούς ελέγχους

132    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι οι διασταυρωτικοί έλεγχοι έλαβαν χώρα με βάση τα μηχανογραφημένα δεδομένα του ΟΣΔΕ, σύμφωνα με το άρθρο 60 του κανονισμού 445/2002.

133    Σύμφωνα με το άρθρο 16 του κανονισμού 2419/2001, οι κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του κανονισμού 3508/92 διοικητικοί έλεγχοι περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, διασταυρούμενους ελέγχους στα δηλωθέντα αγροτεμάχια και ζώα ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη πολλαπλή χορήγηση της ίδιας ενισχύσεως για το ίδιο ημερολογιακό έτος ή για την ίδια περίοδο εμπορίας και να προλαμβάνεται η αδικαιολόγητη σώρευση ενισχύσεων χορηγουμένων βάσει κοινοτικών καθεστώτων ενισχύσεως τα οποία προβλέπουν δηλώσεις εκτάσεων, καθώς και διασταυρούμενους ελέγχους με τη βοήθεια της μηχανογραφημένης βάσεως δεδομένων ώστε να επαληθεύεται η επιλεξιμότητα των αιτήσεων χορηγήσεως ενισχύσεως (βλ., συναφώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 63).

134    Το άρθρο 60 του κανονισμού 445/2002 ορίζει:

«Οι διοικητικοί έλεγχοι είναι διεξοδικοί και περιλαμβάνουν, όπου ενδείκνυται, διασταύρωση στοιχείων, μεταξύ άλλων με τα δεδομένα του [ΟΣΔΕ]. Οι εν λόγω διασταυρούμενοι έλεγχοι αφορούν τα αγροτεμάχια και τα ζώα […] που καλύπτονται από μέτρο στηρίξεως, ώστε να αποτρέπεται η αδικαιολόγητη καταβολή στηρίξεως […]».

135    Στο σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν διενήργησε μηχανογραφημένους διασταυρωτικούς ελέγχους με τη βάση ΟΣΔΕ. Παραπέμπει επίσης στη θέση την οποία διατύπωσε με το έγγραφο της 3ης Οκτωβρίου 2006, από την οποία προκύπτει ότι, κατά την καλυπτόμενη από τον έλεγχο της Επιτροπής χρονική περίοδο, το ΟΣΔΕ δεν βρισκόταν σε πλήρη επιχειρησιακή λειτουργία στην Ελλάδα.

136    Όπως προκύπτει από την σκέψη 115 ανωτέρω, επιβάλλεται ο έλεγχος αν η Ελληνική Δημοκρατία αποδεικνύει την ανακρίβεια των εκτιμήσεων της Επιτροπής.

137    Η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι, κατά τη διάρκεια της κρίσιμης περιόδου, το ΟΣΔΕ λειτουργούσε πλήρως από επιχειρησιακής απόψεως. Επικαλείται επίσης πλείονα έγγραφα τα οποία προσκόμισε κατά τη διάρκεια της διμερούς διαβουλεύσεως και από τα οποία αποδεικνύεται ότι διενήργησε μηχανογραφημένους διασταυρωτικούς ελέγχους. Πέραν τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία αναφέρεται στο έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ (Ελληνικού Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου των Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων) της 9ης Μαρτίου 2007, όπου διευκρινίζεται πώς διενεργήθηκαν οι μηχανογραφημένοι διασταυρωτικοί έλεγχοι.

138    Όλως προκαταρκτικώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, όπως έχει ήδη προπαρατεθεί στις σκέψεις 126 ως 131, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, το ΣΑΑ δεν συμφωνούσε πλήρως προς το άρθρο 4 του κανονισμού 3508/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1593/2000. Πρέπει περαιτέρω να υπομνηστεί ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 2 του κανονισμού 3508/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1593/2000, το ΣΑΑ αποτελεί στοιχείο του ΟΣΔΕ. Λαμβανομένων υπόψη των κενών τα οποία διαπιστώθηκαν όσον αφορά την ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι το ΟΣΔΕ ήταν πλήρως λειτουργικό κατά το έτος 2003.

139    Ελλείψει παρομοίων αποτελεσματικών και πλήρως λειτουργικών συστημάτων, τα οποία απαιτεί το δίκαιο της Ένωσης και τα οποία συνιστούν ουσιώδη στοιχεία των προβλεπομένων ελέγχων, οι κατά την έννοια του άρθρου 60 του κανονισμού 445/2002 διασταυρωτικοί έλεγχοι δεν μπορεί να έχουν διενεργηθεί ορθώς (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2008, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 108, και απόφαση της 31ης Μαρτίου 2011, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 100 ανωτέρω, σκέψη 65).

140    Σημειωτέον, όπως υπογραμμίζει ορθώς η Επιτροπή, ότι, παρά τις απόπειρές της να αποδείξει ότι, σε αντίθεση προς τις διαπιστώσεις της Επιτροπής, διενήργησε μηχανογραφημένους διασταυρωτικούς ελέγχους, η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται η ίδια με τα έγγραφά της ότι για το έτος 2003 ορισμένοι παραγωγοί δεν υπέβαλαν μηχανογραφημένες αλλά χειρόγραφες δηλώσεις, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε και κατά τη διάρκεια της επ’ ακροατηρίου συζήτησης κατόπιν ερωτήσεως του Γενικού Δικαστηρίου.

141    Επιβάλλεται συναφώς να υπογραμμιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία προβάλλει ότι προσκόμισε κατά τη διάρκεια της διμερούς διαβουλεύσεως, όπως και το έγγραφο του ΟΠΕΚΕΠΕ της 9ης Μαρτίου 2007, είναι ικανά να κλονίσουν τη διαπίστωση ότι ορισμένοι παραγωγοί δεν υπέβαλαν μηχανογραφημένες δηλώσεις σύμφωνα με τον κανονισμό 3508/92.

142    Βεβαίως, η Ελληνική Δημοκρατία ισχυρίζεται ότι η μη ανεύρεση μηχανογραφημένων δηλώσεων συμφώνων προς τον κανονισμό 3508/92 για το έτος 2003 δεν συνεπάγεται τη μη διενέργεια μηχανογραφημένων διασταυρωτικών ελέγχων και προσθέτει ότι οι χειρόγραφες δηλώσεις, τις οποίες ανακάλυψαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για το έτος 2003, καταχωρίστηκαν στο σύστημα και βάσει αυτών πραγματοποιήθηκαν μηχανογραφημένοι διασταυρωτικοί έλεγχοι.

143    Εντούτοις, αφενός, η Ελληνική Δημοκρατία δεν θεμελιώνει τα επιχειρήματά της. Δεν αποδεικνύει, μεταξύ άλλων, ότι, όσον αφορά τους εν λόγω παραγωγούς, το 2003 διενεργήθηκαν μηχανογραφημένοι έλεγχοι. Αφετέρου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι διενεργήθηκαν διασταυρωμένες επαληθεύσεις βάσει των χειρογράφων δηλώσεων τις οποίες ανακάλυψαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής για το έτος 2003, το γεγονός αυτό δεν επιτρέπει να τεθεί εν αμφιβόλω η εκτίμηση της Επιτροπής η οποία θεμελιώνεται στη μη δημιουργία του ΟΣΔΕ, όπως προβλέπεται από τον κοινοτικό κανονισμό.

144    Εξάλλου, λαμβανομένων υπόψη των προηγηθεισών σκέψεων και της παρατιθέμενης ανωτέρω στη σκέψη 60 νομολογίας, το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, κατά τη διάρκεια του ελέγχου, οι υπηρεσίες της δεν εντόπισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο περί του ότι είχαν διενεργηθεί διασταυρωμένες επαληθεύσεις δεν μπορεί να αποτελεί «πλημμελή αιτιολόγηση» όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα.

145    Επομένως, είναι απορριπτέα τα προβληθέντα από την Ελληνική Δημοκρατία επιχειρήματα σχετικά με τους διασταυρωτικούς ελέγχους.

–       Όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους

146    Η Ελληνική Δημοκρατία διατυπώνει δύο κύριες αιτιάσεις. Αφενός, ισχυρίζεται ότι απέδειξε ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι σχετικά με τη μέτρηση των αγροτεμαχίων ήσαν επαρκείς και αξιόπιστοι και πληρούσαν τα κριτήρια του άρθρου 61 του κανονισμού 445/2002. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι προέβη σε επιτόπιους ελέγχους των ορθών γεωργικών πρακτικών.

147    Κατά το άρθρο 61 του κανονισμού 445/2002, «οι επιτόπιοι έλεγχοι διενεργούνται σύμφωνα με τον τίτλο ΙΙΙ του κανονισμού […] 2419/2001». Δυνάμει του άρθρου 15 του ιδίου κανονισμού, οι διοικητικοί και οι επιτόπιοι έλεγχοι πραγματοποιούνται κατά τρόπον ώστε να εξασφαλίζεται η αποτελεσματική εξακρίβωση της τηρήσεως των όρων για την παροχή των ενισχύσεων.

148    Όσον αφορά ακριβέστερα τον έλεγχο των ορθών γεωργικών πρακτικών, όπως προκύπτει από το άρθρο 61, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 445/2002, ο σχετικός έλεγχος αφορά όλες τις αναληφθείσες από δικαιούχο δεσμεύσεις και υποχρεώσεις οι οποίες είναι δυνατόν να ελεγχθούν κατά τον χρόνο της επιθεωρήσεως. Το άρθρο 22, παράγραφος 2, του κανονισμού 2419/2001 προβλέπει ότι η ορθή γεωργική πρακτική αποτελεί επίσης στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό των εκτάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2008, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 119).

149    Όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, στο οποίο αναφέρεται το σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως για την τελική θέση της Επιτροπής, οι επιτόπιοι έλεγχοι δεν ήσαν εξαντλητικοί κατά την έννοια του άρθρου 61 του κανονισμού 445/2002 για τον λόγο ότι, αφενός, δεν περιελάμβαναν μέτρηση των αγροτεμαχίων σύμφωνα με τον κανονισμό 3508/92, αφετέρου δε, δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε απόδειξη ότι είχαν διενεργηθεί οι επιτόπιοι έλεγχοι αναφορικά με την εφαρμογή των ορθών γεωργικών πρακτικών.

150    Αμφισβητώντας την εκτίμηση της Επιτροπής σχετικά με τους επιτόπιους ελέγχους της μετρήσεως των αγροτεμαχίων, η Ελληνική Δημοκρατία αρκείται στο να υποστηρίξει ότι τα εν λόγω αγροτεμάχια «ελέγχθησαν και μετρήθηκαν από τους εθνικούς ελεγκτές», γεγονός το οποίο δεν κατέστη εφικτό να ελέγξουν οι υπηρεσίες της Επιτροπής δοθέντος ότι δεν διενήργησαν οι ίδιες μετρήσεις των εν λόγω αγροτεμαχίων. Τα ανωτέρω επιχειρήματα, ως προς τη στήριξη των οποίων ουδέν στοιχείο προβλήθηκε, δεν είναι ικανά να κλονίσουν τις διαπιστώσεις της Επιτροπής.

151    Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2005, το οποίο παραπέμπει στο έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, «όσον αφορά τη μέτρηση των αγροτεμαχίων, δεν υφίστανται επαρκή στοιχεία επιτρέποντα να αποδειχθεί σε ποιο βαθμό το αγροτεμάχιο αποτέλεσε όντως αντικείμενο επαναμετρήσεως ή αν έλαβε χώρα απλή οπτική επιθεώρηση του αγροτεμαχίου». Η διαπίστωση αυτή δεν αμφισβητήθηκε από την Ελληνική Δημοκρατία.

152    Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι οι εκθέσεις ελέγχου, οι οποίες προσκομίσθηκαν κατά τη διάρκεια της διμερούς διαβουλεύσεως, έκαναν λόγο για επιτόπιους ελέγχους μετρήσεως των αγροτεμαχίων καθώς και για ορθές γεωργικές πρακτικές δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Οι συγκεκριμένες εκθέσεις ελέγχου αφορούν αποκλειστικά τον Νομό Μαγνησίας, γεγονός το οποίο άλλωστε δεν αμφισβητεί η Ελληνική Δημοκρατία. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι εν λόγω εκθέσεις αποδεικνύουν ότι οι έλεγχοι διενεργήθηκαν κατ’ εφαρμογή των ορθών γεωργικών πρακτικών, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως υπογραμμίζει ορθώς η Επιτροπή, ότι δεν επιτρέπουν αφ’ εαυτών να αποδειχθεί η ανακρίβεια της διαπιστώσεως της Επιτροπής, η οποία αφορά περιοχή η έκταση της οποίας υπερβαίνει ένα και μόνο νομό. Πράγματι, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει συγκεκριμένα ότι τα συστήματα ελέγχου στις μη ελεγχθείσες περιοχές δεν χαρακτηρίζονταν από τα ίδια ελαττώματα με εκείνα τα οποία διαπίστωσε η Επιτροπή για τις ελεγχθείσες περιοχές (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαρτίου 2004, C‑344/01, Γερμανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑2081, σκέψεις 64 και 65).

153    Τέλος, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι υπουργική απόφαση εκδοθείσα το 2000 προβλέπει την υποχρέωση συμμορφώσεως προς τις ορθές γεωργικές πρακτικές δεν είναι ικανή να καταδείξει ότι η Ελληνική Δημοκρατία προέβη όντως σε επιτόπιο έλεγχο των ορθών γεωργικών πρακτικών (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2008, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 120).

154    Επομένως, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας όσον αφορά τους επιτόπιους ελέγχους.

–       Όσον αφορά τις εκθέσεις ελέγχου

155    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η μη αναγραφή στις αφορώσες τον Νομό Λαρίσης εκθέσεις ελέγχου των διαφορών μεταξύ των εκτάσεων ή των ζώων που δηλώθηκαν και μετρήθηκαν, καθώς και το γεγονός ότι οι εθνικοί ελεγκτές δεν περιέλαβαν ειδικές παρατηρήσεις δεν συνιστούν παράβαση του δικαίου της Ένωσης και δεν δικαιολογούν την επιβολή δημοσιονομικής διορθώσεως.

156    Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 2419/2001, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 61, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του κανονισμού 445/2002, για κάθε επιτόπιο έλεγχο συντάσσεται έκθεση όπου καταγράφονται με σαφήνεια διάφορα στοιχεία του ελέγχου μεταξύ των οποίων «τα αγροτεμάχια τα οποία ελέγχθηκαν, τα αγροτεμάχια στα οποία πραγματοποιήθηκε μέτρηση, τα αποτελέσματα των μετρήσεων για κάθε μετρηθέν αγροτεμάχιο και τις χρησιμοποιηθείσες μεθόδους μετρήσεως».

157    Σύμφωνα με το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Σεπτεμβρίου 2006, στο οποίο παραπέμπει το σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως όπου διατυπώνεται η τελική θέση της Επιτροπής, οι εκθέσεις ελέγχου «δεν ήσαν λεπτομερείς» όπως απαιτεί το άρθρο 20 του κανονισμού 2419/2001, σύμφωνα με το οποίο απαιτείται, όπως προαναφέρθηκε, η μνεία των αποτελεσμάτων των μετρήσεων των αγροτεμαχίων.

158    Το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006 παραπέμπει περαιτέρω στο σημείο 3.3 του εγγράφου της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2005, το οποίο είναι διατυπωμένο ως εξής:

«[…] οι εκθέσεις οι οποίες ελέγχθηκαν στερούνταν επαρκούς θεμελίου και δεν τεκμηρίωναν με σαφήνεια το είδος των πραγματοποιηθέντων επιτοπίων ελέγχων. Οι εκθέσεις ουδέποτε αναφέρθηκαν στις οποιεσδήποτε ανακολουθίες μεταξύ δηλωθείσας και μετρηθείσας εκτάσεως ή του αριθμού των καταμετρηθέντων ζώων κατά τον έλεγχο. Τούτο ήταν γενεσιουργό αμφιβολιών ως προς την ακρίβεια και την ειλικρίνεια των περιλαμβανομένων στις εκθέσεις δηλώσεων. Όσον αφορά τη μέτρηση των αγροτεμαχίων, δεν υφίστανται επαρκή στοιχεία για το κατά πόσον πραγματοποιήθηκε επανακαταμέτρηση της εκτάσεως ή έλαβε χώρα απλώς οπτική επιθεώρησή της. Όπως παρατηρήθηκε ειδικότερα στους ελεγχθέντες φακέλους, το τμήμα που προβλεπόταν να έχει συμπληρωθεί στις εκθέσεις ελέγχου και αναφερόταν στην τεκμηρίωση της μεθοδολογίας καταμετρήσεως ή στον αριθμό των καταμετρηθέντων αγροτεμαχίων παρέμενε συστηματικά ασυμπλήρωτο. Εξάλλου, στις εκθέσεις ελέγχου δεν περιλαμβάνονταν γενικότερα καθόλου οι ειδικές παρατηρήσεις που έγιναν από τους ελεγκτές κατά τη διάρκεια των ελέγχων […]».

159    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει ως εκ τούτου κανένα αποδεικτικό στοιχείο προκειμένου να αντικρούσει την ακρίβεια των διαπιστώσεων της Επιτροπής.

160    Το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι σε εκθέσεις ελέγχου οι οποίες προσκομίστηκαν κατά τη διμερή διαβούλευση γίνεται λόγος για μετρήσεις εκτάσεων δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Όπως έχει ήδη υπογραμμιστεί ανωτέρω στη σκέψη 152 και όπως υποστηρίζει ορθώς η Επιτροπή, οι εν λόγω εκθέσεις ελέγχου, οι οποίες αφορούν αποκλειστικά τον Νομό Μαγνησίας, δεν μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ευρύτερη σε εμβέλεια διαπίστωση της Επιτροπής.

161    Εξάλλου, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής αποδέχθηκαν ότι η ακολουθηθείσα στον Νομό Λαρίσης διαδικασία ήταν μεμονωμένη περίπτωση. Το σημείο 3.3 των πρακτικών της διμερούς διαβουλεύσεως επισημαίνει απλώς ότι οι υπηρεσίες της Επιτροπής «εμμένουν στη θέση τους ως προς την ανεπαρκή ποιότητα των εκθέσεων ελέγχου οι οποίες εξετάστηκαν στο πλαίσιο της αποστολής στη Λάρισα».

162    Τέλος, διαπιστώνεται ότι οι υπουργικές αποφάσεις και οι οδηγίες που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία δεν αρκούν αφ’ εαυτών για να αποδείξουν ότι οι εκθέσεις ελέγχου συντάχθηκαν όντως σύμφωνα προς το άρθρο 20 του κανονισμού 2419/2001 (βλ., συναφώς, απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2008, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 86 ανωτέρω, σκέψη 120).

163    Εξ αυτού έπεται ότι είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τις εκθέσεις ελέγχου.

–       Όσον αφορά τους ελέγχους οι οποίοι καλύπτουν το σύνολο των υποχρεώσεων και δεσμεύσεων των δικαιούχων

164    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει καταρχάς ότι δεν αντίκειται στο δίκαιο της Ένωσης η μη διενέργεια σε κάθε περίπτωση επιτόπιου ελέγχου για το σύνολο των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων των δικαιούχων. Ακολούθως, υπογραμμίζει ότι η επιβληθείσα από την Επιτροπή δημοσιονομική διόρθωση θεμελιώνεται αποκλειστικά στη μοναδική περίπτωση ενός δικαιούχου, το σύνολο των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων του οποίου δεν ελέγχθηκε.

165    Κατά το άρθρο 61, τρίτο εδάφιο, του κανονισμού 445/2002, «όλες οι αναλήψεις υποχρεώσεων και δεσμεύσεων του δικαιούχου που μπορούν να ελεγχθούν τη στιγμή της επισκέψεως αποτελούν αντικείμενο του ελέγχου».

166    Το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, στο οποίο παραπέμπει το σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως όπου παρατίθεται η τελική θέση της Επιτροπής, διευκρινίζει ότι «οι έλεγχοι ήσαν ανεπαρκείς όσον αφορά το σύνολο των αναληφθεισών από τους δικαιούχους δεσμεύσεων (σχετικά με τα μέτρα γεωργοπεριβαλλοντικής αναπτύξεως) που είναι δυνατόν να ελεγχθούν κατά τη διάρκεια της αποστολής, όπως προβλέπει το άρθρο 61 του κανονισμού 445/2002».

167    Το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006 παραπέμπει περαιτέρω στο σημείο 3.2 του εγγράφου της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2005, το οποίο είναι διατυπωμένο ως εξής:

«Όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 69, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 817/2004, ο έλεγχος καλύπτει όλες τις υποχρεώσεις και δεσμεύσεις του δικαιούχου σχετικά με τα μέτρα αγροτικής αναπτύξεως που είναι δυνατόν να ελεγχθούν κατά τον χρόνο της επιθεωρήσεως. Επ’ αυτού, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν ότι, αν ο δικαιούχος επελέγη στο πλαίσιο μέτρου γεωργικής αναπτύξεως, θα ελέγχεται τόσο για το συγκεκριμένο όσο και για όλα τα λοιπά μέτρα, για τον έλεγχο των οποίων απαιτείται παρόμοια πραγματογνωμοσύνη.

Κατά τη διενέργεια του ελέγχου του φακέλου, εντοπίστηκε περίπτωση όπου ο δικαιούχος, ο οποίος είχε επωφεληθεί δύο διαφορετικών γεωργοπεριβαλλοντικών μέτρων, είχε επιλεγεί προκειμένου να υποστεί επιτόπιο έλεγχο για το ένα εκ των μέτρων αυτών αλλ’ όχι και για το δεύτερο κατά τη διάρκεια της επιτόπιας επιθεωρήσεως.

Όταν ερωτήθησαν συναφώς, οι ελληνικές αρχές παρεδέχθησαν ότι οι επιτόπιοι έλεγχοι αφορούσαν αποκλειστικά τις δεσμεύσεις του συγκεκριμένου μέτρου για το οποίο είχε επιλεγεί ο δικαιούχος, χωρίς να επεκτείνονται στις λοιπές πιθανές δράσεις αναφορικά με το ίδιο μέτρο αγροτικής αναπτύξεως, του οποίου είχε επωφεληθεί ο αγρότης.»

168    Προς αμφισβήτηση της εκτεθείσας στο σημείο 3.2 του εγγράφου της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2005 εκτιμήσεως του θεσμικού αυτού οργάνου, η Ελληνική Δημοκρατία αρκείται στο να υποστηρίξει ότι η επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση θεμελιώνεται στη μεμονωμένη περίπτωση ενός δικαιούχου, το σύνολο των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων του οποίου δεν είχε ελεγχθεί. Συμπεριφερόμενη με τον τρόπο αυτό, δεν αντικρούει τις αφορώσες τον εν λόγω δικαιούχο διαπιστώσεις της Επιτροπής.

169    Κατά πάγια νομολογία, εφόσον το κράτος μέλος δεν αποδεικνύει επιτυχώς ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία ικανά να γεννήσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συνόλου μέτρων εποπτείας και ελέγχου (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Οκτωβρίου 1999, C‑253/97, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑7529, σκέψη 7, και απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 35). Επομένως, άπαξ το σφάλμα διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια τυχαίων ελέγχων, η Επιτροπή αδυνατεί, υπό το φως της προμνησθείσας νομολογίας, να αποκλείσει το ενδεχόμενο η εν λόγω αντικανονικότητα να είναι γενικευμένη.

170    Όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή δεν αναφέρει αν ήταν εφικτός, όσον αφορά τον δικαιούχο της επίδικης ενισχύσεως, ο ταυτόχρονος επιτόπιος έλεγχος του συνόλου των δεσμεύσεων και υποχρεώσεών του, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογή της προπαρατεθείσας στη σκέψη 115 νομολογίας, το βάρος μιας τέτοιας αποδείξεως φέρει το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι ένας τέτοιος έλεγχος είχε καταστεί ανέφικτος. Αρκείται στο επιχείρημα, χωρίς την προσκόμιση αποδεικτικών στοιχείων προς στήριξή του, ότι στις 15 Απριλίου 2003, ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα ο επιτόπιος έλεγχος σχετικά με την τήρηση των υποχρεώσεων για το αφορών «τη βιολογική καλλιέργεια-σιτάρι» μέτρο, δεν μπορούσε να ελεγχθεί η τήρηση του συνόλου των υποχρεώσεων και των δεσμεύσεων σχετικά με τη νιτρορύπανση-βαμβάκι καθόσον επρόκειτο για την περίοδο σποράς του. Εξάλλου, η εν λόγω επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας διαφέρει εκείνης η οποία αναπτύχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και σύμφωνα με την οποία θα ήταν αναγκαίο, για τους σκοπούς της διενεργείας παρομοίων ελέγχων, να κινητοποιηθεί ομάδα ειδικών εμπειρογνωμόνων στον τομέα του βάμβακα, της ρυπάνσεως των υδάτων και των γεωργοπεριβαλλοντικών προγραμμάτων.

171    Επομένως, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας σχετικά με τους ελέγχους επί του συνόλου των δεσμεύσεων και υποχρεώσεων των δικαιούχων είναι απορριπτέα, όπως και, συνακόλουθα, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου σκέλους το οποίο αντλείται από παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και από υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας

172    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θα έπρεπε να ακυρωθεί καθ’ ο μέτρο παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Άλλως, ο υπολογισμός της διορθώσεως θα έπρεπε να λαμβάνει υπόψη αποκλειστικά την περίπτωση του Νομού Λαρίσης, το αφορών το «γεωργοπεριβάλλον» μέτρο και τις πραγματοποιηθείσες μετά τις 3 Οκτωβρίου 2004 δαπάνες.

173    Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία, η οποία παρατίθεται ανωτέρω στη σκέψη 72, σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή καταβάλλει προσπάθεια, αντί να αρνηθεί τη χρηματοδότηση του συνόλου των δαπανών, να θεσπίσει κανόνες διαφοροποιήσεως ανάλογα με τον βαθμό κινδύνου που εμφανίζουν για το ΕΓΤΠΕ διάφορα επίπεδα παραλείψεων ελέγχου, το κράτος μέλος οφείλει να αποδείξει ότι τα σχετικά κριτήρια είναι αυθαίρετα και ανεπιεική.

174    Κατά το έγγραφο VI/5330/97, αφενός, «όταν δεν έχουν γίνει ένας ή περισσότεροι βασικοί έλεγχοι ή όταν οι έλεγχοι αυτοί διενεργήθησαν τόσο πλημμελώς ή τόσο σπανίως ώστε να είναι αναποτελεσματικοί για τον καθορισμό του επιλεξίμου μιας αιτήσεως ή την αποτροπή ατασθαλιών, τότε επιβάλλεται η εφαρμογή διορθώσεως ύψους 10 %, καθόσον είναι εύλογο να αναμένεται ότι υφίστατο υψηλός κίνδυνος σημαντικών απωλειών για το ΕΓΤΠΕ» και, αφετέρου, «οσάκις όλοι οι βασικοί έλεγχοι διενεργούνται, χωρίς, όμως, να τηρείται ο αριθμός, η συχνότητα ή η αυστηρότητα που απαιτούν οι κανονισμοί, τότε πρέπει να εφαρμόζεται διόρθωση ύψους 5 %».

175    Η Επιτροπή δικαιολόγησε τις δημοσιονομικές διορθώσεις ύψους 5 % για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004 στον τομέα των συνοδευτικών μέτρων υπέρ της αγροτικής αναπτύξεως επικαλούμενη τις διαπιστωθείσες αδυναμίες κατά την πραγματοποίηση των απαριθμούμενων στη σκέψη 116 ανωτέρω βασικών ελέγχων.

176    Όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου ακυρώσεως με αντικείμενο την επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση επί των πραγματοποιηθεισών στον τομέα των συνοδευτικών μέτρων υπέρ της αγροτικής αναπτύξεως δαπανών για τα οικονομικά έτη 2003 και 2004 (βλ. σκέψεις 117 έως 171 ανωτέρω), η Ελληνική Δημοκρατία δεν απέδειξε ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήσαν ανακριβείς. Με αυτό το δεδομένο και λαμβάνοντας υπόψη τις προπαρατεθείσες στις σκέψεις 173 έως 175 εκτιμήσεις, η απόφαση της Επιτροπής να επιβάλει διόρθωση ύψους 5 % δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντίθετη προς την αρχή της αναλογικότητας. Εξάλλου, πρέπει να υπομνηστεί συναφώς ότι ο δικαστής της Ενώσεως αποφάνθηκε ήδη επί του αναλογικού χαρακτήρα της εφαρμογής ενός συντελεστή διορθώσεως ύψους 5 % λόγω της απουσίας αξιόπιστου συστήματος ταυτοποιήσεως των αγροτεμαχίων (βλ., συναφώς, απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2005, σκέψη 48 ανωτέρω, σκέψη 100, απόφαση της 17ης Μαρτίου 2005, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 64, και απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 78).

177    Επιβάλλεται περαιτέρω η διαπίστωση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει στοιχεία επιτρέποντα να εκτιμηθεί ότι η Επιτροπή αδυνατούσε να οδηγηθεί στο συμπέρασμα ότι υφίστατο σημαντικός κίνδυνος απωλειών για το ΕΓΤΠΕ. Αρκείται στο να υποστηρίξει ότι, εφόσον η χρηματοδοτική διόρθωση δεν κρινόταν ως δυσανάλογη, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη μόνον η περίπτωση του Νομού Λαρίσης, το αφορών το «γεωργοπεριβάλλον» μέτρο και οι πραγματοποιηθείσες μετά την 3η Οκτωβρίου 2004 δαπάνες.

178    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 160 και 161 ανωτέρω, οι αδυναμίες των διενεργηθέντων στον Νομό Λαρίσης ελέγχων δεν μπορούν να αποκλείουν ότι αυτές αφορούν και άλλους νομούς. Επιπλέον, όπως προκύπτει από το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, στο οποίο παραπέμπει το σημείο 16.3.5 της συνοπτικής εκθέσεως, οι συνδεόμενες με την ταυτοποίηση των αγροτεμαχίων και τους διασταυρωτικούς ελέγχους με το ΟΣΔΕ αδυναμίες δεν αφορούν μόνον το μέτρο «γεωργοπεριβάλλον» αλλά και το μέτρο «δάσωση των γεωργικών γαιών». Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 117 έως 145 ανωτέρω, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί τα πραγματικά περιστατικά διαπιστώνοντας τις σχετικές αδυναμίες. Τέλος, όπως προεξετέθη στις σκέψεις 99 έως 101, η περίοδος των 24 μηνών δεν υπολογίζεται λαμβάνοντας ως αφετηρία το έγγραφο της Επιτροπής της 3ης Οκτωβρίου 2006, το οποίο περιλαμβάνει την εκτίμηση των δαπανών, αλλά το έγγραφο της Επιτροπής της 4ης Ιουλίου 2005 με το οποίο κοινοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία τα αποτελέσματα των διενεργηθεισών επαληθεύσεων. Ως εκ τούτου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η χρηματοδοτική διόρθωση ύψους 5 % δεν θα έπρεπε να αναφέρεται παρά στις διαπιστωθείσες αδυναμίες όσον αφορά τον Νομό Λαρίσης, το μεμονωμένο μέτρο του «γεωργοπεριβάλλοντος» και τις μεμονωμένες δαπάνες οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μετά τις 3 Οκτωβρίου 2004.

179    Εξ αυτού έπεται ότι το δεύτερο σκέλος είναι απορριπτέο, όπως και, συνακόλουθα, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως.

3.     Επί της διορθώσεως η οποία επιβλήθηκε επί του δημοσιονομικού ελέγχου όσον αφορά το οικονομικό έτος 2004

180    Η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται ένα μοναδικό λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από παράβαση της νομοθεσίας, των κατευθυντηρίων γραμμών του εγγράφου VI/5330/97, πλάνη περί το δίκαιο, έλλειψη αιτιολογίας, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής ευχέρειας.

181    Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου λόγου ακυρώσεως, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι κατ’ ουσίαν το εκπρόθεσμο των πληρωμών ήταν δικαιολογημένο και σκοπούσε αποκλειστικά στην προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Κοινότητας. Εξ αυτού, η Ελληνική Δημοκρατία συνάγει ότι η επιβληθείσα διόρθωση υπερέβαινε προδήλως τυχόν ζημία του ΕΓΤΠΕ.

182    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 296/96 της Επιτροπής, της 16ης Φεβρουαρίου 1996, για τα στοιχεία που πρέπει να διαβιβάζουν τα κράτη μέλη και για τη μηνιαία ανάληψη των δαπανών που χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο του τμήματος «Εγγυήσεων» του ΕΓΤΠΕ (ΕΕ L 39, σ. 5), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΟΚ) 1577/2001 της Επιτροπής, της 1ης Αυγούστου 2011 (ΕΕ L 209, σ. 12), ορίζει:

«Κάθε δαπάνη που καταβάλλεται εκτός των καθορισμένων όρων ή προθεσμιών θα αποτελέσει αντικείμενο μειωμένης αναλήψεως στο πλαίσιο των προκαταβολών σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

α)      μέχρι του ορίου του 4 % των δαπανών που καταβλήθηκαν εντός των ορίων και προθεσμιών, δεν γίνεται καμία μείωση, δεδομένου ότι ο αριθμός των [μηνών] καθυστερήσεως δεν έχει καμία επίπτωση·

β)      μετά τη χρησιμοποίηση του περιθωρίου του 4 %, κάθε επιπλέον δαπάνη που πραγματοποιείται με καθυστέρηση έως:

–        ενός μήνα, θα μειώνεται κατά 10 %,

–        δύο μηνών, θα μειώνεται κατά 25 %,

–        τριών μηνών, θα μειώνεται κατά 45 %,

–        τεσσάρων μηνών, θα μειώνεται κατά 70 %,

–        πέντε ή περισσοτέρων μηνών, θα μειώνεται κατά 100 %.

Εντούτοις, αν για ορισμένα μέτρα αντιμετωπίζονται ιδιαίτερες συνθήκες διαχειρίσεως ή τα κράτη μέλη παρέχουν βάσιμες αιτιολογήσεις, η Επιτροπή θα εφαρμόσει μια κλιμάκωση των ποσοστών ή/και ποσοστά μειώσεως κατώτερα ή μηδενικά.

Οι μειώσεις που αναφέρονται στο παρόν άρθρο πραγματοποιούνται σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) 2040/2000.»

183    Κατά τη νομολογία, το άρθρο 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 296/96 συνιστά διάταξη εισάγουσα εξαίρεση και πρέπει, συνεπώς, να ερμηνεύεται συσταλτικά (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 115).

184    Εξάλλου, οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως που επιβαρύνουν το ΕΓΤΠΕ πρέπει να υπολογίζονται με βάση την υπόθεση ότι τηρήθηκαν οι προθεσμίες που προβλέπει η ισχύουσα γεωργική κανονιστική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, οσάκις οι εθνικές αρχές προβαίνουν στην πληρωμή των ενισχύσεων μετά την εκπνοή της προθεσμίας, καταλογίζουν στο ΕΓΤΠΕ, όπως προκύπτει από την τέταρτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 296/96, δαπάνες αντικανονικές και, ως εκ τούτου, μη επιλέξιμες (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 28ης Οκτωβρίου 1999, Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 169 ανωτέρω, σκέψη 126). Κατά συνέπεια, το κράτος μέλος οφείλει να διαμορφώνει το ελεγκτικό σύστημά του λαμβάνοντας υπόψη την τασσόμενη για τις πληρωμές των ενισχύσεων προθεσμία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 116).

185    Σύμφωνα με το σημείο 17.1.5 της συνοπτικής εκθέσεως, όπου παρατίθεται η τελική θέση της Επιτροπής, επιβλήθηκαν δημοσιονομικές διορθώσεις λόγω καθυστερήσεων καταβολής για ποσόν ύψους 5 279 881,28 ευρώ.

186    Εναπόκειται στην Ελληνική Δημοκρατία να αποδείξει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 296/96, ήτοι να αποδείξει ότι για ορισμένα μέτρα συντρέχουν ειδικές προϋποθέσεις διαχειρίσεως ή να παράσχει βάσιμες δικαιολογίες. Η Ελληνική Δημοκρατία οφείλει μεταξύ άλλων να αποδείξει ότι οι καθυστερήσεις δεν υπερέβησαν εύλογα όρια (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2003, C‑331/00, Ελλάδα κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑9085, σκέψη 117, και απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 372).

187    Κατ’ αρχάς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί το εκπρόθεσμο των πληρωμών. Αντιθέτως, επικρίνει την επιβληθείσα δημοσιονομική διόρθωση με το αιτιολογικό ότι οι εκπρόθεσμες πληρωμές οφείλονταν στην ανάγκη διορθώσεως ορισμένων λαθών των παραγωγών κατά τη συμπλήρωση της αιτήσεώς τους, με τη διενέργεια, ενδεχομένως, συμπληρωματικών ελέγχων.

188    Όπως διευκρινίζει η Επιτροπή, κατ’ αρχάς διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν επικαλείται καμία «ιδιαίτερη συνθήκη διαχειρίσεως» στην οποία να οφείλονται οι εκπρόθεσμες πληρωμές.

189    Το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 296/96 αναφέρεται, πέραν των ιδιαίτερων συνθηκών διαχειρίσεως, στις «βάσιμες αιτιολογήσεις [που παρέχουν] τα κράτη μέλη».

190    Πάντως, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν η ανάγκη διορθώσεως των λαθών που περιέλαβαν οι παραγωγοί στις αιτήσεις τους συνιστά «βάσιμη αιτιολόγηση» των εκπρόθεσμων πληρωμών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 296/96, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει την απόδειξη ότι λάθη αφορώντα τα στοιχεία των παραγωγών συμπεριελήφθησαν όντως στις αιτήσεις τους. Συναφώς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή κάλεσε, σύμφωνα με τα πρακτικά της διμερούς διαβουλεύσεως η οποία έλαβε χώρα στις 12 Ιανουαρίου 2006, τις ελληνικές αρχές «να προσκομίσουν την απόδειξη της ακριβείας των λόγων» της καθυστερήσεως. Ναι μεν, με το έγγραφο της 2ας Μαΐου 2006, η Ελληνική Δημοκρατία προσκομίζει στοιχεία προς απόδειξη των επιχειρημάτων της, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν προσκομίζει μολοντούτο αποδείξεις ικανές να επιβεβαιώσουν την ακρίβεια των λόγων στους οποίους κατ’ αυτήν φέρεται να οφείλονται οι εκπρόθεσμες πληρωμές.

191    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα λάθη τα οποία παρεισέφρησαν στις αιτήσεις των παραγωγών ήσαν υπαρκτά, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει την ανάγκη διενεργείας συμπληρωματικών ελέγχων, η διάρκεια των οποίων δικαιολογούσε τις εκπρόθεσμες πληρωμές (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2009, σκέψη 39 ανωτέρω, σκέψη 375). Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 296/96 περιθώριο ύψους 4 % χρησιμεύει ακριβώς στο να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να διενεργούν συμπληρωματικούς ελέγχους, χωρίς ο αριθμός των μηνών καθυστερήσεως να έχει κάποια επίπτωση για τις μη υπερβαίνουσες το όριο αυτό πληρωμές (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, Ελλάδα κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 116).

192    Εξάλλου, είναι απορριπτέα η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας η οποία αντλείται από έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εκ του ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε για ποιον λόγο δεν ελήφθησαν υπόψη οι προβληθέντες προς δικαιολόγηση των εκπρόθεσμων πληρωμών λόγοι.

193    Πράγματι, διαπιστώνεται ότι, εν συνεχεία της προσκλήσεως των ελληνικών αρχών εκ μέρους της Επιτροπής να προσκομίσουν την απόδειξη της ειλικρινείας των προβληθέντων προς δικαιολόγηση των εκπρόθεσμων πληρωμών λόγων, ο ΟΠΕΚΕΠΕ υπενθύμισε, με έγγραφο της 2ας Μαΐου 2006, τους λόγους των εκπρόθεσμων πληρωμών και διευκρίνισε με τη μορφή πίνακα τα λάθη τα οποία παρεισέφρησαν στις αιτήσεις των παραγωγών για τα οικονομικά έτη 2002 και 2003, χωρίς, πάντως, να προσκομίσει την απόδειξη περί των εν λόγω λαθών με απτά πραγματικά στοιχεία. Στο έγγραφο της Επιτροπής της 20ής Αυγούστου 2007, η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα των ελληνικών αρχών, δεδομένου ότι «δεν παρατηρήθηκε καμία εξαιρετική συνθήκη διαχειρίσεως και η [Ελληνική Δημοκρατία] δεν επικαλέστηκε κανένα έγκυρο λόγο», οι δε διοικητικές δυσχέρειες αποτέλεσαν αντικείμενο διαχειρίσεως υπό την προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 296/96 επιφύλαξη του 4 %.

194    Ως εκ τούτου, κατ’ εφαρμογήν της παρατεθείσας στη σκέψη 60 ανωτέρω νομολογίας, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να θεωρεί, επικαλούμενη αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ότι δεν ενημερώθηκε επαρκώς επί των λόγων για τους οποίους η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα με το από 2 Μαΐου 2006 έγγραφο προσκομισθέντα στοιχεία, προς υποστήριξη των λόγων τους οποίους επικαλέστηκε για τις εκπρόθεσμες πληρωμές. Σημειωτέον, επιπλέον, ότι η προσφεύγουσα κατέστη δυνατό να προβάλει τα δικαιώματά της, καθόσον αμφισβητεί ακριβώς με την προσφυγή της την έκφραση «διοικητικές δυσχέρειες», χρήση της οποίας έκανε η Επιτροπή προκειμένου να χαρακτηρίσει τους λόγους των εκπρόθεσμων πληρωμών.

195    Ως προς την αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η επιβληθείσα διόρθωση υπερβαίνει προδήλως τη φερόμενη ζημία του ΕΓΤΠΕ, υπενθυμίζεται ότι δεν αμφισβητείται ότι οι πληρωμές έλαβαν χώρα με καθυστέρηση.

196    Κατά τη νομολογία, ναι μεν εναπόκειται στην Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως των κοινοτικών κανόνων, πλην όμως, άπαξ αποδειχθεί η παράβαση αυτή, εναπόκειται στο κράτος μέλος να αποδείξει ενδεχομένως ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη όσον αφορά τις απορρέουσες εξ αυτής οικονομικές συνέπειες (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 2004, C‑153/01, Ισπανία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑9009, σκέψη 67).

197    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία αρκέστηκε στο να δικαιολογήσει τις εκπρόθεσμες πληρωμές, χωρίς, πάντως, να αμφισβητήσει τις οικονομικές επιπτώσεις τις οποίες συνήγαγε η Επιτροπή, υπό το φως ειδικότερα των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 296/96, όπως αυτές αναφέρονται ανωτέρω στη σκέψη 182. Κατόπιν τούτου, δεν μπορεί να υποστηρίζει ότι η δημοσιονομική διόρθωση είναι δυσανάλογη.

198    Τέλος, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, τόσο με τα έγγραφά της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Ελληνική Δημοκρατία υποστήριξε ότι η Επιτροπή όφειλε να της επιστρέψει το ποσόν των 20 006,27 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μειώσεων οι οποίες εφαρμόστηκαν ήδη στο πλαίσιο των προκαταβολών, ανερχομένων σε 5 299 887,55 ευρώ, και του συνολικού ποσού της επιβληθείσας από την Επιτροπή διορθώσεως, ίσης προς 5 279 881,28 ευρώ. Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λαμβάνει υπόψη της διαφορά η οποία είναι εγγεγραμμένη στον συνημμένο στην προσβαλλόμενη απόφαση πίνακα στη στήλη «Δημοσιονομικές επιπτώσεις».

199    Κατόπιν τούτου, ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος όπως και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

200    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Truchot

Martins Ribeiro

Kanninen

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουλίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.