Language of document : ECLI:EU:C:2014:2032

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MELCHIOR WATHELET

της 25ης Ιουνίου 2014 (1)

Υπόθεση C‑249/13

Khaled Boudjlida

κατά

Préfet des Pyrénées-Atlantiques

[αίτηση του tribunal administratif de Pau (Γαλλία)

για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης — Οδηγία 2008/115/ΕΚ — Επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών — Διαδικασία εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής — Αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας — Δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως που ενδέχεται να θίξει τα συμφέροντα παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας — Περιεχόμενο των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως — Δικαίωμα στη δυνατότητα εκφράσεως απόψεως κατόπιν επαρκούς χρόνου σκέψεως — Δικαίωμα σε αρωγή συμβούλου — Περιορισμοί του δικαιώματος ακροάσεως»





I –    Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 6 Μαϊου 2013 από το tribunal administratif de Pau (Γαλλία), αφορά τη φύση και το περιεχόμενο του κατά το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) δικαιώματος ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (2).

2.        Η αίτηση αυτή κατατέθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του K. Boudjlida και του préfet des Pyrénées-Atlantiques [νομάρχη των Pyrénées-Atlantiques]. Ο K. Boudjlida ζητεί, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της αποφάσεως της 15ης Ιανουαρίου 2013 με την οποία ο préfet des Pyrénées-Atlantiques αρνήθηκε να του χορηγήσει άδεια διαμονής, τον υποχρέωσε να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια εντός προθεσμίας 30 ημερών και όρισε την Αλγερία, ή οποιαδήποτε άλλη χώρα στην οποία θα μπορούσε να αποδείξει ότι δύναται να εισέλθει νομίμως, ως τόπο προορισμού της ενδεχόμενης απομακρύνσεώς του.

3.        Στις παρούσες προτάσεις, θα αναλύσω τις προϋποθέσεις και τους λεπτομερείς όρους κατά τους οποίους ένας παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου πρόκειται να εκδοθεί απόφαση επιστροφής πρέπει να μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά του ακροάσεως όπως αυτό καθιερώνεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και επιβεβαιώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2 στοιχείο α΄, του Χάρτη, και ιδίως τη δυνατότητά του να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που προβάλλονται εναντίον του σχετικά με το δικαίωμα διαμονής του, να εκφράσει την άποψή του κατόπιν χρόνου σκέψεως και να τύχει της αρωγής συμβούλου της επιλογής του.

II – Η οδηγία 2008/115

4.        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2008/115, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», ορίζει:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

[…]

4)      “Απόφαση επιστροφής”: διοικητική ή δικαστική απόφαση ή πράξη με την οποία κηρύσσεται ή αναφέρεται ως παράνομη η παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και του επιβάλλεται ή αναφέρεται υποχρέωση επιστροφής·

[…]».

5.        Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, τιτλοφορούμενο «Μη επαναπροώθηση, βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, οικογενειακή ζωή και κατάσταση της υγείας», ορίζει:

«Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη:

α)      τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού,

β)      την οικογενειακή ζωή,

γ)      την κατάσταση της υγείας του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας,

και τηρούν την αρχή της μη επαναπροώθησης.»

6.        Το άρθρο 6 της ίδιας οδηγίας, τιτλοφορούμενο «Απόφαση επιστροφής», ορίζει:

«1.      Τα κράτη μέλη εκδίδουν απόφαση επιστροφής για υπηκόους τρίτης χώρας που διαμένουν παράνομα στο έδαφός τους, με την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στις παραγράφους 2 έως 5.

[…]

4.      Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν, ανά πάσα στιγμή, να χορηγήσουν αυτόνομη άδεια διαμονής ή άλλη άδεια που παρέχει δικαίωμα παραμονής για λόγους φιλευσπλαχνίας, ανθρωπιστικούς ή άλλους λόγους, σε υπήκοο τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παράνομα στο έδαφός τους. Στην περίπτωση αυτή, δεν εκδίδεται απόφαση επιστροφής. Εφόσον η απόφαση επιστροφής έχει ήδη εκδοθεί, τότε αυτή ανακαλείται ή αναστέλλεται για τη διάρκεια ισχύος του τίτλου διαμονής ή άλλης άδειας που παρέχει δικαίωμα παραμονής.

[…]

6.      Η παρούσα οδηγία δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν απόφαση ως προς τη λήξη της νόμιμης παραμονής μαζί με απόφαση επιστροφής και/ή απόφαση απομάκρυνσης και/ή απαγόρευση εισόδου, στο πλαίσιο ατομικής διοικητικής ή δικαστικής απόφασης […]».

III – Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

7.        Ο Κ. Boudjlida, αλγερινής υπηκοότητας, αφίχθη στη Γαλλία στις 26 Σεπτεμβρίου 2007 και έλαβε πλείονες άδειες διαμονής υπό την ιδιότητα του φοιτητή. Δεν ζήτησε την ανανέωση της τελευταίας άδειας διαμονής του, η ισχύς της οποίας έληγε στις 31 Οκτωβρίου 2012, ούτε τη χορήγηση νέας άδειας.

8.        Μολονότι τελούσε σε κατάσταση παρανομίας στη γαλλική επικράτεια, στις 7 Ιανουαρίου 2013 ζήτησε να εγγραφεί ως αυτοαπασχολούμενος στην Union de recouvrement des cotisations de sécurité sociale et d’allocations familiales [ένωση για την είσπραξη των εισφορών κοινωνικής ασφαλίσεως και οικογενειακών επιδομάτων] (Urssaf), προκειμένου να ιδρύσει πολύ μικρή επιχείρηση στον τομέα της μηχανικής.

9.        Λόγω της παράνομης καταστάσεώς του, στις 15 Ιανουαρίου 2013 κλήθηκε από τις υπηρεσίες της συνοριακής αστυνομίας και ανταποκρίθηκε αυτοβούλως στην κλήση αυτή. Ο Κ. Boudjlida έτυχε ακροάσεως από τις εν λόγω υπηρεσίες σχετικά με την κατάστασή του υπό το πρίσμα του δικαιώματος διαμονής στη Γαλλία. Η συνέντευξη, η οποία διήρκεσε 30 λεπτά, αφορούσε την αίτησή του να εγγραφεί ως αυτοαπασχολούμενος καθώς και τις περιστάσεις της αφίξεώς του στη Γαλλία, τις συνθήκες της έκτοτε διαμονής του ως φοιτητή και τους οικογενειακούς του δεσμούς στη Γαλλία και στην Αλγερία. Στο ερώτημα αν θα δεχόταν να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, σε περίπτωση που η νομαρχία εξέδιδε απόφαση με τέτοιο περιεχόμενο, ο Κ. Boudjlida απάντησε καταφατικώς.

10.      Μετά το πέρας της συνεντεύξεως αυτής, ο préfet des Pyrénées-Atlantiques εξέδωσε αυθημερόν, στις 15 Ιανουαρίου 2013, απόφαση με την οποία υποχρέωσε τον Κ. Boudjlida να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια, του χορήγησε προθεσμία οικειοθελούς αναχωρήσεως 30 ημερών και όρισε μεταξύ άλλων την Αλγερία ως χώρα προορισμού.

11.      Στις 18 Φεβρουαρίου 2013, ο Κ. Boudjlida άσκησε ενώπιον του tribunal administratif de Pau αίτηση ακυρώσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως.

12.      Ο Κ. Boudjlida προέβαλε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2013 έπασχε πλάνη περί το δίκαιο, διότι, λαμβανομένης υπόψη της ενσωματώσεώς του στη Γαλλία και της πανεπιστημιακής του πορείας καθώς και της παρουσίας στη Γαλλία δύο εκ των θείων του, καθηγητών πανεπιστημίου, η απόφαση αυτή έθιγε δυσανάλογα την ιδιωτική του ζωή. Επιπλέον, προέβαλε ότι η προθεσμία των 30 ημερών ήταν υπερβολικά σύντομη για κάποιον που διέμενε στην επικράτεια για περισσότερο από πέντε έτη και ότι δεν του δόθηκε πραγματικά η δυνατότητα να ασκήσει το δικαίωμα λυσιτελούς ακροάσεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως που τον διέταξε να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια.

13.      Ο préfet des Pyrénées-Atlantiques επισήμανε ότι καμία απόφαση περί αρνήσεως χορηγήσεως άδειας διαμονής δεν εκδόθηκε σε βάρος του Κ. Boudjlida. Ειδικότερα, ο Κ. Boudjlida είχε λάβει, χωρίς δυσκολία, ανανέωση των αδειών διαμονής του μεταξύ της 26ης Σεπτεμβρίου 2007 και της 31ης Οκτωβρίου 2012 και δεν είχε ζητήσει την ανανέωση της τελευταίας άδειάς του κατά τους όρους που προβλέπονται από τη γαλλική νομοθεσία, ήτοι εντός των δύο τελευταίων μηνών πριν από τη λήξη της προηγούμενης άδειας. Κατά τον préfet des Pyrénées-Atlantiques, ο Κ. Boudjlida τελούσε επομένως σε κατάσταση παρανομίας την ημέρα εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο préfet προσθέτει ότι η υποχρέωση εγκαταλείψεως της γαλλικής επικράτειας ήταν θεμελιωμένη, εφόσον, εν προκειμένω, ο αλλοδαπός τελούσε σε κατάσταση παρανομίας. Επιπλέον, δεδομένου ότι ο Κ. Boudjlida δεν είχε στη Γαλλία οικογενειακούς δεσμούς ισχυρότερους από ό,τι στη χώρα καταγωγής του, η επίμαχη απόφαση δεν έθιγε δυσανάλογα το δικαίωμα ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του Κ. Boudjlida. Περαιτέρω, η προθεσμία που χορηγήθηκε στον τελευταίο για την εκτέλεση της υποχρεώσεως εγκαταλείψεως της επικράτειας ήταν η συνήθως τασσόμενη και, κατά τον préfet des Pyrénées-Atlantiques, δεν είχε προβληθεί καμία ειδική περίσταση που να δικαιολογεί μεγαλύτερη προθεσμία.

14.      Ο préfet des Pyrénées-Atlantiques υπερασπίζεται τη νομιμότητα της αποφάσεώς του μνημονεύοντας μια απόφαση του cour administrative d’appel de Lyon από την οποία προκύπτει ότι το δικαίωμα ακροάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη δεν συνεπάγεται για τη διοίκηση την υποχρέωση να οργανώσει, με δική της πρωτοβουλία, συνέντευξη με τον ενδιαφερόμενο ή να τον καλέσει να υποβάλει τις παρατηρήσεις του, δεδομένου, επιπλέον, ότι προσβολή του εν λόγω δικαιώματος είναι ικανή να θίξει τη νομιμότητα της διαδικασίας μόνον αν ο ενδιαφερόμενος αποδεικνύει ότι στερήθηκε τη δυνατότητα να προσκομίσει λυσιτελή στοιχεία που θα μπορούσαν να επηρεάσουν το περιεχόμενο της αποφάσεως (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, έφεση αριθ. 12LY02737).

15.      Ο préfet επισήμανε, εξάλλου, ότι το δικαίωμα ακροάσεως του Κ. Boudjlida είχε τηρηθεί, καθώς ο τελευταίος είχε τη δυνατότητα να συνδιαλεχθεί επί 30 λεπτά με τις αστυνομικές υπηρεσίες σχετικά τόσο με την αίτηση εγγραφής του ως αυτοαπασχολούμενου όσο και με τις περιστάσεις της αφίξεώς του στη Γαλλία, τις συνθήκες της έκτοτε διαμονής του ως φοιτητή και την κατάσταση της οικογένειάς του. Από τη συνέντευξη αυτή προέκυψε ότι ο ενδιαφερόμενος τελούσε σε κατάσταση παρανομίας, ότι δεν είχε περισσότερους δεσμούς στη Γαλλία από ό,τι στην Αλγερία και ότι καμία ειδική περίσταση δεν δικαιολογούσε μεγαλύτερη προθεσμία οικειοθελούς αναχωρήσεως.

16.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι ούτε η οδηγία 2008/115 ούτε οι γαλλικές διατάξεις που θεσπίστηκαν για την εφαρμογή της καθορίζουν τους όρους της ακροάσεως ενός αλλοδαπού πριν από την έκδοση σε βάρος του αποφάσεως επιστροφής, η οποία, εξ ορισμού, τον επηρεάζει δυσμενώς. Εκτιμά εντούτοις ότι από την απόφαση M. (C‑277/11, EU:C:2012:744) προκύπτει ότι, βάσει του κατοχυρωμένου στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη δικαιώματος, η διοίκηση οφείλει, προτού υποχρεώσει παρανόμως διαμένοντα αλλοδαπό να εγκαταλείψει την εθνική επικράτεια, να του δώσει τη δυνατότητα ακροάσεως, μολονότι η οδηγία 2008/115 και η γαλλική νομοθεσία εφαρμογής της δεν προβλέπουν ρητώς κάτι τέτοιο.

17.      Κατά το ίδιο δικαστήριο, τα δικαιώματα άμυνας και το παρεπόμενο αυτών δικαίωμα ακροάσεως επιβάλλουν, στο γενικότερο πλαίσιο της αρχής της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως, να δίνεται η δυνατότητα στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου εκδίδεται δυσμενές μέτρο να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που προβάλλονται εναντίον του(3) και να εκφράσει την άποψή του (4), κατόπιν χρόνου σκέψεως επαρκούς για το ίδιο και προσαρμοσμένου συγχρόνως στην ανάγκη αποτελεσματικής δράσεως της διοικήσεως (5), ενδεχομένως με την αρωγή συμβούλου ήδη από το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας (6). Εκτιμά, ωστόσο, ότι, με βάση την προμνημονευθείσα νομολογία, οι διάφορες αυτές συνιστώσες της αρχής της κατ’ αντιμωλία συζητήσεως και των δικαιωμάτων άμυνας εξαρτώνται από τη φύση των επιδιωκόμενων από τη διοίκηση σκοπών και από τις εξουσίες τις οποίες διαθέτει η τελευταία για την επίτευξή τους. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, συνεπώς, ότι δεν είναι βέβαιο ότι όλα τα ανωτέρω στοιχεία αποτελούν συνιστώσες του δικαιώματος λυσιτελούς και αποτελεσματικής ακροάσεως όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη.

18.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει επίσης να διευκρινιστεί αν το σημείο ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της ανάγκης τηρήσεως του άρθρου 41 του Χάρτη και, αφετέρου, της ανάγκης εφαρμογής μιας αποτελεσματικής πολιτικής περί επιστροφής μπορεί να δικαιολογήσει μία ή πλείονες προσαρμογές ή περιορισμούς του δικαιώματος ενός παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας να μπορεί να εξετάσει τα στοιχεία που προβάλλονται εναντίον του σχετικά με το δικαίωμα διαμονής του, να εκφράσει την άποψή του, προφορικώς ή γραπτώς, κατόπιν επαρκούς χρόνου σκέψεως και, ενδεχομένως, με την αρωγή συμβούλου της επιλογής του και, σε καταφατική περίπτωση, αν το εύρος αυτών των αναπροσαρμογών πρέπει να εξαρτάται από τη διάρκεια και τη φύση των δεσμών του ενδιαφερομένου με το κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην οποία βρίσκεται ή από οποιοδήποτε άλλο κριτήριο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

19.      Υπό αυτές τις συνθήκες, το tribunal administratif de Pau αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Ποιο είναι το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως ενός παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού υπηκόου τρίτης χώρας σε βάρος του οποίου πρόκειται να εκδοθεί απόφαση επιστροφής, το οποίο προβλέπεται στο άρθρο 41 του [Χάρτη];

Ειδικότερα, περιλαμβάνεται στο εν λόγω δικαίωμα το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να μπορεί να εξετάσει όλα τα στοιχεία που προβάλλονται εναντίον του σχετικά με το δικαίωμα διαμονής του, να εκφράσει την άποψή του, προφορικώς ή γραπτώς, κατόπιν επαρκούς χρόνου σκέψεως και να τύχει της αρωγής συμβούλου της επιλογής του;

2)      Πρέπει, ενδεχομένως, να προσαρμοστεί ή να περιοριστεί το περιεχόμενο αυτό, λαμβανομένου υπόψη του εξυπηρετούντος γενικό συμφέρον σκοπού της πολιτικής περί επιστροφής που εκτίθεται στην οδηγία [2008/115];

3)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ποιες αναπροσαρμογές πρέπει να γίνουν δεκτές και σύμφωνα με ποια κριτήρια πρέπει να καθοριστούν;»

IV – Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

20.      Ο Κ. Boudjlida, η Γαλλική Κυβέρνηση, η Ολλανδική Κυβέρνηση και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις. Ο Κ. Boudjlida, η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή ανέπτυξαν και προφορικώς τα επιχειρήματά τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 8ης Μαϊου 2014.

V –    Ανάλυση

 Α –      Επιχειρηματολογία των διαδίκων

21.      Ο Κ. Boudjlida εκτιμά ότι δεν είχε τη δυνατότητα να εκθέσει τα επιχειρήματά του ούτε να συζητήσει τους λόγους της απομακρύνσεώς του, εφόσον η απόφαση επιστροφής δεν ελήφθη από τη νομαρχία στο πλαίσιο κατ’ αντιμωλία διοικητικής διαδικασίας. Επισημαίνει ότι η απόφαση επιστροφής «καθίσταται αυτόματη μόλις η νομαρχία διαπιστώσει την παράνομη διαμονή και δεν υφίσταται καμία πραγματική δυνατότητα αποτελεσματικής άμυνας πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, λαμβανομένης επιπλέον υπόψη της αμεσότητας της αποφάσεως περί υποχρεώσεως εγκαταλείψεως της επικράτειας, η οποία μπορεί στην πράξη να προσβληθεί μόνο μεταγενέστερα με προσφυγή ενώπιον του tribunal administratif».

22.      Ο Κ. Boudjlida παρατηρεί ότι δεν έτυχε ποτέ τυπικής ακροάσεως από τις νομαρχιακές υπηρεσίες, οι οποίες είναι συναφώς οι μόνες αρμόδιες, ούτε σχετικά με την ανανέωση της άδειας διαμονής του ούτε σχετικά με ενδεχόμενη απόφαση επιστροφής. Θεωρεί ότι η συνέντευξη με την αστυνομία δεν του επέτρεπε να ζητήσει τη χορήγηση άδειας διαμονής ούτε να εκθέσει ενώπιόν της τα επιχειρήματά του κατά μιας αποφάσεως επιστροφής, τη στιγμή που αγνοούσε πλήρως τι είδους απόφαση επρόκειτο να λάβει η διοικητική αρχή. Ο Κ. Boudjlida δεν διανοούνταν σε καμία περίπτωση ότι την ίδια μέρα ήταν δυνατόν να εκδοθεί απόφαση επιστροφής χωρίς ο ίδιος να τύχει ακροάσεως σχετικά με τους λόγους της αποφάσεως αυτής. Δεν είχε επομένως τη δυνατότητα να αμυνθεί, εφόσον δεν έτυχε ακροάσεως σχετικά με το σχεδιαζόμενο περιεχόμενο της αποφάσεως επιστροφής. Ο Κ. Boudjlida ισχυρίζεται ότι κατά τη συνέντευξή του με την αστυνομία εξήγησε ότι ανέμενε απάντηση επί της αιτήσεώς του για πολιτογράφηση, ενώ επιβεβαιώνει ότι στο ερώτημα αν θα συμφωνούσε να εγκαταλείψει την επικράτεια σε περίπτωση που η νομαρχία εξέδιδε απόφαση με τέτοιο περιεχόμενο απάντησε ότι θα ήταν έτοιμος να εγκαταλείψει την επικράτεια αν χρειαζόταν. Εκτιμά ότι από τη συνέντευξη αυτή ουδόλως προκύπτει ότι είχε τη δυνατότητα να εκθέσει τις παρατηρήσεις του και να τύχει ακροάσεως πριν από την απόφαση επιστροφής που επρόκειτο να εκδοθεί την ίδια μέρα.

23.      Ο Κ. Boudjlida επισημαίνει ότι, αν είχε ενημερωθεί για το γεγονός ότι θα εκδιδόταν απόφαση επιστροφής, θα είχε μπορέσει να εκθέσει ενώπιον της νομαρχίας επιχειρήματα ικανά να μεταβάλουν την εν λόγω απόφαση. Προσθέτει ότι θα είχε μπορέσει, αν του είχε δοθεί η σχετική δυνατότητα, να επικαλεστεί πριν από την απόφαση επιστροφής δυσανάλογο πλήγμα στο δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής του ζωής καθώς και την παραβίαση των διατάξεων του άρθρου L.313‑11, στοιχείο 7ο, του code de l’entrée et du séjour des étrangers et du droit d’asile [κώδικα περί της εισόδου και διαμονής των αλλοδαπών και περί του δικαιώματος ασύλου] (Ceseda), λαμβανομένης υπόψη της πλήρους ενσωματώσεώς του στη Γαλλία.

24.      Ο Κ. Boudjlida παρατηρεί επίσης ότι «διαπιστώνεται χωρίς αμφιβολία ότι η 30 λεπτών συνέντευξη με την αστυνομία ουδόλως ανταποκρίνεται, από μόνη της, στο περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως από τη διοίκηση κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, όπως αυτό έχει συναχθεί από» το Δικαστήριο στη νομολογία του. Η απόφαση επιστροφής εκδόθηκε επομένως κατόπιν της συνεντεύξεως με την αστυνομία χωρίς την αρωγή συμβούλου και κατά παραβίαση της νομολογίας του Δικαστηρίου.

25.      Κατά τον Κ. Boudjlida, το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, όπως προβλέπεται μεταξύ άλλων στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη, συνεπάγεται, στο πλαίσιο της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115, το δικαίωμα κάθε προσώπου να τύχει ακροάσεως πριν από τη λήψη δυσμενούς ατομικού μέτρου σε βάρος του. Εκτιμά ότι το δικαίωμα ακροάσεως πρέπει να οριστεί ως το δικαίωμα κάθε προσώπου να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς τις παρατηρήσεις του, γραπτώς ή προφορικώς, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως ενδεχομένως βλαπτικής για αυτό. Ο Κ. Boudjlida προσθέτει ότι το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως απαιτεί να δίνεται η δυνατότητα στο πρόσωπο σε βάρος του οποίου λαμβάνεται το δυσμενές μέτρο να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που προβάλλονται εναντίον του και να εκφράσει την άποψή του κατόπιν επαρκούς χρόνου σκέψεως και με την αρωγή συμβούλου ήδη κατά το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και πριν από τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων.

26.      Η Γαλλική Κυβέρνηση θεωρεί ότι από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 41 του Χάρτη προκύπτει ότι ο Χάρτης δεν απευθύνεται στα κράτη μέλη αλλά μόνο στα θεσμικά και άλλα όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης (7). Προσθέτει εντούτοις ότι, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που συνδέεται, αφενός, με το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση, όπως καθιερώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, και, αφετέρου, με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που εξασφαλίζουν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη. Κατά την ίδια κυβέρνηση, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως επιβάλλεται συνεπώς όχι μόνο στα όργανα της Ένωσης, δυνάμει του άρθρου 41 του Χάρτη, αλλά επίσης, επειδή συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, στις διοικήσεις όλων των κρατών μελών όταν αυτές εκδίδουν αποφάσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, τούτο δε ακόμα και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση τέτοιου τύπου (8).

27.      Η Γαλλική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι η οδηγία 2008/115 αφορά αποκλειστικά την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και συνεπώς δεν αποσκοπεί στην εναρμόνιση του συνόλου των εθνικών κανόνων που αφορούν τη διαμονή των αλλοδαπών (9). Επομένως, κατά την ίδια κυβέρνηση, ο τρόπος εξετάσεως του παράνομου ή όχι χαρακτήρα της διαμονής ενός υπηκόου τρίτης χώρας και οι όροι βάσει των οποίων ο υπήκοος τυγχάνει, ενδεχομένως, ακροάσεως στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο των κρατών μελών. Ωστόσο, άπαξ και αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής, η έκδοση αποφάσεως επιστροφής συνιστά υποχρέωση για τα κράτη μέλη κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, εκτός από τις ειδικές περιπτώσεις των παραγράφων 2 έως 5 του εν λόγω άρθρου. Δεδομένου ότι η απόφαση επιστροφής απορρέει αναγκαστικά από την απόφαση περί διαπιστώσεως του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου, η Γαλλική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το πρόσωπο αυτό δεν απαιτείται να τύχει νέας ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής όταν, βάσει του δικαίου του οικείου κράτους μέλους, έτυχε ήδη ακροάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας εξετάσεως του δικαιώματος διαμονής του. Αντιθέτως, εκτιμά ότι, αν το δίκαιο ενός κράτους μέλους δεν προβλέπει την ακρόαση του ενδιαφερόμενου προσώπου στο πλαίσιο της εξετάσεως του δικαιώματος διαμονής του, τότε πρέπει να δίνεται στο πρόσωπο αυτό η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής σε βάρος του.

28.      Η Γαλλική Κυβέρνηση προσθέτει ότι, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, μια απόφαση επιστροφής μπορεί να εκδοθεί κατόπιν του ελέγχου, εκ μέρους των αστυνομικών υπηρεσιών, ενός υπηκόου τρίτης χώρας που δεν διαθέτει έγκυρη άδεια διαμονής. Σε μια τέτοια περίπτωση, η διοίκηση οφείλει, πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής, να εξετάσει την προσωπική κατάσταση του ενδιαφερόμενου προσώπου και να δώσει σε αυτό τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με το ενδεχόμενο δικαίωμα διαμονής του. Ωστόσο, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει να τύχει ακροάσεως υπό συνθήκες που δεν θίγουν την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής και που λαμβάνουν ταυτόχρονα υπόψη τις επείγουσες περιστάσεις υπό τις οποίες πρέπει να δράσει η διοίκηση καθώς και τον κίνδυνο διαφυγής. Μια τέτοια ακρόαση μπορεί να λάβει χώρα, όπως στην υπόθεση της κύριας δίκης, όταν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δέχεται να μεταβεί στις εγκαταστάσεις των υπηρεσιών της αστυνομίας προκειμένου αυτές να το ακούσουν σχετικά με την κατάστασή του. Σε άλλες περιπτώσεις, για την εξακρίβωση της καταστάσεως του ενδιαφερόμενου προσώπου μπορεί να είναι απαραίτητη και η προσωρινή στέρηση της ελευθερίας του.

29.      Κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση, μολονότι το γαλλικό δίκαιο προβλέπει, στο πλαίσιο της διαδικασίας προσωρινής κρατήσεως όπως και της κρατήσεως προς εξακρίβωση του δικαιώματος διαμονής, τη δυνατότητα αρωγής δικηγόρου, η απαίτηση αυτή απορρέει αποκλειστικώς από το γεγονός ότι τότε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο τελεί σε κατάσταση στερήσεως της ελευθερίας. Αντιθέτως, το δικαίωμα ενός προσώπου να τύχει της αρωγής συμβούλου της επιλογής του στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται της εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα του δικαιώματος ακροάσεως. Η ίδια κυβέρνηση εκτιμά ότι, μολονότι το άρθρο 47, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει την παροχή δικαστικής αρωγής σε όσους δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους, καθόσον η αρωγή αυτή είναι απαραίτητη για να διασφαλιστεί η αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη, από το ίδιο το γράμμα της εν λόγω διατάξεως προκύπτει εντούτοις ότι η τελευταία έχει εφαρμογή μόνο στο πλαίσιο των ένδικων διαδικασιών.

30.      Η Γαλλική Κυβέρνηση προτείνει, επικουρικώς, να δοθεί στο δεύτερο και στο τρίτο ερώτημα η απάντηση ότι η οδηγία 2008/115 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως μπορεί να υποστεί περιορισμούς προκειμένου να ληφθεί υπόψη ο σκοπός της εν λόγω οδηγίας, ο οποίος είναι η διασφάλιση της αποτελεσματικής επιστροφής των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών. Κατά την ίδια κυβέρνηση, οι περιορισμοί αυτοί πρέπει να προβλέπονται στον νόμο, να είναι αναγκαίοι, σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας και να σέβονται το ουσιώδες περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως.

31.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι αλλοδαποί σαν τον Κ. Boudjlida δεν αντλούν, ως προς τις σχέσεις τους με ένα κράτος μέλος, κανένα δικαίωμα από το άρθρο 41 του Χάρτη. Κατά την κυβέρνηση αυτή, από το γράμμα του άρθρου 41 του Χάρτη προκύπτει ότι η διάταξη αυτή εγγυάται την τήρηση του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως από τα θεσμικά και άλλα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης. Η εν λόγω διάταξη δεν αφορά επομένως τα κράτη μέλη (10). Εντούτοις, η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι το θεμέλιο του άρθρου 41 του Χάρτη αποτελεί θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης και θεωρεί ότι, όταν η εθνική διοίκηση προτίθεται να λάβει βλαπτική πράξη σε βάρος ενός προσώπου, έχει εφαρμογή ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας (11).

32.      Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, τα δικαιώματα άμυνας περιλαμβάνουν, ιδίως, το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση βλαπτικής πράξεως. Το περιεχόμενο των δικαιωμάτων αυτών εξαρτάται από το συγκεκριμένο πλαίσιο της υποθέσεως και από το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο. Η κυβέρνηση αυτή υπογραμμίζει ότι ο έλεγχος παρανόμως διαμενόντων αλλοδαπών είναι πάντοτε έργο των αστυνομικών υπηρεσιών και/ή των υπηρεσιών μεταναστεύσεως. Για τις αρχές αυτές, είναι ουσιώδες, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της οδηγίας 2008/115, να διαλευκανθεί ταχέως ο παράνομος ή όχι χαρακτήρας της διαμονής ενός αλλοδαπού και, αν πρόκειται για παράνομη διαμονή, αυτή να λήξει το συντομότερο δυνατόν. Η προετοιμασία της οικείας αποφάσεως δεν επιβάλλεται αυτομάτως να διεξάγεται βάσει έγγραφης λεπτομερούς διαδικασίας. Η ίδια η απόφαση επιστροφής πρέπει όμως προφανώς να εκδίδεται γραπτώς σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.

33.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι μια απόφαση επιστροφής συνιστά το αρχικό στάδιο της διαδικασίας επιστροφής (12). Η απόφαση επιστροφής διαπιστώνει ότι ένας υπήκοος τρίτης χώρας διαμένει παρανόμως στην επικράτεια και επιβάλλει υποχρέωση επιστροφής. Όσον αφορά τη διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα της διαμονής ενός υπηκόου τρίτης χώρας, η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι οι έννομες συνέπειες της εν λόγω διαπιστώσεως δεν είναι (ιδιαιτέρως) επιβαρυντικές για τον ενδιαφερόμενο αλλοδαπό, εφόσον ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής του ενδιαφερομένου έχει ήδη βεβαιωθεί με βάση την έλλειψη έγκυρης άδειας διαμονής και επομένως δεν απορρέει από την απόφαση επιστροφής.

34.      Κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, οι αρμόδιες αρχές ενός κράτους μέλους οφείλουν, σύμφωνα με την απόφαση M. (EU:C:2012:744), να παρέχουν στον αλλοδαπό, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικής με τον παράνομο ή όχι χαρακτήρα της διαμονής του στο εν λόγω κράτος, τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του και να επιδεικνύουν όλη την απαιτούμενη προσοχή στις παρατηρήσεις που αυτός προβάλλει συναφώς. Εκτιμά ότι, μολονότι οι αρμόδιες αρχές πρέπει να διαπιστώνουν αν ένας αλλοδαπός διαθέτει ή όχι έγκυρη άδεια διαμονής, δεν οφείλουν να λάβουν υπόψη κάθε είδους δικαίωμα διαμονής το οποίο θα μπορούσε (δυνητικώς) να επικαλεστεί ο αλλοδαπός.

35.      Η Ολλανδική Κυβέρνηση επισημαίνει ότι το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 επιβάλλει την έκδοση αποφάσεως επιστροφής σε βάρος αλλοδαπού που διαμένει παρανόμως στην επικράτεια κράτους μέλους. Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, η Ολλανδική Κυβέρνηση παρατηρεί ότι ο Κ. Boudjlida διαμένει παρανόμως στη Γαλλία, καθώς δεν υπέβαλε αίτηση ανανεώσεως της άδειας διαμονής του. Με βάση τις πληροφορίες που περιλαμβάνονται στην απόφαση περί παραπομπής, αποδεικνύεται ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως επιστροφής, ο Κ. Boudjlida δεν διέθετε άδεια διαμονής. Στο πλαίσιο αυτό, η Ολλανδική Κυβέρνηση εκτιμά ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας. Λαμβανομένου υπόψη του ειδικού χαρακτήρα της αποφάσεως επιστροφής, ο αλλοδαπός πρέπει να έχει στη διάθεσή του περιορισμένο μόνο χρόνο για να αντιδράσει και, κατά την Ολλανδική Κυβέρνηση, δεν υπάρχει κανένας λόγος να υποτεθεί ότι στην υπόθεση της κύριας δίκης ο χρόνος σκέψεως υπήρξε υπερβολικά σύντομος. Προσθέτει ότι κατά της αποφάσεως επιστροφής υπάρχει πάντα η δυνατότητα προσφυγής. Η Ολλανδική Κυβέρνηση σημειώνει δε περαιτέρω ότι το δικαίωμα ακροάσεως κατά την έκδοση αποφάσεως επιστροφής δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή.

36.      Η Επιτροπή παρατηρεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως σε κάθε διαδικασία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη. Κατά την Επιτροπή, μολονότι διευκρινίζεται ότι το εν λόγω άρθρο του Χάρτη εφαρμόζεται μόνο στα θεσμικά όργανα και στους οργανισμούς της Ένωσης, το Δικαστήριο έκρινε στην απόφαση M. (EU:C:2012:744) ότι «επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η διάταξη αυτή, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της, είναι γενικής εφαρμογής» (13). Εκτιμά δε ότι, όταν τα κράτη μέλη εκδίδουν αποφάσεις επιστροφής, εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης και επομένως δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον Χάρτη (14).

37.      Η Επιτροπή εκτιμά ότι, εφόσον τα κράτη μέλη υποχρεούνται βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 να εκδίδουν απόφαση επιστροφής σε βάρος κάθε παρανόμως διαμένοντος αλλοδαπού, ο κύριος σκοπός του δικαιώματος ακροάσεως του αλλοδαπού πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής είναι να υποβάλει τις παρατηρήσεις του σχετικά με τις λεπτομέρειες της επιστροφής ή την εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της οδηγίας 2008/115. Προηγουμένως, ο αλλοδαπός δύναται επίσης να υποβάλει παρατηρήσεις σχετικά με τον παράνομο ή όχι χαρακτήρα της διαμονής του προκειμένου να προσδιοριστεί αν ενέπιπτε ή όχι στο πεδίο εφαρμογής της διαδικασίας επιστροφής.

38.      Κατά την Επιτροπή, δεδομένου ότι η οδηγία 2008/115 δεν θεσπίζει σχεδόν κανέναν κανόνα σχετικά με την έκδοση της αποφάσεως επιστροφής, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι το δικαίωμα ακροάσεως επιβάλλει να ακολουθηθεί κατ’ αντιμωλία διαδικασία όπως αυτές που προβλέπονται για την εφαρμογή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ. Υπενθυμίζει ότι σκοπός της ανωτέρω οδηγίας είναι η καθιέρωση αποτελεσματικής διαδικασίας που να διασφαλίζει το ταχύτερο δυνατόν την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών στη χώρα καταγωγής τους. Στο θέμα της επιστροφής, ο εθνικός δικαστής οφείλει να βρει τη σωστή ισορροπία μεταξύ της ανάγκης χαράξεως «αποτελεσματικής πολιτικής περί επιστροφής, απαραίτητο στοιχείο για την καλή διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής»(15) και του καθήκοντος των κρατών μελών να «μεριμνούν ώστε η παύση της παράνομης παραμονής υπηκόων τρίτων χωρών να διενεργείται με δίκαιη και διαφανή διαδικασία» (16). Κατά την Επιτροπή, το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως μπορεί υπό ορισμένες περιστάσεις να περιορίζεται, όταν υπάρχει κίνδυνος να θιγεί υπέρτερο δημόσιο συμφέρον (17).

39.      Η Επιτροπή θεωρεί συνεπώς ότι, κατ’ αναλογία προς τη θέση του Δικαστηρίου στην απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 95), το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να εκφράσει την άποψή του, γραπτώς ή προφορικώς, πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής δεν σημαίνει ότι η εθνική αρχή οφείλει να ενημερώσει τον αποδέκτη της αποφάσεως την οποία πρόκειται να εκδώσει ή να του γνωστοποιήσει τα επιχειρήματα στα οποία προτίθεται να βασίσει την απόφασή της ή να του παραχωρήσει προθεσμία σκέψεως πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής. Ο αλλοδαπός θα έχει την ευκαιρία να αμφισβητήσει την εκτίμηση της διοικήσεως στο πλαίσιο ένδικης προσφυγής.

40.      Κατά την Επιτροπή, το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής πρέπει να επιτρέπει στη διοίκηση να διερευνήσει την υπόθεση κατά τρόπο ώστε να λάβει απόφαση έχοντας πλήρη επίγνωση της υποθέσεως αυτής και να αιτιολογήσει καταλλήλως την απόφασή της, προκειμένου ο ενδιαφερόμενος να έχει, αν χρειαστεί, τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικώς το δικαίωμά του προσφυγής. Όσον αφορά το ζήτημα αν το δικαίωμα ακροάσεως περιλαμβάνει το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να τύχει της αρωγής συμβούλου της επιλογής του, η Επιτροπή υπογραμμίζει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει την υποχρέωση των κρατών μελών να παρέχουν νομική αρωγή στους παρανόμως διαμένοντες αλλοδαπούς μόνον από τη στιγμή που αυτοί προτίθενται να ασκήσουν αποτελεσματικό ένδικο μέσο κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας, ήτοι «ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που απαρτίζεται από μέλη αμερόληπτα και απολαύοντα εχέγγυα ανεξαρτησίας».

41.      Η Επιτροπή σημειώνει περαιτέρω ότι από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο Κ. Boudjlida τελεί σε κατάσταση παράνομης διαμονής συνέπεια της οποίας είναι η έκδοση αποφάσεως επιστροφής και ότι, πριν από την έκδοση της αποφάσεως αυτής, είχε τη δυνατότητα να εκφράσει προφορικώς τις παρατηρήσεις του σχετικά με τον παράνομο ή όχι χαρακτήρα της διαμονής του, τους οικογενειακούς του δεσμούς στη Γαλλία, την ακαδημαϊκή του πορεία και την ενσωμάτωσή του στη χώρα καθώς και σχετικά με μια ενδεχόμενη απομάκρυνση. Βάσει των ανωτέρω αρχών, η Επιτροπή θεωρεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως φαίνεται ότι τηρήθηκε. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, εναπόκειται στον εθνικό δικαστή να εκτιμήσει αν η διάρκεια της συνεντεύξεως επαρκούσε ώστε να επιτρέψει στον Κ. Boudjlida να διατυπώσει παρατηρήσεις για το σύνολο των θεμάτων που εθίγησαν, κατά τρόπο ώστε η αρμόδια αρχή να λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες πριν να τον διατάξει να εγκαταλείψει την επικράτεια κατά τους τιθέμενους με την απόφαση επιστροφής όρους.

 Β –      Εκτίμηση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

42.      Το πεδίο εφαρμογής του Χάρτη, όσον αφορά τη δράση των κρατών μελών, ορίζεται στο άρθρο 51, παράγραφος 1, κατά το οποίο οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν αυτά εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

43.      Όπως έκρινε το Δικαστήριο, το άρθρο 51 «του Χάρτη επιβεβαιώνει έτσι τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το μέτρο στο οποίο η δράση των κρατών μελών οφείλει να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης» (18).

44.      Ειδικότερα, όπως προσθέτει το Δικαστήριο στη σκέψη 19 της αποφάσεως Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105) και στη σκέψη 33 της αποφάσεως Pfleger κ.λπ. (EU:C:2014:281), «από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει κατ’ ουσίαν ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στην έννομη τάξη της Ένωσης έχουν καταρχήν εφαρμογή σε όλες τις καταστάσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης, αλλά όχι πέραν των καταστάσεων αυτών. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο έχει ήδη υπενθυμίσει ότι δεν μπορεί να εκτιμά, με γνώμονα τον Χάρτη, τις εθνικές ρυθμίσεις που δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης. Αντίθετα, όταν η εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου αυτού, το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της αίτησης προδικαστικής απόφασης, οφείλει να παρέχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας που είναι αναγκαία προκειμένου το εθνικό δικαστήριο να εκτιμήσει αν η ρύθμιση αυτή είναι σύμφωνη με τα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων τον σεβασμό διασφαλίζει το Δικαστήριο».

45.      Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, στη σκέψη 21 της αποφάσεως Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105) και στη σκέψη 34 της αποφάσεως Pfleger κ.λπ. (EU:C:2014:281), ότι, «[δ]εδομένου ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη πρέπει να γίνονται σεβαστά όταν η εθνική ρύθμιση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν περιπτώσεις που να εμπίπτουν μεν στο δίκαιο της Ένωσης, αλλά στις οποίες να μην μπορούν να εφαρμόζονται τα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα. Η δυνατότητα εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται τη δυνατότητα εφαρμογής των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται με τον Χάρτη».

46.      Είναι αλήθεια ότι, παρά το άρθρο 51 του Χάρτη το οποίο υπό τον τίτλο «Γενικές διατάξεις που διέπουν την ερμηνεία και την εφαρμογή του Χάρτη» ορίζει το πεδίο εφαρμογής του τόσο ως προς την Ένωση όσο και ως προς τα κράτη μέλη, το άρθρο 41 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα ακροάσεως μόνον έναντι των «θεσμικών και λοιπών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης» (19), κάτι το οποίο επισήμανε το Δικαστήριο στην απόφασή του Cicala (EU:C:2011:868, σκέψη 28), την οποία μνημονεύει η Γαλλική Κυβέρνηση στις γραπτές παρατηρήσεις της (20), χωρίς ωστόσο να το αναγάγει σε αποφασιστικής σημασίας επιχείρημα για τη λύση που υιοθέτησε στην εν λόγω απόφαση.

47.      Δεν θα θεωρούσα συνεπές ούτε σύμφωνο με τη νομολογία του Δικαστηρίου(21) το να μπορεί το γράμμα του άρθρου 41 του Χάρτη να εισαγάγει κατ’ αυτόν τον τρόπο εξαίρεση στον τιθέμενο στο άρθρο 51 αυτού κανόνα, η οποία θα επέτρεπε στα κράτη μέλη να μην εφαρμόζουν ένα άρθρο του Χάρτη, ακόμα κι όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Συνεπώς, προκρίνω σαφώς την εφαρμογή του άρθρου 41 του Χάρτη στα κράτη μέλη όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης, αλλά εν πάση περιπτώσει, όπως επισημαίνει η Γαλλική Κυβέρνηση, το δικαίωμα ακροάσεως συνιστά, κατά πάγια νομολογία, γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που «συνδέεται, αφενός, με το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη, και, αφετέρου, με τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος για δίκαιη δίκη που εξασφαλίζουν τα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη» (22). Ο σεβασμός του εν λόγω δικαιώματος επιβάλλεται επομένως, ως εκ τούτου, οπωσδήποτε στις αρχές «όλων των κρατών μελών όταν αυτές εκδίδουν αποφάσεις εμπίπτουσες στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης» (23).

48.      Όπως επισήμανα στο σημείο 49 των προτάσεών μου στην υπόθεση G. και R. (C‑383/13 PPU, EU:C:2013:553), «[μ]ολονότι η υποχρέωση των εθνικών αρχών να τηρούν το δικαίωμα ακροάσεως πριν από την έκδοση αποφάσεως ικανής να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντα ενός προσώπου έχει προ πολλού κατοχυρωθεί από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη επιβεβαιώνει την υποχρέωση αυτή και την ανάγει σε συνταγματική αξία».

49.      Εν προκειμένω, η έκδοση αποφάσεως επιστροφής από ένα κράτος μέλος συνιστά εφαρμογή του άρθρου 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και, συνεπώς, του δικαίου της Ένωσης κατά την έννοια της νομολογίας του Δικαστηρίου και του άρθρου 51, παράγραφος 1, του Χάρτη. Έπεται ότι σε μια τέτοια περίπτωση, ρυθμιζόμενη από το δίκαιο της Ένωσης, τα κράτη μέλη οφείλουν να εφαρμόζουν τα θεμελιώδη δικαιώματα τα οποία εγγυάται η έννομη τάξη της Ένωσης και, μεταξύ αυτών, το δικαίωμα ακροάσεως οσάκις η εθνική αρχή προτίθεται να εκδώσει βλαπτική πράξη σε βάρος ενός προσώπου (24).

50.      Μια τέτοια απόφαση επιστροφής, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 4, και μνημονεύεται στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, συνιστά απόφαση βλαπτική για τον αποδέκτη της. Με την απόφαση αυτή, ένα κράτος μέλος κηρύσσει παράνομη τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας και επιβάλλει ή ανακοινώνει υποχρέωση επιστροφής (25).

51.      Η αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2008/115 διευκρινίζει ότι, όταν τα κράτη μέλη εκδίδουν αποφάσεις επιστροφής, οφείλουν να τηρούν δίκαιη και διαφανή διαδικασία.

52.      Εντούτοις, η οδηγία 2008/115 δεν καθιερώνει ειδική διαδικασία ακροάσεως ενός υπηκόου τρίτης χώρας πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής (26). Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που προβλέπονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ της οδηγίας 2008/115 αφορούν μόνον τον τύπο της αποφάσεως επιστροφής (άρθρο 12) (27), τα ένδικα μέσα (άρθρο 13) και τις εγγυήσεις εν όψει της επιστροφής (άρθρο 14).

53.      Πάντως, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο σεβασμός του δικαιώματος ακροάσεως επιβάλλεται ακόμα και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατυπώσεως (28).

54.      Έπεται ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες πρέπει να διασφαλίζονται ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών και οι συνέπειες της μη τηρήσεως των δικαιωμάτων αυτών εμπίπτουν στο εθνικό δίκαιο, αρκεί τα μέτρα που θεσπίζονται προς την κατεύθυνση αυτή να είναι της ίδιας τάξεως με εκείνα που ισχύουν για τους ιδιώτες σε ανάλογες καταστάσεις εθνικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και αρκεί να μην καθιστούν πρακτικά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται από την έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (29).

55.      Ωστόσο, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 87 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), «το δικαίωμα ακροάσεως διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του». Το Δικαστήριο προσθέτει στην ίδια απόφαση ότι «[τ]ο εν λόγω δικαίωμα συνεπάγεται, επίσης, την υποχρέωση της διοικήσεως να μελετά με τη δέουσα προσοχή τις παρατηρήσεις που υπέβαλε ο ενδιαφερόμενος, εξετάζοντας με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα συναφή στοιχεία της οικείας υποθέσεως και αιτιολογώντας εμπεριστατωμένως την απόφασή της» (30).

56.      Κατά συνέπεια, η διαδικαστική αυτονομία των κρατών μελών σε συνδυασμό με την απουσία ειδικής διαδικασίας στην οδηγία 2008/115 δεν μπορεί να οδηγήσει στην αποστέρηση ενός υπηκόου τρίτης χώρας από το δικαίωμα να τύχει ακροάσεως από την αρμόδια εθνική αρχή πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής.

57.      Το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη αποδέχεται ωστόσο περιορισμούς κατά την άσκηση των δικαιωμάτων τα οποία αυτός κατοχυρώνει, εφόσον ο σχετικός περιορισμός προβλέπεται από τον νόμο, σέβεται το ουσιώδες περιεχόμενο του οικείου θεμελιώδους δικαιώματος και εφόσον, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, ο περιορισμός αυτός είναι αναγκαίος και εξυπηρετεί όντως σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση (31). Έπεται ότι τα δικαιώματα άμυνας δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να υπόκεινται σε περιορισμούς υπό ορισμένες περιστάσεις (32).

58.      Πριν να εξετάσω πιο συγκεκριμένα την εφαρμογή των ανωτέρω αρχών στην υπόθεση της κύριας δίκης, κρίνω χρήσιμο να υπενθυμίσω ότι το δικαίωμα ακροάσεως που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη αποσκοπεί, αφενός, να επιτρέψει την κατά το δυνατόν ακριβέστερη και ορθότερη διερεύνηση της υποθέσεως και διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, να εξασφαλίσει στον ενδιαφερόμενο αποτελεσματική προστασία (33). Η εν λόγω διάταξη επιδιώκει να διασφαλίσει ότι κάθε απόφαση με δυσμενείς συνέπειες για ένα πρόσωπο εκδίδεται με πλήρη επίγνωση της υποθέσεως.

2.      Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

59.      Το υπό κρίση ερώτημα αφορά τα στοιχεία τα οποία πρέπει να περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως όπως αυτό επιβάλλεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου και κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής και, ειδικότερα, τη συμφωνία ή όχι προς τις ανωτέρω απαιτήσεις της ακροάσεως του K. Boudjlida από τις υπηρεσίες της συνοριακής αστυνομίας στις 15 Ιανουαρίου 2013.

 α)     Γενικές σκέψεις

60.      Η ακρόαση του ενδιαφερομένου επιδιώκει όχι μόνο να διασφαλίσει ότι μια βλαπτική απόφαση εκδίδεται με πλήρη επίγνωση της υποθέσεως (34), αλλά πρέπει επίσης να επιτρέπει στη διοίκηση να τηρεί την υποχρέωσή της για κατάλληλη αιτιολόγηση των αποφάσεών της (35). Η κατάλληλη αιτιολόγηση επιτρέπει, αφενός, στον ενδιαφερόμενο να μάθει τους δικαιολογητικούς λόγους της ληφθείσας αποφάσεως επιστροφής προκειμένου να υπερασπιστεί τα δικαιώματά του σε περίπτωση προσφυγής κατά της εν λόγω αποφάσεως και, αφετέρου, επιτρέπει στην αρχή ή το δικαστήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 να ασκήσει τον έλεγχό του επί της νομιμότητας της αποφάσεως.

61.      Παρά ταύτα, το δικαίωμα κάθε προσώπου να τύχει ακροάσεως πριν από τη λήψη δυσμενούς ατομικού μέτρου σε βάρος του πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της αναλογικότητας ή της νομιμότητας του εν λόγω μέτρου, καθώς το δικαίωμα ακροάσεως δεν συνεπάγεται δικαίωμα σε ευνοϊκή απόφαση. Πράγματι, η εξακρίβωση της τηρήσεως του δικαιώματος ακροάσεως δεν αφορά τη βασιμότητα της αποφάσεως επιστροφής. Πρόκειται για δύο διακριτούς λόγους που μπορούν ενδεχομένως να προβληθούν στο πλαίσιο προσφυγής όπως αυτή προβλέπεται στο άρθρο 13 της οδηγίας 2008/115 (36).

62.      Επιπλέον, οι λεπτομέρειες ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής δεν πρέπει να αποσπώνται από το πλαίσιο του σκοπού της οδηγίας 2008/115, η οποία επιδιώκει να «θεσπίσει σαφείς, διαφανείς και δίκαιους κανόνες για τη χάραξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής περί επιστροφής, απαραίτητο στοιχείο για την καλή διαχείριση της μεταναστευτικής πολιτικής» (37).

63.      Συναφώς, είναι ουσιώδες να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, άπαξ και διαπιστωθεί ο παράνομος χαρακτήρας της διαμονής, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 1, της ανωτέρω οδηγίας και υπό την επιφύλαξη των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, αυτής να εκδώσουν απόφαση επιστροφής (38).

64.      Λαμβανομένης υπόψη της εν λόγω υποχρεώσεως των κρατών μελών, φρονώ, όπως και η Επιτροπή, ότι σκοπός του δικαιώματος ακροάσεως πριν από τη έκδοση αποφάσεως επιστροφής είναι να ακουστεί ο ενδιαφερόμενος σχετικά με τη νομιμότητα της διαμονής του, την ενδεχόμενη εφαρμογή των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της εν λόγω οδηγίας και τις λεπτομέρειες της επιστροφής του. Επιπλέον, θεωρώ ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115, τιτλοφορούμενου «[μ]η επαναπροώθηση, βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, οικογενειακή ζωή και κατάσταση της υγεία», όταν τα κράτη μέλη εφαρμόζουν την εν λόγω οδηγία, οφείλουν, αφενός, να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τα βέλτιστα συμφέροντα του παιδιού, την οικογενειακή ζωή, την κατάσταση της υγείας του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας και, αφετέρου, να τηρούν την αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Έπεται ότι, όταν η αρμόδια εθνική αρχή προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής, οφείλει αναγκαστικά να τηρεί τις επιβαλλόμενες από το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 υποχρεώσεις και να ακούει συναφώς τον ενδιαφερόμενο.

65.      Εξάλλου, εναπόκειται στον ενδιαφερόμενο να συνεργάζεται με την αρμόδια εθνική αρχή κατά τη διάρκεια της ακροάσεώς του, προκειμένου να της παράσχει όλες τις κρίσιμες πληροφορίες σχετικά με την προσωπική και οικογενειακή του κατάσταση και, ιδιαιτέρως, εκείνες που συνηγορούν κατά της εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής, δεδομένου ότι κατά το στάδιο αυτό δεν τίθεται καν το ζήτημα του παράνομου ή όχι χαρακτήρα της διαμονής του ενδιαφερομένου, αν ο τελευταίος δεν έχει κινήσει τις κατάλληλες διαδικασίες για να εξασφαλίσει το δικαίωμα διαμονής στο κράτος περί του οποίου πρόκειται.

 β)     Οι λεπτομέρειες ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως

66.      Το αιτούν δικαστήριο, στα ερωτήματά του και στην απόφασή του περί παραπομπής, αναφέρεται ειδικότερα στη δυνατότητα του αλλοδαπού να εξετάσει το σύνολο των στοιχείων που προβάλλονται εναντίον του, κάτι το οποίο προϋποθέτει ότι η εθνική διοίκηση του γνωστοποιεί τα στοιχεία αυτά εκ των προτέρων και του παραχωρεί επαρκή χρόνο σκέψεως πριν από την ακρόαση (1), στο δικαίωμα του αλλοδαπού να τύχει της αρωγής συμβούλου της επιλογής του (2) και στη διάρκεια της ακροάσεως αυτής (3). Αναφέρεται επίσης στην προθεσμία 30 ημερών που χορηγήθηκε στον K. Boudjlida προκειμένου να εγκαταλείψει τη Γαλλία (4).

i)      Η προηγούμενη γνωστοποίηση των επιχειρημάτων της διοικήσεως και ο χρόνος σκέψεως

67.      Eλλείψει διατάξεων του δικαίου της Ένωσης που να καθιερώνουν ειδική διαδικασία προς διασφάλιση του δικαιώματος ακροάσεως των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής (39), φρονώ ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η αρμόδια εθνική αρχή υποχρεούται, πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής, να γνωστοποιήσει τα στοιχεία στα οποία προτίθεται να βασίσει την απόφαση αυτή και να λάβει επ’ αυτών τις παρατηρήσεις του ενδιαφερομένου κατόπιν ορισμένου χρόνου σκέψεως (40).

68.      Καμία κατ’ αντιμωλία διαδικασία αυτού του είδους δεν καθιερώνεται από την οδηγία 2008/115.

69.      Στα προεκτεθέντα πρέπει ωστόσο να γίνει δεκτή εξαίρεση στην περίπτωση κατά την οποία ο υπήκοος της τρίτης χώρας δεν ήταν ευλόγως δυνατόν να υποπτευθεί τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προβληθούν εναντίον του ή στην περίπτωση κατά την οποία η αντίκρουση των στοιχείων αυτών ήταν ευλόγως δυνατή μόνο κατόπιν ορισμένων εξακριβώσεων ή διαδικασιών ιδίως προς τον σκοπό προσκομίσεως δικαιολογητικών εγγράφων.

70.      Όσον αφορά την υπόθεση της κύριας δίκης, από το πρακτικό της συνεντεύξεώς του με τις υπηρεσίες της συνοριακής αστυνομίας προκύπτει ότι ο K. Boudjlida κλήθηκε στις 15 Ιανουαρίου 2013 να παρουσιαστεί στις εγκαταστάσεις της αστυνομίας είτε αυθημερόν, δηλαδή στις 15 Ιανουαρίου 2013, είτε το πρωί της 16ης Ιανουαρίου 2013 προς «εξέταση του δικαιώματος διαμονής [του]». Αποφάσισε αυτοβούλως να παρουσιαστεί στις 15 Ιανουαρίου 2013. Ως εκ τούτου, ο K. Boudjlida πήρε επίσης την απόφαση να μην επωφεληθεί του χρόνου σκέψεως μίας ημέρας που του χορηγήθηκε από την αστυνομία, ούτε άλλωστε να ζητήσει την αρωγή νομικού συμβούλου.

71.      Από το ίδιο πρακτικό της ακροάσεως του K. Boudjlida προκύπτει ότι ο τελευταίος γνώριζε ότι «είχε λήξει η άδεια διαμονής» του και ότι δεν ήταν δυνατόν να αγνοεί ότι διέμενε παρανόμως στη Γαλλία, καθώς δεν είχε ζητήσει την ανανέωση της άδειας διαμονής του, η οποία είχε λήξει στις 31 Οκτωβρίου 2012. Επιπλέον, η αστυνομία τον ενημέρωσε ρητώς για το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής σε βάρος του και τον ρώτησε αν θα δεχόταν να εγκαταλείψει τη Γαλλία, αν εκδιδόταν σε βάρος του μια τέτοια απόφαση. Στο ερώτημα αυτό ο K. Boudjlida απάντησε «προφανώς», προσθέτοντας ότι «[δέχεται] να αναμείν[ει] στην υποδοχή των εγκαταστάσεων […] την απάντηση της préfecture de Pau, η οποία μπορεί είτε να [τον] καλέσει να εγκαταλείψ[ει] την επικράτεια είτε να [τον] τοποθετήσει σε κέντρο κρατήσεως είτε να [τον] καλέσει να τακτοποιήσει την κατάστασή [τ]ου».

72.      Κατά συνέπεια, υπό την επιφύλαξη σχετικής εξακριβώσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, ο K. Boudjlida ενημερώθηκε για τον λόγο της ανωτέρω ακροάσεως και γνώριζε το ζήτημα επί του οποίου θα τύχαινε ακροάσεως καθώς και τις ενδεχόμενες συνέπειες της ακροάσεως αυτής. Επιπλέον, υπό την ίδια επιφύλαξη, η ακρόαση αυτή αφορούσε σαφώς τις κρίσιμες και αναγκαίες πληροφορίες ενόψει της εφαρμογής της οδηγίας 2008/115, τηρουμένου του δικαιώματος ακροάσεως του ενδιαφερομένου.

73.      Πράγματι, κατά τη συνεντευξή του με την αστυνομία, ο K. Boudjlida έτυχε ακροάσεως, μεταξύ άλλων, σχετικά με την ταυτότητά του, την εθνικότητά του, την προσωπική του κατάσταση, τον παράνομο χαρακτήρα της διαμονής του στη Γαλλία, τις διοικητικές διαδικασίες τις οποίες είχε κινήσει επιχειρώντας να τακτοποιήσει τη διαμονή του, τη συνολική διάρκεια της διαμονής του στη Γαλλία, τις προγενέστερες άδειες διαμονής του, τη σχολική και επαγγελματική του πορεία, τους πόρους του, την οικογενειακή του κατάσταση στη Γαλλία και στην Αλγερία. Τέλος, οι υπηρεσίες της αστυνομίας τον ρώτησαν αν θα δεχόταν «να εγκαταλείψει τη γαλλική επικράτεια αν η préfecture de Pau εξέδιδε απόφαση με τέτοιο περιεχόμενο» (41).

ii)    Το δικαίωμα σε αρωγή συμβούλου

74.      Το δικαίωμα σε νομική αρωγή προβλέπεται, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13 της οδηγίας 2008/11,5 μόνο μετά την έκδοση αποφάσεως επιστροφής(42) και στο πλαίσιο προσφυγής κατά μιας τέτοιας αποφάσεως (43). Υπό ορισμένες περιστάσεις, επιβάλλεται η παροχή δωρεάν νομικής αρωγής κατόπιν αιτήσεως (44).

75.      Παρά ταύτα, κανένας δεν επιτρέπεται να εμποδίζεται να ζητεί την αρωγή, με δικά του έξοδα, νομικού συμβούλου κατά την ακρόασή του από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν επηρεάζει την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας και δεν θίγει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας 2008/115. Κατά τη διάρκεια της ακροάσεώς του, ο K. Boudjlida δεν ζήτησε την αρωγή νομικού συμβούλου.

iii) Η διάρκεια της ακροάσεως

76.      Ο K. Boudjlida και η Επιτροπή αναφέρονται στη σύντομη διάρκεια, ήτοι 30 λεπτών, της επίμαχης ακροάσεως στην υπόθεση της κύριας δίκης. Δεν θεωρώ ότι η διάρκεια της ακροάσεως είναι αποφασιστικής σημασίας. Το σημαντικό είναι να διαγνωστεί αν ο K. Boudjlida έτυχε επαρκούς ακροάσεως σχετικά με τη νομιμότητα της διαμονής του και με την προσωπική του κατάσταση (45), κάτι το οποίο κατά τη γνώμη μου προκύπτει από τα σημεία 70 έως 73 των παρουσών προτάσεων.

iv)    Η χορηγούμενη προθεσμία εγκαταλείψεως της γαλλικής επικράτειας

77.      Για το θέμα αυτό, επισημαίνω ότι το άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει, μεταξύ άλλων, «κατάλληλο χρονικό διάστημα για την οικειοθελή αναχώρηση που κυμαίνεται μεταξύ επτά και τριάντα ημερών». Επιπλέον, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη οφείλουν να παρατείνουν, «εφόσον απαιτείται», «την προθεσμία οικειοθελούς αναχώρησης για κατάλληλο χρονικό διάστημα, λαμβάνοντας υπόψη τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, όπως τη διάρκεια της παραμονής, την ύπαρξη παιδιών που φοιτούν σε σχολείο και την ύπαρξη άλλων οικογενειακών και κοινωνικών δεσμών».

78.      Από το πρακτικό της ακροάσεως προκύπτει ότι ο K. Boudjlida έτυχε ακροάσεως, μεταξύ άλλων, σχετικά με τη διάρκεια της διαμονής του στη Γαλλία, τις σπουδές του στη Γαλλία και τους οικογενειακούς δεσμούς του στη Γαλλία. Έχω τη γνώμη, υπό την επιφύλαξη σχετικής εξακριβώσεως εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, ότι έτυχε ακροάσεως σχετικά με την ενδεχόμενη εφαρμογή των κριτηρίων που επιτρέπουν την επέκταση της προθεσμίας αναχωρήσεως κατά το άρθρο 7, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/115. Όσον αφορά την καταλληλότητα της προθεσμίας αναχωρήσεως που χορηγήθηκε στον K. Boudjlida λαμβανομένων ιδιαιτέρως υπόψη των παρατηρήσεών του κατά την ακρόασή του από την αστυνομία, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η σχετική εκτίμηση αφορά την ουσιαστική νομιμότητα του μέτρου (46).

79.      Με βάση το σύνολο των ανωτέρω στοιχείων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα ως εξής:

–        το δικαίωμα ακροάσεως ενός παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής σε βάρος του επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή να ακούσει τον ενδιαφερόμενο σχετικά με τη νομιμότητα της διαμονής του, την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115 καθώς και των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της ίδιας οδηγίας και σχετικά με τις λεπτομέρειες της επιστροφής του,

–        αντιθέτως, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν ήταν ευλόγως δυνατόν να υποπτευθεί το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής ή να γνωρίζει τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προβληθούν εναντίον του, κάτι το οποίο θα τον υποχρέωνε να κινήσει ορισμένες διαδικασίες εξακριβώσεως ή να προμηθευτεί δικαιολογητικά έγγραφα, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή να ειδοποιήσει το πρόσωπο αυτό, πριν από την ακρόαση που οργανώνεται ενόψει της εκδόσεως της εν λόγω αποφάσεως, για το γεγονός ότι προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής, ούτε να του γνωστοποιήσει τα στοιχεία στα οποία προτίθεται να βασίσει την εν λόγω απόφαση ούτε και να του παραχωρήσει προθεσμία σκέψεως πριν από την υποβολή των παρατηρήσεών του,

–        μολονότι, πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής από την αρμόδια εθνική αρχή, ο υπήκοος τρίτης χώρας δύναται να ζητήσει την αρωγή νομικού συμβούλου κατά την ακρόασή του από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν επηρεάζει την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας και δεν θίγει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναλάβουν την παροχή της αρωγής αυτής στο πλαίσιο της δωρεάν νομικής αρωγής.

3.      Επί του δεύτερου και του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

80.      Με τα ερωτήματα αυτά, το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο αν, και ενδεχομένως βάσει ποιων κριτηρίων, χρήζει προσαρμογών ή περιορισμών το δικαίωμα ακροάσεως ενός παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, του Χάρτη πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής σε βάρος του, λαμβανομένου υπόψη του γενικού συμφέροντος σκοπού της πολιτικής περί επιστροφής που εκτίθεται στην οδηγία 2008/115.

81.      Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεώς μου στο πρώτο ερώτημα, απαντώ αρνητικώς στο δεύτερο και στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα.

VI – Πρόταση

82.      Με βάση τα προεκτεθέντα, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το tribunal administratif de Pau ως εξής:

1)         Το δικαίωμα ακροάσεως ενός παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής σε βάρος του επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή να ακούσει τον ενδιαφερόμενο σχετικά με τη νομιμότητα της διαμονής του, σχετικά με την ενδεχόμενη εφαρμογή του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, καθώς και των εξαιρέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 έως 5, της ίδιας οδηγίας και σχετικά με τις λεπτομέρειες της επιστροφής του.

Αντιθέτως, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν ήταν ευλόγως δυνατόν να υποπτευθεί το ενδεχόμενο εκδόσεως αποφάσεως επιστροφής ή να γνωρίζει τα στοιχεία που θα μπορούσαν να προβληθούν εναντίον του, κάτι το οποίο θα τον υποχρέωνε να κινήσει ορισμένες διαδικασίες εξακριβώσεως ή να προμηθευτεί δικαιολογητικά έγγραφα, το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν επιβάλλει στην αρμόδια εθνική αρχή να ειδοποιήσει το πρόσωπο αυτό, πριν από την ακρόαση που οργανώνεται ενόψει της εν λόγω αποφάσεως, για το γεγονός ότι προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής, ούτε να του γνωστοποιήσει τα στοιχεία στα οποία προτίθεται να βασίσει την εν λόγω απόφαση ούτε και να του παραχωρήσει προθεσμία σκέψεως πριν από την υποβολή των παρατηρήσεών του.

Μολονότι, πριν από την έκδοση αποφάσεως επιστροφής από την αρμόδια εθνική αρχή, ο υπήκοος τρίτης χώρας δύναται να ζητήσει την αρωγή νομικού συμβούλου κατά την ακρόασή του από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, υπό την προϋπόθεση ότι η άσκηση του δικαιώματος αυτού δεν επηρεάζει την ομαλή διεξαγωγή της διαδικασίας και δεν θίγει την αποτελεσματική εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη να αναλάβουν την παροχή της αρωγής αυτής στο πλαίσιο της δωρεάν νομικής αρωγής.

2)         Το περιεχόμενο του δικαιώματος ακροάσεως δεν χρήζει προσαρμογής ή άλλου περιορισμού λαμβανομένου υπόψη του γενικού σκοπού της οδηγίας 2008/115.


1 —      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2 —      ΕΕ L 348, σ. 98.


3 —      Απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑100/80 έως 103/80, EU:C:1983:158, σκέψεις 14 έως 23).


4 —      Απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής (C‑46/87 και 227/88, EU:C:1989:337, σκέψεις 52 και 56).


5 —      Απόφαση Dokter κ.λπ. (C‑28/05, EU:C:2006:408, σκέψεις 73 έως 79).


6 —      Απόφαση Hoechst κατά Επιτροπής (EU:C:1989:337, σκέψεις 14 έως 16) σχετικά με το δικαίωμα σε αρωγή συμβούλου ήδη από το στάδιο της προκαταρκτικής έρευνας και πριν από τη γνωστοποίηση των αιτιάσεων στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού.


7 —      Απόφαση Cicala (C‑482/10, EU:C:2011:868, σκέψη 28).


8 —      Απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψεις 82 έως 86).


9 —      Απόφαση Achughbabian (C‑329/11, EU:C:2011:807, σκέψη 28).


10 —      Απόφαση Cicala (EU:C:2011:868, σκέψη 28).


11 —      Αποφάσεις Επιτροπή κατά Lisrestal κ.λπ. (C‑32/95 P, EU:C:1996:402, σκέψη 30) και Sopropé (C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψη 26).


12 —      Απόφαση El Dridi (C‑61/11 PPU, EU:C:2011:268, σκέψεις 35 και 36).


13 —      Σκέψη 84.


14 —      Απόφαση Åkerberg Fransson (C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 21).


15 —      Αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2008/115.


16 —      Αιτιολογική σκέψη 6 της οδηγίας 2008/115.


17 —      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Y. Bot στην υπόθεση M. (EU:C:2012:253, σημείο 41).


18 —      Αποφάσεις Åkerberg Fransson (EU:C:2013:105, σκέψη 18) και Pfleger κ.λπ. (C‑390/12, EU:C:2014:281, σκέψη 32).


19 —      H ακριβής εμβέλεια του άρθρου 41 του Χάρτη αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων στους κόλπους του Προεδρείου της Συνελεύσεως που επεξεργάστηκε τον Χάρτη. Προτάθηκαν τροποποιήσεις κατατείνουσες, αφενός, στην επέκταση και, αφετέρου, στη διασαφήνιση του πεδίου εφαρμογής του Χάρτη, χωρίς όμως να γίνουν δεκτές. Βλ. σχέδιο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Σύνθεση των τροποποιήσεων παρουσιασθείσα από το Προεδρείο (Charte 4284/00 CONVENT 37).


20 —      Βλ. σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.


21 —      Βλ. απόφαση Ν. (C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψεις 49 και 50).


22 —      Βλ. παρατηρήσεις της Γαλλικής Κυβερνήσεως στο σημείο 26 των παρουσών προτάσεων.


23 —      Όπ.π.


24 —      Απόφαση Sopropé (EU:C:2008:746, σκέψη 36).


25 —      Βλ. άρθρα 3, παράγραφος 4, και 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115.


26 —      Προκαλεί οπωσδήποτε έκπληξη η απουσία τέτοιας ειδικής διαδικασίας στην οδηγία 2008/115 λαμβανομένων υπόψη των σημαντικών επιπτώσεων που μπορεί να έχει μια απόφαση επιστροφής στη ζωή ενός ανθρώπου, τη στιγμή που μια τέτοια διαδικασία θεσμοθετήθηκε προς διασφάλιση του σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως στους τομείς του τελωνειακού δικαίου και του δικαίου του ανταγωνισμού! Βλ., όσον αφορά το τελωνειακό δίκαιο, το άρθρο 22, παράγραφος 6, του κανονισμού (ΕΕ) 952/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 2013, για τη θέσπιση του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 269, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2013, L 287, σ. 90), και τις προτάσεις μου στην υπόθεση Kamino International Logistics και Datema Hellman Worldwide Logistics (C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:94, σημεία 51 έως 57). Όσον αφορά το δίκαιο του ανταγωνισμού, βλ. το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ L 1, σ. 1), το οποίο ορίζει ότι «[π]ριν από τη λήψη των αποφάσεων που προβλέπονται στα άρθρα 7, 8 και 23 και στο άρθρο 24 παράγραφος 2, η Επιτροπή παρέχει στις επιχειρήσεις ή τις ενώσεις επιχειρήσεων τις οποίες αφορά η διαδικασία που έχει κινήσει η Επιτροπή τη δυνατότητα ακρόασης σχετικά με τις αιτιάσεις της Επιτροπής. Η Επιτροπή θεμελιώνει τις αποφάσεις της μόνο στις αιτιάσεις για τις οποίες δόθηκε στα μέρη η δυνατότητα να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Οι καταγγέλλοντες μετέχουν στενά στη διαδικασία». Η υπογράμμιση δική μου.


27 —      Το άρθρο 12, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115 προβλέπει ότι «[ο]ι αποφάσεις επιστροφής […] εκδίδονται εγγράφως και περιλαμβάνουν τους νομικούς και πραγματικούς λόγους καθώς και πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα μέσα».


28 —      Βλ. απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 86).


29 —      Βλ. απόφαση G. και R. (C‑383/13 PPU, EU:C:2013:533, σκέψη 35). Η υποχρέωση των κρατών μελών να τηρούν την αρχή της αποτελεσματικότητας επιβεβαιώνεται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, κατά το οποίο τα κράτη μέλη «προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης».


30 —      Απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψη 88 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


31 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Επιτροπή κ.λπ. κατά Kadi (C‑584/10 P, C‑593/10 P και C‑595/10 P, EU:C:2013:518, σκέψη 101) καθώς και Schwarz (C‑291/12, EU:C:2013:670, σκέψη 34).


32 —      Βλ. απόφαση Dokter κ.λπ. (C‑28/05, EU:C:2006:408, σκέψη 75). Βλ., επίσης, απόφαση G. και R. (EU:C:2013:533, σκέψη 36), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι είναι θεμιτό τα κράτη μέλη να επιτρέπουν την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών κατά τον ίδιο τρόπο με εκείνον που ισχύει στις εσωτερικές καταστάσεις, παρά ταύτα ο τρόπος αυτός πρέπει να συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης και, ιδιαιτέρως, να μη θέτει σε κίνδυνο την αποτελεσματικότητα της οδηγίας 2008/115.


33 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Υ. Bot στην υπόθεση M. (EU:C:2012:253, σημεία 35 και 36).


34 —      Βλ. σημείο 58 ανωτέρω.


35 —      Βλ. άρθρα 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115 και 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη.


36 —      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Solvay κατά Επιτροπής (C‑455/11 P, EU:C:2013:796, σκέψη 89 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).


37 —      Αιτιολογική σκέψη 4 της οδηγίας 2008/115 (η υπογράμμιση δική μου).


38 —      Βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις El Dridi (EU:C:2011:268, σκέψη 35) και Achughbabian (EU:C:2011:807, σκέψη 31). Πράγματι, η οδηγία 2008/115 αφορά αποκλειστικώς την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων κρατών και δεν αποβλέπει συνεπώς στην εναρμόνιση του συνόλου των σχετικών με τη διαμονή των αλλοδαπών κανόνων των κρατών μελών. Αποφάσεις Achughbabian (EU:C:2011:807, σκέψη 28) και Sagor (C‑430/11, EU:C:2012:777, σκέψη 31).


39 —      Βλ. σημείο 52 ανωτέρω.


40 —      Βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση M. (EU:C:2012:744, σκέψεις 60 και 61).


41 —      Βλ. σημείο 71 ανωτέρω.


42 —      Ενδεχομένως, των συνδεόμενων με την επιστροφή αποφάσεων που μνημονεύονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/115, ήτοι των αποφάσεων περί απαγορεύσεως εισόδου καθώς και των αποφάσεων περί απομακρύνσεως.


43 —      Είναι ουσιώδες να υπογραμμιστεί ότι, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ο K. Boudjlida δεν υπέκειτο σε ποινική διαδικασία και δεν τελούσε υπό προσωρινή κράτηση ούτε υπό στέρηση της ελευθερίας του κατά τη διάρκεια της ακροάσεώς του από την αστυνομία. Πρέπει να σημειωθεί ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2013/48/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013, σχετικά με το δικαίωμα πρόσβασης σε δικηγόρο στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας και διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, καθώς και σχετικά με το δικαίωμα ενημέρωσης τρίτου προσώπου σε περίπτωση στέρησης της ελευθερίας του και με το δικαίωμα επικοινωνίας με τρίτα πρόσωπα και με προξενικές αρχές κατά τη διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας (ΕΕ L 294, σ. 1), «οι ύποπτοι ή οι κατηγορούμενοι έχουν πρόσβαση σε δικηγόρο» «προτού εξεταστούν από την αστυνομία». Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/48, τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή, το αργότερο έως τις 27 Νοεμβρίου 2016.


44 —      Βλ. άρθρο 13, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115, τα κράτη μέλη μπορούν να θεσπίζουν ή να διατηρούν σε ισχύ διατάξεις ευνοϊκότερες για τα πρόσωπα στα οποία έχει εφαρμογή η οδηγία, υπό τον όρο ότι οι εν λόγω διατάξεις είναι συμβατές με την ίδια οδηγία.


45 —      Βλ. σημείο 64 των παρουσών προτάσεων.


46 —      Βλ. σημείο 61 των παρουσών προτάσεων.