Language of document : ECLI:EU:T:2015:504

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 15ης Ιουλίου 2015 (*)

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκές αγορές των σταθεροποιητών θερμότητας — Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ — Παράβαση διαπραχθείσα από θυγατρικές — Πρόστιμα — Εις ολόκληρον ευθύνη των θυγατρικών και της μητρικής εταιρίας — Υπέρβαση του ανωτάτου ορίου του 10 % για μια από τις θυγατρικές — Απόφαση περί επανεκδόσεως — Μείωση του ποσού του προστίμου για την εν λόγω θυγατρική — Επιβολή της υποχρεώσεως καταβολής του μειωμένου ποσού του προστίμου σε άλλη θυγατρική και στη μητρική εταιρία — Δικαιώματα άμυνας — Δικαίωμα ακροάσεως — Δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο»

Στην υπόθεση T‑189/10,

GEA Group AG, με έδρα το Ντύσσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τους A. Kallmayer, I. du Mont και G. Schiffers, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους R. Sauer και F. Ronkes Agerbeek, επικουρούμενους από τον W. Berg, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο την ακύρωση της αποφάσεως C(2010) 727 της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας), ή, επικουρικώς, τη μείωση του ποσού των προστίμων που επιβλήθηκαν στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: J. Weychert, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2014,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η υπό κρίση διαφορά αφορά την απόφαση C(2010) 727 της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2010 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), για την τροποποίηση της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας) (στο εξής: πρώτη απόφαση). Η πρώτη απόφαση προσεβλήθη από την προσφεύγουσα, την GEA Group AG, στην υπόθεση T‑45/10, GEA Group κατά Επιτροπής.

[παραλειπόμενα]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

23      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Απριλίου 2010, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

[παραλειπόμενα]

55      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το μέτρο που της επιβλήθηκε πρόστιμο·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

56      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

57      Την ίδια ημέρα, με την απόφαση GEA Group κατά Επιτροπής (T‑45/10), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή που έβαλε κατά της πρώτης αποφάσεως.

 Σκεπτικό

58      Με την υπό κρίση προσφυγή, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε.

59      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως.

60      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνάς της, καθότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν της δόθηκε η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της ούτε είχε πρόσβαση στον φάκελο, διατείνεται δε ότι η Επιτροπή παρέβη, ως προς αυτήν, την υποχρέωση ουδετερότητας που υπέχει.

60      [παραλειπόμενα]

67      Προκειμένου να αξιολογηθεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, πρέπει, προκαταρκτικώς, να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο αποτελεί ουσιαστική συνιστώσα των δικαιωμάτων άμυνας, συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης που πρέπει να τηρείται σε κάθε διαδικασία, ακόμα και διοικητικού χαρακτήρα, ειδικά όταν αυτή ενδέχεται να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων, ιδίως σε πρόστιμα, όπως επίσης ότι η αρχή αυτή προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εδόθη η δυνατότητα, κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής, 85/76, Συλλογή, EU:C:1979:36, σκέψη 9· της 7ης Ιουνίου 1983, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, 100/80 έως 103/80, Συλλογή, EU:C:1983:158, και της 7ης Ιανουαρίου 2004, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Συλλογή, EU:C:2004:6, σκέψεις 64 έως 66).

68      Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, το οποίο αποτελεί απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται, επίσης, ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιέχονται στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της (βλ., επίσης, αποφάσεις της 2ας Οκτωβρίου 2003, Corus UK κατά Επιτροπής, C‑199/99 P, Συλλογή, EU:C:2003:531, σκέψεις 125 έως 128· Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 67 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψη 68, και της 29ης Ιουνίου 1995, Solvay κατά Επιτροπής, T‑30/91, Συλλογή, EU:T:1995:115, σκέψη 81).

69      Το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 αντανακλά την αρχή αυτή, στο μέτρο που προβλέπει ότι στους διαδίκους αποστέλλεται ανακοίνωση των αιτιάσεων η οποία πρέπει να εκθέτει σαφώς όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να είναι σε θέση να αντιληφθούν πράγματι ποιες ενέργειες τους προσάπτει η Επιτροπή, καθώς και ποια αποδεικτικά στοιχεία έχει στη διάθεσή της (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Συλλογή, EU:C:2002:582, σκέψεις 315 και 316, και απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 67 ανωτέρω, EU:C:2004:6, σκέψεις 66 και 67).

70      Εξάλλου, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει, μεταξύ άλλων, να παρέχεται στην ελεγχόμενη επιχείρηση η δυνατότητα, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, να καταστήσει λυσιτελώς γνωστή την άποψή της σχετικά με το υποστατό και τον κρίσιμο χαρακτήρα των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και περιστάσεων, καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει την εκτίμησή της ότι υφίσταται παράβαση της Συνθήκης (αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 67 ανωτέρω, EU:C:1983:158, σκέψη 10· της 25ης Ιανουαρίου 2007, Dalmine κατά Επιτροπής, C‑407/04 P, Συλλογή, EU:C:2007:53, σκέψη 44, και της 10ης Μαΐου 2007, SGL Carbon κατά Επιτροπής, C‑328/05 P, Συλλογή, EU:C:2007:277, σκέψη 71).

71      Υπό τις συνθήκες, όμως, της υπό κρίση υποθέσεως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν είχε πρόσβαση στον φάκελο και ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της.

72      Ως εκ τούτου, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί εφόσον η προσφεύγουσα κατέδειξε επαρκώς όχι ότι, εάν δεν συνέτρεχαν οι διαδικαστικές αυτές παρατυπίες —δηλαδή αν της είχε δοθεί πρόσβαση στον φάκελο και η δυνατότητα να εκφράσει την άποψή της—, η προσβαλλόμενη απόφαση θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι θα μπορούσε να διασφαλίσει καλύτερα την άμυνά της εάν δεν συνέτρεχαν οι εν λόγω παρατυπίες (βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Ιουνίου 2013, Fluorsid και Minmet κατά Επιτροπής, T‑404/08, Συλλογή, EU:T:2013:321, σκέψη 110 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), υπό τη διευκρίνιση ότι πρέπει, προς τούτο, να λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι ο χρόνος πριν από την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 8 Φεβρουαρίου 2010 (βλ., συναφώς, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, T‑329/01, Συλλογή, EU:T:2006:268, σκέψη 377).

73      Πρώτον, πρέπει, συναφώς, να υπογραμμιστεί ότι, κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το κρίσιμο ζήτημα ήταν ποιες ήταν οι υποχρεώσεις τις οποίες υπείχε η Επιτροπή ως προς την αλληλέγγυα σχέση μεταξύ των εις ολόκληρον συνοφειλετριών εταιρειών, καθόσον αυτές είχαν συναποτελέσει μια επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

74      Πράγματι, μόλις με την απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, δηλαδή ένα και πλέον έτος μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι εναπόκειτο αποκλειστικώς στην Επιτροπή, στο πλαίσιο ασκήσεως της αρμοδιότητάς της να επιβάλει πρόστιμα, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, να καθορίσει το ποσοστό που αναλογεί στις διάφορες εταιρείες, όσον αφορά το πρόστιμο στο οποίο καταδικάστηκαν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον, κατά το μέτρο που αυτές αποτελούσαν τμήμα μιας και μόνης επιχειρήσεως, και ότι το καθήκον αυτό δεν μπορούσε να ανατεθεί στα εθνικά δικαστήρια (απόφαση της 3ης Μαρτίου 2011, Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής, T‑122/07 έως T‑124/07, Συλλογή, EU:T:2011:70, σκέψη 157).


75      Το ζήτημα αυτό κατέστη ακόμα πιο κρίσιμο κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεδομένου ότι η απόφαση Siemens και VA Tech Transmission & Distribution κατά Επιτροπής, σκέψη 74 ανωτέρω (EU:T:2011:70), ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι ο επιμερισμός του προστίμου μεταξύ εις ολόκληρον συνοφειλετριών εμπίπτει αποκλειστικώς στην αρμοδιότητα του εθνικού δικαστή (απόφαση Siemens, σκέψη 41 ανωτέρω, EU:C:2014:256, σκέψη 62).

76      Επομένως, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να έχει προβάλει, κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως και πριν από την έκδοση της αποφάσεως Siemens, σκέψη 41 ανωτέρω (EU:C:2014:256), το γεγονός ότι δεν της είχε χορηγηθεί μείωση του ποσού του προστίμου της ACW, με την οποία είχε καταδικασθεί αλληλεγγύως για την παράβαση που διέπραξε η τελευταία καθότι, κατά τον χρόνο της παραβάσεως, είχαν αποτελέσει, από κοινού, μια επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ.

[παραλειπόμενα]

78      Δεύτερον και επαλλήλως, πρέπει να σημειωθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα υπερβαίνει εκείνο που επιβλήθηκε στις θυγατρικές της, μολονότι η ευθύνη της απορρέει αποκλειστικώς από την ευθύνη των τελευταίων.

79      Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογή της πρώτης αποφάσεως, το συνολικό ποσό του προστίμου που όφειλε η προσφεύγουσα ανερχόταν σε 3 346 200 ευρώ και το αθροισμένο συνολικό ποσό των προστίμων των θυγατρικών της ανερχόταν σε 5 278 171 ευρώ (1 913 971 ευρώ για την CPA και 3 346 200,00 ευρώ για την ACW), ενώ, κατ’ εφαρμογή της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα ποσά αυτά είναι, αντιστοίχως, 3 346 200 ευρώ και 3 000 100 ευρώ (1 913 971 ευρώ για την CPA και 1 086 129 ευρώ για την ACW).

80      Κατά τον χρόνο, όμως, της διοικητικής διαδικασίας η οποία κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, κρίσιμο ζήτημα ήταν κατά πόσον ήταν δυνατόν να επιβληθεί σε μια μητρική εταιρία, για την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της, πρόστιμο ποσού υπερβαίνοντος εκείνο που επιβλήθηκε στη θυγατρική της, μολονότι η ευθύνη της μητρικής αυτής εταιρίας απέρρεε αποκλειστικώς από την ευθύνη της θυγατρικής της.

81      Το ζήτημα αυτό ήταν ενδεχομένως ακόμα πιο κρίσιμο, δεδομένου ότι, πρώτον, έχει κριθεί, κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, οσάκις η ευθύνη των θυγατρικών εταιρειών για την διαπραχθείσα παράβαση απορρέει αποκλειστικώς από την ευθύνη μιας θυγατρικής, η οποία ανήκε σε αυτές διαδοχικά, το συνολικό ποσό των προστίμων στα οποία καταδικάζονται οι μητρικές εταιρείες δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσό στο οποίο καταδικάσθηκε η εν λόγω θυγατρική (αποφάσεις Areva, σκέψη 42 ανωτέρω, EU:C:2014:257, σκέψεις 137 και 138, και της 24ης Μαρτίου 2011, Tomkins κατά Επιτροπής, T‑382/06, Συλλογή, EU:T:2011:112, σκέψη 57).

82      Δεύτερον, κατόπιν της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Δικαστήριο έκρινε, επίσης, ότι, όσον αφορά την καταβολή προστίμου που επιβάλλεται λόγω παραβάσεως των κανόνων ανταγωνισμού, η εις ολόκληρον ευθύνη την οποία υπέχουν δύο εταιρείες που συναποτελούν ενιαία οικονομική οντότητα δεν μπορεί να εξαντλείται στην εκ μέρους της μητρικής εταιρίας παροχή κάποιας μορφής εγγυήσεως προς εξασφάλιση της καταβολής του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική, καθώς και ότι η επιχειρηματολογία κατά την οποία δεν ήταν δυνατόν η ως άνω μητρική εταιρία να υποχρεωθεί στην καταβολή προστίμου υπερβαίνοντος εκείνο που επιβλήθηκε στη θυγατρική της είναι συνεπώς αβάσιμη (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 2013, Kendrion κατά Επιτροπής, C‑50/12 P, Συλλογή, EU:C:2013:771, σκέψη 58, και της 19ης Ιουνίου 2014, FLS Plast κατά Επιτροπής, C‑243/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:2006, σκέψη 107).

83      Επομένως, η προσφεύγουσα μπορούσε να αμφισβητήσει, κατά τον χρόνο της διοικητικής διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, το ποσό του προστίμου που επρόκειτο να επιβληθεί σ’ αυτήν σε σχέση με τα ποσά των προστίμων που επιβλήθηκαν στις θυγατρικές της λόγω της παραβατικής τους συμπεριφοράς.

[παραλειπόμενα]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση C(2010) 727 της Επιτροπής, της 8ης Φεβρουαρίου 2010, για την τροποποίηση της αποφάσεως C(2009) 8682 τελικό της Επιτροπής, της 11ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση COMP/38589 — Σταθεροποιητές θερμότητας), στο μέτρο που αφορά την GEA Group AG.

2)      Καταδικάζει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 15 Ιουλίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.


1 — Παρατίθενται μόνον οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.