Language of document : ECLI:EU:T:2008:511

Υπόθεση T-187/06

Ralf Schräder

κατά

Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών (ΚΓΦΠ)

«Κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών – Φυτική ποικιλία SUMCOL 01 - Απόρριψη της αιτήσεως παροχής κοινοτικού δικαιώματος – Έλλειψη διακριτικού χαρακτήρα της ποικιλίας για την οποία υποβλήθηκε η αίτηση»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικών ποικιλιών – Προϋποθέσεις χορηγήσεως του κοινοτικού δικαιώματος

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου, άρθρο 7 §§ 1 και 2)

2.      Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικών ποικιλιών – Προϋποθέσεις χορηγήσεως του κοινοτικού δικαιώματος

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου, άρθρο 7 § 2)

3.      Γεωργία – Ενιαίες νομοθεσίες – Κοινοτικό δικαίωμα επί φυτικών ποικιλιών – Προϋποθέσεις χορηγήσεως ή αρνήσεως χορηγήσεως του κοινοτικού δικαιώματος

(Κανονισμός 2100/94 του Συμβουλίου, άρθρα 76 και 78)

1.      Μολονότι ο κοινοτικός δικαστής αναγνωρίζει στη διοίκηση περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά και τεχνικά ζητήματα, τούτο δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να ελέγχει την ερμηνεία των στοιχείων τέτοιας φύσης από τη διοίκηση. Πράγματι, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλ’ οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα. Πάντως, στο πλαίσιο του ανωτέρω ελέγχου, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να υποκαταστήσει την οικονομική ή τεχνική εκτίμηση της διοίκησης με τη δική του.

Η εκτίμηση του διακριτικού χαρακτήρα φυτικής ποικιλίας, από απόψεως των τεθέντων με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 2100/94, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, κριτηρίων, είναι επιστημονικώς και τεχνικώς πολύπλοκη και δύναται να δικαιολογήσει περιορισμό του περιεχομένου του δικαστικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, η εκτίμηση αυτή απαιτεί πείρα και ειδικές τεχνικές γνώσεις, μεταξύ άλλων στον τομέα της βοτανικής και της γενετικής. Αντιθέτως, η εκτίμηση της υπάρξεως άλλης κοινώς γνωστής ποικιλίας, από απόψεως των τεθέντων με το άρθρο 7, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού κριτηρίων, δεν απαιτεί πείρα ή ειδικές τεχνικές γνώσεις και δεν παρουσιάζει καμία πολυπλοκότητα δυνάμενη να δικαιολογεί περιορισμό του περιεχομένου του δικαστικού ελέγχου.

(βλ. σκέψεις 61, 63-65)

2.      Σύμφωνα με τις οδηγίες της διεθνούς συμβάσεως για την προστασία των φυτικών ποικιλιών (σύμβαση UPOV), η δημοσίευση λεπτομερούς περιγραφής μιας φυτικής ποικιλίας είναι ένα από τα στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη για τη στοιχειοθέτηση της φήμης της. Το στοιχείο αυτό μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη βάσει του άρθρου 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 2100/94, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών. Συγκεκριμένα, αφενός, η διάταξη αυτή δεν περιλαμβάνει εξαντλητικό κατάλογο των στοιχείων που δύνανται να στοιχειοθετήσουν τη φήμη μιας ποικιλίας αναφοράς, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνει η μη περιοριστική διατύπωση της διατάξεως αυτής. Αφετέρου, σύμφωνα με την προτελευταία αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 2100/94, ο κανονισμός αυτός λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη σύμβαση UPOV.

(βλ. σκέψεις 94, 97, 99)

3.      Το άρθρο 76 του κανονισμού 2100/94, για τα κοινοτικά δικαιώματα επί φυτικών ποικιλιών, χορηγεί στο τμήμα προσφυγών του Κοινοτικού Γραφείου Φυτικών Ποικιλιών την εξουσία να αποφασίζει αυτεπαγγέλτως τη διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας, κάνοντας, μεταξύ άλλων, χρήση των αποδεικτικών μέσων που απαριθμούνται στο άρθρο 78 του εν λόγω κανονισμού. Κατά συνέπεια, καθόσον η διεξαγωγή αποδείξεων μπορεί να αποφασιστεί αυτεπαγγέλτως, χωρίς το τμήμα προσφυγών να υποχρεούται να συζητήσει προηγουμένως με τους διαδίκους περί του ενδεχομένου ή της ανάγκης διεξαγωγής της, μπορεί επίσης να τη ματαιώσει αυτεπαγγέλτως, υπό τις ίδιες συνθήκες, αν κατά τη σύσκεψη καταλήξει σε διαφορετική εκτίμηση. Δεν πρόκειται για αποφάσεις που εκδίδονται αιφνιδίως, κατά παράβαση της προβαλλόμενης γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, αλλά για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας που χορηγεί στο τμήμα προσφυγών το άρθρο 76.

(βλ. σκέψη 121)