Language of document : ECLI:EU:T:2011:276

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Διάρκεια της παραβάσεως – Έννοιες της “συμφωνίας” και της “εναρμονισμένης πρακτικής” – Πρόσβαση στον φάκελο – Πρόστιμα – Ανακοίνωση περί της συνεργασίας – Ίση μεταχείριση – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑186/06,

Solvay SA, με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους O. W. Brouwer, D. Mes, δικηγόρους, M. O’Regan και A. Villette, solicitors, στη συνέχεια δε από τους O. W. Brouwer, A. Stoffer, δικηγόρο, M. O’Regan και A. Villette,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον F. Arbault, στη συνέχεια δε από τους V. Di Bucci και V. Bottka, επικουρούμενους από την M. Gray, barrister,

καθής,

με αντικείμενο, αφενός, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), και, αφετέρου, αίτημα περί ακυρώσεως ή μειώσεως του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Vadapalas (εισηγητή), προεδρεύοντα, A. Dittrich και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Μαρτίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Solvay SA, είναι εταιρία βελγικού δικαίου η οποία κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών παρασκεύαζε, μεταξύ άλλων, υπεροξείδιο του υδρογόνου (στο εξής: PH) και υπερβορικό άλας (στο εξής: PBS).

2        Στις 7 Μαΐου 2002, η προσφεύγουσα απέκτησε τον έλεγχο κατά 100 % της εταιρίας Ausimont SpA (νυν Solvay Solexis SpA), η οποία, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ελεγχόταν κατά 100 % από τη Montedison SpA (νυν Edison SpA).

3        Τον Νοέμβριο του 2002, η Degussa AG πληροφόρησε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως στις αγορές του PH και του PBS και ζήτησε την εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (EE 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας).

4        Η Degussa προσκόμισε ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή, τα οποία της έδωσαν τη δυνατότητα να διενεργήσει, στις 25 και 26 Μαρτίου 2003, ελέγχους στις εγκαταστάσεις τριών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και αυτές της προσφεύγουσας.

5        Κατόπιν των ελέγχων αυτών, διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η EKA Chemicals AB (στο εξής: EKA), η Arkema SA και η προσφεύγουσα, ζήτησαν την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και διαβίβασαν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την επίμαχη σύμπραξη.

6        Στις 26 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στην προσφεύγουσα και στις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

7        Με έγγραφα της 29ης Απριλίου και της 27ης Ιουνίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε να έχει πρόσβαση, αφενός, στις μη εμπιστευτικού χαρακτήρα απαντήσεις που έδωσαν οι λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων και, αφετέρου, σε ορισμένα εμπιστευτικά έγγραφα του φακέλου που προσκόμισε η Degussa.

8        Με έγγραφα της 4ης Μαΐου και της 20ής Ιουλίου 2005, η Επιτροπή, αφενός, αρνήθηκε την πρόσβαση στις απαντήσεις που δόθηκαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων και, αφετέρου, γνωστοποίησε εν μέρει τα έγγραφα που προσκόμισε η Degussa.

9        Κατόπιν της ακροάσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 28 και 29 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των Akzo Nobel NV, Akzo Nobel Chemicals Holding AB, EKA Chemicals, Degussa, Edison, FMC Corp., FMC Foret SA, Kemira Oyj, Air liquide SA, Chemoxal SA, SNIA SpA, Caffaro Srl, της προσφεύγουσας, Solvay Solexis, Total SA, Elf Aquitaine SA και Arkema (υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (EE L 353, σ. 54). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2006.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

10      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αποδέκτες της αποφάσεως αυτής είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), όσον αφορά το PH και το παράγωγο προϊόν του PBS (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Η διαπιστωθείσα παράβαση συνίστατο κυρίως στην ανταλλαγή μεταξύ των ανταγωνιστών σημαντικών πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και τις επιχειρήσεις, στον περιορισμό και στον έλεγχο της παραγωγής και των δυνητικών και πραγματικών παραγωγικών ικανοτήτων, στην κατανομή των μεριδίων της αγοράς και των πελατών, καθώς και στον καθορισμό και στην παρακολούθηση της τηρήσεως των σχετικών με τις τιμές στόχων.

12      Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μεθοδολογία η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

13      Η Επιτροπή καθόρισε τα βασικά ποσά των προστίμων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η οποία χαρακτηρίστηκε ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Κατ’ εφαρμογή διαφορετικής μεταχειρίσεως, η προσφεύγουσα, ως ο σημαντικότερος επιχειρηματίας στις σχετικές αγορές στον ΕΟΧ, κατατάχθηκε στην πρώτη κατηγορία, που αντιστοιχούσε στο αρχικό ποσό των 50 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Προκειμένου να έχει επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, εφαρμόστηκε στο ως άνω αρχικό ποσό συντελεστής 1,5, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού κύκλου εργασιών της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Δεδομένου, κατά την Επιτροπή, ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση από τις 31 Ιανουαρίου 1994 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, ήτοι κατά τη διάρκεια περιόδου έξι ετών και ένδεκα μηνών, το αρχικό ποσό του πρόστιμου της αυξήθηκε κατά 65 % (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Κατόπιν συνεκτιμήσεως των επιβαρυντικών περιστάσεων, το βασικό ποσό του προστίμου προσαυξήθηκε κατά 50 %, λόγω υποτροπής (αιτιολογική σκέψη 469 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα ήταν η τρίτη επιχείρηση που πληρούσε την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και της χορήγησε για τον λόγο αυτό μείωση του ποσού του προστίμου κατά 10 % (αιτιολογικές σκέψεις 501 έως 524 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

19      Το άρθρο 1, στοιχείο ιγ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον EΟΧ, με τη συμμετοχή της στην παράβαση μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου 1994 και της 31ης Δεκεμβρίου 2000.

20      Το τελικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο η΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ανέρχεται σε 167,062 εκατομμύρια ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 17 Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

22      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου τροποποιήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα και, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, η υπό κρίση υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του έκτου πενταμελούς τμήματος.

23      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, της 22ας Ιουλίου 2009 και της 6ης Ιανουαρίου 2010, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν στις 15 Σεπτεμβρίου 2009 και στις 29 Ιανουαρίου 2010.

24      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Μαρτίου 2010.

25      Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δύο μέλη του τμήματος κωλύονταν να μετάσχουν στη διάσκεψη, οι διασκέψεις του Γενικού Δικαστηρίου συνεχίστηκαν από τους τρεις δικαστές, την υπογραφή των οποίων φέρει η παρούσα απόφαση.

26      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της ή εν μέρει, ειδικότερα, καθόσον η Επιτροπή διαπίστωσε με την απόφαση αυτή τη συμμετοχή της στην παράβαση κατά την περίοδο μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου 1994 και του Αυγούστου 1997, καθώς και κατά την περίοδο μεταξύ της 18ης Μαΐου και της 31ης Δεκεμβρίου 2000·

–        να ακυρώσει ή να μειώσει σημαντικά το πρόστιμο το οποίο της επιβλήθηκε, καθώς και αυτό που επιβλήθηκε στη Solvay Solexis·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων και αυτών που αφορούν τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως σχετικά με την πληρωμή του προστίμου.

27      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

28      Με δικόγραφο της 15ης Σεπτεμβρίου 2009, η προσφεύγουσα παραιτήθηκε εν μέρει από το δεύτερο κεφάλαιο του αιτητικού της προσφυγής της, καθόσον με αυτό ζητούσε την ακύρωση ή τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε στη Solvay Solexis. Η παραίτηση αυτή επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και σημειώθηκε στα πρακτικά.

 Σκεπτικό

29      Προς στήριξη της προσφυγής, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους, που αντλούνται από πλάνες περί το δίκαιο και από σφάλματα κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά, πρώτον, τη διαπίστωση της συμμετοχής της στην παράβαση κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Αυγούστου 1997, δεύτερον, τη διαπίστωση της συμμετοχής της στην παράβαση κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000, τρίτον, την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, τέταρτον, τον καθορισμό του ύψους του προστίμου και, πέμπτον, την άρνηση της προσβάσεως σε ορισμένα στοιχεία του φακέλου.

30      Από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προκύπτει ότι οι λόγοι σχετικά με τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση (πρώτος και δεύτερος λόγος ακυρώσεως) και την πρόσβαση στον φάκελο (πέμπτος λόγος ακυρώσεως) προβλήθηκαν προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ενώ οι λόγοι σχετικά με τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (τέταρτος λόγος ακυρώσεως) και τη μείωσή του κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας (τρίτος λόγος ακυρώσεως) προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματός της περί ακυρώσεως του προστίμου ή μειώσεως του ποσού του.

31      Συνεπώς, οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν με αυτή τη σειρά.

 Επί της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

32      Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη διαπίστωση της συμμετοχής της στην παράβαση για την αρχική και την τελική περίοδο της συμπράξεως που εκτείνονται, αντιστοίχως, από τις 31 Ιανουαρίου 1994 έως τον Αύγουστο 1997 και από τις 18 Μαΐου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

–       Επί της περιόδου μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Αυγούστου 1997

33      Η προσφεύγουσα βάλλει κατά του συμπεράσματος της Επιτροπής σχετικά με τη συμμετοχή της στην παράβαση μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Αυγούστου 1997. Διακρίνει την περίοδο προ του Μαΐου 1995 και την περίοδο που περιλαμβάνεται μεταξύ του Μαΐου 1995 και του Αυγούστου 1997.

34      Όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Μαΐου 1995, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή της σε οποιεσδήποτε συζητήσεις ή ανταλλαγές πληροφοριών με ανταγωνιστές.

35      Πρώτον, σχετικά με τη σύσκεψη της Στοκχόλμης μεταξύ της EKA Chemicals και της Kemira στις 31 Ιανουαρίου 1994, η οποία θεωρήθηκε ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως, δεν απεδείχθη σαφώς η πραγματοποίησή της, καθόσον δεν επιβεβαιώθηκε από την Kemira.

36      Επιπλέον, οι σημειώσεις που κράτησε η EKA Chemicals κατά τη σύσκεψη αυτή και στις οποίες γίνεται αναφορά στις συζητήσεις της Kemira με άλλες επιχειρήσεις, στις οποίες περιλαμβανόταν η προσφεύγουσα, δεν αποδεικνύουν ότι οι συζητήσεις αυτές ήταν παράνομες. Το στοιχείο αυτό από ουδεμία άλλη απόδειξη επιβεβαιώθηκε ώστε να μπορεί να αποδειχθεί η σχέση της διμερούς συμπράξεως μεταξύ EKA Chemicals και Kemira στη σκανδιναβική αγορά και της συμπράξεως που φέρεται ότι τέθηκε σε εφαρμογή σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

37      Οι σημειώσεις της EKA Chemicals, από τις οποίες προκύπτει ότι τα αποτελέσματα των συζητήσεων με την Air Liquide «δεν ήταν πολύ καλά» και ότι οι συζητήσεις με την προσφεύγουσα «προχωρούσαν πιο ικανοποιητικά», αποδεικνύουν ότι η Kemira δεν κατέληξε σε συμφωνία ούτε με την Air Liquide ούτε με την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή, δεδομένου ότι διαπίστωσε ότι η Air Liquide δεν είχε μετάσχει στην παράβαση κατά την ημερομηνία αυτή, θα έπρεπε να εξαγάγει το ίδιο συμπέρασμα και όσον αφορά την προσφεύγουσα.

38      Δεύτερον, όσον αφορά τη σύσκεψη στο Göteborg της 2ας Νοεμβρίου 1994, η σύσκεψη αυτή δεν είχε σκοπό επιζήμιο για τον ανταγωνισμό. Η θέση της Επιτροπής σχετικά με την ανταλλαγή των εμπορικών δεδομένων κατά τη σύσκεψη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε από τις αποδείξεις που προσκόμισε η EKA Chemicals και αντικρούεται από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα.

39      Τρίτον, όσον αφορά τις επαφές που πραγματοποιήθηκαν στο περιθώριο των συσκέψεων του European Chemical Industry Council (CEFIC) στις 29 Απριλίου 1994 στη Ρώμη και στις 25 Νοεμβρίου 1994 στο Zaventem, οι δηλώσεις και μόνο της Degussa σχετικά με την ανταλλαγή «ευαίσθητων πληροφοριών για τον ανταγωνισμό» δεν αρκούν για να αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας τους.

40      Όσον αφορά την περίοδο μεταξύ Μαΐου 1995 και Αυγούστου 1997, η προσφεύγουσα δέχεται ότι αντάλλαξε πληροφορίες με ανταγωνιστές, αλλά υποστηρίζει ότι οι ανταλλαγές αυτές δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική.

41      Η απλή επιθυμία περιορισμού του ανταγωνισμού δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Η Επιτροπή θα έπρεπε να αποδείξει την ύπαρξη συμφωνίας, προκύπτουσας από κοινή βούληση επιδείξεως συγκεκριμένης συμπεριφοράς στην αγορά. Εκάστη όμως των συσκέψεων που αναφέρονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν μέχρι τον Αύγουστο 1997 περατώθηκε χωρίς να έχουν καταλήξει οι επιχειρήσεις σε συμφωνία όσον αφορά την υιοθέτηση οποιασδήποτε παραβατικής συμπεριφοράς.

42      Έτσι, σε αντίθεση προς τις επιταγές που απορρέουν από τη νομολογία της οποίας έγινε επίκληση στην αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ήλθαν σε συμφωνία σχετικά με οποιαδήποτε ειδική συμπεριφορά δυνάμενη να περιορίσει τον ανταγωνισμό.

43      Ομοίως η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι οι ανταλλαγές πληροφοριών κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου συνιστούσαν εναρμονισμένη πρακτική.

44      Κατά την προσφεύγουσα, για να υπάρχει εναρμονισμένη πρακτική, οι ανταγωνιστές πρέπει να συμφωνούν να υιοθετήσουν ορισμένη συμπεριφορά, οι επαφές μεταξύ των επιχειρήσεων πρέπει να τους παρέχουν τη δυνατότητα να αποκλείουν κάθε αβεβαιότητα σχετικά με την αμοιβαία συμπεριφορά τους και αυτό πρέπει να έχει αντίκτυπο στη συμπεριφορά τους στην αγορά.

45      Κατά την προσφεύγουσα, η νομολογία, της οποίας έγινε επίκληση στην αιτιολογική σκέψη 298 της προσβαλλομένης αποφάσεως και κατά την οποία η ανταλλαγή πληροφοριών με σκοπό την προετοιμασία καρτέλ μπορεί να θεωρηθεί εναρμονισμένη πρακτική, έχει εφαρμογή μόνον όταν έχει ήδη συναφθεί συμφωνία και η ανταλλαγή πραγματοποιείται για την εφαρμογή της συμφωνίας αυτής. Εν προκειμένω όμως, δεν υπήρξε συμφωνία ή εναρμονισμένη πρακτική προγενέστερη της επίμαχης ανταλλαγής πληροφοριών.

46      Συγκεκριμένα, οι διαφωνίες μεταξύ των μετεχόντων στις επίμαχες συσκέψεις ήσαν τόσο σοβαρές ώστε δεν μπορούσε να υπάρξει πρακτική συνεργασία μεταξύ τους και, συνεπώς, εναρμονισμένη πρακτική.

47      Επιπλέον, οι ανταλλαγείσες πληροφορίες δεν μπορούσαν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών ούτε να μειώσουν σημαντικά την αβεβαιότητα όσον αφορά τη συμπεριφορά των άλλων επιχειρήσεων στην αγορά.

48      Κατά την επίμαχη περίοδο, οι συζητήσεις είχαν επικεντρωθεί στις ικανότητες και στα μεγέθη παραγωγής των διαφόρων προμηθευτών, καθώς και στον τρόπο επιλύσεως του προβλήματος των νέων παραγωγικών ικανοτήτων και κατανομής της πρόσθετης ζητήσεως. Η ανταλλαγή πληροφοριών αφορούσε τα μεγέθη της παραγωγής και αποσκοπούσε στην κατάρτιση υποδειγμάτων σχετικά με τον τρόπο κατανομής των εν λόγων μεγεθών για να εξασφαλιστούν εύλογα επίπεδα χρησιμοποιήσεως των ικανοτήτων και όχι στην κατανομή της αγοράς. Οι πληροφορίες αυτές δεν παρείχαν τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να προσαρμόσουν την εμπορική συμπεριφορά τους.

49      Η Επιτροπή, δεδομένου ότι παρέλειψε να εξετάσει αν οι ανταλλαγείσες πληροφορίες είχαν χρησιμοποιηθεί για σκοπούς επιζήμιους για τον ανταγωνισμό, δεν μπόρεσε να αποδείξει τον αιτιακό σύνδεσμο μεταξύ των φερόμενων ως εναρμονισμένων πρακτικών και της συμπεριφοράς στην αγορά.

50      Η αναφορά της Degussa στην ανταλλαγή «ευαίσθητων πληροφοριών για τον ανταγωνισμό» δεν αρκεί για να αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας της.

51      Η Degussa είχε αναφερθεί, στην αίτησή της περί επιείκειας και στην από 5 Σεπτεμβρίου 2003 απάντησή της στην αίτηση παροχής πληροφοριών που της απηύθυνε η Επιτροπή, σε επαφές με ανταγωνιστές οι οποίες φέρονται ότι πραγματοποιούνταν επί πολλά έτη, χωρίς να παράσχει την παραμικρή διευκρίνιση σχετικά με το περιεχόμενο των ανταλλαγεισών πληροφοριών. Οι αναφορές αυτές, που έγιναν στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιείκειας, πρέπει να εξεταστούν με προσοχή. Τα όσα δηλώνει η Degussa είναι διφορούμενα και αμφιβόλου αποδεικτικής αξίας, στον βαθμό που δεν χρονολογούνται από την περίοδο των πραγματικών περιστατικών και δεν καθιστούν δυνατό τον εντοπισμό συγκεκριμένων μαρτύρων. Δεδομένου ότι δεν επιβεβαιώνονται από άλλα στοιχεία του φακέλου, δεν αρκούν για να αποδειχθεί η παράβαση.

52      Η ίδια η Degussa δεν έχει αναγνωρίσει ότι διέπραξε παράβαση πριν από τα «μέσα του 1997». Η Degussa διευκρίνισε ότι «η έκφραση “ανταλλαγή ευαίσθητων πληροφοριών για την αγορά” [χαρακτήριζε] το τυπικό περιεχόμενο μιας συζητήσεως μεταξύ των εμπορικών ομάδων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων» και ότι η έκφραση αυτή «δεν [προϋπέθετε] ενεργό συνεννόηση μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά τη γραμμή της συμπεριφοράς τους». Η Degussa προσέθεσε ότι τέτοιες ανταλλαγές «δεν αποσκοπούσαν στην αύξηση του εύρους των πληροφοριών που είναι αναγκαίες για τις μελλοντικές αποφάσεις των επιχειρήσεων». Ο σκοπός τους συνεπώς δεν συνίστατο παρά στη δημιουργία ενός «κλίματος» που να καθιστά δυνατή τη λήψη αποφάσεων στο μέλλον.

53      Οι δηλώσεις της Degussa δεν επιβεβαιώθηκαν από τις άλλες επιχειρήσεις. Τα έγγραφα που προσκόμισε η EKA Chemicals επιβεβαιώνουν αποκλειστικά την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αυτής και της Kemira. Η Arkema ανέφερε μόνο συζητήσεις σχετικά με ένα υπόδειγμα που θα μπορούσε να χρησιμοποιείται για την κατανομή των «ικανοτήτων» παραγωγής, συζητήσεις οι οποίες κατέληξαν σε αποτυχία. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και στις αρχές του 1997, οι παραγωγοί ούτε είχαν έλθει σε συμφωνία ούτε είχαν συνεννοηθεί για «οργάνωση της αγοράς σε ευρωπαϊκή κλίμακα», τούτο δε παρά τις συναφείς απόπειρες.

54      Η απουσία συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής επιβεβαιώνεται, αφενός, από την τότε συμπεριφορά της Degussa, μεταξύ άλλων από το σχέδιό της «WAR» που αποσκοπούσε στην αύξηση των πωλήσεών της ανεξάρτητα από τις τιμές, και, αφετέρου, από την αποτυχία των συζητήσεων κατά τη σύσκεψη στη Σεβίλλη τον Μάιο του 1997, που περιέγραψαν η Degussa και η Arkema ως έχουσες φθάσει σε «αδιέξοδο» λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των παραγωγών. Η Επιτροπή έχει και η ίδια αναγνωρίσει, στην αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι καμία συμφωνία δεν είχε ακόμη συναφθεί κατά τη σύσκεψη αυτή, από την οποία ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας «έφυγε χτυπώντας την πόρτα».

55      Χωρίς να έχει αποδείξει την ύπαρξη συνεννοήσεως, η Επιτροπή δεν μπορούσε να συναγάγει ότι οι επιχειρήσεις είχαν λάβει υπόψη τις πληροφορίες που τους είχαν κοινοποιήσει άλλες επιχειρήσεις. Αντίθετα προς την υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής (Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 161 και 162), εν προκειμένω, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν ήσαν σε θέση να καταλήξουν σε συμφωνία σχετικά με οποιαδήποτε πτυχή της εμπορικής πολιτικής τους και, εν πάση περιπτώσει, οι ανταλλαγείσες πληροφορίες δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη για να εφαρμοσθεί οποιαδήποτε εναρμονισμένη πρακτική.

56      Η απουσία εναρμονισμένης πρακτικής επιβεβαιώνεται επίσης από το γεγονός ότι η αγορά των PH ήταν πολύ ανταγωνιστική μέχρι τον Αύγουστο 1997. Ειδικότερα, οι τιμές του PH είχαν πολύ μειωθεί κατά τα τέλη του 1996 και στις αρχές του 1997, μέχρι να κατέλθουν κάτω από το επίπεδο του μεταβλητού κόστους.

57      Οι αποδείξεις που προσκόμισαν διάφορες επιχειρήσεις κατά τη διοικητική διαδικασία αποδεικνύουν ότι η αγορά ήταν πολύ ανταγωνιστική κατά τη διάρκεια της επίμαχης περιόδου. Με βάση την απόδειξη αυτή, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι η ανταλλαγή πληροφοριών είχε πράγματι επηρεάσει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά.

58      Τέλος, όσον αφορά το PBS, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προκύπτει ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε παράβαση πριν από τη σύσκεψη του Evian-les-Bains της 14ης Μαΐου 1998. Πριν από την ημερομηνία αυτή, καμία συμφωνία δεν είχε συναφθεί και καμία ανταλλαγή ευαίσθητων εμπορικών πληροφοριών δεν είχε πραγματοποιηθεί μεταξύ των παραγωγών.

59      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι, ήδη από τις 31 Ιανουαρίου 1994, η συμπεριφορά της προσφεύγουσας ενέπιπτε στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

60      Υποστηρίζει ότι απέδειξε ότι, κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Αυγούστου 1997, οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις είχαν ανταλλάξει ευαίσθητες πληροφορίες με ειδικό σκοπό να προβλεφθεί η συμπεριφορά των μεν και των δε στην αγορά, όσον αφορά τα μεγέθη της παραγωγής, τη δυνατή μείωσή τους και τη δυνατότητα να εμποδιστεί η άφιξη στην αγορά νέων ικανοτήτων (αιτιολογικές σκέψεις 104 έως 170 και 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

61      Οι δηλώσεις της Degussa αποδεικνύουν ότι, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90, οι επιχειρήσεις αντάλλαξαν «ευαίσθητες πληροφορίες για τον ανταγωνισμό». Από την περιγραφή της Degussa προκύπτει ότι οι γνωστοποιηθείσες πληροφορίες αφορούσαν τη συμπεριφορά που σχεδιαζόταν να τηρηθεί στην αγορά, ήτοι «την εξέλιξη των μεγεθών και των τιμών» και την «άφιξη ή [την] αναχώρηση ανταγωνιστών» (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

62      Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνονται από τις έγγραφες αποδείξεις που προσκόμισε η EKA Chemicals, η οποία ανέφερε ότι «οι προμηθευτές είχαν συνεννοηθεί για να μη διεισδύσουν στις αγορές των μεν και των δε». Η EKA Chemicals είχε καταρτίσει τον κατάλογο των συσκέψεων που χαρακτηρίζονταν, κατ’ αυτήν, από συμπεριφορά συμπαιγνίας. Στις σημειώσεις που κράτησε η EKA Chemicals κατά τη διάρκεια διμερούς συσκέψεως με την Kemira στη Στοκχόλμη, στις 31 Ιανουαρίου 1994, αναφέρονται συζητήσεις με, μεταξύ άλλων, την προσφεύγουσα. Από το περιεχόμενο των πληροφοριών αυτών προκύπτει σαφώς ότι οι παραγωγοί έλεγχαν αμοιβαία τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών τους και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Air Liquide δεν επεδείκνυε πειθαρχία, ενώ η προσφεύγουσα ανταποκρινόταν στις αναμονές των άλλων. Η EKA Chemicals έκανε επίσης αναφορά σε μια διμερή σύσκεψη μεταξύ αυτής και της προσφεύγουσας στο Göteborg, στις 2 Νοεμβρίου 1994 (αιτιολογικές σκέψεις 106 έως 108 και 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

63      Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Kemira δεν αμφισβήτησε ότι μετέσχε στη σύσκεψη με την EKA Chemicals στις 31 Ιανουαρίου 1994, αλλά αναγνώρισε, αντιθέτως, τη συμμετοχή της στην παράβαση από την ημερομηνία αυτή. Δεδομένου ότι αυτή η διμερής σύσκεψη είχε παράνομο αντικείμενο, ήταν προφανές ότι οι διαπραγματεύσεις με άλλους ανταγωνιστές, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν η προσφεύγουσα, οι οποίες αναφέρονταν στις σημειώσεις που κράτησε η EKA Chemicals, ήσαν επίσης παράνομες.

64      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, εσφαλμένα, ότι δεν υφίσταται καμία απόδειξη του παράνομου χαρακτήρα της συσκέψεως που πραγματοποίησε με την EKA Chemicals, στις 2 Νοεμβρίου 1994 στο Göteborg. Συγκεκριμένα, από τις πληροφορίες που προσκόμισε η EKA Chemicals προκύπτει ότι κατά τη σύσκεψη αυτή αντηλλάγησαν εμπορικά δεδομένα (αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

65      Η Degussa ανέφερε ότι η ανταλλαγή «ευαίσθητων πληροφοριών για τον ανταγωνισμό» πραγματοποιήθηκε επίσης στο περιθώριο του CEFIC στις 29 Απριλίου 1994 στη Ρώμη και στις 25 Νοεμβρίου 1994 στο Zaventem (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

66      Τα πραγματικά αυτά περιστατικά επιβεβαιώθηκαν από τις δηλώσεις της Arkema, κατά τις οποίες, τον Απρίλιο ή τον Ιούνιο του 1995, η προσφεύγουσα μετέσχε σε συζητήσεις σχετικές με τις «τάσεις της αγοράς και τους νεοαφιχθέντες», στο πλαίσιο των οποίων «η Degussa και [η προσφεύγουσα] επιθυμούσαν η αγορά και οι αντίστοιχες υφιστάμενες θέσεις τους να παραμείνουν όσο το δυνατόν σταθερές», και «[ήταν] υπό συζήτηση ένα υπόδειγμα κατανομής μεταξύ παραγωγών πιθανώς από το 1994-1995» (αιτιολογικές σκέψεις 115 και 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

67      Περαιτέρω, στην απάντησή της στην ανακοίνωση αιτιάσεων, η προσφεύγουσα αναγνώρισε ότι είχε επαφές με ανταγωνιστές και ότι αντάλλαξαν πληροφορίες σχετικές με την αγορά από τον Μάιο του 1995.

68      Οι επαφές αυτές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κατά την αρχική περίοδο της συμπράξεως, οι οποίες αποσκοπούσαν στον περιορισμό του ανταγωνισμού και οι οποίες οδήγησαν στη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τις τιμές και την κατανομή των αγορών, εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι εν λόγω επαφές μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν μέρος του ίδιου σχεδίου συμπαιγνίας.

69      Η Επιτροπή αναγνωρίζει ότι καμία «δεσμευτική» συμφωνία δεν συνήφθη σχετικά με το υπόδειγμα της κατανομής της αγοράς, που συζητήθηκε στο Μιλάνο, στις 31 Οκτωβρίου 1995, και στη Σεβίλλη, τον Μάιο του 1997, αλλά υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι ένα τέτοιο υπόδειγμα προτάθηκε και συζητήθηκε αρκεί για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα σχετικά με την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

70      Το γεγονός και μόνον ότι πραγματοποιήθηκαν, κατά την επίμαχη περίοδο, συζητήσεις σχετικά με τα μεγέθη, τις τιμές και τα υποδείγματα κατανομής πελατών αποδεικνύει μια κοινή βούληση περιορισμού του ανταγωνισμού. Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν υπήρξε μόνο μια «απλή πρόθεση», αλλά ένα κοινό σχέδιο που αποσκοπούσε στη σύναψη συμφωνίας που θα επηρέαζε τη συμπεριφορά τους στην αγορά.

71      Επικουρικώς, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η συμπεριφορά των ανταγωνιστών κατά την επίμαχη περίοδο συνιστά εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Επομένως, μπορεί να χαρακτηρισθεί ως εμπίπτουσα στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, έστω και αν δεν έφθασε μέχρι το στάδιο όπου «μπορεί να ειπωθεί για μια [κατά κυριολεξία] συμφωνία ότι συνήφθη» (αιτιολογική σκέψη 309 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

72      Συγκεκριμένα, κατά την περίοδο αυτή, οι ανταγωνιστές είχαν ανταλλάξει πληροφορίες σχετικά με το μέγεθος των πωλήσεων, τις τιμές και του πελάτες, οι οποίες μπορούσαν να τους παράσχουν τη δυνατότητα να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και αιτιολογικές της σκέψεις 120, 127 και 144).

73      Οι ανταλλαγείσες πληροφορίες ήταν επαρκείς για να μειωθεί η αβεβαιότητα σχετικά με τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών στην αγορά. Η προσφεύγουσα δέχθηκε και η ίδια ότι αντάλλαξε εμπιστευτικές πληροφορίες με τους ανταγωνιστές της, από τον Μάιο του 1995, και δήλωσε ότι «[ο]ι συμμετέχοντες εξέτασαν τις δυνητικές επιλογές για να βελτιώσουν την κατάσταση της αγοράς και να προβλέψουν την αύξηση των παραγωγικών ικανοτήτων στην αγορά», καθόσον το ερώτημα που ετίθετο ήταν «αν ήταν δυνατό να καταλήξουν σε συμφωνία» (σημεία 130 και 133 της απαντήσεως της προσφεύγουσας στην ανακοίνωση αιτιάσεων, και αιτιολογικές σκέψεις 317 έως 319 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση αυτή επιβεβαιώνει το ότι οι επίμαχες ανταλλαγές είχαν ως αποτέλεσμα να παρασχεθεί στους ανταγωνιστές η δυνατότητα να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά. Επιπλέον, οι ανταλλαγές αυτές χρησίμευσαν για να «προετοιμάσουν το έδαφος» για τις αυξήσεις των τιμών και τις πρακτικές κατανομής της αγοράς.

74      Επομένως, συνολικά εκτιμώμενη, η δέσμη ενδείξεων της οποίας γίνεται επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση ανταποκρινόταν στις επιταγές ακρίβειας και συμφωνίας προκειμένου να θεμελιωθεί η σταθερή πεποίθηση ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει την παράβαση από 31ης Ιανουαρίου 1994.

–       Επί της περιόδου μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000

75      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι η σύμπραξη συνεχίστηκε μετά τις 18 Μαΐου 2000.

76      Αφενός, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι, κατά τη σύσκεψη στο Turku στις 18 Μαΐου 2000, οι συμμετέχοντες αποφάσισαν να συνεχίσουν την εφαρμογή συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής.

77      Η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά σε μια απόδειξη της Arkema, η οποία δεν ήταν καθοριστική και δεν επιβεβαιώθηκε από άλλες αποδείξεις. Οι αναφορές της Arkema ήσαν αντιφατικές, καθόσον αυτή ανέφερε επίσης ότι η επίμαχη σύσκεψη αποτέλεσε «την ευκαιρία για ορισμένους παραγωγούς να δείξουν ότι οι καιροί είχαν αλλάξει» και «για να επισημάνουν τη διακοπή της συνεργασίας». Η αναφορά της σχετικά με τη «συναίνεση» που διαμορφώθηκε κατά την επίμαχη σύσκεψη αντικρούστηκε από άλλες επιχειρήσεις.

78      Πριν από τη σύσκεψη της 18ης Μαΐου 2000, κατά τη διάρκεια διμερούς συσκέψεως στο Krefeld, η προσφεύγουσα πληροφόρησε την Degussa σχετικά με το ότι δεν την ενδιέφερε πλέον η σύμπραξη. Η Επιτροπή υποστήριξε, κακώς, ότι η σύσκεψη στο Krefeld ήταν μεταγενέστερη αυτής στο Turku.

79      Όσον αφορά μια διμερή επαφή μεταξύ της προσφεύγουσας και της FMC Foret στα τέλη του 2000, η μεμονωμένη αυτή επαφή, σχετικά με το PBS, δεν μπορεί να αποδείξει τη συνέχιση της συμπράξεως όσον αφορά το PH. Η σύμπραξη είχε ήδη σταματήσει όσον αφορά το PBS και η FMC Foret είχε παύσει να μετέχει στη σύμπραξη στα τέλη του 1999 όσον αφορά το PH.

80      Αφετέρου, η Επιτροπή στηρίχθηκε, κακώς, σε ένα τεκμήριο συνεχίσεως των αποτελεσμάτων της συμπράξεως μετά τον Μάιο του 2000. Για να αποδείξει ότι η συμφωνία που είχε παύσει να είναι σε ισχύ εξακολουθούσε να παράγει τα αποτελέσματά της, η Επιτροπή θα έπρεπε να αποδείξει τα αποτελέσματα της συμφωνίας επί των τιμών.

81      Η Επιτροπή αγνόησε μεταξύ άλλων τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η αγορά ήταν ανταγωνιστική μετά τον Μάιο του 2000. Όσον αφορά την εξέλιξη των τιμών, η Επιτροπή στηρίχθηκε αποκλειστικά σε ένα έγγραφο της Arkema, από το οποίο κατ’ αυτήν προέκυπτε ότι οι μέσες τιμές της είχαν παραμείνει σχετικά σταθερές καθ’ όλη τη διάρκεια του 2000. Από άλλα όμως έγγραφα της Arkema προκύπτει ότι οι τιμές της είχαν μειωθεί το 2000 στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η μέση τιμή δεν υπολογιζόταν αποκλειστικά βάσει των πωλήσεων εντός του ΕΟΧ. Επιπλέον, ακόμα και αν υποτεθεί ότι οι τιμές παρέμειναν σταθερές, τούτο θα μπορούσε να εξηγηθεί από τη σημαντική αύξηση της ζητήσεως και την αύξηση του κόστους.

82      Η Επιτροπή, στον βαθμό που ανέφερε ότι η προσφεύγουσα δεν πήρε σαφώς τις αποστάσεις της από το καρτέλ μετά τις 18 Μαΐου 2000, παραγνώρισε το γεγονός ότι η σύμπραξη είχε «καταρρεύσει» κατά την ημερομηνία αυτή και αντέστρεψε έτσι το βάρος αποδείξεως, κατά παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας.

83      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, κάνοντας, μεταξύ άλλων, αναφορά στους λόγους που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 355 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

84      Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

85      Για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1711, σκέψη 256, και της 20ής Μαρτίου 2002, T-9/99, HFB Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 199).

86      Μπορεί να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει συναφθεί εφόσον υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων επί της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού, έστω και αν τα ειδικά στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαπραγματεύσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση HFB Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψεις 151 έως 157 και 206).

87      Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι του σημείου συνάψεως συμφωνίας κατά κυριολεξία, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 115, και Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 158).

88      Συναφώς, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών που μπορεί, είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή, είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψεις 116 και 117).

89      Το γεγονός της γνωστοποιήσεως πληροφοριών στους ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T‑148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1063, σκέψη 82, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 178).

90      Κατά πάγια νομολογία, οι έννοιες συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική, κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καταλαμβάνουν μορφές συμπαιγνίας που μετέχουν της ίδιας φύσεως και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψεις 131 και 132, και HFB Holding κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 190).

91      Στο πλαίσιο σύνθετης παραβάσεως, στην οποία εμπλέκονται πολλές επιχειρήσεις επί πολλά έτη, με σκοπό την από κοινού ρύθμιση της αγοράς, δεν είναι δυνατό να απαιτείται από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική, διότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψεις 111 έως 114, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T‑305/94 έως T‑307/94, T‑313/94 έως T‑316/94, T‑318/94, T‑325/94, T‑328/94, T‑329/94 και T‑335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑931, σκέψη 696).

92      Ο διττός χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως συμφωνίας «και/ή» εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να νοηθεί ως χαρακτηρισμός προσδιορίζων ένα σύνθετο όλον, που περιέχει πραγματικά στοιχεία από τα οποία ορισμένα χαρακτηρίστηκαν ως συμφωνία και άλλα ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι’ αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση (αποφάσεις Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 264, και HFB Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 187).

93      Όσον αφορά την απόδειξη της παραβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμο, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψη 58).

94      Η Επιτροπή πρέπει να προσκομίσει ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία συναφώς (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000 σ. II‑2707, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

95      Ωστόσο, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ανταποκρίνεται αναγκαστικά στα κριτήρια αυτά όσον αφορά κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

96      Οι ενδείξεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με την απόφαση προκειμένου να αποδείξει την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ από μια επιχείρηση πρέπει να εκτιμώνται όχι μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους (βλ. απόφαση BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

97      Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι δραστηριότητες οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό ασκούνται λαθραίως και, επομένως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψεις 55 έως 57).

98      Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, κατά πάγια νομολογία, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής περί ακυρώσεως αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ασκεί εν γένει πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2000, T‑41/96, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3383, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

99      Η ύπαρξη αμφιβολίας του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση, σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία, ως γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως, εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 149 και 150, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑44/02 OP, T‑54/02 OP και T‑56/02 OP, T‑60/02 OP και T‑61/02 OP, Dresdner Bank κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3567, σκέψεις 60 και 61).

100    Με γνώμονα τα ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι, κατά τις επίμαχες περιόδους, η συμπεριφορά της προσφεύγουσας συνιστούσε παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

–       Επί της περιόδου μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Μαΐου 1995

101    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών τοποθετώντας την έναρξη της παραβάσεως στις 31 Ιανουαρίου 1994. Υποστηρίζει ότι δεν αποδείχθηκε ότι, πριν από τον Μάιο του 1995, είχε οποιαδήποτε επαφή με ανταγωνιστές δυνάμενη να συνιστά παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

102    Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 104 έως 114 και 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δέχθηκε την 31η Ιανουαρίου 1994 ως ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, βάσει των δηλώσεων που έκανε η Degussa στο πλαίσιο της περί ασυλίας αιτήσεώς της, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από τις έγγραφες αποδείξεις που προέρχονται από την EKA Chemicals, καθώς και από τις δηλώσεις της Arkema.

103    Καταρχάς, η Επιτροπή τόνισε ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Degussa, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 90, οι ανταγωνιστές αντάλλασσαν όλο και πιο συχνά «ευαίσθητες πληροφορίες για τον ανταγωνισμό», ή ακόμη και «πληροφορίες για την αγορά». Σύμφωνα με τις δηλώσεις αυτές, «[η έκφραση] “ανταλλαγή πληροφοριών για την αγορά” χαρακτήρι[ζε] το τυπικό περιεχόμενο μιας συζητήσεως μεταξύ των εμπορικών τμημάτων ανταγωνιστριών επιχειρήσεων». Η Επιτροπή προσέθεσε ότι, σύμφωνα με τις ίδιες αυτές δηλώσεις, «[ο]ι γνωστοποιούμενες προφορικά πληροφορίες αφορούσαν την εξέλιξη των μεγεθών και των τιμών, τη συμπεριφορά των ανταγωνιστών και των πελατών στην αγορά, την άφιξη ή την αποχώρηση ανταγωνιστών, την εξέλιξη των παραγωγικών ικανοτήτων, την καινοτομία όσον αφορά τα προϊόντα από πλευράς προσφοράς και ζητήσεως, καθώς και άλλα ζητήματα της ίδιας φύσεως» (αιτιολογική σκέψη 104 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την Degussa, οι ανταγωνιστές διεξήγαν τέτοιες συζητήσεις προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθορίσουν και να εξακριβώσουν τα μερίδια αγοράς των ανταγωνιστών και να παράσχουν πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά των πελατών (αιτιολογική σκέψη 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

104    Ακολούθως, όσον αφορά την ακριβή ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι η πρώτη απόδειξη που επιβεβαίωσε τις δηλώσεις της Degussa, που ενέπλεκαν κυρίως την προσφεύγουσα, αφορούσε τη σύσκεψη μεταξύ EKA Chemicals και Kemira στις 31 Ιανουαρίου 1994 στη Στοκχόλμη, καθώς και τη σύσκεψη της ίδιας ημέρας μεταξύ Degussa και EKA Chemicals. Κατά την Επιτροπή, η απόδειξη αυτή κατεδείκνυε ότι «η EKA [Chemicals], η Kemira, η Degussa και η [προσφεύγουσα είχαν] μετάσχει σε ενέργειες συμπαιγνίας τουλάχιστον από τις αρχές του 1994» (αιτιολογικές σκέψεις 106 έως 108 και 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

105    Τέλος, η Επιτροπή ανέφερε την ύπαρξη και άλλων παράνομων επαφών το 1994 και το 1995, για τις οποίες έκαναν λόγο η EKA Chemicals (αιτιολογικές σκέψεις 110 και 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Degussa (αιτιολογική σκέψη 114) και η Arkema (αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

106    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί, καταρχάς, ότι οι δηλώσεις της Degussa, των οποίων το περιεχόμενο αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, δεν μπορούν, αυτές και μόνο, να αποτελέσουν επαρκή απόδειξη της συμμετοχής της τελευταίας αυτής στην παράβαση.

107    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από τις κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 95 ανωτέρω, σκέψη 219, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 285).

108    Η εκτίμηση αυτή εφαρμόζεται κατά μείζονα λόγο στην υπό κρίση υπόθεση, λαμβανομένου υπόψη του γενικού χαρακτήρα της διατυπώσεως που χρησιμοποίησε η Degussa, η οποία αναφέρεται στο σύνολο των συσκέψεων που πραγματοποιήθηκαν κατά την αρχική περίοδο της συμπράξεως, μεταξύ 1994 και 1996. Οι δηλώσεις αυτές δεν μπορούν συνεπώς να θεωρηθούν επαρκείς, αυτές και μόνο, για να τοποθετηθεί η ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση στις αρχές του 1994.

109    Στον βαθμό που η Επιτροπή αναφέρεται στις δηλώσεις της Degussa, σύμφωνα με τις οποίες, κατά τις πολυμερείς επαφές στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC στις 29 Απριλίου και 25 Νοεμβρίου 1994, αντηλλάγησαν «ευαίσθητες πληροφορίες για τον ανταγωνισμό» (αιτιολογική σκέψη 114 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πρέπει να τονιστεί ότι η αναφορά αυτή, στην οποία δεν μνημονεύεται ρητώς η προσφεύγουσα, αποτελεί μέρος των προαναφερθεισών δηλώσεων της Degussa και δεν μπορεί συνεπώς να θεωρηθεί στοιχείο δυνάμενο να τις επιβεβαιώσει.

110    Εν συνεχεία, όσον αφορά την απόδειξη που προσκόμισε η Επιτροπή για να τεκμηριώσει τις δηλώσεις της Degussa σχετικά με την επίμαχη περίοδο, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στις συσκέψεις που διαλαμβάνονται στην αιτιολογική σκέψη 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι σε αυτή που πραγματοποιήθηκε μεταξύ της EKA Chemicals και της Kemira στις 31 Ιανουαρίου 1994 στη Στοκχόλμη και σε αυτή της ίδιας ημέρας μεταξύ της EKA Chemicals και της Degussa.

111    Στο πλαίσιο των συσκέψεων αυτών, η Επιτροπή αναφέρθηκε αποκλειστικά σε ένα έγγραφο της EKA Chemicals, σύγχρονο των πραγματικών περιστατικών, κατά το οποίο, στο πλαίσιο της συσκέψεως της 31ης Ιανουαρίου 1994, η EKA Chemicals και η Kemira είχαν ανταλλάξει πληροφορίες σχετικά με τη σκανδιναβική αγορά και η τελευταία αυτή «[είχε] αναγγείλει ότι [βρισκόταν] σε συζητήσεις με [την Air Liquide], αλλά ότι τα αποτελέσματα των συζητήσεων αυτών δεν ήταν πολύ καλά». Κατά την άποψη της Επιτροπής, σύμφωνα με το ίδιο αυτό έγγραφο, «[ο]ι συζητήσεις με την [Degussa] και [την προσφεύγουσα] εξελίσσοντ[αν] κατά πιο ικανοποιητικό τρόπο» (αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Μολονότι όμως στο έγγραφο αυτό γίνεται λόγος, αφενός, για ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των Σκανδιναβών παραγωγών, Kemira και EKA Chemicals, και, αφετέρου, για συζητήσεις μεταξύ των τελευταίων αυτών και ορισμένων παραγωγών σχετικά με την «αγορά της Ηπειρωτικής Ευρώπης», η αναφορά που έγινε στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο αυτό δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη της συμμετοχής της σε παράνομες επαφές στο περιθώριο της οικείας συσκέψεως.

113    Πρόκειται, συγκεκριμένα, για έμμεση απόδειξη, η οποία προέρχεται από την επιχείρηση που δεν μετέσχε στις φερόμενες συζητήσεις με την προσφεύγουσα και η οποία δεν επιβεβαιώθηκε από την Kemira. Επιπλέον, οι ενδείξεις που περιέχονται στο επίμαχο έγγραφο δεν καθιστούν δυνατό τον προσδιορισμό του αντικειμένου των επίμαχων συζητήσεων.

114    Συναφώς, κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είχε «κανένα λόγο να αμφιβάλλει για το ότι οι πληροφορίες που περιέχονται στο έγγραφο αυτό αποτελούν πιστή αντανάκλαση των συζητήσεων που διεξάγονταν τότε» και οι οποίες συνιστούσαν τη σύμπραξη στην οποία μετέσχε η προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 317 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

115    Όσον αφορά άλλες διμερείς επαφές του 1994, για τις οποίες έκανε λόγο η EKA Chemicals, η Επιτροπή κάνει αναφορά στη σύσκεψη μεταξύ της EKA Chemicals και της προσφεύγουσας στις 2 Νοεμβρίου 1994 στο Göteborg, κατά την οποία οι συμμετέχοντες είχαν, κατά την EKA Chemicals, «συζητήσει σχετικά με την αγορά του PH στην Ευρώπη» (αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

116    Πρέπει όμως να τονιστεί ότι αυτή και μόνον η αναφορά, που διατυπώθηκε κατά γενικό τρόπο, δεν αρκεί για να αποδειχθεί ο παράνομος χαρακτήρας της επίμαχης συσκέψεως, τον οποίον αμφισβητεί η προσφεύγουσα. Το παράνομο αντικείμενο της συσκέψεως αυτής ομοίως δεν μπορεί να αποδειχθεί από την αναφορά που έκανε η Επιτροπή σε άλλες δηλώσεις της EKA Chemicals, καθόσον οι τελευταίες αυτές δεν αναφέρονται ρητώς στη σύσκεψη αυτή, αλλά κάνουν απλώς λόγο για το ότι, «από τη δεκαετία του 90, οι συσκέψεις μεταξύ της EKA [Chemicals] και [της προσφεύγουσας] αφορούσαν γενικά ζητήματα σχετικά με την αγορά, όπως είναι οι πληροφορίες περί των τιμών, οι προβλέψεις σχετικά με την αγορά κ.λπ.» (αιτιολογική σκέψη 113 και υποσημείωση 84 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

117    Τέλος, καίτοι η Επιτροπή θεώρησε ότι οι δηλώσεις της Degussa τεκμηριώνονταν από τις δηλώσεις της Arkema, σχετικά με τις συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 1995, κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, «ένα υπόδειγμα κατανομής μεταξύ παραγωγών [ήταν υπό συζήτηση] μάλλον από τη περίοδο 1994-1995» (αιτιολογικές σκέψεις 104 και 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πρέπει εντούτοις να παρατηρηθεί ότι οι τελευταίες αυτές δηλώσεις αφορούν την πολυμερή σύσκεψη του «Απριλίου ή [του] Μαΐου 1995» (αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και τις επακόλουθες επαφές, και δεν μπορούσαν συνεπώς να χρησιμεύσουν ως αποδείξεις επιβεβαιώνουσες τις δηλώσεις της Degussa, όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση κατά τις προγενέστερες περιόδους.

118    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα στοιχεία που εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 104 έως 115 και 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεωρούμενα στο σύνολό τους, δεν συνιστούν δέσμη επαρκών ενδείξεων για να θεμελιωθεί η διαπίστωση της Επιτροπής όσον αφορά τον συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση κατά τη διάρκεια της περιόδου μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου 1994 και του Μαΐου 1995.

119    Συγκεκριμένα, αφενός, οι δηλώσεις της Degussa που προβάλλονται στις αιτιολογικές σκέψεις 104 και 105 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν αρκούν, αυτές και μόνο, για να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος σε ενέργειες συμπαιγνίας ήδη από το 1994 και, αφετέρου, τα λοιπά στοιχεία που εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 106 έως 115 και 351 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνιστούν επαρκή απόδειξη για να στηριχθούν οι δηλώσεις αυτές, όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε παράνομες επαφές πριν από τον Μάιο του 1995.

120    Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτή η αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, όσον αφορά τη συμμετοχή της στην παράβαση από τις 31 Ιανουαρίου 1994 έως τον Μάιο του 1995.

–       Επί της περιόδου μεταξύ Μαΐου 1995 και Αυγούστου 1997

121    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αποδέκτριες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσφεύγουσα, είχαν μετάσχει σε σύνθετη σύμπραξη η οποία συνίστατο σε ένα σύνολο συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που αποσκοπούσαν στον περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ. Οι κύριες πτυχές της περιελάμβαναν την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις αγορές, τον περιορισμό της παραγωγής και των παραγωγικών ικανοτήτων, την κατανομή των αγορών και τον καθορισμό των τιμών (αιτιολογική σκέψη 337 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

122    Όσον αφορά ειδικότερα την αρχική περίοδο της συμπράξεως, η Επιτροπή ανέφερε μεταξύ άλλων ότι οι συμμετέχοντες στη σύμπραξη συναντιόντουσαν τακτικά, τουλάχιστον από της 31ης Ιανουαρίου 1994, για να ανταλλάξουν ευαίσθητες πληροφορίες για την αγορά και να συζητήσουν σχετικά με τα μεγέθη της παραγωγής, τη δυνητική μείωσή τους ή τη δυνατότητα παρακωλύσεως της αφίξεως νέων παραγωγικών ικανοτήτων στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 304 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και ότι οι εν λόγω επαφές συμπαιγνίας, δεδομένου ότι οδήγησαν στη σύναψη δεσμευτικών συμφωνιών σχετικά με τις τιμές και την κατανομή της αγοράς, μπορούσαν να θεωρηθούν ότι αποτελούσαν μέρος του ίδιου σχεδίου συμπαιγνίας (αιτιολογική σκέψη 305 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

123    Επιπλέον, η Επιτροπή θεώρησε ότι η ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τα μεγέθη των πωλήσεων, τις τιμές και τους πελάτες, κατά τη διάρκεια της αρχικής περιόδου της συμπράξεως, μπορούσαν να παράσχουν τη δυνατότητα στις οικείες επιχειρήσεις να λάβουν υπόψη τις πληροφορίες αυτές για να καθορίσουν τη δική τους συμπεριφορά στην αγορά και ότι, κατά συνέπεια, μπορούσε να τεκμαρθεί ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν λάβει υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά (αιτιολογική σκέψη 308 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

124    Έτσι, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, «έστω και αν δεν [είχε] φθάσει ήδη από την έναρξη της παραβάσεως το στάδιο όπου μπορεί να λεχθεί για μια [κατά κυριολεξία] συμφωνία ότι έχει συναφθεί, [η επίμαχη συμπεριφορά] μπορ[ούσε] τουλάχιστον να χαρακτηριστεί […] ως εμπίπτουσα στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ …,] καθόσον το σύνολο των συμπεριφορών συμπαιγνίας υπό τις διάφορες μορφές τους [είχε] όλα τα χαρακτηριστικά συμφωνίας και/ή εναρμονισμένης πρακτικής» (αιτιολογική σκέψη 309 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

125    Προς στήριξη των διαπιστώσεων αυτών, όσον αφορά την περίοδο μεταξύ Μαΐου 1995 και Αυγούστου 1997, η Επιτροπή ανέφερε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

–        η πολυμερής σύσκεψη του Απριλίου ή του Μαΐου του 1995 στο Παρίσι οργανώθηκε με σκοπό να δημιουργηθούν μόνιμες επαφές μεταξύ των ανταγωνιστών, καθόσον η Degussa και η προσφεύγουσα είχαν εκφράσει την επιθυμία να σταθεροποιήσουν, κατά το μέτρο του δυνατού, τις υφιστάμενες θέσεις στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        οι διμερείς επαφές στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC της 11ης ή της 12ης Μαΐου 1995 στη Δρέσδη αφορούσαν το ζήτημα της μειώσεως των τιμών που αναμενόταν λόγω της ολοκληρώσεως των νέων εγκαταστάσεων παραγωγής (αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        οι διμερείς συσκέψεις του Ιουνίου 1995 μεταξύ Atofina και Air Liquide (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μεταξύ Atofina και Degussa (αιτιολογική σκέψη 121 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και μεταξύ Degussa και EKA Chemicals (αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως) αφιερώθηκαν σε συζητήσεις σχετικά με την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα στην αγορά του PH και τις δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ των παραγωγών, βάσει ενός πίνακα που περιείχε λεπτομερή στοιχεία ανά πελάτη και ανά παραγωγό, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν τα στοιχεία της προσφεύγουσας·

–        γενικώς, περί το 1995, διάφορες προτάσεις σχετικά με τις ποσοστώσεις των πωλήσεων και τον έλεγχο της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας «κυκλοφόρησαν» επί ένα και πλέον έτος και αποτέλεσαν αντικείμενο συζητήσεων μεταξύ της Atofina, της Degussa και της προσφεύγουσας (αιτιολογικές σκέψεις 123 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η σύσκεψη μεταξύ Atofina, Degussa και Chemoxal στο Παρίσι, στις 23 Οκτωβρίου 1995, αφορούσε μεταξύ άλλων μια πρόταση στηριζόμενη σε αριθμητικά στοιχεία η οποία αφορούσε τον περιορισμό των νέων παραγωγικών ικανοτήτων, μεταξύ των οποίων περιλαμβανόταν αυτή που προερχόταν από ένα εργοστάσιο της προσφεύγουσας, καθώς και μια πρόταση συμφωνίας σχετικά με τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 126 και 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        οι παραγωγοί κατανεμήθηκαν σε δύο ομάδες, «A» και «B», που συντονίζονταν αντιστοίχως από την προσφεύγουσα και την Degussa, από τις οποίες η ομάδα «B» υποτίθεται ότι μοιραζόταν τα μερίδια αγοράς που όριζε η ομάδα «A», στην οποία ανήκαν οι «ηγέτες της αγοράς», ήτοι η Degussa και η προσφεύγουσα, καθώς και οι σκανδιναβικές επιχειρήσεις EKA Chemicals και Kemira (αιτιολογικές σκέψεις 130 και 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η σύσκεψη της ομάδας «B» στις 31 Οκτωβρίου 1995 στο Mιλάνο αφορούσε «τις βάσεις ενός υποδείγματος που θα καθιστούσε δυνατή την κατανομή της ανάπτυξης» και οι σημειώσεις που κρατήθηκαν επί τη ευκαιρία κάνουν αναφορά, μεταξύ άλλων, σε πληροφορίες σχετικά με την προσφεύγουσα (αιτιολογικές σκέψεις 132 και 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        διμερείς επαφές, στις οποίες περιλαμβανόταν η προσφεύγουσα, στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC στις 21 και 22 Νοεμβρίου 1995 στις Βρυξέλλες, καθώς και η σύσκεψη στην Ιταλία είχαν ως αποτέλεσμα την ανταλλαγή πληροφοριών για την αγορά και τον ορισμό των επιπέδων των τιμών του PH για το επόμενο έτος, τα οποία, εντούτοις, δεν τηρήθηκαν (αιτιολογικές σκέψεις 134 έως 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        η διμερής σύσκεψη μεταξύ της Atofina και της προσφεύγουσας, στις αρχές του 1996 στο Παρίσι, αποσκοπούσε στη σύγκριση των θέσεων των ομάδων «A» και «B» (αιτιολογική σκέψη 139 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        συναντήσεις στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC, με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας, στις 24 Μαΐου 1996 στο Göteborg και στις 27 Νοεμβρίου 1996 στις Βρυξέλλες, αφορούσαν προτάσεις στηριζόμενες σε αριθμητικά στοιχεία όσον αφορά την κατανομή της αγοράς και τις τιμές, χωρίς εντούτοις να καταλήξουν σε συγκεκριμένη συμφωνία (αιτιολογικές σκέψεις 141 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        σε πληθώρα διμερών επαφών το 1996 και το 1997, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η σύσκεψη μεταξύ της EKA Chemicals και της προσφεύγουσας, τον Απρίλιο ή τον Μάιο του 1997, στην Κοπεγχάγη, στο πλαίσιο της οποίας η προσφεύγουσα ρώτησε αν η EKA Chemicals ήταν έτοιμη να ενωθεί με τους άλλους παραγωγούς στη συντονισμένη προσπάθεια μειώσεως των παραγωγικών ικανοτήτων, αναφέρονται τα σχέδια μειώσεως των παραγωγικών ικανοτήτων (αιτιολογικές σκέψεις 154 και 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        στις συσκέψεις της 28ης ή 29ης Μαΐου 1997, στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC στη Σεβίλλη, μετείχαν οι ομάδες «A» και «B» και, ενώ οι συσκέψεις αυτές αφορούσαν ένα σύνθετο υπόδειγμα κατανομής της αγοράς του PH, δεν κατέληξαν ωστόσο σε καμία τελική συμφωνία και οι συζητήσεις αναβλήθηκαν για τον Αύγουστο του 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 156 έως 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        διμερείς επαφές μεταξύ της προσφεύγουσας, της EKA Chemicals και της Degussa ακολούθησαν τις εν λόγω συσκέψεις κατά τη διάρκεια του θέρους 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 168 έως 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

126    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το υποστατό των εν λόγω επαφών ούτε το περιεχόμενο των συζητήσεων που εκτέθηκε στις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως.

127    Υποστηρίζει, εντούτοις, ότι τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν επιτρέπουν να συναχθεί το συμπέρασμα περί υπάρξεως συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, πριν από την ημερομηνία της πολυμερούς συσκέψεως του Αυγούστου 1997 στις Βρυξέλλες, η οποία κατέληξε σε δεσμευτική συμφωνία σχετικά με αύξηση της τιμής του PH (αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 174 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και αναγνωρίστηκε από αυτή ως ορίζουσα την έναρξη της συμμετοχής της στην παράβαση.

128    Πρώτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κάνοντας αναφορά στα στοιχεία που εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 170 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, μέχρι την εν λόγω σύσκεψη του Αυγούστου 1997, οι μετέχοντες στις επίμαχες συζητήσεις δεν μπόρεσαν να συνάψουν συμφωνία σχετικά με την κατανομή των αγορών ή τις τιμές και δεν επιδόθηκαν σε εναρμονισμένες πρακτικές.

129    Συναφώς, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε εσφαλμένη ερμηνεία των εννοιών της συμφωνίας και της εναρμονισμένης πρακτικής κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και υπέπεσε σε πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών.

130    Όσον αφορά την προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο σύνθετης παραβάσεως, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χαρακτηρίσει ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ καθεμιά από τις διαπιστωθείσες συμπεριφορές, όσον αφορά τις μορφές συμπαιγνίας που μετέχουν της ιδίας φύσεως. Δεν μπορεί επιπλέον να απαιτείται από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική, διότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως (βλ. σκέψεις 90 και 91 ανωτέρω).

131    Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν μπορεί συνεπώς να επικριθεί, από νομικής απόψεως, για το ότι όρισε το σύνολο των επίμαχων συμπεριφορών ως χαρακτηριζόμενο από όλα τα στοιχεία που συγκροτούν «συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική», καθόσον μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν σε μία από τις δύο αυτές μορφές συμπαιγνίας που διαλαμβάνονται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

132    Όσον αφορά την προβαλλόμενη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι, πριν από τον Αύγουστο 1997, οι ανταγωνιστές, αφενός, δεν κατέληξαν σε συμφωνία σχετικά με την ειδική συμπεριφορά στην αγορά και, αφετέρου, δεν υιοθέτησαν μια μορφή συντονισμού δυνάμενη να χαρακτηρισθεί ως εναρμονισμένη πρακτική.

133    Αναφέρεται, ειδικότερα, στα στοιχεία που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά τα οποία, το 1996, οι συζητήσεις «είχαν βαλτώσει εδώ και ένα έτος» και φαίνονταν να βρίσκονται «σε αδιέξοδο». Τονίζει ότι, ακόμη και τον Μάιο του 1997, «[η] έλλειψη εμπιστοσύνης αποτελούσε συντρέχοντα λόγο για την έλλειψη συμφωνίας σχετικά με τη διατήρηση του statu quo όσον αφορά τα μερίδια αγοράς», καθόσον «οι μικρότεροι παραγωγοί [… είχαν] ψηφίσει κατά του καθορισμού μεριδίων αγοράς» (αιτιολογικές σκέψεις 140, 142 και 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

134    Μολονότι όμως από τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα προκύπτει ότι οι παραγωγοί που είχαν μετάσχει στις συσκέψεις μεταξύ Μαΐου 1995 και Αυγούστου 1997 δεν κατόρθωσαν να συνάψουν συμφωνία «κατά κυριολεξία» όσον αφορά την κατανομή της αγοράς, πράγμα που διαπίστωσε και η ίδια η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 309 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εντούτοις οι εν λόγω παραγωγοί διεξήγαγαν, κατά τη διάρκεια μακράς περιόδου, τακτικές συζητήσεις σχετικά με μια τέτοια συμφωνία.

135    Συγκεκριμένα, από τα μη αμφισβητούμενα από την προσφεύγουσα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι, κατόπιν των επανειλημμένων προσκλήσεων της Degussa και της προσφεύγουσας, που οι εταιρίες αυτές απέστειλαν στους ανταγωνιστές τους στην αγορά του PH, πραγματοποιήθηκαν συναντήσεις, κατά τη διάρκεια του Μαΐου 1995, με σκοπό τη δημιουργία μόνιμων επαφών μεταξύ των ανταγωνιστών. Οι συμμετέχοντες συζήτησαν σχετικά με τις τάσεις της αγοράς και τους νεοαφιχθέντες στην ευρωπαϊκή αγορά του PH, η δε Degussa και η προσφεύγουσα εξέφρασαν την επιθυμία να παραμείνουν κατά το δυνατόν σταθερές οι υφιστάμενες θέσεις στην αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 115 έως 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

136    Μεταξύ του Μαΐου 1995 και του Αυγούστου 1997 διεξήχθησαν τακτικές συζητήσεις, με αντικείμενο προτάσεις σχετικά με τις ποσοστώσεις πωλήσεων και τον έλεγχο του πλεονάζοντος παραγωγικού δυναμικού (αιτιολογικές σκέψεις 123 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μια πρόταση βασιζόμενη σε αριθμητικά στοιχεία και αφορώσα τον περιορισμό των νέων παραγωγικών ικανοτήτων, στις οποίες περιλαμβάνονταν αυτές της προσφεύγουσας, καθώς και μια πρόταση αφορώσα συμφωνία σχετικά με τις τιμές (αιτιολογικές σκέψεις 126 και 127 της προσβαλλομένης αποφάσεως), «τις βάσεις ενός υποδείγματος που θα καθιστούσε δυνατή την κατανομή της ανάπτυξης» (αιτιολογικές σκέψεις 132 και 133 της προσβαλλομένης αποφάσεως), προτάσεις βασιζόμενες σε αριθμητικά στοιχεία και αφορώσες την κατανομή της αγοράς και μια συμφωνία περί των τιμών (αιτιολογικές σκέψεις 143 έως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως), μια συντονισμένη προσπάθεια μειώσεως των παραγωγικών ικανοτήτων (αιτιολογικές σκέψεις 154 και 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ή ακόμη ένα σύνδετο υπόδειγμα κατανομής της αγοράς του PH (αιτιολογικές σκέψεις 159 έως 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

137    Το περιεχόμενο των συζητήσεων, το οποίο δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, καθιστά εναργή την ύπαρξη κοινής βουλήσεως για τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

138    Συγκεκριμένα, αυτές οι διαδοχικές τακτικές συσκέψεις, κατά τις οποίες οι επιχειρήσεις συγκεντρώνονταν για να συζητήσουν σχέδια για περιορισμό των παραγωγικών ικανοτήτων, για την κατανομή των μεριδίων αγοράς και για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με τις τιμές, δεν θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν αν δεν υπήρχε, την περίοδο εκείνη, κοινή βούληση, μεταξύ των συμμετεχόντων στις συσκέψεις αυτές, για σταθεροποίηση της αγοράς με μέτρα περιορίζοντα τον ανταγωνισμό (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑21/99, Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1681, σκέψη 46).

139    Δεδομένου ότι οι επίμαχες συζητήσεις διέπονταν σαφώς από μια κοινή βούληση των μετεχόντων για συμφωνία επί της αρχής ενός περιορισμού του ανταγωνισμού, η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να αναιρεθεί από το γεγονός ότι τα ειδικά στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ των μετεχόντων μέχρι τον Αύγουστο του 1997 και η δεσμευτική συμφωνία του Αυγούστου 1997, που αφορούσε συντονισμένη αύξηση των τιμών του PH, συνήφθη με διαφορετικούς όρους από αυτούς που είχαν συζητηθεί σε προγενέστερες συσκέψεις.

140    Η εμπλοκή της προσφεύγουσας στις επαφές αυτές συμπαιγνίας προκύπτει εξάλλου σαφώς από την ενεργό συμμετοχή της στις συζητήσεις. Μετέσχε στην πλειονότητα των συσκέψεων κατά την επίμαχη περίοδο, έχοντας «κάνει τη σύνθεση» των προτάσεων (αιτιολογικές σκέψεις 123 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και έχοντας συντονίσει την ομάδα που αποτελούνταν από τους «ηγέτες της αγοράς» (αιτιολογικές σκέψεις 130 και 131 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

141    Συναφώς, η αναφορά που έκανε η προσφεύγουσα στο γεγονός ότι, σε μια σύσκεψη πραγματοποιηθείσα τον Μάιο του 1997 (αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ο εκπρόσωπός της «έφυγε χτυπώντας την πόρτα, […] θυμωμένος από τα αιτήματα των μικρών παραγωγών», δεν αποτελεί ένδειξη ικανή να αποδείξει ότι η συμμετοχή της στην επίμαχη σύσκεψη, ή κατά μείζονα λόγο στο σύνολο των επίμαχων επαφών, ουδόλως χαρακτηριζόταν από αντίθετο προς τον ανταγωνισμό πνεύμα.

142    Λαμβανομένων υπόψη των παρατηρήσεων αυτών, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι αφορώσες αρχικό στάδιο της συμπράξεως επίμαχες συμπεριφορές, στις οποίες μετέσχε η προσφεύγουσα, εντάσσονταν στο ίδιο επιζήμιο για τον ανταγωνισμό σχέδιο και, κατά συνέπεια, ενέπιπταν στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

143    Συγκεκριμένα, αφενός, πρέπει να υπομνησθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει συναφθεί εφόσον υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων επί της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού, έστω και αν τα ειδικά στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαπραγματεύσεων (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω).

144    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν μπορεί συνεπώς βασίμως να υποστηρίζει ότι, στον βαθμό που οι επιχειρήσεις δεν έχουν συμφωνήσει να υιοθετήσουν μια ειδική στάση στην αγορά, οι επίμαχες συμπεριφορές συνιστούν, το πολύ, απλή πρόθεση περιορισμού του ανταγωνισμού, μη εμπίπτουσα στις μορφές συμπαιγνίας που διαλαμβάνονται στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

145    Στον βαθμό που από τα ανωτέρω εκτεθέντα στοιχεία αποδεικνύεται ότι οι ανταγωνιστές διέθεταν ήδη ένα κοινό σχέδιο που αποσκοπούσε στη σύναψη επιζήμιας για τον ανταγωνισμό συμφωνίας, οι συζητήσεις αυτές πρέπει να θεωρηθούν ότι βαίνουν πέραν της απλής προθέσεως ή της απόπειρας συμφωνίας.

146    Αφετέρου, πρέπει να τονιστεί ότι οι αφορώσες την επίμαχη περίοδο επαφές μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να χαρακτηριστούν ως εμπίπτουσες στο άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον συνιστούσαν εναρμονισμένη πρακτική.

147    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός της γνωστοποιήσεως πληροφοριών στους ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81 (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω).

148    Συναφώς, έστω και αν η Επιτροπή δεν κατορθώνει να αποδείξει ότι οι επιχειρήσεις συνήψαν συμφωνία υπό τη στενή έννοια του όρου, αρκεί, για να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, να έχουν έλθει οι ανταγωνιστές σε άμεσες επαφές με σκοπό τη «σταθεροποίηση της αγοράς» (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 170).

149    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί η θέση που προβάλλει η προσφεύγουσα, κατά την οποία η γνωστοποίηση πληροφοριών στους ανταγωνιστές μπορεί να θεωρηθεί εναρμονισμένη πρακτική μόνον όταν έχει ήδη συναφθεί επιζήμια για τον ανταγωνισμό συμφωνία και διεξάγονται διαπραγματεύσεις αποκλειστικά για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή της.

150    Εν προκειμένω, η Επιτροπή απέδειξε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει σε ορισμένο αριθμό συσκέψεων με τους ανταγωνιστές της και ότι, κατά τις συσκέψεις αυτές, ανταλλάσσονταν πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς, εσυζητείτο το επίπεδο των τιμών και οι συμμετέχοντες εξέθεταν την εμπορική στρατηγική που σχεδίαζαν να εφαρμόσουν στην αγορά. Αποδείχθηκε, επιπλέον, ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών πραγματοποιήθηκε με σκοπό την προετοιμασία μιας συμφωνίας σχετικά με την κατανομή της αγοράς ή σχετικά με τις τιμές, οπότε το αντικείμενό της ήταν προδήλως επιζήμιο για τον ανταγωνισμό.

151    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει σε εναρμονισμένη πρακτική που αποσκοπούσε στον περιορισμό του ανταγωνισμού.

152    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι, με δεδομένη την έλλειψη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των ανταγωνιστών, ήταν αδιανόητο να μπορούσαν να επιδοθούν σε εναρμονισμένες πρακτικές.

153    Συγκεκριμένα, οι διαφορές όσον αφορά τη θέση των συμμετεχόντων, ή ακόμη και η έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους, δεν αρκούν, αυτές καθαυτές, για να αποκλειστεί η ύπαρξη συνεννοήσεως δυναμένης να χαρακτηριστεί ως εναρμονισμένη πρακτική. Τα επιχειρήματα όμως της προσφεύγουσας δεν αναιρούν τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή πραγματικά περιστατικά, από τα οποία προκύπτει ότι, παρά τη σχετική έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ τους, οι ανταγωνιστές συναντιόντουσαν τακτικά κατά την επίμαχη περίοδο και αντάλλασσαν πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες της αγοράς και την εμπορική στρατηγική τους, με σκοπό την προετοιμασία μιας επιζήμιας για τον ανταγωνισμό συμφωνίας.

154    Αντίθετα προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν μπορεί να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν απέδειξε ότι οι ανταλλαγείσες πληροφορίες, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου τους, μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για επιζήμιους για τον ανταγωνισμό σκοπούς.

155    Συγκεκριμένα, το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενο της επίμαχης συμπεριφοράς προκύπτει σαφώς από τη φύση των πληροφοριών που ανταλλάσσονταν κατά τις συσκέψεις της επίμαχης περιόδου, καθόσον αυτές περιελάμβαναν αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις που αφορούσαν τα προηγούμενα έτη και προβλέψεις για το μέλλον (αιτιολογική σκέψη 120 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και από το περιεχόμενο των προτάσεων που συζητούνταν και οι οποίες αφορούσαν τη διατήρηση του statu quo στην αγορά, την κατανομή των νέων παραγωγικών ικανοτήτων και τον ορισμό των επιπέδων των τιμών του PH (βλ., για παράδειγμα, αιτιολογικές σκέψεις 115, 127, 133, 136 και 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

156    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η επίμαχη ανταλλαγή πληροφοριών, δεδομένου ότι χρησίμευσε για να «προετοιμάσει το έδαφος» στις αυξήσεις των τιμών και στις πρακτικές κατανομής των αγορών που προέκυψαν από τις αυξήσεις αυτές, συνιστούσε μορφή συμπαιγνίας κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ.

157    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι οι επίμαχες συμπεριφορές μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καθόσον αποτελούσαν τμήμα ενός συνόλου που είχε τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν μια συμφωνία «και/ή» μια εναρμονισμένη πρακτική (αιτιολογικές σκέψεις 308 και 309 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

158    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από το ότι η αγορά του PH παρέμεινε ανταγωνιστική μέχρι τον Αύγουστο ή τον Σεπτεμβρίου του 1997, καθόσον οι τιμές του PH μειώθηκαν σημαντικά στις αρχές του 1997, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ περιττεύει η συνεκτίμηση των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας ή εναρμονισμένης πρακτικής, εφόσον αποδεικνύεται ότι η παράβαση είχε ως σκοπό τον περιορισμό, την παρεμπόδιση ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑1843, σκέψη 140, και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T‑Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή 2009, σ. I‑4529, σκέψη 29).

159    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, στον βαθμό που διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει σε επιζήμια για τον ανταγωνισμό συμφωνία και/ή εναρμονισμένη πρακτική, που είχε ως σκοπό τον περιορισμό του ανταγωνισμού στην αγορά του PH, δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των επίμαχων συμπεριφορών.

160    Εν πάση περιπτώσει, όσον αφορά ειδικότερα μια εναρμονισμένη πρακτική, κατά πάγια νομολογία, πρέπει να τεκμαίρεται, πλην αποδείξεως του εναντίου η οποία βαρύνει τους ενδιαφερομένους επιχειρηματίες, ότι οι επιχειρήσεις που έχουν μετάσχει στη συνεννόηση και εξακολουθούν να δρουν στην αγορά λαμβάνουν υπόψη τις πληροφορίες που αντάλλαξαν με τους ανταγωνιστές τους για να καθορίσουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψεις 118 και 121, και Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψεις 161 και 162).

161    Συναφώς, ακόμα και αν υποτεθεί ότι απεδείχθη ότι οι συμπεριφορές αυτές δεν επηρέασαν τις τιμές κατά την επίμαχη περίοδο, τούτο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της νομιμότητας των εκτιμήσεων της Επιτροπής.

162    Ειδικότερα, το γεγονός ότι μια εναρμονισμένη πρακτική δεν έχει άμεση επίπτωση στο επίπεδο των τιμών δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ότι περιόρισε τον ανταγωνισμό μεταξύ των οικείων επιχειρήσεων εξαλείφοντας, μεταξύ άλλων, τις ανταγωνιστικές πιέσεις (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Dansk Rørindustri κατά Επιτροπής, σκέψη 138 ανωτέρω, σκέψεις 139 έως 140).

163    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η αγορά παρέμεινε ανταγωνιστική κατά την οικεία περίοδο δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

164    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι τα πραγματικά περιστατικά που προβάλλονται στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την επίμαχη περίοδο αφορούν κυρίως την αγορά του PH και όχι αυτήν του PBS, πρέπει να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται στη διαπίστωση μιας ενιαίας παραβάσεως αφορώσας τις δύο σχετικές αγορές (αιτιολογικές σκέψεις 328 επ. της προσβαλλομένης αποφάσεως), ο δε χαρακτηρισμός αυτός δεν αμφισβητείται εν προκειμένω από την προσφεύγουσα.

165    Στον βαθμό όμως που η Επιτροπή χαρακτήρισε την επίμαχη σύμπραξη ως ενιαία παράβαση, δεν ήταν υποχρεωμένη να καθορίσει, στο πλαίσιο του χαρακτηρισμού αυτού, τη διαφορετική διάρκεια των πράξεων που αφορούσαν την αγορά και μόνον του PBS. Στον βαθμό που δεν πρόκειται για διαφορετικές παραβάσεις, ομοίως δεν όφειλε να λάβει υπόψη τη διαφορά αυτή για να καθορίσει τη διάρκεια της παραβάσεως συνολικά θεωρούμενης.

166    Συγκεκριμένα, θα ήταν τεχνητή η υποδιαίρεση μιας διαρκούς συμπεριφοράς, χαρακτηριζόμενης από ένα και τον αυτό σκοπό, σε περισσότερες χωριστές παραβάσεις με το αιτιολογικό ότι οι πρακτικές συμπαιγνίας διέφεραν, ως προς την έντασή τους, ανάλογα με την οικεία αγορά. Τα στοιχεία αυτά δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη παρά μόνον κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και, ενδεχομένως, κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 87 ανωτέρω, σκέψη 90).

167    Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις αυτές, η Επιτροπή ανέφερε ότι, όσον αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι, όσον αφορά το PBS, η σύμπραξη είχε αρχίσει αργότερα απ’ ό,τι όσον αφορά το PH και ότι έπαυσε ενωρίτερα (αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

168    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που αντλείται από την ανεπάρκεια των αποδείξεων των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό πράξεων στην αγορά του PBS όσον αφορά την επίμαχη περίοδο, δεν μπορεί συνεπώς να ευδοκιμήσει.

169    Τέλος, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν πλημμελής λόγω πλάνης περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, πρέπει να απορριφθεί επίσης το επιχείρημά της που στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην ίδια παραδοχή, ήτοι στο ότι η Επιτροπή ερμήνευσε τη διάταξη αυτή κατά υπερβολικά διασταλτικό τρόπο, κατά παραβίαση της αρχής της νομιμότητας των ποινών.

170    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αιτίαση σχετικά με τη διαπίστωση της παραβάσεως για την περίοδο μεταξύ Μαΐου 1995 και Αυγούστου 1997 δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

–       Επί της περιόδου μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000

171    Όσον αφορά την τελική περίοδο της παραβάσεως, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 356 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει εφαρμογή σε μια σύμπραξη που συνεχίζει να παράγει τα αποτελέσματά της και μετά την τυπική παύση της και ότι τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να εφαρμόζουν τις τιμές αναφοράς που συμφωνήθηκαν κατά τις συσκέψεις του καρτέλ.

172    Εφαρμόζοντας τα ανωτέρω στην υπό κρίση περίπτωση, η Επιτροπή ανέφερε ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις της Arkema, που συμφωνούν με άλλες αποδείξεις, κατά την πολυμερή σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στο Turku, στις 18 Μαΐου 2000, διαμορφώθηκε γενική συναίνεση υπέρ της διατηρήσεως των επιπέδων τιμών καθ’ όλο το 2000 και ότι, επομένως, μπορούσε να θεωρηθεί ότι το αποτέλεσμα επί των τιμών είχε διαρκέσει τουλάχιστον και κατά τη διάρκεια του δευτέρου εξαμήνου του 2000 (αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η ημερομηνία της 31ης Δεκεμβρίου 2000 θεωρήθηκε, έτσι, ως ημερομηνία λήξεως της παραβάσεως, μεταξύ άλλων, όσον αφορά την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

173    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, θεωρώντας ότι η σύμπραξη συνεχίστηκε μετά τη σύσκεψη της 18ης Μαΐου 2000.

174    Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 81 ΕΚ εφαρμόζεται επίσης στις συμφωνίες των οποίων τα αποτελέσματα εξακολουθούν πέραν της τυπικής τους παύσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Ιουλίου 1985, 243/83, Binon, Συλλογή 1985, σ. 2015, σκέψη 17, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Μαρτίου 1992, T‑14/89, Montedipe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. II‑1155, σκέψη 231).

175    Ειδικότερα, η Επιτροπή μπορεί νομίμως να διαπιστώνει ότι η σύμπραξη εξακολουθεί να παράγει τα αποτελέσματά της και μετά την τυπική παύση των συσκέψεων συμπαιγνίας, εφόσον οι αυξήσεις των τιμών που προβλέφθηκαν κατά τις συσκέψεις αυτές εφαρμόζονται κατά τη διάρκεια μεταγενέστερης περιόδου (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02, T‑126/02, T‑128/02, T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 186).

176    Εν προκειμένω, στον βαθμό που η Επιτροπή απέδειξε ότι η σύσκεψη της 18ης Μαΐου 2000 είχε καταλήξει σε γενική συναίνεση όσον αφορά τη διατήρηση των επιπέδων των τιμών για το δεύτερο εξάμηνο του 2000, ορθώς συνήγαγε ότι τα αποτελέσματα της συμπράξεως εξακολούθησαν να παράγονται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

177    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται, πρώτον, από την ανεπάρκεια των αποδείξεων που προέβαλε η Επιτροπή.

178    Πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την πραγματοποίηση της επίμαχης άτυπης συσκέψεως, ούτε τη συμμετοχή της στη σύσκεψη αυτή. Συναφώς, κακώς υποστηρίζει ότι οι δηλώσεις της Arkema, που κάνουν αναφορά σε «συναίνεση», δεν συνεπάγονται την ύπαρξη κοινής βουλήσεως των συμμετεχόντων όσον αφορά τη συνέχιση των αποτελεσμάτων της συμφωνίας. Το επιχείρημα αυτό αντικρούεται συγκεκριμένα από το περιεχόμενο των δηλώσεων αυτών, οι οποίες αναφέρουν την ύπαρξη «τελικών συζητήσεων» σχετικά με τις τιμές για την 1η Ιανουαρίου 2001 και μιας «γενικής συναινέσεως» όσον αφορά τη διατήρηση του επιπέδου τους (αιτιολογική σκέψη 282 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

179    Κακώς επίσης η προσφεύγουσα προβάλλει μια υποτιθέμενη αντίφαση μεταξύ της αναφοράς που έκανε η Arkema στη συναίνεση σχετικά με τις τιμές και των λοιπών δηλώσεών της, κατά τις οποίες η σύσκεψη του Turku αποτέλεσε «την ευκαιρία για ορισμένους παραγωγούς να δείξουν ότι οι καιροί είχαν αλλάξει» και «για να επισημάνουν τη διακοπή της συνεργασίας και να θέσουν έτσι τέρμα στην ελεγχόμενη ρύθμιση της αγοράς». Οι τελευταίες αυτές δηλώσεις, που κάνουν λόγο για την πρόθεση παύσεως της επιζήμιας για τον ανταγωνισμό συμπεριφοράς και επισημαίνουν έτσι την τυπική παύση της συμπράξεως, δεν αντιφάσκουν προς την ύπαρξη συναινέσεως σχετικά με τη διατήρηση των αποτελεσμάτων της μέχρι το τέλος του έτους.

180    Επιπλέον, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, οι δηλώσεις της Arkema συγκλίνουν με άλλα στοιχεία του φακέλου, μεταξύ άλλων, με την πληροφορία, που επιβεβαιώθηκε από διάφορες επιχειρήσεις και δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα, ότι, στο πλαίσιο των συσκέψεων που πραγματοποιήθηκαν στο περιθώριο των διετών συνελεύσεων του CEFIC, οι τιμές καθορίζονταν συνήθως για τους επόμενους έξι μήνες (αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

181    Πρέπει, συναφώς, να τονιστεί ότι, ενώπιον μιας δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων που αποδεικνύουν την ύπαρξη της συμπράξεως, χρειάζεται μια πραγματικά στέρεη εξήγηση για να αποδειχθεί ότι, κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης συσκέψεως, συνέβησαν πράγματα εντελώς διαφορετικά από αυτά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων συσκέψεων, ενώ σε όλες τις συσκέψεις αυτές οι συμμετέχοντες ήσαν οι ίδιοι, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ομοιογενών εξωτερικών περιστάσεων και επεδίωκαν αναμφισβήτητα τον ίδιο σκοπό (προτάσεις του δικαστή B. Vesterdorf εκτελούντος χρέη γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑1/89, Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑867, II‑954).

182    Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά κατά την οποία διάφοροι ανταγωνιστές συνέχισαν τη συμπαιγνία τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2000, παρά την τυπική παύση της, επιβεβαιώθηκε από την ύπαρξη ορισμένων διμερών επαφών μεταγενέστερων της συσκέψεως της 18ης Μαΐου 2000 (αιτιολογική σκέψη 357 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

183    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας με το οποίο επιθυμεί να αποδείξει τον νόμιμο χαρακτήρα μιας από τις επαφές της, ήτοι της συναντήσεώς της με την FMC Foret, δεν μπορεί συναφώς να θέσει εν αμφιβόλω τη διαπίστωση της Επιτροπής σχετικά με τη συνέχιση των αποτελεσμάτων της συμπράξεως, καθόσον η διαπίστωση αυτή δεν στηρίζεται στο μεμονωμένο αυτό περιστατικό, το οποίο δεν αποτελεί παρά δευτερεύον στοιχείο στο πλαίσιο της δέσμης των ενδείξεων που προέβαλε η Επιτροπή.

184    Η προσφεύγουσα ομοίως δεν μπορεί εγκύρως να υποστηρίξει ότι είχε αναφέρει, σε μια διμερή σύσκεψη με την Degussa, τον Μάιο ή τον Ιούνιο του 2000 (αιτιολογικές σκέψεις 283 έως 285 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ότι «δεν ήταν πλέον δυνατό να πραγματοποιηθεί, με βάση τις συζητήσεις μεταξύ των παραγωγών για την αγορά, ο καταμερισμός των παραγωγικών ικανοτήτων και η αναδιανομή τους».

185    Αρκεί να διαπιστωθεί, συναφώς, ότι η θέση αυτή που εξέφρασε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο διμερούς επαφής, καθόσον μπορεί εξάλλου να ερμηνευθεί ως αναδεικνύουσα τις δυσχέρειες διατηρήσεως της συμπράξεως, δεν αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την παράβαση, θέτοντας έτσι τέρμα στη συμμετοχή της στη σύμπραξη.

186    Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι η Επιτροπή απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η σύσκεψη της 18ης Μαΐου 2000 είχε καταλήξει σε γενική συναίνεση σχετικά με τη διατήρηση των επιπέδων των τιμών και, συνεπώς, ότι η σύμπραξη είχε συνεχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2000.

187    Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται, δεύτερον, από την έλλειψη αναλύσεως των τιμών που πράγματι εφαρμόζονταν στην αγορά κατά την οικεία περίοδο, καθώς και από την ύπαρξη στον φάκελο αναφορών σχετικά με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της αγοράς.

188    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή, στον βαθμό που απέδειξε ότι τα επίπεδα των τιμών για τα οποία εκφράστηκε γενική συναίνεση κατά την επίμαχη σύσκεψη έπρεπε να εφαρμοστούν κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2000, μπόρεσε να διαπιστώσει τη συνέχιση των αποτελεσμάτων της συμπράξεως κατά την περίοδο αυτή, χωρίς να χρειαστεί να αποδείξει ότι η σύμπραξη είχε συγκεκριμένο αποτέλεσμα στις εφαρμοζόμενες τιμές (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 175 ανωτέρω, σκέψη 186).

189    Αντίθετα προς ό,τι ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η διαπίστωση αυτή, δεδομένου ότι στηρίζεται στην αποδεδειγμένη επαρκώς κατά νόμο εκτίμηση σχετικά με την ύπαρξη κοινής βουλήσεως των μερών να παρατείνουν τα αποτελέσματα της συμπράξεως παρά την τυπική παύση της, δεν συνδέεται με αντιστροφή του βάρους αποδείξεως και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να είναι αντίθετη προς την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας.

190    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν έθεσαν εν αμφιβόλω τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η παράβαση συνεχίστηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

191    Η αιτίαση αυτή ομοίως δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

192    Κατόπιν της εξετάσεως του πρώτου και του δεύτερου λόγου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο ότι η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει στην παράβαση κατά την περίοδο μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Μαΐου 1995.

193    Κατά τα λοιπά, ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθούν.

194    Κατά συνέπεια, πρέπει να ακυρωθεί το άρθρο 1, στοιχείο ιγ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή διαπίστωσε τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση κατά τη διάρκεια της περιόδου πριν από τον Μάιο του 1995, και να τροποποιηθεί το ύψος του προστίμου που της επιβλήθηκε με το άρθρο 2, στοιχείο η΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η μειωμένη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση. Οι συγκεκριμένες συνέπειες της τροποποιήσεως αυτής διευκρινίζονται κατωτέρω στις σκέψεις 440 και 441.

 Επί της προβαλλόμενης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

195    Στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή της αρνήθηκε την πρόσβαση, αφενός, σε μέρος των εγγράφων του φακέλου που προσκόμισε η Degussa και, αφετέρου, στις απαντήσεις που έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις. Η άρνηση αυτή συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, καθώς και παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1).

196    Πρώτον, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι είχε περιορισμένη πρόσβαση στα έγγραφα που προσκόμισε η Degussa και τα οποία περιείχαν τις μηνιαίες εσωτερικές εκθέσεις της σχετικά με την αγορά του PH, για το 2000. Η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και κατά την εκτίμηση αρνούμενη στην προσφεύγουσα την πλήρη πρόσβαση στα έγγραφα αυτά.

197    Τα επίμαχα στοιχεία δεν μπορούσαν αντικειμενικά να θεωρηθούν εμπιστευτικά, καθόσον επρόκειτο για εκθέσεις που αντανακλούσαν βραχυπρόθεσμες στρατηγικές και είχαν καταρτισθεί τουλάχιστον προ πέντε ετών. Όσον αφορά παρεμφερή στοιχεία της προσφεύγουσας, η Επιτροπή θεώρησε ότι αυτά δεν μπορούσαν πλέον να θεωρηθούν εμπιστευτικά τρία έτη μετά.

198    Περαιτέρω, ο εμπιστευτικός χαρακτήρας ενός εγγράφου δεν συνιστά απόλυτο κώλυμα γνωστοποιήσεώς του. Τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας έπρεπε να κατισχύσουν του απορρήτου των δεδομένων. Ήταν δυνατό να ληφθούν προσαρμοσμένα μέτρα για να προστατευθεί ο εμπιστευτικός χαρακτήρας των στοιχείων.

199    Το έγγραφο της Degussa ήταν κατάλληλο για να καθοριστεί αν είχε διαπραχθεί παράβαση μετά τη σύσκεψη του Turku της 18ης Μαΐου 2000 και, επομένως, ήταν απαραίτητο για την άμυνα της προσφεύγουσας. Από τα αποσπάσματα των εγγράφων της Degussa που αφορούν το 2000 προκύπτει ότι η αγορά ήταν ανταγωνιστική, πράγμα που θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την αντίκρουση της υπάρξεως της παραβάσεως κατά την περίοδο αυτή.

200    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, μη της επιτρέποντας την πρόσβαση στις απαντήσεις που έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

201    Η Επιτροπή κακώς ανέφερε ότι δεν απαιτούνταν η πρόσβαση σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο. Σε προηγούμενες διαδικασίες είχε γνωστοποιήσει τις απαντήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων. Το σημείο 27 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ], των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, και του κανονισμού (ΕΚ) 139/2004 (EE 2005, C 325, σ. 7) είναι παράνομο, στον βαθμό που αποκλείει, καταρχήν, την επίμαχη πρόσβαση στις απαντήσεις.

202    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι απαντήσεις που έδωσαν οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη θέση της σχετικά με τη διάρκεια της παραβάσεως, καθόσον οι άλλες αυτές επιχειρήσεις έχουν επίσης αμφισβητήσει την έναρξη και το πέρας της συμπράξεως και, ιδίως, τη συνέχιση της παραβάσεως μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000.

203    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

204    Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003:

«Κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισης των εμπλεκόμενων μερών, τα οποία έχουν το δικαίωμα να αποκτούν γνώση του φακέλου της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος των επιχειρήσεων για την προστασία του επιχειρηματικού απόρρητου […]».

205    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, που αποτελεί απόρροια της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να παρέχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα εξετάσεως όλων των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο έρευνας και τα οποία ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψεις 125 έως 128, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1775, σκέψη 81).

206    Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, με εξαίρεση τα επιχειρηματικά απόρρητα άλλων επιχειρήσεων, τα εσωτερικά έγγραφα της Επιτροπής και άλλες εμπιστευτικές πληροφορίες (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 68).

207    Όσον αφορά τα ενοχοποιητικά στοιχεία, η μη γνωστοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση εναπόκειται να αποδείξει ότι το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν αυτό το μη γνωστοποιηθέν έγγραφο δεν λαμβανόταν υπόψη, ως αποδεικτικό στοιχείο (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψεις 71 έως 73).

208    Αντιθέτως, όσον αφορά την παράλειψη γνωστοποιήσεως απαλλακτικού αποδεικτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση πρέπει να αποδείξει απλώς και μόνον ότι η μη γνωστοποίησή του επηρέασε, σε βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑8375, σκέψη 318, και απόφαση Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 85 ανωτέρω, σκέψη 81), αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία που δεν συμφωνούσαν με τις πραγματοποιηθείσες από την Επιτροπή εκτιμήσεις στο στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και ότι θα μπορούσε συνεπώς να επηρεάσει, με οποιοδήποτε τρόπο, τις περιλαμβανόμενες στην απόφαση εκτιμήσεις (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 75).

209    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι δεν είχε πρόσβαση, αφενός, σε μέρος των εγγράφων του φακέλου της Επιτροπής που προσκόμισε η Degussa και, αφετέρου, στις απαντήσεις που έδωσαν οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων.

–       Επί της προσβάσεως στα έγγραφα της Degussa

210    Από τον φάκελο προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η προσφεύγουσα ζήτησε την πρόσβαση στις εκθέσεις της υπηρεσίας πωλήσεων της Degussa σχετικά με την παραβατική περίοδο.

211    Η Επιτροπή επέτρεψε την πλήρη πρόσβαση στα έγγραφα που αφορούσαν τα έτη 1996 έως 1999, αλλά γνωστοποίησε μόνον αποσπάσματα από τα έγγραφα που αφορούσαν τα έτη 2000 και 2001, τα οποία θεωρούνταν εμπιστευτικά, κατ’ αίτηση της Degussa.

212    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα επικρίνει την άρνηση πλήρους προσβάσεως στα έγγραφα που αφορούσαν το 2000, προβάλλοντας, αφενός, παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και, αφετέρου, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

213    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο που προβλέπεται στο άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, περιλαμβάνεται στις διαδικαστικές εγγυήσεις που αποσκοπούν στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας και στη διασφάλιση, ειδικότερα, της αποτελεσματικής ασκήσεως του δικαιώματος ακροάσεως.

214    Έτσι, η πρόσβαση στον φάκελο δεν αποτελεί αυτοσκοπό, αλλά αποβλέπει στην προστασία των δικαιωμάτων άμυνας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 156).

215    Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα μπορεί, προβάλλοντας την άρνηση πλήρους προσβάσεως στα επίμαχα έγγραφα, να ισχυριστεί ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, μόνο στον βαθμό που τα έγγραφα αυτά μπορούσαν να είναι κρίσιμα για την άμυνά της, πράγμα που οφείλει να αποδείξει.

216    Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι τα επίμαχα έγγραφα μπορούσαν να περιέχουν ενδείξεις σχετικά με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της αγοράς του PH κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2000, δυνάμενες να αποτελέσουν απαλλακτικά στοιχεία όσον αφορά τη συνέχιση της παραβάσεως κατά την περίοδο αυτή. Αναφέρει ότι τα γνωστοποιηθέντα αποσπάσματά τους καταδεικνύουν ήδη ότι η αγορά του PH ήταν ανταγωνιστική το 2000, καθόσον το κόστος παραγωγής είχε αυξηθεί και οι τιμές είχαν παραμείνει σταθερές.

217    Όπως όμως διαπιστώθηκε στη σκέψη 188 ανωτέρω, η Επιτροπή, στον βαθμό που απέδειξε, επαρκώς κατά νόμο, ότι, κατά τη σύσκεψη του Turku, υφίστατο γενική συναίνεση όσον αφορά τη διατήρηση του επιπέδου των τιμών κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2000, ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποτελέσματα της συμπράξεως εξακολούθησαν να υφίστανται μέχρι το τέλος της περιόδου αυτής, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να λάβει υπόψη ενδεχόμενες ενδείξεις σχετικά με το ότι οι σκοποί της εν λόγω συναινέσεως δεν είχαν μπορέσει να επιτευχθούν.

218    Επομένως, οι ενδείξεις που αφορούν την κατάσταση της αγοράς κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2000, ιδίως δε τα επίπεδα των τιμών που εφάρμοσαν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, δεν μπορούσαν να επηρεάσουν, κατά οποιοδήποτε τρόπο, την εκτίμηση της Επιτροπής όσον αφορά τη συνέχιση της παραβάσεως μέχρι το τέλος του 2000. Οι ενδείξεις αυτές δεν μπορούν συνεπώς να αποτελέσουν απαλλακτικά στοιχεία όσον αφορά τη συνέχιση της συμπράξεως κατά την περίοδο αυτή.

219    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία αντλούμενα από τα επίμαχα έγγραφα για την άμυνά της, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί η επιχειρηματολογία της που αντλείται από φερόμενη πλάνη της Επιτροπής κατά την εκτίμηση του εμπιστευτικού χαρακτήρα των εγγράφων αυτών.

–       Επί της προσβάσεως στις απαντήσεις των άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων

220    Από τον φάκελο προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή απέρριψε το αίτημα της προσφεύγουσας να της επιτραπεί η πρόσβαση στις μη εμπιστευτικές μορφές των απαντήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων που έδωσαν οι άλλες επιχειρήσεις που ήσαν αποδέκτριες της ανακοινώσεως αυτής.

221    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αυτή η άρνηση προσβάσεως προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας, καθόσον οι επίμαχες απαντήσεις ενδέχεται να περιείχαν απαλλακτικά στοιχεία.

222    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η ανακοίνωση αιτιάσεων αποτελεί πράξη που αποσκοπεί στην οριοθέτηση του αντικειμένου της κινηθείσας κατά επιχειρήσεως διαδικασίας και στη διασφάλιση της αποτελεσματικής ασκήσεως των δικαιωμάτων άμυνας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 80 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

223    Για τον λόγο αυτό, οι αποδέκτες της ανακοινώσεως αιτιάσεων απολαμβάνουν διαδικαστικών εγγυήσεων, κατ’ εφαρμογή της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα του φακέλου της Επιτροπής.

224    Οι απαντήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων δεν αποτελούν μέρος του κατά κυριολεξία φακέλου έρευνας της υποθέσεως (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, σκέψη 380).

225    Όσον αφορά τα έγγραφα που δεν αποτελούν μέρος του φακέλου που έχει δημιουργηθεί κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να γνωστοποιεί τις εν λόγω απαντήσεις σε άλλα εμπλεκόμενα μέρη παρά μόνον αν αποδεικνύεται ότι οι απαντήσεις αυτές περιέχουν νέα επιβαρυντικά ή απαλλακτικά στοιχεία.

226    Συναφώς, όσον αφορά, αφενός, τα νέα επιβαρυντικά στοιχεία, κατά πάγια νομολογία, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε στοιχείο αντλούμενο από απάντηση σε ανακοίνωση αιτιάσεων για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία αυτή επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επ’ αυτού του νέου αποδεικτικού στοιχείου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, σκέψη 386, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 50).

227    Όσον αφορά, αφετέρου, τα νέα απαλλακτικά στοιχεία, κατά την ίδια αυτή νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να τα καταστήσει προσιτά, με δική της πρωτοβουλία. Σε περίπτωση που η Επιτροπή έχει απορρίψει κατά τη διοικητική διαδικασία την αίτηση ενός προσφεύγοντος να του επιτραπεί η πρόσβαση σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελο έρευνας της υποθέσεως, μπορεί να διαπιστωθεί η ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας μόνον εφόσον αποδειχθεί ότι η διοικητική διαδικασία μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που ο προσφεύγων είχε πρόσβαση στα εν λόγω έγγραφα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, σκέψη 383).

228    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί την εκτίμηση που προκύπτει από την απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω (σκέψη 126), κατά την οποία δεν μπορεί η Επιτροπή να είναι η μόνη που καθορίζει τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. Η εν λόγω εκτίμηση, σχετικά με τα έγγραφα που περιέχονται στον φάκελο της Επιτροπής, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε απαντήσεις που έδωσαν άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στις αιτιάσεις που ανακοίνωσε η Επιτροπή.

229    Επομένως, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι εκτιμήσεις που στηρίζονται στην τήρηση των αρχών της ισότητας των όπλων και του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας δεν μπορούν, καταρχήν, να έχουν ως αποτέλεσμα να υποχρεωθεί η Επιτροπή να γνωστοποιήσει τις επίμαχες απαντήσεις σε άλλα μέρη, προκειμένου αυτά να μπορέσουν να εξακριβώσουν την απουσία ενδεχόμενων απαλλακτικών στοιχείων.

230    Στην προσφεύγουσα, στον βαθμό που επικαλείται την ύπαρξη των υποτιθέμενων απαλλακτικών στοιχείων σε μη γνωστοποιηθείσες απαντήσεις, εναπόκειται να προσκομίσει μια πρώτη ένδειξη της χρησιμότητας των εγγράφων αυτών για την άμυνά της.

231    Οφείλει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει τα επίμαχα δυνητικά απαλλακτικά στοιχεία ή να προσκομίσει κάποια ένδειξη που να πιστοποιεί την ύπαρξή τους και, επομένως, τη χρησιμότητά τους για τις ανάγκες της διαδικασίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3435, σκέψεις 351 έως 359).

232    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι οι απαντήσεις των άλλων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων θα μπορούσαν να ενισχύσουν τα επιχειρήματά της με τα οποία προσπαθεί να αποδείξει την περιορισμένη διάρκεια της παραβάσεως. Διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι ορισμένες άλλες επιχειρήσεις αμφισβήτησαν την ημερομηνία ενάρξεως και παύσεως της συμπράξεως, θέτοντας εν αμφιβόλω μεταξύ άλλων την ανάλυση της Επιτροπής όσον αφορά τη συνέχιση της συμπράξεως μέχρι τα τέλη του 2000. Η προσφεύγουσα διατείνεται, επιπλέον, ότι οι εν λόγω απαντήσεις μπορούσαν να περιέχουν στοιχεία δυνάμενα να φωτίσουν διαφορετικά την ύπαρξη της παραβάσεως κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2000, λαμβανομένης ιδίως υπόψη της απουσίας αποδείξεως όσον αφορά το αποτέλεσμα επί των τιμών κατά την περίοδο αυτή.

233    Σύμφωνα ωστόσο με τη νομολογία, το γεγονός και μόνον ότι οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις προέβαλαν, κατ’ ουσίαν, τα ίδια επιχειρήματα με αυτά της προσφεύγουσας όσον αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως δεν αρκεί για να θεωρηθούν τα επιχειρήματα αυτά απαλλακτικά στοιχεία (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, σκέψη 231 ανωτέρω, σκέψεις 353 και 355).

234    Ομοίως, το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις κατόρθωσαν να αποδείξουν με την απάντησή τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων ότι η συμμετοχή τους στις προβαλλόμενες παραβάσεις δεν έχει αποδειχθεί αρκούντως ουδόλως συνεπάγεται ότι οι απαντήσεις αυτές περιείχαν στοιχεία ικανά να προσδώσουν διαφορετική έννοια στις άμεσες έγγραφες αποδείξεις στις οποίες στηρίχθηκε η Επιτροπή έναντι άλλων επιχειρήσεων (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, σκέψη 405).

235    Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις με τις απαντήσεις τους στην ανακοίνωση αιτιάσεων απορρίφθηκαν από την Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση. Συγκεκριμένα, υπό τις συνθήκες αυτές, τα ενδεχόμενα σχόλια που η προσφεύγουσα θα μπορούσε να διατυπώσει στηριζόμενη στις απαντήσεις αυτές δεν θα μπορούσαν να περιέχουν παρά μόνο τα στοιχεία που ήδη είχαν ληφθεί πλήρως υπόψη από την Επιτροπή, χωρίς να μπορούν να οδηγήσουν τη διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

236    Περαιτέρω, όπως τονίστηκε ήδη στις σκέψεις 188, 217 και 218 ανωτέρω, οι ενδεχόμενες ενδείξεις σχετικά με τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα της αγοράς και τα επίπεδα των τιμών που εφαρμόσθηκαν μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000, κατά τη διάρκεια της τελικής περιόδου της συμπράξεως, δεν ήταν ικανές να επηρεάσουν τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η σύμπραξη συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής και, ως εκ τούτου, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν απαλλακτικά στοιχεία.

237    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν προσκόμισαν μια πρώτη ένδειξη υπέρ της χρησιμότητας, για την άμυνά της, των απαντήσεων που έδωσαν στην ανακοίνωση αιτιάσεων οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

238    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι το γεγονός ότι δεν είχε πρόσβαση στις απαντήσεις αυτές μπορούσε να έχει βλάψει την άμυνά της.

239    Στον βαθμό που η προσφεύγουσα προβάλλει εσφαλμένη εφαρμογή του σημείου 27 της ανακοινώσεως της Επιτροπής περί των κανόνων πρόσβασης στον φάκελο υπόθεσης της Επιτροπής δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, των άρθρων 53, 54 και 57 της Συμφωνίας για τον EΟΧ και του κανονισμού 139/2004 ή, επικουρικώς, την έλλειψη νομιμότητάς του, αρκεί να υπομνησθεί ότι η εν λόγω ανακοίνωση, της οποίας εξάλλου δεν έγινε επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 22ας Δεκεμβρίου 2005 και δεν μπορούσε συνεπώς, ratione temporis, να εφαρμοσθεί στην επίδικη άρνηση προσβάσεως, που προβλήθηκε στις 4 Μαΐου 2005.

240    Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας σχετικά με την εν λόγω ανακοίνωση είναι, ως εκ τούτου, αλυσιτελής.

241    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αιτίαση που αντλείται από την άρνηση προσβάσεως στις απαντήσεις που έδωσαν οι άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην ανακοίνωση αιτιάσεων καθώς και ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

 Επί των προβαλλομένων σφαλμάτων κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

242    Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τέσσερις αιτιάσεις σχετικά με τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, όσον αφορά, πρώτον, τη σοβαρότητα της παραβάσεως, δεύτερον, τη διάρκεια, τρίτον, το αποτρεπτικό αποτέλεσμα του προστίμου και, τέταρτον, τη μη συνεκτίμηση της συνεργασίας της προσφεύγουσας, ως ελαφρυντικής περιστάσεως.

243    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά την αξιολόγηση της σοβαρότητας της παραβάσεως. Το βασικό ποσό του προστίμου είναι, κατά συνέπεια, υπερβολικό και δυσανάλογο.

244    Αφενός, στο πλαίσιο του καθορισμού του αρχικού ποσού, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι η διάρκεια της συμπράξεως ήταν βραχύτερη όσον αφορά το PBS απ’ ό,τι όσον αφορά το PH. Το αρχικό ποσό καθορίστηκε με βάση το μέγεθος των συνδυασμένων αγορών του PH και του PBS στον ΕΟΧ το 1999, χωρίς να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σύμπραξη ήταν μικρότερης διάρκειας όσον αφορά το PBS. Δεδομένου ότι η αγορά του PH αντιπροσώπευε μεταξύ 60 και 65 % των συνδυασμένων αγορών των δύο προϊόντων, η Επιτροπή θα έπρεπε να μειώσει το αρχικό ποσό προκειμένου να αντικατοπτριστούν οι παραβατικές περίοδοι κατά τις οποίες η αγορά του PH ήταν η μόνη επηρεασθείσα αγορά.

245    Αφετέρου, η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει τον αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά. Η εξέταση αυτή ήταν αναγκαία για όλες τις περιόδους πλην αυτών στις οποίες είχαν πράγματι εφαρμοσθεί οι συμφωνίες σχετικά με τις τιμές, ήτοι μεταξύ Αυγούστου 1997 και 18 Μαΐου 2000 για το PH και μεταξύ της 14ης Μαΐου 1998 και της 19ης Δεκεμβρίου 1999 για το PBS. Στην προσβαλλόμενη όμως απόφαση, η Επιτροπή ανέφερε ότι δεν ήταν δυνατόν να μετρηθούν τα πραγματικά αποτελέσματα της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς ωστόσο να εκθέσει τους λόγους της εκτιμήσεως αυτής.

246    Η Επιτροπή, στον βαθμό που δεν απέδειξε ότι η παράβαση είχε επηρεάσει τις τιμές κατά την αρχική και τελική περίοδο της συμπράξεως, θα έπρεπε να μειώσει αντιστοίχως το ποσό του προστίμου. Η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο, καθόσον ούτε ερεύνησε αν οι επιζήμιες για τον ανταγωνισμό πρακτικές είχαν εφαρμοσθεί ούτε προσπάθησε να προσδιορίσει ποσοτικά τα αποτελέσματά τους στην αγορά.

247    Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ελλιπώς αιτιολογημένη όσον αφορά τον καθορισμό του αρχικού ποσού ύψους 50 εκατομμυρίων ευρώ, καθόσον η Επιτροπή περιορίστηκε να αναφέρει ότι τόσο ήταν το ποσό που «έπρεπε να επιβληθεί». Το ποσό αυτό είναι δυσανάλογο με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές και τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της Επιτροπής.

248    Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού του προστίμου της, η Επιτροπή δεν μπορούσε να λάβει υπόψη παρά μόνο την περίοδο από τον Φεβρουάριο 1998 έως τον Μάιο 2000.

249    Συγκεκριμένα, αφενός, η Επιτροπή απέδειξε μόνο την παράβαση που διέπραξε η προσφεύγουσα μεταξύ Αυγούστου 1997 και 18 Μαΐου 2000. Αφετέρου, η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη επιχείρηση που προσκόμισε αποδείξεις για την ύπαρξη της συμπράξεως μεταξύ Αυγούστου 1997 και Φεβρουαρίου 1998. Επομένως, η περίοδος αυτή δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου της.

250    Τρίτον, η Επιτροπή ουδόλως αιτιολόγησε την εφαρμογή της προσαυξήσεως του ποσού του προστίμου λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματος. Παρέλειψε να εξηγήσει γιατί η προσαύξηση αυτή ήταν αναγκαία και, μεταξύ άλλων, δεν εξήγησε γιατί ήταν πιθανή μια υποτροπή αν δεν επιβαλλόταν η προσαύξηση αυτή.

251    Η επίμαχη προσαύξηση είναι υπερβολική και δυσανάλογη σε σχέση με τον σκοπό της αποτροπής της υποτροπής. Το ποσό του προστίμου πριν από την προσαύξηση αυτή ήταν προδήλως επαρκές για να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα, όποιοι και αν ήταν ο κύκλος εργασιών και οι πόροι της προσφεύγουσας.

252    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε πλήρως υπόψη τη συνεργασία της στο πλαίσιο της διαδικασίας, κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Έτσι, θα έπρεπε να τη λάβει υπόψη πέραν του πλαισίου της εν λόγω ανακοινώσεως, καθόσον άλλως παραβαίνει τις κατευθυντήριες γραμμές και παραβιάζει τις αρχές της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

253    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

–       Επί της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και του επιπέδου του αρχικού ποσού του προστίμου

254    Κατά το άρθρο 23, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, για τον καθορισμό του ύψους του προστίμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα και η διάρκεια της παραβάσεως.

255    Κατά πάγια νομολογία, η σοβαρότητα μιας παραβάσεως καθορίζεται βάσει πολλών στοιχείων, ως προς την εκτίμηση των οποίων η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια, όπως είναι οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υποθέσεως, το πλαίσιό της και το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑5425, σκέψη 241, και της 10ης Μαΐου 2007, C‑328/05 P, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑3921, σκέψη 43).

256    Κατά το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, «[γ]ια να αξιολογηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως, ο πραγματικός της αντίκτυπος επί της αγοράς, εφόσον αυτός είναι δυνατό να εκτιμηθεί, καθώς και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς αναφοράς».

257    Εν προκειμένω, για να χαρακτηρίσει την παράβαση ως πολύ σοβαρή, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη φύση της διαπραχθείσας παραβάσεως, η οποία συνίστατο σε συμπεριφορές που περιλαμβάνονται μεταξύ των σοβαρότερων παραβάσεων του άρθρου 81 ΕΚ, το γεγονός ότι η παράβαση εκτεινόταν στο σύνολο του ΕΟΧ, όπου ο συνδυασμός των αγορών του PH και του PBS αντιπροσώπευε σημαντική συνολική αξία και το γεγονός ότι η εν λόγω παράβαση έπρεπε να είχε συνέπειες για την αγορά έστω και αν οι συνέπειες αυτές δεν ήσαν μετρήσιμες (αιτιολογικές σκέψεις 453 έως 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

258    Εν συνεχεία, το γενικό αρχικό ποσό του προστίμου εξατομικεύθηκε για κάθε συμμέτοχο βάσει, μεταξύ άλλων, του ειδικού βάρους του στην αγορά. Στην προσφεύγουσα, που αποτελεί τον μεγαλύτερο παραγωγό στις συνδυασμένες αγορές του PH και του PBS, επιβλήθηκε ένα αρχικό ποσό 50 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

259    Πρώτον, η προσφεύγουσα αμφισβητεί τις εκτιμήσεις αυτές, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η σύμπραξη ήταν μικρότερης διάρκειας όσον αφορά το PBS απ’ ό,τι όσον αφορά το PH και ότι η αγορά του PH αντιπροσώπευε μεταξύ 60 % και 65 % των συνδυασμένων αγορών των δύο προϊόντων.

260    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι το αρχικό ποσό καθορίζεται σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα του συνόλου της παραβάσεως, στην περίπτωση μιας ενιαίας και διαρκούς παραβάσεως μπορεί να χρειαστεί να αντικατοπτρισθεί, στο στάδιο του καθορισμού του ποσού του προστίμου, η ποικίλη ένταση των παραβατικών συμπεριφορών (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 89 ανωτέρω, σκέψη 364).

261    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 331 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, «μολονότι εξακολουθούσε να είναι πεπεισμένη ότι [επρόκειτο] για μια ενιαία παράβαση καλύπτουσα ταυτοχρόνως το PH και το PBS», θα ελάμβανε υπόψη, για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου, «το γεγονός ότι η σύμπραξη σχετικά με το PBS [είχε] αρχίσει αργότερα απ’ ό,τι η σύμπραξη σχετικά με το [PH] και έπαυσε πριν από αυτήν».

262    Έτσι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού του προστίμου, το γεγονός ότι οι σχετικές με το PBS συμπεριφορές ήσαν μικρότερης διάρκειας σε σχέση με το σύνολο της παραβάσεως.

263    Η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν ενήργησε, στην πραγματικότητα, κατ’ αυτόν τον τρόπο, λόγω του γεγονότος και μόνον ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 457 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως περιέχουν την αναφορά στο μέγεθος των συνδυασμένων αγορών του PH και του PBS και δεν εκθέτουν τον ακριβή τρόπο κατά τον οποίο αντικατοπτρίσθηκε η διάρκεια των συμπεριφορών συμπαιγνίας σχετικά με έκαστο των προϊόντων αυτών κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού.

264    Συγκεκριμένα, αφενός, στην αιτιολογία της αποφάσεώς της, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να περιλάβει αριθμητικά στοιχεία ή μια πιο λεπτομερή έκθεση σχετικά με τον τρόπο υπολογισμού του προστίμου (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψη 50).

265    Αφετέρου, σε απάντηση σε γραπτή ερώτηση που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο, η Επιτροπή διευκρίνισε ότι είχε πράγματι επιλέξει να λάβει υπόψη τη διαφορετική διάρκεια των συμπεριφορών σχετικά με το PBS, όχι στο πλαίσιο της προσαυξήσεως του ποσού του προστίμου βάσει της διάρκειας, αλλά κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού, με δεδομένο ότι δεν επρόκειτο παρά για έναν από τους παράγοντες που ελήφθησαν υπόψη για να καθοριστεί το αρχικό ποσό σε προσήκον επίπεδο.

266    Συναφώς, υποστηρίζοντας ότι η συνεκτίμηση της περιορισμένης διάρκειας των συμπεριφορών στην αγορά του PBS θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια μια αναλογική μείωση του αρχικού ποσού του προστίμου, η προσφεύγουσα παραγνωρίζει τη νομολογία κατά την οποία ο καθορισμός ενός προσήκοντος αρχικού ποσού δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα απλού αριθμητικού υπολογισμού, το δε μέγεθος της επηρεασθείσας αγοράς δεν αποτελεί εξάλλου παρά ένα μόνο από τα στοιχεία τα οποία μπορούν να ληφθούν υπόψη για να καθοριστεί το ποσό αυτό (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 255 ανωτέρω, σκέψη 243).

267    Η αιτίαση που αντλείται από τη μη συνεκτίμηση της περιορισμένης διάρκειας των σχετικών με το PBS συμπεριφορών δεν είναι συνεπώς βάσιμη.

268    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το αρχικό ποσό του προστίμου, που καθορίστηκε στα 50 εκατομμύρια ευρώ, είναι δυσανάλογο με βάση τις κατευθυντήριες γραμμές και την προηγούμενη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της Επιτροπής και ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι συναφώς ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

269    Συναφώς, όσον αφορά την προηγούμενη πρακτική την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην τήρηση των κανόνων περί ανταγωνισμού. Το γεγονός ότι, στο παρελθόν, η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν της στερεί τη δυνατότητα να αυξήσει οποτεδήποτε το ποσό αυτό, προκειμένου να διασφαλίσει την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού και να ενισχύσει το αποτρεπτικό αποτέλεσμα των προστίμων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑68/04, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2511, σκέψη 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

270    Ως προς τις κατευθυντήριες γραμμές, πρέπει να επισημανθεί ότι, όσον αφορά, εν προκειμένω, μια παράβαση χαρακτηρισθείσα ως πολύ σοβαρή, πράγμα το οποίο η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε, ένα αρχικό ποσό 50 εκατομμυρίων ευρώ δεν μπορεί να θεωρηθεί προδήλως δυσανάλογο με βάση την κλίμακα που προβλέπουν οι κατευθυντήριες γραμμές.

271    Ως προς την προβαλλόμενη ανεπαρκή αιτιολόγηση της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, κατά πάγια νομολογία, οι απαιτήσεις του ουσιώδους αυτού τύπου ικανοποιούνται όταν η Επιτροπή εκθέτει, με την απόφασή της, τα στοιχεία εκτιμήσεως τα οποία έλαβε υπόψη για να μετρήσει τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (βλ. απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 208 ανωτέρω, σκέψη 463 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

272    Εν προκειμένω, η Επιτροπή ικανοποίησε τις απαιτήσεις αυτές, έχοντας αναφέρει, στις αιτιολογικές σκέψεις 453 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα στοιχεία βάσει των οποίων μπόρεσε να μετρήσει τη σοβαρότητα της οικείας παραβάσεως, ήτοι αυτά που συνδέονται με τη φύση της, την έκταση και το μέγεθος των σχετικών αγορών, και έχοντας εξηγήσει την εφαρμογή τους στη συγκεκριμένη περίπτωση.

273    Επιπλέον, όσον αφορά την αιτιολόγηση του αρχικού ποσού σε απόλυτους αριθμούς, υπενθυμίζεται ότι τα πρόστιμα συνιστούν μέσον ασκήσεως της πολιτικής επί του ανταγωνισμού της Επιτροπής, η οποία πρέπει να διαθέτει διακριτική ευχέρεια κατά τον καθορισμό τους, προκειμένου να κατευθύνει τις επιχειρήσεις προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Συνεπώς, δεν μπορεί να απαιτηθεί από την Επιτροπή να παράσχει στοιχεία αιτιολογίας πέραν εκείνων που αφορούν τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (απόφαση της 8ης Οκτωβρίου 2008, SGL Carbon κατά Επιτροπής, σκέψη 269 ανωτέρω, σκέψη 32).

274    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση είναι αβάσιμη.

275    Τρίτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή κακώς παρέλειψε να εξετάσει τον πραγματικό αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά, όσον αφορά τις περιόδους πέραν εκείνων κατά τις οποίες είχαν πράγματι εφαρμοσθεί, κατά την προσφεύγουσα, οι συμφωνίες σχετικά με τις τιμές, ήτοι μεταξύ του Αυγούστου 1997 και της 18ης Μαΐου 2000 για το PH και μεταξύ της 14ης Μαΐου 1998 και της 19ης Δεκεμβρίου 1999 για το PBS.

276    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει τον βαθμό στον οποίο οι τιμές είχαν επηρεασθεί ή, τουλάχιστον, να εκτιμήσει την πιθανότητα ενός πραγματικού αποτελέσματος στην αγορά κατά τη διάρκεια των οικείων περιόδων.

277    Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, καίτοι η ύπαρξη πραγματικού αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά αποτελεί στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη προς εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως, εντούτοις πρόκειται για ένα κριτήριο μεταξύ άλλων, όπως είναι ο χαρακτήρας της ίδιας της παραβάσεως και η έκταση της γεωγραφικής αγοράς. Ομοίως, όπως προκύπτει από το σημείο 1 A, πρώτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών, ο αντίκτυπος αυτός στην αγορά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον εφόσον είναι δυνατό να μετρηθεί.

278    Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι οριζόντιες συμπράξεις που αφορούν τις τιμές ή τις κατανομές αγορών, όπως η επίμαχη παράβαση εν προκειμένω, μπορούν να χαρακτηρισθούν ως πολύ σοβαρές παραβάσεις βάσει και μόνον της φύσεώς τους, χωρίς να υποχρεούται η Επιτροπή να αποδείξει την ύπαρξη συγκεκριμένου αντίκτυπου της παραβάσεως στην αγορά. Ο συγκεκριμένος αντίκτυπος της παραβάσεως δεν αποτελεί παρά ένα στοιχείο μεταξύ άλλων, το οποίο, εφόσον είναι δυνατό να μετρηθεί, μπορεί να δώσει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αυξήσει το αρχικό ποσό του προστίμου πέραν του ελάχιστου δυνατού ποσού των 20 εκατομμυρίων ευρώ (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑534/07 P, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7415, σκέψεις 74 και 75).

279    Εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι δεν ήταν δυνατό να μετρηθεί το πραγματικό αποτέλεσμα στην αγορά του ΕΟΧ του συνόλου των επίμαχων παραβατικών διακανονισμών και ότι, κατά συνέπεια, δεν στηρίχθηκε ειδικώς σε ένα τέτοιο αποτέλεσμα, δυνάμει του κανόνα ότι το πραγματικό αποτέλεσμα δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη παρά μόνον όταν είναι μετρήσιμο.

280    Στην ίδια αιτιολογική σκέψη η Επιτροπή τόνισε ότι οι διακανονισμοί συμπαιγνίας είχαν τεθεί σε εφαρμογή από τους Ευρωπαίους παραγωγούς και ότι η εφαρμογή αυτή παρήγαγε πράγματι αποτελέσματα στην αγορά, έστω και αν τα πραγματικά αποτελέσματα ήταν «εξ υποθέσεως δυσχερώς μετρήσιμα».

281    Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που περιέχει το συμπέρασμα σχετικά με τον χαρακτηρισμό της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής, η Επιτροπή αναφέρθηκε όχι μόνο στη φύση της παραβάσεως, στη γεωγραφική έκταση και στο μέγεθος της αγοράς, αλλά και στο γεγονός ότι η παράβαση «[έπρεπε] να είχε κάποιο αποτέλεσμα».

282    Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η επίμαχη σύμπραξη, δεδομένου ότι εφαρμόστηκε επί του συνόλου του εδάφους του ΕΟΧ και είχε ως αντικείμενο την κατανομή των μεριδίων αγοράς και των πελατών, καθώς και έναν καθορισμό στόχων σχετικά με τις τιμές, η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε την παράβαση ως πολύ σοβαρή, λαμβανομένης υπόψη της φύσεώς της, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει τον συγκεκριμένο αντίκτυπο αυτής στην αγορά.

283    Έτσι, η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η παράβαση, συνολικά θεωρούμενη, «[έπρεπε] να είχε κάποιο αποτέλεσμα» στην αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά επικουρική ένδειξη ληφθείσα υπόψη κατά τον καθορισμό της σοβαρότητας της παραβάσεως.

284    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την εν λόγω διαπίστωση αυτή καθαυτή, αλλά απλώς υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να αναγνωρίσει το γεγονός ότι η παράβαση δεν είχε πραγματικά αποτελέσματα κατά τη διάρκεια ορισμένων παραβατικών περιόδων και να το λάβει υπόψη κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού.

285    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν στρέφεται συνεπώς, στην πραγματικότητα, κατά του χαρακτηρισμού της παραβάσεως ως πολύ σοβαρής, αλλά αποσκοπεί στο να θέσει υπό αμφισβήτηση το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε από την Επιτροπή σε συνάρτηση με τη σοβαρότητά της.

286    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι ο συγκεκριμένος αντίκτυπος της παραβάσεως, αν είναι μετρήσιμος, αποτελεί ένα από τα στοιχεία που μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση του αρχικού ποσού του προστίμου πέραν του ελάχιστου δυνατού ποσού, εν προκειμένω, από την αιτιολογική σκέψη 455 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή έκρινε ότι ο εν λόγω αντίκτυπος δεν ήταν μετρήσιμος και, επομένως, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

287    Στο μέτρο που η προσφεύγουσα αναφέρεται στην απόφαση της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψεις 241 έως 254), με την οποία το Πρωτοδικείο μείωσε το ποσό του προστίμου που είχε καθοριστεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα της παραβάσεως, αφού διαπίστωσε ότι η Επιτροπή είχε καθορίσει το ποσό αυτό λαμβάνοντας υπόψη τον συγκεκριμένο αντίκτυπο στην αγορά, μολονότι το στοιχείο αυτό δεν είχε αποδειχθεί για όλη τη διάρκεια της παραβάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι, σε αντίθεση προς τις περιστάσεις της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν στηρίχθηκε στον συγκεκριμένο αντίκτυπο της παραβάσεως στην αγορά για να καθορίσει το ύψος του προστίμου.

288    Περαιτέρω, όσον αφορά ένα προαιρετικό στοιχείο στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε τους λόγους της διαπιστώσεώς της όσον αφορά τον μη μετρήσιμο χαρακτήρα του συγκεκριμένου αντίκτυπου της παραβάσεως.

289    Συγκεκριμένα, καθορίζοντας το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, η Επιτροπή ορθώς απέκλεισε, χωρίς να υποχρεούται να δικαιολογήσει την επιλογή αυτή, τον επίμαχο παράγοντα και στηρίχθηκε σε άλλα στοιχεία, όπως είναι η φύση της παραβάσεως, η γεωγραφική της έκταση και το μέγεθος της αγοράς.

290    Κατά συνέπεια, κακώς η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει τον συγκεκριμένο αντίκτυπο της συμπράξεως στην αγορά και να λάβει υπόψη την απουσία ενός τέτοιου αντίκτυπου κατά τη διάρκεια ορισμένων παραβατικών περιόδων, ή άλλως να εκθέσει τους ειδικούς λόγους που στήριξαν την εκτίμησή της ότι ο εν λόγω αντίκτυπος δεν ήταν μετρήσιμος.

291    Κατόπιν των προεκτεθέντων, οι αιτιάσεις σχετικά με την εκτίμηση της σοβαρότητας της παραβάσεως και τον καθορισμό του αρχικού ποσού του προστίμου δεν μπορούν να γίνουν δεκτές.

–       Επί του αποτρεπτικού αποτελέσματος

292    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε την εφαρμογή της προσαυξήσεως του ποσού του προστίμου λόγω του αποτρεπτικού αποτελέσματος, καθόσον παρέλειψε να εξηγήσει την αναγκαιότητα της προσαυξήσεως αυτής με βάση την ιδιαίτερη κατάστασή της και να εκτιμήσει την πιθανότητα υποτροπής. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, η επίμαχη προσαύξηση κατά 50 % είναι υπερβολική σε σχέση με τον σκοπό ο οποίος συνίστατο στην αποτροπή της υποτροπής και είναι δυσανάλογη, ανεξάρτητα από το μέγεθος της επιχειρήσεώς της.

293    Όσον αφορά την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να τονιστεί ότι η Επιτροπή ανέφερε ότι έπρεπε να καθορίσει το ύψος των προστίμων σε ένα επίπεδο που να εξασφαλίζει ένα επαρκές αποτρεπτικό αποτέλεσμα, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους εκάστης επιχειρήσεως (αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

294    Στην ίδια αιτιολογική σκέψη, η Επιτροπή πολλαπλασίασε επί ένα συντελεστή 1,5 το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό μέγεθός της, που προκύπτει από τον σημαντικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών της κατά την πιο πρόσφατη οικονομική χρήση πριν από την προσβαλλόμενη απόφαση.

295    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τις εκτιμήσεις αυτές, η Επιτροπή εξέθεσε, επαρκώς κατά νόμο, τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να προσαυξηθεί, για σκοπούς αποτροπής, το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, παρέχοντας έτσι τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να γνωρίσει τη δικαιολόγηση της προσαυξήσεως αυτής, που πραγματοποιήθηκε με βάση την ιδιαίτερη κατάστασή της, και να προβάλει τα δικαιώματά της, καθώς και στον δικαστή της Ενώσεως να ασκήσει τον έλεγχό του.

296    Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της εκθέσεως των λόγων που δικαιολογούν το επίπεδο του προστίμου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εκθέσει τα αριθμητικά στοιχεία που οδήγησαν, ιδίως όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα, την άσκηση της εξουσίας της εκτιμήσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Cascades κατά Επιτροπής, σκέψη 264 ανωτέρω, σκέψεις 39 έως 48, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3389, σκέψη 125).

297    Ως προς το βάσιμο της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει καταρχάς να υπομνησθεί ότι, προκειμένου να καθορίσει το ποσό του προστίμου, η Επιτροπή πρέπει να μεριμνά ώστε το ποσό αυτό να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 106, και Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, σκέψη 158 ανωτέρω, σκέψη 63).

298    Συναφώς, η Επιτροπή μπορεί μεταξύ άλλων να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικείας επιχειρήσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 297 ανωτέρω, σκέψη 120, και Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 255 ανωτέρω, σκέψη 243).

299    Ομοίως, το σημείο 1 A, τέταρτο εδάφιο, των κατευθυντήριων γραμμών προβλέπει ότι πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η πραγματική οικονομική ικανότητα των παραβατών να προξενήσουν σημαντική ζημία στους λοιπούς οικονομικούς παράγοντες, ιδίως στους καταναλωτές, και το ύψος του προστίμου πρέπει να ορίζεται σε τέτοιο επίπεδο ώστε να έχει επαρκώς αποτρεπτικό χαρακτήρα.

300    Εν προκειμένω, όσον αφορά τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας που αντλείται από τον φερόμενο ως δυσανάλογο χαρακτήρα της επίμαχης προσαυξήσεως, πρέπει να τονιστεί ότι, εφόσον η κολαζόμενη παράβαση αντιστοιχεί σε συμπεριφορές των οποίων η έλλειψη νομιμότητας αναγνωρίστηκε από την Επιτροπή επανειλημμένως από τις πρώτες σχετικές παρεμβάσεις της, η Επιτροπή μπορούσε να καθορίσει το ποσό του προστίμου σε επαρκώς αποτρεπτικό επίπεδο, χωρίς να υποχρεούται να εκτιμήσει την πιθανότητα υποτροπής εκ μέρους της προσφεύγουσας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑101/05 και T‑111/05, BASF και UCB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψεις 46 και 47).

301    Πρέπει εν συνεχεία να τονιστεί ότι η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση της τηρήσεως των κανόνων του ανταγωνισμού. Συναφώς, λαμβανομένου υπόψη του μεγέθους της προσφεύγουσας που πιστοποιείται από τον ιδιαίτερα σημαντικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών της, η επίμαχη προσαύξηση, κατά 50 %, δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη σε σχέση με τον στόχο της αποτροπής.

302    Περαιτέρω, εφόσον η επίμαχη προσαύξηση στηρίζεται στην εκτίμηση η οποία δεν ελήφθη υπόψη κατά τον καθορισμό του αρχικού ποσού, ήτοι στην ανάγκη εξασφαλίσεως του αποτρεπτικού χαρακτήρα του προστίμου λαμβανομένων υπόψη των συνολικών σημαντικών πόρων της προσφεύγουσας, η τελευταία αυτή δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι το αρχικό ποσό έλαβε επαρκώς υπόψη τον στόχο της αποτροπής.

303    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

–       Επί της διάρκειας της παραβάσεως

304    Στην αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε συμμετάσχει σε μια παράβαση μακράς διάρκειας, που διαπράχθηκε από της 31ης Ιανουαρίου 1994 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, ήτοι κατά τη διάρκεια μιας περιόδου έξι ετών και ένδεκα μηνών. Κατά συνέπεια, το αρχικό ποσό του προστίμου της προσαυξήθηκε κατά 65 %, ήτοι κατά 10 % για κάθε πλήρες έτος συμμετοχής στην παράβαση και κατά 5 % για την υπόλοιπη περίοδο.

305    Αφενός, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση αυτή, υποστηρίζοντας ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε τη συμμετοχή της στην παράβαση για την περίοδο πριν από τον Αύγουστο 1997, ούτε για εκείνη μετά τις 18 Μαΐου 2000.

306    Δεδομένου όμως ότι η αιτίαση αυτή συγχέεται πλήρως με την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο των δύο πρώτων λόγων που εξετάσθηκαν ανωτέρω και οι οποίοι αφορούν τη διάρκεια της παραβάσεως, παρέλκει η αυτοτελής εξέτασή της.

307    Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ήταν η πρώτη επιχείρηση που προσκόμισε, στο πλαίσιο της συνεργασίας της με την Επιτροπή, αποδείξεις για την ύπαρξη της συμπράξεως μεταξύ Αυγούστου 1997 και Φεβρουαρίου 1998. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν μπορούσε συνεπώς να λάβει υπόψη την περίοδο αυτή κατά τον καθορισμό του ποσού του προστίμου της.

308    Κατά το σημείο 23, στοιχείο β΄, τελευταίο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, «εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία».

309    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι αποδείξεις της παραβάσεως που προσκόμισε στο πλαίσιο της συνεργασίας της είχαν άμεσο αντίκτυπο στον καθορισμό της διάρκειας της συμπράξεως, στον βαθμό που παρέσχον τη δυνατότητα στην Επιτροπή να τοποθετήσει την ημερομηνία ενάρξεως της παραβάσεως τον Αύγουστο του 1997.

310    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι το επιχείρημα αυτό στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε επαρκώς κατά νόμο την ύπαρξη της παραβάσεως κατά την περίοδο πριν από τον Αύγουστο του 1997.

311    Δεδομένου όμως ότι αυτή η εκτίμηση απορρίφθηκε μετά την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 170 ανωτέρω), το υπό κρίση επιχείρημα ομοίως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, στον βαθμό που η Επιτροπή απέδειξε, ορθώς, ότι η σύμπραξη αφορούσε περιόδους πριν από τον Αύγουστο του 1997, η απόδειξη που προσκόμισε η προσφεύγουσα, σχετικά με την επακόλουθη περίοδο, δεν μπορούσε να έχει άμεσο αντίκτυπο στον καθορισμό της διάρκειας της συμπράξεως.

312    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η υπό κρίση αιτίαση, στον βαθμό που αφορά τη διάρκεια της παραβάσεως, δεν χρήζει αυτοτελούς εξετάσεως σε σχέση με αυτή στην οποία υποβλήθηκαν ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος ανωτέρω και δεν είναι βάσιμη κατά τα λοιπά.

–       Επί της μη συνεκτιμήσεως της συνεργασίας της προσφεύγουσας πέραν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

313    Επικουρικώς σε σχέση με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από εσφαλμένη εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και ο οποίος εξετάζεται κατωτέρω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε πλήρως υπόψη τη συνεργασία της πέραν του πεδίου εφαρμογής της ανακοινώσεως αυτής, ως ελαφρυντική περίσταση.

314    Αρκεί να υπομνησθεί συναφώς ότι, όσον αφορά τις παραβάσεις που εμπίπτουν πράγματι στο πεδίο εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, καταρχήν, ο ενδιαφερόμενος δεν μπορεί βασίμως να προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε υπόψη τον βαθμό της συνεργασίας του ως ελαφρυντική περίσταση, εκτός του νομικού πλαισίου της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 586 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

315    Εν προκειμένω, η εκτίμηση αυτή ισχύει τοσούτω μάλλον που η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη συνεργασία της προσφεύγουσας, μειώνοντας το ποσό του προστίμου κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί βασίμως να προσάπτεται στην Επιτροπή ότι δεν εφάρμοσε πρόσθετη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, πέραν του πεδίου εφαρμογής της εν λόγω ανακοινώσεως.

316    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση αιτίαση και, επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του δεν μπορούν να γίνουν δεκτοί.

 Επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

317    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως αποτελείται από τρεις αιτιάσεις που αφορούν, πρώτον, την εκτίμηση της ημερομηνίας της αιτήσεως περί επιείκειας της προσφεύγουσας, δεύτερον, την κατάταξή της σε σχέση με δύο άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και, τρίτον, το επίπεδο της χορηγηθείσας μειώσεως του ποσού του προστίμου.

–       Επί της εκτιμήσεως της ημερομηνίας της αιτήσεως της προσφεύγουσας

318    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι κακώς η Επιτροπή θεώρησε ότι η αίτησή της περί επιείκειας είχε υποβληθεί στις 4 Απριλίου 2003, αντί στις 3 Απριλίου, στις 09:30, ημερομηνία κατά την οποία είχε επικοινωνήσει με την Επιτροπή τηλεφωνικώς, αναγνωρίζοντας τη συμμετοχή της στην παράβαση και ζητώντας συνάντηση προκειμένου να προσκομίσει μια προφορική απόδειξη.

319    Οι αιτήσεις περί επιείκειας πρέπει να εξετάζονται με τη σειρά της παραλαβής τους, ανεξάρτητα από το αν ο αιτών είναι έτοιμος να παράσχει τις πληροφορίες εγγράφως ή προφορικώς. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπέβαλε την αίτησή της κατά την τηλεφωνική συνδιάλεξη της 3ης Απριλίου, την οποία ακολούθησε μια τηλεομοιοτυπία, που απεστάλη την ίδια ημέρα στις 13:24 και με την οποία η προσφεύγουσα ζήτησε επείγουσα συνάντηση προκειμένου να κάνει μια προφορική δήλωση.

320    Η άρνηση της Επιτροπής να θεωρήσει μια τέτοια αίτηση ως αίτηση περί επιείκειας περιάγει σε δυσμενή θέση την επιχείρηση η οποία επιθυμεί να κάνει μια προφορική δήλωση, για την οποία απαιτείται χρόνος από οργανωτικής απόψεως. Κατά την προσφεύγουσα, όταν μια επιχείρηση αναγνωρίζει μια παράβαση και επιθυμεί να συνεργασθεί κάνοντας, χωρίς καθυστέρηση και σε ένα συμφωνημένο με την Επιτροπή χρονικό σημείο, μια δήλωση, η αίτησή της πρέπει να τεκμαίρεται ως υποβληθείσα κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο αυτή ζήτησε συνάντηση με την Επιτροπή προκειμένου να κάνει τη δήλωσή της.

321    Οι προφορικές δηλώσεις των επιχειρήσεων αποτελούν αναγνωρισμένο μέσον για την υποβολή αιτήσεων περί επιείκειας. Η προσέγγιση όμως που ακολούθησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση αποθαρρύνει τις επιχειρήσεις όσον αφορά την προσκόμιση προφορικής αποδείξεως και έρχεται σε αντίθεση με του σκοπούς της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ήταν η μοναδική επιχείρηση που παρουσίασε τα στελέχη της, που υπήρξαν άμεσοι μάρτυρες της συμπράξεως, προκειμένου να προβούν σε προφορικές δηλώσεις και να απαντήσουν στις ερωτήσεις της Επιτροπής.

322    Κατά την προσφεύγουσα, το τηλεφώνημα και η τηλεομοιοτυπία της 3ης Απριλίου επιβεβαιώνουν την αίτησή της να της καθοριστεί μια συνάντηση προκειμένου να υποβάλει αίτηση περί επιείκειας, αναφέροντας τη φύση των πληροφοριών που σκόπευε να ανακοινώσει στην Επιτροπή το γρηγορότερο δυνατόν. Με μια δεύτερη τηλεομοιοτυπία, που απέστειλε την ίδια ημέρα στις 17:24, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι ήταν έτοιμη να δώσει άμεσα πληροφορίες και θα ετίθετο στη διάθεση της Επιτροπής για την πραγματοποίηση μιας κοινής συσκέψεως την ίδια ημέρα ή την επομένη.

323    Έτσι, οι εν λόγω κοινοποιήσεις ανέφεραν σαφώς τον σκοπό της συσκέψεως και τη φύση των πληροφοριών που η προσφεύγουσα σκόπευε να υποβάλει στην Επιτροπή. Το γεγονός ότι οι κοινοποιήσεις αυτές δεν περιείχαν, αυτές καθαυτές, πληροφορίες σχετικά με την παράβαση δεν ασκεί επιρροή.

324    Αρνούμενη να θεωρήσει ότι η προσφεύγουσα είχε υποβάλει την αίτησή της περί επιείκειας στις 3 Απριλίου 2003 στις 09:30, ή, επικουρικώς, στις 13:24, η Επιτροπή παραγνώρισε τις ιδιομορφίες που είναι εγγενείς σε μια προφορική αίτηση, κατά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και των σημείων 21 έως 23 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

325    Επιπλέον, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και την αρχή της χρηστής διοικήσεως. Η προσφεύγουσα μπορούσε δικαιολογημένα να πιστέψει ότι η αίτησή της θα εθεωρείτο ότι είχε υποβληθεί κατά το χρονικό σημείο του τηλεφωνήματός της. Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπέκειτο στην Επιτροπή να ενημερώσει την προσφεύγουσα σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο προετίθετο να εφαρμόσει την ανακοίνωση περί της συνεργασίας, πράγμα το οποίο θα είχε παράσχει τη δυνατότητα στην προσφεύγουσα να υποβάλει άμεσα μια έγγραφη αίτηση με τηλεομοιοτυπία.

326    Επιφυλάσσοντας προνομιακή μεταχείριση στην επιχείρηση που απέστειλε τα έγγραφα με τηλεομοιοτυπία, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως εις βάρος της προσφεύγουσας, η οποία επιθυμούσε να προσκομίσει μια προφορική απόδειξη.

327    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Επί της κατατάξεως της προσφεύγουσας σε σχέση με δύο άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

328    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε ότι η EKA Chemicals και η Arkema πληρούσαν, κατά τον χρόνο υποβολής των αντίστοιχων αιτήσεών τους περί επιείκειας, την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

329    Η Επιτροπή έλαβε αποκλειστικώς υπόψη τον χρόνο υποβολής των αιτήσεων περί επιείκειας εκ μέρους της EKA Chemicals και της Arkema και παρέλειψε να εξετάσει αν οι εταιρίες αυτές είχαν προσκομίσει κάποια απόδειξη σημαντικής προστιθέμενης αξίας, κατά παράβαση των σημείων 21 έως 23 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 καθώς και της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

330    Τα στοιχεία όμως που παρέσχον οι EKA Chemicals και Arkema δεν αποτελούσαν απόδειξη σημαντικής προστιθέμενης αξίας και, επομένως, δεν πληρούσαν την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

331    Όσον αφορά την EKA Chemicals, η πλειονότητα των στοιχείων που παρασχέθηκαν με την τηλεομοιοτυπία της 29ης Μαρτίου 2003 και με την προφορική της δήλωση της 31ης Μαρτίου 2003 αφορούσαν τις συμφωνίες μεταξύ των δύο Σκανδιναβών παραγωγών και δεν ασκούσαν συνεπώς επιρροή όσον αφορά την απόδειξη της συμπράξεως εντός του ΕΟΧ. Ένα μεγάλο μέρος των στοιχείων αυτών αφορούσε περιστατικά προγενέστερα της ενάρξεως της συμπράξεως.

332    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε στα στοιχεία που προσκόμισε η EKA Chemicals μόνον έξι φορές και αποκλειστικά όσον αφορά την περίοδο πριν από τον Αύγουστο του 1997. Τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία ήταν περιορισμένης αξίας, καθόσον δεν επιβεβαιώθηκαν, ήσαν αόριστα και δεν ήσαν πειστικά. Στην πραγματικότητα, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τα στοιχεία που παρέσχε η ΕΚΑ αποκλειστικά στις 8 Οκτωβρίου 2004. Η EKA Chemicals, δεδομένου ότι είχε συμμετάσχει στη σύμπραξη αποκλειστικά μέχρι την είσοδό της στην «ηπειρωτική αγορά» (αιτιολογική σκέψη 364 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν μπορούσε να προσκομίσει στοιχεία σχετικά με την αγορά αυτή.

333    Όσον αφορά την Arkema, οι νομικοί της σύμβουλοι είχαν αποστείλει στην Επιτροπή μια τηλεομοιοτυπία στις 3 Απριλίου 2003, επισυνάπτοντας δεκατρία παραρτήματα και αναφέροντας ότι περιείχαν έγγραφα σχετικά με την παράβαση.

334    Επρόκειτο για χειρόγραφα σημειώματα και καρτέλες, χωρίς χρονολογία, χωρίς τίτλους, εκ των οποίων ορισμένα ήσαν δυσανάγνωστα και κακής ποιότητας, ή ακόμη και ημιτελή, ενώ άλλα περιείχαν σύμβολα και συντομογραφίες, που ήσαν ακατανόητα χωρίς άλλες εξηγήσεις. Η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε, στην επιστολή που απέστειλε στην προσφεύγουσα την 1η Απριλίου 2005, ότι ήταν δυσχερής η ανάγνωση των εγγράφων αυτών. Η Arkema παρέσχε εξηγήσεις ή σχόλια σχετικά με τα έγγραφα αυτά μόλις στις 26 Μαΐου 2003.

335    Τα επίμαχα έγγραφα δεν μπορούσαν να θεωρηθούν αποδεικτικά στοιχεία, διότι δεν καθιστούσαν δυνατή την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών χωρίς πρόσθετες εξηγήσεις. Δεν περιείχαν ενδείξεις σχετικά με τις ημερομηνίες, τους τόπους, το αντικείμενο των συζητήσεων, τους συμμετέχοντες, και δεν μπορούσε από αυτά να συναχθεί ότι αφορούσαν το PH.

336    Μόνον οι μεταγενέστερες εξηγήσεις, που παρασχέθηκαν στις 26 Μαΐου 2003, προσέδωσαν αποδεικτική ισχύ στα επίμαχα έγγραφα. Συγκεκριμένα, για έκαστο των εγγράφων της 3ης Απριλίου 2003, ήταν αναγκαία μια λεπτομερής εξήγηση, η οποία δόθηκε στις 26 Μαΐου 2003, για να γίνει κατανοητό το περιεχόμενό του και να εκτιμηθεί η σημασία τους.

337    Μόνο στις 26 Μαΐου 2003, περίπου επτά εβδομάδες μετά την αρχική τηλεομοιοτυπία, η Arkema προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία. Ο χρόνος που ήταν αναγκαίος για να προσκομισθούν τα εν λόγω στοιχεία αποδεικνύει τον ακατάλληλο και ελλιπή χαρακτήρα της κοινοποιήσεως της 3ης Απριλίου 2003, η οποία ήταν καρπός μιας «βιαστικής και ανάρμοστης απόπειρας» της Arkema με την οποία αποσκοπούσε να της χορηγηθεί επιείκεια ταυτόχρονα σε διάφορες υποθέσεις. Δείγμα της βιασύνης αυτής είναι το γεγονός ότι τα παραρτήματα που γνωστοποιήθηκαν στις 3 Απριλίου 2003 υποβλήθηκαν σε λάθος σειρά, ή ακόμη και υπό ελλιπή μορφή, και έπρεπε να συμπληρωθούν από έγγραφα που προσκομίσθηκαν στις 26 Μαΐου 2003.

338    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε ταυτοχρόνως στα έγγραφα που προσκομίσθηκαν στις 3 Απριλίου 2003, σε αυτά που προσκομίσθηκαν στις 26 Μαΐου 2003 και στις εξηγήσεις που δόθηκαν την ίδια ημέρα. Όταν η Επιτροπή κάνει αναφορά σε ένα έγγραφο προσκομισθέν στις 3 Απριλίου 2003, στηρίζεται ρητώς στις εξηγήσεις της 26ης Μαΐου 2003 (βλ., για παράδειγμα, αιτιολογική σκέψη 185 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στις 3 Απριλίου 2003 χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά σε αναφορά προς μία και μόνο σύσκεψη (αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και για την αναφορά αυτή ήταν επίσης αναγκαία η αναφορά στις εξηγήσεις της 26ης Μαΐου 2003.

339    Περαιτέρω, η Arkema δεν ζήτησε την επιείκεια όσον αφορά το PBS και δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο σχετικά με το PBS πριν από τις 15 Ιουλίου 2003. Η Επιτροπή δεν μπορούσε συνεπώς βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα έγγραφα που προσκομίσθηκαν στις 3 Απριλίου 2003 αφορούσαν τα δύο προϊόντα που αποτελούσαν αντικείμενο της έρευνας.

340    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

–       Επί του επιπέδου της μειώσεως που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα

341    Επικουρικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, αρνούμενη να της χορηγήσει, λόγω της συνεργασίας της, τη μέγιστη μείωση, κατά 20 %, που προβλέπεται για την τρίτη επιχείρηση που πληροί την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

342    Το επίπεδο της μειώσεως καθορίστηκε με βάση το χρονικό σημείο κατά το οποίο προσκομίσθηκαν οι αποδείξεις και τη σημαντική προστιθέμενη αξία των εν λόγω αποδείξεων. Η Επιτροπή όμως δεν εξέτασε τον βαθμό στον οποίο οι πληροφορίες της προσφεύγουσας αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία.

343    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν αξιολόγησε ορθώς το περιεχόμενο των πληροφοριών της προσφεύγουσας. Εν αντιθέσει προς τις πληροφορίες της EKA Chemicals και της Arkema, αυτές που παρέσχε η προσφεύγουσα αφορούσαν τόσο το PH όσο και το PBS. Η προσφεύγουσα παρέσχε λεπτομερείς και ακριβείς πληροφορίες σχετικά με όλες τις σημαντικές συσκέψεις που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και οι οποίες διοργανώθηκαν μεταξύ Αυγούστου του 1997 και τέλους του 1998 για το PH και μεταξύ Μαΐου 1998 και Δεκεμβρίου 1999 για το PBS. Για να αποδείξει την παράβαση, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε όλες σχεδόν τις συσκέψεις που ανέφερε η προσφεύγουσα.

344    Συναφώς, η Επιτροπή έπρεπε να θεωρήσει ότι η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη που παρέσχε λεπτομερείς, και συνεπώς νέες, πληροφορίες όσον αφορά το σύνολο των εν λόγω συσκέψεων που αποτελούσαν την ουσία της συμπράξεως. Κακώς η Επιτροπή είπε ότι και άλλες επιχειρήσεις την είχαν ήδη πληροφορήσει σχετικά με τις συσκέψεις αυτές. Δεν μπορούσε να περιοριστεί στην εκτίμηση της αποδείξεως που προσκόμισε η προσφεύγουσα «ως ένα σύνολο», αλλά θα έπρεπε να εκτιμήσει έκαστο των στοιχείων.

345    Η Επιτροπή παραγνώρισε τη φύση των πληροφοριών της προσφεύγουσας, διαπιστώνοντας ότι ενίσχυαν απλώς τις πληροφορίες που είχε ήδη παράσχει η Degussa. Η προσφεύγουσα προσκόμισε πρόσθετες ουσιώδεις αποδείξεις, που περιείχαν άμεσες μαρτυρίες. Η Επιτροπή στηρίχθηκε μόνο δέκα φορές στις πληροφορίες της Degussa, στις οποίες δεν γινόταν λόγος, μεταξύ άλλων, για τις συσκέψεις του 1997 σχετικά με το PH, τις οποίες αποκάλυψε η προσφεύγουσα.

346    Η Επιτροπή έπρεπε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι μόνον η προσφεύγουσα είχε θέσει στη διάθεσή της το στελεχικό προσωπικό της, το οποίο απέδειξε άμεσα την παράβαση, ότι δεν περιορίστηκε σε γραπτές δηλώσεις μέσω των δικηγόρων της και ότι είχε συνεργασθεί συνεχώς μετά την αίτησή της περί επιείκειας, απαντώντας στις αιτήσεις παροχής πληροφοριών και παρέχοντας αυθορμήτως πρόσθετες πληροφορίες. Η Επιτροπή κακώς θεώρησε ότι οι προφορικές μαρτυρίες των μετεχόντων σε σύσκεψη είχαν μικρότερη αποδεικτική αξία απ’ ό,τι οι έγγραφες αποδείξεις.

347    Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε πληροφορίες που παρέσχε η προσφεύγουσα. Η Επιτροπή, μη λαμβάνοντας υπόψη τον σημαντικό βαθμό της συνεργασίας αυτής, δεν εφάρμοσε ορθά το σημείο 23 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

348    Η μείωση που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα είναι ιδιαιτέρως ισχνή και δυσανάλογη, τόσο σε σχέση με τη μέγιστη μείωση που προβλέπει η ανακοίνωση περί της συνεργασίας όσο και σε σχέση με τις μειώσεις που χορηγήθηκαν στις άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, μεταξύ άλλων στην Arkema, πράγμα που είχε ως συνέπεια παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Η προσφεύγουσα συνέβαλε στην απόδειξη της παραβάσεως σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι η Arkema. Η μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα είναι συνεπώς «προδήλως παράνομη και παράλογα μικρή».

349    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι εξέθεσε, επαρκώς κατά νόμο, στην αιτιολογική σκέψη 523 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους είχε χορηγήσει στην προσφεύγουσα μείωση του ποσού του προστίμου της κατά 10 % λόγω της συνεργασίας της.

350    Όσον αφορά τη σημασία και την έκταση της προστιθέμενης αξίας των αποδείξεων που προσκόμισε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε όντως υπόψη το γεγονός ότι οι εν λόγω αποδείξεις αφορούσαν τόσο το PH όσο και το PBS. Εντούτοις, η προσφεύγουσα ουσιαστικά προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία βάσει των οποίων μπόρεσαν να επιβεβαιωθούν ορισμένες πληροφορίες της Degussa και της Arkema.

351    Κατά την Επιτροπή, καίτοι αληθεύει ότι οι αποδείξεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα παρατίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά όλες τις πολυμερείς συσκέψεις της περιόδου μεταξύ 1997 και 2000, κατά το χρονικό σημείο της αιτήσεως περί επιείκειας της προσφεύγουσας, οι συσκέψεις αυτές είχαν ήδη επισημανθεί από άλλες επιχειρήσεις. Η Επιτροπή καλώς θεώρησε συνεπώς ότι οι αποδείξεις που προσκόμισε η προσφεύγουσα απλώς επιβεβαίωσαν όσα γνώριζε ήδη σχετικά με το σύνολο της παραβάσεως.

352    Όσον αφορά το περιεχόμενο και τη συνέχεια της συνεργασίας της προσφεύγουσας μετά την υποβολή της αιτήσεώς της περί επιείκειας, από το σημείο 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, τελευταία περίοδος, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά. Η συνεχής συνεργασία πρέπει να τεκμαίρεται και η εν λόγω διάταξη μάλλον επιτρέπει να ληφθεί δυσμενώς υπόψη μια ατελής συνεργασία μετά την αίτηση περί επιείκειας.

353    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, οι καταστάσεις της προσφεύγουσας και της Arkema δεν είναι συγκρίσιμες, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 510 και 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δε διαφορά αυτή δικαιολογεί το γεγονός ότι χορηγήθηκε η μέγιστη μείωση στην Arkema, αλλά όχι στην προσφεύγουσα. Επιπλέον, η Επιτροπή έλαβε ρητώς υπόψη την ημερομηνία της προσκομίσεως των αποδείξεων από την προσφεύγουσα, στην αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

354    Η ανακοίνωση περί της συνεργασίας προβλέπει, στα σημεία της 21 έως 23, τα εξής:

«21.      Για να πληροί τις σχετικές προϋποθέσεις [για μείωση του ύψους του προστίμου], μια επιχείρηση πρέπει να υποβάλει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την πιθανολογούμενη παράβαση που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή και πρέπει να διακόψει την ανάμειξή της στην πιθανολογούμενη παράβαση το αργότερο κατά τη χρονική στιγμή που υποβάλλει τις αποδείξεις.

22.      Η έννοια της “προστιθέμενης αξίας” αναφέρεται στο βαθμό στον οποίο τα παρεχόμενα αποδεικτικά στοιχεία ενισχύουν, από την ίδια τη φύση τους ή/και την έκταση των λεπτομερειών τους, την ικανότητα της Επιτροπής να αποδείξει τα εν λόγω περιστατικά. Κατά την εκτίμηση αυτή, η Επιτροπή θα θεωρήσει κατά κανόνα ότι τα γραπτά αποδεικτικά στοιχεία που χρονολογούνται από τη χρονική περίοδο την οποία αφορούν τα πραγματικά περιστατικά έχουν μεγαλύτερη αξία από τα μεταγενέστερα αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης, τα αποδεικτικά στοιχεία που αναφέρονται άμεσα στα εν λόγω πραγματικά περιστατικά θα θεωρούνται κατά κανόνα ότι έχουν μεγαλύτερη αξία από εκείνα που αναφέρονται έμμεσα μόνο σε αυτά.

23.      Σε κάθε οριστική απόφαση που εκδίδει μετά το τέλος της διοικητικής διαδικασίας, η Επιτροπή θα προσδιορίσει:

α)      κατά πόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που παρέσχε μια επιχείρηση σε μια δεδομένη χρονική στιγμή αντιπροσώπευαν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τις αποδείξεις που η Επιτροπή είχε τότε στην κατοχή της·

β)      το επίπεδο της μείωσης του προστίμου του οποίου θα τύχει μια επιχείρηση, το οποίο θα προσδιορισθεί ως ακολούθως με βάση τα πρόστιμα που θα είχαν διαφορετικά επιβληθεί. Για την/τις:

–        πρώτη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21: μείωση 30‑50 %,

–        δεύτερη επιχείρηση που πληροί τους όρους του σημείου 21: μείωση 20‑30 %,

–        επόμενες επιχειρήσεις που πληρούν τους όρους του σημείου 21: μείωση μέχρι 20 %.

Προκειμένου να προσδιορίσει το επίπεδο της μείωσης του προστίμου εντός των παραπάνω ορίων, η Επιτροπή θα λάβει υπόψη της τη χρονική στιγμή κατά την οποία τα αποδεικτικά στοιχεία που πληρούν την προϋπόθεση του σημείου 21 υποβλήθηκαν και το βαθμό της “προστιθέμενης αξίας” που αυτά τα στοιχεία αντιπροσωπεύουν. Η Επιτροπή μπορεί επίσης να λάβει υπόψη της το βαθμό και τη διάρκεια της συνεργασίας της επιχείρησης μετά την ημερομηνία υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων.

Επιπλέον, εάν μια επιχείρηση παράσχει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία έχουν άμεση σχέση με τη βαρύτητα ή τη διάρκεια της πιθανολογούμενης σύμπραξης (καρτέλ), η Επιτροπή δεν θα λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου που θα επιβάλει στην επιχείρηση που παρέσχε τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.»

355    Εν προκειμένω, κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Degussa πληρούσε τις προϋποθέσεις για να μπορέσει να τύχει πλήρους ασυλίας ως προς τα πρόστιμα. Στις δε EKA Chemicals και Arkema, δεδομένου ότι θεωρήθηκαν αντιστοίχως η πρώτη και η δεύτερη επιχείρηση που πληρούσαν την προϋπόθεση του σημείου 21 της εν λόγω ανακοινώσεως, χορηγήθηκαν μειώσεις του ποσού του προστίμου, αντιστοίχως, κατά 40 και 30 %. Η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι θεωρήθηκε η τρίτη επιχείρηση που πληρούσε την προϋπόθεση αυτή, έτυχε μειώσεως κατά 10 % (αιτιολογικές σκέψεις 501 έως 524 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

–       Επί της εκτιμήσεως της ημερομηνίας της αιτήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα

356    Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει ότι η EKA Chemicals υπέβαλε την αίτησή της περί επιείκειας στις 29 Μαρτίου 2003, προέβη σε προφορική δήλωση στις 31 Μαρτίου 2003 και προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία της παραβάσεως κατά τη διάρκεια της ίδιας εβδομάδας (αιτιολογικές σκέψεις 67, 503 και 505 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

357    Με τηλεομοιοτυπία της 3ης Απριλίου 2003, στις 15:50, η Arkema διαβίβασε στην Επιτροπή την αίτησή της περί επιείκειας συνοδευόμενη από δεκατρία παραρτήματα, αναφέροντας ότι αυτά περιείχαν έγγραφα σχετικά με την επίμαχη σύμπραξη. Στις 26 Μαΐου 2003, η Arkema υπέβαλε στην Επιτροπή νέα στοιχεία σχετικά με την αίτησή της περί επιείκειας, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν οι εξηγήσεις σχετικά με τα έγγραφα που διαβιβάστηκαν στις 3 Απριλίου 2003 (αιτιολογικές σκέψεις 69, 510 και 516 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

358    Από τον φάκελο, καθώς και από τις αιτιολογικές σκέψεις 68 έως 71 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι η προσφεύγουσα ήλθε σε μια πρώτη επαφή με την Επιτροπή τηλεφωνικώς στις 3 Απριλίου 2003 το πρωί.

359    Με τηλεομοιοτυπία της ίδιας ημέρας στις 13:15, η προσφεύγουσα πληροφόρησε την Επιτροπή ότι επιθυμούσε «διά της παρούσης» να υποβάλει αίτηση κατ’ εφαρμογήν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και, δεδομένης της προφορικής φύσεως της αποδείξεως, ότι επιθυμούσε «να συναντήσει την Επιτροπή το ταχύτερο δυνατόν προκειμένου να της γνωστοποιήσει τα στοιχεία αυτά, ακολουθώντας τη διαδικασία [που καθιστούσε δυνατή] την πραγματοποίηση των δηλώσεων του είδους αυτού προφορικά». Τέλος, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή μια επιβεβαίωση «της διαθεσιμότητάς της για μια σύσκεψη [την επαύριο]».

360    Με τηλεομοιοτυπία της ίδιας ημέρας στις 17:24, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε ότι ήταν «έτοιμη να παράσχει άμεσα πρόσθετες πληροφορίες και ότι [ήταν] συνεπώς απολύτως στη διάθεση της Επιτροπής για την πραγματοποίηση μιας συσκέψεως [την ίδια ημέρα ή την επομένη]». Με τηλεομοιοτυπία της ίδιας ημέρας στις 17:28, η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε τη συμμετοχή της σε σύσκεψη με την Επιτροπή, η οποία προβλέφθηκε για την επομένη, στις 4 Απριλίου 2003 στις 14:15.

361    Στις 4 Απριλίου 2003, η προσφεύγουσα προέβη σε προφορική δήλωση στα γραφεία της Επιτροπής, η οποία συνοδευόταν από μαρτυρίες των ιθυνόντων της. Στις 9 Απριλίου 2003, προέβη σε προφορική δήλωση όσον αφορά ειδικότερα το PBS. Επιβεβαίωσε τις δηλώσεις της εγγράφως, επισυνάπτοντας ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, στις 11 και 16 Απριλίου 2003.

362    Κατόπιν των πραγματικών αυτών περιστατικών, τα οποία δεν αμφισβητούνται από την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έκρινε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι «στις 4 Απριλίου 2003 [… η προσφεύγουσα είχε] υποβάλει αίτηση περί εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της [συνεργασίας] συνιστάμενη σε προφορική δήλωση» (αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

363    Στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή πλανήθηκε περί το δίκαιο κατά την εφαρμογή των σημείων 21 έως 23 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Κατά την προσφεύγουσα, όταν μια επιχείρηση επιθυμεί να συνεργασθεί προβαίνοντας, χωρίς καθυστέρηση και σε χρονικό σημείο που έχει συμφωνήσει με την Επιτροπή, σε δήλωση, η αίτησή της πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει υποβληθεί κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή προκειμένου να προβεί στη δήλωση αυτή.

364    Επιβάλλεται η διαπίστωση, συναφώς, ότι από τα σημεία 21 και 23 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας προκύπτει ότι, προκειμένου να μπορεί να διεκδικήσει μείωση του ποσού του προστίμου, μια επιχείρηση πρέπει να παράσχει στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία που αντιπροσωπεύουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που έχει ήδη στην κατοχή της η Επιτροπή. Επιπλέον, προκειμένου να εφαρμόσει τα όρια μειώσεως του ποσού του προστίμου που προβλέπονται στο σημείο 23, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως, η Επιτροπή πρέπει να ορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο η επιχείρηση ικανοποίησε την προϋπόθεση αυτή.

365    Από το γράμμα των επίμαχων διατάξεων προκύπτει συνεπώς ότι, προκειμένου να εφαρμόσει τα όρια που προβλέπονται στο σημείο 23, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, η Επιτροπή πρέπει να ορίσει το χρονικό σημείο κατά το οποίο η επιχείρηση της παρέσχε πράγματι αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύοντα σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που ήταν ήδη στην κατοχή της.

366    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από τις εκτιμήσεις που είναι εγγενείς στο σύστημα που προβλέπει η εν λόγω ανακοίνωση, δυνάμει των οποίων η Επιτροπή οφείλει να προσδιορίζει το ακριβές χρονικό σημείο κατά το οποίο ικανοποιήθηκαν από την οικεία επιχείρηση οι προϋποθέσεις μειώσεως του ποσού του προστίμου, συγκρίνοντας τα παρασχεθέντα αποδεικτικά στοιχεία με αυτά που ήταν ήδη στην κατοχή της κατά την ημερομηνία της αιτήσεως και πρέπει, συνεπώς, να διαθέτει πράγματι τα εν λόγω στοιχεία.

367    Στον βαθμό που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η προσέγγιση αυτή, που στηρίζεται στον προσδιορισμό του χρονικού σημείου της πραγματικής παροχής των αποδεικτικών στοιχείων από την επιχείρηση που υποβάλλει αίτηση περί επιείκειας, περιορίζει την παρότρυνση προς τις επιχειρήσεις να υποβάλλουν προφορική απόδειξη, η οποία δύναται εντούτοις να περιλαμβάνει μαρτυρίες προσώπων που εμπλέκονται άμεσα στις παραβατικές συμπεριφορές, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η εκτίμηση αυτή, ακόμα και αν υποτεθεί αποδεδειγμένη, δεν είναι ικανή να θέσει εν αμφιβόλω την ερμηνεία που απορρέει από την ίδια τη διατύπωση της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

368    Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κακώς, ότι η επίμαχη προσέγγιση δύναται να οδηγήσει σε άνιση μεταχείριση εις βάρος των επιχειρήσεων οι οποίες επιθυμούν να προβούν σε προφορική δήλωση.

369    Συγκεκριμένα, οι επίμαχες διατάξεις της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, οι οποίες απαιτούν τον καθορισμό του χρονικού σημείου της καταθέσεως των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με αυτά που ήταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής, έχουν εφαρμογή αδιακρίτως σε κάθε επιχείρηση υποβάλλουσα αίτηση περί επιείκειας.

370    Όσον αφορά τον καθορισμό της ημερομηνίας της αιτήσεως, οι καταστάσεις των επιχειρήσεων που υποβάλλουν αίτηση περί επιείκειας δυνάμει της εν λόγω ανακοινώσεως πρέπει να θεωρηθούν ότι είναι συγκρίσιμες, ανεξάρτητα από τους τρόπους υποβολής των αποδεικτικών στοιχείων, οι οποίοι εξαρτώνται από την επιλογή του αιτούντος. Οι καταστάσεις αυτές πρέπει, συνεπώς, να τυγχάνουν της ίδιας μεταχειρίσεως.

371    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η θέση της προσφεύγουσας ότι, προκειμένου να εφαρμοσθούν τα όρια μειώσεως του ποσού του προστίμου, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το χρονικό σημείο κατά το οποίο η επιχείρηση έρχεται σε επαφή με την Επιτροπή προκειμένου να προβεί σε προφορική δήλωση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

372    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε στην Επιτροπή κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με την επίμαχη παράβαση πριν από τη δήλωσή της της 4ης Απριλίου 2003. Επομένως, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι κατά την ημερομηνία αυτή η προσφεύγουσα ικανοποίησε την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

373    Συναφώς, η προσφεύγουσα ομοίως δεν μπορεί να επικαλείται βασίμως χρονικούς περιορισμούς σχετικά με την πραγματοποίηση της προφορικής της δηλώσεως.

374    Συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή η προφορική διαβίβαση πληροφοριών πρέπει να θεωρηθεί τρόπος συνεργασίας κατ’ αρχήν λιγότερο ταχύς από αυτόν της διαβιβάσεως των πληροφοριών εγγράφως, η οικεία επιχείρηση πρέπει, επιλέγοντας να διαβιβάσει προφορικώς πληροφορίες, να λάβει υπόψη ότι διατρέχει τον κίνδυνο να διαβιβασθούν από άλλη επιχείρηση προς την Επιτροπή, εγγράφως και πριν από αυτήν, καθοριστικά στοιχεία για την απόδειξη της υπάρξεως της συμπράξεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση BASF κατά Επιτροπής, σκέψη 314 ανωτέρω, σκέψη 505).

375    Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν διατείνεται ότι το χρονικό σημείο υποβολής της αιτήσεώς της περί επιείκειας εξαρτήθηκε, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, από τη διαθεσιμότητα των πηγών της Επιτροπής. Περαιτέρω, από τις συγκεκριμένες περιστάσεις προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε πλήρως υπόψη το επείγον που προέβαλε η προσφεύγουσα και διοργάνωσε μια σύσκεψη κατά την προταθείσα ημερομηνία για να παραλάβει την αίτησή της.

376    Όσον αφορά την παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, κατά πάγια νομολογία, έχει το δικαίωμα να αξιώσει την εφαρμογή της αρχής αυτής οποιοσδήποτε ευρίσκεται σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η διοίκηση της Ένωσης του δημιούργησε δικαιολογημένες προσδοκίες (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2006, T‑213/01 και T‑214/01, Österreichische Postsparkasse και Bank für Arbeit und Wirtschaft κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1601, σκέψη 210 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

377    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα απλώς υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να την πληροφορήσει σχετικά με τον τρόπο κατά τον οποίο προετίθετο να εφαρμόσει την ανακοίνωση περί της συνεργασίας.

378    Λαμβανομένης όμως υπόψη της σαφούς διατυπώσεως των προαναφερθεισών διατάξεων της εν λόγω ανακοινώσεως, οι οποίες απαιτούν αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύοντα σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με εκείνα τα οποία υπάρχουν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής, η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να πιστέψει δικαιολογημένα ότι η κατάταξή της ως προς τη συνεργασία θα οριζόταν, όσον αφορά την εφαρμογή των ορίων της μειώσεως του ποσού του προστίμου, σε σχέση με την ημερομηνία των κοινοποιήσεών της της 3ης Απριλίου 2003, καθόσον κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν υπεβλήθη στο πλαίσιο των κοινοποιήσεων αυτών.

379    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι η Επιτροπή της παρέσχε την παραμικρή διαβεβαίωση ότι η αίτησή της θα ετύγχανε μεταχειρίσεως ως εάν είχε υποβληθεί στις 3 Απριλίου 2003 και δεν της προσάπτει ότι δεν ενήργησε με την ταχύτητα που απαιτούσαν οι περιστάσεις.

380    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν έλαβε κανένα μέτρο ούτε υιοθέτησε καμία συμπεριφορά η οποία θα μπορούσε να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα οποιαδήποτε δικαιολογημένη προσδοκία για το ότι η αίτησή της περί επιείκειας θα εθεωρείτο ότι πληρούσε την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο ήλθε σε επαφή με την Επιτροπή, στις 3 Απριλίου 2003.

381    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από παραβίαση της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και αυτή που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως και η οποία στηρίζεται στα ίδια επιχειρήματα.

382    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αιτίαση σχετικά με την εκτίμηση της ημερομηνίας της αιτήσεως περί επιείκειας της προσφεύγουσας δεν είναι βάσιμη.

–       Επί της εκτιμήσεως των πληροφοριών που παρέσχον δύο άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

383    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ούτε η EKA Chemicals ούτε η Arkema παρέσχον αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύοντα σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με αυτά που ήταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής, κατά την ημερομηνία των αντίστοιχων αιτήσεών τους.

384    Πρώτον, υποστηρίζει ότι, για να κατατάξει κάθε επιχείρηση, προκειμένου να εφαρμόσει τα όρια της μειώσεως του ποσού του προστίμου που προβλέπονται στο σημείο 23, στοιχείο β΄, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, η Επιτροπή έλαβε αποκλειστικά υπόψη το χρονικό σημείο υποβολής των αντίστοιχων αιτήσεών τους περί επιείκειας, χωρίς να εξετάσει την προστιθέμενη αξία των παρασχεθέντων στοιχείων. Υποστηρίζει, επιπλέον, ότι οι επίμαχες εκτιμήσεις δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένες.

385    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, καταρχάς, στις αιτιολογικές σκέψεις 503 και 509 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η EKA Chemicals και η Arkema είχαν, εκάστη, προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύοντα σημαντική προστιθέμενη αξία σε σχέση με αυτά που έχει ήδη στην κατοχή της κατά την ημερομηνία των αντίστοιχων συμβολών τους.

386    Όσον αφορά την EKA Chemicals, η Επιτροπή τόνισε μεταξύ άλλων ότι η τελευταία αυτή της είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία αφορώντα την περίοδο μεταξύ της 31ης Ιανουαρίου 1994 και της 14ης Οκτωβρίου 1997, σχετικά με πραγματικά περιστατικά που αυτή αγνοούσε προηγουμένως, τα οποία είχαν συνεπώς άμεσο αντίκτυπο στην απόδειξη της διάρκειας της συμπράξεως. Επιπλέον, ανέφερε ότι η EKA Chemicals είχε παράσχει στοιχεία που επιβεβαίωσαν και συμπλήρωσαν αυτά που προσκόμισε η Degussa, σχετικά με την περίοδο μεταξύ της 14ης Οκτωβρίου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1999 (αιτιολογική σκέψη 506 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

387    Μολονότι οι εκτιμήσεις αυτές διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του επιπέδου μειώσεως του ποσού του προστίμου εντός των εφαρμοστέων ορίων, η Επιτροπή στηρίχθηκε επίσης στις εκτιμήσεις αυτές για να προσδιορίσει τα όρια που εφαρμόζονται στην EKA Chemicals, όσον αφορά τα στοιχεία που προσκόμισε η τελευταία αυτή μεταξύ 29 και 31 Μαρτίου 2003, καμιά δε άλλη αίτηση περί επιείκειας δεν υποβλήθηκε μεταξύ των δύο αυτών ημερομηνιών.

388    Όσον αφορά την Arkema, η Επιτροπή τόνισε ότι η κοινοποίησή της της 3ης Απριλίου 2003 περιείχε χειρόγραφα έγγραφα που πιστοποιούσαν την ύπαρξη επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμπεριφορών σχετικά με τα δύο προϊόντα τα οποία αφορούσε η έρευνα και ότι τα εν λόγω έγγραφα, αυτά καθαυτά, ήταν αρκούντως σαφή για να ληφθούν υπόψη από αυτή, μολονότι συμπληρώθηκαν στη συνέχεια (αιτιολογική σκέψη 510 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή θεώρησε έτσι ότι η πρώτη κοινοποίηση της Arkema που είχε σημαντική προστιθέμενη αξία πραγματοποιήθηκε στις 3 Απριλίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

389    Από την αιτιολογία αυτή προκύπτει σαφώς ότι, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, προκειμένου να προσδιορίσει τα εφαρμοστέα όρια της μειώσεως του ποσού του προστίμου, η Επιτροπή εξέτασε και διαπίστωσε την ύπαρξη της σημαντικής προστιθέμενης αξίας των συμβολών της EKA Chemicals και της Arkema σε σχέση με τα στοιχεία που ήταν ήδη στην κατοχή της κατά το χρονικό σημείο εκάστης των αιτήσεών τους.

390    Η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από προβαλλόμενη πλάνη περί το δίκαιο κατά την εκτίμηση των επίμαχων αιτήσεων πρέπει συνεπώς να απορριφθεί.

391    Επιπλέον, από τις προαναφερθείσες αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτουν, σαφώς και χωρίς διφορούμενα, τα κύρια στοιχεία της συλλογιστικής βάσει της οποίας η Επιτροπή διαπίστωσε ότι εκάστη των επίμαχων συμβολών αντιπροσώπευε, κατά το χρονικό σημείο της πραγματοποιήσεώς της, σημαντική προστιθέμενη αξία κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, πράγμα το οποίο ελήφθη υπόψη προκειμένου να προσδιοριστούν τα εφαρμοστέα για εκάστη των δύο εμπλεκομένων επιχειρήσεων όρια της μειώσεως του ποσού του προστίμου δυνάμει του σημείου 23, στοιχείο β΄, της εν λόγω ανακοινώσεως.

392    Συνεπώς, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από την προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ομοίως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

393    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι επίμαχες εκτιμήσεις της Επιτροπής είναι πλημμελείς λόγω προδήλων πλανών.

394    Πρέπει να υπομνησθεί συναφώς ότι, καίτοι η Επιτροπή δεν μπορεί, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της όσον αφορά τη συνεργασία που παρείχαν τα μέλη συμπράξεως, να παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. διαθέτει εντούτοις ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως για να αξιολογήσει την ποιότητα και τη χρησιμότητα της συνεργασίας συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Επομένως, μόνο πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής μπορεί να κριθεί πλημμελής (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Μαΐου 2009, T‑116/04, Wieland-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑1087, σκέψη 124 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

395    Επομένως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί απλώς να προτείνει στο παράρτημα της προσφυγής της τη δική της εκτίμηση των συμβολών της EKA Chemicals και της Arkema, αλλά πρέπει να αποδείξει, με συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, για ποιο λόγο η εκτίμηση της Επιτροπής είναι πλημμελής λόγω πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

396    Συναφώς, όσον αφορά τη συμβολή της EKA Chemicals, πρέπει να υπομνησθεί, καταρχάς, ότι από την αιτιολογική σκέψη 506 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η EKA Chemicals παρέσχε έγγραφα από τη σχετική περίοδο, που αναφέρονταν σε ορισμένες συσκέψεις και άλλες επαφές που είχαν χαρακτήρα συμπαιγνίας και αφορούσαν πραγματικά περιστατικά τα οποία αγνοούσε προηγουμένως η Επιτροπή και τα οποία είχαν άμεσο αντίκτυπο στην απόδειξη της διάρκειας της συμπράξεως, όσον αφορά την περίοδο μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και 14 Οκτωβρίου 1997, καθώς και στοιχεία που επιβεβαίωναν και συμπλήρωναν αυτά που προσκόμισε η Degussa, για τη μετέπειτα περίοδο.

397    Λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως ότι η παράβαση εκτεινόταν στο σύνολο του εδάφους του ΕΟΧ, η ακρίβεια της εκτιμήσεως αυτής δεν αναιρείται από το γεγονός, που επικαλείται η προσφεύγουσα, ότι οι πληροφορίες της EKA Chemicals αφορούσαν κυρίως τη σκανδιναβική αγορά. Πρέπει να υπομνησθεί ότι η EKA Chemicals διαβίβασε πληροφορίες σχετικά με τις επαφές που είχε με τους παραγωγούς στην «ηπειρωτική Ευρώπη» και ότι, επιπλέον, ορισμένος αριθμός παραβατικών συμπεριφορών αφορούσαν, αδιακρίτως, τη σκανδιναβική αγορά και την αγορά της «ηπειρωτικής Ευρώπης» (βλ., μεταξύ άλλων, αιτιολογικές σκέψεις 106 και 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

398    Ακολούθως, στον βαθμό που η προσφεύγουσα αμφισβητεί την αποδεικτική αξία των στοιχείων που προσκόμισε η EKA Chemicals, πρέπει να παρατηρηθεί ότι βάσει των στοιχείων αυτών, μεταξύ άλλων, μπόρεσε η Επιτροπή να καθορίσει ως έναρξη της συμπράξεως την 31η Ιανουαρίου 1994 και να επιβεβαιώσει τις δηλώσεις της Degussa σχετικά με την αρχική περίοδο της συμπράξεως. Το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, τα στοιχεία αυτά θεωρήθηκαν ανεπαρκή για να αποδειχθεί η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση, ήδη από την ημερομηνία αυτή, δεν θέτει εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία τους όσον αφορά τη δημιουργία της συμπράξεως αυτής καθεαυτή.

399    Περαιτέρω, η θέση της προσφεύγουσας ότι η συμβολή της EKA Chemicals περιορίστηκε σε μεγάλο βαθμό στα γεγονότα πριν από την έναρξη της συμπράξεως στηρίζεται στην αιτίασή της ότι η σύμπραξη άρχισε τον Αύγουστο του 1997, η οποία απορρίφθηκε ως αβάσιμη κατόπιν της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 170 ανωτέρω).

400    Τέλος, ο φερόμενος ως περιορισμένος αριθμός των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία που υπέβαλε η EKA Chemicals δεν θέτει εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία των στοιχείων αυτών. Επιπλέον, το γεγονός και μόνον ότι ορισμένες από τις αιτιολογικές αυτές σκέψεις κάνουν αναφορά στα στοιχεία που προσκομίσθηκαν κατόπιν της αρχικής αιτήσεως της EKA Chemicals δεν αρκεί για να δικαιολογηθεί η θέση της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε, στην πραγματικότητα, σε πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η EKA Chemicals μετά την αίτησή της περί επιείκειας.

401    Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη συμπεραίνοντας ότι η EKA Chemicals είχε υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία σημαντικής προστιθέμενης αξίας, κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, πριν από την ημερομηνία της αιτήσεως περί επιείκειας που υπέβαλε η προσφεύγουσα.

402    Όσον αφορά τα στοιχεία που υπέβαλε η Arkema, η Επιτροπή διαπίστωσε μεταξύ άλλων, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ότι «η πρώτη κοινοποίηση περιελάμβανε [δεκατρία] χειρόγραφα έγγραφα που πιστοποιούσαν την ύπαρξη επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμπεριφορών μεταξύ των ανταγωνιστών για τα δύο προϊόντα τα οποία αφορούσε έρευνα» και ότι, «έστω και αν τα έγγραφα αυτά ήταν, αυτά καθαυτά, επαρκώς σαφή ώστε να γίνουν κατανοητά από [αυτή] στο πλαίσιο των πληροφοριών που ήταν ήδη στην κατοχή της, η [Arkema] [είχε] συμπληρώσει την αρχική ανακοίνωσή της, μόλις στις 26 Μαΐου 2003, με μια έγγραφη δήλωση που περιείχε διευκρινίσεις για έκαστο των εγγράφων που διαβιβάσθηκαν στις 3 Απριλίου 2003 και προσέθετε νέα έγγραφα, καθώς και εξηγήσεις σχετικά με τα έγγραφα αυτά» (αιτιολογική σκέψη 510 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

403    Η Επιτροπή ανέφερε γενικώς ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Arkema «[αφορούσαν] μια σύμπραξη σε ευρωπαϊκή κλίμακα σχετικά με δύο προϊόντα, η δε [Arkema] είχε ουσιαστικά παράσχει έγγραφα της περιόδου εκείνης, τα οποία [της] έδωσαν τη δυνατότητα […] να επιβεβαιώσει τις πληροφορίες που είχε ήδη γνωστοποιήσει η Degussa και οι οποίες χρησιμοποιούνται πλήρως στην παρούσα απόφαση» (αιτιολογική σκέψη 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

404    Σε σχέση με τις εκτιμήσεις αυτές, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα στοιχεία που προσκόμισε η Arkema στις 3 Απριλίου 2003 δεν είχαν καμία αποδεικτική αξία, καθόσον επρόκειτο για σημειώματα και χειρόγραφες καρτέλες, χωρίς χρονολογία και τίτλους, που ήσαν δυσανάγνωστα και/ή ελλιπή, διότι περιείχαν σύμβολα ή συντομογραφίες, και τα οποία ήσαν συνεπώς ακατανόητα χωρίς πρόσθετες εξηγήσεις. Κατά την προσφεύγουσα, οι πρόσθετες εξηγήσεις της Arkema, της 26ης Μαΐου 2003, προσέδωσαν αποδεικτική αξία στη συμβολή της.

405    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι τα επίμαχα στοιχεία αφορούν λαθραίες συμπεριφορές, που σχετίζονταν με συσκέψεις που κρατήθηκαν μυστικές και ελάχιστα έγγραφα.

406    Δεδομένης της δυσχέρειας να υπάρχουν άμεσες αποδείξεις τέτοιων συμπεριφορών, όπως είναι τα σημειώματα ή τα πρακτικά των συσκέψεων που είναι σύγχρονες με την παράβαση, η αποδεικτική αξία των αποδείξεων αυτών δεν μπορεί να τίθεται εν αμφιβόλω λόγω του γεγονότος και μόνον ότι είναι χειρόγραφες ή αποσπασματικές, περιέχουν συντομογραφίες και σύμβολα και για τις οποίες μπορεί να είναι αναγκαίες πρόσθετες διευκρινίσεις ή πρέπει να εξεταστούν στο πλαίσιο των λοιπών πληροφοριών που βρίσκονται στην κατοχή της Επιτροπής.

407    Ειδικότερα, το γεγονός ότι για την καλή κατανόηση τέτοιων εγγράφων είναι αναγκαία η διασαφήνιση ορισμένων λεπτομερειών, όπως είναι η χρήση συντομογραφιών, δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ότι τα εν λόγω έγγραφα είναι αρκούντως σαφή (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 18ης Ιουνίου 2008, T‑410/03, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑881, σκέψη 561).

408    Εν προκειμένω, τα επίμαχα έγγραφα, που κοινοποιήθηκαν από την Arkema στις 3 Απριλίου 2003, περιέχουν σημειώματα και πίνακες αριθμητικών στοιχείων, που είχαν καταρτισθεί κατά την περίοδο της παραβάσεως, και συνιστούν άμεση έγγραφη απόδειξη του επιζήμιου για τον ανταγωνισμό περιεχομένου των συζητήσεων που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο. Η αποδεικτική αξία των εγγράφων αυτών δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το περιεχόμενό τους δεν μπορούσε να γίνει πλήρως κατανοητό χωρίς να ενταχθούν τα έγγραφα αυτά στο πλαίσιό τους και να συγκριθούν με στοιχεία ή χωρίς να διευκρινισθούν τα σύμβολα και τα ακρωνύμια που χρησιμοποιούνται σε αυτά.

409    Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, τουλάχιστον ένα μέρος των επίμαχων εγγράφων, ήτοι τα σημειώματα της περιόδου εκείνης, που περιέχουν ονόματα προσώπων και επωνυμίες επιχειρήσεων, ημερομηνίες και στηριζόμενες σε αριθμητικά στοιχεία προτάσεις σχετικά με στόχους όσον αφορά τις τιμές και τα μερίδια αγοράς, μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως αυτοτελής απόδειξη της παραβάσεως. Ορισμένα από τα έγγραφα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από την Επιτροπή, αυτά καθαυτά, στην προσβαλλόμενη απόφαση, προκειμένου να αποδειχθεί η διεξαγωγή και τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των συσκέψεων της συμπράξεως, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 176 και 181 αυτής.

410    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι, κατά τον χρόνο της αιτήσεως της Arkema, η Επιτροπή διέθετε ήδη σημαντικό αριθμό στοιχείων σχετικά με την εξέλιξη της συμπράξεως, που περιέχονταν στις συμβολές της Degussa και της EKA Chemicals, και ότι τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η Arkema μπόρεσαν να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο των πληροφοριακών αυτών στοιχείων που ήταν ήδη στην κατοχή της Επιτροπής.

411    Περαιτέρω, το γεγονός ότι η Επιτροπή, επικαλούμενη τα στοιχεία αυτά σε ορισμένα σημεία της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως, αναφέρθηκε ταυτοχρόνως σε ένα έγγραφο που προσκομίσθηκε στις 3 Απριλίου 2003 και στις εξηγήσεις που έδωσε η Arkema στις 26 Μαΐου 2003 δεν σημαίνει ότι δέχθηκε ότι τα αρχικώς παρασχεθέντα έγγραφα στερούνταν, αυτά καθαυτά, αποδεικτικής αξίας. Συγκεκριμένα, ναι μεν τα προσκομισθέντα στις 26 Μαΐου 2003 στοιχεία περιείχαν πράγματι ορισμένες εξηγήσεις ή μεταγραφές των εγγράφων της 3ης Απριλίου 2003, πλην όμως τα πληροφορικά αυτά στοιχεία απλώς διευκρίνιζαν τα ήδη υποβληθέντα έγγραφα.

412    Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που αντλείται από την προβαλλόμενη έλλειψη αποδεικτικής αξίας των εγγράφων που υπέβαλε η Arkema στις 3 Απριλίου 2003, δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

413    Όσον αφορά τη σημαντική προστιθέμενη αξία των επίμαχων στοιχείων, πρέπει να υπομνησθεί ότι πρόκειται για έγγραφα της περιόδου εκείνης, σχετικά με συσκέψεις συμπαιγνίας των ετών 1997 και 1998, των οποίων γίνεται ευρέως επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά την περίοδο αυτή και ορισμένα από τα οποία παρατίθενται ευθέως στην εν λόγω απόφαση.

414    Συναφώς, στον βαθμό που η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή κακώς διαπίστωσε ότι η αρχική αίτηση της Arkema αφορούσε τα δύο επίμαχα προϊόντα, αρκεί να παρατηρηθεί ότι, μολονότι τα έγγραφα που υπέβαλε η Arkema στις 3 Απριλίου 2003 αφορούσαν αποκλειστικά τις παραβατικές συμπεριφορές σχετικά με το PH, δεδομένου ότι, εν προκειμένω, πρόκειται για μια ενιαία παράβαση που αφορούσε αμφότερες τις αγορές, τούτο δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το συμπέρασμα σχετικά με τη σημαντική προστιθέμενη αξία της συνεργασίας της.

415    Κατόπιν των προεκτεθέντων, δεν αποδείχθηκε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως συμπεραίνοντας ότι η Arkema είχε υποβάλει, με τηλεομοιοτυπία της 3ης Απριλίου 2003, αποδεικτικά στοιχεία σημαντικής προστιθέμενης αξίας, κατά την έννοια του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

416    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε, για πρώτη φορά, μια διαφορά μεταξύ της επίμαχης εν προκειμένω εκτιμήσεως και αυτής στην οποία προέβη η Επιτροπή, όσον αφορά τη συνεργασία της Arkema, στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση C(2006) 2098, της 31ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.645 – Μεθακρυλικές ενώσεις).

417    Η Επιτροπή, ερωτηθείσα σχετικώς, δεν αντιτάχθηκε στην προβολή της νέας αυτής επιχειρηματολογίας.

418    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης απαγορεύεται, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία.

419    Εν προκειμένω, η επίμαχη επιχειρηματολογία, ακόμα και αν υποτεθεί ότι μπορεί να θεωρηθεί νέος ισχυρισμός, δεν εμπίπτει στην απαγόρευση αυτή, λαμβανομένου υπόψη του ότι στηρίζεται στη σχετιζόμενη με τα πραγματικά περιστατικά εκτίμηση που διατυπώθηκε στην απόφαση C(2006) 2098, η οποία, όπως δέχθηκε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν δημοσιεύθηκε παρά μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας στην υπό κρίση υπόθεση.

420    Όσον αφορά την ουσία της επιχειρηματολογίας αυτής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από την τηλεομοιοτυπία της 3ης Απριλίου 2003, που προσαρτήθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής, προκύπτει ότι, με την κοινοποίηση αυτή, η Arkema ζήτησε την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας προσκομίζοντας έγγραφα σχετικά με τρία προϊόντα, στα οποία περιλαμβανόταν το PH, το οποίο αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, και τις μεθακρυλικές ενώσεις, τις οποίες αφορά η απόφαση C(2006) 2098.

421    Στην αιτιολογική σκέψη 405 της αποφάσεως C(2006) 2098, την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, η Επιτροπή τόνισε, στο πλαίσιο του καθορισμού του επιπέδου της μειώσεως του ποσού του προστίμου που έπρεπε να χορηγηθεί στην Arkema, ότι, «μολονότι [η τελευταία αυτή] υπέβαλε αίτηση περί επιεικείας σε σχετικά πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, ήτοι στις 3 Απριλίου 2003, δηλαδή κατά τη διάρκεια του μηνός που ακολούθησε τις επιθεωρήσεις», μόνο «μετά την παραλαβή των μετέπειτα δηλώσεών της» κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «η επιχείρηση αυτή πληρούσε τις προϋποθέσεις για να μπορέσει να τύχει κάποιου μέτρου επιείκειας, βάσει της φύσεως και του επιπέδου ακριβείας των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων, τα οποία ενίσχυσαν την ικανότητά της να αποδείξει τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά». Η Επιτροπή ανέφερε, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, ότι, «έστω και αν η [Arkema] είχε προσκομίσει στοιχεία αντιπροσωπεύοντα σημαντική προστιθέμενη αξία ήδη από την πρώτη της κοινοποίηση […] η προστιθέμενη αξία που [είχε] προσδώσει στα επιχειρήματά της [παρέμεινε] περιορισμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας».

422    Από την εκτίμηση αυτή προκύπτει ότι, στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση C(2006) 2098, η Επιτροπή έκρινε ότι, μολονότι η Arkema είχε υποβάλει την αίτησή της περί επιείκειας στις 3 Απριλίου 2003, μόνο μετά την παραλαβή των μετέπειτα δηλώσεών της κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η επιχείρηση αυτή είχε προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία αντιπροσωπεύοντα σημαντική προστιθέμενη αξία.

423    Εντούτοις, με βάση την εκτίμηση αυτή δεν μπορεί, εν αντιθέσει προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, να αποδειχθεί ότι, κατά την εκτίμηση της επίμαχης εν προκειμένω συμβολής, η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τις δηλώσεις της Arkema που είναι μεταγενέστερες της από 3 Απριλίου 2003 τηλεομοιοτυπίας της.

424    Αφενός, η εκτίμηση που διατυπώθηκε στην απόφαση C(2006) 2098, σχετικά με τα έγγραφα που ήσαν συνημμένα στα παραρτήματα A 14 και A 15 της τηλεομοιοτυπίας της 3ης Απριλίου 2003, δεν αφορούσε τα ίδια στοιχεία με τα επίμαχα εν προκειμένω, τα οποία επισυνάφθηκαν στα παραρτήματα A 1 έως A 13 της ίδιας κοινοποιήσεως. Περαιτέρω, η προβαλλόμενη εκτίμηση αφορούσε τον καθορισμό του επιπέδου της μειώσεως του ποσού του προστίμου εντός των ορίων που εφαρμόζονταν δυνάμει του σημείου 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, και όχι τον καθορισμό των εφαρμοστέων ορίων αυτών καθεαυτά, κατά την έννοια του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως, ο οποίος αμφισβητείται εν προκειμένω.

425    Αφετέρου, από την απόφαση C(2006) 2098 προκύπτει ότι ουδεμία αίτηση περί επιείκειας είχε υποβληθεί, στην υπόθεση που οδήγησε στην εν λόγω την απόφαση, μεταξύ της 3ης Απριλίου 2003 και της παραλαβής από την Επιτροπή των μετέπειτα δηλώσεων της Arkema. Έτσι, σε αντίθεση προς την υπό κρίση περίπτωση, στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση C(2006) 2098, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη τις επίμαχες μετέπειτα δηλώσεις, προκειμένου να καθορίσει αν η Arkema πληρούσε τις προϋποθέσεις μειώσεως του ποσού του προστίμου που διαλαμβάνονται στην ανακοίνωση περί της συνεργασίας.

426    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, με βάση την εκτίμηση που διατυπώθηκε στην απόφαση C(2006) 2098 δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω η νομιμότητα της εκτιμήσεως που πραγματοποιήθηκε εν προκειμένω.

427    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η αιτίαση της προσφεύγουσας σχετικά με την εκτίμηση των συμβολών της EKA Chemicals και της Arkema πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί του επιπέδου της μειώσεως του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα

428    Στις αιτιολογικές σκέψεις 523 και 524 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι η προσφεύγουσα ήταν η τρίτη επιχείρηση που ικανοποίησε την προϋπόθεση που διαλαμβάνεται στο σημείο 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, καθόσον αυτή υπέβαλε, στις 4 Απριλίου και 17 Μαΐου 2003, έγγραφα αφορώντα μια σύμπραξη σε ευρωπαϊκή κλίμακα σχετικά με τα δύο επίμαχα προϊόντα. Όσον αφορά την προστιθέμενη αξία της συνεργασίας αυτής, η Επιτροπή τόνισε ότι η προσφεύγουσα είχε «ουσιαστικά προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία που [της] έδωσαν τη δυνατότητα […] να επιβεβαιώσει ορισμένες πληροφορίες που είχαν ήδη γνωστοποιήσει η Degussa και η [Arkema] και οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στην [προσβαλλόμενη απόφαση]». Κατόπιν των εκτιμήσεων αυτών, η Επιτροπή εφάρμοσε μια μείωση κατά 10 % του ποσού του προστίμου της προσφεύγουσας.

429    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι κακώς η Επιτροπή αρνήθηκε να της χορηγήσει τη μέγιστη μείωση, κατά 20 %, εντός των ορίων που εφαρμόζονται στην τρίτη επιχείρηση κατά την έννοια του σημείου 23, στοιχείο β΄, πρώτο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

430    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του σημείου 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, για να καθορίσει το επίπεδο της μειώσεως του ποσού του προστίμου εντός των εφαρμοστέων ορίων, η Επιτροπή μπορεί να λάβει υπόψη την ημερομηνία της παροχής των στοιχείων, τον βαθμό της προστιθέμενης αξίας των προσκομισθέντων στοιχείων, καθώς και την έκταση και τη συνέχεια της συνεργασίας.

431    Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε, στην αιτιολογική σκέψη 515 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η προσφεύγουσα παρενέβη σε ένα πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, λίγο μετά την ημερομηνία των ελέγχων, ότι η συμβολή της αντιπροσώπευε σημαντική προστιθέμενη αξία και η πραγματοποίησή της ήταν συνεχής, καθόσον στοιχεία είχαν υποβληθεί μεταξύ άλλων στις 4, 9, 11 και 16 Απριλίου καθώς και στις 17 Μαΐου 2003. Δεν αμφισβητείται ότι τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στην προσβαλλόμενη απόφαση για να αποδειχθεί η παράβαση, όσον αφορά μεταξύ άλλων την περίοδο μεταξύ 1997 και 2000.

432    Επιπλέον, όπως προκύπτει από την απάντηση της Επιτροπής, της 15ης Σεπτεμβρίου 2009, σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ήταν η πρώτη που υπέβαλε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά ορισμένο αριθμό συσκέψεων που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Αυγούστου και Νοεμβρίου 1997 στις Βρυξέλλες. Πρέπει να παρατηρηθεί επίσης ότι, βάσει των πληροφοριών σχετικά με τις συσκέψεις αυτές, η Επιτροπή μπόρεσε να αποδείξει ορισμένες κύριες πτυχές της επίμαχης συμπράξεως, ήτοι την ύπαρξη δεσμευτικών συμφωνιών σχετικά με τις συντονισμένες αυξήσεις των τιμών του PH καθώς και τις πρωτοβουλίες συμπαιγνίας σχετικά με το PBS.

433    Κατά συνέπεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 523 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, αφενός, τα στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα είχαν ουσιαστικά επιβεβαιώσει ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία που είχαν ήδη κοινοποιήσει η Degussa και η Arkema και ότι, αφετέρου, τα στοιχεία που εκτέθηκαν στην εν λόγω αιτιολογική σκέψη ουδόλως δικαιολογούσαν, με βάση τα κριτήρια που διαλαμβάνονται στο σημείο 23, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας, την εφαρμογή του επίμαχου ποσοστού μειώσεως εντός των εφαρμοστέων ορίων.

434    Επομένως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι προφανές ότι κακώς η Επιτροπή, στηριζόμενη στις εν λόγω εκτιμήσεις, καθόρισε στο 10 % το επίπεδο της μειώσεως του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα λόγω της συνεργασίας της.

435    Περαιτέρω, η επίμαχη εκτίμηση, δεδομένου ότι είχε ως αποτέλεσμα μικρή μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα, έρχεται σε αντίφαση προς την εκτίμηση που διατυπώθηκε όσον αφορά τη συνεργασία της Arkema, καθόσον η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η εταιρία αυτή είχε γνωστοποιήσει πρόσθετα στοιχεία μόλις στις 26 Μαΐου 2003, πολλές εβδομάδες μετά την αρχική αίτησή της, χορηγώντας της ωστόσο τη μέγιστη μείωση εντός των εφαρμοστέων ορίων (αιτιολογικές σκέψεις 510 και 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

436    Επιπλέον, σε αντίθεση προς τις δηλώσεις της Arkema, οι δηλώσεις στις οποίες προέβη η προσφεύγουσα περιείχαν την απόδειξη της παραβάσεως σε σχέση με τα δύο επίμαχα προϊόντα, καθόσον περιελάμβαναν, επιπλέον, λεπτομερή έκθεση του περιεχομένου των παράνομων διακανονισμών, στηριζόμενη σε μαρτυρίες προσώπων που είχαν άμεση συμμετοχή στη σύμπραξη, πράγμα το οποίο εξάλλου καθίσταται εναργές από το γεγονός ότι οι δηλώσεις αυτές χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στην προσβαλλόμενη απόφαση.

437    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η τελευταία αυτή αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να γίνει δεκτή.

438    Ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί κατά τα λοιπά.

439    Στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας του πλήρους δικαιοδοσίας, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι, λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 430 έως 437 ανωτέρω, η μείωση του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα λόγω της συνεργασίας της πρέπει να καθορισθεί στο 20 %. Κατά συνέπεια, το ύψος του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου πρέπει να μειωθεί αναλόγως.

 Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

440    Κατόπιν της εξετάσεως των λόγων που προέβαλε η προσφεύγουσα και στο πλαίσιο της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ασκήσεως της αρμοδιότητάς του πλήρους δικαιοδοσίας, πρέπει να τροποποιηθεί το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, με μείωση της προσαυξήσεως του αρχικού ποσού του προστίμου που εφάρμοσε η Επιτροπή, βάσει της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, στο 55 %, καθώς και με αύξηση στο 20 % του ποσοστού της μειώσεως του ποσού του προστίμου που εφαρμόσθηκε βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας.

441    Κατόπιν της τροποποιήσεως αυτής, το τελικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα καθορίζεται στα 139,5 εκατομμύρια ευρώ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

442    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

443    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι τα αιτήματα της προσφεύγουσας κρίθηκαν εν μέρει βάσιμα, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί, κατά δίκαιη εκτίμηση των περιστάσεων, ότι η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει το 80 % των δικαστικών της εξόδων, καθώς και το 80 % των εξόδων της Επιτροπής, και ότι η τελευταία αυτή πρέπει να φέρει το 20 % των δικαστικών της εξόδων, καθώς και το 20 % των εξόδων της προσφεύγουσας.

444    Περαιτέρω, πρέπει να απορριφθεί το επιμέρους αίτημα που διατύπωσε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο σχετικών με τα δικαστικά έξοδα αιτημάτων της και με το οποίο ζήτησε να καταδικαστεί η Επιτροπή στα έξοδα που προκύπτουν από τη σύσταση και τη διατήρηση της τραπεζικής εγγυήσεως που αποσκοπούσε στην αποφυγή της αναγκαστικής εκτελέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, τέτοιου είδους έξοδα δεν αποτελούν τμήμα των δικαστικών εξόδων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 214 ανωτέρω, σκέψη 5133 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, στοιχείο ιγ΄, της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον EΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), καθόσον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Solvay SA είχε συμμετάσχει στην παράβαση κατά το χρονικό διάστημα πριν από τον Μάιο του 1995.

2)      Το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη Solvay με το άρθρο 2, στοιχείο η΄, της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό καθορίζεται στα 139,5 εκατομμύρια ευρώ.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή κατά τα λοιπά.

4)      Η Solvay φέρει το 80 % των δικαστικών της εξόδων, καθώς και το 80 % των δικαστικών εξόδων της Επιτροπής.

5)      Η Επιτροπή φέρει το 20 % των δικαστικών της εξόδων, καθώς και το 20 % των δικαστικών εξόδων της Solvay.

Vadapalas

Dittrich

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2011.

Περιεχόμενα

Ιστορικό της διαφοράς

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

– Επί της περιόδου μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Αυγούστου 1997

– Επί της περιόδου μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί της περιόδου μεταξύ 31 Ιανουαρίου 1994 και Μαΐου 1995

– Επί της περιόδου μεταξύ Μαΐου 1995 και Αυγούστου 1997

– Επί της περιόδου μεταξύ 18 Μαΐου και 31 Δεκεμβρίου 2000

Επί της προβαλλόμενης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί της προσβάσεως στα έγγραφα της Degussa

– Επί της προσβάσεως στις απαντήσεις των άλλων εμπλεκομένων επιχειρήσεων στην ανακοίνωση αιτιάσεων

Επί των προβαλλομένων σφαλμάτων κατά τον καθορισμό του βασικού ποσού του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί της εκτιμήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και του επιπέδου του αρχικού ποσού του προστίμου

– Επί του αποτρεπτικού αποτελέσματος

– Επί της διάρκειας της παραβάσεως

– Επί της μη συνεκτιμήσεως της συνεργασίας της προσφεύγουσας πέραν της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

Επί της εφαρμογής της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας

Επιχειρήματα των διαδίκων

– Επί της εκτιμήσεως της ημερομηνίας της αιτήσεως της προσφεύγουσας

– Επί της κατατάξεως της προσφεύγουσας σε σχέση με δύο άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

– Επί του επιπέδου της μειώσεως που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί της εκτιμήσεως της ημερομηνίας της αιτήσεως που υπέβαλε η προσφεύγουσα

– Επί της εκτιμήσεως των πληροφοριών που παρέσχον δύο άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις

– Επί του επιπέδου της μειώσεως του ποσού του προστίμου που χορηγήθηκε στην προσφεύγουσα

Επί του καθορισμού του τελικού ποσού του προστίμου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.