Language of document : ECLI:EU:T:2007:316

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (μονομελούς)

της 23ης Οκτωβρίου 2007 (*)

«Ρήτρα διαιτησίας – Προγράμματα-πλαίσιo για δραστηριότητες τεχνολογικής έρευνας και αναπτύξεως – Συμβάσεις έργων στον τομέα των τηλεματικών εφαρμογών κοινού ενδιαφέροντος – Έλλειψη δικαιολογητικών και ασυμβατότητα μέρους των δηλούμενων εξόδων με τις συμβατικές ρήτρες – Επιστροφή των καταβληθέντων ποσών»

Στην υπόθεση T‑138/05,

Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον Δ. Τριανταφύλλου, επικουρούμενο από τον N. Κωστίκα, δικηγόρο,

ενάγουσα,

κατά

Impetus Σύμβουλοι Μηχανικοί – Καινοτομία και Τεχνολογία EΠE, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Π. Mηλιαράκη, δικηγόρο,

εναγομένης,

με αντικείμενο αγωγή ασκηθείσα δυνάμει ρήτρας διαιτησίας, κατά την έννοια του άρθρου 238 ΕΚ, με την οποία ζητείται να υποχρεωθεί η Impetus Σύμβουλοι Μηχανικοί – Καινοτομία και Τεχνολογία EΠE να επιστρέψει μέρος του ποσού που καταβλήθηκε από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα στο πλαίσιο της συμβάσεως Invite (Inland Navigation Telematics), με κωδικό COP 493, και της συμβάσεως Ausias (Att in Urban Sites with Integration and Standardisation), με κωδικό TR 1006, οι οποίες συνήφθησαν στο πλαίσιο της αποφάσεως 1110/94/EΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1994, περί του τετάρτου προγράμματος-πλαισίου επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (1994-1998) (ΕΕ L 126, σ. 1), καθώς και μέρος του ποσού που καταβλήθηκε στο πλαίσιο της συμβάσεως Artis (Advanced Road Transport Informatics in Spain) με κωδικό V 2043, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο της αποφάσεως 90/221/Eυρατόμ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, σχετικά με το πρόγραμμα-πλαίσιο για τις κοινοτικές δράσεις στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης (1990-1994) (ΕΕ L 117, σ. 28),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (μονομελές),

δικαστής: F. Dehousse

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 30ής Ιανουαρίου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Συμβατικό πλαίσιο

1        Η υπό κρίση αγωγή, που ασκήθηκε από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 238 ΕΚ, έχει ως αντικείμενο τρεις συμβάσεις τις οποίες συνήψε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, με την εταιρία, μεταξύ άλλων, Impetus Σύμβουλοι Μηχανικοί – Καινοτομία και Τεχνολογία ΕΠΕ, με την επωνυμία Impetus Consultants (στο εξής: Impetus). Η Impetus είναι τεχνική εταιρία παρέχουσα συμβουλευτικές υπηρεσίες στον τομέα των μεταφορών, των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και των τηλεπικοινωνιών.

2        Το κόστος των έργων που αποτελούσαν αντικείμενο των επίμαχων συμβάσεων, καθώς και των κοινοτικών χρηματοδοτήσεων που προέβλεπαν οι συμβάσεις αυτές, εκφραζόταν σε ECU. Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 1, του κανονισμού (EK) 1103/97 του Συμβουλίου, της 17ης Ιουνίου 1997, σχετικά με ορισμένες διατάξεις που αφορούν την εισαγωγή του ευρώ (ΕΕ L 162, σ. 1), κάθε αναφορά σε ECU αντικαταστάθηκε με αναφορά σε ευρώ με αναλογία ένα ευρώ προς ένα ECU.

 Η σύμβαση Invite

3        Στις 30 Δεκεμβρίου 1994 η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με έξι άλλους συμβαλλομένους, μεταξύ των οποίων η Impetus, τη σύμβαση Invite (Inland Navigation Telematics) με κωδικό COP 493 (στο εξής: σύμβαση Invite). Η σύμβαση Invite συνήφθη στο πλαίσιο της αποφάσεως 1110/94/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 1994, περί του τέταρτου προγράμματος-πλαισίου επί των δράσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας στον τομέα της έρευνας και τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (1994-1998) (ΕΕ L 126, σ. 1).

4        Η Impetus ορίστηκε «συντονίστρια» των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών (σελίδα 1 της συμβάσεως Invite).

5        Η σύμβαση Invite συνήφθη για διάρκεια 24 μηνών από την ημερομηνία υπογραφής της. Το συνολικό εκτιμώμενο κόστος του έργου ανερχόταν σε 329 040 ευρώ. Η Επιτροπή είχε αναλάβει υποχρέωση χρηματοδοτικής συνδρομής σε ποσοστό 50 % των αποδοτέων δαπανών της Impetus και σε ποσοστό 100 % των πρόσθετων δαπανών/επικουρικών εξόδων των πέντε άλλων συμβαλλομένων. Το σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής της Επιτροπής καθορίστηκε κατά ανώτατο όριο στα 286 000 ευρώ (σημεία 2.1, 3.1 και 3.2 της συμβάσεως Invite).

6        Κατά το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite:

«Όλες οι πληρωμές της Επιτροπής απευθύνονται προς την ακόλουθη εταιρία:

Επωνυμία εταιρίας:

Τράπεζα: GENERALE DE BANQUE AGENCE SCHUMAN B‑BRUXELLES BELGIUM

Αριθμός λογαριασμού: 210-0807136-51

Στοιχεία πληρωμής: COPERNICUS INVITE 493

η οποία είναι υπεύθυνη για την άμεση μεταβίβαση του προσήκοντος ποσού σε κάθε συμβαλλόμενο.»

7        Κατά το σημείο 8.2 της συμβάσεως Invite, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 των γενικών όρων του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως αυτής, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα ελέγχου όλων των εξόδων της συμβάσεως, ακόμη και των ήδη επιστραφέντων, καθ’ όλη την περίοδο ισχύος της συμβάσεως και για δύο κατ’ ανώτατο όριο έτη μετά την καταγγελία ή την εκτέλεσή της. Το Ελεγκτικό Συνέδριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων είχε τα ίδια δικαιώματα με την Επιτροπή επί του σημείου αυτού.

8        Κατά το σημείο 21.3 των γενικών όρων της συμβάσεως Invite, όταν, κατόπιν της εκτελέσεως ή της λύσεως της συμβάσεως, το συνολικό ποσό της οφειλόμενης από την Επιτροπή χρηματοδοτικής συνδρομής υπολείπεται του ποσού που καταβλήθηκε, οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να επιστρέψουν τη διαφορά στην Επιτροπή.

9        Κατά το σημείο 23 των γενικών όρων της συμβάσεως Invite, αποδοτέες δαπάνες είναι τα πραγματικά έξοδα που πραγματοποιεί κάθε συμβαλλόμενος και είναι αναγκαία για την εκτέλεση του έργου.

10      Τέλος, κατά το σημείο της 11.1, η σύμβαση Invite διέπεται από το ελληνικό δίκαιο και, βάσει του άρθρου 12 των γενικών όρων της, οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

 Η σύμβαση Ausias

11      Στις 30 Δεκεμβρίου 1995 η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με τρεις άλλους συμβαλλομένους, μεταξύ των οποίων η Impetus, τη σύμβαση Ausias (Att in Urban Sites with Integration and Standardisation) με κωδικό TR 1006 (στο εξής: σύμβαση Ausias). Η σύμβαση Ausias συνήφθη επίσης στο πλαίσιο της αποφάσεως 1110/94.

12      Η εταιρία Electronic Trafic SA ορίστηκε «συντονίστρια» των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών (σελίδα 2 της συμβάσεως Ausias).

13      Η σύμβαση Ausias συνήφθη για διάρκεια 23 μηνών (παραταθείσα σε 25 μήνες με τροποποιητική πράξη της 28ης Νοεμβρίου 1997) από την πρώτη ημέρα του μήνα που έπεται της τελευταίας υπογραφής των συμβαλλομένων, ήτοι από την 1η Ιανουαρίου 1996. Το συνολικό εκτιμώμενο κόστος του έργου ανερχόταν σε 1 260 620 ευρώ. Η Επιτροπή είχε αναλάβει υποχρέωση χρηματοδοτικής συνδρομής σε ποσοστό 50 % των αποδοτέων δαπανών και/ή, αν παρίστατο ανάγκη, σε ποσοστό 100 % των πρόσθετων δαπανών της, το δε σύνολο της χρηματοδοτικής συνδρομής της Επιτροπής καθορίστηκε κατά ανώτατο όριο στα 700 000 ευρώ (σημεία 2.1, 3.1 και 3.2 της συμβάσεως Ausias).

14      Η χρηματοδοτική συνδρομή της Επιτροπής συνίστατο σε προκαταβολή ύψους 350 000 ευρώ, η οποία έπρεπε να καταβληθεί εντός δύο μηνών από την τελευταία υπογραφή των συμβαλλομένων, και σε τμηματικές καταβολές πραγματοποιούμενες εντός δύο μηνών από της εγκρίσεως των διαφόρων περιοδικών εκθέσεων προόδου των εργασιών και των αντίστοιχων δηλώσεων κόστους (άρθρο 4 της συμβάσεως Ausias).

15      Οι δηλώσεις κόστους έπρεπε να υποβληθούν διά του συντονιστή έξι μήνες μετά την έναρξη της συμβάσεως και, ακολούθως, κάθε δώδεκα μήνες (σημείο 5.1 της συμβάσεως Invite). Εντός τριών μηνών από την έγκριση της τελευταίας εκθέσεως ή του τελευταίου εγγράφου ή άλλου παραδοτέου στοιχείου έπρεπε να υποβληθεί οριστική δήλωση κόστους, περιλαμβάνουσα τις προσαρμογές όσον αφορά τις προγενέστερες περιόδους. Κατόπιν αυτού, καμία άλλη δαπάνη δεν μπορούσε να επιστραφεί (άρθρο 5.2 της συμβάσεως Ausias).

16      Κατά το σημείο 18.1 των γενικών όρων του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως Ausias (στο εξής: γενικοί όροι της συμβάσεως Ausias), αποδοτέες δαπάνες είναι τα πραγματικά έξοδα τα οποία είναι αναγκαία για το έργο, μπορούν να αποδειχθούν και πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια εκτελέσεως του έργου.

17      Το σημείο 20.1 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias προβλέπει ότι τα γενικά έξοδα πρέπει να μπορούν να αποδειχθούν και να δικαιολογηθούν βάσει κατάλληλων εγγράφων.

18      Το άρθρο 22 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias διευκρινίζει ότι ο συμβαλλόμενος οφείλει να ενημερώνει τακτικά και σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές συμβάσεις του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος λογιστικά βιβλία και κατάλληλα έγγραφα για την απόδειξη και τη δικαιολόγηση των δηλούμενων εξόδων και ωρών εργασίας.

19      Κατά το σημείο 23.3 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias, όταν η συνολική οφειλόμενη για το έργο χρηματοδοτική συνδρομή υπολείπεται των καταβληθέντων ποσών, οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να επιστρέψουν τη διαφορά στην Επιτροπή.

20      Βάσει του άρθρου 24 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias, η Επιτροπή μπορούσε να διενεργήσει ελέγχους μέχρι και για δύο έτη μετά την εκτέλεση ή την καταγγελία της συμβάσεως. Το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε τα ίδια δικαιώματα με την Επιτροπή επί του σημείου αυτού.

21      Τέλος, κατά το άρθρο της 10, η σύμβαση Ausias διέπεται από το ισπανικό δίκαιο και, βάσει του άρθρου 7 των γενικών όρων της, «[τ]ο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και, σε περίπτωση αναιρέσεως, το Δικαστήριο [...] είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την επίλυση των διαφορών μεταξύ της Επιτροπής και των [άλλων συμβαλλομένων] σχετικά με το κύρος, την εφαρμογή και την ερμηνεία της συμβάσεως αυτής».

22      Η Impetus αποσύρθηκε από το έργο την 1η Δεκεμβρίου 1997 (τροποποιητική πράξη 2 της συμβάσεως Ausias).

 Η σύμβαση Artis

23      Στις 10 Μαρτίου 1992 η Κοινότητα, εκπροσωπούμενη από την Επιτροπή, συνήψε με δεκατέσσερις άλλους συμβαλλομένους, μεταξύ των οποίων η Impetus, τη σύμβαση Artis (Advanced Road Transport Informatics in Spain) με κωδικό V 2043 (στο εξής: σύμβαση Artis). Η σύμβαση Artis συνήφθη στο πλαίσιο της αποφάσεως 90/221/Ευρατόμ, ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 1990, σχετικά με το πρόγραμμα-πλαίσιο για τις κοινοτικές δράσεις στον τομέα της έρευνας και της τεχνολογικής ανάπτυξης (1990-1994) (ΕΕ L 117, σ. 28).

24      Η εταιρία Aquila, αρχικώς, και στη συνέχεια η εταιρία UTE OCT SL – Telling SA, ορίστηκε «συντονίστρια» των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών (σελίδα 1 της συμβάσεως Artis και τροποποιητική πράξη 1 της συμβάσεως αυτής).

25      Η σύμβαση Artis συνήφθη για διάρκεια 12 μηνών από την 1η Ιανουαρίου 1992. Το συνολικό εκτιμώμενο κόστος του έργου ανερχόταν σε 973 000 ευρώ. Η Επιτροπή είχε αναλάβει υποχρέωση χρηματοδοτικής συνδρομής σε ποσοστό 50 % των αποδοτέων δαπανών για δεκατρείς από τους δεκατέσσερις συμβαλλομένους (μεταξύ των οποίων η Impetus) και/ή σε ποσοστό 100 % των πρόσθετων δαπανών/επικουρικών εξόδων του τελευταίου συμβαλλομένου, μέχρι συνολικού ποσού 495 000 ευρώ (σημεία 2.1, 3.1 και 3.2 της συμβάσεως Artis).

26      Η διάρκεια της συμβάσεως Artis, το συνολικό εκτιμώμενο κόστος της καθώς και η χρηματοδοτική συνδρομή της Επιτροπής τροποποιήθηκαν με δύο τροποποιητικές πράξεις της 20ής Νοεμβρίου 1992 και της 8ης Ιουλίου 1994. Κατόπιν της δεύτερης τροποποιητικής πράξεως, η τελική διάρκεια της συμβάσεως ήταν 36 μήνες, το συνολικό εκτιμώμενο κόστος της 3 324 000 ευρώ και η χρηματοδοτική συνδρομή της Επιτροπής 1 684 000 ευρώ.

27      Η χρηματοδοτική συνδρομή της Επιτροπής συνίστατο σε προκαταβολή 842 000 ευρώ και σε τμηματικές καταβολές πραγματοποιούμενες εντός δύο μηνών από την έγκριση των διαφόρων περιοδικών εκθέσεων προόδου των εργασιών και των αντίστοιχων δηλώσεων κόστους (σημεία 4.1 και 4.2 της συμβάσεως Artis, όπως τροποποιήθηκαν με την τροποποιητική πράξη 2).

28      Κατά το σημείο 8.2 της συμβάσεως Artis, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 των γενικών όρων του παραρτήματος ΙΙ της συμβάσεως αυτής (στο εξής: γενικοί όροι της συμβάσεως Artis), η Επιτροπή μπορούσε να πραγματοποιήσει ελέγχους επί του συνόλου των εξόδων της συμβάσεως, ακόμη και των ήδη επιστραφέντων, καθ’ όλη την περίοδο ισχύος της συμβάσεως και για δύο κατά ανώτατο όριο έτη μετά την καταγγελία ή την εκτέλεσή της. Το Ελεγκτικό Συνέδριο είχε τα ίδια δικαιώματα με την Επιτροπή επί του σημείου αυτού.

29      Κατά το σημείο 21.3 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis, όταν, κατόπιν της εκτελέσεως ή της λύσεως της συμβάσεως, η συνολική οφειλόμενη από την Επιτροπή χρηματοδοτική συνδρομή υπολείπεται των καταβληθέντων ποσών, οι συμβαλλόμενοι οφείλουν να επιστρέψουν τη διαφορά στην Επιτροπή.

30      Κατά το σημείο 23 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis, αποδοτέες δαπάνες είναι τα πραγματικά έξοδα που πραγματοποιεί κάθε συμβαλλόμενος και είναι αναγκαία για την εκτέλεση του έργου.

31      Το σημείο 24.2 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis ορίζει ότι οι ώρες εργασίας που δαπανώνται στο έργο πρέπει να καταγράφονται και να επαληθεύονται, τουλάχιστον μία φορά μηνιαίως, από τον επικεφαλής του έργου ή από αρμόδιο προϊστάμενο του συμβαλλομένου.

32      Το άρθρο 38 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis διευκρινίζει ότι ο συμβαλλόμενος οφείλει να ενημερώνει τακτικά και σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές συμβάσεις από τις οποίες διέπεται λογιστικά βιβλία καθώς και τα κατάλληλα έγγραφα, όπως αποδείξεις, φύλλα παρουσίας και λεπτομέρειες περί της κατανομής των γενικών εξόδων, προς απόδειξη των δηλούμενων εξόδων.

33      Τέλος, κατά το σημείο της 11.1, η σύμβαση Artis διέπεται από το ισπανικό δίκαιο και, βάσει του άρθρου 12 των γενικών όρων της, οι σχετικές διαφορές υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Δικαστηρίου.

 Ιστορικό της διαφοράς

 Η σύμβαση Invite

34      Η Επιτροπή κατέβαλε στην Impetus, ως συντονίστρια των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών, προκαταβολή 257 400 ευρώ. Κατά την άποψή της, κατόπιν ελέγχου που διενήργησαν οι υπηρεσίες της στις εγκαταστάσεις της Impetus από τις 29 Ιουνίου μέχρι τις 3 Ιουλίου 1998 (στο εξής: χρηματοοικονομικός έλεγχος της Επιτροπής), διαπιστώθηκε ότι η Impetus είχε καταβάλει στους άλλους συμβαλλομένους μόνον 79 062,70 ευρώ και είχε κρατήσει το ποσό των 178 337,30 ευρώ από το οποίο μόνον 42 000 ευρώ διατέθηκαν για το οικείο έργο.

35      Κατόπιν ελέγχου, η Επιτροπή εξέδωσε στις 20 Ιουλίου 2000 το υπ’ αριθ. 3240204585 χρεωστικό σημείωμα στο όνομα της Impetus για ποσό 136 037,30 ευρώ και την κάλεσε να το καταβάλει μέχρι τις 31 Αυγούστου 2000. Με το χρεωστικό σημείωμα διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θα οφείλονταν τόκοι υπερημερίας με το επιτόκιο που εφάρμοζε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) για αναχρηματοδοτήσεις σε ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2000, αυξημένο κατά 1,5 μονάδα.

36      Επειδή η Impetus δεν κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή της απέστειλε τρία έγγραφα οχλήσεως, στις 18 Απριλίου 2001, στις 8 Οκτωβρίου 2001 και στις 15 Ιανουαρίου 2002, τα οποία δεν τελεσφόρησαν.

 Η σύμβαση Ausias

37      Η Επιτροπή κατέβαλε στην Electronic Trafic, ως συντονίστρια των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών, για τις αποδοτέες δαπάνες της Impetus, ποσό 78 341,91 ευρώ. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από το ποσό αυτό η Impetus διέθεσε για το έργο μόνον 63 229,63 ευρώ.

38      Στις 27 Σεπτεμβρίου 2002 η Επιτροπή εξέδωσε στο όνομα της Impetus το υπ’ αριθ. 3240406219 χρεωστικό σημείωμα για ποσό 15 112,28 ευρώ και την κάλεσε να το καταβάλει μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 2002. Με το χρεωστικό σημείωμα διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θα οφείλονταν τόκοι υπερημερίας με το επιτόκιο που εφάρμοζε η ΕΚΤ για αναχρηματοδοτήσεις σε ευρώ τον Νοέμβριο του 2002, αυξημένο κατά 1,5 μονάδα.

39      Επειδή η Impetus δεν κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή της απηύθυνε τρία έγγραφα οχλήσεως στις 8 Νοεμβρίου 2002, στις 19 Δεκεμβρίου 2002 και στις 16 Απριλίου 2003, τα οποία δεν τελεσφόρησαν.

 Η σύμβαση Artis

40      Η Επιτροπή κατέβαλε στην Aquila, ως μέλος των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών, για τις αποδοτέες δαπάνες της Impetus, προκαταβολή 62 621,86 ευρώ. Η Επιτροπή εκτίμησε ότι από το ποσό αυτό η Impetus διέθεσε μόνον 53 391,09 ευρώ για την εκτέλεση του έργου.

41      Στις 27 Νοεμβρίου 2002, κατόπιν του χρηματοοικονομικού ελέγχου της, η Επιτροπή εξέδωσε στο όνομα της Impetus το υπ’ αριθ. 3240408566 χρεωστικό σημείωμα για ποσό 9 230,77 ευρώ και την κάλεσε να το καταβάλει πριν τις 29 Ιανουαρίου 2003. Με το χρεωστικό σημείωμα διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως εντός της ταχθείσας προθεσμίας, θα οφείλονταν τόκοι υπερημερίας με το επιτόκιο που εφάρμοζε η ΕΚΤ για αναχρηματοδοτήσεις σε ευρώ τον Ιανουάριο του 2003, αυξημένο κατά 1,5 μονάδα.

42      Επειδή η Impetus δεν κατέβαλε το οφειλόμενο ποσό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή της απηύθυνε δύο έγγραφα οχλήσεως, στις 19 Δεκεμβρίου 2002 και στις 16 Απριλίου 2003, τα οποία δεν τελεσφόρησαν.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 23 Μαρτίου 2005, η Επιτροπή άσκησε την υπό κρίση αγωγή.

44      Το υπόμνημα αντικρούσεως της Impetus και το υπόμνημα απαντήσεως της Επιτροπής κατατέθηκαν εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

45      Η Impetus κατέθεσε το υπόμνημά της ανταπαντήσεως εκπροθέσμως. Το υπόμνημα αυτό δεν έγινε δεκτό.

46      Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, οι διάδικοι κλήθηκαν να προσκομίσουν έγγραφα ή να απαντήσουν σε ορισμένες ερωτήσεις. Η Επιτροπή ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση αυτή εντός των ταχθεισών προθεσμιών. Η Impetus ανταποκρίθηκε εν μέρει στην πρόσκληση αυτή εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

47      Κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του άρθρου 14, παράγραφος 2, και του άρθρου 51, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του, το Πρωτοδικείο (πέμπτο τμήμα), αφού άκουσε τους διαδίκους, αποφάσισε να αναθέσει την υπό κρίση υπόθεση στον F. Dehousse, δικάζοντα σε μονομελές τμήμα.

48      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να υποχρεώσει την Impetus να καταβάλει το ποσό των 235 655,21 ευρώ, που αντιστοιχεί σε 160 380,35 ευρώ ως κεφάλαιο και 75 274,86 ευρώ ως τόκους υπερημερίας, από την ημερομηνία κατά την οποία κατέστη απαιτητό με βάση το κάθε χρεωστικό σημείωμα·

–        να υποχρεώσει την Impetus να καταβάλει από τις 15 Μαρτίου 2005 και μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής της, όσον αφορά τη σύμβαση Invite, τόκους ύψους 41,93 ευρώ ημερησίως, όσον αφορά τη σύμβαση Ausias, τόκους ύψους 1,66 ευρώ ημερησίως και, όσον αφορά τη σύμβαση Artis, τόκους ύψους 1,01 ευρώ ημερησίως·

–        να καταδικάσει την Impetus στα δικαστικά έξοδα.

49      Η Impetus ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει τα αιτήματα της Επιτροπής στο σύνολό τους,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Η σύμβαση Invite

 Επιχειρήματα των διαδίκων

50      Η Επιτροπή κατέβαλε στην Impetus, ως συντονίστρια των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών, προκαταβολή 257 400 ευρώ. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από το ποσό αυτό η Impetus κατέβαλε μόνον 79 062,70 ευρώ στους άλλους συμβαλλομένους και κράτησε το ποσό των 178 337,30 ευρώ, από τα οποία διέθεσε για το έργο μόνον 42 000 ευρώ.

51      Η Επιτροπή προσκομίζει έγγραφο με το οποίο η Impetus αναγνωρίζει ότι δεν πραγματοποίησε τις πληρωμές στους άλλους συνεταίρους του έργου. Το έγγραφο αυτό διαψεύδει τα επιχειρήματα της Impetus ότι οι πληρωμές δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω της αρνήσεως της Επιτροπής να δεχθεί τις συναφθείσες με ορισμένους συνεταίρους συμφωνίες.

52      Η Επιτροπή επισημαίνει επίσης, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι, κατόπιν εγγράφου που απευθύνθηκε στην Impetus στις 14 Μαΐου 1998, η συμμετοχή της Impetus στη σύμβαση Invite έπαυσε από τις 15 Ιουνίου 1998, σύμφωνα με τις διατάξεις του σημείου 5.3, σημείο α΄, i, της συμβάσεως αυτής.

53      Η παράβαση των υποχρεώσεων που η Impetus υπέχει από το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite εξασφαλίζει στην Επιτροπή το δικαίωμα να ζητήσει την επιστροφή των ποσών που αχρεωστήτως κατέβαλε στην στην Impetus ως συντονίστρια, στο μέτρο που η εταιρία αυτή δεν κατέβαλε εκ νέου τα ποσά αυτά στους δικαιούχους. Δεν πρόκειται περί απλής διαφοράς «inter partes» μεταξύ της Impetus και των συνεταίρων της. Η Επιτροπή επικαλείται επίσης, προς στήριξη της αγωγής της, το σημείο 21.3 και το άρθρο 23 των γενικών όρων της εν λόγω συμβάσεως.

54      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή ποσού 136 037,30 ευρώ ως κεφάλαιο.

55      Όσον αφορά τη ημερομηνία από την οποία καθίστανται απαιτητοί τόκοι υπερημερίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από το χρεωστικό σημείωμα της 20ής Ιουλίου 2000 προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου 2000, οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία αυτή και μέχρι την εξόφληση του εν λόγω ποσού.

56      Ελλείψει προβλέψεως συμβατικών τόκων στη σύμβαση Invite και στο μέτρο που η σύμβαση αυτή διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, η Επιτροπή κρίνει ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 345, παράγραφος 1, του Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή, ο δανειστής δικαιούται, σε περίπτωση υπερημερίας, να απαιτήσει τους εκ του νόμου ή εκ δικαιοπραξίας οριζόμενους τόκους υπερημερίας, χωρίς να υποχρεούται να αποδείξει ότι υπέστη ζημία. Η Επιτροπή παραπέμπει, συναφώς, σε αποφάσεις του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής που καθορίζουν τα επιτόκια που εφαρμόζονται επί ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων στην Ελλάδα, καθώς και στον ελληνικό νόμο 2842/2000 σχετικά με την αντικατάσταση της δραχμής από το ευρώ (ΦΕΚ A΄ 207).

57      Η Επιτροπή, έχοντας οχλήσει την Impetus με το χρεωστικό σημείωμα της 20ής Ιουλίου 2000, ζητεί τόκους υπερημερίας από τις 30 Σεπτεμβρίου 2000.

58      Συνολικώς, κατά την Επιτροπή, οι τόκοι υπερημερίας ανέρχονταν σε 73 021,73 ευρώ στις 15 Μαρτίου 2005, οπότε το συνολικό ποσό που όφειλε η Impetus κατά την ημερομηνία αυτή ανερχόταν σε 209 059,03 ευρώ. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι τόκοι υπερημερίας πρέπει να αυξηθούν κατά 41,93 ευρώ ημερησίως από τις 15 Μαρτίου 2005 και μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

59      Η Impetus υποστηρίζει ότι ορισμένοι από τους συνεταίρους της στο έργο Invite δεν είχαν πληρωθεί κατά την ημερομηνία διενέργειας του ελέγχου της Επιτροπής. Ωστόσο, για την Impetus, ο λόγος της μη εξοφλήσεως έγκειται στο ότι η Κοινότητα δεν είχε δεχθεί την καταβολή ποσών σε συνεταίρους που ανήκαν, κατά την άποψή της, στο «πρώην ανατολικό μπλοκ». Η Impetus προσθέτει ότι ορισμένες υπηρεσίες της Κοινότητας, ιδίως η Μονάδα συντονισμού για την καταπολέμηση της απάτης (UCLAF), νυν Ευρωπαϊκή Υπηρεσία για την καταπολέμηση της απάτης (OLAF), είχαν «παγώσει τον λογαριασμό».

60      Η Impetus, προσκομίζοντας πίνακα κατανομής των οφειλομένων και των εξοφληθέντων από την Επιτροπή ποσών, προσθέτει ότι δεν έχει καμία οφειλή έναντι της Κοινότητας. Η Impetus αναγνωρίζει ότι έχει «μικροδιαφορές» με τους συνεταίρους της στο έργο όσον αφορά τα καταβληθέντα ποσά. Ωστόσο, οι διαφορές αυτές δεν αφορούν τη σχέση της Impetus με την Κοινότητα, αλλά τη σχέση της με τους συνεταίρους της. Συνεπώς, η αγωγή της Επιτροπής είναι απαράδεκτη λόγω ελλείψεως παθητικής νομιμοποιήσεως της Impetus. Η Impetus επισημαίνει, εξάλλου, ότι η αιτία της μη εξοφλήσεως των ποσών αυτών, που αποτελούν «μικροποσά», είναι η απαράδεκτη άρνηση της Κοινότητας να καταβάλει το υπόλοιπο του οφειλόμενου ποσού, ήτοι 28 600 ευρώ.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

61      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής και τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως, και όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή επικαλείται αποκλειστικώς, προς στήριξη της αγωγής της, το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite καθώς και το σημείο 21.3 και το άρθρο 23 των γενικών όρων της εν λόγω συμβάσεως.

62      Η Επιτροπή δεν επικαλείται άλλες διατάξεις της συμβάσεως Invite ή της εφαρμοστέας, εν προκειμένω, εθνικής νομοθεσίας. Ειδικότερα, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, διευκρίνισε ότι η αγωγή της δεν εντασσόταν σε μη συμβατικό πλαίσιο και ιδίως στο πλαίσιο αγωγής περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

63      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο πρέπει να εξακριβώσει, πρώτον, αν η Impetus πράγματι παρέβη τις υποχρεώσεις που υπέχει από το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite και, δεύτερον, εφόσον συντρέχει η περίπτωση αυτή, να εξακριβώσει αν η παράβαση αυτή μπορεί να στηρίξει δικαίωμα μερικής επιστροφής των καταβληθέντων ποσών, λαμβανομένων υπόψη, ενδεχομένως, των άλλων συμβατικών ρητρών που επικαλείται η Επιτροπή.

–       Επί της παραβάσεως του σημείου 4.3 της συμβάσεως Invite

64      Κατά το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite, η εταιρία που εισπράττει τα καταβληθέντα από την Επιτροπή ποσά υποχρεούται να μεταβιβάσει αμέσως το ποσό που αναλογεί σε κάθε συμβαλλόμενο.

65      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι η Impetus δεν αμφισβητεί ότι, βάσει του σημείου 4.3 της συμβάσεως Invite, έλαβε το ποσό των 257 400 ευρώ ως συντονίστρια του έργου.

66      Δεύτερον, από τα στοιχεία της δικογραφίας και, ειδικότερα, από τα έγγραφα που αντήλλαξαν οι συμβαλλόμενοι προκύπτει ότι, από το ποσό που έλαβε ως συντονίστρια του έργου Invite, η Impetus δεν μεταβίβασε το συνολικό ποσό που αναλογούσε σε κάθε συμβαλλόμενο. Η Impetus, επιπλέον, δεν παρέσχε στο Πρωτοδικείο κανένα στοιχείο από το οποίο να προκύπτει ότι μεταβιβάσθηκαν σε κάποια χρονική στιγμή τα εισπραχθέντα ποσά που αναλογούν σε κάθε συμβαλλόμενο.

67      Τρίτον, τα επιχειρήματα της Impetus ότι η Επιτροπή ευθύνεται για τη μη μεταβίβαση των ποσών που αναλογούν σε κάθε συμβαλλόμενο στηρίζονται σε απλές εκτιμήσεις και διαψεύδονται από έγγραφο της Impetus της 1ης Ιουλίου 1998. Το έγγραφο αυτό αναφέρει, συγκεκριμένα, τα εξής:

«Η [Impetus] βρίσκεται σε ιδιαιτέρως δυσχερή θέση, στο μέτρο που οι πληρωμές αυτές δεν πραγματοποιήθηκαν, όπως προέβλεπε και σχεδίαζε ο γενικός διευθυντής της εταιρίας. Το οικείο έργο δεν αποπερατώθηκε και, συνεπώς, η εταιρία κίνησε ένδικη διαδικασία κατά του πρώην επικεφαλής λογιστή.»

68      Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει ότι η Impetus, παραλείποντας να μεταβιβάσει σε κάθε συμβαλλόμενο το ποσό που του αναλογεί, παρέβη τις συμβατικές υποχρεώσεις που υπέχει από το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite.

–       Επί του δικαιώματος της Επιτροπής περί επιστροφής μέρους των ποσών που κατέβαλε στην Impetus

69      Επισημαίνεται, πρώτον, ότι το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα να απαλλαγεί από την υποχρέωση πραγματοποιήσεως πληρωμών σε μεγαλύτερο αριθμό δικαιούχων (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑7/05, Επιτροπή κατά Παρθενών, που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 102, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα Kokott στην απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Μαρτίου 2005, C‑294/02, Επιτροπή κατά AMI Semiconductor Belgium κ.λπ., Συλλογή 2005, σ. I‑2175, I‑2178, σκέψη 124).

70      Δεύτερον, το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite δεν προβλέπει την επιστροφή των καταβληθέντων ποσών στην Επιτροπή, όταν η οικεία εταιρία δεν μεταβιβάζει το ποσό που αναλογεί σε κάθε συμβαλλόμενο. Επομένως, από τη διάταξη αυτή και μόνο δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή δικαιούται επιστροφή του συνόλου ή μέρους των ποσών που καταβλήθηκαν στον συντονιστή των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών. Στην περίπτωση αυτή, ο συντονιστής, εν προκειμένω, θα είχε σωρεία ευθυνών έναντι, αφενός, της Επιτροπής και, αφετέρου, των άλλων συμβαλλομένων. Η ρήτρα αυτή μπορεί, αντιθέτως, να χρησιμεύσει για τον υπολογισμό του προς επιστροφή ποσού, όταν η εν λόγω επιστροφή στηρίζεται σε άλλη συμβατική ρήτρα (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 24ης Φεβρουαρίου 2005, C‑279/03, Επιτροπή κατά Implants, που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 25 έως 28, και της 26ης Ιανουαρίου 2006, C‑279/03 OP, Implants, που δεν δημοσιεύθηκε ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 31 έως 39, καθώς και προαναφερθείσα απόφαση Επιτροπή κατά Παρθενών, σκέψεις 93 έως 107). Συγκεκριμένα, στις υποθέσεις στο πλαίσιο των οποίων εκδόθηκαν οι προαναφερθείσες αποφάσεις Επιτροπή κατά Implants, Implants και Επιτροπή κατά Παρθενών, οι εναγόμενες εταιρίες παρέβησαν τις συμβατικές υποχρεώσεις τους οι οποίες συνίσταντο, ειδικότερα, στην προσκόμιση στην Επιτροπή περιοδικών εκθέσεων προόδου των εργασιών. Εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν επικαλείται άλλη παράβαση, πλην αυτής του σημείου 4.3 της συμβάσεως Invite.

71      Τρίτον, η Επιτροπή δεν προβάλλει δικαίωμα αποζημιώσεως, αλλά ζητεί τη μερική επιστροφή ποσών που κατέβαλε στην Impetus. Συνεπώς, οι διατάξεις του εθνικού δικαίου που προβλέπουν τη δυνατότητα αποκαταστάσεως των ζημιών που προκλήθηκαν λόγω της μη εκτελέσεως των συμβατικών υποχρεώσεων που η Impetus υπέχει από το άρθρο 4.3 της συμβάσεως Invite δεν έχουν εφαρμογή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Οκτωβρίου 2001, C‑77/99, Επιτροπή κατά Oder-Plan Architektur κ.λπ., Συλλογή 2001, σ. I‑7355, σκέψη 68). Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή δεν επικαλείται την ύπαρξη οποιασδήποτε ζημίας εν προκειμένω.

72      Τέταρτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη από την Επιτροπή σχέση μεταξύ της εκ μέρους της Impetus παραβάσεως των συμβατικών υποχρεώσεων που υπέχει από το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite και των ρητρών που περιέχουν το σημείο 21.3 και το άρθρο 23 των γενικών όρων της συμβάσεως αυτής, επισημαίνεται ότι οι ρήτρες αυτές καθιστούν δυνατή την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν καθ’ υπέρβαση του συνολικού οφειλόμενου από την Επιτροπή ποσού συνδρομής ή την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν από την Επιστροφή και δεν ήταν αναγκαία για την εκτέλεση του έργου.

73      Διαπιστώνεται, καταρχάς, όπως επισημαίνει η Επιτροπή με απάντησή της σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι η σύμβαση Invite εκτελέστηκε από τους αντισυμβαλλομένους της Κοινότητας. Η Επιτροπή ενέκρινε την τελική έκθεση επί του σημείου αυτού.

74      Ακολούθως, όπως προκύπτει από τη δικογραφία και επιβεβαιώθηκε από την Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, τα ποσά που καταβλήθηκαν στο πλαίσιο της συμβάσεως Invite δεν υπερβαίνουν το συνολικό ποσό χρηματοδοτικής συνδρομής που όφειλε η Επιτροπή για το εν λόγω έργο. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν αναφέρει ότι κατέβαλε αμέσως το ποσό για το τμήμα του έργου που αναλογεί στους άλλους συμβαλλομένους, ούτε ότι της υποβλήθηκε σχετικό αίτημα.

75      Τέλος, από την έκθεση χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής καθώς και από τους καταλόγους που προσαρτήθηκαν σε έγγραφό της της 5ης Ιουλίου 2000 προκύπτει ότι τα έξοδα που παρουσίασε η Impetus με τις δηλώσεις κόστους, καθώς και το ποσό τους, ήταν αναγκαία για την εκτέλεση του έργου και έγιναν δεκτά από την Επιτροπή.

76      Συνεπώς, οι διατάξεις του σημείου 21.3 της συμβάσεως Invite και του άρθρου 23 των γενικών όρων της δεν έχουν εφαρμογή.

77      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ανέφερε, προς απάντηση σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι τα ποσά που κατέβαλε στον συντονιστή την απαλλάσσουν από τις οφειλές της έναντι του συνόλου των συμβαλλομένων και ότι «[οι άλλοι συμβαλλόμενοι] πρέπει να απευθυνθούν στον συντονιστή και να απαιτήσουν από αυτόν να συμμορφωθεί [προς το σημείο 4.3 της συμβάσεως Invite] βάσει της εντολής που του δόθηκε».

78      Από το σύνολο των στοιχείων αυτών προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των προβληθεισών ρητρών της συμβάσεως Invite και των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή κακώς ζητεί την επιστροφή μέρους των ποσών που κατέβαλε στην Impetus στο πλαίσιο της συμβάσεως αυτής. Συνεπώς, η αγωγή της Επιτροπής είναι απορριπτέα επί του σημείου αυτού.

 Η σύμβαση Ausias

 Επιχειρήματα των διαδίκων

79      Η Επιτροπή κατέβαλε στην Electronic Trafic, ως συντονίστρια των συμβαλλομένων με την Κοινότητα, για τις αποδοτέες δαπάνες της Impetus, το ποσό των 78 341,91 ευρώ. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από το ποσό αυτό η Impetus διέθεσε μόνον 63 229,63 ευρώ για την εκτέλεση του έργου.

80      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι, όπως προκύπτει από τα σημεία 13.1 και 13.6 της εκθέσεώς της χρηματοοικονομικού ελέγχου, διαπιστώθηκαν σημαντικές υπερχρεώσεις όσον αφορά τις δαπάνες για το προσωπικό και τα γενικά έξοδα. Τα ποσά που επικαλέστηκε η Impetus ενώπιον του Πρωτοδικείου δεν συνοδεύονται από καμία περαιτέρω διευκρίνιση και από κανένα επιπλέον στοιχείο.

81      Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Impetus περί των υπηρεσιών που παρέσχε κατά το τρίτο έτος της συμβάσεως Ausias, η Επιτροπή τον χαρακτηρίζει ασαφή και υπενθυμίζει ότι η Impetus αποσύρθηκε από το έργο την 1η Δεκεμβρίου 1997. Εξάλλου, όσον αφορά την τραπεζική εγγυητική επιστολή που επικαλέστηκε η Impetus για να αποδείξει ότι το κόστος της θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό των αχρεωστήτως οφειλομένων ποσών, δεν υφίσταται καμία ρήτρα προβλέπουσα αποζημίωση για δαπάνες σχετικές με την επιστολή αυτή.

82      Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζητεί την επιστροφή ποσού κεφαλαίου 15 112,28 ευρώ. Η Επιτροπή επικαλείται, επί του σημείου αυτού, προς στήριξη του αιτήματός της, τα σημεία 18.1 και 23.3 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias.

83      Όσον αφορά την ημερομηνία από την οποία καθίστανται απαιτητοί τόκοι υπερημερίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι το χρεωστικό σημείωμα της 27ης Σεπτεμβρίου 2002 ανέφερε ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 2002, οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία αυτή και μέχρι την εξόφληση του εν λόγω ποσού.

84      Ελλείψει προβλέψεως συμβατικών τόκων στη σύμβαση Ausias και στο μέτρο που η σύμβαση αυτή διέπεται από το ισπανικό δίκαιο, η Επιτροπή φρονεί ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 1108 του Código civil (ισπανικού Αστικού Κώδικα), κατά το οποίο, σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει τόκους υπερημερίας καθοριζομένους με ειδικό νόμο, ο οποίος εκδίδεται ετησίως, Η Επιτροπή παραπέμπει, επί του σημείου αυτού, σε σειρά νομοθετημάτων τα οποία καθορίζουν τα επιτόκια για τις επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση περιόδους.

85      Η Επιτροπή, έχοντας οχλήσει την Impetus με το χρεωστικό σημείωμα της 27ης Σεπτεμβρίου 2002, δικαιούται να της ζητήσει τόκους υπερημερίας από τις 15 Νοεμβρίου 2002.

86      Συνολικώς, οι τόκοι υπερημερίας που όφειλε η Impetus ανέρχονταν σε 1 455,13 ευρώ στις 15 Μαρτίου 2005, οπότε το συνολικώς οφειλόμενο από την Impetus ποσό ανερχόταν σε 16 567,41 ευρώ. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι τόκοι υπερημερίας πρέπει να αυξηθούν κατά 1,66 ευρώ ημερησίως από τις 15 Μαρτίου 2005 και μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

87      Η Impetus επισημαίνει, καταρχάς, ότι το σχετικό με τη σύμβαση Ausias έργο εκτελέσθηκε πλήρως κατά το μέρος που την αφορά. Υποστηρίζει ότι έλαβε ποσό 76 873 ευρώ, αντί του ποσού 149 214 ευρώ στο οποίο ανέρχεται η χρηματοδοτική συνδρομή της Κοινότητας. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Impetus δεν οφείλει στην Κοινότητα 15 112,28, ευρώ, αλλά, αντιθέτως, η Κοινότητα της οφείλει 72 341 ευρώ. Με την απάντησή της σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Impetus διευκρίνισε ότι εισέπραξε τελικώς 77 131,91 ευρώ για το εν λόγω έργο και, συνεπώς, η Επιτροπή της οφείλει 72 081,59 ευρώ.

88      Η Impetus υποστηρίζει, ακολούθως, ότι οι εκ μέρους της Επιτροπής υπολογισμοί των γενικών εξόδων ήταν προδήλως εσφαλμένοι, στο μέτρο που δεν ελήφθη υπόψη το σύνολο του διοικητικού προσωπικού της εταιρίας. Η Impetus προσκομίζει πίνακα των γενικών εξόδων της εταιρίας από τον οποίο προκύπτει ότι οι εκτιμήσεις της Επιτροπής είναι εσφαλμένες.

89      Κατά την Impetus, εξάλλου, δεν ελήφθησαν υπόψη, πρώτον, υπηρεσίες που παρέσχε κατά το τρίτο και τελευταίο έτος της συμβάσεως Ausias και, δεύτερον, το κόστος της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής. Με την απάντησή της σε ερώτηση του Πρωτοδικείου, η Impetus διευκρίνισε ότι το κόστος της τραπεζικής εγγυητικής επιστολής ανερχόταν σε 11 000 ευρώ.

90      Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Impetus επισήμανε ότι τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως ήταν παρωχημένα και δεν καθιστούσαν δυνατή την ανεύρεση των κατάλληλων εγγράφων.

91      Η Impetus τονίζει ότι θα ζητήσει το(α) οφειλόμενο(α) ποσό(α) με χωριστή αγωγή.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

92      Καταρχάς, διαπιστώνεται, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής και τις διευκρινίσεις που παρασχέθηκαν με το υπόμνημα απαντήσεως και όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Επιτροπή επικαλείται αποκλειστικώς, προς στήριξη της αγωγής της, τα σημεία 18.1 και 23.3 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias.

93      Η Επιτροπή δεν επικαλείται άλλες διατάξεις της συμβάσεως Ausias και της εφαρμοστέας, εν προκειμένω, εθνικής νομοθεσίας.

94      Επί της ουσίας, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά κατηγορίες εξόδων που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν για την εκτέλεση του έργου και προβλέπονται στα άρθρα 19 και 20 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias, ήτοι άμεσα έξοδα (προσωπικού, εξοπλισμού, αρωγής τρίτων, μεταβάσεως, πληροφορικής, αναλώσιμα, ειδικές δαπάνες για το έργο) και έμμεσα έξοδα (γενικές δαπάνες), το σημείο 18.1 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias προβλέπει ότι αποδοτέες δαπάνες είναι τα πραγματικά έξοδα που είναι αναγκαία για το έργο, μπορούν να αποδειχθούν και πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια εκτελέσεως του έργου.

95      Το άρθρο 22 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias διευκρινίζει, επιπλέον, ότι ο συμβαλλόμενος οφείλει να ενημερώνει τακτικά και σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές συμβάσεις του κράτους στο οποίο είναι εγκατεστημένος λογιστικά βιβλία και κατάλληλα έγγραφα για την απόδειξη και τη δικαιολόγηση των δηλούμενων εξόδων και ωρών εργασίας. Η πρόσβαση στα έγγραφα αυτά πρέπει να είναι δυνατή κατά τους χρηματοοικονομικούς ελέγχους.

96      Τα έξοδα που πραγματοποίησε η Impetus στο πλαίσιο της συμβάσεως Ausias αποτέλεσαν αντικείμενο χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής. Ο έλεγχος για το έργο αυτό αφορούσε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1996 μέχρι 1η Ιουλίου 1997. Υπενθυμίζεται ότι η Impetus αποσύρθηκε από το έργο Ausias από 1ης Δεκεμβρίου 1997.

97      Στο πλαίσιο αυτό, στην Impetus απέκειτο να αποδείξει ότι τα έξοδα που δήλωσε ήταν πραγματικά έξοδα τα οποία ήταν όντως αναγκαία και πραγματοποιήθηκαν για το έργο κατά τη διάρκεια της εκτελέσεώς του. Στο πλαίσιο της αποδείξεως αυτής, η Impetus έπρεπε να συμμορφωθεί προς τις επιταγές της συμβάσεως που αναφέρονται στο ανωτέρω σημείο 95.

98      Όσον αφορά τα έξοδα προσωπικού (ήτοι τα έξοδα που σχετίζονται με τα πρόσωπα που εργάστηκαν ειδικώς για τα επίμαχα έργα, εξαιρουμένων των αμοιβών του διοικητικού προσωπικού που καταβάλλονται για τη λειτουργία της διαρθρωτικής δομής και περιλαμβάνονται στις γενικές δαπάνες), η Επιτροπή εξέτασε, καταρχάς, τις συμβάσεις των συμβούλων, τις καταστάσεις για τις ώρες εργασίας τους καθώς και τις πληρωμές προς όλους τους συμβούλους που εργάστηκαν σε κοινοτικά έργα (σημείο 8 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής). Στη βάση αυτή, η Επιτροπή υπολόγισε τη μέση ωριαία αμοιβή ανά σύμβουλο, μεταξύ άλλων για τα έτη 1996 και 1997, που εφαρμόστηκε στο έργο Ausias βάσει των ωρών εργασίας που δήλωσε κάθε σύμβουλος. Ομοίως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι οι αμοιβές καταβλήθηκαν και ενσωματώθηκαν στους λογαριασμούς (σημείο 13.1 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής). Προσκομίζοντας λεπτομερή πίνακα των εξόδων προσωπικού, κατανεμημένων ανά σύμβουλο, η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση υπερχρεώσεων στα έξοδα προσωπικού για το έργο Ausias, τα οποία ανέρχονται, λαμβανομένων υπόψη των εξόδων που δήλωσε η Impetus, σε 10 220 460 δραχμές (GRD) (σημείο 13.1 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής).

99      Από τα υπομνήματα της Impetus δεν προκύπτει ότι αμφισβητεί, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας, την ύπαρξη υπερχρεώσεων στα έξοδα προσωπικού, ούτε τη μέθοδο που εφάρμοσε η Επιτροπή ή τα ποσά που ανέφερε. Εν πάση περιπτώσει, δεν εισήχθη στον φάκελο κανένα αντικειμενικό στοιχείο δυνάμενο να θίξει τον υπολογισμό της Επιτροπής. Ο υπολογισμός αυτός στηρίχθηκε, όπως προκύπτει από την έκθεση χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής, σε έγγραφα που τέθηκαν στη διάθεση της Impetus.

100    Όσον αφορά τα γενικά έξοδα, όπως προκύπτει από την έκθεση χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής, η Impetus ζήτησε, για τα έτη 1996 και 1997 και για το σύνολο των έργων που αποτέλεσαν αντικείμενο ελέγχου, την εφαρμογή ποσοστού γενικών εξόδων περίπου ίσου με το 65 % των εξόδων προσωπικού. Όπως επισήμανε η Επιτροπή με την έκθεση χρηματοοικονομικού ελέγχου, δεν παρασχέθηκε καμία εξήγηση όσον αφορά τη μέθοδο υπολογισμού βάσει της οποίας προέκυψε το αποτέλεσμα αυτό. Εξάλλου, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι προσκομίσθηκαν εμπροθέσμως κατάλληλα έγγραφα προς στήριξη του αιτήματος αυτού. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το σημείο 20.1 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias προβλέπει ότι τα γενικά έξοδα πρέπει να μπορούν να αποδειχθούν και να δικαιολογηθούν βάσει κατάλληλων εγγράφων.

101    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή ορθώς αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις εκτιμήσεις της Impetus, υπολογίζοντας η ίδια, ενδεχομένως, βάσει εγγράφων που τέθηκαν στη διάθεσή της στο πλαίσιο του χρηματοοικονομικού ελέγχου της, το ποσοστό γενικών εξόδων που εφαρμόστηκε για τα δύο επίμαχα έτη. Από τον υπολογισμό αυτό προκύπτει ότι τα ποσοστά γενικών εξόδων που εφαρμόστηκαν για τα έτη 1996 και 1997 είναι 34,68 και 44 %, αντιστοίχως (σημείο 8.1 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής). Στη βάση αυτή και στο πλαίσιο της συμβάσεως Ausias, η Επιτροπή διαπίστωσε υπερχρέωση των γενικών εξόδων τα οποία ανέρχονται, λαμβανομένων υπόψη των εξόδων που δήλωσε η Impetus, σε 11 881 911 GRD (σημείο 13.6 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής).

102    Τα στοιχεία που προσκόμισε η Impetus ενώπιον του Πρωτοδικείου, ιδίως ο πίνακας στον οποίο αναγράφονται τα διάφορα ποσοστά γενικών εξόδων, δεν μπορούν να θίξουν τον υπολογισμό αυτό. Πράγματι, τα στοιχεία αυτά δεν στηρίζονται σε κατάλληλα έγγραφα. Εν πάση περιπτώσει, ο πίνακας που προσκόμισε η Impetus αφορά τα έτη 1994, 1995 και μέρος μόνον του 1996. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θίξει τους υπολογισμούς της Επιτροπής για τα πλήρη έτη 1996 και 1997.

103    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Impetus κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και που αφορούν φερόμενη «παραγραφή», ότι δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά είναι παρωχημένα και δεν καθιστούν δυνατή την ανεύρεση των κατάλληλων εγγράφων, αρκεί η επισήμανση ότι η αγωγή της Επιτροπής στηρίζεται σε χρηματοοικονομικό έλεγχο ο οποίος διενεργήθηκε το 1998. Συνεπώς, η Impetus είχε, την εποχή εκείνη, τη δυνατότητα να παράσχει τα κατάλληλα έγγραφα προς στήριξη της αγωγής της ή προς αμφισβήτηση των υπολογισμών της Επιτροπής και, στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η Impetus δεν προέβαλε κανένα στοιχείο το οποίο δικαιολογεί την αδυναμία της να παράσχει, κατά τον χρηματοοικονομικό έλεγχο της Επιτροπής, τα εν λόγω έγγραφα. Επομένως, τα σχετικά επιχειρήματα της Impetus είναι απορριπτέα.

104    Κατόπιν των ανωτέρω στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορισμένα έξοδα των οποίων ζητείται η επιστροφή στο πλαίσιο της συμβάσεως Ausias δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των αποδοτέων δαπανών, όπως αυτή ορίστηκε στο σημείο 18.1 των γενικών όρων της εν λόγω συμβάσεως.

105    Όσον αφορά το ποσό που ζητεί η Επιτροπή, πρώτον, διαπιστώνεται ότι καταβλήθηκαν στην Electronic Trafic, ως συντονίστρια των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών για τις αποδοτέες δαπάνες της Impetus, 78 341,91 ευρώ. Η Impetus δεν αμφισβητεί την καταβολή του ποσού αυτού, αλλά επισημαίνει ότι τελικώς εισέπραξε μόνον 77 131,91 ευρώ. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Impetus διευκρίνισε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο αυτών ποσών μάλλον προκύπτει από έξοδα που πραγματοποιήθηκαν κατά την εκ μέρους της συντονίστριας κατάθεση ποσού στους τραπεζικούς λογαριασμούς της. Αρκεί, συναφώς, η επισήμανση ότι τα επίμαχα έξοδα πραγματοποιήθηκαν μετά την εκ μέρους της Επιτροπής πληρωμή, στο πλαίσιο αποκλειστικών σχέσεων μεταξύ της συντονίστριας και της Impetus και χωρίς να έχουν εγκριθεί από την Επιτροπή. Επομένως, πρέπει να ληφθεί υπόψη το ποσό που καταβλήθηκε από την Επιτροπή στη συντονίστρια και δεν αμφισβητήθηκε από την Impetus, ήτοι το ποσό των 78 341,91 ευρώ.

106    Δεύτερον, σύμφωνα με την έκθεση χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής, λαμβανομένων υπόψη των διορθώσεων στα έξοδα προσωπικού και τα γενικά έξοδα, οι αποδοτέες δαπάνες της Impetus στο πλαίσιο του έργου Ausias και για την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1996 μέχρι 1η Ιουλίου 1997 ανέρχονται σε 127 327 ευρώ (σημείο 15 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής). Κανένα από τα στοιχεία που εισήγαγε στον φάκελο η Impetus δεν είναι ικανό να αντικρούσει τη διαπίστωση αυτή. Εξάλλου, το ποσό των 126 459 ευρώ που ανέφερε η Επιτροπή με την απάντησή της σε ερώτηση του Πρωτοδικείου δεν αντιστοιχεί στα στοιχεία που προκύπτουν από την έκθεσή της χρηματοοικονομικού ελέγχου και δεν πρέπει να γίνει δεκτό, καθόσον δεν δικαιολογείται από εμπεριστατωμένα στοιχεία.

107    Τρίτον, στο μέτρο που η Επιτροπή έπρεπε να συνεισφέρει σε ποσοστό 50 % επί των αποδοτέων δαπανών των συμβαλλομένων, η συνδρομή της στα έξοδα της Impetus ανέρχεται συνολικώς στα 63 663,50 ευρώ.

108    Τέταρτον, από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει, όπως υποστηρίζει η Impetus, η ύπαρξη αποδοτέων δαπανών για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1997 μέχρι 1η Δεκεμβρίου 1997, ημερομηνία κατά την οποία η Impetus αποσύρθηκε από το έργο. Επισημαίνεται, συναφώς, ότι οι δηλώσεις κόστους έπρεπε να υποβληθούν, με τη μεσολάβηση του συντονιστή, έξι μήνες μετά την έναρξη ισχύος της συμβάσεως και, ακολούθως, ανά δώδεκα μήνες (σημείο 5.1 της συμβάσεως Ausias). Η δήλωση κόστους για την τελική περίοδο, που περιλαμβάνει τις προσαρμογές για τις προγενέστερες περιόδους, έπρεπε να υποβληθεί εντός τριών μηνών από την έγκριση της τελευταίας εκθέσεως, του τελευταίου εγγράφου ή άλλου παραδοτέου στοιχείου. Κατόπιν αυτού, κανένα άλλο έξοδο δεν μπορούσε να επιστραφεί (σημείο 5.2 της συμβάσεως Ausias). Από τη δικογραφία και ειδικότερα από τα έγγραφα που αντήλλαξαν η Επιτροπή και ο συντονιστής του έργου προκύπτει, πάντως, ότι, για την περίοδο από 1ης Ιουλίου 1997 μέχρι 1η Δεκεμβρίου 1997, η Impetus δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει εμπροθέσμως δήλωση κόστους. Υπό τις συνθήκες αυτές, τα σχετικά επιχειρήματα της Impetus είναι απορριπτέα.

109    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Impetus περί οφειλής της Επιτροπής, στο πλαίσιο της συμβάσεως Ausias, για έξοδα σχετιζόμενα με τη σύσταση τραπεζικής εγγυήσεως, αρκεί η επισήμανση ότι αυτό το είδος εξόδων δεν εμπίπτει στην κατηγορία των αποδοτέων δαπανών στο πλαίσιο της συμβάσεως Ausias, όπως ορίζονται, ειδικότερα, στα άρθρα 19 και 20 των γενικών όρων της εν λόγω συμβάσεως. Επιπλέον, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η Impetus ζήτησε από την Επιτροπή να περιλάβει τα έξοδα αυτά στις αποδοτέες δαπάνες στο πλαίσιο της συμβάσεως Ausias.

110    Για όλους αυτούς τους λόγους, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς ζητεί από την Impetus, βάσει του σημείου 23.3 των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias, την επιστροφή του ποσού των 14 678,41 ευρώ ως κεφάλαιο.

111    Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας που μπορούν να επιβληθούν, υπενθυμίζεται ότι το χρεωστικό σημείωμα της 27ης Σεπτεμβρίου 2002 που εκδόθηκε σε βάρος της Impetus διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι σε περίπτωση μη εξοφλήσεως μέχρι τις 15 Νοεμβρίου 2002, οφείλονται τόκοι υπερημερίας με τον συντελεστή που εφάρμοζε η ΕΚΤ για τις πράξεις αναχρηματοδοτήσεως σε ευρώ τον Νοέμβριο του 2002, αυξημένο κατά 1,5 μονάδα.

112    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η σύμβαση Ausias προβλέπει, για ορισμένες περιπτώσεις, την εφαρμογή του συντελεστή που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (σημείο 5.4, τρίτο εδάφιο, των γενικών όρων της συμβάσεως Ausias), κανένα συμβατικό επιτόκιο δεν προβλέπεται σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη.

113    Ελλείψει προβλέψεως συμβατικών τόκων στη σύμβαση Ausias και δεδομένου ότι η σύμβαση αυτή διέπεται από το ισπανικό δίκαιο, χρήζει εφαρμογής το άρθρο 1108 του ισπανικού Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, αν η υποχρέωση συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού και ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος, η αποζημίωση συνίσταται, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, στην καταβολή των συμφωνηθέντων τόκων και, ελλείψει αυτών, στον νόμιμο τόκο.

114    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Impetus πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό των 14 678,41 ευρώ ως κεφάλαιο, αυξημένο με τους τόκους υπερημερίας και τον ετήσιο νόμιμο τόκο που ισχύει στην Ισπανία, από τις 15 Νοεμβρίου 2002 και μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

 Η σύμβαση Artis

 Επιχειρήματα των διαδίκων

115    Η Επιτροπή κατέβαλε στην Aquila, ως συντονίστρια των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών, για τις αποδοτέες δαπάνες της Impetus, προκαταβολή 62 621,86 ευρώ. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι από το ποσό αυτό η Impetus χρησιμοποίησε για την εκτέλεση του έργου μόνον 53 391,09 ευρώ.

116    Η Επιτροπή τονίζει ότι, κατά τον χρηματοοικονομικό έλεγχο που πραγματοποίησε, διαπίστωσε την παντελή απουσία φύλλων ωρών εργασίας, τιμολογίων και συμβολαίων όσον αφορά τα έξοδα προσωπικού για τα έτη 1992, 1993 και 1994. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή επισημαίνει ότι εφάρμοσε, κατά πάγια λογιστική πρακτική, τον μέσο όρο των ποσοστών γενικών εξόδων που προέκυψε από τους υπολογισμούς της για τα έτη 1995 έως 1997, τον οποίο χρησιμοποίησε, κατ’ αναλογία, για τα έτη 1992 έως 1994. Κατά την Επιτροπή, η Impetus δεν μπορεί να επικαλεστεί την ιδία παράβαση των υποχρεώσεών της. Στην Impetus, εξάλλου, απόκειται να αποδείξει τον εσφαλμένο χαρακτήρα της μεθόδου που εφάρμοσαν οι ελεγκτές, προσκομίζοντας τα σχετικά δικαιολογητικά λογιστικά έγγραφα. Η Επιτροπή προσθέτει ότι, ακόμη και αν λαμβάνονταν υπόψη οι υπολογισμοί που προέβαλε η Impetus με το υπόμνημά της αντικρούσεως, το ποσοστό των γενικών εξόδων του 1994 θα συνέπιπτε σχεδόν με εκείνο του 1996.

117    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ζητεί να της επιστραφεί ποσό 9 230,77 ευρώ ως κεφάλαιο. Επικαλείται, συναφώς, προς στήριξη του αιτήματός της, το σημείο 21.3 και το άρθρο 23 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis.

118    Όσον αφορά την ημερομηνία από την οποία καθίστανται απαιτητοί τόκοι υπερημερίας, η Επιτροπή επισημαίνει ότι από το χρεωστικό σημείωμα της 27ης Νοεμβρίου 2002 προκύπτει ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως μέχρι τις 29 Ιανουαρίου 2003, οφείλονται τόκοι από την ημερομηνία αυτή και μέχρι την εξόφληση του εν λόγω ποσού.

119    Ελλείψει προβλέψεως συμβατικών τόκων στη σύμβαση Artis και στο μέτρο που η σύμβαση αυτή διέπεται από το ισπανικό δίκαιο, η Επιτροπή φρονεί ότι έχει εφαρμογή το άρθρο 1108 το ισπανικού Αστικού Κώδικα, κατά το οποίο, σε περίπτωση χρηματικής οφειλής, ο δανειστής δικαιούται να ζητήσει τόκους υπερημερίας καθοριζομένους με ειδικό νόμο, ο οποίος εκδίδεται ετησίως. Η Επιτροπή παραπέμπει, επί του σημείου αυτού, σε σειρά νομοθετημάτων τα οποία καθορίζουν τα επιτόκια για τις επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση περιόδους.

120    Η Επιτροπή, έχοντας οχλήσει την Impetus με το χρεωστικό σημείωμα της 27ης Νοεμβρίου 2002, ζητεί τόκους υπερημερίας από τις 29 Ιανουαρίου 2003.

121    Συνολικώς, οι τόκοι υπερημερίας ανέρχονταν σε 798 ευρώ στις 15 Μαρτίου 2005, οπότε το συνολικώς οφειλόμενο από την Impetus ποσό ανερχόταν σε 10 028,77 ευρώ. Η Επιτροπή προσθέτει ότι οι τόκοι υπερημερίας πρέπει να αυξηθούν κατά 1,01 ευρώ ημερησίως από τις 15 Μαρτίου 2005 μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

122    Η Impetus υπογραμμίζει, καταρχάς, ότι το σχετικό με τη σύμβαση Artis έργο είναι αποπερατωμένο. Όσον αφορά τα γενικά έξοδα, η Impetus επισημαίνει ότι δεν πραγματοποιήθηκε έλεγχος για τα έτη 1992 έως 1994. Ο έλεγχος αφορούσε μόνον τα έτη 1995 έως 1997. Η Επιτροπή αυθαιρέτως εφάρμοσε τις σχετικές με τα γενικά έξοδα του 1996 εκτιμήσεις στα γενικά έξοδα των ετών για τα οποία δεν πραγματοποιήθηκε έλεγχος, ήτοι στα έτη 1992 έως 1994. Επομένως, το ποσό των 9 230,77 ευρώ την καταβολή του οποίου ζήτησε η Επιτροπή στηρίζεται επί εσφαλμένης αρχής. Επιπλέον, είναι παντελώς αόριστο και αβάσιμο. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Impetus επισήμανε ότι τα πραγματικά περιστατικά είναι παρωχημένα και δεν καθιστούν δυνατή την ανεύρεση των κατάλληλων εγγράφων.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

123    Καταρχάς, διαπιστώνεται, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής και τις διευκρινίσεις που περιλαμβάνει το υπόμνημα απαντήσεως και όπως επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Επιτροπή επικαλείται αποκλειστικώς, προς στήριξη της αγωγής της, το σημείο 21.3 και το άρθρο 23 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis.

124    Η Επιτροπή δεν επικαλείται άλλες διατάξεις της συμβάσεως Artis ή της εφαρμοστέας, εν προκειμένω, εθνικής νομοθεσίας.

125    Επί της ουσίας, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά κατηγορίες εξόδων που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν προς εκτέλεση του έργου και προβλέπονται στα άρθρα 24 έως 31 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis, το άρθρο 23 της εν λόγω συμβάσεως προβλέπει ότι αποδοτέες δαπάνες είναι τα έξοδα που πραγματοποιεί κάθε συμβαλλόμενος και είναι αναγκαία για την εκτέλεση του έργου. Ειδικότερα, το σημείο 24.2 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis ορίζει ότι οι ώρες εργασίας που δαπανώνται στο έργο πρέπει να καταγράφονται και να επαληθεύονται, τουλάχιστον μία φορά μηνιαίως, από τον επικεφαλής του έργου ή από αρμόδιο προϊστάμενο του συμβαλλομένου.

126    Το άρθρο 38 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis διευκρινίζει, επιπλέον, ότι ο συμβαλλόμενος οφείλει να ενημερώνει «τακτικά και σύμφωνα με τις συνήθεις λογιστικές συμβάσεις από τις οποίες διέπεται λογιστικά βιβλία καθώς και τα κατάλληλα έγγραφα, όπως αποδείξεις, φύλλα παρουσίας και λεπτομέρειες περί της κατανομής των γενικών εξόδων, προς απόδειξη των δηλούμενων εξόδων».

127    Τα έξοδα που πραγματοποίησε η Impetus στο πλαίσιο της συμβάσεως Artis αποτέλεσαν αντικείμενο χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής. Όσον αφορά το έργο αυτό, ο έλεγχος αφορούσε την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 1992 μέχρι 31η Δεκεμβρίου 1994. Τα επιχειρήματα που προέβαλε η Impetus, σύμφωνα με τα οποία δεν πραγματοποιήθηκε έλεγχος για την περίοδο 1992-1994 είναι, επομένως, αβάσιμα.

128    Στο πλαίσιο αυτό, στην Impetus απέκειτο να αποδείξει ότι τα έξοδα που δήλωσε στην Επιτροπή ήταν πραγματικά έξοδα που όντως ήταν αναγκαία και πραγματοποιήθηκαν για το έργο κατά τη διάρκεια εκτελέσεώς του. Στο πλαίσιο της αποδείξεως αυτής, η Impetus έπρεπε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της συμβάσεως Artis που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 126.

129    Όσον αφορά τα έξοδα προσωπικού, κανένα φύλλο παρουσίας, καμία απόδειξη και καμία σύμβαση δεν προσκομίσθηκε από την Impetus κατά τη διενέργεια του χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής (σημείο 14.1 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής).

130    Εξάλλου, όσον αφορά τα γενικά έξοδα και όπως επιβεβαιώθηκε από την Impetus κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν παρασχέθηκε εμπροθέσμως κανένα κατάλληλο έγγραφο βάσει του οποίου μπορεί να υπολογισθεί το εφαρμοστέο ποσοστό για την επίμαχη περίοδο. Σημειωτέον, συναφώς, ότι, μολονότι η Impetus, κατόπιν του χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής, μπορούσε να προβάλει διαφορετικά ποσά από εκείνα που ανέφερε η Επιτροπή, εντούτοις τα ποσά αυτά, για να εξακριβωθούν, θα έπρεπε να στηρίζονται σε κατάλληλα έγγραφα.

131    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προέβαλε η Impetus κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση περί φερόμενης «παραγραφής», στο μέτρο που τα πραγματικά περιστατικά εν προκειμένω είναι παρωχημένα και δεν καθιστούν δυνατή την ανεύρεση των κατάλληλων εγγράφων, αρκεί η επισήμανση ότι η αγωγή της Επιτροπής στηρίζεται σε χρηματοοικονομικό έλεγχο ο οποίος διενεργήθηκε το 1998. Συνεπώς, η Impetus είχε τη δυνατότητα, την εποχή εκείνη, να παράσχει τα κατάλληλα έγγραφα προκειμένου να στηρίξει την αγωγή της ή να αμφισβητήσει τους υπολογισμούς της Επιτροπής και, στο πλαίσιο της υπό κρίση αγωγής, να προσκομίσει τα έγγραφα αυτά ενώπιον του Πρωτοδικείου. Η Impetus δεν παρέσχε κανένα στοιχείο το οποίο δικαιολογεί την αδυναμία της να προσκομίσει, κατά τον χρηματοοικονομικό έλεγχο της Επιτροπής, τα έγγραφα αυτά. Συνεπώς, τα επιχειρήματα που προέβαλε η Impetus επί του σημείου αυτού είναι απορριπτέα.

132    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή εκτίμησε ορθώς τα γενικά έξοδα βάσει των δεδομένων που είχε στη διάθεσή της κατά τον χρηματοοικονομικό έλεγχο Ειδικότερα, η Επιτροπή υπολόγισε τα γενικά έξοδα βάσει του μέσου ποσοστού που αντιστοιχεί στα άλλα έργα που ελέγχθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη ως έτος αναφοράς το 1996 (σημείο 14.2 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής). Η Impetus δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα ικανό να αμφισβητήσει την ορθότητα της επιλογής του έτους 1996 ως έτους αναφοράς. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι τα διαθέσιμα για το έτος 1995 στοιχεία μπορούν να θεωρηθούν τα πλέον παρεμφερή με εκείνα των ετών 1992 έως 1994, το ποσοστό γενικών εξόδων για το 1995, όπως υπολογίστηκε από την Επιτροπή, συνέπιπτε με το υπολογισθέν για το 1996 ποσοστό. Επιπλέον, η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του ποσοστού γενικών εξόδων για το 1996 στο πλαίσιο του έργου Artis ευνοούσε την Impetus. Συγκεκριμένα, βάσει των επίμαχων συμβατικών ρητρών, η Επιτροπή είχε το δικαίωμα, ελλείψει των κατάλληλων προς απόδειξη των δηλούμενων εξόδων εγγράφων, να αρνηθεί τα γενικά έξοδα των οποίων ζητήθηκε η επιστροφή από την Impetus. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε υπερχρέωση των γενικών εξόδων που ανέρχονται, λαμβανομένων υπόψη των εξόδων που δήλωσε η Impetus, σε 5 412 144 GRD (σημείο 14.2 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής).

133    Κατόπιν των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ορισμένα από τα έξοδα των οποίων την επιστροφή ζήτησε η Impetus στο πλαίσιο της συμβάσεως Artis δεν εμπίπτουν στην κατηγορία των αποδοτέων δαπανών, όπως αυτή ορίστηκε στο άρθρο 23 των γενικών όρων της εν λόγω συμβάσεως.

134    Όσον αφορά το ποσό που ζητεί η Επιτροπή, πρώτον, διαπιστώνεται ότι καταβλήθηκε στην Aquila ως συντονίστρια των συμβαλλομένων με την Κοινότητα μερών, για τις αποδοτέες δαπάνες της Impetus, το ποσό των 62 621,86 ευρώ. Η Impetus δεν αμφισβητεί ούτε την ύπαρξη ούτε το ποσό της καταβολής αυτής.

135    Δεύτερον, από την έκθεση χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της διορθώσεως στα γενικά έξοδα, οι αποδοτέες δαπάνες της Impetus στο πλαίσιο του έργου Artis ανέρχονται σε 102 280 ευρώ (σημείο 15 της εκθέσεως χρηματοοικονομικού ελέγχου της Επιτροπής). Κανένα από τα στοιχεία που εισήγαγε στον φάκελο η Impetus δεν είναι ικανό να αντικρούσει τη διαπίστωση αυτή. Εξάλλου, το ποσό των 106 782 ευρώ που αναφέρει η Επιτροπή με την απάντησή της σε ερώτηση του Πρωτοδικείου δεν αντιστοιχεί στα στοιχεία που περιλαμβάνει η έκθεση χρηματοοικονομικού ελέγχου και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον δεν δικαιολογείται από εμπεριστατωμένα στοιχεία.

136    Τρίτον, στο μέτρο που η Επιτροπή έπρεπε να συνδράμει σε ποσοστό 50 % επί των αποδοτέων δαπανών δεκατριών από τα δεκατέσσερα συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων η Impetus, η συνδρομή της στα έξοδα της Impetus ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 51 140 ευρώ.

137    Για όλους αυτούς τους λόγους, η Επιτροπή ορθώς ζητεί από την Impetus, βάσει του σημείου 21.3 των γενικών όρων της συμβάσεως Artis, την επιστροφή ποσού 11 481,86 ευρώ ως κεφάλαιο. Ωστόσο, δεδομένου ότι η Επιτροπή ζήτησε να της επιστραφεί ποσό 9 230,77 ευρώ ως κεφάλαιο, η Impetus πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό που ζήτησε η Επιτροπή με τα υπομνήματά της.

138    Όσον αφορά τους τόκους υπερημερίας που μπορούν να επιβληθούν, υπενθυμίζεται ότι το χρεωστικό σημείωμα της 27ης Νοεμβρίου 2002 που εκδόθηκε σε βάρος της Impetus διευκρίνισε, κατ’ ουσίαν, ότι, σε περίπτωση μη εξοφλήσεως μέχρι τις 29 Ιανουαρίου 2003, οφείλονται τόκοι υπερημερίας με τον συντελεστή που εφάρμοζε η ΕΚΤ στις πράξεις της αναχρηματοδοτήσεως σε ευρώ τον Ιανουάριο του 2003, αυξημένο κατά 1,5 μονάδα.

139    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι, μολονότι η σύμβαση Artis προβλέπει, για ορισμένες περιπτώσεις, την εφαρμογή του συντελεστή που καθόρισε το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο (σημείο 8.4, δεύτερο εδάφιο, των γενικών όρων της συμβάσεως Artis), κανένα συμβατικό επιτόκιο δεν προβλέπεται σε περιπτώσεις όπως η προκείμενη.

140    Ελλείψει προβλέψεως συμβατικών τόκων στη σύμβαση Artis και δεδομένου ότι η σύμβαση αυτή διέπεται από το ισπανικό δίκαιο, έχει εφαρμογή το άρθρο 1108 του ισπανικού Αστικού Κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, αν η υποχρέωση συνίσταται στην καταβολή χρηματικού ποσού και ο οφειλέτης κατέστη υπερήμερος, η αποζημίωση συνίσταται, εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, στην καταβολή των συμφωνηθέντων τόκων και, ελλείψει αυτών, στον νόμιμο τόκο.

141    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Impetus πρέπει να υποχρεωθεί να καταβάλει το ποσό των 9 230,77 ευρώ σε κεφάλαιο, αυξημένο με τόκους υπερημερίας με το ετήσιο νόμιμο επιτόκιο που ισχύει στην Ισπανία, από τις 29 Ιανουαρίου 2003 και μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

 Επί των δικαστικών εξόδων

142    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων. Εν προκειμένω, πρέπει να αποφασισθεί ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (μονομελές)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει το αίτημα της Επιτροπής περί επιστροφής του ποσού των 136 037,30 ευρώ στο πλαίσιο της συμβάσεως Invite (Inland Navigation Telematics) με κωδικό COP 493.

2)      Υποχρεώνει την Impetus Σύμβουλοι Μηχανικοί – Kαινοτομία και Τεχνολογία EΠE να καταβάλει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της συμβάσεως Ausias (Att in Urban Sites with Integration and Standardisation) με κωδικό TR 1006, το ποσό των 14 678,41 ευρώ ως κεφάλαιο, αυξημένο με τόκους υπερημερίας με το ετήσιο νόμιμο επιτόκιο που ισχύει στην Ισπανία, από τις 15 Νοεμβρίου 2002 και μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

3)      Υποχρεώνει την Impetus Σύμβουλοι Μηχανικοί – Kαινοτομία και Τεχνολογία EΠE να καταβάλει στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της συμβάσεως Artis (Advanced Road Transport Informatics in Spain) με κωδικό V 2043, το ποσό των 9 230,77 ευρώ ως κεφάλαιο, αυξημένο με τόκους υπερημερίας με το ετήσιο νόμιμο επιτόκιο που ισχύει στην Ισπανία, από τις 29 Ιανουαρίου 2003 και μέχρι την αποπληρωμή της οφειλής.

4)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Οκτωβρίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Δικαστής

E. Coulon

 

      F. Dehousse


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.