Language of document : ECLI:EU:T:2015:836

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Νοεμβρίου 2015 (*)

«Οδηγία 2010/30/ΕΕ — Ένδειξη της καταναλώσεως ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα, μέσω της επισημάνσεως και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με αυτά — Κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμός (ΕΕ) 665/2013 — Αρμοδιότητα της Επιτροπής — Ίση μεταχείριση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑544/13,

Dyson Ltd, με έδρα το Malmesbury (Ηνωμένο Βασίλειο), εκπροσωπούμενη από τους F. Carlin, barrister, E. Batchelor και M. Healy, solicitors,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον E. White και την K. Herrmann,

καθής,

που έχει ως αντικείμενο αίτημα περί ακυρώσεως του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 665/2013 της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2013, που συμπληρώνει την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας από ηλεκτρικές σκούπες (ΕΕ L 192, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. Prek, πρόεδρο, I. Labucka (εισηγήτρια) και V. Kreuschitz, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Φεβρουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η υπό κρίση προσφυγή έχει ως αντικείμενο αίτημα, υποβληθέν από την προσφεύγουσα, Dyson Ltd, εταιρία αγγλικού δικαίου η οποία απασχολεί 4 400 άτομα στον κόσμο και η οποία σχεδιάζει, κατασκευάζει και εμπορεύεται, σε περισσότερες από εξήντα χώρες, ηλεκτρικές σκούπες οικιακής χρήσεως των οποίων οι συλλέκτες σκόνης λειτουργούν με δοχεία χωρίς σάκο, περί ακυρώσεως του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 665/2013 της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2013, που συμπληρώνει την οδηγία 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά την επισήμανση της κατανάλωσης ενέργειας από ηλεκτρικές σκούπες (ΕΕ L 192, σ. 1, στο εξής: προσβαλλόμενος κανονισμός).

 Το νομικό πλαίσιο

2        Ο προσβαλλόμενος κανονισμός εκδόθηκε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς συμπλήρωση της οδηγίας 2010/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010, για την ένδειξη της κατανάλωσης ενέργειας και λοιπών πόρων από τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα μέσω της επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με αυτά (ΕΕ L 153, σ. 1), όσον αφορά την ενεργειακή επισήμανση των ηλεκτρικών σκουπών.

 Η οδηγία 2010/30

3        Κατά το άρθρο της 1, παράγραφοι 1 και 2, με την οδηγία 2010/30 «θεσπίζεται πλαίσιο για την εναρμόνιση των εθνικών μέτρων παροχής πληροφοριών στους τελικούς χρήστες, ιδίως μέσω της επισήμανσης και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με το προϊόν, όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας και κατά περίπτωση άλλων βασικών πόρων κατά τη χρήση, και συμπληρωματικών πληροφοριών για συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα έτσι ώστε οι τελικοί χρήστες να μπορούν να επιλέγουν αποδοτικότερα προϊόντα», η οδηγία έχει δε εφαρμογή «σε συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα που έχουν σημαντικό άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην κατανάλωση ενέργειας και, κατά περίπτωση, άλλων βασικών πόρων κατά τη χρήση».

4        Κατά το άρθρο 5, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/30, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι «οι προμηθευτές που διαθέτουν στην αγορά ή θέτουν σε λειτουργία προϊόντα τα οποία διέπονται από κατ’ εξουσιοδότηση πράξη παρέχουν ετικέτα και δελτίο σύμφωνα με την […] οδηγία και την κατ’ εξουσιοδότηση πράξη».

5        Το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/30, τιτλοφορούμενο «Κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις», ορίζει τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή θεσπίζει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με την ετικέτα και το δελτίο μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα άρθρα 11, 12 και 13, σχετικά με κάθε είδος προϊόντος σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

Όταν ένα προϊόν πληροί τα κριτήρια που παρατίθενται στην παράγραφο 2, εμπίπτει σε κατ’ εξουσιοδότηση πράξη σύμφωνα με την παράγραφο 4.

Οι διατάξεις των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αφορούν τις πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στην ετικέτα και στο δελτίο σχετικά με την κατανάλωση ενέργειας και άλλων βασικών πόρων κατά τη χρήση, παρέχουν στους τελικούς χρήστες τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τις αγορές τους μετά λόγου γνώσεως και στις αρχές παρακολούθησης της αγοράς τη δυνατότητα να επαληθεύουν εάν τα προϊόντα συμμορφώνονται με τις παρεχόμενες πληροφορίες.

Εφόσον κατ’ εξουσιοδότηση πράξη περιέχει διατάξεις σχετικά τόσο με την ενεργειακή απόδοση προϊόντος όσο και με την κατανάλωση βασικών πόρων από αυτό, ο σχεδιασμός και το περιεχόμενο της ετικέτας τονίζουν την ενεργειακή απόδοση του προϊόντος.

2.      Τα κριτήρια που αναφέρονται στην παράγραφο 1 είναι τα ακόλουθα:

α)      σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα διαθέσιμα στοιχεία και λαμβανομένων υπόψη των ποσοτήτων που διατίθενται στην αγορά της Ένωσης, τα προϊόντα παρουσιάζουν σημαντικό δυναμικό εξοικονόμησης ενέργειας και, κατά περίπτωση, άλλων βασικών πόρων·

β)      προϊόντα με ισοδύναμα λειτουργικά χαρακτηριστικά που διατίθενται στην αγορά παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές ως προς τα σχετικά επίπεδα επιδόσεων·

γ)      η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τις σχετικές νομοθετικές πράξεις της Ένωσης και τις σχετικές πράξεις αυτορρύθμισης, όπως είναι οι προαιρετικές συμφωνίες, με τις οποίες αναμένεται ότι οι πολιτικοί στόχοι θα επιτευχθούν ταχύτερα ή με χαμηλότερο κόστος σε σύγκριση με τις υποχρεωτικές απαιτήσεις.

3.      Κατά την κατάρτιση σχεδίου κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, η Επιτροπή:

α)      λαμβάνει υπόψη τις περιβαλλοντικές παραμέτρους του παραρτήματος Ι μέρος 1 της οδηγίας 2009/125/ΕΚ οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί σημαντικές στο σχετικό εκτελεστικό μέτρο που έχει θεσπιστεί βάσει της οδηγίας 2009/125/ΕΚ και αφορούν τον τελικό χρήστη κατά τη χρήση·

β)      εκτιμά τις επιπτώσεις της πράξης στο περιβάλλον, τους τελικούς χρήστες και τους κατασκευαστές, συμπεριλαμβανομένων των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ), από άποψη ανταγωνιστικότητας —και στις αγορές εκτός Ένωσης—, καινοτομίας, πρόσβασης στην αγορά και κόστους και οφέλους·

γ)      προβαίνει στις δέουσες διαβουλεύσεις με τους ενδιαφερόμενους·

δ)      ορίζει ημερομηνία(-ες) εφαρμογής, τυχόν σταδιακά ή μεταβατικά μέτρα ή χρονικά διαστήματα, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τις ενδεχόμενες επιπτώσεις για τις ΜΜΕ ή για συγκεκριμένες ομάδες προϊόντων που κατασκευάζονται κατά κύριο λόγο από ΜΜΕ.

4.      Στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις διευκρινίζονται ιδίως:

α)      ο ακριβής ορισμός του τύπου προϊόντων που πρόκειται να καλυφθεί·

β)      τα πρότυπα και οι μέθοδοι μέτρησης που χρησιμοποιούνται για τη λήψη των πληροφοριών κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1·

γ)      οι λεπτομέρειες για τον τεχνικό φάκελο που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 5·

δ)      το σχέδιο και το περιεχόμενο της ετικέτας που αναφέρεται στο άρθρο 4, τα οποία παρουσιάζουν όσο το δυνατόν πιο ομοιόμορφα χαρακτηριστικά στον σχεδιασμό τους για τις διάφορες κατηγορίες προϊόντων και σε όλες τις περιπτώσεις είναι σαφώς ορατά και ευανάγνωστα. Το σχήμα της ετικέτας επιλέγει ως βάση την ταξινόμηση που χρησιμοποιεί τα στοιχεία Α έως G· οι βαθμίδες της ταξινόμησης αντιστοιχούν σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας και δαπανών από την άποψη του τελικού καταναλωτή.

Εφόσον το απαιτεί η τεχνολογική πρόοδος, στην ταξινόμηση μπορούν να προστεθούν τρεις επιπλέον κατηγορίες. Οι πρόσθετες αυτές κατηγορίες θα είναι Α+, Α++ και Α+++ για την αποδοτικότερη κατηγορία. Κατ’ αρχήν, ο συνολικός αριθμός κατηγοριών θα περιοριστεί σε επτά, εκτός εάν εξακολουθούν να περιλαμβάνονται προϊόντα σε περαιτέρω κατηγορίες.

Η χρωματική κλίμακα αποτελείται από επτά το πολύ διαφορετικά χρώματα, από το βαθύ πράσινο έως το κόκκινο. Μόνον ο κωδικός χρώματος της υψηλότερης κατηγορίας είναι πάντοτε βαθυπράσινος. Εάν υπάρχουν περισσότερες από επτά κατηγορίες, μόνον το κόκκινο μπορεί να επαναληφθεί δύο φορές.

Η ταξινόμηση επανεξετάζεται ιδίως όταν σημαντική αναλογία των προϊόντων στη διεθνή αγορά φθάνει τις δύο υψηλότερες ενεργειακές κατηγορίες και όταν με μεγαλύτερη διαφοροποίηση προϊόντων μπορεί να επιτευχθεί πρόσθετη εξοικονόμηση.

Τα λεπτομερή κριτήρια για ενδεχόμενη επαναταξινόμηση προϊόντων καθορίζονται, ενδεχομένως, ανάλογα με την κάθε περίπτωση στα πλαίσια της σχετικής κατ’ εξουσιοδότηση πράξης·

ε)      […]

στ)      το περιεχόμενο και, εφόσον απαιτείται, το σχήμα και άλλες λεπτομέρειες σχετικά με το δελτίο ή περαιτέρω πληροφορίες που ορίζονται στα άρθρα 4 και 5 στοιχείο γʹ. Οι πληροφορίες που περιέχονται στην ετικέτα περιλαμβάνονται επίσης στο δελτίο·

ζ)      το συγκεκριμένο περιεχόμενο της ετικέτας για τις διαφημίσεις, συμπεριλαμβανομένης, κατά περίπτωση, της ενεργειακής κατηγορίας και άλλων συναφών επιπέδων επιδόσεων του δεδομένου προϊόντος, ευανάγνωστα και ευδιάκριτα·

η)      τη διάρκεια ισχύος της κατηγορίας της ετικέτας, εφόσον απαιτείται, κατά τα προβλεπόμενα στο στοιχείο δʹ·

θ)      το επίπεδο ακριβείας των αναγραφόμενων στην ετικέτα και στα δελτία στοιχείων·

ι)      την ημερομηνία αξιολόγησης και πιθανής αναθεώρησης της κατ’ εξουσιοδότηση πράξης, λαμβανομένης υπόψη της ταχύτητας της τεχνολογικής προόδου.»

6        Το άρθρο 11 της οδηγίας 2010/30, τιτλοφορούμενο «Άσκηση της εξουσιοδότησης», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Οι εξουσίες για την έκδοση των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αναφέρονται στο άρθρο 10 ανατίθενται στην Επιτροπή για περίοδο 5 ετών αρχής γενομένης στις 19 Ιουνίου 2010. Η Επιτροπή υποβάλλει έκθεση σχετικά με τις εξουσίες που της έχουν ανατεθεί το αργότερο 6 μήνες πριν από τη λήξη της περιόδου των 5 ετών. Η ανάθεση των εξουσιών παρατείνεται αυτομάτως για περιόδους της αυτής διάρκειας, εκτός αν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ή το Συμβούλιο ανακαλέσουν την εξουσιοδότηση σύμφωνα με το άρθρο 12.

2.      Η Επιτροπή, μόλις εκδώσει κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, την κοινοποιεί συγχρόνως στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

[…]»

 Ο προσβαλλόμενος κανονισμός

7        Προς συμπλήρωση της οδηγίας 2010/30 όσον αφορά την ενεργειακή επισήμανση των ηλεκτρικών σκουπών, η Επιτροπή εξέδωσε τον προσβαλλόμενο κανονισμό στις 3 Μαΐου 2013.

8        Κατά το άρθρο του 1, παράγραφος 1, ο προσβαλλόμενος κανονισμός «καθορίζει απαιτήσεις οικολογικού σχεδιασμού για τη διάθεση στην αγορά ηλεκτρικών σκουπών που τροφοδοτούνται από το ηλεκτρικό δίκτυο, συμπεριλαμβανομένων υβριδικών ηλεκτρικών σκουπών».

9        Το άρθρο 3 του προσβαλλομένου κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Ευθύνες των προμηθευτών και χρονοδιάγραμμα», ορίζει τα εξής:

«1.      Από την 1η Σεπτεμβρίου 2014 οι προμηθευτές μεριμνούν ώστε:

α)      κάθε ηλεκτρική σκούπα να φέρει τυπωμένη ετικέτα με τη μορφή και τις πληροφορίες που ορίζονται στο παράρτημα II·

β)      να υπάρχει διαθέσιμο δελτίο προϊόντος, σύμφωνα με το παράρτημα III·

γ)      να διατίθεται στις αρχές των κρατών μελών και στην Επιτροπή, κατόπιν αιτήματος, τεχνική τεκμηρίωση σύμφωνα με το παράρτημα IV·

δ)      κάθε διαφήμιση για συγκεκριμένο μοντέλο ηλεκτρικής σκούπας να περιέχει την τάξη ενεργειακής απόδοσης, εάν η διαφήμιση περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με την ενέργεια ή την τιμή·

ε)      κάθε διαφημιστικό τεχνικό υλικό που αφορά συγκεκριμένο μοντέλο ηλεκτρικής σκούπας και περιγράφει τις συγκεκριμένες τεχνικές παραμέτρους του να περιλαμβάνει την τάξη ενεργειακής απόδοσης του μοντέλου αυτού.

2.      Η καθοριζόμενη στο παράρτημα ΙΙ μορφή ετικέτας εφαρμόζεται σύμφωνα με το ακόλουθο χρονοδιάγραμμα:

α)      όσον αφορά τις ηλεκτρικές σκούπες που διατίθενται στην αγορά την 1η Σεπτεμβρίου 2014, η ετικέτα είναι σύμφωνη με την ετικέτα 1 του παραρτήματος II·

β)      όσον αφορά τις ηλεκτρικές σκούπες που διατίθενται στην αγορά από την 1η Σεπτεμβρίου 2017, η ετικέτα είναι σύμφωνη με την ετικέτα 2 του παραρτήματος II.»

10      Το άρθρο 5 του προσβαλλομένου κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Μέθοδοι μέτρησης», ορίζει ότι οι «πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται κατά τα άρθρα 3 και 4 προκύπτουν από αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες μεθόδους μέτρησης και υπολογισμού, με βάση τις γενικώς αποδεκτές σύγχρονες μεθόδους μετρήσεων και υπολογισμού, όπως ορίζεται στο παράρτημα VI».

11      Το άρθρο 7 του προσβαλλομένου κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Αναθεώρηση», προβλέπει τα ακόλουθα:

«Το αργότερο πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή τον επανεξετάζει λαμβάνοντας υπόψη τη συντελεσθείσα τεχνολογική πρόοδο. Κατά την επανεξέταση αξιολογούνται ιδίως οι ανοχές επαλήθευσης που καθορίζονται στο παράρτημα VII, κατά πόσον οι πλήρους μεγέθους ηλεκτρικές σκούπες που τροφοδοτούνται από συσσωρευτή θα πρέπει να συμπεριληφθούν στο πεδίο εφαρμογής και κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιούνται μέθοδοι μέτρησης της ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας, της συλλεγόμενης σκόνης και της εκπομπής σκόνης οι οποίες να βασίζονται σε μερικό φορτίο και όχι σε άδειο δοχείο.»

12      Το σημείο 1 του παραρτήματος VI του προσβαλλομένου κανονισμού ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της συμμόρφωσης και της επαλήθευσης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, οι υπολογισμοί και οι μετρήσεις εκτελούνται με τη χρήση αξιόπιστων, επακριβών και αναπαραγώγιμων μεθόδων στις οποίες λαμβάνονται υπόψη οι γενικώς αποδεκτές σύγχρονες μέθοδοι μετρήσεων και υπολογισμών, συμπεριλαμβανομένων εναρμονισμένων προτύπων των οποίων οι αριθμοί αναφοράς έχουν δημοσιευθεί για τον σκοπό αυτό στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι υπολογισμοί και οι μετρήσεις πρέπει να πληρούν τους τεχνικούς ορισμούς, τους όρους, τις εξισώσεις και τις παραμέτρους που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα.»

13      Ο προσβαλλόμενος κανονισμός δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 13 Ιουλίου 2013.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Οκτωβρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό.

15      Με χωριστό δικόγραφο, κατατεθέν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημερομηνία, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76α, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991.

16      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Οκτωβρίου 2013, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως της προσφεύγουσας περί εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία.

17      Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2013, η αίτηση της προσφεύγουσας περί εκδικάσεως της υποθέσεως με ταχεία διαδικασία απορρίφθηκε.

18      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, στις 21 Νοεμβρίου 2014, να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

19      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Φεβρουαρίου 2015.

20      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

21      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

22      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής, ο δεύτερος έλλειψη αιτιολογίας του προσβαλλομένου κανονισμού και ο τρίτος παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

23      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει πρώτα να εξετασθεί ο πρώτος λόγος, στη συνέχεια ο τρίτος και, τέλος, ο δεύτερος λόγος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής

24      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι παράνομος διότι η Επιτροπή υπερέβη τα όρια της αρμοδιότητας την οποία αντλεί από την οδηγία.

25      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη.

26      Με το πρώτο σκέλος, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός θα παραπλανά τους καταναλωτές ως προς την ενεργειακή απόδοση των ηλεκτρικών σκουπών.

27      Με το δεύτερο σκέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, δεν επέβαλε υποχρέωση παροχής πληροφοριών για τους σάκους και τα φίλτρα, ως βασικούς πόρους που καταναλώνονται κατά τη χρήση.

 Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως

28      Χωρίς να προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή θέτει ζήτημα του παραδεκτού του λόγου αυτού, παρατηρώντας ότι, ενώ η προσφεύγουσα επικαλείται αναρμοδιότητα της Επιτροπής, υπό το πρίσμα του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/30, προβάλλει, στην πραγματικότητα, το ασύμβατο του προσβαλλομένου κανονισμού προς τη διάταξη αυτή. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός επιβάλλει υποχρεώσεις ή καθορίζει απαιτήσεις ή προϋποθέσεις που βαίνουν πέραν αυτών τις οποίες η Επιτροπή δικαιούται να επιβάλλει ή να προβλέπει, αλλά παραθέτει απλώς ένα χωρίο του άρθρου 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/30, για να υποστηρίξει ότι η μέθοδος μετρήσεως της ενεργειακής αποδόσεως έπρεπε να καθορισθεί βάσει δοκιμών διεξαχθεισών με γεμάτο δοχείο και έπρεπε να προβλέπει απαιτήσεις αφορώσες τους σάκους και τα φίλτρα ως βασικούς πόρους.

29      Συνεπώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και τις ρυθμιστικές επιλογές στις οποίες προέβη η Επιτροπή στο πλαίσιο της εκτελέσεως της εντολής που της έχει αναθέσει η οδηγία, αλλά πάντως η Επιτροπή επαφίεται στην εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά το ζήτημα αν ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί απαράδεκτος επί της βάσεως αυτής, λόγω μη τηρήσεως της απαιτήσεως του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

30      Δεδομένου ότι η Επιτροπή καλεί το Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει το παραδεκτό του πρώτου λόγου ακυρώσεως, χωρίς βεβαίως να προβάλλει ρητώς ένσταση απαραδέκτου του λόγου αυτού, πρέπει να ελεγχθεί το παραδεκτό του πριν, ενδεχομένως, εκτιμηθεί το βάσιμό του.

31      Κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, καθόσον δεν σκοπεί στην εκτίμηση της αρμοδιότητας της Επιτροπής, αλλά της επί της ουσίας νομιμότητας του προσβαλλομένου κανονισμού, δεν πληροί κατ’ ανάγκην τις απαιτήσεις του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991.

32      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή, όπως ισχύει σήμερα, ως άρθρο 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής «περιέχει […] το αντικείμενο της διαφοράς, τους ισχυρισμούς και τα επιχειρήματα […] καθώς και συνοπτική έκθεση των εν λόγω ισχυρισμών».

33      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το δικόγραφο της προσφυγής πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας όπως ισχύει σήμερα.

34      Πράγματι, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί σοβαρά ότι η προσφεύγουσα τόσο διευκρίνισε, και μάλιστα με σαφήνεια, το αντικείμενο της διαφοράς στο σημείο 2 του δικογράφου της προσφυγής όσο και εξέθεσε, τουλάχιστον συνοπτικώς, τους λόγους που προβάλλονται προς στήριξη της προσφυγής, στα σημεία 66 έως 102 του δικογράφου της προσφυγής αυτής, εκ των οποίων λόγων ο πρώτος, ο οποίος αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής, εκτίθεται στις σκέψεις 66 έως 84 του δικογράφου της προσφυγής, ανεξαρτήτως του λυσιτελούς χαρακτήρα των επιχειρημάτων που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου αυτού, όπως διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, δεδομένου ότι ο ενδεχομένως αλυσιτελής χαρακτήρας ενός επιχειρήματος ουδόλως επηρεάζει το παραδεκτό του λόγου προς στήριξη του οποίου διατυπώνεται.

35      Συνεπώς, καθόσον αφορά αναρμοδιότητα της Επιτροπής, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός, υπό το πρίσμα των απαιτήσεων του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας όπως ισχύει σήμερα.

 Επί της ουσίας εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως

36      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι από τα δικόγραφα που κατέθεσε η προσφεύγουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, δεν επικαλείται καθαυτό αναρμοδιότητα της Επιτροπής, όσον αφορά την έκδοση του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού, αλλά βάλλει μάλλον κατ’ ουσίαν κατά της ασκήσεως της αρμοδιότητας αυτής.

37      Συνεπώς, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσφεύγουσα προβάλλει, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή κατά την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού.

–       Προκριματικές σκέψεις όσον αφορά την ένταση του δικαστικού ελέγχου και τους σκοπούς της οδηγίας 2010/30

38      Κατ’ αρχάς, πρώτον, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναγνώρισε στις αρχές της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους απονέμονται, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όταν η δράση του συνεπάγεται επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως εκ μέρους τους και όταν καλούνται να προβούν σε σύνθετες εκτιμήσεις. Εντούτοις, ακόμη και στο πλαίσιο μιας τέτοιας εξουσίας, οι αρχές της Ένωσης υποχρεούνται να στηρίξουν τις επιλογές τους επί αντικειμενικών και πρόσφορων κριτηρίων σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η οικεία νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία καθώς και τα διαθέσιμα τεχνικά και επιστημονικά δεδομένα κατά τον χρόνο εκδόσεως της οικείας πράξεως (βλ. απόφαση της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., C‑127/07, Συλλογή, EU:C:2008:728, σκέψεις 57 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Κατά πάγια νομολογία, όταν οι αρχές της Ένωσης διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, ειδικώς ως προς την εκτίμηση ιδιαιτέρως περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως, προκειμένου να καθορισθεί η φύση και η έκταση των μέτρων που θεσπίζουν, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν, κατά την άσκηση αυτής της εξουσίας, υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν οι αρχές αυτές υπερέβησαν προδήλως τα όρια της εξουσίας τους εκτιμήσεως (απόφαση της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, Συλλογή, EU:C:2011:504, σκέψη 60).

40      Δεύτερον, όσον αφορά τους σκοπούς της οδηγίας 2010/30, κατ’ αρχάς, υπογραμμίζεται ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 προκύπτει ότι η οδηγία αυτή σκοπεί στη «βελτίωση της απόδοσης των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων», στην «παροχή επακριβών, εύστοχων και συγκρίσιμων πληροφοριακών στοιχείων για την ενεργειακή κατανάλωση των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων [που] θα πρέπει να επηρεάσει τις επιλογές των τελικών χρηστών υπέρ των προϊόντων που είναι λιγότερο ενεργειοβόρα ή που συνδέονται έμμεσα με την κατανάλωση λιγότερης ενέργειας ή άλλων βασικών πόρων», προκειμένου, αφενός, «να οδηγήσει τους κατασκευαστές να λάβουν μέτρα για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και άλλων βασικών πόρων από τα προϊόντα που παράγουν» και, αφετέρου, «να παροτρύνει, εμμέσως, την ορθολογική χρήση των προϊόντων αυτών», «με σκοπό τη συμβολή στην υλοποίηση του στόχου ενεργειακής απόδοσης 20 % της ΕΕ».

41      Περαιτέρω, από την αιτιολογική σκέψη 13 της οδηγίας 2010/30 προκύπτει ότι η «χρήση των συνδεόμενων με την ενέργεια προϊόντων έχει άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην κατανάλωση ποικίλων μορφών ενέργειας, με σημαντικότερες την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο», οπότε η οδηγία 2010/30 «θα πρέπει […] να διέπει τα συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα που έχουν άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην κατανάλωση ενέργειας κάθε μορφής κατά τη χρήση».

42      Τέλος, η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 2010/30 ορίζει ότι τα «συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα που έχουν σημαντικό άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην κατανάλωση ενέργειας ή, κατά περίπτωση, άλλων βασικών πόρων κατά τη χρήση και εφόσον υπάρχουν σοβαρά περιθώρια βελτίωσης της αποδοτικότητάς τους θα πρέπει να διέπονται από κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, όταν η παροχή πληροφοριών μέσω επισήμανσης μπορεί να παροτρύνει τους τελικούς χρήστες να αγοράζουν αποδοτικότερα προϊόντα».

43      Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να εκτιμηθεί το βάσιμο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορά, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

–       Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

44      Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εφαρμογή του προσβαλλομένου κανονισμού, ο οποίος επιβάλλει τη διεξαγωγή δοκιμών με άδειο δοχείο, θα έχει ως συνέπεια, πρώτον, να λαμβάνονται υπόψη ανακριβείς πληροφορίες, δεύτερον, να μην περιλαμβάνονται στις προς παροχή πληροφορίες τα στοιχεία της ενεργειακής αποδόσεως «κατά τη χρήση», τρίτον, να μην ενθαρρύνονται οι κατασκευαστές να προβαίνουν σε επενδύσεις προς βελτίωση της ενεργειακής αποδόσεως των ηλεκτρικών σκουπών και, τέταρτον, στην παροχή επισημάνσεως που δεν θα καταστήσει δυνατή τη μείωση της καταναλώσεως ενέργειας, αλλά, αντιθέτως, ενδέχεται να προκαλέσει αύξηση της καταναλώσεως ενέργειας.

45      Πρώτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ότι παραπλανά τους καταναλωτές όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας των ηλεκτρικών σκουπών καθόσον οι επιδόσεις καθαρισμού θα μετρώνται αποκλειστικώς και μόνον με δοκιμές διεξαχθείσες με άδειο δοχείο.

46      Βεβαίως, δεν αποκλείεται η ικανότητα απορροφήσεως μιας ηλεκτρικής σκούπας με γεμάτο δοχείο και, ως εκ τούτου, η αποδοτικότητα που απορρέει εντεύθεν να μειώνονται με τη συσσώρευση σκόνης.

47      Εντούτοις, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν απαίτησε τη διεξαγωγή δοκιμών με γεμάτο δοχείο αν, με την ευρεία εξουσία της εκτιμήσεως, ήταν σε θέση να κρίνει ότι οι δοκιμές αυτές δεν ήταν ακόμη αξιόπιστες, ακριβείς και δυνάμενες να αναπαραχθούν.

48      Εξάλλου και ανεξαρτήτως της υπάρξεως ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της Επιτροπής για τη διαμόρφωση των δοκιμών, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τη δυνατότητα αναπαραγωγής των δοκιμών που διεξάγονται με γεμάτο δοχείο, η Επιτροπή επισημαίνει τη μη διενέργεια «κυκλικών» δοκιμών μεταξύ εργαστηρίων, οι οποίες καθιστούν δυνατό να προσδιορισθεί αυτή η δυνατότητα αναπαραγωγής.

49      Συναφώς, μολονότι η προσφεύγουσα προβάλλει πλείονα επιχειρήματα προκειμένου να αποδείξει την αξιοπιστία και την ακρίβεια της δοκιμής που διεξήχθη με γεμάτο δοχείο, γεγονός παραμένει ότι εξακολουθούν να υπάρχουν αμφιβολίες όσον αφορά τη δυνατότητα αναπαραγωγής της εν λόγω δοκιμής.

50      Πράγματι, όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, ο προσδιορισμός της δυνατότητας αναπαραγωγής των δοκιμών επιβάλλει στην πράξη τη διεξαγωγή των λεγομένων «κυκλικών» δοκιμών μεταξύ εργαστηρίων, δεδομένου ότι οι δοκιμές αυτές σκοπούν στη διασφάλιση της ορθότητας των αποτελεσμάτων που προκύπτουν, διά της διεξαγωγής επανειλημμένων δοκιμών σε διάφορα εργαστήρια με ένα και μόνο δείγμα.

51      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα κάνει μνεία της διεξαγωγής μιας μόνο δοκιμής σε εργαστήριο, η οποία, κατ’ αυτήν, καθιστά δυνατή τη βεβαίωση της δυνατότητας αναπαραγωγής της, οπότε η δυνατότητα αναπαραγωγής της δοκιμής που διεξήχθη με γεμάτο δοχείο δεν έχει αποδειχθεί επαρκώς ώστε να διαπιστωθεί πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

52      Επιπλέον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, «κυκλικές» δοκιμές μεταξύ εργαστηρίων διεξήχθησαν όσον αφορά τις δοκιμές με άδειο δοχείο, όπως προκύπτει από την ανάλυση των επιπτώσεων στην οποία προέβη η Επιτροπή πριν την έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού, οπότε η δυνατότητα αναπαραγωγής τους βεβαιώνεται.

53      Συνεπώς, δεν είναι δυνατό να κριθεί, στο πλαίσιο περιορισμένου ελέγχου, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, προτιμώντας τη διεξαγωγή δοκιμής με άδειο δοχείο από μια δοκιμή διεξαγόμενη με γεμάτο δοχείο.

54      Συνεπώς, η αιτίαση της προσφεύγουσας η οποία αφορά, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την υποχρέωση διεξαγωγής των δοκιμών με άδειο δοχείο πρέπει να απορριφθεί.

55      Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ότι δεν απαίτησε πληροφορίες ως προς την ενεργειακή απόδοση των ηλεκτρικών σκουπών κατά τη χρήση τους, δεδομένου ότι οι δοκιμές που διεξάγονται με άδειο δοχείο δεν καθιστούν δυνατή την καταγραφή της ενεργειακής αποδόσεως υπό πραγματικές συνθήκες χρήσεως.

56      Συναφώς, πρέπει, βεβαίως, να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με τις αιτιολογικές σκέψεις 2, 5, 13, 14 και 19 της οδηγίας 2010/30, το άρθρο της 1 προβλέπει, στην παράγραφο 1, την πληροφόρηση των τελικών χρηστών για την κατανάλωση ενέργειας και, ενδεχομένως, άλλων βασικών πόρων «κατά τη χρήση» και, στην παράγραφο 2, ότι η οδηγία 2010/30 έχει εφαρμογή σε συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα που έχουν σημαντικό άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην κατανάλωση ενέργειας και, κατά περίπτωση, άλλων βασικών πόρων «κατά τη χρήση» (βλ., επίσης, άρθρο 2, στοιχεία αʹ, γʹ, εʹ και στʹ, άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, και άρθρο 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2010/30).

57      Ομοίως, το άρθρο 10, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της οδηγίας 2010/30 παραπέμπει στις διατάξεις των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αφορούν τις πληροφορίες οι οποίες αναγράφονται στην ετικέτα και στο δελτίο, σχετικά με την εκ μέρους του προϊόντος κατανάλωση ενέργειας ή άλλων βασικών πόρων «κατά τη χρήση».

58      Βεβαίως, αν οι μετρήσεις για τη δοκιμή της ενεργειακής αποδόσεως των ηλεκτρικών σκουπών διενεργούνται βάσει δοκιμών που διεξάγονται με άδειο δοχείο, δεν αποκλείεται η ηλεκτρική σκούπα να μην έχει χρησιμοποιηθεί πριν τη διεξαγωγή της δοκιμής.

59      Γεγονός παραμένει ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας συναφώς στηρίζεται σε εξαιρετικά ευρεία ερμηνεία των όρων «κατά τη χρήση», δεδομένου ότι είναι δύσκολο να γίνει αντιληπτό πώς είναι δυνατό να διεξαχθούν δοκιμές των επιδόσεων καθαρισμού ηλεκτρικής σκούπας χωρίς να χρησιμοποιηθεί η σκούπα αυτή, έστω και για πρώτη φορά.

60      Συνεπώς, η αιτίαση της προσφεύγουσας η οποία αφορά, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την έλλειψη πληροφοριών για την απόδοση της ηλεκτρικής σκούπας «κατά τη χρήση» πρέπει να απορριφθεί.

61      Τρίτον, η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός είναι παράνομος, διότι δεν ωθεί τους κατασκευαστές ηλεκτρικών σκουπών να προβαίνουν στις καλύτερες επιλογές σχεδιασμού, προς βελτίωση της ενεργειακής αποδόσεως.

62      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 7 του προσβαλλομένου κανονισμού προβλέπει ότι η Επιτροπή θα επανεξετάσει τον κανονισμό αυτόν με βάση την τεχνολογική πρόοδο, το αργότερο πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του, και ότι η επανεξέταση αυτή θα αφορά ιδίως το εφικτό της χρησιμοποιήσεως μεθόδων μετρήσεως βασιζομένων σε μερικό φορτίο και όχι σε άδειο δοχείο.

63      Συνεπώς, προκειμένου να απορριφθεί η αιτίαση αυτή, αρκεί να κριθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, οι κατασκευαστές ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο» θα πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 7 του προσβαλλομένου κανονισμού, να εκτιμήσουν τις πιθανές μελλοντικές εξελίξεις.

64      Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν ωθεί τους κατασκευαστές ηλεκτρικών σκουπών να προβαίνουν στις καλύτερες επιλογές σχεδιασμού, προς βελτίωση της ενεργειακής αποδόσεως.

65      Επομένως, η αιτίαση της προσφεύγουσας η οποία αφορά, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όσον αφορά το ότι οι κατασκευαστές δεν ωθούνται να βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

66      Τέταρτον και τέλος, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή, κατ’ ουσίαν, ότι προέβλεψε, στον προσβαλλόμενο κανονισμό, υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών που δεν καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού της μειώσεως της καταναλώσεως ενέργειας, αλλά θα μπορούσαν, αντιθέτως, να συνεπάγονται την αύξηση της καταναλώσεως ενέργειας.

67      Προκειμένου να αντικρουσθεί η αιτίαση αυτή, αρκεί να παρατηρηθεί ότι στηρίζεται σε εξαιρετικώς υποθετικά στοιχεία, τα οποία δεν είναι δυνατό να θεμελιώσουν αιτίαση περί πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως κατά του προσβαλλομένου κανονισμού.

68      Κατά συνέπεια, η αιτίαση της προσφεύγουσας η οποία αφορά, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών που δεν καθιστούν δυνατή την επίτευξη του σκοπού της μειώσεως της καταναλώσεως ενέργειας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

69      Συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, καθόσον αφορά, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

70      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

71      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν επέβαλε υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών ως προς τη χρήση των αναλώσιμων, ενώ υπείχε σχετική υποχρέωση από το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/30.

72      Στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, μην επιβάλλοντας καμία υποχρέωση παροχής πληροφοριών ως προς τη χρήση των αναλώσιμων, δηλαδή των σάκων και των φίλτρων, ενώ, αφενός, η Επιτροπή έχει την υποχρέωση να διαμορφώσει το πλαίσιο για την παροχή πληροφοριών προς τους καταναλωτές όσον αφορά τους βασικούς πόρους που καταναλώνονται κατά τη χρήση και, αφετέρου, οι σάκοι και τα φίλτρα αποτελούν βασικούς πόρους που καταναλώνονται κατά τη χρήση.

73      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βεβαίως, από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2010/30 προκύπτει ότι αυτή έχει εφαρμογή «σε συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα που έχουν σημαντικό άμεσο ή έμμεσο αντίκτυπο στην κατανάλωση ενέργειας και, κατά περίπτωση, άλλων βασικών πόρων κατά τη χρήση».

74      Γεγονός παραμένει ότι, κατά το άρθρο 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/30, ως «άλλοι βασικοί πόροι», υπό την έννοια της οδηγίας αυτής, ορίζονται «το νερό, τα χημικά προϊόντα ή όποια άλλη ουσία καταναλώνει το προϊόν κατά την κανονική του χρήση».

75      Δεν είναι δυνατό να υποστηριχθεί σοβαρά ότι τα αναλώσιμα περί των οποίων πρόκειται εν προκειμένω, δηλαδή οι σάκοι και τα φίλτρα, πρέπει να εξομοιωθούν με το νερό, τα χημικά προϊόντα ή μια ουσία, υπό την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2010/30.

76      Συνεπώς, η αιτίαση της προσφεύγουσας η οποία αφορά, κατ’ ουσίαν, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την έλλειψη πληροφοριών για τα αναλώσιμα πρέπει να απορριφθεί.

77      Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

78      Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

79      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ευνοώντας τις ηλεκτρικές σκούπες «με σάκο» εις βάρος των ηλεκτρικών σκουπών «χωρίς σάκο» ή των ηλεκτρικών σκουπών στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνολογία, δεδομένου ότι η απώλεια απορροφήσεως λόγω εμφράξεως —χαρακτηριστικό από το οποίο πάσχουν ειδικότερα οι ηλεκτρικές σκούπες «με σάκο»— δεν είναι δυνατό να εντοπισθεί κατά τη διάρκεια δοκιμών που διενεργούνται «με εντελώς άδειο σάκο». Επιπλέον, οι δοκιμές αυτές δεν καθιστούν δυνατό να διαπιστωθούν οι καινοτομίες των κατασκευαστών ηλεκτρικών σκουπών «χωρίς σάκο» και ηλεκτρικών σκουπών στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνολογία —μερικές εκ των οποίων είναι ικανές να αποτρέπουν την έμφραξη και να διατηρούν σταθερή απορρόφηση κατά τη χρήση τους.

80      Στον προσβαλλόμενο κανονισμό, η Επιτροπή προέβλεψε, για τη μέτρηση των επιδόσεων καθαρισμού των ηλεκτρικών σκουπών, μία και μόνη δοκιμή «με άδειο δοχείο», τόσο για τις ηλεκτρικές σκούπες στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνολογία όσο και για τις ηλεκτρικές σκούπες «με σάκο», οπότε δεν έλαβε υπόψη της το γεγονός ότι, αντιθέτως προς τις ηλεκτρικές σκούπες στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνολογία, οι ηλεκτρικές σκούπες «με σάκο» δεν πρέπει να δοκιμάζονται με «άδειο σάκο», δεδομένου ότι οι ηλεκτρικές σκούπες αυτές προορίζονται να γεμίζουν με σκόνη κατά τη διάρκεια της χρήσεώς τους.

81      Συνεπώς, ενώ οι ηλεκτρικές σκούπες στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνολογία έχουν σχεδιασθεί ειδικώς για να μειώνουν τη χειροτέρευση της ενεργειακής αποδόσεως λόγω της συσσωρεύσεως της σκόνης, η ενεργειακή απόδοση των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο» μειώνεται λόγω της εμφράξεως των πόρων του σάκου με τη συσσώρευση της σκόνης, διαφορά την οποία δεν είναι δυνατό να αντανακλά η δοκιμή με «άδειο δοχείο» την οποία επιβάλλει ο προσβαλλόμενος κανονισμός.

82      Συνεπώς, ο προσβαλλόμενος κανονισμός ευνοεί τις ηλεκτρικές σκούπες «με σάκο», εις βάρος των ηλεκτρικών σκουπών στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνολογία.

83      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός δεν επιβάλλει τη δοκιμή των ηλεκτρικών σκουπών με άδειο δοχείο, καθόσον απαιτεί απλώς την εφαρμογή αξιόπιστων, ακριβών και δυναμένων να αναπαραχθούν μεθόδων μετρήσεως και υπολογισμού, με βάση τις γενικώς αναγνωρισμένες ως πλέον σύγχρονες μεθόδους μετρήσεως και υπολογισμού, ενώ τέτοιες μέθοδοι δεν υφίστανται ακόμη για τα δοχεία που είναι γεμάτα με σκόνη.

84      Η Επιτροπή εκτιμά ότι δεν χρειαζόταν να αναμείνει την εμφάνιση τέτοιων μεθόδων για να εκδώσει κανονισμό επί της ενεργειακής επισημάνσεως των ηλεκτρικών σκουπών, διότι, σε αντίθετη περίπτωση, είναι πιθανό ότι δεν θα ήταν ποτέ σε θέση να θεσπίσει κανονιστικές διατάξεις συναφώς, δεδομένου ότι υπάρχουν πάντοτε κατασκευαστές οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες τους δεν αξιολογούνται ορθώς από τις υφιστάμενες μεθόδους δοκιμών και ότι, ως εκ τούτου, τίθενται σε μειονεκτική θέση από την εφαρμογή των μεθόδων αυτών.

85      Συναφώς, κρίνεται ότι, με τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως διότι αντιμετωπίζει διαφορετικές καταστάσεις με όμοιο τρόπο, όσον αφορά τη μέθοδο μετρήσεως των επιδόσεων καθαρισμού των ηλεκτρικών σκουπών.

86      Συνεπώς, προς εκτίμηση του βασίμου του τρίτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να επιλυθεί το ζήτημα αν η εφαρμογή ενιαίας μεθόδου, όποιες και αν είναι οι λεπτομέρειές της, για τη μέτρηση των επιδόσεων καθαρισμού των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο», «χωρίς σάκο» και αυτών στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνολογία, προβλεπόμενης από τον προσβαλλόμενο κανονισμό, αντιβαίνει στην αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

87      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι ο προσβαλλόμενος κανονισμός αποτελεί πράξη εκδοθείσα κατ’ εξουσιοδότηση της οδηγίας 2010/30, η οποία, στο άρθρο της 1, προβλέπει πλαίσιο για την εναρμόνιση των εθνικών μέτρων παροχής πληροφοριών προς τους τελικούς χρήστες, ιδίως μέσω της επισημάνσεως και της παροχής ομοιόμορφων πληροφοριών σχετικά με το προϊόν, όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας και κατά περίπτωση άλλων βασικών πόρων κατά τη χρήση, και συμπληρωματικών πληροφοριών για συνδεόμενα με την ενέργεια προϊόντα, έτσι ώστε οι τελικοί χρήστες να μπορούν να επιλέγουν αποδοτικότερα προϊόντα.

88      Προς τούτο, το άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας 2010/30 προβλέπει ότι η Επιτροπή θεσπίζει λεπτομερείς διατάξεις σχετικά με την επισήμανση μέσω κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων. Κατά το τρίτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, οι διατάξεις των κατ’ εξουσιοδότηση πράξεων που αφορούν τις πληροφορίες οι οποίες περιέχονται στην ετικέτα, σχετικά με την κατανάλωση ενέργειας και άλλων βασικών πόρων κατά τη χρήση, παρέχουν στους τελικούς χρήστες τη δυνατότητα να αποφασίζουν για τις αγορές τους μετά λόγου γνώσεως.

89      Στην παράγραφό του 4, στοιχείο βʹ, το άρθρο 10 της οδηγίας 2010/30 προβλέπει επίσης ότι στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις εκτίθενται τα πρότυπα και οι μέθοδοι μετρήσεως που χρησιμοποιούνται για τη λήψη των πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 1, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.

90      Συνεπώς, ο προσβαλλόμενος κανονισμός, ως κατ’ εξουσιοδότηση πράξη, προβλέπει, στο άρθρο του 5, ότι οι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται προκύπτουν από αξιόπιστες, ακριβείς και δυνάμενες να αναπαραχθούν μεθόδους μετρήσεως και υπολογισμού, με βάση τις γενικώς αναγνωρισμένες ως πλέον σύγχρονες μεθόδους μετρήσεως και υπολογισμού, όπως ορίζεται στο παράρτημα VI του κανονισμού αυτού.

91      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι εν λόγω μέθοδοι είναι ομοιόμορφες και δεν διακρίνουν αναλόγως του τύπου ηλεκτρικής σκούπας, ιδίως με γνώμονα το αν πρόκειται για ηλεκτρική σκούπα «με σάκο» ή για ηλεκτρική σκούπα «χωρίς σάκο».

92      Κατά συνέπεια, πρέπει να ελεγχθεί αν η Επιτροπή, με τον προσβαλλόμενο κανονισμό, παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, επιβάλλοντας την ίδια δοκιμή για την εκτίμηση των επιδόσεων καθαρισμού των ηλεκτρικών σκουπών «χωρίς σάκο», όπως είναι οι κατασκευαζόμενες από την προσφεύγουσα, και των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο».

93      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να σέβεται τις γενικές αρχές του δικαίου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, όπως ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης, και ότι, δυνάμει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, η Επιτροπή δεν μπορεί να αντιμετωπίζει όμοιες καταστάσεις κατά διαφορετικό τρόπο ούτε διαφορετικές καταστάσεις κατά πανομοιότυπο τρόπο, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς (αποφάσεις της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Εσθονίας, C‑505/09 P, Συλλογή, EU:C:2012:179, σκέψη 64, της 19ης Νοεμβρίου 2009, Denka International κατά Επιτροπής, T‑334/07, Συλλογή, EU:T:2009:453, σκέψη 169, και της 7ης Μαρτίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑370/11, Συλλογή, EU:T:2013:113, σκέψη 30).

94      Οι ίδιες υποχρεώσεις επιβάλλονται στην Επιτροπή όταν ενεργεί στο πλαίσιο κατ’ εξουσιοδότηση πράξεως, δυνάμει αρμοδιότητας που της έχει ανατεθεί με οδηγία, όπως εν προκειμένω.

95      Στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, πρώτον, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι χρησιμοποιείται ενιαία μέθοδος μετρήσεως για να δοκιμαστεί η ενεργειακή απόδοση των ηλεκτρικών σκουπών, είτε πρόκειται για ηλεκτρικές σκούπες «με σάκο» είτε για ηλεκτρικές σκούπες «χωρίς σάκο».

96      Δεύτερον, επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ούτε ότι υπάρχουν διαφορές τεχνολογικής φύσεως μεταξύ των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο» και των ηλεκτρικών σκουπών «χωρίς σάκο».

97      Πράγματι, η Επιτροπή δεν αμφισβητεί ότι οι ηλεκτρικές σκούπες «χωρίς σάκο» είναι ηλεκτρικές σκούπες στις οποίες χρησιμοποιείται η «κυκλωνική» τεχνική μηχανικού διαχωρισμού των αιωρούμενων σε υγρό σωματιδίων, η οποία καθιστά δυνατό τον διαχωρισμό της σκόνης από τον αέρα χάρη στη φυγόκεντρο δύναμη (απομάκρυνση των σωμάτων από το κέντρο περιστροφής), η δε σκόνη περισυλλέγεται στη συνέχεια σε σκληρό κάδο, οπότε δεν χρειάζεται πλέον ούτε κεντρικό φίλτρο ούτε σάκος, δεδομένου ότι ο αέρας στροβιλίζεται τόσο γρήγορα ώστε η σκόνη απορρίπτεται διαρκώς από το ρεύμα αέρα.

98      Η Επιτροπή ωσαύτως δεν αμφισβητεί ότι, στις ηλεκτρικές σκούπες «με σάκο», η σκόνη εναποτίθεται σε σάκο, οπότε οι πόροι του σάκου εμφράσσονται καθώς ο σάκος γεμίζει και, ως εκ τούτου, ότι η απορροφητική ισχύς της ηλεκτρικής σκούπας μπορεί να μειωθεί λόγω της λιγότερο έντονης κυκλοφορίας του αέρα.

99      Ομοίως, η Επιτροπή δέχεται ρητώς ότι «το γέμισμα του δοχείου με σκόνη μπορεί να επηρεάσει την αποτελεσματικότητα».

100    Επίσης, η Επιτροπή δέχεται ότι υφίστανται αντικειμενικές διαφορές μεταξύ των ηλεκτρικών σκουπών «χωρίς σάκο» και των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο».

101    Τρίτον, γεγονός παραμένει ότι η Επιτροπή αμφισβητεί τη μεθοδολογία στην οποία στηρίζονται τα διάφορα αποτελέσματα τα οποία κατέθεσε η προσφεύγουσα και τα οποία επιβεβαιώνουν την απώλεια απορροφήσεως των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο», καθόσον η εν λόγω μεθοδολογία δεν είναι ούτε αξιόπιστη ούτε ακριβής ούτε δυνάμενη να αναπαραχθεί.

102    Κατά την Επιτροπή, η δοκιμή που προβλέπεται στον προσβαλλόμενο κανονισμό είναι η μόνη που καταγράφει τις επιδόσεις καθαρισμού των ηλεκτρικών σκουπών και οι δοκιμές τις οποίες προτείνει η προσφεύγουσα δεν είναι ούτε αξιόπιστες ούτε ακριβείς ούτε δυνάμενες να αναπαραχθούν, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών και επιστημονικών στοιχείων που ήταν διαθέσιμα κατά τον χρόνο της εκδόσεως του προσβαλλομένου κανονισμού, οπότε η ομοιόμορφη αντιμετώπιση των ηλεκτρικών σκουπών «χωρίς σάκο» και των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο» είναι δικαιολογημένη.

103    Κατά τη νομολογία, η ομοιόμορφη αντιμετώπιση διαφορετικών καταστάσεων δικαιολογείται μόνον αν στηρίζεται σε αντικειμενικό και πρόσφορο κριτήριο (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 38, EU:C:2008:728, σκέψη 47).

104    Πρέπει συνεπώς να ελεγχθεί αν οι δικαιολογητικοί λόγοι που προβάλλει η Επιτροπή είναι αντικειμενικοί και πρόσφοροι, υπό το πρίσμα των σκοπών της οδηγίας 2010/30.

105    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επιβεβαιώνει ότι οι δοκιμές που διεξάγονται με γεμάτο δοχείο είναι δυνατό να διεξάγονται για τον έλεγχο των επιδόσεων καθαρισμού των ηλεκτρικών σκουπών και υποστηρίζει συναφώς ότι ένα πρότυπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ηλεκτροτεχνικής Τυποποιήσεως (Cenelec) προβλέπει ήδη μια πλήρη και αποτελεσματική μέθοδο δοκιμής των επιδόσεων καθαρισμού με γεμάτο δοχείο και ότι οι εθνικές ενώσεις καταναλωτών και οι οργανισμοί αξιολογήσεως χρησιμοποιούν όλοι κάποια μορφή δοκιμής που διεξάγεται με γεμάτο δοχείο.

106    Χωρίς να αποφανθεί, στο πλαίσιο του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, επί των δοκιμών που διεξάγονται με γεμάτο δοχείο, η Επιτροπή αμφισβητεί τις δοκιμές αυτές και παραπέμπει στο άρθρο 7 του προσβαλλομένου κανονισμού, κατά το οποίο στο πλαίσιο μελλοντικής εξετάσεως του εν λόγω κανονισμού θα ληφθεί υπόψη η ενδεχόμενη δυνατότητα θεσπίσεως αξιόπιστων, ακριβών και δυναμένων να αναπαραχθούν μεθόδων μετρήσεως και υπολογισμού, στηριζομένων μάλλον σε γεμάτο παρά σε άδειο δοχείο.

107    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης έχει αναγνωρίσει στις αρχές της Ένωσης, στο πλαίσιο της ασκήσεως των αρμοδιοτήτων που τους απονέμονται, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όταν η δράση τους συνεπάγεται επιλογές πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής φύσεως και όταν καλούνται να προβούν σε σύνθετες εκτιμήσεις και αξιολογήσεις, αλλά ότι, ακόμη και όταν διαθέτουν τέτοια εξουσία, οι αρχές της Ένωσης οφείλουν να θεμελιώσουν τη επιλογή τους σε αντικειμενικά και πρόσφορα κριτήρια σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη νομοθεσία, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία και τα τεχνικά και επιστημονικά δεδομένα που είναι διαθέσιμα κατά τον χρόνο της θεσπίσεως της εν λόγω πράξεως (βλ. απόφαση Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ., προπαρατεθείσα στη σκέψη 38, EU:C:2008:728, σκέψεις 57 και 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

108    Εν προκειμένω, η Επιτροπή, ασκώντας την εξουσία της εκτιμήσεως προκειμένου να θεσπίσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, πρέπει να θεμελιώσει την επιλογή της σχετικά με τις μεθόδους μετρήσεως της ενεργειακής αποδόσεως σε αντικειμενικά κριτήρια, σύμφωνα με τους σκοπούς που επιδιώκει η οδηγία 2010/30, δηλαδή τους συνιστάμενους στην παροχή αξιόπιστων και ομοιόμορφων πληροφοριών στους καταναλωτές, προκειμένου να είναι σε θέση να επιλέγουν αποδοτικότερα προϊόντα.

109    Συναφώς, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 70 έως 75 της παρούσας αποφάσεως, οι δοκιμές που διεξάγονται με μερικό φορτίο δεν έχουν υποβληθεί σε «κυκλικές» δοκιμές μεταξύ εργαστηρίων, οπότε η δυνατότητα αναπαραγωγής τους ήταν δυνατό να αμφισβητηθεί.

110    Συνεπώς, το γεγονός ότι οι δοκιμές τις οποίες προτείνει η προσφεύγουσα δεν πληρούν συγχρόνως τα κριτήρια αξιοπιστίας, ακρίβειας και δυνατότητας αναπαραγωγής συνιστά αντικειμενικό λόγο δικαιολογούντα την ομοιόμορφη αντιμετώπιση ηλεκτρικών σκουπών στις οποίες χρησιμοποιούνται διαφορετικές τεχνολογίες, δηλαδή των ηλεκτρικών σκουπών «με σάκο» και των ηλεκτρικών σκουπών «χωρίς σάκο».

111    Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη αιτιολογίας

112    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ.

113    Κατά την προσφεύγουσα, ο προσβαλλόμενος κανονισμός εξηγεί ανεπαρκώς, ίσως και καθόλου, για ποιο λόγο η εξέλιξη της «τεχνολογικής προόδου» δεν επιτρέπει να δοκιμάζονται η ενεργειακή απόδοση και οι επιδόσεις καθαρισμού της ηλεκτρικής σκούπας όταν το δοχείο είναι γεμάτο με σκόνη και για ποιο λόγο η Επιτροπή ανέβαλε, με το άρθρο 7 του προσβαλλομένου κανονισμού, την εξέταση αυτής της τεχνικής δοκιμών κατά πέντε έτη.

114    Ούτε ο προσβαλλόμενος κανονισμός ούτε η αιτιολογική έκθεση της προτάσεως ούτε οι προπαρασκευαστικές εργασίες παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις συναφώς.

115    Επιπλέον, η εκτίμηση της Επιτροπής η οποία αφορά τις δοκιμές που διεξάγονται με γεμάτο δοχείο είναι δύσκολο να γίνει κατανοητή υπό το πρίσμα του γενικού πλαισίου και του ιστορικού της θεσπίσεως του προσβαλλομένου κανονισμού, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα επιβεβαιώνει ότι αποτελεί σταθερή πρακτική, σε ολόκληρη την Ένωση, να δοκιμάζονται οι επιδόσεις καθαρισμού των ηλεκτρικών σκουπών με γεμάτο δοχείο συλλογής σκόνης, η δε πρακτική αυτή θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει την αποδοτικότητα της συσκευής υπό πραγματικές συνθήκες χρήσεως, όπως προκύπτει από πρότυπο της Cenelec και από όλες τις δοκιμές που διεξάγονται από τις ενώσεις καταναλωτών και τους οργανισμούς αξιολογήσεως και όπως υποστήριξαν οι ενδιαφερόμενοι, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, κατά τη διαδικασία διαβουλεύσεως που προηγήθηκε της θεσπίσεως του προσβαλλομένου κανονισμού.

116    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως επιβεβαιώνει τη μη κατανόηση, από την προσφεύγουσα, του προσβαλλομένου κανονισμού, δεδομένου ότι ο κανονισμός δεν απαγορεύει τις δοκιμές με δοχείο «γεμάτο με σκόνη», αλλά επιβάλλει απλώς την εφαρμογή «αξιόπιστ[ων], ακριβ[ών] και αναπαραγώγιμ[ων] μεθόδ[ων] μέτρησης και υπολογισμού, με βάση τις γενικώς αποδεκτές σύγχρονες μεθόδους μετρήσεων», ενώ καμία «αξιόπιστ[η], ακριβ[ής] και αναπαραγώγιμ[η] μέθοδ[ος]» δεν υφίσταται για τις δοκιμές με δοχείο «γεμάτο με σκόνη», οπότε η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν επέβαλε την υποχρέωση διεξαγωγής δοκιμών με γεμάτο δοχείο.

117    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να διαφαίνεται από αυτή κατά τρόπο σαφή και απαλλαγμένο αιρέσεων η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την προσβαλλόμενη πράξη, ώστε να καθιστά δυνατό στους ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και στο αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του (βλ. απόφαση της 24ης Νοεμβρίου 2005, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑138/03, C‑324/03 και C‑431/03, Συλλογή, EU:C:2005:714, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

118    H απαίτηση αυτή πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως του περιεχομένου της πράξεως, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται να διασαφηνίζει η αιτιολογία όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση Ιταλία κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα στη σκέψη 117, EU:C:2005:714, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

119    Υπό το πρίσμα αυτών των σκέψεων πρέπει να κριθεί αν η αιτιολογία του προσβαλλομένου κανονισμού είναι επαρκής όσον αφορά την επιλογή των μεθόδων μετρήσεως που προβλέπονται στον κανονισμό αυτόν.

120    Επισημαίνεται ότι το ουσιώδες συναφώς μέρος της αιτιολογίας του προσβαλλομένου κανονισμού περιλαμβάνεται στο άρθρο 7 του κανονισμού αυτού, τιτλοφορούμενου «Αναθεώρηση», το οποίο ορίζει τα εξής:

«Το αργότερο πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του παρόντος κανονισμού, η Επιτροπή τον επανεξετάζει λαμβάνοντας υπόψη τη συντελεσθείσα τεχνολογική πρόοδο. Κατά την επανεξέταση αξιολογ[εί]ται ιδίως […] κατά πόσον είναι εφικτό να χρησιμοποιούνται μέθοδοι μέτρησης της ετήσιας κατανάλωσης ενέργειας, της συλλεγόμενης σκόνης και της εκπομπής σκόνης οι οποίες να βασίζονται σε μερικό φορτίο και όχι σε άδειο δοχείο.»

121    Εντεύθεν συνάγεται, βεβαίως, ότι το άρθρο 7 του προσβαλλομένου κανονισμού δεν εξηγεί ρητώς και λεπτομερώς τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή επέλεξε τις μεθόδους υπολογισμού τις οποίες προέβλεψε.

122    Γεγονός παραμένει ότι, όταν πρόκειται για πράξη κανονιστικού χαρακτήρα, όπως εν προκειμένω, η αιτιολογία μπορεί να περιορίζεται στην περιγραφή, αφενός, της συνολικής καταστάσεως που οδήγησε στην έκδοσή της και, αφετέρου, των γενικών σκοπών που επιδιώκει (αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1985, Abrias κ.λπ. κατά Επιτροπής, 3/83, Συλλογή, EU:C:1985:284, σκέψη 30, και της 10ης Μαρτίου 2005, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑342/03, Συλλογή, EU:C:2005:151, σκέψη 55).

123    Εξάλλου, αν από τη γενικής ισχύος πράξη προκύπτει το ουσιώδες μέρος του επιδιωκόμενου από το θεσμικό όργανο σκοπού, θα ήταν υπερβολικό να απαιτείται ειδική αιτιολογία για καθεμία από τις τεχνικές επιλογές στις οποίες προέβη το όργανο αυτό (βλ. απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, Ισπανία κατά Συμβουλίου, C‑310/04, Συλλογή, EU:C:2006:521, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

124    Ο σκοπός τον οποίο επιδιώκει η Επιτροπή με τον προσβαλλόμενο κανονισμό προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 του εν λόγω κανονισμού, κατά την οποία «[ο]ι πληροφορίες που παρέχονται στην ετικέτα θα πρέπει να προκύπτουν με αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες διαδικασίες μέτρησης, με βάση τις γενικώς αποδεκτές σύγχρονες μεθόδους μετρήσεων, συμπεριλαμβανομένων, όταν υπάρχουν, εναρμονισμένων προτύπων τα οποία έχουν εκδοθεί από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, οι οποίοι παρατίθενται στο παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΕ) 1025/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με την ευρωπαϊκή τυποποίηση».

125    Υπό την έννοια αυτή, το άρθρο 5 του προσβαλλομένου κανονισμού, τιτλοφορούμενο «Μέθοδοι μέτρησης», προβλέπει ότι «[ο]ι πληροφορίες που πρέπει να παρέχονται […] προκύπτουν από αξιόπιστες, ακριβείς και αναπαραγώγιμες μεθόδους μέτρησης και υπολογισμού, με βάση τις γενικώς αποδεκτές σύγχρονες μεθόδους μετρήσεων και υπολογισμού, όπως ορίζεται στο παράρτημα VI».

126    Το σημείο 1 του παραρτήματος VI του προσβαλλομένου κανονισμού επαναλαμβάνει τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο αυτό, διευκρινίζοντας ότι, «[γ]ια τους σκοπούς της συμμόρφωσης και της επαλήθευσης της συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις του παρόντος κανονισμού, οι υπολογισμοί και οι μετρήσεις εκτελούνται με τη χρήση αξιόπιστων, επακριβών και αναπαραγώγιμων μεθόδων στις οποίες λαμβάνονται υπόψη οι γενικώς αποδεκτές σύγχρονες μέθοδοι μετρήσεων και υπολογισμών, συμπεριλαμβανομένων εναρμονισμένων προτύπων των οποίων οι αριθμοί αναφοράς έχουν δημοσιευθεί για τον σκοπό αυτό στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης» και ότι «πρέπει να πληρούν τους τεχνικούς ορισμούς, τους όρους, τις εξισώσεις και τις παραμέτρους που προβλέπονται στο παρόν παράρτημα».

127    Συνεπώς, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς τον προσβαλλόμενο κανονισμό όσον αφορά την εκ μέρους της επιλογή των μεθόδων μετρήσεως που προβλέπονται στον κανονισμό αυτόν.

128    Πράγματι, θα μπορούσε να προκύπτει από το άρθρο 7, σε συνδυασμό με το άρθρο 5, την αιτιολογική σκέψη 4 και το σημείο 1 του παραρτήματος VI του προσβαλλομένου κανονισμού, ότι η Επιτροπή προέβλεψε μεθόδους μετρήσεως στηριζόμενες σε δοκιμές διεξαγόμενες με άδειο δοχείο μάλλον και όχι σε δοκιμές διεξαγόμενες με γεμάτο δοχείο, λόγω της ανυπαρξίας κατά την Επιτροπή, λαμβανομένων υπόψη των τεχνολογικών γνώσεων, αξιόπιστων, ακριβών και δυναμένων να αναπαραχθούν μεθόδων μετρήσεως, με βάση τις γενικώς αναγνωρισμένες ως πλέον σύγχρονες μεθόδους μετρήσεως, για τη διεξαγωγή μετρήσεων στηριζομένων σε δοκιμές με γεμάτο δοχείο, χωρίς όμως να επιβάλλει ρητώς τη διεξαγωγή της μιας δοκιμής και όχι της άλλης.

129    Για τους ίδιους λόγους, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να εξηγήσει εκτενέστερα γιατί, λόγω της καταστάσεως της τεχνολογικής προόδου, στο άρθρο 7 του προσβαλλομένου κανονισμού, ανέβαλε για πέντε έτη τις δοκιμές ενεργειακής αποδόσεως και επιδόσεων καθαρισμού της ηλεκτρικής σκούπας με γεμάτο δοχείο.

130    Όπως προκύπτει, εξάλλου, από την εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου ακυρώσεως, η αιτιολογία του προσβαλλομένου κανονισμού συναφώς παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να γνωρίζει τη συλλογιστική της Επιτροπής, ώστε κατέστησε δυνατό στην προσφεύγουσα να γνωρίζει τους δικαιολογητικούς λόγους του ληφθέντος μέτρου και στο Γενικό Δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του.

131    Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να αποδυναμωθεί από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αφορά τις προπαρασκευαστικές εργασίες, είτε πρόκειται για τις παρατηρήσεις των ενδιαφερομένων, μεταξύ των οποίων η προσφεύγουσα, κατά τη διαδικασία διαβουλεύσεως είτε για την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως που κατέληξε στην έκδοση του προσβαλλομένου κανονισμού.

132    Πράγματι, για την απόρριψη της επιχειρηματολογίας αυτής αρκεί να επισημανθεί ότι δεν στρέφεται κατά της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά κατά των πράξεων που προηγήθηκαν της εκδόσεώς της, οπότε οι εν λόγω πράξεις δεν είναι δυνατό να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση, στην υπό κρίση υπόθεση, της εξωτερικής νομιμότητας του προσβαλλομένου κανονισμού.

133    Ωσαύτως, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεσθεί λυσιτελώς ένα πρότυπο της Cenelec και την ομοιομορφία της πρακτικής των δοκιμών, ακόμη και αν θεωρηθεί ότι αποδείχθηκε, των ενώσεων καταναλωτών ή των οργανισμών αξιολογήσεως.

134    Πράγματι, οι σκέψεις αυτές αφορούν την επί της ουσίας νομιμότητα του προσβαλλομένου κανονισμού και όχι την εξωτερική νομιμότητά του, οπότε δεν είναι δυνατό να στηρίξουν τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά έλλειψη αιτιολογίας.

135    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

136    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να υποχρεωθεί να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και αυτά στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα αυτής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Dyson Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Prek

Labucka

Kreuschitz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Νοεμβρίου 2015.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.