Language of document : ECLI:EU:T:2012:626

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 27ης Νοεμβρίου 2012 (*)

«Προσφυγή ακυρώσεως – Αποφάσεις που απευθύνονται σε κράτος μέλος για τη διόρθωση κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος – Δεν αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T‑541/10,

Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ), με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

Σπυρίδων Παπασπύρος, κάτοικος Αθήνας,

Ηλίας Ηλιόπουλος, κάτοικος Αθήνας,

εκπροσωπούμενοι από τη M.-M. Tσίπρα, δικηγόρο,

προσφεύγοντες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον T. Middleton, τον A. De Gregorio Merino και την E. Χατζηιωακειμίδου,

καθού,

υποστηριζόμενου από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον B. Smulders, τον J.‑P. Keppenne και τον M. Κωνσταντινίδη,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο το αίτημα να ακυρωθεί, αφενός, η απόφαση 2010/320/ΕE του Συμβουλίου, της 10ης Μαΐου 2010, απευθυνόμενη προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, διά της οποίας ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 145, σ. 6, διορθωτικό ΕΕ 2011, L 209, σ. 63) και, αφετέρου, η απόφαση 2010/486/ΕE του Συμβουλίου, της 7ης Σεπτεμβρίου 2010, για την τροποποίηση της απόφασης 2010/320 (ΕΕ L 241, σ. 12),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Azizi (εισηγητή), πρόεδρο, S. Frimodt Nielsen και M. Kancheva, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Το νομικό πλαίσιο 

 Η Συνθήκη ΕΕ

1        Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 4, ΣΕΕ:

«Η Ένωση εγκαθιδρύει οικονομική και νομισματική ένωση, της οποίας το νόμισμα είναι το ευρώ.»

 Η Συνθήκη ΛΕΕ

2        Κατά το άρθρο 119 ΣΛΕΕ:

«1. Για τους σκοπούς του άρθρου 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, η δράση των κρατών μελών και της Ένωσης περιλαμβάνει, σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν οι Συνθήκες, τη θέσπιση μιας οικονομικής πολιτικής, που βασίζεται στο στενό συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών, στην εσωτερική αγορά, καθώς και στον καθορισμό κοινών στόχων, και ασκείται σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

2. Παράλληλα, και σύμφωνα με τους όρους και τις διαδικασίες που προβλέπουν οι Συνθήκες, η δράση αυτή περιλαμβάνει ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ, και τον καθορισμό και την άσκηση ενιαίας νομισματικής και συναλλαγματικής πολιτικής, πρωταρχικός στόχος των οποίων είναι η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών, και, υπό την επιφύλαξη του στόχου αυτού, η υποστήριξη των γενικών οικονομικών πολιτικών στην Ένωση, σύμφωνα με την αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό.

3. Οι δράσεις αυτές των κρατών μελών και της Ένωσης συνεπάγονται την τήρηση των ακόλουθων κατευθυντήριων αρχών: σταθερές τιμές, υγιή δημόσια οικονομικά, υγιείς νομισματικές συνθήκες και σταθερό ισοζύγιο πληρωμών.»

3        Το άρθρο 126 ΣΛΕΕ καθορίζει τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος της οποίας σκοπός είναι να ενθαρρύνει και, εν ανάγκη, να εξαναγκάσει το εμπλεκόμενο κράτος μέλος να μειώσει το δημόσιο έλλειμμα που έχει τυχόν διαπιστωθεί. Τα κρίσιμα χωρία του άρθρου αυτού έχουν ως εξής:

«1. Τα κράτη μέλη αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα.

2. Η Επιτροπή παρακολουθεί την εξέλιξη της δημοσιονομικής κατάστασης και το ύψος του δημοσίου χρέους στα κράτη μέλη προκειμένου να εντοπίζει τις μεγάλες αποκλίσεις. Ειδικότερα, εξετάζει την τήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, με βάση τα ακόλουθα δύο κριτήρια:

α)      κατά πόσον ο λόγος του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς, εκτός εάν:

–        είτε ο λόγος αυτός σημειώνει ουσιαστική και συνεχή πτώση και έχει φθάσει σε επίπεδο παραπλήσιο της τιμής αναφοράς,

–        είτε, εναλλακτικά, η υπέρβαση της τιμής αναφοράς είναι απλώς έκτακτη και προσωρινή και ο λόγος παραμένει κοντά στην τιμή αναφοράς·

β)      κατά πόσον ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν υπερβαίνει μια τιμή αναφοράς, εκτός εάν ο λόγος μειώνεται επαρκώς και πλησιάζει την τιμή αναφοράς με ικανοποιητικό ρυθμό.

Οι τιμές αναφοράς ορίζονται στο πρωτόκολλο για τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος, που προσαρτάται στις Συνθήκες.

[…]

6. Το Συμβούλιο, μετά από πρόταση της Επιτροπής και αφού λάβει υπόψη τυχόν παρατηρήσεις του εν λόγω κράτους μέλους, αποφασίζει, μετά από συνολική εκτίμηση, εάν υφίσταται ή όχι υπερβολικό έλλειμμα.

7. Εάν το Συμβούλιο αποφασίσει, σύμφωνα με την παράγραφο 6, ότι υπάρχει υπερβολικό έλλειμμα, απευθύνει, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και μετά από σύσταση της Επιτροπής, συστάσεις στο εν λόγω κράτος μέλος προκειμένου να τερματίσει την κατάσταση αυτή εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος. Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 8, οι συστάσεις αυτές δεν ανακοινώνονται δημοσία.

8. Εάν το Συμβούλιο διαπιστώσει ότι δεν ανελήφθη αποτελεσματική δράση σε εφαρμογή των συστάσεών του, εντός του καθορισμένου χρονικού διαστήματος, τότε μπορεί να τις ανακοινώσει δημοσία.

9. Εάν ένα κράτος μέλος επιμένει να μην εφαρμόζει τις συστάσεις του Συμβουλίου, τότε το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει να ειδοποιήσει το κράτος μέλος να λάβει, εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος την οποία το Συμβούλιο κρίνει αναγκαία για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή.

Σε αυτή την περίπτωση, το Συμβούλιο μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος αυτό, να υποβάλλει εκθέσεις σύμφωνα με συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, για να εξετάσει τις προσπάθειες προσαρμογής που καταβάλλει αυτό το κράτος μέλος.

[…]

11. Το Συμβούλιο, εφόσον ένα κράτος μέλος δεν συμμορφώνεται με απόφαση που έχει ληφθεί σύμφωνα με την παράγραφο 9, μπορεί να αποφασίσει να εφαρμόσει ή να ενισχύσει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

–        να απαιτήσει να δημοσιεύει το εν λόγω κράτος μέλος πρόσθετες πληροφορίες τις οποίες ορίζει το Συμβούλιο, προτού εκδώσει ομολογίες και χρεόγραφα,

–        να καλέσει την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων να αναθεωρήσει την πολιτική δανεισμού που ασκεί έναντι του εν λόγω κράτους μέλους,

–        να απαιτήσει από το εν λόγω κράτος μέλος να καταθέσει ατόκως στην Ένωση ποσό κατάλληλου ύψους, έως ότου, κατά τη γνώμη του Συμβουλίου, διορθωθεί το υπερβολικό έλλειμμα,

–        να επιβάλει πρόστιμα εύλογου ύψους.

Ο πρόεδρος του Συμβουλίου ενημερώνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για τις αποφάσεις τις οποίες λαμβάνει.

12. Το Συμβούλιο καταργεί ορισμένες ή όλες τις αποφάσεις ή τις συστάσεις του που αναφέρονται στις παραγράφους 6 έως 9 και στην παράγραφο 11, εφόσον, κατά τη γνώμη του, έχει διορθωθεί το υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος. Εάν το Συμβούλιο έχει προηγουμένως ανακοινώσει δημοσία συστάσεις, τότε, μόλις καταργηθεί η απόφαση που αναφέρεται στην παράγραφο 8, προβαίνει σε δημόσια δήλωση περί του ότι δεν υφίσταται πλέον υπερβολικό έλλειμμα στο οικείο κράτος μέλος.

13. Το Συμβούλιο λαμβάνει τις αποφάσεις, ή τις συστάσεις του, που αναφέρονται στις παραγράφους 8, 9, 11 και 12, μετά από σύσταση της Επιτροπής.

[…]»

4        Το άρθρο 136, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ορίζει τα εξής:

«1. Προκειμένου να συμβάλει στην καλή λειτουργία της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης και σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις των Συνθηκών, το Συμβούλιο θεσπίζει […] μέτρα για τα κράτη μέλη με νόμισμα το ευρώ, προκειμένου:

α)      να ενισχυθεί ο συντονισμός και η εποπτεία της δημοσιονομικής τους πειθαρχίας,

β)      να χαράσσονται, ως προς τα εν λόγω κράτη, οι προσανατολισμοί οικονομικής πολιτικής, μεριμνώντας ώστε να είναι συμβατοί με τους καθοριζόμενους για το σύνολο της Ένωσης, και να διασφαλίζεται η εποπτεία τους.»

5        Κατά το άρθρο 1 του προσαρτημένου στις Συνθήκες πρωτοκόλλου αριθ. 12, σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος:

«Οι τιμές αναφοράς που αναφέρονται στο άρθρο 126, παράγραφος 2, της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι οι εξής:

–        3 % για τον λόγο μεταξύ του προβλεπομένου ή υφισταμένου δημοσιονομικού ελλείμματος και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς,

–        60 % για τον λόγο μεταξύ του δημοσίου χρέους και του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε τιμές αγοράς.»

 Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης

6        Κατά τη σύνοδο της 17ης Ιουνίου 1997 στο Άμστερνταμ (Κάτω Χώρες), το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο καθόρισε το ρυθμιστικό πλαίσιο για τον συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών των κρατών μελών τα οποία μετέχουν στην οικονομική και νομισματική ένωση. Το πλαίσιο αυτό έλαβε τη μορφή ενός συμφώνου σταθερότητας και ανάπτυξης βασιζόμενου στον σκοπό της επίτευξης υγιών δημοσίων οικονομικών ως μέσου για τη δημιουργία ευνοϊκότερων συνθηκών σταθερότητας των τιμών και για ισχυρή και διατηρήσιμη ανάπτυξη που δημιουργεί απασχόληση [ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997, για το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης (ΕΕ C 236, σ. 1)].

7        Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης αποτελείται από τα τρία ακόλουθα κείμενα: πρώτον, το προαναφερθέν στη σκέψη 6, ανωτέρω, ψήφισμα, δεύτερον, τον κανονισμό (EΚ) 1466/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών (ΕΕ L 209, σ. 1), και, τρίτον, τον κανονισμό (ΕΚ) 1467/97 του Συμβουλίου, της 7ης Ιουλίου 1997, για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 209, σ. 6).

8        Το άρθρο 3 του κανονισμού 1466/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 1055/2005 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ L 174, σ. 1), επιβάλλει την υποχρέωση σε όσα κράτη μέλη συμμετέχουν στο κοινό νόμισμα να υποβάλλουν σε περιοδική βάση στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων πρόγραμμα σταθερότητας που να περιέχει στοιχεία για τις οικονομικές τους πολιτικές.

9        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 1466/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1055/2005, ορίζει ότι το πρόγραμμα σταθερότητας παρέχει:

«λεπτομερή και ποσοτική εκτίμηση των δημοσιονομικών και άλλων μέτρων οικονομικής πολιτικής που λαμβάνονται ή/και προτείνονται για την επίτευξη των στόχων του προγράμματος, με λεπτομερή ανάλυση κόστους-ωφελείας των μειζόνων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που επιφέρουν άμεσες μακροπρόθεσμες εξοικονομήσεις, μεταξύ άλλων αυξάνοντας τις δυνατότητες μεγέθυνσης[.]»

10      Το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1467/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (EΚ) 1056/2005 του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 2005 (ΕΕ L 174, σ. 5), έχει ως εξής:

«Στις συστάσεις που απευθύνει σύμφωνα με το άρθρο [126,] παράγραφος 7, [ΣΛΕΕ,] το Συμβούλιο ορίζει μέγιστη προθεσμία έξι μηνών εντός της οποίας το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος πρέπει να αναλάβει αποτελεσματική δράση. Με τη σύστασή του, το Συμβούλιο ορίζει επίσης προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος, η οποία θα πρέπει να λήγει εντός του έτους που ακολουθεί εκείνο κατά το οποίο εντοπίσθηκε το υπερβολικό έλλειμμα, εκτός εάν συντρέχουν ειδικές περιστάσεις. Στη σύσταση, το Συμβούλιο καλεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να επιτύχει ελάχιστη ετήσια βελτίωση, ύψους τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ ως σημείο αναφοράς, του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματός του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και τα προσωρινά μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος εντός της προθεσμίας που ορίζεται στη σύσταση.»

11      Το άρθρο 5 του κανονισμού 1467/97, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1056/2005, ορίζει τα εξής:

«1. Η απόφαση με την οποία το Συμβούλιο ειδοποιεί το ενδιαφερόμενο συμμετέχον κράτος μέλος να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο [126], παράγραφος 9, [ΣΛΕΕ], λαμβάνεται εντός δύο μηνών από την απόφαση με την οποία το Συμβούλιο διαπίστωσε ότι δεν έχει αναληφθεί αποτελεσματική δράση σύμφωνα με το άρθρο [126], παράγραφος 8[, ΣΛΕΕ]. Στην ειδοποίηση, το Συμβούλιο καλεί το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος να επιτύχει ελάχιστη ετήσια βελτίωση, ύψους τουλάχιστον 0,5 % του ΑΕΠ ως σημείο αναφοράς, του κυκλικά προσαρμοσμένου δημοσιονομικού αποτελέσματός του, χωρίς να υπολογίζονται τα έκτακτα και τα προσωρινά μέτρα, ώστε να διασφαλίζεται η διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος εντός της προθεσμίας που ορίζεται στην ειδοποίηση.

2. Εάν έχει αναληφθεί αποτελεσματική δράση σύμφωνα με την ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου [126], παράγραφος 9, [ΣΛΕΕ], και απρόβλεπτα αντίξοα οικονομικά γεγονότα με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά συμβαίνουν μετά την έκδοση της εν λόγω ειδοποίησης, το Συμβούλιο μπορεί να αποφασίζει, βάσει σύστασης της Επιτροπής, να εκδώσει αναθεωρημένη ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου [126], παράγραφος 9, [ΣΛΕΕ]. Η αναθεωρημένη ειδοποίηση, λαμβανομένων υπόψη των σχετικών παραγόντων που αναφέρονται στο άρθρο 2 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, μπορεί, κυρίως, να παρατείνει κατά ένα έτος την προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος. Το Συμβούλιο αξιολογεί την ύπαρξη απρόβλεπτων αντίξοων οικονομικών γεγονότων με μείζονες αρνητικές επιπτώσεις για τα δημόσια οικονομικά βάσει των οικονομικών προβλέψεων που περιλαμβάνονται στην ειδοποίησή του.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

 Η ελληνική κρίση χρέους και ο διακυβερνητικός μηχανισμός χρηματοδοτικής στήριξης προς την Ελληνική Δημοκρατία

12      Στις 21 Οκτωβρίου 2009 η Ελληνική Δημοκρατία κοινοποίησε στη Eurostat (στατιστική υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης) στατιστικά στοιχεία που αναθεωρούσαν το δημόσιο έλλειμμά της για το 2008, αυξάνοντάς το από 5,0 % του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος (ΑΕΠ) (ποσοστό που είχε κοινοποιηθεί από την Ελλάδα τον Απρίλιο 2009) στο 7,7 % του ΑΕΠ. Συγχρόνως, οι ελληνικές αρχές αναθεώρησαν το ποσοστό ελλείμματος που είχαν προβλέψει για το 2009, αυξάνοντάς το από 3,7 % του ΑΕΠ (ποσοστό που είχε κοινοποιηθεί την άνοιξη του 2009) σε 12,5 % του ΑΕΠ.

13      Η αναθεώρηση αυτή των οικονομικών στοιχείων δημιούργησε αμφιβολίες στις αγορές ως προς τη φερεγγυότητα της χώρας, επιταχύνοντας την κρίση του δημόσιου χρέους της. Κατά τους πρώτους μήνες του 2010, η συμπεριφορά των δραστηριοποιούμενων στην αγορά επενδυτών προκάλεσε την αύξηση των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων. Στο τέλος του Απριλίου 2010, ένας οργανισμός αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας υποβάθμισε την αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων από ΒΒΒ- σε ΒΒ+, κατηγορία που θεωρείται από τις αγορές ως χρέος υψηλού κινδύνου.

14      Δεδομένου ότι από την ελληνική κρίση χρέους προέκυπτε απειλή για τα λοιπά κράτη μέλη της ευρωζώνης και κίνδυνος για τη σταθερότητα της ευρωζώνης στο σύνολό της, οι αρχηγοί των κρατών και των κυβερνήσεων της ευρωζώνης συμφώνησαν, κατά τη σύνοδο κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 25ης Μαρτίου 2010, να δημιουργηθεί ένας διακυβερνητικός μηχανισμός στήριξης προς την Ελληνική Δημοκρατία συνιστάμενος σε συντονισμένο διμερή δανεισμό με επιτόκια που θα διαμορφώνονται με μη χαριστικούς όρους, δηλαδή χωρίς κανένα στοιχείο επιδότησης. Η εξόφληση των δανείων θα υπαγόταν σε αυστηρούς όρους και η ενεργοποίηση του μηχανισμού θα έπρεπε να γίνει κατόπιν αίτησης της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο μηχανισμός στήριξης επρόκειτο επίσης να περιλάβει την ουσιαστική συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).

15      Ο προαναφερθείς διακυβερνητικός μηχανισμός βασίζεται σε δύο πράξεις: πρώτον, στην «intercreditor agreement» (σύμβαση μεταξύ πιστωτών) στην οποία συμβαλλόμενα μέρη είναι τα κράτη που παρέχουν τη στήριξη και η οποία περιλαμβάνει τους βασικούς κανόνες συντονισμού μεταξύ των δανειστών για τη χορήγηση των δανείων και, δεύτερον, στη «loan facility agreement» (συμφωνία δανειακής διευκόλυνσης) μεταξύ, αφενός, των κρατών μελών της ευρωζώνης που παρέχουν τη στήριξη (καθώς και του γερμανικού δημόσιου χρηματοδοτικού οργανισμού που λειτουργεί υπό τις εντολές και την εγγύηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας) και, αφετέρου, της Ελλάδας και της ελληνικής κεντρικής τράπεζας.

16      Στις 23 Απριλίου 2010 η Ελληνική Δημοκρατία ζήτησε την ενεργοποίηση του προαναφερθέντος διακυβερνητικού μηχανισμού στήριξης.

17      Στις 2 Μαΐου 2010, κατ’ εφαρμογή του προαναφερθέντος μηχανισμού στήριξης, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης έδωσαν τη συγκατάθεσή τους για να χορηγηθεί στην Ελληνική Δημοκρατία το ποσό των 80 δισεκατομμυρίων ευρώ στο πλαίσιο ενός χρηματοδοτικού πακέτου 110 δισεκατομμυρίων ευρώ το οποίο επρόκειτο να χορηγηθεί από κοινού με το ΔΝΤ.

18      Στις 3 Μαΐου 2010 οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Επιτροπής –η οποία ενήργησε για λογαριασμό των κρατών μελών της ευρωζώνης– υπέγραψαν έγγραφο με τίτλο «Memorandum of Understanding» (Μνημόνιο Συνεννόησης) στο οποίο περιγράφεται το τριετές πρόγραμμα που κατήρτισε το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με την Επιτροπή, την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το ΔΝΤ, με σκοπό τη βελτίωση των ελληνικών δημοσίων οικονομικών και την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των αγορών στην κατάσταση των ελληνικών δημοσίων οικονομικών και της ελληνικής οικονομίας εν γένει. Το προαναφερθέν Μνημόνιο αποτελείται από τρία επιμέρους μνημόνια: το «Memorandum of Economic and Financial Policies» (Μνημόνιο Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής πολιτικής), το «Memorandum of Understanding on Specific Economic Policy Conditionality» (Μνημόνιο Συνεννόησης στις Συγκεκριμένες Προϋποθέσεις Οικονομικής Πολιτικής) και το «Technical Memorandum of Understanding» (Τεχνικό Μνημόνιο Συνεννόησης).

19      Στις 8 Μαΐου 2010 υπεγράφη η προαναφερθείσα σύμβαση μεταξύ πιστωτών και η προαναφερθείσα δανειακή σύμβαση (βλ. σκέψη 15 ανωτέρω).

 Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία

 Η διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων

20      Στις 27 Απριλίου 2009 το Συμβούλιο αποφάσισε, δυνάμει του άρθρου 104, παράγραφος 6, ΕΚ (νυν άρθρο 126, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ), ότι υπήρχε υπερβολικό έλλειμμα στην Ελλάδα και απηύθυνε συστάσεις προς την Ελληνική Δημοκρατία καλώντας τη να διορθώσει το έλλειμμα αυτό το αργότερο μέχρι το 2010, σύμφωνα με το άρθρο 104, παράγραφος 7, ΕΚ (νυν άρθρο 126, παράγραφος 7, ΣΛΕΕ) και το άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 1467/97. Επιπλέον, το Συμβούλιο έταξε προθεσμία έως τις 27 Οκτωβρίου 2009 για την ανάληψη αποτελεσματικής δράσης εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας.

21      Στις 30 Νοεμβρίου 2009 το Συμβούλιο διαπίστωσε, δυνάμει του άρθρου 126, παράγραφος 8, ΣΛΕΕ, ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν είχε αναλάβει αποτελεσματική δράση κατόπιν των συστάσεων της 27ης Απριλίου 2009.

22      Στις 16 Φεβρουαρίου 2010 το Συμβούλιο, βάσει του άρθρου 126, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ και του άρθρου 136 ΣΛΕΕ, εξέδωσε την απόφαση 2010/182/ΕΕ με την οποία ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει μέτρα για τη μείωση του ελλείμματος η οποία κρίνεται αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 83, σ. 13).

23      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της απόφασης 2010/182 ορίζει ότι η Ελληνική Δημοκρατία θέτει τέλος στην παρούσα κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος το ταχύτερο δυνατόν και το αργότερο έως το 2012.

24      Το άρθρο 2 της απόφασης 2010/182 προβλέπει σειρά μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης τα οποία οφείλει να λάβει η Ελληνική Δημοκρατία για να τερματιστεί η κατάσταση υπερβολικού ελλείμματος, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που προσδιορίζονται στο πρόγραμμα σταθερότητας που υπέβαλε το εν λόγω κράτος (βλ. σκέψεις 8 και 9 ανωτέρω).

25      Το άρθρο 5 της απόφασης 2010/182 τάσσει προθεσμία έως τις 15 Μαΐου 2010 για την ανάληψη αποτελεσματικής δράσης εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας.

 Οι προσβαλλόμενες πράξεις

–       Η απόφαση 2010/320/ΕE

26      Στις 10 Μαΐου 2010 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2010/320/ΕΕ απευθυνόμενη προς την Ελλάδα με σκοπό την ενίσχυση και εμβάθυνση της δημοσιονομικής εποπτείας, διά της οποίας ειδοποιείται η Ελλάδα να λάβει τα μέτρα μείωσης του ελλείμματος που κρίνονται αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάστασης υπερβολικού ελλείμματος (ΕΕ L 145, σ. 6, διορθωτικό ΕΕ 2011, L 209, σ. 63) (στο εξής: βασική πράξη).

27      Η νομική βάση της βασικής πράξης είναι το άρθρο 126, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ και το άρθρο 136 ΣΛΕΕ.

28      Στις αιτιολογικές σκέψεις 4 και 5 της βασικής πράξης, διευκρινίζεται κατά βάση ότι στην Ελλάδα υπήρξαν αρνητικές και μη αναμενόμενες οικονομικές εξελίξεις με δυσμενέστατες επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά και, για τον λόγο αυτό, κρίθηκε δικαιολογημένη η τροποποίηση του περιεχομένου της αρχικής ειδοποίησης που είχε πραγματοποιηθεί στις 16 Φεβρουαρίου 2010 με την απόφαση 2010/182 και η έκδοση αναθεωρημένης ειδοποίησης δυνάμει του άρθρου 126, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ και του άρθρου 136 ΣΛΕΕ.

29      Η αιτιολογική σκέψη 8 της βασικής πράξης κάνει μνεία του διακυβερνητικού μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης προς την Ελληνική Δημοκρατία και έχει ως εξής:

«Η ιδιαίτερα οξεία επιδείνωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασης της ελληνικής κυβέρνησης οδήγησε τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ να αποφασίσουν να παράσχουν στήριξη σταθερότητας προς την Ελλάδα, προκειμένου να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο, και σε συνδυασμό με πολυμερή συνδρομή που παρέχεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η στήριξη από τα κράτη μέλη της ζώνης του ευρώ αυτή λαμβάνει τη μορφή συγκέντρωσης διμερών δανείων, που συντονίζεται από την Επιτροπή. Οι δανειστές αποφάσισαν να χορηγήσουν τη στήριξή τους με την προϋπόθεση της τήρησης της παρούσας απόφασης από την Ελλάδα. Ειδικότερα, η Ελλάδα αναμένεται να εφαρμόσει τα μέτρα που προσδιορίζονται στην παρούσα απόφαση σύμφωνα με το προβλεπόμενο σε αυτή χρονοδιάγραμμα.»

30      Το άρθρο 1 της βασικής πράξης ορίζει το έτος 2014 ως νέα προθεσμία για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος της Ελλάδας (αντί του έτους 2012 που είχε καθοριστεί με την απόφαση 2010/182).

31      Το άρθρο 2 της βασικής πράξης προβλέπει ότι η Ελληνική Δημοκρατία, τηρώντας το χρονοδιάγραμμα που καθορίζεται με το άρθρο αυτό, λαμβάνει σειρά μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης με σκοπό τη δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών και την αύξηση των κρατικών εσόδων, σειρά μέτρων για την ενίσχυση της δημοσιονομικής εποπτείας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σειρά μέτρων διαρθρωτικού χαρακτήρα που αποσκοπούν ιδίως στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εν γένει.

32      Τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 2 της βασικής πράξης αφορούν πληθώρα τομέων, όπως, μεταξύ άλλων, η φορολογική πολιτική, το συνταξιοδοτικό σύστημα, η οργάνωση της δημόσιας διοίκησης και το τραπεζικό σύστημα.

33      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της βασικής πράξης επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να υποβάλλει ανά τρίμηνο στο Συμβούλιο και στην Επιτροπή έκθεση στην οποία θα καταγράφονται τα μέτρα που έχουν ληφθεί για τη συμμόρφωση προς τη βασική πράξη.

34      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχεία α΄ και β΄, της βασικής πράξης, στην προαναφερθείσα έκθεση πρέπει να περιλαμβάνονται λεπτομερή στοιχεία σχετικά, αφενός, με τα συγκεκριμένα μέτρα που έχει εφαρμόσει η Ελληνική Δημοκρατία μέχρι την ημερομηνία της έκθεσης για να συμμορφωθεί προς τη βασική πράξη, συμπεριλαμβανομένης και της ποσοτικοποιημένης δημοσιονομικής τους επίπτωσης και, αφετέρου, με τα συγκεκριμένα μέτρα που προβλέπεται να εφαρμόσει η Ελληνική Δημοκρατία μετά την ημερομηνία της έκθεσης για να συμμορφωθεί προς τη βασική πράξη, καθώς και με το χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των μέτρων αυτών και την εκτίμηση της δημοσιονομικής τους επίπτωσης.

35      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, της βασικής πράξης, η Επιτροπή και το Συμβούλιο εξετάζουν τις προαναφερθείσες εκθέσεις προκειμένου να αξιολογήσουν τη συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τη βασική πράξη. Στο πλαίσιο των αξιολογήσεων αυτών, η Επιτροπή μπορεί να υποδείξει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να τηρηθεί η πορεία προσαρμογής την οποία καθορίζει η βασική πράξη με σκοπό τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.

36      Το άρθρο 5 της βασικής πράξης ορίζει ότι η πράξη αυτή αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της κοινοποίησής της.

37      Κατά το άρθρο 6 της βασικής πράξης, αποδέκτης της πράξης είναι η Ελληνική Δημοκρατία.

–       Η απόφαση 2010/486/ΕE

38      Στις 7 Σεπτεμβρίου 2010 το Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση 2010/486/ΕE για την τροποποίηση της βασικής πράξης (ΕΕ L 241, σ. 12) (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες πράξεις). Η νομική βάση της απόφασης 2010/486 είναι επίσης το άρθρο 126, παράγραφος 9, ΣΛΕΕ και το άρθρο 136 ΣΛΕΕ, η απόφαση δε αυτή απευθύνεται στην Ελληνική Δημοκρατία.

39      Όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 5 έως 8 της απόφασης 2010/486, μετά την έκδοση της βασικής πράξης, αναθεωρήθηκαν ορισμένες από τις οικονομικές προβλέψεις στις οποίες είχε στηριχθεί η έκδοση της πράξης αυτής. Επομένως, κρίθηκε σκόπιμο να τροποποιηθεί σε ορισμένα σημεία η βασική πράξη, αλλά να διατηρηθεί η προθεσμία που καθορίστηκε με την πράξη αυτή για τη διόρθωση του υπερβολικού ελλείμματος.

40      Η απόφαση 2010/486 καταργεί ορισμένα από τα μέτρα που προβλέφθηκαν με τη βασική πράξη, προσθέτει νέα μέτρα και τροποποιεί, διευκρινίζει ή αναμορφώνει το κείμενο ορισμένων από τα προβλεπόμενα μέτρα.

41      Δυνάμει του άρθρου 2 αυτής, η απόφαση 2010/486 αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της κοινοποίησής της.

 Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

42      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 22 Νοεμβρίου 2010, οι προσφεύγοντες, ήτοι η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ), ο Σπυρίδων Παπασπύρος και ο Ηλίας Ηλιόπουλος, άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

43      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Μαρτίου 2011, το Συμβούλιο πρότεινε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

44      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 7 Μαρτίου 2011, η Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ του Συμβουλίου. Ο πρόεδρος του πρώτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή με διάταξη της 27ης Ιουνίου 2011.

45      Στις 29 Απριλίου 2011 οι προσφεύγοντες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου παρατηρήσεις επί της ενστάσεως απαραδέκτου την οποία πρότεινε το Συμβούλιο.

46      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2011 η Επιτροπή κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα παρέμβασης.

47      Στις 27 Οκτωβρίου 2011 οι προσφεύγοντες κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρέμβασης της Επιτροπής.

48      Με την προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την υπό κρίση προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη,

–        να ακυρώσει τις προσβαλλόμενες πράξεις,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

49      Το Συμβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη όσον αφορά τις προσβαλλόμενες πράξεις,

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη όσον αφορά τη βασική πράξη,

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

50      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη.

51      Με τις παρατηρήσεις τους επί της ενστάσεως απαραδέκτου, οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την ένσταση απαραδέκτου την οποία πρότεινε το Συμβούλιο και να το καταδικάσει στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

52      Δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ένας διάδικος το ζητήσει, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να κρίνει επί του απαραδέκτου χωρίς να εισέλθει στην ουσία. Σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, η διαδικασία συνεχίζεται προφορικά, εκτός αν το Γενικό Δικαστήριο αποφασίσει άλλως.

53      Εν προκειμένω, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι έχει ενημερωθεί επαρκώς από τα έγγραφα της δικογραφίας προκειμένου να αποφανθεί επί του αιτήματος του Συμβουλίου, χωρίς να προχωρήσει σε προφορική διαδικασία.

54      Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, η ΑΔΕΔΥ, πρώτη εκ των προσφευγόντων, αποτελεί τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση, της οποίας μέλη είναι οι ομοσπονδίες σωματείων εργαζομένων που υπηρετούν στο Δημόσιο, στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και συνδέονται με τους εν λόγω φορείς με σχέση εργασίας ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου. Κατά τους προσφεύγοντες, μέλη της ΑΔΕΔΥ είναι γενικώς όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και οι υπάλληλοι των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, των οποίων τα συμφέροντα και εκπροσωπεί.

55      Ο δεύτερος και ο τρίτος εκ των προσφευγόντων είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αντιστοίχως πρόεδρος και γενικός γραμματέας της ΑΔΕΔΥ. Ασκούν την υπό κρίση προσφυγή ατομικά και για λογαριασμό της ΑΔΕΔΥ.

56      Στην προσφυγή τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν την αιτίαση ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις περιλαμβάνουν σειρά διατάξεων που θίγουν τα οικονομικά τους συμφέροντα και τις συνθήκες απασχόλησης των Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων.

57      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, προβάλλει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Υποστηρίζει, κατά κύριο λόγο, ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγόντων υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και περιορίζει την επιχειρηματολογία του στο ζήτημα του κατά πόσον οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν ατομικά τους προσφεύγοντες, ενώ η Επιτροπή εξετάζει επίσης το παραδεκτό της προσφυγής υπό το πρίσμα του κατά πόσον οι πράξεις αυτές τους αφορούν άμεσα. Επικουρικώς, το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή, υποστηρίζει ότι η προσφυγή, κατά το μέρος που αφορά τη βασική πράξη, είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης.

58      Οι προσφεύγοντες διατείνονται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις τούς αφορούν άμεσα και ατομικά. Επιπλέον, αμφισβητούν την άποψη που υποστηρίζει επικουρικώς το Συμβούλιο και η Επιτροπή ότι η προσφυγή, κατά το μέρος που αφορά τη βασική πράξη, είναι απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησης. Τέλος, υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση που η προσφυγή τους κριθεί απαράδεκτη, θα στερούνταν του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.

59      Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το παραδεκτό της προσφυγής σε σχέση με τις δύο προσβαλλόμενες πράξεις, από την άποψη της ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγόντων.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγόντων

60      Κατά το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, «[κ]άθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί […] να ασκεί προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης ή που το αφορούν άμεσα και ατομικά, καθώς και κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα».

61      Κατά τη διάταξη αυτή, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή ακυρώσεως μόνο κατά τριών κατηγοριών πράξεων ήτοι, πρώτον, κατά πράξεων των οποίων είναι αποδέκτης, δεύτερον, κατά πράξεων που το αφορούν άμεσα και ατομικά και, τρίτον, κατά των κανονιστικών πράξεων που το αφορούν άμεσα χωρίς να περιλαμβάνουν εκτελεστικά μέτρα.

62      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι οι προσφεύγοντες δεν είναι αποδέκτες των προσβαλλόμενων πράξεων, αλλά διατείνονται ότι οι πράξεις αυτές τους αφορούν άμεσα και ατομικά.

63      Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υπόθεσης, πρέπει καταρχάς να εξεταστεί το κριτήριο του άμεσου επηρεασμού των προσφευγόντων το οποίο ισχύει τόσο για τη δεύτερη όσο και για την τρίτη κατηγορία πράξεων που μνημονεύονται στη σκέψη 61 ανωτέρω.

64      Κατά πάγια νομολογία που διαπλάσθηκε με βάση το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, η προϋπόθεση κατά την οποία η προσβαλλόμενη με την προσφυγή απόφαση πρέπει να αφορά άμεσα ορισμένο φυσικό ή νομικό πρόσωπο απαιτεί τη σωρευτική συνδρομή δύο κριτηρίων και, συγκεκριμένα, πρώτον, το αμφισβητούμενο μέτρο να έχει άμεσα αποτελέσματα στην έννομη κατάσταση του ιδιώτη και, δεύτερον, να μην καταλείπει καμία εξουσία εκτίμησης στους αποδέκτες του, οι οποίοι είναι επιφορτισμένοι με την εφαρμογή του, για τον λόγο ότι η εφαρμογή αυτή έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από τη ρύθμιση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς εφαρμογή άλλων ενδιάμεσων κανόνων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 22ας Μαρτίου 2007, C‑15/06 P, Regione Siciliana κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑2591, σκέψη 31· της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑445/07 P και C‑455/07 P, Επιτροπή κατά Ente per le Ville Vesuviane και Ente per le Ville Vesuviane κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7993, σκέψη 45· και διάταξη του Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑501/08 P, Município de Gondomar κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 25).

65      Στο μέτρο που, όσον αφορά την εξέταση της υπό κρίση προσφυγής, η προϋπόθεση του άμεσου επηρεασμού, την οποία τάσσει το άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, δεν έχει τροποποιηθεί, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω νομολογία ισχύει και στην υπό κρίση υπόθεση.

66      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με τα αιτήματά τους, οι προσφεύγοντες ζητούν την ακύρωση των προσβαλλόμενων πράξεων στο σύνολό τους. Εντούτοις, στο δικόγραφο της προσφυγής τους προσδιορίζουν σειρά διατάξεων που, κατ’ αυτούς, αφορούν την έννομη κατάσταση των δημοσίων υπαλλήλων και τους βλάπτουν, και ειδικότερα, καταρχάς, την ΑΔΕΔΥ ως συνδικαλιστική οργάνωση εκπροσωπούσα το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων και, στη συνέχεια, τον Σ. Παπασπύρο και τον Η. Ηλιόπουλο, ως δημοσίους υπαλλήλους.

67      Ειδικότερα, στο δικόγραφο της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες επισημαίνουν ότι η προκληθείσα βλάβη συνίσταται, αφενός, στη μείωση των δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων και των επιδομάτων αδείας, η οποία προβλέφθηκε με το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης και, αφετέρου, στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και στη μείωση των συντάξεων που πρόκειται να λάβουν οι ήδη υπηρετούντες δημόσιοι υπάλληλοι λόγω της μεταβολής του συνταξιοδοτικού συστήματος, η οποία προβλέφθηκε με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης. Οι προσφεύγοντες αναφέρουν επίσης ως προκληθείσα ζημία την υποβάθμιση της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών λόγω των περιορισμών στην αντικατάσταση των αποχωρούντων δημοσίων υπαλλήλων, η οποία προβλέφθηκε με το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/486.

68      Επομένως, πρέπει να εξεταστεί, καταρχάς, κατά πόσον οι τρεις προαναφερθείσες διατάξεις, οι οποίες έχουν προσδιοριστεί σαφώς και φέρονται να έχουν προξενήσει βλάβη στους προσφεύγοντες τους αφορούν άμεσα και, στη συνέχεια, κατά πόσον τους αφορούν επίσης άμεσα οι λοιπές διατάξεις των προσβαλλόμενων πράξεων.

 Επί του ζητήματος κατά πόσον το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης και το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/486, αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες

–       Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης

69      Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης ορίζει τα εξής:

«1. Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα πριν από τα τέλη Ιουνίου του 2010:

[…]

στ)      μείωση των δώρων Πάσχα, Χριστουγέννων και των επιδομάτων αδείας που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους με στόχο την εξοικονόμηση 1500 εκατ. ευρώ για ένα πλήρες έτος (1 100 εκατ. ευρώ το 2010)[.]»

70      Επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή είναι ασαφής στον βαθμό που δεν προσδιορίζει τις λεπτομέρειες της προβλεπόμενης μείωσης, τον τρόπο με τον οποίο η μείωση αυτή θα επέλθει και τις κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων τους οποίους θα αφορά. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή καθορίζει ένα σαφή στόχο ο οποίος πρέπει να επιτευχθεί μέσω της μείωσης των επιδομάτων που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή την εξοικονόμηση ορισμένων πόρων ανά έτος. Ειδικότερα, η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει ιδίως την Ελληνική Δημοκρατία να αποκλείσει από τον κανόνα της μείωσης των επιδομάτων ορισμένες κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων, υπό τον όρο ότι ο στόχος της εξοικονόμησης πόρων μπορεί να επιτευχθεί. Εξ αυτού έπεται ότι η διάταξη καταλείπει στις ελληνικές αρχές περιθώριο εκτίμησης για τον προσδιορισμό όλων των λεπτομερειών σχετικά με τη μείωση των επιδομάτων μέσω εθνικών μέτρων εφαρμογής τα οποία ενδεχομένως θα αφορούν άμεσα την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων. Πράγματι, το περιεχόμενο των μέτρων αυτών θα καθορίσει εάν ή σε ποιο βαθμό ορισμένοι από τους προσφεύγοντες θα υποστούν μείωση των επιδομάτων τους. Οι θιγόμενοι θα μπορούν επίσης να ασκήσουν ένδικο βοήθημα κατά των εν λόγω εθνικών μέτρων εφαρμογής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων.

71      Προς στήριξη της εκτίμησής τους ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης τούς αφορά άμεσα, οι προσφεύγοντες επικαλούνται την πάγια νομολογία κατά την οποία η επίμαχη πράξη αφορά άμεσα τον ενδιαφερόμενο όταν η δυνατότητα των αποδεκτών της πράξης να μην προβούν σε ενέργειες για την εκτέλεση της πράξης είναι καθαρά θεωρητική, δεδομένου ότι δεν υφίσταται αμφιβολία ως προς τη βούλησή τους να συμμορφωθούν προς την πράξη αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιανουαρίου 1985, 11/82, Πειραϊκή-Πατραϊκή κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1985, σ. 207, σκέψεις 8 έως 10, και της 5ης Μαΐου 1998, C‑386/96 P, Dreyfus κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑2309, σκέψη 44· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑54/96, Oleifici Italiani και Fratelli Rubino κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3377, σκέψη 56). Συναφώς, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν κατά βάση ότι η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορούσε να αφήσει ανεφάρμοστες τις προσβαλλόμενες πράξεις στο μέτρο που η τήρησή τους ήταν προϋπόθεση για την παροχή της χρηματοδοτικής στήριξης μέσω του διακυβερνητικού μηχανισμού προς το εν λόγω κράτος, όπως προκύπτει μεταξύ άλλων από την αιτιολογική σκέψη 8 της βασικής πράξης.

72      Η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το γράμμα του άρθρου 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης, η διάταξη αυτή επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να επιτύχει ένα δημοσιονομικό στόχο, ήτοι την εξοικονόμηση 1 500 εκατομμυρίων ευρώ κατ’ έτος (1 100 εκατομμύρια ευρώ για το 2010) μέσω της μείωσης των επιδομάτων που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους. Αντιθέτως, η διάταξη αυτή δεν καθορίζει ούτε τους λεπτομερείς κανόνες της μείωσης αυτής ούτε τις κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων τις οποίες αφορά η μείωση αυτή, στοιχεία των οποίων ο προσδιορισμός καταλείπεται στην εκτίμηση της Ελληνικής Δημοκρατίας, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 70 ανωτέρω.

73      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης ως εκ φύσεως δεν μπορεί να έχει άμεσες συνέπειες στην έννομη κατάσταση των προσφευγόντων και ότι, στο πλαίσιο της εφαρμογής του, οι ελληνικές αρχές έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης. Επομένως, συνάγεται ότι η διάταξη αυτή δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

–       Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης

74      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να θεσπίσει μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου 2010 νόμο για τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος με σκοπό τη διασφάλιση της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του συστήματος αυτού. Η διάταξη αυτή καθορίζει επίσης τις γενικές κατευθύνσεις του ως άνω νόμου. Ορίζει μεταξύ άλλων ότι ο νόμος θα πρέπει να προβλέπει το 65ο έτος ως υποχρεωτικό όριο της ηλικίας συνταξιοδότησης, τη συγχώνευση των υφιστάμενων συνταξιοδοτικών ταμείων σε τρία ταμεία, τη μείωση του ανώτατου ορίου στις συντάξεις, τη σταδιακή αύξηση της ελάχιστης ανταποδοτικής περιόδου για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη και τη θέσπιση αυστηρότερων προϋποθέσεων για τις συντάξεις αναπηρίας. Τέλος, στο άρθρο αυτό επισημαίνεται ότι η εφαρμογή του νόμου αυτού αναμένεται να περιορίσει την προβλεπόμενη αύξηση του λόγου των δαπανών για συντάξεις προς το ΑΕΠ σε επίπεδο χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών και θα περιορίσει την αύξηση των δαπανών του δημοσίου τομέα για συντάξεις την περίοδο 2010-2060 σε λιγότερο από 2,5 % του ΑΕΠ.

75      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης καταργήθηκε με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της απόφασης 2010/486. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες δεν ισχυρίζονται ότι η καταργηθείσα διάταξη είχε έναντί τους δυσμενή έννομα αποτελέσματα ειδικά κατά το χρονικό διάστημα της ισχύος της, ήτοι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κοινοποίησης της βασικής πράξης προς την Ελληνική Δημοκρατία και της ημερομηνίας κοινοποίησης της απόφασης 2010/486 προς την Ελληνική Δημοκρατία, συνάγεται ότι αλυσιτελώς οι προσφεύγοντες στηρίζονται στο άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης προκειμένου να αποδείξουν ότι νομιμοποιούνται να προσβάλουν την εν λόγω πράξη.

76      Εν πάση περιπτώσει, η διάταξη αυτή δεν αφορούσε άμεσα τους προσφεύγοντες για όσο χρονικό διάστημα ίσχυσε. Πράγματι, όπως προκύπτει από το γράμμα της, η διάταξη αυτή προϋπέθετε τη θέσπιση εθνικού νόμου προς εκτέλεσή της. Όριζε τον στόχο που έπρεπε να επιτύχει ο νόμος αυτός, ήτοι τη βιωσιμότητα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, και καθόριζε, κατά τρόπο γενικό, ορισμένα από τα μέτρα που έπρεπε να προβλέπει ο νόμος αυτός. Η εν λόγω διάταξη, λαμβανομένου ιδίως υπόψη του εύρους της, στον βαθμό που αφορούσε όχι μόνο τους δημοσίους υπαλλήλους αλλά το σύνολο των προς συνταξιοδότηση εργαζομένων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα, δεν προοριζόταν να αποτελέσει εξαντλητικό και αυθύπαρκτο ρυθμιστικό πλαίσιο του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, το οποίο δεν θα έχρηζε μέτρων εφαρμογής και του οποίου η εκτέλεση θα επερχόταν αυτόματα ως απόρροια της ίδιας της διάταξης. Εξ αυτού έπεται ότι το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης παρείχε ευρύτατο περιθώριο εκτίμησης στις ελληνικές αρχές για τον καθορισμό του περιεχομένου του νόμου ο οποίος θα το έθετε σε εφαρμογή, υπό τον όρο ότι ο νόμος αυτός θα διασφαλίζει τη μεσοπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος. Κατά συνέπεια, αυτός ο νόμος θα μπορούσε ενδεχομένως να αφορά άμεσα την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων. Επομένως, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

–       Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/486

77      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/486, ορίζει τα εξής:

«Η Ελλάδα θεσπίζει τα ακόλουθα μέτρα μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2010:

α)      […] αντικατάσταση μόνο του 20 % των συνταξιοδοτούμενων εργαζομένων στον δημόσιο τομέα (κεντρική κυβέρνηση, δήμοι, δημόσιες επιχειρήσεις, τοπική αυτοδιοίκηση, κρατικές υπηρεσίες και άλλοι δημόσιοι οργανισμοί) […]».

78      Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/486, δεν αφορά άμεσα τους προσφεύγοντες, καθόσον αποτελεί γενικό μέτρο για την οργάνωση και τη διαχείριση της δημόσιας διοίκησης το οποίο δεν αφορά άμεσα την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων. Εάν υποτεθεί, όπως διατείνονται οι προσφεύγοντες, ότι η εν λόγω διάταξη έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση της λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών και των συνθηκών απασχόλησης των προσφευγόντων, πρόκειται για στοιχείο που αφορά όχι την έννομη κατάστασή τους αλλά αποκλειστικά την πραγματική τους κατάσταση (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 21ης Μαΐου 2010, T‑441/08, ICO Services κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

79      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω εκτιμήσεων, συνάγεται ότι καμία από τις τρεις διατάξεις των προσβαλλόμενων πράξεων, τις οποίες σαφώς προσδιόρισαν οι προσφεύγοντες, δεν τους αφορά άμεσα υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

 Επί του ζητήματος κατά πόσον οι λοιπές διατάξεις των προσβαλλόμενων πράξεων αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες

80      Όσον αφορά την υπό κρίση προσφυγή, οι λοιπές διατάξεις των προσβαλλόμενων πράξεων επιβάλλουν στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να λάβει σειρά μέτρων δημοσιονομικής εξυγίανσης, μέτρων για την ενίσχυση της δημοσιονομικής εποπτείας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας, καθώς και σειρά διαρθρωτικών μέτρων με σκοπό ιδίως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας εν γένει και με απώτερο σκοπό τη μείωση του υπερβολικού δημόσιου ελλείμματος της χώρας.

81      Μεταξύ των λοιπών αυτών διατάξεων συγκαταλέγονται διατάξεις οι οποίες αφορούν εν γένει τους δημοσίους υπαλλήλους και τις οποίες απλώς μνημόνευσαν στο δικόγραφο της προσφυγής τους οι προσφεύγοντες χωρίς να εξηγούν ειδικά με ποιο τρόπο οι διατάξεις αυτές τους αφορούν άμεσα και προξενούν βλάβη γενικά στους δημοσίους υπαλλήλους.

82      Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ενδεικτικά ότι οι προσφεύγοντες μνημόνευσαν: το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης, το οποίο επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να θεσπίσει, πριν τα τέλη του Ιουνίου 2010, νόμο για την κατάργηση των φοροαπαλλαγών και των αυτόνομων φορολογικών διατάξεων στο φορολογικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένων των εισοδημάτων από τα ειδικά επιδόματα που καταβάλλονται στους δημοσίους υπαλλήλους· το άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, το οποίο, κατά βάση, επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να θεσπίσει, πριν τα τέλη του Ιουνίου 2011, απλοποιημένο ενιαίο σύστημα αμοιβών για τον δημόσιο τομέα που να εξασφαλίζει ότι η αμοιβή τελεί σε αντιστοιχία με την παραγωγικότητα και τα καθήκοντα· το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο ιγ΄, της βασικής πράξης, όπως το στοιχείο αυτό εισήχθη με την απόφαση 2010/486, το οποίο επιβάλλει στην Ελληνική Δημοκρατία την υποχρέωση να ψηφίσει, πριν τα τέλη του Δεκεμβρίου 2010, νόμο που θα απαγορεύει στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης να καταρτίζουν ελλειμματικούς προϋπολογισμούς τουλάχιστον έως το 2014 και, τέλος, το άρθρο 2, παράγραφος 5, στοιχείο ε΄, της βασικής πράξης, όπως το στοιχείο αυτό εισήχθη με την απόφαση 2010/486, το οποίο προβλέπει την αναθεώρηση από τις ελληνικές αρχές πριν τα τέλη Ιουνίου 2011 της λειτουργίας των δημοσίων συστημάτων συμπληρωματικών/επικουρικών συντάξεων, με στόχο τη σταθεροποίηση των δαπανών και την εγγύηση της δημοσιονομικής ουδετερότητας των εν λόγω συστημάτων.

83      Όσον αφορά τις προαναφερθείσες διατάξεις και, γενικά, το σύνολο των λοιπών διατάξεων των προσβαλλόμενων πράξεων, επιβάλλονται δύο διαπιστώσεις.

84      Πρώτον, όλες οι ως άνω διατάξεις, λαμβανομένου υπόψη του εύρους τους, καθιστούν αναγκαία τη λήψη εθνικών μέτρων εφαρμογής που θα εξειδικεύσουν το περιεχόμενό τους. Στο πλαίσιο της εφαρμογής αυτής, οι ελληνικές αρχές έχουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης, υπό τον όρο ότι δεν διακυβεύεται ο απώτερος σκοπός της μείωσης του υπερβολικού ελλείμματος. Ενδεχομένως αυτά τα εθνικά μέτρα θα μπορούσαν να αφορούν άμεσα την έννομη κατάσταση των προσφευγόντων.

85      Δεύτερον, όσον αφορά τις ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις των διατάξεων αυτών για τους προσφεύγοντες και τους δημοσίους υπαλλήλους εν γένει ως μέλη της ΑΔΕΔΥ, από οικονομική άποψη ή από άποψη συνθηκών απασχόλησης, επισημαίνεται ότι οι διατάξεις αυτές αφορούν όχι την έννομη κατάστασή τους αλλά αποκλειστικά την πραγματική τους κατάσταση (βλ. σκέψη 78 ανωτέρω).

86      Επομένως, και ελλείψει πιο συγκεκριμένων επιχειρημάτων εκ μέρους των προσφευγόντων, συνάγεται ότι οι λοιπές διατάξεις των προσβαλλόμενων πράξεων δεν αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες υπό την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

87      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις δεν αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες.

88      Επομένως, συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες δεν πληρούν μία από τις προϋποθέσεις του παραδεκτού κατ’ άρθρο 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και, συγκεκριμένα, την προϋπόθεση η προσβαλλόμενη πράξη να τους αφορά άμεσα, προϋπόθεση η οποία ισχύει για τις προσφυγές που ασκούνται κατά των πράξεων τόσο της δεύτερης όσο και της τρίτης κατηγορίας που απαριθμεί η διάταξη αυτή (βλ. σκέψη 61 ανωτέρω), με συνέπεια να παρέλκει η εξέταση του ζητήματος αν οι προσβαλλόμενες πράξεις αφορούν ατομικά τους προσφεύγοντες ή αν οι προσβαλλόμενες πράξεις συνιστούν κανονιστικές πράξεις υπό την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2011, T‑259/10, Ax κατά Συμβουλίου, που δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 25).

 Επί της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των προσφευγόντων

89      Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι, σε περίπτωση που η προσφυγή τους κριθεί απαράδεκτη, θα στερούνταν του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επισημαίνεται ότι, όπως έχει διαπιστωθεί κατά πάγια νομολογία, η Συνθήκη, με τα άρθρα 263 ΣΛΕΕ και 277 ΣΛΕΕ, αφενός, και με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, αφετέρου, έχει καθιερώσει πλήρες σύστημα ένδικων βοηθημάτων και διαδικασιών για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων των θεσμικών οργάνων, αναθέτοντας τον έλεγχο αυτόν στα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης. Στο πλαίσιο του συστήματος αυτού, τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που δεν έχουν τη δυνατότητα, λόγω των προϋποθέσεων του παραδεκτού που θέτει το άρθρο 263 ΣΛΕΕ, να προσβάλουν απευθείας πράξεις της Ένωσης, όπως οι προσβαλλόμενες στην υπό κρίση υπόθεση, έχουν ιδίως τη δυνατότητα να επικαλεστούν το ανίσχυρο των πράξεων αυτών ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και να ζητήσουν από τα δικαστήρια αυτά, τα οποία δεν έχουν αρμοδιότητα να διαπιστώνουν το ανίσχυρο των εν λόγω πράξεων, να υποβάλουν σχετικά προδικαστικά ερωτήματα στο Δικαστήριο (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 40· της 1ης Απριλίου 2004, C‑263/02 P, Επιτροπή κατά Jégo-Quéré, Συλλογή 2004, σ. I‑3425, σκέψη 30, και της 23ης Απριλίου 2009, C‑362/06 P, Sahlstedt κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑2903, σκέψη 43).

90      Ειδικότερα, εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις καθιστούν αναγκαία τη λήψη μέτρων εφαρμογής από την Ελληνική Δημοκρατία, οι προσφεύγοντες έχουν τη δυνατότητα να προσβάλουν τα μέτρα εφαρμογής ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων και, στο πλαίσιο των σχετικών διαφορών, να επικαλεστούν το ανίσχυρο των προσβαλλόμενων πράξεων, ζητώντας από το επιληφθέν εθνικό δικαστήριο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο.

91      Προκειμένου να στηρίξουν την άποψή τους ότι στερούνται του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, οι προσφεύγοντες επικαλούνται τη βραδυπορία των διαδικασιών ενώπιον των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων και το γεγονός ότι η απόρριψη της προσφυγής τους ως απαράδεκτης από το Γενικό Δικαστήριο θα είχε ως αποτέλεσμα οι προσβαλλόμενες πράξεις να περιβληθούν το τεκμήριο της νομιμότητας.

92      Τα επιχειρήματα αυτά δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

93      Αφενός, όπως προκύπτει από τη νομολογία, το παραδεκτό προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν μπορεί να εξαρτάται από το εάν υφίσταται ένδικο βοήθημα ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων που να καθιστά δυνατή την εξέταση του κύρους της πράξης της οποίας ζητείται η ακύρωση (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Νοεμβρίου 2005, T‑94/04, EEB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4919, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Κατά μείζονα λόγο, το παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον των δικαιοδοτικών οργάνων της Ένωσης δεν μπορεί να εξαρτάται από τη φερόμενη βραδυπορία των εθνικών διαδικασιών. Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ ορίζει ότι τα κράτη μέλη προβλέπουν τα ένδικα βοηθήματα και τα ένδικα μέσα που είναι αναγκαία για να διασφαλίζεται η πραγματική δικαστική προστασία στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης.

94      Αφετέρου, η απόρριψη της εξεταζόμενης προσφυγής ως απαράδεκτης δεν δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο επί της ουσίας.

95      Εκ των ανωτέρω εκτιμήσεων έπεται ότι πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η ενδεχόμενη απόρριψη της προσφυγής ως απαράδεκτης από το Γενικό Δικαστήριο θίγει το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.

96      Τέλος, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η προσφυγή πρέπει να εξεταστεί επί της ουσίας διότι οι πλημμέλειες των προσβαλλόμενων πράξεων είναι τόσο σοβαρές ώστε να διασαλεύουν την εμπιστοσύνη των πολιτών στα όργανα της Ένωσης. Πράγματι, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης δεν μπορούν να αγνοούν τους κανόνες παραδεκτού της προσφυγής ακυρώσεως που καθορίζονται με το άρθρο 263 ΣΛΕΕ.

97      Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κριθεί απαράδεκτη. Κατά συνέπεια, παρέλκει η εξέταση της ενστάσεως απαραδέκτου που πρότεινε επικουρικώς το Συμβούλιο όσον αφορά την εκπρόθεσμη άσκηση της προσφυγής σε σχέση με τη βασική πράξη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

98      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα του Συμβουλίου.

99      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Επομένως, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ανώτατη Διοίκηση Ενώσεων Δημοσίων Υπαλλήλων (ΑΔΕΔΥ), ο Σπυρίδων Παπασπύρος και ο Ηλίας Ηλιόπουλος φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους, καθώς και τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Λουξεμβούργο, 27 Νοεμβρίου 2012.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      J. Azizi

Περιεχόμενα


Το νομικό πλαίσιο

Η Συνθήκη ΕΕ

Η Συνθήκη ΛΕΕ

Το σύμφωνο σταθερότητας και ανάπτυξης

Το ιστορικό της διαφοράς

Η ελληνική κρίση χρέους και ο διακυβερνητικός μηχανισμός χρηματοδοτικής στήριξης προς την Ελληνική Δημοκρατία

Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος όσον αφορά την Ελληνική Δημοκρατία

Η διαδικασία που προηγήθηκε της έκδοσης των προσβαλλόμενων πράξεων

Οι προσβαλλόμενες πράξεις

– Η απόφαση 2010/320/ΕE

– Η απόφαση 2010/486/ΕE

Η διαδικασία και τα αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί της ενεργητικής νομιμοποίησης των προσφευγόντων

Επί του ζητήματος κατά πόσον το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης, το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης και το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/486, αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες

– Το άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, της βασικής πράξης

– Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της βασικής πράξης

– Το άρθρο 2, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, της βασικής πράξης, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση 2010/486

Επί του ζητήματος κατά πόσον οι λοιπές διατάξεις των προσβαλλόμενων πράξεων αφορούν άμεσα τους προσφεύγοντες

Επί της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των προσφευγόντων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.