Language of document : ECLI:EU:T:2008:317

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2008 (*)

«Οδηγία 91/414/ΕΟΚ – Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία endosulfan – Ανάκληση αδειών διαθέσεως στην αγορά – Διαδικασία αξιολογήσεως – Προθεσμίες – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της αναλογικότητας»

Στην υπόθεση T‑75/06,

Bayer CropScience AG, με έδρα το Monheim am Rhein (Γερμανία),

Makhteshim-Agan Holding BV, με έδρα το Ρότερνταμ (Κάτω Χώρες),

Άλφα Γεωργικά Εφόδια ΑΕΒΕ, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα),

Aragonesas Agro, SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία),

εκπροσωπούμενες από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

προσφεύγουσες,

υποστηριζόμενες από

τη European Crop Protection Association (ECPA), με έδρα τις Βρυξέλλες (Βέλγιο), εκπροσωπούμενη από τους D. Waelbroeck και N. Rampal, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους B. Doherty και L. Parpala,

καθής,

υποστηριζόμενης από

το Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από τον J. Rodríguez Cárcamo, abogado del Εstado,

παρεμβαίνον,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως 2005/864/ΕΚ της Επιτροπής, της 2ας Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου και με την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή τη δραστική ουσία (ΕΕ L 317, σ. 25),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τον O. Czúcz (εισηγητή), πρόεδρο, τον J. D. Cooke και την I. Labucka, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο

 Διατάξεις της Συνθήκης

1        Το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ ορίζει ότι η Επιτροπή, στις προτάσεις της προς το Συμβούλιο για να προσεγγίσουν οι μεν τις δε οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα της υγείας, της ασφάλειας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας των καταναλωτών, έχει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας λαμβάνοντας υπόψη ιδίως κάθε νέα εξέλιξη που βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα.

2        Το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ ορίζει ότι με τον καθορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων.

 Οδηγία 91/414/ΕΟΚ

3        Η οδηγία 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), εγκαθίδρυσε το κοινοτικό καθεστώς που έχει εφαρμογή για την έγκριση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και για την ανάκληση της άδειας διαθέσεώς τους στην αγορά.

4        Το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι «[τ]α κράτη μέλη φροντίζουν ώστε κάθε φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον εφόσον […] οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι».

5        Οι προϋποθέσεις για την καταχώριση των δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι διευκρινίζονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 91/414:

«1.      Με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, μία δραστική ουσία καταχωρείται στο παράρτημα Ι για μια αρχική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα έτη, εφόσον μπορεί να αναμένεται ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που την περιέχουν θα πληρούν τους ακόλουθους όρους:

α)      τα υπολείμματά τους, που προέρχονται από εφαρμογή σύμφωνη με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχουν βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον και μπορούν, εφόσον είναι σημαντικά από τοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη, να μετρηθούν με μεθόδους γενικής χρήσης·

β)      η χρήση τους, που είναι αποτέλεσμα εφαρμογής σύμφωνης με την ορθή πρακτική φυτοϋγείας, δεν έχει βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, σημεία iv και v.

2.      Για να καταχωρηθεί μία δραστική ουσία στο παράρτημα Ι, λαμβάνονται ιδιαιτέρως υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία:

α)      στις περιπτώσεις που απαιτείται, μια αποδεκτή ημερήσια λήψη (ADI) για τον άνθρωπο·

β)      εφόσον είναι αναγκαίο, ένα αποδεκτό επίπεδο έκθεσης του χρήστη·

γ)      στις περιπτώσεις που απαιτείται, μια εκτίμηση της τύχης της και της κατανομής της στο περιβάλλον, καθώς και η επίδρασή της στα είδη μη-στόχους.

[…]»

6        Το άρθρο 6 της οδηγίας 91/414 ορίζει:

«1.      Η καταχώρηση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι αποφασίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 19.

[...]

2.      Ένα κράτος μέλος που λαμβάνει αίτηση για την καταχώρηση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, φροντίζει να διαβιβαστεί από τον αιτούντα στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, φάκελος ο οποίος πιστεύεται ότι πληροί τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ, μαζί με φάκελο σύμφωνο με το παράρτημα ΙΙΙ για ένα τουλάχιστον σκεύασμα που περιέχει τη δραστική αυτή ουσία. Η Επιτροπή υποβάλλει το φάκελο προς εξέταση στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19.

3.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 4, μετά από αίτηση κράτους μέλους και μέσα σε προθεσμία 3 έως 6 μηνών από την υποβολή του θέματος στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή, που αναφέρεται στο άρθρο 19, διαπιστώνεται, με τη διαδικασία του άρθρου 20, αν ο φάκελος έχει υποβληθεί σύμφωνα με τις απαιτήσεις των παραρτημάτων ΙΙ και ΙΙΙ.

4.      Εάν, από την εξέταση του φακέλου που αναφέρεται στην παράγραφο 2, προκύπτει ότι απαιτούνται συμπληρωματικές πληροφορίες, η Επιτροπή μπορεί να ζητά από τον αιτούντα να τις υποβάλει. Ο ενδιαφερόμενος ή ο εξουσιοδοτημένος εκπρόσωπός του μπορεί να κληθεί από την Επιτροπή να της υποβάλει τις παρατηρήσεις του, ιδίως όταν μελετάται η έκδοση δυσμενούς αποφάσεως.

[...]»

7        Οι δραστικές ουσίες που δεν έχουν καταχωριστεί στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 μπορούν να υπαχθούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, σε ένα μεταβατικό καθεστώς παρεκκλίσεων. Έτσι, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι «ένα κράτος μέλος μπορεί, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, να εγκρίνει τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα Ι και [που] διατίθενται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας». Η δωδεκαετής αυτή περίοδος, η οποία έληξε στις 26 Ιουλίου 2003, παρατάθηκε για ορισμένες ουσίες με τον κανονισμό (ΕΚ) 2076/2002 της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την παράταση της περιόδου που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, τη μη καταχώριση ορισμένων δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας και την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τις ουσίες αυτές (EE L 319, σ. 3), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1335/2005 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 2005, ο οποίος τροποποίησε και τις αποφάσεις 2002/298/ΕΚ, 2004/129/ΕΚ, 2004/140/ΕΚ, 2004/247/ΕΚ και 2005/303/ΕΚ όσον αφορά τη χρονική περίοδο που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 και τη συνεχιζόμενη χρήση ορισμένων δραστικών ουσιών που δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα I της οδηγίας αυτής (ΕΕ L 211, σ. 6). Κατά τον κανονισμό αυτόν, η δωδεκαετής περίοδος παρατείνεται μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005, «εκτός αν είχε ήδη ληφθεί ή πρόκειται να ληφθεί απόφαση πριν από την ημερομηνία αυτή για την καταχώριση ή τη μη καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414».

8        Κατά τη διάρκεια της μεταβατικής αυτής περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 οι σχετικές δραστικές ουσίες πρέπει να γίνουν το αντικείμενο ενός προγράμματος εξετάσεως, μετά το πέρας της οποίας μπορούν να καταχωριστούν στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 ή, αντιθέτως, να μην καταχωριστούν εκεί αν οι ουσίες αυτές δεν ικανοποιούν τις οριζόμενες στο άρθρο 5 της οδηγίας 91/414 επιταγές ασφάλειας ή αν δεν προσκομίστηκαν εμπροθέσμως τα απαιτούμενα για την αξιολόγηση πληροφοριακά στοιχεία και δεδομένα. Διευκρινίζεται ακόμη ότι η εξέταση της δραστικής ουσίας γίνεται με τη διαδικασία του άρθρου 19 της οδηγίας 91/414. Το άρθρο αυτό, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 806/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003, για την προσαρμογή στην απόφαση 1999/468/ΕΚ των διατάξεων των σχετικών με τις επιτροπές που επικουρούν την Επιτροπή στην άσκηση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων της, οι οποίες προβλέπονται από πράξεις του Συμβουλίου που εκδόθηκαν σύμφωνα με τη διαδικασία συμβουλευτικής επιτροπής (ειδική πλειοψηφία) (ΕΕ L 122, σ. 1), ορίζει ότι η Επιτροπή επικουρείται από μια κανονιστική επιτροπή, τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων (στο εξής: μόνιμη επιτροπή).

 Κανονισμός (EΟK) 3600/92

9        Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του πρώτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 366, σ. 10), διοργανώνει τη διαδικασία αξιολογήσεως διαφόρων ουσιών ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Στις σχετικές ουσίες περιλαμβάνεται το endosulfan.

10      Η προβλεπόμενη από τον κανονισμό 3600/92 διαδικασία αρχίζει με δήλωση ενδιαφέροντος, κατά το άρθρο 4, παράγραφος l, του κανονισμού αυτού, σύμφωνα με το οποίο «[ο]ι παραγωγοί που θέλουν να εξασφαλίσουν την καταχώριση κάποιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι, κάποιου άλατος, εστέρα ή αμινοξέος στο παράρτημα Ι της οδηγίας [91/414], θα πρέπει να προβούν σε σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού».

11      Μετά την εξέταση των δηλώσεων ενδιαφέροντος, προβλέπεται, στο άρθρο 5, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3600/92, ότι ορίζεται ένα κράτος μέλος εισηγητής για την αξιολόγηση κάθε μιας από τις σχετικές δραστικές ουσίες.

12      Άπαξ οριστεί το κράτος μέλος εισηγητής, εναπόκειται σε όσους ανακοίνωσαν μια δραστική ουσία να διαβιβάσουν στο εν λόγω κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 3600/92, «συνοπτικό φάκελο» και «πλήρη φάκελο», όπως αυτοί ορίζονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου κανονισμού. Ο συνοπτικός φάκελος περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, αντίγραφο της ανακοινώσεις της δραστικής ουσίας, πληροφορίες σχετικά με τους προτεινόμενους όρους χρήσεως, καθώς και τις συνοπτικές εκθέσεις και τα αποτελέσματα των δοκιμών σχετικά με κάθε σημείο του παραρτήματος III της οδηγίας 91/414 που έχει σημασία για την εκτίμηση των κριτηρίων του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας. Οι πληροφορίες αυτές αφορούν ένα ή περισσότερα σκευάσματα που να είναι αντιπροσωπευτικά όσον αφορά τους προτεινόμενους όρους χρήσεως στο πλαίσιο της καταχωρίσεως της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας. Ο πλήρης φάκελος περιέχει τα πρωτόκολλα και τις πλήρεις εκθέσεις μελέτης σχετικά με όλες τις προαναφερθείσες πληροφορίες. Σύμφωνα με το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3600/92, όπως το συμπλήρωσε ο κανονισμός (ΕΚ) 2266/2000 της 12ης Οκτωβρίου 2000 (ΕΕ L 259, σ. 27), «ο κοινοποιών πρέπει να αποδείξει ότι, βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν για ένα ή περισσότερα σκευάσματα που αντιστοιχούν σε περιορισμένο εύρος αντιπροσωπευτικών χρήσεων, πληρούνται οι απαιτήσεις της οδηγίας [91/414] όσον αφορά τα κριτήρια τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 5».

13      Η διαβίβαση, από όσους ανακοίνωσαν μια δραστική ουσία, του συνοπτικού και του πλήρους φακέλου στο κράτος μέλος εισηγητή γίνεται εντός προθεσμίας την οποία τάσσει η Επιτροπή. Στην περίπτωση του endosulfan, ως καταληκτική ημερομηνία για την κατάθεση των φακέλων αυτών είχε οριστεί η 30ή Απριλίου 1995 με τον κανονισμό (ΕΚ) 933/94 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1994, που αφορά τον καθορισμό των δραστικών ουσιών των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των εισηγουμένων κρατών μελών για την εφαρμογή του κανονισμού 3600/92 (ΕΕ L 107, σ. 8), και μετά η προθεσμία παρατάθηκε μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 1995 με τον κανονισμό (ΕΚ) 2230/95 της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 1995, για τροποποίηση του κανονισμού 933/94 (ΕΕ L 225, σ. 1). Επίσης, σε όσους ανακοίνωσαν μια δραστική ουσία εναπόκειται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 1, του κανονισμού 3600/92, να διαβιβάσουν, ενόψει του ενδεχομένου μεταγενέστερης διαβουλεύσεως, τον συνοπτικό και τον πλήρη φάκελο στους εμπειρογνώμονες άλλων κρατών μελών που έχουν γίνει δεκτοί από την Επιτροπή.

14      Στη συνέχεια, το κράτος μέλος εισηγητής εξετάζει τον συνοπτικό και τον πλήρη φάκελο και, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3600/92, οφείλει, «αμέσως μετά την εξέταση του φακέλου, να φροντίζει να υποβάλλεται από τα πρόσωπα που έκαναν την κοινοποίηση συνοπτικός φάκελος και στα άλλα κράτη μέλη καθώς και στην Επιτροπή». Το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 3600/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1199/97 της Επιτροπής της 27ης Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 170, σ. 19), ορίζει ότι, από την αρχή της εξετάσεως, «το εισηγούμενο κράτος μέλος δύναται να ζητήσει από τους κοινοποιούντες παραγωγούς να βελτιώσουν τους φακέλους τους ή να προσθέσουν κάποια στοιχεία» και «να συμβουλευτεί εμπειρογνώμονες άλλων κρατών μελών, και να ζητήσει επιπρόσθετη τεχνική ή επιστημονική πληροφόρηση από άλλα κράτη μέλη για να βοηθήσει στην αξιολόγηση».

15      Τότε, το κράτος μέλος εισηγητής συντάσσει και διαβιβάζει στην Επιτροπή έκθεση αξιολογήσεως των κατατεθέντων φακέλων εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών από την παραλαβή των φακέλων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3600/92. Η έκθεση αυτή πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει σύσταση ως προς τη σκοπιμότητα της καταχωρίσεως της σχετικής δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

16      Το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού 3600/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 1199/97, ορίζει ότι, αφού λάβει τον συνοπτικό φάκελο και την έκθεση που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η Επιτροπή αναθέτει στη μόνιμη επιτροπή την εξέταση του φακέλου και της εκθέσεως. Πριν διαβιβάσει τον φάκελο και την έκθεση στη μόνιμη επιτροπή, η Επιτροπή διανέμει την έκθεση του κράτους μέλους εισηγητή στα άλλα κράτη μέλη για πληροφόρηση. Επιπλέον, πριν ο φάκελος και η έκθεση διαβιβαστούν στη μόνιμη επιτροπή, μπορούν να οργανωθούν διαβουλεύσεις με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών, ενώ διαβουλεύσεις με ορισμένους ή με όλους όσους προέβησαν στις σχετικές ανακοινώσεις δύνανται να οργανωθούν από την Επιτροπή με αντικείμενο την έκθεση ή μέρη της εκθέσεως για την περί ης πρόκειται δραστική ουσία.

17      Το άρθρο 7, παράγραφος 3α, του κανονισμού 3600/92, όπως προστέθηκε με τον κανονισμό 1199/97, ορίζει ότι, κατόπιν της εξετάσεως αυτής, η Επιτροπή καταθέτει στη μόνιμη επιτροπή είτε σχέδιο οδηγίας για την καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, είτε σχέδιο αποφάσεως προς τα κράτη μέλη για την ανάκληση των εγκρίσεων των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία, είτε σχέδιο αποφάσεως προς τα κράτη μέλη για την ανάκληση αυτή τηρουμένης της δυνατότητας επανεξετάσεως της καταχωρίσεως της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας μετά την ανακοίνωση πρόσθετων δοκιμών ή πληροφοριών, είτε τέλος σχέδιο αποφάσεως για την αναβολή της καταχωρίσεως της δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας μέχρι την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των πρόσθετων δοκιμών ή την ανακοίνωση πρόσθετων πληροφοριών.

18      Ωστόσο, το άρθρο 7, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, πρώτη περίπτωση, του κανονισμού 3600/92, όπως το συμπλήρωσε ο κανονισμός 2266/2000, ορίζει ότι, στην περίπτωση που μετά την εξέταση της μόνιμης επιτροπής προκύψει ότι απαιτούνται τα αποτελέσματα ορισμένων δοκιμών ή πρόσθετες πληροφορίες, η Επιτροπή καθορίζει την προθεσμία εντός της οποίας πρέπει να διαβιβαστούν τα αποτελέσματα ή οι πληροφορίες. Το άρθρο αυτό διευκρινίζει:

«[Η] προθεσμία αυτή λήγει στις 25 Μαΐου 2002, εκτός εάν μια μικρότερη προθεσμία έχει οριστεί από την Επιτροπή για μια συγκεκριμένη δραστική ουσία, με εξαίρεση τα αποτελέσματα των μακροπρόθεσμων μελετών που θεωρούνται αναγκαίες από το κράτος μέλος εισηγητή και από την Επιτροπή κατά την εξέταση του φακέλου και που δεν αναμένεται να ολοκληρωθούν πλήρως πριν από τη λήξη της καθορισμένης προθεσμίας, υπό τον όρο ότι οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν αποδεικνύουν ότι οι εν λόγω μελέτες έχουν ανατεθεί και τα αποτελέσματά τους θα υποβληθούν το αργότερο στις 25 Μαΐου 2003. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν δεν καταστεί δυνατόν για το κράτος μέλος εισηγητή και την Επιτροπή να εντοπίσουν τις εν λόγω μελέτες μέχρι την 25η Μαΐου 2001, μπορεί να οριστεί εναλλακτική ημερομηνία για την περάτωση των εν λόγω μελετών, υπό τον όρο ότι ο κοινοποιών θα διαβιβάσει στο κράτος μέλος εισηγητή αποδεικτικά στοιχεία ότι οι εν λόγω μελέτες ανατέθηκαν εντός τριών μηνών από την αίτηση εκτέλεσης των μελετών καθώς και πρωτόκολλο και έκθεση προόδου της μελέτης μέχρι την 25η Μαΐου 2002».

19      Το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 3600/92, όπως το συμπλήρωσε ο κανονισμός 2266/2000, ορίζει και τα εξής:

«[…] [Η] υποβολή νέων μελετών δεν είναι αποδεκτή. Το κράτος μέλος εισηγητής δύναται να ζητήσει από τους κοινοποιούντες, κατόπιν συμφωνίας της Επιτροπής, να υποβάλουν συμπληρωματικά στοιχεία τα οποία είναι αναγκαία για την αποσαφήνιση του φακέλου. Το κράτος μέλος εισηγητής ενημερώνει αμέσως την Επιτροπή για τις δραστικές ουσίες για τις οποίες τα αποτελέσματα ή οι πληροφορίες που αναφέρονται στην πρώτη περίπτωση δεν έχουν υποβληθεί εντός της καθορισμένης προθεσμίας. Η Επιτροπή αποφασίζει, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας [91/414], να μην καταχωρήσει στο παράρτημα Ι της οδηγίας τις εν λόγω δραστικές ουσίες, αναφέροντας τους λόγους […]»

20      Το άρθρο 7, παράγραφος 5, του κανονισμού 3600/92 ορίζει ότι «[η] Επιτροπή θα πρέπει να υποβάλει στη μόνιμη φυτοϋγειονομική επιτροπή σχέδιο απόφασης για τη μη καταχώριση μιας ουσίας στο παράρτημα Ι σύμφωνα με το τέταρτο εδάφιο του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας [91/414] αν [...] το εισηγούμενο κράτος μέλος ενημερώνει την Επιτροπή ότι τα αποτελέσματα που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 δεν υποβλήθηκαν εντός της καθορισμένης προθεσμίας».

21      Κατά το άρθρο 8 του κανονισμού 3600/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2266/2000, το κράτος μέλος εισηγητής, όταν λάβει τα αποτελέσματα των πρόσθετων δοκιμών ή τις πρόσθετες πληροφορίες, πρέπει να τα εξετάσει, να μεριμνήσει να διαβιβαστούν στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή από εκείνον που ανακοίνωσε τη δραστική ουσία και να διαβιβάσει, το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την παραλαβή των εν λόγω αποτελεσμάτων ή πληροφοριών, τη δική του αξιολόγηση του φακέλου ως προσθήκη στην έκθεση αξιολογήσεως που έχει ήδη παρουσιαστεί στην Επιτροπή, στην οποία επισυνάπτεται σύσταση σχετικά με την καταχώριση ή μη καταχώριση της δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

22      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8, παράγραφος 3, του κανονισμού 3600/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2266/2000, άπαξ η Επιτροπή λάβει την έκθεση του κράτους μέλους εισηγητή, τη διαβιβάζει στη μόνιμη επιτροπή προκειμένου η τελευταία να την εξετάσει. Το άρθρο αυτό ορίζει ότι, «[π]ριν από την παραπομπή του φακέλου και της έκθεσης στην επιτροπή, η Επιτροπή κοινοποιεί την έκθεση του εισηγητή στα κράτη μέλη για ενημέρωση και μπορεί να διοργανώσει διαβούλευση εμπειρογνωμόνων από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη». Η ίδια διάταξη προσθέτει ότι «[η] Επιτροπή μπορεί να συμβουλευθεί ορισμένους ή όλους όσους κοινοποιούν δραστικές ουσίες σχετικά με την έκθεση ή τμήματα της έκθεσης που αφορούν τη σχετική δραστική ουσία», με τη διευκρίνιση ότι «[τ]ο κράτος μέλος εισηγητής παρέχει την αναγκαία τεχνική και επιστημονική βοήθεια κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων αυτών». Τέλος, μετά το πέρας της εξετάσεως από τη μόνιμη επιτροπή, η Επιτροπή καταθέτει στην ίδια επιτροπή σχέδιο αποφάσεως ως προς την καταχώριση ή μη καταχώριση της ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διαδικασία αξιολογήσεως

23      Το endosulfan είναι μια δραστική ουσία η οποία χρησιμοποιείται ιδίως για την παρασκευή φυτοφαρμάκων. Δρα, ως δηλητήριο εξ επαφής, σε μεγάλη ποικιλία εντόμων και ακάρεων σε πολλές καλλιέργειες, και μεταξύ αυτών στο βαμβάκι και σε πολλές ποικιλίες οπωρολαχανικών.

24      Οι προσφεύγουσες Bayer CropScience AG, Makhteshim-Agan Holding BV, Άλφα Γεωργικά Εφόδια ΑΕΒΕ και Aragonesas Agro, SA, είναι εταιρίες που έχουν ως δραστηριότητα, μεταξύ άλλων, την παραγωγή και εμπορία endosulfan και φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση το endosulfan.

25      Κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 933/94, το Βασίλειο της Ισπανίας ορίστηκε ως κράτος μέλος εισηγητής επιφορτισμένος με την εξέταση του endosulfan. Από το παράρτημά του 3 προκύπτει ότι το πιο πάνω κράτος μέλος όρισε ως αρμόδια αρχή για το έργο αυτό, σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 3600/92, το ισπανικό Υπουργείο Γεωργίας, Αλιείας και Επισιτισμού (στο εξής: ΥΓΑΕ). Το ΥΓΑΕ ανέθεσε στο Instituto Nacional de Investigacíon y Tecnologia Agraria y Alimentaria (Εθνικό Ινστιτούτο Έρευνας και Τεχνολογίας σχετικά με τη γεωργία και τον επισιτισμό, στο εξής: INIA) τη σύνταξη εκθέσεων αξιολογήσεως σχετικά με δραστικές ουσίες ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς τους στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Κατά συνέπεια, το INIA επιφορτίστηκε με την επεξεργασία του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως για το endosulfan και έλαβε μέρος στις συζητήσεις μεταξύ εμπειρογνωμόνων τις οποίες οργάνωσε η Επιτροπή.

26      Πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 31ης Οκτωβρίου 1995, μόνον το Makhteshim Agan International Coordination Center και η AgrEvo GmbH, η οποία πλέον φέρει την επωνυμία Bayer CropScience AG, είχαν καταθέσει στο Βασίλειο της Ισπανίας φακέλους, κατά το άρθρο 6 του κανονισμού 3600/92, σχετικά με το endosulfan. Το Makhteshim Agan International Coordination Center και η AgrEvo εστίασαν τις προσπάθειές τους εντός μιας ομάδας εργασίας που αποκαλούνταν «ομάδα εργασίας endosulfan» (στο εξής: ομάδα εργασίας).

27      Τον Φεβρουάριο του 2000, το Βασίλειο της Ισπανίας απηύθυνε στην Επιτροπή σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως ως προς το endosulfan, σχέδιο το οποίο στη συνέχεια η Επιτροπή απέστειλε στα κράτη μέλη και στην AgrEvo, ως εκπρόσωπο της ομάδας εργασίας. Προσχέδιο της εκθέσεως αυτής είχε αποσταλεί πριν από μερικούς μήνες στην ομάδα εργασίας. Στο σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως, το Βασίλειο της Ισπανίας συνήγαγε ότι η απόφαση σχετικά με την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 έπρεπε να αναβληθεί εν αναμονή της παραλαβής και εξετάσεως των πρόσθετων πληροφοριών που προσδιορίζονται στο σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως.

28      Από τον Ιανουάριο μέχρι τον Ιούλιο του 2001 έγιναν διάφορες συναντήσεις εμπειρογνωμόνων διαφόρων κρατών μελών προκειμένου να εξεταστούν το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως και τα σχετικά σχόλια στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως από εμπειρογνώμονες άλλων κρατών μελών όπως προβλέπεται από το άρθρο 7, παράγραφος 2, του κανονισμού 3600/92, βάσει του οποίου η Επιτροπή δημιούργησε σε συνεργασία με αρμόδιες εθνικές αρχές ένα πλαίσιο συζητήσεων για να γίνουν αξιολογήσεις αυτού του είδους, πλαίσιο συζητήσεων που αποκαλούνταν European Commission Co-ordination (ECCO). Τα μέλη της ομάδας εργασίας έλαβαν μέρος στις συζητήσεις αυτές.

29      Στις 27 Ιουνίου 2001, η έκθεση που συνετάγη κατόπιν της εξετάσεως αυτής διανεμήθηκε στα κράτη μέλη και, στις 25 Αυγούστου 2001, στην ομάδα εργασίας προκειμένου να ληφθούν σχόλια και πρόσθετες διευκρινίσεις.

30      Έχοντας διαπιστώσει ότι για την εξέταση του endosulfan ήσαν αναγκαίες ορισμένες πρόσθετες πληροφορίες, η Επιτροπή εξέδωσε, στις 21 Νοεμβρίου 2001, την απόφαση 2001/810/ΕΚ σχετικά με την απόφαση περί ενδεχόμενης καταχωρίσεως ορισμένων δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 305, σ. 32), παρατείνοντας μέχρι τις 25 Μαΐου 2002 την προθεσμία για την υποβολή νέων δεδομένων σχετικά με το endosulfan και μέχρι τις 31 Μαΐου 2003 την προθεσμία για συγκεκριμένες μακροπρόθεσμες μελέτες, καταληκτικές ημερομηνίες που είναι ανάλογες με εκείνες που ορίζονται στο άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 3600/92.

31      Τον Μάιο του 2002, η ομάδα εργασίας προσκόμισε νέα δεδομένα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα που προβλέπει η απόφαση 2001/810. Τον Ιούλιο του 2002, η ομάδα εργασίας άρχισε με το Βασίλειο της Ισπανίας συζητήσεις με αντικείμενο τη δυνατότητα ανακοινώσεως των μελετών σχετικά με μια διαφορετική τυποποίηση του endosulfan. Η τυποποίηση που είχε ανακοινωθεί αρχικά είχε τη μορφή διαβρέξιμης σκόνης (WP) ή γαλακτωματοποιήσιμου συμπυκνώματος (EC), ενώ το νέο προϊόν εμφανιζόταν υπό τη μορφή εναιωρήματος σε κάψουλα (CS). Κατά την ομάδα εργασίας, η νέα αυτή τυποποίηση μπορούσε να διασκεδάσει ορισμένες από τις αμφιβολίες που είχε διατυπώσει το Βασίλειο της Ισπανίας. Σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στις 17 Ιουλίου 2002, οι εκπρόσωποι του Βασιλείου της Ισπανίας δήλωσαν ότι δεν μπορούσαν να δεχθούν τον νέο αυτό φάκελο και υπέδειξαν στις προσφεύγουσες να ζητήσουν επί του θέματος αυτού άτυπη συγκατάθεση της Επιτροπής. Οι προσφεύγουσες δεν έλαβαν τη συγκατάθεση αυτή.

32      Τον Μάιο του 2003, οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις προβλεπόμενες από την απόφαση 2001/810 μακροπρόθεσμες μελέτες, προσθέτοντας σε αυτές ορισμένα νέα δεδομένα, και συγκεκριμένα νέο φάκελο σύμφωνο με το παράρτημα III της οδηγίας 91/414 (βλ. σκέψη 6 της παρούσας αποφάσεως) και σχετικό με την τυποποίηση CS (στο εξής: φάκελος CS).

33      Στις 22 Ιανουαρίου 2004 έγινε συνάντηση μεταξύ της ομάδας εργασίας και των ισπανικών αρχών κατά τη διάρκεια της οποίας ένας εμπειρογνώμονας στους τομείς του περιβάλλοντος και της οικοτοξικολογίας γνωστοποίησε ορισμένες από τις ανησυχίες του σχετικά με το endosulfan.

34      Στις 26 Ιανουαρίου 2004, η ομάδα εργασίας έλαβε από το Βασίλειο της Ισπανίας, αφενός, ως προσθήκη στην έκθεση αξιολογήσεως, έκθεση σχετικά με την αξιολόγηση των δεδομένων που η ομάδα εργασίας παρουσίασε τον Μάιο του 2002 και τον Μάιο του 2003 και, αφετέρου, εκσυγχρονισμένους πίνακες αξιολογήσεως.

35      Στις 17 Μαΐου 2004 έγινε τριμερής συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής, του Βασιλείου της Ισπανίας και της ομάδας εργασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 4, της οδηγίας 91/414. Κατά τη συνάντηση αυτή, η Επιτροπή γνωστοποίησε τα προβλήματα που δημιουργεί το endosulfan και ανέφερε ότι σκοπεύει να προτείνει στη μόνιμη επιτροπή να μην καταχωριστεί το endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Επιπλέον, κάλεσε την ομάδα εργασίας endosulfan να γνωστοποιήσει τα σχόλιά της πριν από τις 21 Ιουνίου 2004, διευκρινίζοντας ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτή νέα μελέτη προς στήριξη της επιχειρηματολογίας της ομάδας αυτής καθόσον είχε παρέλθει η καταληκτική ημερομηνία της 31ης Μαΐου 2003.

36      Στις 25 Ιουνίου 2004, οι εκπρόσωποι της ομάδας εργασίας απηύθυναν στην Επιτροπή επιστολή για να αμφισβητήσουν τον τρόπο που έγινε η αξιολόγηση του endosulfan και να ζητήσουν να τους επιτραπεί η παροχή ορισμένων πρόσθετων τεχνικών εξηγήσεων, και κατέθεσαν πρόσθετα επιχειρήματα αλλά και νέες μελέτες.

37      Με έγγραφο της 12ης Ιουλίου 2004, η Επιτροπή ζήτησε από το κράτος μέλος εισηγητή να μη λάβει υπόψη τις νέες μελέτες που προσκόμισε η ομάδα εργασίας. Αντίγραφο του εγγράφου αυτού διαβιβάστηκε στην ομάδα εργασίας.

38      Στις 24 Σεπτεμβρίου 2004, η ομάδα εργασίας απέστειλε έγγραφο στην Επιτροπή με το οποίο της ζήτησε στην ουσία να αναπέμψει την εξέταση του endosulfan στο κράτος μέλος εισηγητή δίνοντάς του την οδηγία να εξετάσει όλα τα κρίσιμα δεδομένα και τάσσοντάς του προθεσμία 60 ημερών για να καθορίσει τη θέση του.

39      Με έγγραφο της 26ης Νοεμβρίου 2004, η Επιτροπή απάντησε ότι ετοιμάζει πρόταση αποφάσεως να μην καταχωριστεί το endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και ότι προτίθεται να καταθέσει το σχέδιο αυτό στη μόνιμη επιτροπή κατά την πρώτη συνεδρίασή της το 2005. Η Επιτροπή ανέφερε και ότι με το από 12 Ιουλίου 2004 έγγραφό της είχε υπενθυμίσει τη διαδικασία που προβλέπει ο κανονισμός 3600/92 και τις καταληκτικές ημερομηνίες για την ολοκλήρωση της εξετάσεως των ουσιών που αφορά ο κανονισμός αυτός.

40      Με εισαγωγικό δίκης έγγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Ιανουαρίου 2005, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή κατά παραλείψεως (υπόθεση T‑34/05, Bayer CropScience κ.λπ. κατά Επιτροπής).

41      Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 31 Ιανουαρίου 2005, οι Makhteshim-Agan Holding, Aragonesas Agro και Άλφα Γεωργικά Εφόδια ζήτησαν να διαταχθούν ασφαλιστικά μέτρα σχετικά με την αξιολόγηση του endosulfan ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς του στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

42      Με διάταξη της 27ης Απριλίου 2005, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση ασφαλιστικών μέτρων.

43      Με διάταξη της 6ης Σεπτεμβρίου 2006, το τρίτο τμήμα του Πρωτοδικείου έκρινε ότι πλέον παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής κατά παραλείψεως, λαμβανομένης υπόψη της εκδόσεως από την Επιτροπή της αποφάσεως 2005/864/ΕΚ, της 2ας Δεκεμβρίου 2005, σχετικά με τη μη καταχώριση της ουσίας endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και με την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν αυτή τη δραστική ουσία (ΕΕ L 317, σ. 25, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Προσβαλλόμενη απόφαση

44      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή συνάγει ότι δεν πληρούνται τα κριτήρια καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Κατά συνέπεια, στο άρθρο 1 της εν λόγω αποφάσεως διευκρινίζει ότι το endosulfan δεν καταχωρίζεται ως δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνοψίζει τους λόγους αυτής της μη καταχωρίσεως ως εξής:

«Κατά την αξιολόγηση της ενεργού αυτής ουσίας εντοπίστηκαν μια σειρά από τομείς που γεννούν ανησυχίες. Αυτό συμβαίνει όσον αφορά την τύχη και τη συμπεριφορά της στο περιβάλλον, καθώς η πορεία αποικοδόμησης της δραστικής ουσίας δεν έχει αποσαφηνιστεί πλήρως και, σε μελέτες σχετικά με την αποικοδόμηση της εν λόγω ουσίας στο έδαφος, στο νερό/ίζημα καθώς και σε μελέτες του μεσοκόσμου, βρέθηκαν άγνωστοι μεταβολίτες. Όσον αφορά την οικοτοξικολογία παραμένουν πολλές ανησυχίες, καθώς με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία δεν μπορούν να αξιολογηθούν ικανοποιητικά οι μακροπρόθεσμοι κίνδυνοι και ειδικότερα η παρουσία των προαναφερθέντων μεταβολιτών. Επίσης, τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν να εξεταστεί επαρκώς η έκθεση των χειριστών σε συνθήκες κλειστού χώρου. Επιπλέον, η ουσία endosulfan είναι πτητική, ο κύριος μεταβολίτης της είναι ανθεκτικός και εντοπίστηκε στα αποτελέσματα παρακολούθησης περιοχών στις οποίες δεν χρησιμοποιείται η εν λόγω ουσία. Κατά συνέπεια, καθώς παραμένουν οι ανησυχίες αυτές, οι διενεργηθείσες αξιολογήσεις με βάση τα υποβληθέντα στοιχεία δεν απέδειξαν ότι είναι δυνατόν, υπό τις προτεινόμενες συνθήκες χρήσης, τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την ουσία endosulfan να πληρούν γενικά τις απαιτήσεις που καθορίζονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας 91/414 […]»

45      Βάσει του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίσουν ότι θα ανακληθούν πριν από τις 2 Ιουνίου 2006 οι εγκρίσεις των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν τη δραστική ουσία endosulfan, ότι από τις 3 Δεκεμβρίου 2005 δεν θα χορηγείται ούτε θα ανανεώνεται έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν endosulfan και ότι θα εμφαίνονται οι συνθήκες υπό τις οποίες, για κάποιες ειδικές χρήσεις, ορισμένα κράτη μέλη μπορούν να διατηρήσουν σε ισχύ μέχρι τις 30 Ιουνίου 2007 τις εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν endosulfan.

46      Βάσει του άρθρου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ένα κράτος μέλος δύναται να χορηγήσει στον κάτοχο λήγουσας εγκρίσεως περίοδο χάριτος μέχρι τις 2 Ιουνίου 2007 για τις χρήσεις για τις οποίες η έγκριση πρέπει να ανακληθεί στις 2 Ιουνίου 2006 και μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2007 για τις χρήσεις για τις οποίες οι εγκρίσεις πρέπει να ανακληθούν από τις 30 Ιουνίου 2007.

47      Στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εκθέτει ότι η εν λόγω απόφαση δεν θίγει την υποβολή αιτήσεως για το endosulfan σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεως στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας.

48      Το άρθρο 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι τα κράτη μέλη είναι οι αποδέκτες της.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

49      Με εισαγωγικό δίκης έγγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 27 Φεβρουαρίου 2006, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

50      Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 18 Μαΐου 2006, το Βασίλειο της Ισπανίας ζήτησε να παρέμβει υπέρ της Επιτροπής. Με διάταξη της 30ής Ιουνίου 2006, ο πρόεδρος του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε την παρέμβαση αυτή.

51      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 12 Ιουνίου 2006, η European Crop Protection Association (ECPA) ζήτησε να παρέμβει υπέρ των προσφευγουσών. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2006 του προέδρου του τρίτου τμήματος του Πρωτοδικείου. Η ECPA κατέθεσε υπόμνημα και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του υπομνήματος αυτού εντός των προθεσμιών που τάχθηκαν.

52      Στις 14 Ιουνίου 2006, οι προσφεύγουσες ζήτησαν να ληφθούν μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, ισχυριζόμενες στην ουσία ότι πρέπει να παραστούν και να δώσουν προφορική κατάθεση ορισμένα πρόσωπα που για λογαριασμό του κράτους μέλους εισηγητή είχαν ανάμειξη στη διαδικασία αξιολογήσεως και ότι πρέπει να οριστεί πραγματογνώμονας για να απαντήσει σε ορισμένες ερωτήσεις που είχαν διατυπώσει. Οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως αυτής εντός της προθεσμίας που τάχθηκε.

53      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Πρωτοδικείο, στις 24 Οκτωβρίου 2007, κάλεσε τις προσφεύγουσες, την Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας να απαντήσουν σε γραπτές ερωτήσεις, όπως έπραξαν εντός της προθεσμίας που τάχθηκε.

54      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 12ης Φεβρουαρίου 2008.

55      Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να κηρύξει την προσφυγή παραδεκτή και βάσιμη ή, επικουρικά, να εξετάσει το παραδεκτό της μαζί με την εξέταση του βασίμου της·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

56      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, ζητεί από στο Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

57      Χωρίς να προβάλει ένσταση απαραδέκτου, η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αφενός, διατυπώνει αμφιβολίες ως προς το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών και, αφετέρου, αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση ορισμένων από αυτές.

 Επί του εννόμου συμφέροντος

 Επιχειρήματα των διαδίκων

58      Κατά την Επιτροπή, η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα θέσει οπωσδήποτε σε καλύτερη μοίρα τις προσφεύγουσες. Βάσει των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, η άδεια διαθέσεως του endosulfan στην αγορά διατηρείται εν αναμονή της αξιολογήσεώς του. Η εν λόγω περίοδος εξετάσεως λήγει στις 31 Δεκεμβρίου 2006. Σε περίπτωση ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, η δικαστική απόφαση θα είναι μεταγενέστερη της ημερομηνίας αυτής. Τότε, η Επιτροπή θα πρέπει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως σύμφωνα με το άρθρο 233 ΕΚ, αλλά η λήξη της μεταβατικής περιόδου έχει ως συνέπεια ότι πλέον δεν υπάρχει προφανής νομική βάση για να επιτραπεί η διατήρηση του endosulfan στην αγορά εν αναμονή νέας αξιολογήσεως. Ο φάκελος των προσφευγουσών θα πρέπει τότε να γίνει το αντικείμενο αξιολογήσεως σύμφωνα με το άρθρο 6 της οδηγίας 91/414, και όχι στο πλαίσιο του προγράμματος εξετάσεως. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες είναι ελεύθερες να ανακοινώσουν το endosulfan βάσει του εν λόγω άρθρου 6 ακόμη και όσο εκκρεμεί η παρούσα υπόθεση, η Επιτροπή θεωρεί ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα βελτιώσει την κατάστασή τους, παρά μόνο στο μέτρο που η δικαστική απόφαση θα μπορέσει να δώσει ενδείξεις σχετικά με τις διαδικασίες και τα κριτήρια αξιολογήσεως.

59      Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα επιχειρήματα της Επιτροπής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

60      Πρέπει να σημειωθεί ότι η Επιτροπή αμφισβητεί το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών. Το λιγότερο, φαίνεται να ισχυρίζεται ότι οι προσφεύγουσες έχασαν το έννομο συμφέρον τους κατά τη διάρκεια της δίκης, και ειδικά από τις 31 Δεκεμβρίου 2006, την ημερομηνία λήξεως της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, όπως έχει τροποποιηθεί. Η Επιτροπή φαίνεται να ισχυρίζεται ότι από την ημερομηνία αυτή, αφενός, τα προϊόντα των προσφευγουσών δεν έχουν πια άδεια διαθέσεως στην αγορά αλλά οι προσφεύγουσες μπορούν να ανακοινώσουν τις δραστικές τους ουσίες βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 91/414, το οποίο περιγράφει τη διαδικασία ανακοινώσεως και καταχωρίσεως δραστικών ουσιών έξω από το μεταβατικό καθεστώς του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, διαδικασία η οποία προβλέπεται για τις δραστικές ουσίες για τις οποίες φυτοπροστατευτικά προϊόντα βρίσκονταν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας, και, αφετέρου, για την αξιολόγηση του endosulfan δεν υπάρχει πλέον προφανής νομική βάση άλλη από το εν λόγω άρθρο 6, καθόσον έχει λήξει η προβλεπόμενη από το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 περίοδος αξιολογήσεως υπό το μεταβατικό καθεστώς. Επομένως, κατά την Επιτροπή, οι προσφεύγουσες μπορούν να πετύχουν το ίδιο τελικό αποτέλεσμα, δηλαδή να εξεταστούν τα πρόσθετα δεδομένα τους, τόσο βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 91/414 όσο και μέσω της προσφυγής τους ακυρώσεως.

61      Το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, εφόσον ορίζει ότι το endosulfan δεν καταχωρίζεται στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και εφόσον επιβάλλει να ανακληθούν από τα κράτη μέλη οι εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν endosulfan, είναι βλαπτική πράξη της οποίας η ακύρωση θα ωφελήσει τις προσφεύγουσες, τους παραγωγούς και τους πωλητές φυτοπροστατευτικών προϊόντων με βάση το endosulfan. Κατά συνέπεια, στο χρονικό σημείο ασκήσεως της προσφυγής το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών ήταν γεγεννημένο και ενεστώς.

62      Επιπλέον, αντιθέτως με αυτό που προβάλλει η Επιτροπή, ούτε η λήξη της μεταβατικής περιόδου εξετάσεως ούτε η ύπαρξη της κατά το άρθρο 6 της οδηγίας 91/414 διαδικασίας ανακοινώσεως επηρεάζουν το ότι εξακολουθεί να υπάρχει το εν λόγω έννομο συμφέρον.

63      Όσον αφορά την προβαλλόμενη αδυναμία της Επιτροπής να εκδώσει νέα απόφαση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 σε εκτέλεση τυχόν ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, η αδυναμία αυτή δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση μιας ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως. Η Επιτροπή, όταν πρόκειται για μια τέτοια ακύρωση, με το αναδρομικό αποτέλεσμα που συνδέεται με αυτήν, οφείλει να εκδώσει νέα απόφαση βάσει του κοινοποιημένου φακέλου τον οποίο αφορά η ακύρωση αυτή και να αποφανθεί αναγόμενη στην ημερομηνία κοινοποιήσεως [βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογίαν, απόφαση του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 2006, T‑328/03, O2 (Germany) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1231, σκέψη 48]. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως έγινε οποιαδήποτε μεταβολή στη ρύθμιση βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή δεν ασκεί επιρροή για να κριθεί η σκοπιμότητα της προβολής, από τις προσφεύγουσες, των αιτιάσεών τους σχετικά με τη διαδικασία που κινήθηκε και με το αποτέλεσμα που επετεύχθη υπό το καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

64      Επομένως, είναι αλυσιτελές το επιχείρημα με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή, μετά από μια ακυρωτική δικαστική απόφαση, θα πρέπει να αξιολογήσει το endosulfan με τη διαδικασία του άρθρου 6 της οδηγίας 91/414. Ούτως ή άλλως, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι η δυνατότητα των προσφευγουσών να προβούν σε νέα ανακοίνωση του endosulfan βάσει του άρθρου 6 της οδηγίας 91/414, δυνατότητα την οποία η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρει ρητώς στην αιτιολογική της σκέψη 14, είναι για τις προσφεύγουσες λιγότερο ευνοϊκή λύση απ’ ό,τι η τυχόν επανάληψη, μετά μια ακυρωτική δικαστική απόφαση, της πρώτης διαδικασίας αξιολογήσεως εκεί όπου ενδέχεται να σημειώθηκε παρανομία, οπότε η εν λόγω δυνατότητα των προσφευγουσών να πετύχουν να εξεταστεί το endosulfan με την κίνηση πάνω σε άλλη νομική βάση νέας διαδικασίας δεν επηρεάζει το συμφέρον τους να εκδοθεί απόφαση του Πρωτοδικείου επί του κύρους της πρώτης διαδικασίας.

65      Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες έχουν συμφέρον να εκδοθεί απόφαση του Πρωτοδικείου επί των λόγων ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

66      Η Επιτροπή δέχεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά τη Bayer CropScience, καθόσον η τελευταία έλαβε μέρος στη διοικητική διαδικασία. Ωστόσο, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι οι λοιπές προσφεύγουσες έλαβαν μέρος στην εν λόγω διαδικασία και, κατά συνέπεια, ότι μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση τις αφορά ατομικά.

67      Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά ατομικά κάθε μία από αυτές.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

68      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, όταν το ζήτημα είναι να αποδειχθεί το παραδεκτό της ίδιας προσφυγής που ασκήθηκε από διάφορους προσφεύγοντες και όταν η προσφυγή είναι παραδεκτή όσον αφορά έναν από αυτούς, παρέλκει να εξεταστεί η ενεργητική νομιμοποίηση των λοιπών προσφευγόντων (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Μαρτίου 1993, C‑313/90, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. I‑1125, σκέψη 31· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Μαρτίου 2002, T‑127/99, T‑129/99 και T‑148/99, Diputación Foral de Álava κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1275, σκέψη 52, και της 8ης Ιουλίου 2003, T‑374/00, Verband der freien Rohrwerke κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2275, σκέψη 57).

69      Κατά συνέπεια, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, όπως ομολογεί η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά άμεσα και ατομικά την πρώτη προσφεύγουσα Bayer Cropscience, δεν είναι αναγκαίo να εξεταστεί η ενεργητική νομιμοποίηση των λοιπών προσφευγουσών για να συναχθεί αν είναι παραδεκτή η προσφυγή.

70      Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

71      Οι προσφεύγουσες προβάλλουν τρεις λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο ισχυρίζονται ότι υπάρχουν διαδικαστικά ελαττώματα, ότι ήταν άδικη η διαδικασία αξιολογήσεως και ότι παραβιάστηκε η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Με τον δεύτερο προβάλλουν παράβαση, αφενός, του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ (πρώτο σκέλος ) και, αφετέρου, του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 (δεύτερο σκέλος). Με τον τρίτο διατείνονται ότι παραβιάστηκαν ορισμένες γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου. Το Πρωτοδικείο θεωρεί χρήσιμο να εξετάσει μαζί τον πρώτο λόγο ακυρώσεως και το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι υπάρχουν διαδικαστικά ελαττώματα, ότι ήταν άδικη η διαδικασία αξιολογήσεως και ότι παραβιάστηκε η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

72      Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διατυπώνουν διάφορες αιτιάσεις με τις οποίες προβάλλουν ειδικά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε κριτήρια άλλα από εκείνα που διευκρινίζει η οδηγία 91/414, ότι η αξιολόγηση του endosulfan είναι ελλιπής και στηρίχθηκε σε επιλεκτική χρησιμοποίηση των δεδομένων που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες, ότι εφαρμόστηκαν αναδρομικά νέες κατευθυντήριες γραμμές και νέα κριτήρια που η Επιτροπή διαμόρφωσε μετά την ανακοίνωση της δραστικής ουσίας και την υποβολή των δεδομένων, ότι η Επιτροπή αρνήθηκε να συμβουλεύσει τις προσφεύγουσες και να συνεννοηθεί μαζί τους στο πλαίσιο της αλλαγής των κριτηρίων και της πολιτικής σχετικά με την αξιολόγηση και ότι, στο τέλος της διαδικασίας αξιολογήσεως, η Επιτροπή αρνήθηκε να εξετάσει τα νέα δεδομένα που διαβιβάστηκαν ως άμεση απάντηση της εφαρμογής από την Επιτροπή νέων κριτηρίων και/ή νέων κατευθυντηρίων γραμμών σχετικά με την αξιολόγηση.

73      Οι αιτιάσεις αυτές συνδέονται στην ουσία με επτά θέματα τα οποία αφορούν, πρώτον, τον άγνωστο μεταβολίτη, δεύτερον, τον φάκελο CS, τρίτον, την έκθεση του χειριστή σε κλειστούς χώρους, τέταρτον, τις αναθεωρημένες ορθές γεωργικές πρακτικές (στο εξής: ΟΓΠ), πέμπτον, την κατάταξη του endosulfan ως ανθεκτικού οργανικού ρύπου (στο εξής: ΑΟΡ) και ανθεκτικής, βιοσυσσωρεύσιμης και τοξικής ουσίας (στο εξής: ΑΒΤΟ), έκτον, τη χρήση σε θερμοκήπιο και, έβδομον, τον αντίκτυπο που είχε η καθυστέρηση που προκλήθηκε από το κράτος μέλος εισηγητή και από την Επιτροπή στη διαδικασία αξιολογήσεως. Τα θέματα αυτά θα εξεταστούν στις σκέψεις 96 έως 206 της παρούσας αποφάσεως.

74      Ορισμένα από τα επτά αυτά θέματα, καθώς και οι αιτιάσεις που διατυπώνονται στο πλαίσιο του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, αφορούν το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε δικαίωμα να αρνηθεί να εξετάσει ορισμένα δεδομένα ή ορισμένες μελέτες που φέρεται ότι υποβλήθηκαν εκπρόθεσμα. Το Πρωτοδικείο θεωρεί χρήσιμο να εξετάσει πρώτα, καθόσον αφορά το γενικό πλαίσιο αξιολογήσεως της παρούσας υποθέσεως, το ζήτημα αν για την υποβολή μελετών έχουν εφαρμογή οι διαδικαστικές προθεσμίες λαμβανομένου υπόψη ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι η απόφαση καταχωρίσεως μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας πρέπει να λαμβάνεται «με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις».

 Επί του προκαταρκτικού ζητήματος της εφαρμογής των διαδικαστικών προθεσμιών και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

75      Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, προσάπτουν, στην ουσία, στην Επιτροπή ότι έλαβε την απόφαση μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 λόγω αμφιβολιών ως προς το αβλαβές του οι οποίες στηρίζονταν στην έλλειψη επαρκούς πληροφορήσεως κάποια ημερομηνία πριν από το τέλος της μεταβατικής περιόδου. Πάντως, κατά τις προσφεύγουσες, το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, σύμφωνα με το οποίο οι εν λόγω αποφάσεις πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, συνεπάγεται ότι έπρεπε να ληφθούν υπόψη όλα τα δεδομένα που παρασχέθηκαν από αυτές πριν από το τέλος της διαδικασίας αξιολογήσεως. Εν προκειμένω, η μη παράταση των προθεσμιών για την υποβολή μελετών συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως λαμβανομένου υπόψη ότι η συμπεριφορά της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας είναι εκείνη που εμπόδισε τις προσφεύγουσες να τηρήσουν τις νόμιμες προθεσμίες. Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουλίου 2007, C‑326/05 P, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. I‑6557, στο εξής: απόφαση IQV).

76      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, θεωρεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως του γενικού σκοπού τόσο της διαθέσεως φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά όσο και του συστήματος που εφαρμόζεται προς τούτο. Η αξιολόγηση των φυτοπροστατευτικών προϊόντων χρησιμεύει για να βελτιωθεί η γεωργική παραγωγή, αλλά και για να προστατευθούν η υγεία και το περιβάλλον. Κατά την Επιτροπή, οι διαδικασίες αξιολογήσεως πρέπει να καθιστούν δυνατή μια ενδελεχή εξέταση και συγχρόνως να εγγυώνται ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται εντός εύλογης προθεσμίας. Τέλος, οι διαδικασίες πρέπει να εξασφαλίζουν ίση μεταχείριση των επιχειρήσεων που έχουν ανακοινώσει δραστικές ουσίες και συγχρόνως να λαμβάνουν υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των διαφόρων ουσιών. Η από τις προσφεύγουσες διασταλτική ερμηνεία του εν λόγω άρθρου οδηγεί σε ένα σενάριο που θα παρέλυε ολόκληρο το σύστημα διαθέσεως των φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά, πράγμα που θα ήταν αντίθετο με τους στόχους της οδηγίας 91/414. Επιπλέον, η προαναφερθείσα στη σκέψη 75 απόφαση IQV αφορά μια ιδιαίτερη περίπτωση και δεν ασκεί επιρροή για τη λύση της διαφοράς εν προκειμένω.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

77      Οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να λάβει υπόψη ορισμένα δεδομένα και ορισμένες μελέτες που υπέβαλαν εκπρόθεσμα, πράγμα που καταλήγει στο να υποστηρίζουν στην ουσία ότι έπρεπε να παραταθούν οι διαδικαστικές προθεσμίες ή να τους δοθούν νέες προθεσμίες.

78      Πρέπει να υπομνησθεί ότι υπάρχουν ακριβείς κανονιστικές διατάξεις σχετικά με τη διάρκεια της γενικής διαδικασίας αξιολογήσεως των δραστικών ουσιών και σχετικά με τις προθεσμίες υποβολής πλήρους φακέλου και πρόσθετων πληροφοριών. Έτσι, ο κανονισμός 3600/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό 2266/2000, καθώς και η απόφαση 2001/810 ορίζουν ότι οι τελευταίες προθεσμίες λήγουν για το endosulfan στις 25 Μαΐου 2002 όσον αφορά την υποβολή μελετών και πρόσθετων δεδομένων και στις 31 Μαΐου 2003 όσον αφορά συγκεκριμένες μακροπρόθεσμες μελέτες. Η νομιμότητα των διατάξεων αυτών δεν αμφισβητείται εν προκειμένω.

79      Πρέπει να σημειωθεί και ότι από το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 3600/92 (βλ. σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως) προκύπτει ότι η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να παρατείνει την προθεσμία για τις μακροπρόθεσμες μελέτες μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, δηλαδή όταν το κράτος μέλος εισηγητής και η Επιτροπή δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν πριν από τις 25 Μαΐου 2001 τις μακροπρόθεσμες μελέτες που κρίθηκαν αναγκαίες για την εξέταση του φακέλου. Επιπλέον, εκείνος που ανακοίνωσε μια δραστική ουσία έπρεπε να αποδείξει στο κράτος μέλος εισηγητή ότι οι εν λόγω μελέτες ανατέθηκαν εντός τριών μηνών από τότε που ζητήθηκαν και έπρεπε να προσκομίσει πριν από τις 25 Μαΐου 2002 πρωτόκολλο και έκθεση προόδου της μελέτης. Πάντως, εδώ δεν επρόκειτο περί αυτού, καθόσον τα σχετικά δεδομένα και οι σχετικές μελέτες δεν αφορούσαν μακροπρόθεσμες μελέτες που να έχουν ζητήσει οι εκτιμητές.

80      Παρά αυτό το σαφές κανονιστικό πλαίσιο, πρέπει, λαμβανομένης υπόψη της παρούσας υποθέσεως, να εξεταστούν οι συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσε να υπάρξει υποχρέωση της Επιτροπής να παρατείνει τις προθεσμίες, ιδίως δε σε σχέση με το γεγονός ότι η μεταβατική περίοδος για τη χορήγηση άδειας διαθέσεως του endosulfan στην αγορά κατ’ αρχήν έπρεπε να λήξει τον Ιούλιο του 2003, αλλά το 2002 παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005 και, τελικά, το 2005 παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 (βλ. σκέψη 7 της παρούσας αποφάσεως), εκτός αν πριν από τη ημερομηνία εκείνη είχε εκδοθεί απόφαση να καταχωριστεί ή να μην καταχωριστεί η δραστική ουσία στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

81      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και την ένατη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 91/414 έχει ως σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων και ταυτόχρονα τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2006, C-138/05, Stichting Zuid-Hollandse Milieufederatie, Συλλογή 2006, σ. I-8339, σκέψη 43).

82      Στο πλαίσιο αυτό, για να μπορέσει να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί, και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες οφείλει να προβαίνει, πρέπει να αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή (προαναφερθείσα στη σκέψη 75 απόφαση IQV, σκέψη 75). Η εξουσία παρατάσεως προθεσμιών συνδέεται με την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας εξαρτώμενης από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

83      Ωστόσο, η άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν εξαιρείται του δικαστικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η Επιτροπή και αν δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 55, σκέψη 5, και της 22ας Οκτωβρίου 1991, C-16/90, Nölle, Συλλογή 1991, σ. I-5163, σκέψη 12).

84      Ειδικότερα, όταν ένας διάδικος ισχυρίζεται ότι το αρμόδιο κοινοτικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να ελέγξει αν το εν λόγω όργανο εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως, τα οποία στηρίζουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν από αυτά (απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Νοεμβρίου 1991, C-269/90, Technische Universität München, Συλλογή 1991, σ. I‑5469, σκέψη 14).

85      Πρέπει να υπομνησθεί και ότι από το άρθρο 6, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του κανονισμού 3600/92, όπως το συμπλήρωσε ο κανονισμός 2266/2000, προκύπτει ότι αυτός που ανακοίνωσε μια δραστική ουσία είναι εκείνος που πρέπει να αποδείξει ότι, βάσει των πληροφοριών που υποβλήθηκαν για ένα ή περισσότερα σκευάσματα τα οποία αντιστοιχούν σε περιορισμένο εύρος αντιπροσωπευτικών χρήσεων, οι επιταγές της οδηγίας 91/414 ικανοποιούνται με γνώμονα τα κριτήρια του άρθρου 5 της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, το βάρος αποδείξεως του αβλαβούς της δραστικής ουσίας φέρει εκείνος που την ανακοίνωσε, πράγμα που άλλωστε δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες.

86      Επιπλέον, είναι προφανές ότι η επ’ αόριστον παράταση της προθεσμίας αξιολογήσεως μιας δραστικής ουσία θα ήταν αντίθετη με τον σκοπό της οδηγίας 91/414 ο οποίος συνίσταται στο να εξασφαλιστεί υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων.

87      Όσο για την επίκληση της προαναφερθείσας στη σκέψη 75 αποφάσεως IQV, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη είχε ιδιαίτερο πραγματικό πλαίσιο, άλλο από αυτό της παρούσας υποθέσεως, στο μέτρο που η απόφαση μη καταχωρίσεως στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 της δραστικής ουσίας που ήταν επίμαχη στην υπόθεση εκείνη είχε ληφθεί λόγω παντελούς ελλείψεως αξιολογήσεως, καθόσον δεν είχε υποβληθεί πλήρης αρχικός φάκελος. Επομένως, το ζήτημα ήταν η προθεσμία για την υποβολή πλήρους φακέλου ανακοινώσεως. Πάντως, στην παρούσα υπόθεση, η απόφαση μη καταχωρίσεως εκδόθηκε στο τέλος μιας διαδικασίας αξιολογήσεως η οποία στηρίχθηκε μεταξύ άλλων σε μια αρχική ανακοίνωση που κρίθηκε πλήρης, σε σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως, σε διαβούλευση με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και στη δυνατότητα της ομάδας εργασίας να καταθέσει πρόσθετα επιχειρήματα και πρόσθετες μελέτες για να διασκεδαστούν οι αμφιβολίες που το κράτος μέλος εισηγητής είχε διατυπώσει με το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως και κατά τη διαδικασία διαβουλεύσεως με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών.

88      Παρά το γεγονός ότι το πραγματικό πλαίσιο της υποθέσεως επί της οποίας εκδόθηκε η προαναφερθείσα στη σκέψη 75 απόφαση IQV είναι πολύ διαφορετικό από το πραγματικό πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο, αφού αναγνώρισε την ύπαρξη ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων της στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414, συνήγαγε ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν αρνήθηκε να παρατείνει υπέρ της Industrias Químicas del Vallés SA (στο εξής: IQV) την προθεσμία που είχε ταχθεί για την υποβολή πλήρους αρχικού φακέλου, καθόσον, αφενός, η αδυναμία της IQV να τηρήσει την προθεσμία αυτή οφειλόταν, τουλάχιστον εν μέρει, σε αντιφατική συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών και, αφετέρου, η παράταση της σχετικής προθεσμίας ήταν δυνατή βάσει της επίμαχης ρυθμίσεως (προαναφερθείσα στη σκέψη 75 απόφαση IQV, σκέψεις 84 έως 88).

89      Από την προπαρατεθείσα νομολογία δύναται να συναχθεί ότι, στο πλαίσιο μιας αποφάσεως σχετικά με την καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 μιας ουσίας την οποία αφορά η διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, το moratorium επιβάλλεται αν, αφενός, δεν είναι αδύνατον να υπάρξει παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προθεσμίες που τάσσει η σχετική ρύθμιση και, αφετέρου, εκείνοι που ανακοίνωσαν τη δραστική ουσία βρέθηκαν σε κατάσταση ανωτέρας βίας η οποία τους εμπόδισε να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες, περίσταση που μπορεί να υπάρξει αν η αδυναμία τηρήσεως των εν λόγω προθεσμιών οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε αντιφατική συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών.

90      Όσον αφορά το ζήτημα αν για την Επιτροπή ήταν αδύνατον να παρεκκλίνει από τις διαδικαστικές προθεσμίες που αφορά η παρούσα υπόθεση, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν προβάλλει πειστικά επιχειρήματα εν προκειμένω. Επικαλείται πρακτικούς και πολιτικούς περιορισμούς που απορρέουν από το γεγονός ότι το 2001 δεσμεύτηκε έναντι του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου να εκδώσει έναν ανώτατο αριθμό αποφάσεων πριν από τον Ιούλιο του 2003, υπογραμμίζοντας ότι κάθε παράταση θα επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση και θα είναι περιορισμένη. Επιπλέον, διατείνεται ότι όλες οι επιχειρήσεις που ανακοίνωσαν δραστικές ουσίες έπρεπε να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες και ότι η επιφύλαξη ειδικής μεταχειρίσεως στις προσφεύγουσες θα δημιουργούσε ρήγμα στην αρχή της ισότητας, ειδικότερα δε εις βάρος των επιχειρήσεων που αποσύρθηκαν από τη διαδικασία λόγω λήξεως των διαδικαστικών προθεσμιών που νόμιζαν ότι είναι επιτακτικές. Ομοίως, κατά την Επιτροπή, αν επιτρεπόταν στις προσφεύγουσες να προσθέτουν συνεχώς νέα στοιχεία στον φάκελό τους, θα έπρεπε να αφιερωθούν πρόσθετοι πόροι για το endosulfan εις βάρος άλλων ουσιών των οποίων η αξιολόγηση θα καθυστερούσε.

91      Διαπιστώνεται ότι πολιτικές ή πρακτικές σκέψεις δεν συνιστούν επαρκή λόγο να μην παραταθούν οι προθεσμίες σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν η παράταση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί σωστή και δίκαιη διαδικασία αξιολογήσεως. Επιπλέον, το επιχείρημα της Επιτροπής με το οποίο προβάλλεται ρήγμα στην αρχή της ισότητας δεν μπορεί να γίνει δεκτό όταν η παράταση έχει γίνει αναγκαία από τις ιδιαίτερες περιστάσεις κάποιας διαδικασίας αξιολογήσεως και από τις ιδιαίτερες συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν όσοι έλαβαν μέρος στη διαδικασία αυτή. Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν αντιτίθεται σε οποιαδήποτε διαφοροποιημένη μεταχείριση, αλλά απαγορεύει να επιφυλαχθεί διαφορετική μεταχείριση σε ανάλογες καταστάσεις με αποτέλεσμα να υπάρξει μειονέκτημα για ορισμένους επιχειρηματίες σε σχέση με άλλους, εκτός αν η μεταχείριση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, T‑351/02, Deutsche Bahn κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1047, σκέψη 137 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

92      Ούτως ή άλλως, διαπιστώνεται ότι η ίδια η απόφαση 2001/810 τάσσει διαφορετικές προθεσμίες υποβολής δεδομένων και μελετών για ορισμένες ουσίες. Έτσι, παραδείγματος χάριν, η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή μελετών, η οποία ήταν η 25η Μαΐου 2002 για την πλειονότητα των ουσιών τις οποίες αφορά η απόφαση εκείνη, ήταν παρά ταύτα η 30ή Νοεμβρίου 2002 για το chlorotoluron, η 31η Δεκεμβρίου 2002 για το dinocap και η 31η Ιανουαρίου 2003 για το benalaxyl. Όσον αφορά τις προθεσμίες για την υποβολή συγκεκριμένων μακροπρόθεσμων μελετών, η καταληκτική ημερομηνία για το endosulfan ήταν η 31η Μαΐου 2003. Για την πλειονότητα των λοιπών ουσιών τις οποίες αφορά η εν λόγω απόφαση, η καταληκτική ημερομηνία ήταν η 25η Μαΐου 2003. Πάντως, η καταληκτική ημερομηνία για το benomyl, το chlorotoluron και το dinocap ήταν η 31η Δεκεμβρίου 2003. Στην απόφαση 2001/810, η Επιτροπή εκθέτει ότι οι ουσίες αυτές ανήκουν σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 3600/92, όπως το συμπλήρωσε ο κανονισμός 2266/2000, προβλέπει παρατάσεις προθεσμιών μόνο σε «εξαιρετικές περιπτώσεις» για τις μακροπρόθεσμες μελέτες. Πάντως, η απόφαση 2001/810 επιτρέπει παρεκκλίσεις και από τη γενική προθεσμία που έληξε στις 25 Μαΐου 2002, για την οποία ο κανονισμός 3600/92 δεν προβλέπει δυνατότητα παρατάσεως (βλ. σκέψη 18 της παρούσας αποφάσεως). Επομένως, η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι εν προκειμένω ήταν αδύνατον να παραταθούν οι διαδικαστικές προθεσμίες.

93      Ωστόσο, παραμένει σημαντικό να διευκρινιστεί ότι από την έκφραση «με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις» που περιέχεται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 δεν δύναται να συναχθεί ότι επιχειρήσεις που έχουν ανακοινώσει μια δραστική ουσία και που βρίσκονται αντιμέτωπες με το ενδεχόμενο να εκδοθεί απόφαση μη καταχωρίσεως της ουσίας αυτής στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να υποβάλλουν νέα δεδομένα όσο διατηρούνται αμφιβολίες σχετικά με το αβλαβές της εν λόγω δραστικής ουσίας. Μια τέτοια ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως θα ήταν αντίθετη με τον σκοπό να επιτευχθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του περιβάλλοντος και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων, ο οποίος αποτελεί βάθρο του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, καθόσον θα ισοδυναμούσε με το να παρασχεθεί σε εκείνον που ανακοίνωσε τη δραστική ουσία, ο οποίος, αφενός, φέρει το βάρος αποδείξεως του αβλαβούς της και, αφετέρου, γνωρίζει καλύτερα τη σχετική ουσία, δικαίωμα αρνησικυρίας σχετικά με μια ενδεχόμενη απόφαση μη καταχωρίσεως της εν λόγω ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

94      Επιπλέον, ένα τέτοιο δικαίωμα αρνησικυρίας είναι ακόμη πιο πολύ αδιανόητο αν ληφθεί υπόψη η ύπαρξη, όπως εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 14 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δυνατότητας (νέας) ανακοινώσεως της δραστικής ουσίας ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 βάσει του άρθρου 6, παράγραφος 2, της τελευταίας.

95      Ακριβώς με γνώμονα τις πιο πάνω σκέψεις πρέπει να εξεταστούν οι αιτιάσεις των προσφευγουσών για να εξακριβωθεί αν εν προκειμένω οι προσφεύγουσες περιήλθαν, λόγω αντιφατικής συμπεριφοράς των εκτιμητών, σε κατάσταση ανωτέρας βίας που τις εμπόδισε να τηρήσουν τις νόμιμες προθεσμίες.

 Επί της πρώτης προβληματικής σχετικά με τον άγνωστο μεταβολίτη

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

96      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται στην ουσία ότι το συμπέρασμα, το οποίο περιέχεται στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πορεία αποικοδομήσεως της δραστικής ουσίας δεν είναι σαφής και ότι άγνωστοι μεταβολίτες ανακαλύφθηκαν σε μελέτες της αποικοδομήσεως στο έδαφος, στο νερό ή στα ιζήματα και σε μελέτες του μεσοκόσμου, καθώς και το συμπέρασμα ότι, από οικοτοξικολογική άποψη, παραμένουν πολλές ανησυχίες δεδομένου ότι οι διαθέσιμες πληροφορίες δεν επιτρέπουν επαρκή αξιολόγηση του μακροπρόθεσμου κινδύνου που απορρέει ιδίως από την παρουσία των εν λόγω μεταβολιτών στηρίζονται σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, προσβάλλουν τα δικαιώματά τους άμυνας και διαψεύδουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους, οπότε η διαδικασία αξιολογήσεως ήταν άδικη.

97      Πρώτον, οι προσφεύγουσες διατείνονται ότι ενημερώθηκαν εκπρόθεσμα, δηλαδή μόλις τον Ιανουάριο του 2004, για την προβληματική του άγνωστου μεταβολίτη και ιδίως για το ότι ο μεταβολίτης αυτός είναι κρίσιμος για τη διαδικασία αξιολογήσεως, οπότε τους ήταν αδύνατον να απαντήσουν εντός των νομίμων προθεσμιών σε αυτή την ανησυχία των εκτιμητών. Πάντως, τον Μάιο του 2002 είχαν επισημάνει την παρουσία άγνωστου μεταβολίτη στη διαδικασία αποικοδομήσεως του endosulfan.

98      Δεύτερον, βρέθηκαν αντιμέτωπες με κατευθυντήριες γραμμές σε συνεχή εξέλιξη που περιελάμβαναν κριτήρια επιδράσεως των μεταβαλλόμενων μεταβολιτών τα οποία εφαρμόστηκαν αναδρομικά. Το χρησιμοποιημένο από τους εκτιμητές κριτήριο επιδράσεως των μεταβολιτών που υπάρχουν μόνο σε επίπεδο κατώτερο του 10 % της αρχικής δραστικής ουσίας εισήχθη ειδικά με κατευθυντήριες γραμμές του 2002, οι οποίες ναι μεν υποτίθεται ότι είχαν εφαρμογή μόνο για τις δραστικές ουσίες που ανακοινώθηκαν κατά το τρίτο στάδιο του προγράμματος εξετάσεως, αλλά εφαρμόστηκαν αναδρομικά δεδομένου ότι το endosulfan ανήκε στο πρώτο στάδιο.

99      Τρίτον, η παρουσία άγνωστου μεταβολίτη επισημάνθηκε με μια μελέτη σχετικά με την πορεία αποικοδομήσεως και όχι σχετικά με την ταχύτητα αποικοδομήσεως, μελέτη στην οποία οι προσφεύγουσες δεν ήσαν καν υποχρεωμένες να προβούν, καθόσον αφορούσε δοκιμές με βάση τον θειικό μεταβολίτη του endosulfan και όχι το ίδιο το endosulfan. Κατά συνέπεια, οι εκτιμητές έλαβαν υπόψη μια ακατάλληλη μελέτη για να τεθεί το πρόβλημα αυτό, το οποίο δεν είναι πρόβλημα.

100    Τέταρτον, ο συνυπολογισμός κατώτατου ορίου επιδράσεως ίσου με το 10 % για «μεταβολίτες μεταβολιτών» (δηλαδή για μεταβολίτες του θειικού endosulfan, που το ίδιο είναι μεταβολίτης του endosulfan) αντίκειται στις κατευθυντήριες γραμμές, οι οποίες δεν προβλέπουν ανάλυση με βάση μεταβολίτες των δραστικών ουσιών, αλλά μόνο μελέτες με βάση την ίδια τη δραστική ουσία. Επιπλέον, όταν αξιολόγησε τις διάφορες πτυχές της δραστικής τους ουσίας και τα εντεύθεν τυποποιημένα προϊόντα, η Επιτροπή είχε ως σκοπό να υπάρχει «κίνδυνος μηδέν», πράγμα που στην ουσία κατέληξε στο να ζητήσει από τις προσφεύγουσες μια probatio diabolica, η οποία θεωρείται παράνομη σε όλα τα δικαιικά συστήματα των κρατών μελών και στη νομολογία.

101    Πέμπτον, επί μονίμου βάσεως από την πλευρά του κράτους μέλους εισηγητή δεν υπήρχε ανταπόκριση σχετικά με την προβληματική του άγνωστου μεταβολίτη, καθόσον το κράτος αυτό δεν επέστρεφε πληροφορίες επί των περιβαλλοντικών ζητημάτων, πρόβλημα που ήταν το πιο έκδηλο κατά την περίοδο 2001-2004.

102    Έκτον, οι προσφεύγουσες ούτως ή άλλως προσκόμισαν επιστημονικές αποδείξεις κατά τις οποίες δεν επετεύχθη ούτε το ίσο με 10 % κατώτατο όριο επιδράσεως για τον μεταβολίτη του μεταβολίτη, οπότε ο επίμαχος μεταβολίτης του θειικού endosulfan δεν ήταν σημαντικός και έτσι δεν μπορούσε να αποτελέσει κίνδυνο για το περιβάλλον. Τούτο δύναται να συναχθεί ειδικά από τη μελέτη για την πορεία αποικοδομήσεως στο έδαφος που υποβλήθηκε εμπρόθεσμα τον Μάιο του 2002. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν μελέτες που αποδεικνύουν ότι ο εντοπισμένος στο έδαφος μεταβολίτης μεταβολίτη δεν ασκεί επιρροή για την αξιολόγηση της οικοτοξικολογικότητας και της συμπεριφοράς του endosulfan στο περιβάλλον, καθόσον είναι λιγότερο τοξικός απ’ ό,τι η ίδια η δραστική ουσία.

103    Έβδομον, το πρόβλημα του άγνωστου μεταβολίτη έχει λυθεί με τις αναθεωρημένες ΟΓΠ, την τυποποίηση CS και τη χρήση σε θερμοκήπιο, οι οποίες όλες αφορούν μελέτες και επιχειρήματα που η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει υπόψη καθόσον κατ’ αυτήν κατατέθηκαν εκπρόθεσμα.

104    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

105    Πρώτον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ήδη από το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως προέκυπτε ότι η πορεία αποικοδομήσεως του endosulfan δημιουργεί πρόβλημα και ότι το ζήτημα είχε τεθεί και σε μια συνάντηση της 20ής Ιανουαρίου 2000.

106    Δεύτερον, οι κατευθυντήριες γραμμές δεν έχουν νομική ισχύ, οπότε δεν υπάρχει κανένας κανόνας θετικού δικαίου που να ορίζει αν είναι δυνατόν, κάτω από κάποιο όριο, να μη λαμβάνονται υπόψη περιβαλλοντικές ανησυχίες.

107    Τρίτον, το κράτος μέλος εισηγητής και η Επιτροπή είχαν δικαίωμα να στηρίξουν τα συμπεράσματά τους σε κάθε είδος μελέτης που είχε υποβληθεί από τις προσφεύγουσες, ανεξάρτητα από το ζήτημα σε ποιο είδος ερωτήσεως απαντούσε η σχετική μελέτη.

108    Τέταρτον, όσον αφορά το ζήτημα του κατώτατου ορίου επιδράσεως του μεταβολίτη ενός μεταβολίτη, η Επιτροπή διερωτάται αν τα επιχειρήματα των προσφευγουσών είναι παραδεκτά, καθόσον δεν είναι σε επαρκή βαθμό σαφή για να είναι σύμφωνα με το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Ωστόσο, για λόγους πληρότητας, η Επιτροπή απαντά στα εν λόγω επιχειρήματα επικαλούμενη μια γνώμη της επιστημονικής επιτροπής φυτοφαρμάκων της 30ής Νοεμβρίου 2000, η οποία επιρρωννύει το συμπέρασμα ότι δεν δύναται να αποκλειστεί ο κίνδυνος μολύνσεως των υπογείων υδάτων από τους μεταβολίτες που εν τη γενέσει τους έχουν ποσοστό κατώτερο από το όριο του 10 %. Επιπλέον, από το παράρτημα II της οδηγίας 91/414 προκύπτει ότι έπρεπε να υποβληθούν και δεδομένα που αφορούσαν μεταβολίτες με ποσοστό μικρότερο του 10 %. Ούτως ή άλλως, το ζήτημα του κατώτατου ορίου επιδράσεως των μεταβολιτών εμπίπτει στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής.

109    Πέμπτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι δεν υπήρξε ανταπόκριση από την πλευρά του κράτους μέλους εισηγητή, η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας ισχυρίζονται στην ουσία ότι οι προσφεύγουσες είχαν πολλές ευκαιρίες κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως να γνωστοποιήσουν την άποψή τους και να υποβάλουν πρόσθετα δεδομένα. Επιπλέον, η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν περιέχει καμία ένδειξη ως προς τον απαιτούμενο βαθμό ανταποκρίσεως ή επιστροφής πληροφοριών.

110    Έκτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι οι προσφεύγουσες υπέβαλαν αποδείξεις κατά τις οποίες ο μεταβολίτης του μεταβολίτη δεν έφθανε το ίσο με 10 % κατώτατο όριο επιδράσεως, δεν ήταν ανθεκτικός και ούτως ή άλλως ήταν λιγότερο τοξικός από το endosulfan, το επιχείρημα αυτό είναι απαράδεκτο. Οι προσφεύγουσες μόνο στο στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως έθεσαν υπό αμφισβήτηση τα επιστημονικά συμπεράσματα της διαδικασίας αξιολογήσεως, το δε δικόγραφο της προσφυγής περιορίζεται να επικρίνει τον τρόπο διεξαγωγής της διαδικασίας. Ούτως ή άλλως, είναι εσφαλμένη η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών ότι το πρόβλημα του άγνωστου μεταβολίτη μπορούσε να αγνοηθεί. Το Βασίλειο της Ισπανίας αμφισβητεί και τα επιστημονικά συμπεράσματα των μελετών που οι προσφεύγουσες υπέβαλαν εν προκειμένω.

111    Έβδομον, όσον αφορά το ζήτημα αν το πρόβλημα του μεταβολίτη λύθηκε με όσα οι προσφεύγουσες πρότειναν κατά το τέλος της διαδικασίας και αφορούσαν ειδικά τις αναθεωρημένες ΟΓΠ, την τυποποίηση CS και τη χρήση σε θερμοκήπιο, η Επιτροπή και το κράτος μέλος εισηγητής είχαν δικαίωμα να αρνηθούν να λάβουν υπόψη τις σχετικές μελέτες καθόσον υποβλήθηκαν εκπρόθεσμα.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

112    Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η προβληματική του άγνωστου μεταβολίτη αφορά στην ουσία το ζήτημα αν η Επιτροπή θεμιτά μπορούσε να στηρίξει την άρνηση καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 στην έλλειψη επαρκών δεδομένων σχετικά με ορισμένες ουσίες που προκύπτουν από τη διαδικασία αποικοδομήσεως του endosulfan, και ιδίως σχετικά με μεταβολίτες ή υπολείμματα που εμφανίζονται μόνο στο δεύτερο στάδιο αποικοδομήσεως, δηλαδή στο στάδιο της αποικοδομήσεως του πρωτογενούς μεταβολίτη, του θειικού endosulfan.

113    Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν οι προσφεύγουσες ενημερώθηκαν εγκαίρως για την προβληματική του άγνωστου μεταβολίτη καθώς και για το ότι ο μεταβολίτης αυτός είναι ουσιώδης για τις αναλύσεις των περιβαλλοντικών κινδύνων του endosulfan, και ιδίως πριν από τη συνάντηση του Ιανουαρίου του 2004, κατά την οποία οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι τέθηκε για πρώτη φορά το πρόβλημα του άγνωστου μεταβολίτη, πρέπει να παρατηρηθεί ευθύς εξ αρχής ότι από τη δικογραφία προκύπτει ότι διάφορα σχόλια και διάφορες αιτήσεις δεδομένων που έγιναν πριν από το 2004 αναφέρουν την ανησυχία των εκτιμητών σχετικά με την κατανόηση τόσο της πορείας αποικοδομήσεως του endosulfan και των μεταβολιτών του όσο και της ταχύτητας αποικοδομήσεως.

114    Συγκεκριμένα, στο σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως του Δεκεμβρίου του 1999, εκτίθεται ότι «είναι αναγκαία ευρύτερη έρευνα της πορείας αποικοδομήσεως στο έδαφος και στο νερό» και ότι «πρέπει να προταθεί ορθή κινητική αποικοδομήσεως (πορεία και ποσοστό)». Επίσης, εκτίθεται ότι «τα προϊόντα αποικοδομήσεως του endosulfan είναι στην πλειονότητά τους οργανοχλωριούχα και θα μπορούσαν να είναι ανθεκτικά και να δημιουργήσουν περιβαλλοντικό πρόβλημα».

115    Επιπλέον, τα συμπεράσματα του εν λόγω σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως αναφέρουν «αυξημένη ανθεκτικότητα, στο έδαφος, ενός υπολείμματος που αποτελείται από διάφορους χλωριούχους μεταβολίτες, οι οποίοι ναι μεν σε ατομική βάση μπορεί να μην υπερβαίνουν το επίπεδο του 10 % της δόσεως που χρησιμοποιήθηκε, πλην όμως όλοι μαζί μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλη ποσότητα υπολειμμάτων». Επίσης, διευκρινίζονται τα εξής:

«Βάσει της χημικής τους δομής, είναι θεμιτό να αναμένεται ότι οι φυσικοχημικές ιδιότητες των ενώσεων αυτών είναι όμοιες και, γενικά, ανθεκτικές και βιοσυσσωρεύσιμες. Κατά συνέπεια, είναι υποχρεωτικό και απαραίτητο να γίνει ενδελεχής μελέτη της πορείας αποικοδομήσεως της ενώσεως αυτής.»

116    Εξάλλου, τα πρακτικά μιας επισκέψεως στο INIA τον Δεκέμβριο του 1999, που συνέταξαν οι προσφεύγουσες, αναφέρουν ότι «πρέπει να αποδειχθεί σαφώς ότι αποικοδομείται ο χλωριούχος πυρήνας και να προσδιοριστούν τα προϊόντα αποικοδομήσεως».

117    Δύνανται ακόμη να αναφερθούν τα πρακτικά μιας συναντήσεως της 25ης Αυγούστου 2001, όπου εκτίθενται τα εξής:

«Το ζήτημα της επιδράσεως άλλων μεταβολιτών εκτός από το θειικό endosulfan στο έδαφος και ο οικοτοξικολογικός αντίκτυπός τους έχει τεθεί και πλέον είναι σημαντικότατο λαμβανομένου υπόψη του σαφούς μηνύματος του Δρα T. ότι οι οικοτοξικολογικές μελέτες που υποβλήθηκαν πρόσφατα για τους άλλους μεταβολίτες οδηγούν σαφώς στο συμπέρασμα ότι οι μεταβολίτες αυτοί έχουν επίδραση όσον αφορά την τοξικότητα. Ως εκ τούτου, η επίδρασή τους πρέπει τελικά να στηριχθεί στα αποτελέσματα των υπό εξέλιξη μελετών περιβαλλοντικής χημείας στο έδαφος και στα ιζήματα. Αν εμφανίζονται μόνο σε ήσσονες ποσότητες, η επίδρασή τους θα αποκλειστεί. Στην αντίθετη περίπτωση, μπορούν να αναμένονται μείζονες συνέπειες για το πρόγραμμα οικοτοξικολογικών δοκιμών.»

118    Από την πιο πάνω εξέταση των έγγραφων αποδείξεων προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να αρνηθούν ότι σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας είχαν ενημερωθεί για την ανάγκη να διευκρινιστεί η πορεία αποικοδομήσεως του endosulfan, καθόσον σχετικές αιτήσεις είχαν γίνει το αργότερο στις αρχές του 2000. Εξ αυτών προκύπτει και ότι, την ίδια εποχή και το αργότερο τον Αύγουστο του 2001, οι προσφεύγουσες είχαν ενημερωθεί για την ανησυχία των εκτιμητών σχετικά με την ανθεκτικότητα ορισμένων μεταβολιτών και ότι, αν κρινόταν ότι οι μεταβολίτες αυτοί έχουν επίδραση, ο αντίκτυπος θα ήταν σημαντικός για τις τοξικολογικές αναλύσεις. Επομένως, οι προσφεύγουσες είχαν την ευκαιρία να διευκρινίσουν τον τρόπο αποικοδομήσεως του endosulfan, ο οποίος συνιστούσε ουσιώδες ζήτημα για την ανάλυση των περιβαλλοντικών κινδύνων. Ωστόσο, βάσει των μελετών που υποβλήθηκαν μέχρι τον Μάιο του 2003, συνήχθη στη συνέχεια ότι η πορεία αποικοδομήσεως δεν ήταν σε επαρκή βαθμό σαφής, συμπέρασμα το οποίο οι προσφεύγουσες αμφισβητούν και σχετικά με το οποίο, άλλωστε, μπόρεσαν να προβάλουν πρόσθετα επιχειρήματα. Πάντως, μια τέτοια ουσιαστική διαφωνία δεν μπορεί να συγχέεται με το ζήτημα αν οι προσφεύγουσες είχαν κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως πραγματική ευκαιρία να διευκρινίσουν την πορεία αποικοδομήσεως του endosulfan ούτε με το αν οι εκτιμητές ανέφεραν τη σημασία του ζητήματος αυτού για την ανάλυση των κινδύνων.

119    Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα αν κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως στις προσφεύγουσες αντιτάχθηκαν κατευθυντήριες γραμμές που είχαν γίνει το αντικείμενο διαφόρων τροποποιήσεων οι οποίες κατέστησαν αδύνατον να τηρηθούν οι διαδικαστικές προθεσμίες του Μαΐου του 2002 και του Μαΐου του 2003, πρέπει να διευκρινιστεί ευθύς εξ αρχής ότι η Επιτροπή δύναται να ορίσει προσανατολισμούς για την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας με πράξεις που δεν προβλέπονται από το άρθρο 249 ΕΚ, εφόσον οι πράξεις αυτές περιέχουν ενδεικτικούς κανόνες σχετικά με τον προσανατολισμό που πρέπει να υπάρξει και δεν αφίστανται από τους κανόνες της Συνθήκης. Ο κοινοτικός δικαστής εξακριβώνει αν η προσβαλλόμενη πράξη στοιχεί με τους προσανατολισμούς αυτούς. Ωστόσο, κείμενα που είναι μόνο σχέδια δεν δύνανται να επιφέρουν αυτοπεριορισμό της εν λόγω διακριτικής ευχέρειας (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑70/99, Alpharma κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3495, σκέψεις 140 έως 142). Κατά συνέπεια, η νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να αξιολογηθεί με γνώμονα όχι τις προαναφερθείσες κατευθυντήριες γραμμές, αλλά τις διατάξεις της οδηγίας 91/414 (βλ., στο ίδιο πνεύμα και κατ’ αναλογίαν, προαναφερθείσα απόφαση Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψη 146).

120    Επιπλέον, η εξέταση της αιτιάσεως αυτής, η οποία διατυπώθηκε με ευρύτατο τρόπο στο δικόγραφο της προσφυγής, πρέπει να περιοριστεί στα συγκεκριμένα παραδείγματα, που οι προσφεύγουσες ανέφεραν με το δικόγραφο της προσφυγής τους, περιπτώσεων που τους αντιτάχθηκαν κανόνες που προέρχονται από κατευθυντήριες γραμμές οι οποίες έγιναν το αντικείμενο διαφόρων τροποποιήσεων, καθόσον, κατά το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το οποίο έχει εφαρμογή στη διαδικασία ενώπιον του Πρωτοδικείου σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού, και κατά το άρθρο 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλομένων ισχυρισμών. Ως εκ τούτου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο ισχυρισμός επί του οποίου στηρίζεται η προσφυγή, οπότε η απλώς και μόνον αφηρημένη αναφορά του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του Κανονισμού Διαδικασίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιανουαρίου 1995, T‑102/92, Viho κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑17, σκέψη 68).

121    Η αιτίαση ότι στις προσφεύγουσες αντιτάχθηκαν κατευθυντήριες γραμμές που έγιναν το αντικείμενο διαφόρων τροποποιήσεων, όπως η αιτίαση αυτή διευκρινίζεται στο δικόγραφο της προσφυγής, αφορά, πρώτον, ένα σχέδιο κατευθυντηρίων γραμμών για την επίδραση που έχουν στα επιφανειακά ύδατα οι μεταβολίτες των ελεγχομένων ουσιών, το οποίο σχέδιο εισήγαγε, στο κείμενο του Νοεμβρίου του 2001, ένα νέο κριτήριο επιδράσεως, και ειδικά μια απόλυτη τιμή ανώτερη των 10μg/l στα επιφανειακά ύδατα για όλους τους μεταβολίτες, ανεξάρτητα από την τοξικότητά τους. Οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές ολοκληρώθηκαν μόλις τον Φεβρουάριο του 2003. Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν γιατί τον Νοέμβριο του 2001 ήταν πολύ αργά να παρουσιαστούν μελέτες που περιλαμβάνουν το κριτήριο αυτό. Ούτως ή άλλως, διαπιστώνεται ότι ισχυρίζονται ότι τον Μάιο του 2003 υπέβαλαν εμπρόθεσμα μελέτες που ελάμβαναν υπόψη το κριτήριο αυτό. Άλλωστε, όπως προβάλλει η Επιτροπή, από τον Νοέμβριο του 2000 υπάρχει γνώμη της επιστημονικής επιτροπής φυτοφαρμάκων, γνώμη η οποία ήταν προσιτή μέσω Διαδικτύου και αναφέρει ότι ο προσδιορισμός των μεταβολιτών πρέπει να πάει όσο μακριά γίνεται. Επιπλέον, από το παράρτημα II της οδηγίας 91/414, όπως τροποποιήθηκε το 1995 με την οδηγία 95/36/ΕΚ της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 1995 (ΕΕ L 172, σ. 8), προκύπτει ότι οι επιχειρήσεις που ανακοινώνουν μια δραστική ουσία ενόψει του ενδεχομένου καταχωρίσεώς της στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 οφείλουν να φροντίζουν ώστε «να ταυτοποιείται, ει δυνατόν, επίσης η παρουσία μεμονωμένων συστατικών των οποίων η αναλογία είναι μικρότερη του 10 % της ποσότητας της προστιθέμενης δραστικής ουσίας». Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι το εν λόγω κριτήριο ήταν «νέο» το 2001 ή ότι εφαρμόστηκε αναδρομικά.

122    Η αιτίαση των προσφευγουσών ότι τους αντιτάχθηκαν κατευθυντήριες γραμμές που έγιναν το αντικείμενο διαφόρων τροποποιήσεων αφορά, δεύτερον, κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την οικοτοξικότητα στο νερό και στο έδαφος οι οποίες χαράχθηκαν τον Οκτώβριο του 2002 και απαίτησαν για πρώτη φορά να γίνεται διάκριση μεταξύ «ησσόνων» μεταβολιτών στο έδαφος (<10 %) και «μειζόνων» μεταβολιτών στο έδαφος (>10 %) προκειμένου να αξιολογείται η επίδρασή τους για την εκτίμηση των βλαπτικών συνεπειών της δραστικής ουσίας. Πάντως, από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το κριτήριο αυτό δεν ήταν νέο, καθόσον από το 1995 περιλαμβανόταν στο παράρτημα II της οδηγίας 91/414.

123    Ούτως ή άλλως, η άποψη των εκτιμητών να λάβουν υπόψη μεταβολίτες που ναι μεν σε ατομική βάση δεν υπερβαίνουν το όριο του 10 % αλλά το υπερβαίνουν δυνητικά μαζί με άλλους μεταβολίτες είχε εκτεθεί στα συμπεράσματα του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως (βλ. σκέψη 115 της παρούσας αποφάσεως).

124    Τέλος, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι οι προσφεύγουσες στην πραγματικότητα αμφισβητούν την καταλληλότητα του ορίου αυτού για τους μεταβολίτες μεταβολιτών. Πάντως, πιο κάτω θα εξεταστούν οι αιτιάσεις με τις οποίες αμφισβητούνται το όριο αυτό και η εφαρμογή του εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 133 επ. της παρούσας αποφάσεως).

125    Τρίτον, όσον αφορά το ζήτημα αν οι εκτιμητές θεμιτά μπορούσαν να θέσουν το πρόβλημα του μεταβολίτη ενός μεταβολίτη και του κινδύνου από την ανθεκτικότητά του στο έδαφος καθόσον το πρόβλημα αυτό απορρέει από μελέτη που έγινε με άλλον σκοπό από τις προσφεύγουσες, πρέπει να σημειωθεί ότι σαφέστατα δεν έχει σημασία για την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 το με ποια μελέτη τέθηκε ένα δυνητικό πρόβλημα για το περιβάλλον, αρκεί να πρόκειται για έγγραφο επί του οποίου οι προσφεύγουσες μπόρεσαν να λάβουν θέση. Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι είναι μια μελέτη των ίδιων των προσφευγουσών η οποία επιβεβαίωσε για τους εκτιμητές την ύπαρξη του προβλήματος του μεταβολίτη ενός μεταβολίτη. Διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν κανένα βάσιμο επιχείρημα που να εμποδίζει την Επιτροπή να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα μιας τέτοιας μελέτης.

126    Τέταρτον, όσον αφορά το ζήτημα αν το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη το ίσο με 10 % κατώτατο όριο επιδράσεως για τους μεταβολίτες μεταβολιτών αντίκειται στις κατευθυντήριες γραμμές και επομένως στηρίζεται σε κριτήριο που δεν απορρέει από το εφαρμοστέο κανονιστικό πλαίσιο, διαπιστώνεται ότι η διατύπωση της εν λόγω αιτιάσεως «δεν υπάρχει κοινοτική επιταγή ή κατευθυντήρια γραμμή σχετικά με την αξιολόγηση του μεταβολίτη όταν η αρχική ύλη δεν είναι η μητρική ουσία» είναι πολύ αφηρημένη. Η αιτίαση αυτή συνδέεται με την αμφισβήτηση από τις προσφεύγουσες ενός ισχυρισμού που περιέχεται στο σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως, κατά τον οποίο οι μελέτες σχετικά με την αποικοδόμηση του endosulfan δείχνουν «αυξημένη ανθεκτικότητα, στο έδαφος, ενός υπολείμματος που αποτελείται από διάφορους χλωριούχους μεταβολίτες, οι οποίοι ναι μεν σε ατομική βάση μπορεί να μην υπερβαίνουν το επίπεδο του 10 % της δόσεως που χρησιμοποιήθηκε, πλην όμως όλοι μαζί μπορούν να δημιουργήσουν μεγάλη ποσότητα υπολειμμάτων». Για να δοθεί απάντηση στην αιτίαση αυτή, πρέπει να εξεταστεί αν οι έννοιες που χρησιμοποιούνται στην οδηγία 91/414 και στα παραρτήματά της ορίζονται με αρκούντως ευρύ τρόπο έτσι ώστε οι εκτιμητές να μπορούν να λάβουν υπόψη τις δυνητικά βλαπτικές συνέπειες του μεταβολίτη ενός μεταβολίτη.

127    Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, πρέπει να σημειωθεί ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 91/414 ορίζει ότι μια δραστική ουσία καταχωρίζεται στο παράρτημα I αν μπορεί να προεξοφληθεί ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν τη δραστική αυτή ουσία θα πληρούν ειδικά την εξής προϋπόθεση: «τα υπολείμματά τους […] δεν έχουν βλαβερή επίδραση στην υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή στα υπόγεια ύδατα ή μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον και μπορούν, εφόσον είναι σημαντικά από τοξικολογική ή περιβαλλοντική άποψη, να μετρηθούν με μεθόδους γενικής χρήσης». Το άρθρο 2, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας ορίζει τον όρο «υπολείμματα φυτοπροστατευτικών προϊόντων» ευρέως ως «μία ή περισσότερες ουσίες, παρούσες εντός ή επί των φυτών ή των προϊόντων φυτικής προέλευσης, των βρώσιμων προϊόντων ζωικής προέλευσης ή αλλού στο περιβάλλον, προερχόμενες από τη χρήση φυτοπροστατευτικού προϊόντος περιλαμβανομένων των μεταβολιτών τους και των προϊόντων που προέρχονται από την αποικοδόμηση ή την αντίδρασή τους». Επιπλέον, τα παραρτήματα II και III της οδηγίας 91/414, τα οποία αφορούν τους φακέλους αξιολογήσεως, σε πολλές περιπτώσεις αναφέρουν αιτήσεις δεδομένων σχετικών με προϊόντα αποικοδομήσεως των δραστικών ουσιών εν ευρεία εννοία. Επομένως, η οδηγία 91/414 είναι εκείνη που επιτρέπει στους εκτιμητές να εξετάσουν τη συμπεριφορά των παραγώγων προϊόντων. Υπό τις συνθήκες αυτές και ελλείψει συγκεκριμένων αποδείξεων περί του αντιθέτου, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εκτιμητές υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν θέλησαν να διευκρινιστεί η πορεία αποικοδομήσεως του μεταβολίτη του θειικού endosulfan και όταν εφάρμοσαν στα παράγωγα προϊόντα του το περί ου πρόκειται κατώτατο όριο επιδράσεως. Συνεπώς, είναι αβάσιμη η αιτίαση ότι η εξέταση αυτή αντίκειται σε κατευθυντήριες γραμμές. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ή προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας όταν θεώρησε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να ληφθούν υπόψη παράγωγα προϊόντα του endosulfan που σε ατομική βάση έχουν λιγότερο από 10 % της δραστικής ουσίας endosulfan αλλά περισσότερο από 10 % του μεταβολίτη θειικού endosulfan.

128    Τέλος, απορριπτέο είναι και το επιχείρημα ότι οι εκτιμητές θέλησαν έτσι να υπάρχει «κίνδυνος μηδέν» και επέβαλαν στις προσφεύγουσες μια probatio diabolica στηρίζοντας την απόφαση μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 σε έλλειψη πληροφοριών και όχι σε συγκεκριμένους κινδύνους, καθόσον από την ανάλυση που έγινε πιο πάνω προκύπτει ότι η Επιτροπή ήθελε να αποδειχθεί μια ασφαλής χρήση αλλά ότι τούτο είχε ως συνέπεια για την Επιτροπή να κατανοηθεί η συμπεριφορά του μεταβολίτη του θειικού endosulfan. Πάντως, δεν αποδείχθηκε ότι η άποψη αυτή ήταν προδήλως εσφαλμένη. Ούτως ή άλλως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι απέδειξαν μια ασφαλή χρήση και ένα αποδεκτό επίπεδο ανθεκτικότητας και τοξικότητας για τον εν λόγω μεταβολίτη, οπότε πρέπει να κριθεί αλυσιτελές το επιχείρημα ότι η Επιτροπή τους επέβαλε να προσκομίσουν αποδείξεις που επιστημονικώς ήταν αδύνατον να βρεθούν.

129    Πέμπτον, όσον αφορά την αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι από την πλευρά του κράτους μέλους εισηγητή δεν υπήρξε ανταπόκριση σχετικά με την προβληματική του άγνωστου μεταβολίτη, και ιδίως μη επιστροφή πληροφοριών σχετικά με περιβαλλοντικά ζητήματα κατά την περίοδο 2001-2004, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως σημειώνουν η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας, η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει υποχρεώσεις ανακοινώσεως ή επιστροφής πληροφοριών με γνώμονα τις οποίες υποχρεώσεις θα μπορούσαν να κριθούν ανεπαρκείς οι πολυάριθμες συναντήσεις και ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ του κράτους μέλους εισηγητή και των προσφευγουσών. Όσον αφορά το σχόλιο στην έκθεση ECCO 106, το οποίο επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες και με το οποίο οι προσφεύγουσες παρακλήθηκαν «να συνεργαστούν στενότατα με τον Ισπανό εισηγητή για να μην υπάρξουν παρανοήσεις σχετικά με τα δεδομένα που [έπρεπε] να παρασχεθούν ή τις προθεσμίες που [έπρεπε] να τηρηθούν», διαπιστώνεται ότι είναι δύσκολο να μετρηθεί, λαμβανομένης υπόψη μιας επιταγής που διατυπώθηκε με τόσο γενικό τρόπο, αν ήταν επαρκής η ανταπόκριση από την πλευρά του κράτους μέλους εισηγητή.

130    Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και που είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με τη διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2006, C‑28/05, Dokter κ.λπ., Συλλογή 2006, σ. I‑5431, σκέψη 74 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131    Όσον αφορά το ζήτημα αν, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, σχετικά με την επίμαχη περίοδο από τον Αύγουστο του 2001 μέχρι τον Ιανουάριο του 2004, κατά την οποία στις προσφεύγουσες, αφενός, δεν επιστράφηκαν πληροφορίες σχετικά με την τύχη και συμπεριφορά στο περιβάλλον και την οικοτοξικολογικότητα και, αφετέρου, επιστράφηκαν ανεπαρκείς πληροφορίες ειδικά από ένα πρόσωπο, τον κ. Τ., συμβεβλημένο εμπειρογνώμονα ειδικό στους τομείς αυτούς, τα περιστατικά αυτά συνιστούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία τους είναι αντιφατική καθόσον ισχυρίζονται ότι τον Μάιο του 2002 υπέβαλαν μελέτες που, κατ’ αυτές, έλυσαν το ζήτημα του άγνωστου μεταβολίτη. Κατά συνέπεια, είναι δύσκολο να γίνει κατανοητό πώς ένας μεγαλύτερος αριθμός συναντήσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε άλλο τελικό αποτέλεσμα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πάντως, μια ατασθαλία μπορεί να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως μόνον εφόσον δύναται να θίξει με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος και ως εκ τούτου να επηρεάσει το περιεχόμενο της εν λόγω αποφάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1980, 30/78, Distillers Company κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙ, σ. 465, σκέψη 26). Κατά συνέπεια, η αιτίαση είναι αλυσιτελής.

132    Ούτως ή άλλως, η αιτίαση αφορά, τουλάχιστον εν μέρει, το ζήτημα που εξετάστηκε πιο πάνω αν η προβληματική του άγνωστου μεταβολίτη και ειδικότερα ο ουσιώδης χαρακτήρας του για την ανάλυση των περιβαλλοντικών κινδύνων του endosulfan τέθηκε μόνο κατά τη συνάντηση του Ιανουαρίου του 2004. Πάντως, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, οι προσφεύγουσες είχαν ενημερωθεί πολύ πριν από τη συνάντηση αυτή για την ανάγκη να προσδιοριστεί η πορεία αποικοδομήσεως του endosulfan και για τη σημασία του ζητήματος αυτού για την ανάλυση των κινδύνων. Έτσι, είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν μελέτες που διευκρίνιζαν την πορεία αποικοδομήσεως, αλλά δεν συμφωνούν με τους εκτιμητές ως προς τα συμπεράσματα των εν λόγω μελετών, ιδίως δε όσον αφορά την επίδραση του μεταβολίτη του θειικού endosulfan, την ανθεκτικότητά του και την τοξικότητά του. Πάντως, η ύπαρξη ουσιαστικής διαφωνίας ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από κάποια μελέτη δεν αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε δυνατότητα γνωστοποιήσεως μιας συγκεκριμένης απόψεως και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών.

133    Έκτον, όσον αφορά την αιτίαση των προσφευγουσών ότι προσκόμισαν επιστημονικές αποδείξεις ως προς το ότι, αφενός, ο μεταβολίτης του θειικού endosulfan δεν φθάνει το πιο περιοριστικό και ίσο με 10 % κριτήριο επιδράσεως για τον μεταβολίτη ενός μεταβολίτη και, αφετέρου, ο εν λόγω μεταβολίτης μεταβολίτη που βρέθηκε στο έδαφος δεν είναι κατάλληλος για την αξιολόγηση της οικοτοξικολογικότητας και της συμπεριφοράς του endosulfan στο περιβάλλον καθόσον δεν είναι ανθεκτικός και είναι λιγότερο τοξικός απ’ ό,τι η ίδια η δραστική ουσία, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται στην ουσία ότι το endosulfan έπρεπε να καταχωριστεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, καθόσον είναι εσφαλμένα τα συμπεράσματα των εκτιμητών σχετικά με την επίδραση που έχει ο μεταβολίτης ενός μεταβολίτη του endosulfan. Κατά συνέπεια, με την υπό εξέταση αιτίαση αμφισβητούνται επιστημονικά συμπεράσματα στα οποία στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω αιτίαση προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως.

134    Πάντως, από συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 44, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, και του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο πρέπει μεταξύ άλλων να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών και ότι απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν αυτοί στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ο ισχυρισμός με τον οποίο αναπτύσσεται ένας ισχυρισμός που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο και συνδέεται στενά με αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός. Αντιθέτως, πρέπει να κρίνεται απαράδεκτος ένας ισχυρισμός που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στηρίζεται σε νομικά ή πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Συγκεκριμένα, στις περιστάσεις αυτές τίποτα δεν εμπόδιζε τις προσφεύγουσες να προβάλουν τον ισχυρισμό αυτόν με το δικόγραφο της προσφυγής τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 2001, C‑430/00 P, Dürbeck κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑8547, σκέψεις 17 έως 19).

135    Σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Πρωτοδικείου με την οποία τις κάλεσε να απαντήσουν στο επιχείρημα της Επιτροπής ότι η αμφισβήτηση της επιστημονικής αξιολογήσεως που αποτελεί υπόβαθρο της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι νέο επιχείρημα που δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής και ως εκ τούτου πρέπει να κριθεί απαράδεκτο, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι νομικοί λόγοι που προβάλλονται με το δικόγραφο της προσφυγής, και ιδίως η παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ, του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 και της αρχής της αριστείας και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών συμβουλών, αφήνουν σαφώς να νοηθεί ότι οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η επιστημονική αξιολόγηση που αποτελεί υπόβαθρο της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ανακριβής, και ειδικότερα καθόσον η αξιολόγηση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη όλα τα διαθέσιμα στοιχεία που είχαν προσκομίσει. Άλλωστε, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, όταν εξέτασαν τα επίμαχα επιστημονικά ζητήματα λεπτομερέστερα στο υπόμνημα απαντήσεως, απλώς και μόνον αμφισβήτησαν τα πραγματικά επιχειρήματα της Επιτροπής χωρίς να προβάλουν νέους λόγους ακυρώσεως.

136    Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί, όσον αφορά τη με το δικόγραφο της προσφυγής επίκληση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ, του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 και της αρχής της αριστείας και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών συμβουλών, ότι από την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο των ισχυρισμών οι οποίοι περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει χωρίς αμφιβολία ότι οι ισχυρισμοί αυτοί αφορούν το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε την υποχρέωση να λάβει στην ανάλυσή της υπόψη μελέτες που υποβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες μετά από κάποια καταληκτική ημερομηνία, πράγμα που είναι ζήτημα το οποίο έχει σχέση με τον τρόπο που η Επιτροπή εφάρμοσε τη διαδικασία αξιολογήσεως αλλά δεν αφορά μια επί της ουσίας αμφισβήτηση των συμπερασμάτων της, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο συνυπολογισμός των εγγράφων που δεν έγιναν δεκτά θα είχε οδηγήσει σε διαφορετική τελική απόφαση επί της ουσίας. Όσο για το επιχείρημα ότι η αιτίαση των προσφευγουσών περιορίζεται στην αμφισβήτηση πραγματικών επιχειρημάτων που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης, ούτε το επιχείρημα αυτό δύναται να ευδοκιμήσει, καθόσον από το υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει σαφώς ότι, μέσω της εν λόγω αιτιάσεως, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι στηρίζεται σε εσφαλμένη από ουσιαστικής και επιστημονικής απόψεως βάση το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η πορεία αποικοδομήσεως της δραστικής ουσίας δεν είναι σαφής και ότι από μελέτες της αποικοδομήσεως στο έδαφος και στο νερό ή στα ιζήματα και από μελέτες του μεσοκόσμου ανακαλύφθηκαν άγνωστοι μεταβολίτες. Πάντως, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής είχαν σαφώς ως σκοπό να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον τρόπο που η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό, και ειδικά την άρνησή της να λάβει υπόψη ορισμένες αποδείξεις, και όχι το περιεχόμενο του συμπεράσματος αυτού.

137    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η αιτίαση αυτή περιορίζεται να αναπτύξει έναν ισχυρισμό που προβλήθηκε προηγουμένως. Επιπλέον, δεν αποδείχθηκε ότι για τις προσφεύγουσες δεν ήταν δυνατόν να προβάλουν τον ισχυρισμό αυτόν με το δικόγραφο της προσφυγής. Κατά συνέπεια, είναι απαράδεκτη η αιτίαση με την οποία προβάλλεται ότι όσον αφορά την επίδραση που έχουν μεταβολίτες μεταβολιτών είναι εσφαλμένα τα συμπεράσματα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

138    Ούτως ή άλλως, υπάρχει προφανής διαφωνία μεταξύ των διαδίκων σχετικά με τα επιστημονικά συμπεράσματα των μελετών των προσφευγουσών.

139    Όσον αφορά το ζήτημα αν ο μεταβολίτης του θειικού endosulfan φθάνει το κατώτατο όριο επιδράσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ο άγνωστος δευτερογενής μεταβολίτης αντιπροσωπεύει το 17 % του πρωτογενούς μεταβολίτη θειικού endosulfan, ο οποίος αντιπροσωπεύει το 13,4 % του μητρικού endosulfan, οπότε ο δευτερογενής μεταβολίτης αντιπροσωπεύει μόλις το 2,3 % του μητρικού endosulfan. Η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητούν τους υπολογισμούς αυτούς αλλά, όπως εξηγήθηκε πιο πάνω, θεωρούν ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη μεταβολίτες κάτω από το όριο του 10 % σε σχέση με τη μητρική ουσία endosulfan.

140    Όσο για την ανθεκτικότητα του μεταβολίτη του θειικού endosulfan, η ανθεκτικότητα αυτή μετρείται κυρίως με την ικανότητά του μετατροπής σε CO2 (ανοργανοποίηση) και με τον καθορισμό του ποσοστού του αποικοδομήσεως 50 και 90 %. Κατά τις προσφεύγουσες, από μια μελέτη που παρουσιάστηκε τον Μάιο του 2002 προκύπτει ότι το θειικό endosulfan αποικοδομείται κατά 35 % το έτος, πράγμα που αντιστοιχεί σε ποσοστό αποικοδομήσεως 9,5 % σε 100 ημέρες. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι οι σχετικές κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής απαιτούν ποσοστό ανοργανοποιήσεως ανώτερο του 5 % σε 100 ημέρες, οπότε είναι σαφές ότι ικανοποιήθηκε το κριτήριο αυτό. Πάντως, το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει ότι από τη σχετική μελέτη προκύπτει ότι η ανοργανοποίηση του endosulfan στο έδαφος είναι πιθανό να είναι κατώτερη του 5 %. Ο μέσος όρος ζωής του θειικού endosulfan (ποσοστό αποικοδομήσεως 50 %) κυμαίνεται μεταξύ 123 και 391 ημερών και η ανοργανοποίηση σε 120 ημέρες κυμαίνεται μεταξύ 1,01 και 13,08 %. Η μέση ανοργανοποίηση του θειικού endosulfan στοιχεί με εκείνη του endosulfan. Κατά συνέπεια, είναι θεμιτό το συμπέρασμα ότι το endosulfan αποικοδομείται σε θειικό endosulfan και ότι η ανοργανοποίηση του θειικού endosulfan κυμαίνεται μεταξύ 1,01 και 13,8 % σε 120 ημέρες και μεταξύ 5 και 35 % σε 365 ημέρες, αναλόγως του είδους του εδάφους. Στη μελέτη αυτή δεν διαπιστώθηκε κανένας από τους μεταβολίτες που εντοπίστηκαν και προσδιορίστηκαν στις προηγούμενες δοκιμές. Ωστόσο, υπάρχει ένας μεταβολίτης που εμφανίζεται σε επίπεδα πάνω από το 10 % της εφαρμοσμένης ραδιενέργειας. Όλες οι δοκιμές που έγιναν για τον προσδιορισμό του μεταβολίτη αυτού απέτυχαν, αλλά η δομή του είναι ανάλογη με αυτή των μεταβολιτών δικαρβοξυλικού οξέος ή dihidrodiol. Ο προσδιορισμός του μεταβολίτη αυτού είναι απαραίτητος για την απόδειξη της πορείας αποικοδομήσεως του endosulfan και για τον ορισμό των υπολειμμάτων που πρέπει να χρησιμοποιείται στις μελέτες επιτόπιας διασπάσεως.

141    Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως εκτέθηκε πιο πάνω, κατά πάγια νομολογία τα κοινοτικά όργανα έχουν, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον ορισμό των επιδιωκόμενων σκοπών και την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως. Στο πλαίσιο αυτό, ο επί της ουσίας έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας σημειώθηκε πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, όταν μια κοινοτική αρχή καλείται, στο πλαίσιο της αποστολής της, να προβεί σε περίπλοκες εκτιμήσεις, η διακριτική ευχέρεια που έχει ισχύει, σε κάποιο μέτρο, και για τη διαπίστωση των πραγματικών στοιχείων που αποτελούν τη βάση της δράσεώς της. Επομένως, εν προκειμένω, όπου τα κοινοτικά όργανα όφειλαν να προβούν σε επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και να εκτιμήσουν πολύ περίπλοκα πραγματικά στοιχεία επιστημονικής και τεχνικής φύσεως, πρέπει να είναι περιορισμένος ο δικαστικός έλεγχος ως προς τα αν τα κοινοτικά όργανα εκπλήρωσαν την αποστολή αυτή. Συγκεκριμένα, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων, που είναι τα μόνα στα οποία η Συνθήκη έχει αναθέσει την αποστολή αυτή. Αντιθέτως, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να περιοριστεί να εξακριβώσει στο πλαίσιο αυτό αν κατά την από τα κοινοτικά όργανα άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας δεν σημειώθηκε πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας (βλ. προαναφερθείσα στη σκέψη 119 απόφαση Alpharma κατά Συμβουλίου, σκέψεις 177 έως 180 και παρατιθέμενη νομολογία).

142    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι η Επιτροπή, όταν έκρινε ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη ο σχετικός μεταβολίτης μεταβολίτη και όταν αποφάσισε, με γνώμονα την ανθεκτικότητά του στο έδαφος, ότι η ανακριβής γνώση της συμπεριφοράς του εν λόγω μεταβολίτη δεν επιτρέπει προσήκουσα αξιολόγηση των κινδύνων του endosulfan για το περιβάλλον, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας ή υπερέβη προδήλως τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας.

143    Έβδομον, όσον αφορά το ζήτημα αν η τυποποίηση CS, οι αναθεωρημένες ΟΓΠ ή η χρήση σε θερμοκήπιο επέτρεπαν πραγματικά να διασκεδαστούν οι αμφιβολίες σχετικά με την παρουσία άγνωστου μεταβολίτη, διαπιστώνεται ότι, πέρα από το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής αφορούσαν μόνον το ζήτημα αν η Επιτροπή μπορούσε να αρνηθεί να λάβει υπόψη τα εν λόγω δεδομένα, ούτως ή άλλως το Πρωτοδικείο δεν δύναται να αποφανθεί επί του αντικτύπου της τυποποιήσεως CS, των αναθεωρημένων ΟΓΠ και της χρήσεως σε θερμοκήπιο εφόσον η Επιτροπή αρνήθηκε να τις λάβει υπόψη λόγω εκπρόθεσμης καταθέσεως και δεν είναι έργο του Πρωτοδικείου να υποκαταστήσει με μια δική του ανάλυση την εν προκειμένω ανάλυση της Επιτροπής. Όσο για το ζήτημα αν η Επιτροπή είχε δικαίωμα να αρνηθεί να λάβει υπόψη τις μελέτες σχετικά με τα θέματα αυτά, το ζήτημα αυτό θα εξεταστεί πιο κάτω.

144    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με την προβληματική του άγνωστου μεταβολίτη πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί της δεύτερης προβληματικής σχετικά με τον φάκελο CS

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

145    Κατά τις προσφεύγουσες, η εξέταση του endosulfan ήταν ελλιπής καθόσον δεν ελήφθη υπόψη ο φάκελος CS ο οποίος υποβλήθηκε εμπρόθεσμα. Ωστόσο, ακόμη και αν αναγνωριστεί ότι ο φάκελος CS υποβλήθηκε εκπρόθεσμα, η Επιτροπή όφειλε να τον λάβει υπόψη, καθόσον οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να τον υποβάλουν προηγουμένως. Άλλωστε, αντιθέτως με αυτό που ισχυρίζονται η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας, εφόσον ο φάκελος CS συμπλήρωνε τον αρχικό φάκελο που είχε κοινοποιηθεί σχετικά με την τυποποίηση EC η εξέταση του φακέλου CS θα απαιτούσε πολύ λίγο χρόνο (το πολύ τρεις μήνες), ιδίως αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το κράτος μέλος εισηγητής ήταν εξοικειωμένο με την τυποποίηση CS μέσω της εθνικής ανακοινώσεώς της. Αν είχε ληφθεί υπόψη ο φάκελος CS, θα είχε μπορέσει να προσδιοριστεί μια ασφαλής χρήση σε ανοικτούς χώρους και ως εκ τούτου να καταχωριστεί το endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, καθόσον οι εκτιμητές είχαν κάνει τις προσφεύγουσες να πιστεύσουν ότι με την τυποποίηση EC είχε προσδιοριστεί μια ασφαλής χρήση σε κλειστούς χώρους.

146    Κατά την Επιτροπή, την οποία υποστηρίζει το Βασίλειο της Ισπανίας, ο φάκελος CS κατατέθηκε εκπρόθεσμα, οπότε η Επιτροπή είχε δικαίωμα να αρνηθεί να τον λάβει υπόψη. Άλλωστε, τυχόν εξέταση του φακέλου CS θα είχε οδηγήσει το κράτος μέλος εισηγητή να επανεξετάσει ολόκληρη την αξιολόγηση του endosulfan.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

147    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες παρουσίασαν για πρώτη φορά την τυποποίηση CS στο κράτος μέλος εισηγητή σε συνάντηση της 17ης Ιουλίου 2002 αφού είχαν αναγγείλει αυτό το θέμα συζητήσεως με ηλεκτρονικό μήνυμα της 31ης Μαΐου 2002. Από τα πρακτικά της εν λόγω συναντήσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν ήθελαν να αντικαταστήσουν την τυποποίηση EC του endosulfan η οποία είχε ανακοινωθεί αρχικά, αλλά να προσθέσουν την τεχνολογία CS στον φάκελο για να επιτραπεί μια ασφαλής χρήση του endosulfan σε ανοικτούς χώρους. Από τα εν λόγω πρακτικά προκύπτει και ότι το INIA και το ΥΓΑΕ γνωστοποίησαν κατά την εν λόγω συνάντηση ότι η υποβολή νέου φακέλου βάσει του παραρτήματος III της οδηγίας 91/414 δεν είναι λογική εξ αιτίας του φόρτου εργασίας και της δυσκολίας να ληφθεί συγκατάθεση της Επιτροπής για μια τέτοια διαδικασία. Ωστόσο, οι προσφεύγουσες υπέβαλαν έναν φάκελο CS βάσει του παραρτήματος III της οδηγίας 91/414 τον Μάιο του 2003.

148    Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται στην ουσία ότι ο φάκελος CS υποβλήθηκε εμπρόθεσμα. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι σωστός. Η καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή δεδομένων, την οποία προέβλεπε ο κανονισμός 2266/2000 ο οποίος τροποποίησε το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κανονισμού 3600/92, ήταν η 25η Μαΐου 2002, εκτός για τα αποτελέσματα των ανατεθειμένων μακροπρόθεσμων μελετών που είχαν κριθεί αναγκαίες από το κράτος μέλος εισηγητή και από την Επιτροπή κατά την εξέταση του φακέλου και που δεν είχαν ολοκληρωθεί μέχρι την ημερομηνία αυτή. Τέτοιες μελέτες έπρεπε να προσδιοριστούν το αργότερο στις 25 Μαΐου 2001, οπότε μπορούσαν να υποβληθούν μέχρι τις 25 Μαΐου 2003. Σε μια εξαιρετική περίπτωση, όπως στην περίπτωση που το κράτος μέλος εισηγητής και η Επιτροπή δεν είχαν μπορέσει να προσδιορίσουν τέτοιες μελέτες πριν από τις 25 Μαΐου 2001, μπορούσε να υπάρξει άλλη καταληκτική ημερομηνία για την ολοκλήρωση των μελετών αυτών, αρκεί εκείνος που ανακοίνωσε τη δραστική ουσία να αποδείκνυε στο κράτος μέλος εισηγητή ότι τέτοιες μελέτες ανατέθηκαν τρεις μήνες από τότε που ζητήθηκε να γίνουν και να προσκόμιζε πριν από τις 25 Μαΐου 2002 πρωτόκολλο και έκθεση προόδου της μελέτης. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι τον Μάιο του 2003 εξακολουθούσαν να μπορούν να υποβάλουν τον εν λόγω φάκελο, αλλά είναι σαφές ότι η εφαρμοστέα ρύθμιση προέβλεπε τη δυνατότητα αυτή μόνο σε διαφορετικές από την παρούσα υπόθεση περιπτώσεις που είχαν οριστεί με σαφήνεια.

149    Δεύτερον, σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι υπέβαλαν τον φάκελο CS για να απαντήσουν σε μια συγκεκριμένη ανησυχία των εκτιμητών σχετικά με την υδατοτοξικότητα του endosulfan, για την οποία είχαν ενημερωθεί τον Οκτώβριο του 2001.

150    Πάντως, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν δίνουν καμία εξήγηση που να καθιστά δυνατό να κατανοηθεί γιατί δεν υπέβαλαν τον φάκελο CS πριν από την καταληκτική ημερομηνία της 25ης Μαΐου 2002 ή, τουλάχιστον, δεν προέβησαν σε διαβήματα προς την Επιτροπή για να αναγνωριστεί ρητώς ότι ο φάκελος CS μπορούσε να υποβληθεί ως μακροπρόθεσμη μελέτη μέχρι τις 31 Μαΐου 2003 σύμφωνα με την απόφαση 2001/810, αλλά περιορίζονται σε αόριστους ισχυρισμούς κατά τους οποίους η ετοιμασία ενός τέτοιου φακέλου απαιτεί χρόνο και οι επιστημονικές μελέτες για την αντιμετώπιση του προβλήματος της οικοτοξικολογίας υδάτων δεν ήσαν διαθέσιμες τον Οκτώβριο του 2001 λόγω φερομένων μεταβολών στις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την οικοτοξικολογία υδάτων τις οποίες άλλωστε δεν προσδιορίζουν.

151    Τρίτον, από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες εργάζονταν για την τυποποίηση αυτή εδώ και πολλά χρόνια. Κατά συνέπεια, υπό τις συνθήκες αυτές δύσκολα μπορεί να γίνει κατανοητό ότι ανέμεναν το τέλος της διαδικασίας για να υποβάλουν τον φάκελο CS ως έσχατη λύση για να αποδειχθεί μια ασφαλής χρήση του endosulfan. Τελικά, εν προκειμένω δεν αποτελεί αξιόπιστο επιχείρημα ούτε το γεγονός ότι η δυνατότητα περιορισμού των αποδείξεων σε μια ασφαλή χρήση εισήχθη μόλις το 2000 μέσω του κανονισμού 2266/2000, καθόσον τότε απέμενε πολύς χρόνος για να ετοιμαστεί ένας φάκελος που έπρεπε να υποβληθεί εντός των διαδικαστικών προθεσμιών.

152    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι η άρνηση της Επιτροπής να λάβει υπόψη τον φάκελο CS δεν φέρει το στίγμα πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, καθόσον οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι τους ήταν αδύνατον να υποβάλουν τον φάκελο CS πριν από τις 25 Μαΐου 2002. Κατά συνέπεια, η απάντηση στο ερώτημα αν η επανεξέταση του φακέλου CS θα απαιτούσε μερικούς μήνες ή περισσότερο δεν έχει σημασία για τη λύση της παρούσας διαφοράς, οπότε δεν είναι αναγκαίo να γίνει δεκτή ούτε η αίτηση των προσφευγουσών να οριστούν πραγματογνώμονες ή να ερωτηθεί εν προκειμένω το INIA.

153    Επιπλέον, όσον αφορά το γεγονός ότι το κράτος μέλος εισηγητής υπέδειξε κατά τη συνάντηση του Ιουλίου του 2002 να ζητηθούν εθνικές καταχωρίσεις σε ορισμένα κράτη μέλη για να στηριχθεί η τυποποίηση CS και το γεγονός ότι εκπρόσωποι του ΥΓΑΕ έκαναν τις προσφεύγουσες να πιστεύσουν ότι το ινστιτούτο αυτό πρόκειται να αξιολογήσει τον φάκελο CS βάσει του φακέλου της εθνικής καταχωρίσεως, γεγονός για το οποίο άλλωστε η μόνη απόδειξη αποτελείται από ένα εσωτερικό ηλεκτρονικό μήνυμα των προσφευγουσών, διαπιστώνεται ότι, ακόμη και παρά το ενδεχόμενο το ΥΓΑΕ και το INIA να λάβουν διαφορετική θέση εν προκειμένω, από τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν δύναται να συναχθεί ότι οι προσφεύγουσες μπορούσαν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι ο φάκελος CS θα ληφθεί υπόψη στη διαδικασία αξιολογήσεως. Συγκεκριμένα, από τα πρακτικά μιας συναντήσεως της 24ης Σεπτεμβρίου 2002 μεταξύ των προσφευγουσών και του ΥΓΑΕ προκύπτει ότι ένας φάκελος «παράρτημα III» για μια δεύτερη τυποποίηση έπρεπε, κατά το ΥΓΑΕ, να υποβληθεί το αργότερο τον Μάιο του 2003, υπό την επιφύλαξη όμως της συγκαταθέσεως της Επιτροπής. Πάντως, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν ότι δεν έλαβαν αυτή την άτυπη συγκατάθεση. Κατά συνέπεια, δεν διαψεύστηκε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγουσών, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι είχαν συγκεκριμένες, ανεξάρτητες αιρέσεων και συγκλίνουσες εξασφαλίσεις από έγκυρες και αξιόπιστες πηγές από τις οποίες εξασφαλίσεις οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να έχουν βάσιμες προσδοκίες ως προς το ότι θα ληφθεί υπόψη ο φάκελος CS και μέσω αυτού ως προς το ότι θα καταχωριστεί το endolsufan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑162/04, Branco κατά Επιτροπής, μη δημοσιευθείσα στη Συλλογή, σκέψη 119 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

154    Τέλος, όσον αφορά το ουσιαστικό ζήτημα αν η τυποποίηση CS καθιστά δυνατό να προσδιοριστεί μια ασφαλής χρήση του endosulfan σε ανοικτούς χώρους, πράγμα που αμφισβητούν η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας, διαπιστώνεται ότι, εφόσον ο φάκελος CS δεν ελήφθη υπόψη στη διαδικασία αξιολογήσεως που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, η απάντηση στο ερώτημα αυτό υπερβαίνει τα όρια της διαφοράς όπως αυτή υποβλήθηκε στο Πρωτοδικείο.

155    Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με την προβληματική του φακέλου CS πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί της τρίτης προβληματικής σχετικά με την έκθεση του χειριστή σε κλειστούς χώρους

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

156    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται στην ουσία ότι η προβληματική της εκθέσεως του χειριστή τέθηκε με το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως αλλά λύθηκε στη συνέχεια. Εν προκειμένω, αναφέρουν ιδίως την από τον Νοέμβριο του 2003 προσθήκη στην έκθεση αξιολογήσεως, στην οποία προσθήκη το κράτος μέλος εισηγητής ισχυρίζεται ότι η μελέτη που οι προσφεύγουσες υπέβαλαν σχετικά με την προστασία του χειριστή είναι «καλά τεκμηριωμένη» και ότι το σενάριο που είχε προταθεί για την εφαρμογή του endosulfan, το οποίο συνεπαγόταν τη χρησιμοποίηση προστατευτικού εξοπλισμού ο οποίος, ειδικότερα, περιελάμβανε γάντια, προστατευτικά ρούχα και μάσκα, είναι «αποδεκτό». Αναφέρουν επίσης πίνακες αξιολογήσεως ECCO που καταρτίστηκαν τον Μάρτιο του 2004, καθώς και τα πρακτικά της τριμερούς συναντήσεως από τα οποία προκύπτει ότι το κράτος μέλος εισηγητής είχε προσδιορίσει μια ασφαλή χρήση για τους χειριστές. Έτσι, η επανεμφάνιση της προβληματικής της εκθέσεως του χειριστή μετά την τριμερή συνάντηση το 2004 και ο συνυπολογισμός της ως καθοριστικού λόγου για τη μη καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 διαψεύδει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και προσβάλλει τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο να λάβει ένα μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας απαιτώντας από την Επιτροπή να προσκομίσει τα σχόλια των κρατών μελών που η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι προκάλεσαν τη μεταστροφή αυτή.

157    Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα λύθηκε με τις συρρικνωμένες ΟΓΠ που προτάθηκαν μετά τη λήξη των διαδικαστικών προθεσμιών και με νέες μελέτες σχετικά με τη χρήση του endosulfan σε θερμοκήπιο, που η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη.

158    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, ισχυρίζεται ότι η ομάδα εργασίας «Αξιολόγηση», η οποία εξαρτάται από τη μόνιμη επιτροπή, εξέτασε το ζήτημα της εκθέσεως του χειριστή στις 11 Μαρτίου 2004, δηλαδή πολύ πριν από την τριμερή συνάντηση, και ότι οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να γνωστοποιήσουν τις σχετικές παρατηρήσεις τους. Η αρχικά θετική αντίδραση του κράτους μέλους εισηγητή στηρίχθηκε σε συμπεράσματα από δεδομένα που συνελέγησαν επί τόπου, σε περιβόλια. Πάντως, μετά από πιο προχωρημένη συζήτηση, εμφανίστηκαν αμφιβολίες σχετικά με την αξιοπιστία των συμπερασμάτων αυτών. Αυτός είναι ο λόγος που η ομάδα εργασίας «Αξιολόγηση» συνήγαγε τελικά ότι δεν λύθηκε το πρόβλημα της εκθέσεως του χειριστή.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

159    Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με την προβληματική αυτή αφορούν το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο «τα διαθέσιμα στοιχεία δεν επιτρέπουν να εξεταστεί επαρκώς η έκθεση των χειριστών σε συνθήκες κλειστού χώρου».

160    Πρέπει να σημειωθεί ευθύς εξ αρχής ότι δεν αμφισβητείται από τις προσφεύγουσες ότι λόγος για ανεπάρκεια των δεδομένων που αρχικά υποβλήθηκαν από αυτές σχετικά με την προβληματική αυτή έγινε στις αρχές του 2000 στο σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως που ανέφερε μεταξύ άλλων ότι, εφόσον οι μελέτες τοξικότητας που υποβλήθηκαν αρχικά δεν κατέστησαν δυνατό να καθοριστεί μια δόση χωρίς παρατηρημένες επιβλαβείς συνέπειες που να είναι σωστή για τον υπολογισμό του αποδεκτού επιπέδου εκθέσεως του χειριστή, οι βραχυπρόθεσμες μελέτες δερματοτοξικότητας και τοξικότητας μέσω εισπνοής δεν κρίθηκαν αποδεκτές. Κατά συνέπεια, οι προσφεύγουσες είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν πρόσθετες μελέτες για να αποδείξουν συναφώς το αβλαβές του endosulfan μετά τις αμφιβολίες που διατυπώθηκαν εν προκειμένω στο σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως.

161    Στη συνέχεια, πρέπει να σημειωθεί ότι από το έγγραφο που οι προσφεύγουσες απηύθυναν στην Επιτροπή στις 24 Σεπτεμβρίου 2004 προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι μετά τη συνεδρίαση της ομάδας εργασίας «Αξιολόγηση» της 11ης Μαρτίου 2004 πρόσθετα δεδομένα ήσαν αναγκαία όσον αφορά το ζήτημα της εκθέσεως του χειριστή. Όσο για την τριμερή συνάντηση της 17ης Μαΐου 2004, από τα πρακτικά προκύπτει ότι, ακόμη και αν γίνεται λόγος για προσδιορισμό μιας ασφαλούς χρήσεως από το κράτος μέλος εισηγητή, πάλι έπρεπε να υποβληθούν πρόσθετα δεδομένα, ιδίως όσον αφορά τους εργαζόμενους σε θερμοκήπια και τους περαστικούς. Οι προσφεύγουσες υπέβαλαν τότε νέους υπολογισμούς, αλλά οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο κρίθηκαν τελικά ανεπαρκείς από την ομάδα εργασίας «Αξιολόγηση».

162    Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί και ότι η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας δεν αμφισβητούν ότι το τελευταίο, σε κάποια στιγμή της διαδικασίας αξιολογήσεως, προσδιόρισε μια ασφαλή χρήση όσον αφορά την έκθεση του χειριστή. Πάντως, κατ’ αυτούς, πρόκειται για συμπέρασμα από μια μελέτη που έγινε σε ανοικτούς χώρους, βάσει της οποίας το κράτος μέλος εισηγητής δέχθηκε το γεγονός ότι προστατευτικά ρούχα παρέχουν επαρκή προστασία στον χειριστή, επίσης σε κλειστούς χώρους, αλλά οι εμπειρογνώμονες των άλλων κρατών μελών δεν είχαν την ίδια άποψη.

163    Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να εξεταστεί αν έπρεπε να επιτραπεί στις προσφεύγουσες να υποβάλουν νέες μελέτες μετά την τριμερή συνάντηση και όχι μόνο να προβάλουν επιχειρήματα, πράγμα που ρητώς τους επετράπη, λαμβανομένου υπόψη ότι, κατ’ αυτές, το κράτος μέλος εισηγητής τις είχε κάνει σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας να πιστεύσουν ότι προσδιορίστηκε μια ασφαλής χρήση. Το ζήτημα αυτό συνδέεται με το ζήτημα της αρνήσεως εξετάσεως των αναθεωρημένων ΟΓΠ (βλ. πιο κάτω) η οποία εξέταση, κατά τις προσφεύγουσες, θα είχε καταστήσει δυνατό να λυθεί το πρόβλημα της προστασίας του χειριστή, αλλά δεν ελήφθη υπόψη καθόσον τέθηκε εκπρόθεσμα.

164    Πρέπει να σημειωθεί ευθύς εξ αρχής ότι από το κανονιστικό πλαίσιο προκύπτει σαφώς ότι στη διαδικασία αξιολογήσεως η άποψη του κράτους μέλους εισηγητή δεν είναι καθοριστική. Το κράτος μέλος εισηγητής συλλέγει τα δεδομένα και προτείνει μια απόφαση, αλλά τελικά η Επιτροπή είναι εκείνος που αποφασίζει βάσει της γνώμης της μόνιμης επιτροπής. Κατά συνέπεια, απλώς και μόνον το γεγονός ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας αξιολογήσεως το κράτος μέλος εισηγητής διατύπωσε μια άποψη σχετικά με τον προσδιορισμό μιας ασφαλούς χρήσεως για τον χειριστή δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκές για να δημιουργηθεί στις προσφεύγουσες η βεβαιότητα ότι το πρόβλημα αυτό λύθηκε στο σύνολό του, ιδίως δε αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι, ακόμη και στο στάδιο της τριμερούς συναντήσεως, η διατύπωση της τελικής απόψεως είχε ανασταλεί μέχρι τη λήψη πρόσθετων δεδομένων.

165    Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε ότι τα δικαιώματα άμυνας των προσφευγουσών, και ειδικότερα το δικαίωμά τους ακροάσεως, προσβλήθηκαν όσον αφορά γενικά το ζήτημα του χειριστή και ειδικά το ζήτημα της προστασίας του σε κλειστούς χώρους, καθόσον από τα πραγματικά περιστατικά που εκτέθηκαν πιο πάνω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες είχαν διάφορες ευκαιρίες να υποβάλουν μελέτες και ότι μπορούσαν να προβάλουν επιχειρήματα ακόμη και μετά την τριμερή συνάντηση, οπότε μπορούσαν να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα στη σκέψη 130 απόφαση Dokter κ.λπ., σκέψη 74 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, κατά τις προσφεύγουσες, οι μελέτες τους απέδειξαν την έλλειψη κινδύνου για τον χειριστή σε κλειστούς χώρους, αλλά η μόνιμη επιτροπή και η Επιτροπή είχαν διαφορετική γνώμη. Πάντως, μια ουσιαστική διαφωνία εν προκειμένω δεν μπορεί να εξομοιωθεί με προσβολή του δικαιώματός τους ακροάσεως. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να αμφισβητήσουν ενώπιον του Πρωτοδικείου τα συμπεράσματα που στην προσβαλλόμενη απόφαση η Επιτροπή συνήγαγε από τις σχετικές μελέτες, πράγμα που δεν έπραξαν, καθόσον επικέντρωσαν την προσφυγή τους στην υποχρέωση της Επιτροπής να τους δώσει νέες προθεσμίες και ειδικότερα να δεχθεί επανεξέταση του ζητήματος βάσει των συρρικνωμένων ΟΓΠ. Ούτως ή άλλως, πρέπει ακόμη να διευκρινιστεί ότι, όπως παρατηρούν η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας, από τη αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η απόφαση μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 στηρίζεται κυρίως στις αβεβαιότητες σχετικά με τον μη προσδιορισμό της πορείας αποικοδομήσεως του endosulfan και στην παρουσία άγνωστου μεταβολίτη. Επομένως, υπό τις συνθήκες αυτές, είναι αδιανόητο ότι, αν οι προσφεύγουσες είχαν τη δυνατότητα να διευκρινίσουν αργότερα το ζήτημα του χειριστή σε ανοικτούς χώρους, τούτο θα μπορούσε να οδηγήσει στο να έχει διαφορετικό τελικό αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση, οπότε ενδεχόμενη ατασθαλία στο σημείο αυτό δεν δύναται να οδηγήσει από μόνη της στην ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα στη σκέψη 131 απόφαση Distillers Company κατά Επιτροπής, σκέψη 26).

166    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το γεγονός ότι ένας από τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι η ανεπάρκεια της μελέτης σχετικά με την έκθεση του χειριστή σε κλειστούς χώρους, σχετικά με την οποία οι προσφεύγουσες μπορούσαν να πιστεύσουν ότι προηγουμένως το κράτος μέλος εισηγητής είχε προσδιορίσει μια ασφαλή χρήση, δεν είναι επαρκής βάση για να συναχθεί προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας ούτε συνιστά πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414.

167    Τέλος, όσον αφορά την αίτηση προσκομίσεως εγγράφων την οποία οι προσφεύγουσες υπέβαλαν με το υπόμνημα απαντήσεως προκειμένου το Πρωτοδικείο να καλέσει την Επιτροπή να προσκομίσει τις παρατηρήσεις των κρατών μελών μετά την τριμερή συνάντηση της 17ης Μαΐου 2004, με τις οποίες διατυπώθηκαν αμφιβολίες σχετικά με το ζήτημα της προστασίας του χειριστή σε κλειστούς χώρους, η Επιτροπή ισχυρίστηκε με το υπόμνημά της ανταπαντήσεως και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν διαθέτει τέτοια έγγραφα. Ούτως ή άλλως, από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το Πρωτοδικείο κρίνει ότι έχει αρκούντως διαφωτιστεί από τη δικογραφία, οπότε δεν είναι αναγκαίo να δεχθεί την αίτηση αυτή.

168    Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με την προβληματική της εκθέσεως του χειριστή σε κλειστούς χώρους πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

 Επί της τέταρτης προβληματικής σχετικά με τις αναθεωρημένες ΟΓΠ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

169    Κατά τις προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη τα επιχειρήματά τους σχετικά με τις αναθεωρημένες ΟΓΠ, οι οποίες αφορούν την πρόταση να εξεταστεί το endosulfan ως μεγαλύτερο διάλυμα από το διάλυμα που είχε γίνει το αντικείμενο αξιολογήσεως και μόνο για μία εφαρμογή κάθε εποχή, μολονότι η Επιτροπή είχε δεχθεί στην τριμερή συνάντηση να παρουσιαστούν νέες ΟΓΠ.

170    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, ισχυρίζεται ότι οι αναθεωρημένες ΟΓΠ προτάθηκαν εκπρόθεσμα, οπότε δεν ήταν υποχρεωμένη να τις λάβει υπόψη, ενώ ο συνυπολογισμός τους θα συνεπαγόταν να τεθεί υπό αμφισβήτηση ένα ολόκληρο κομμάτι της αξιολογήσεως.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

171    Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, γενικά, οι ΟΓΠ είναι οι κανόνες που πρέπει να τηρούνται κατά τη φύτευση και με τις καλλιεργητικές τεχνικές, προκειμένου να φθάσει στο βέλτιστο επίπεδό της η γεωργική παραγωγή, με μείωση όμως των κινδύνων για τον άνθρωπο και το περιβάλλον. Όσον αφορά τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα, τέτοιοι κανόνες αποκαλούνται επίσης «ορθές πρακτικές φυτοϋγείας». Από το κανονιστικό πλαίσιο και από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο των διαδικασιών αξιολογήσεως κατά την οδηγία 91/414, μια δραστική ουσία εξετάζεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες εφαρμογής που αφορούν, μεταξύ άλλων, τη δοσολογία και τη συχνότητα χρήσεως των φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν την ουσία αυτή.

172    Εν προκειμένω, η προβληματική των συρρικνωμένων ΟΓΠ αφορά την πρόταση των προσφευγουσών να εξεταστεί το endosulfan ως μεγαλύτερο διάλυμα από εκείνο που έγινε το αντικείμενο αξιολογήσεως και μόνο για μία εφαρμογή κάθε εποχή, πρόταση που υποβλήθηκε μετά την τριμερή συνάντηση, ειδικά με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2004. Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας συνέχισε να δέχεται νέα επιχειρήματα, αλλά η εισαγωγή νέων ΟΓΠ θα σήμαινε να τεθεί υπό αμφισβήτηση ένα ολόκληρο κομμάτι της αξιολογήσεως.

173    Διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών σχετικά με αυτή την πτυχή της διαδικασίας αξιολογήσεως δεν αναπτύχθηκε σε μεγάλο βαθμό, καθόσον οι προσφεύγουσες περιορίζονται, στο δικόγραφο της προσφυγής, να επικαλεστούν το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τις εν λόγω συρρικνωμένες ΟΓΠ μολονότι κατά την τριμερή συνάντηση είχε δεχθεί να το κάνει. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι από τα πρακτικά της τριμερούς συναντήσεως δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή δέχθηκε να προταθούν νέες ΟΓΠ. Επιπλέον, ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι ο συνυπολογισμός των συρρικνωμένων ΟΓΠ θα συνεπαγόταν να τεθεί υπό αμφισβήτηση ένα ολόκληρο κομμάτι της αξιολογήσεως δεν αντικρούστηκε με τα σχόλια των ίδιων των προσφευγουσών στο έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2004 με το οποίο πρότειναν στους εκτιμητές τις νέες ΟΓΠ, καθόσον οι προσφεύγουσες αναφέρουν εκεί ότι οι αναθεωρημένες ΟΓΠ θα διευκολύνουν την ανάλυση των κινδύνων, και ειδικότερα όσον αφορά την οικοτοξικολογικότητα και την αξιολόγηση της τύχης του endosulfan, πράγμα που σαφώς συνεπάγεται αμφισβήτηση σημαντικών πτυχών της διαδικασίας αξιολογήσεως και δεν αφορά μόνο νέα επιχειρήματα σε σχέση με την υπάρχουσα αξιολόγηση. Άλλωστε, πρέπει να σημειωθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι οι αναθεωρημένες ΟΓΠ δεν μπορούσαν να παρουσιαστούν νωρίτερα κατά τη διαδικασία, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι αναθεώρηση των ΟΓΠ είχε γίνει σε πρώιμα στάδια της διαδικασίας, και ειδικά το 2001 για να ικανοποιηθεί η επιταγή να παρουσιαστεί μια ασφαλής χρήση όπως προέβλεπε ο κανονισμός 2266/2000.

174    Επομένως, συνάγεται ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν οποιαδήποτε κατάσταση ανωτέρας βίας έτσι ώστε ο μη συνυπολογισμός, από τους εκτιμητές, των αναθεωρημένων ΟΓΠ τον Ιούλιο 2004 να φέρει το στίγμα πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως.

175    Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι οι αναθεωρημένες ΟΓΠ παρουσιάστηκαν για να αποτραπεί ο κίνδυνος εκθέσεως του χειριστή, πέρα από το γεγονός ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών είναι αντιφατική καθόσον διατείνονται ότι κατά την τριμερή συνάντηση κατάλαβαν ότι το ζήτημα της εκθέσεως του χειριστή έχει επιλυθεί στο σύνολό του, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, εφόσον το ζήτημα της εκθέσεως του χειριστή ήταν δευτερεύον σε σχέση με τις αμφιβολίες που οι εκτιμητές είχαν διατυπώσει ως προς την ύπαρξη άγνωστου μεταβολίτη, τυχόν ατασθαλία στο σημείο αυτό δεν δύναται να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον, ακόμη και αν το πρόβλημα της εκθέσεως του χειριστή είχε λυθεί, το πρόβλημα του άγνωστου μεταβολίτη θα είχε οδηγήσει στην ίδια απόφαση μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414.

176    Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι αιτιάσεις των προσφευγουσών σχετικά με τις αναθεωρημένες ΟΓΠ πρέπει να απορριφθούν.

 Επί της πέμπτης προβληματικής σχετικά με τη φερόμενη κατάταξη του endosulfan ως ΑΟΡ και ΑΒΤΟ

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

177    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται στην ουσία ότι στην προσβαλλόμενη απόφαση και στην αξιολόγηση που αποτελεί υπόβαθρό της ελήφθησαν ως βάση δύο επιστημονικά κριτήρια που δεν διευκρινίζονται στην οδηγία 91/414. Πρόκειται ειδικά για την κατάταξη μιας ουσίας ως ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ, κατάταξη που είναι σημαντική στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2000, για τη θέσπιση πλαισίου κοινοτικής δράσεως στον τομέα της πολιτικής των υδάτων (ΕΕ L 327, σ. 1), αλλά όχι στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414. Έτσι, η Επιτροπή εξηγεί, στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το endosulfan δημιουργεί ανησυχίες λόγω της ανθεκτικότητάς του και των πτητικών χαρακτηριστικών του που ανακαλύφθηκαν από τα αποτελέσματα διασυνοριακής παρακολουθήσεως, συμπέρασμα που απορρέει από την εφαρμογή του κριτηρίου ΑΟΡ. Επιπλέον ο όρος «ΑΟΡ» περιλαμβάνεται ρητώς στα πρακτικά της τριμερούς συναντήσεως, τα οποία αφιέρωσαν ένα ολόκληρο κεφάλαιο στο ζήτημα αυτό, και τα συμπεράσματα μιας συνεδριάσεως της ομάδας εργασίας «Αξιολόγηση» της 11ης Μαρτίου 2004 δείχνουν σαφέστατα ότι οι ανησυχίες που παρέμεναν σχετικά με αυτό το μόριο οφείλονταν ιδίως στο γεγονός ότι «η ουσία μπορεί να είναι και ΑΟΡ». Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 και διαψεύδει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγουσών ως προς το ότι η αξιολόγηση θα στηριζόταν μόνο σε επιστημονικά κριτήρια που εντάσσονται στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας.

178    Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα θα είχε λυθεί αν η Επιτροπή είχε λάβει υπόψη τα δεδομένα ως προς τη χρήση σε θερμοκήπιο.

179    Άλλωστε, σε αντίθεση με το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414, τα κριτήρια ΑΟΡ και ΑΒΤΟ και η οδηγία 2000/60 στηρίζονται στην έννοια του επικινδύνου και όχι του παρακινδυνευμένου.

180    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αμφισβητεί τον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε κριτήρια άλλα από εκείνα του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

181    Η προβληματική της φερόμενης κατατάξεως του endosulfan ως ΑΟΡ και ΑΒΤΟ αφορά το συμπέρασμα που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 8 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά το οποίο το endosulfan είναι πτητικό, ο κύριος μεταβολίτης του είναι ανθεκτικός και ανακαλύφθηκε από τα αποτελέσματα της παρακολουθήσεως περιοχών όπου δεν χρησιμοποιείται η ουσία αυτή.

182    Κατ’ αρχάς, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της αιτιάσεως αυτής, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται στην ουσία ότι το εν λόγω συμπέρασμα στηρίζεται σε ανάλυση που δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414 αλλά εμπίπτει στην οδηγία 2000/60. Η τελευταία οδηγία σκοπό έχει να βελτιωθεί η ποιότητα των υδάτων με τον προσδιορισμό και τη σταδιακή εξάλειψη σειράς επικινδύνων ουσιών και ορισμένων ρύπων στα ύδατα της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Οι περιεχόμενοι στην οδηγία 2000/60 ορισμοί των επικινδύνων ουσιών και των ρύπων αναφέρουν τις έννοιες των ΑΟΡ και ΑΒΤΟ. Κατά τις προσφεύγουσες, η οδηγία 2000/60 στηρίζεται σε αξιολόγηση του κινδύνου για το υδάτινο περιβάλλον ενώ η οδηγία 91/414 απαιτεί την εφαρμογή του στενότερου κριτηρίου του παρακινδυνευμένου για το περιβάλλον.

183    Διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι, όπως σημειώνουν οι προσφεύγουσες, τα κριτήρια ΑΟΡ και ΑΒΤΟ έγιναν το αντικείμενο συζητήσεων κατά την περίοδο αξιολογήσεως και η κατάταξη του endosulfan ως ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ ελήφθη υπόψη κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως. Τα πρακτικά της τριμερούς συναντήσεως της 17ης Μαΐου 2004, τα οποία συνέταξε η Επιτροπή, αφιερώνουν στο ζήτημα αυτό ειδικά ένα κεφάλαιο, όπου παρουσιάζονται τα συμπεράσματα του κράτους μέλους εισηγητή σχετικά με την κατάταξη του endosulfan ως ΑΟΡ και ΑΒΤΟ και ως προς την κατάταξη του endosulfan ως επικίνδυνης ουσίας στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/60. Τα πρακτικά αναφέρουν επίσης ότι, στο πλαίσιο της οδηγίας εκείνης, πρέπει να αποδειχθεί πλήρης ανοργανοποίηση της ουσίας. Τα ίδια πρακτικά αναφέρουν και τις αντιρρήσεις των προσφευγουσών σχετικά με τη χρησιμοποίηση κριτηρίων ΑΟΡ και ΑΒΤΟ στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414 και την επιχειρηματολογία τους ότι η πλήρης ανοργανοποίηση μιας ουσίας δεν αποτελεί σκοπό της οδηγίας 91/414. Επομένως, ο ισχυρισμός της Επιτροπής, κατά τον οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση ανεξάρτητα από κάθε συζήτηση σχετικά με το ζήτημα αν το endosulfan είναι ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ και ανεξάρτητα από κάθε κατάταξη του endosulfan βάσει της οδηγίας 2000/60, πρέπει να απορριφθεί.

184    Ωστόσο, από το γεγονός ότι η κατάταξη του endosulfan ως ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ ή η κατάταξή του βάσει της οδηγίας 2000/60 έγινε το αντικείμενο εξετάσεως κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως δεν μπορεί να συναχθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Αντιθέτως, από την πρώτη ματιά προκύπτει ότι το επίμαχο συμπέρασμα της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 44 της παρούσας αποφάσεως) δεν είναι ασύμβατο με τα κριτήρια του εν λόγω άρθρου 5, παράγραφος 1, τα οποία έχουν διατυπωθεί με ευρύ τρόπο και στηρίζονται σε ανάλυση των κινδύνων να υπάρξουν επιβλαβείς συνέπειες για την υγεία των ανθρώπων ή των ζώων ή για τα υπόγεια ύδατα ή να υπάρξει μη αποδεκτή επίδραση στο περιβάλλον (βλ. σκέψη 5 της παρούσας αποφάσεως).

185    Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι, ανεξάρτητα από το ζήτημα αν το endosulfan μπορεί να καταταγεί ως ΑΟΡ ή ως ΑΒΤΟ στο πλαίσιο της οδηγίας 2000/60, των προσφευγουσών έργο ήταν να αποδείξουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Πάντως, οι προσφεύγουσες δεν εξηγούν γιατί η κατάταξη μιας ουσίας ως ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ αποκλείει το να έχει η ουσία αυτή τις επιβλαβείς συνέπειες που αφορά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Επομένως, απλώς και μόνο το γεγονός ότι η κατάταξη του endosulfan ως ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ ή η κατάταξή του βάσει της οδηγίας 2000/60 έγινε το αντικείμενο εξετάσεως κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως δεν δύναται να αποτελέσει επαρκή λόγο ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ελλείψει πειστικών επιχειρημάτων που να αποδεικνύουν ότι τα συμπεράσματα της εν λόγω αποφάσεως είναι αντίθετα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Κατά συνέπεια, η αιτίαση είναι αβάσιμη.

186    Άλλωστε, από τα πιο πάνω προκύπτει ότι είναι αλυσιτελή τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται τόσο ότι η οδηγία 2000/60 στηρίζεται σε ανάλυση του επικινδύνου και η οδηγία 91/414 σε ανάλυση του παρακινδυνευμένου όσο και ότι διαψεύστηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των προσφευγουσών όσον αφορά την αποκλειστική εφαρμογή κριτηρίων που εντάσσονται στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414.

187    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι αιτιάσεις σχετικά με την προβληματική της φερόμενης κατατάξεως του endosulfan ως ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους.

188    Όσο για το ζήτημα αν η λύση της χρήσεως σε θερμοκήπιο, την οποία οι προσφεύγουσες πρότειναν στο τέλος της διαδικασίας αξιολογήσεως, ούτως ή άλλως έχει διασκεδάσει τις αμφιβολίες σχετικά με την πιθανή κατάταξη του endosulfan ως ΑΟΡ ή ΑΒΤΟ, πρέπει να γίνει παραπομπή στην πιο κάτω ανάλυση της προβληματικής τής χρήσεως σε θερμοκήπιο.

 Επί της έκτης προβληματικής σχετικά με τη χρήση σε θερμοκήπιο

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

189    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν λαμβάνει υπόψη την έσχατη λύση που πρότειναν και που συνίστατο στο να περιοριστεί το endosulfan στη χρήση σε θερμοκήπιο με τις συρρικνωμένες ΟΓΠ, πράγμα που συνιστά παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 και προσβολή των δικαιωμάτων τους άμυνας. Πάντως, η χρήση σε θερμοκήπιο θα είχε λύσει το πρόβλημα του άγνωστου μεταβολίτη, καθόσον το endosulfan δεν μπορεί να διεισδύσει στο έδαφος ή στα ύδατα έξω από το θερμοκήπιο.

190    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι η μη καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 για χρήση που περιορίζεται σε θερμοκήπιο συνιστά παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως.

191    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, ισχυρίζεται ότι είχε δικαίωμα να αρνηθεί να εξετάσει τη λύση της χρήσεως σε θερμοκήπιο, καθόσον η λύση αυτή προτάθηκε εκπρόθεσμα. Ούτως ή άλλως, η εν λόγω λύση δεν διασκεδάζει τις αμφιβολίες σχετικά με τον άγνωστο μεταβολίτη, καθόσον το θερμοκήπιο δεν είναι ένα εντελώς κλειστό περιβάλλον.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

192    Η προβληματική της χρήσεως σε θερμοκήπιο αφορά μια πρόταση που οι προσφεύγουσες υπέβαλαν μετά την τριμερή συνάντηση με έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2004 προς την Επιτροπή, με το οποίο ανέφεραν ότι είναι έτοιμες να υποστηρίξουν ως «το πιο πεσιμιστικό σενάριο» τη χρησιμοποίηση του endosulfan για ντομάτες σε θερμοκήπιο.

193    Σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Πρωτοδικείου για τους λόγους αυτής της εκπρόθεσμης υποβολής, οι προσφεύγουσες ανέφεραν ότι δεν μπόρεσαν να υποβάλουν την πρόταση νωρίτερα, καθόσον η ανησυχία σχετικά με την έκθεση του χειριστή εκφράστηκε μόνον κατά την τριμερή συνάντηση ενώ προηγουμένως είχαν οδηγηθεί στο να πιστεύσουν ότι το ζήτημα αυτό έχει επιλυθεί. Ωστόσο, εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι από το έγγραφο της 25ης Ιουνίου 2004 καθώς και από την επιχειρηματολογία των προσφευγουσών στο υπόμνημα απαντήσεως προκύπτει ότι η λύση της χρησιμοποιήσεως του endosulfan σε θερμοκήπιο για την καλλιέργεια ντοματών προτάθηκε για να δοθεί απάντηση στις παραμένουσες ανησυχίες των εκτιμητών, και ειδικότερα στην ανησυχία σχετικά με τον άγνωστο μεταβολίτη που πιο πάνω διαπιστώθηκε ότι οι προσφεύγουσες είχαν μπορέσει να την προσδιορίσουν το αργότερο το 2000.

194    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται επίσης ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να στηρίξει την άρνηση εξετάσεως της έσχατης αυτής λύσεως στον φερόμενο ελλιπή χαρακτήρα της αναλύσεως για τις ντομάτες θερμοκηπίου, καθόσον η χρήση αυτή αποτελεί μέρος της αρχικής ανακοινώσεως. Διατείνονται ακόμη ότι, μεταξύ του 2001 και του 2004, είχαν μάλιστα οδηγηθεί στο να πιστεύσουν ότι η χρήση του endosulfan για ντομάτες θερμοκηπίου δικαιολογεί την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Ωστόσο, και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, όπως το Βασίλειο της Ισπανίας εξήγησε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση χωρίς να αντικρουστεί από τις προσφεύγουσες, το endosulfan είχε ανακοινωθεί για δέκα χρήσεις στην ύπαιθρο και για μία χρήση στο θερμοκήπιο. Κατά συνέπεια, όπως είναι προφανές, η εξέταση του endosulfan εστιάστηκε στις περιβαλλοντικές συνέπειες της δυνητικά πιο προβληματικής χρήσεως, δηλαδή της χρησιμοποιήσεως του endosulfan σε ανοικτούς χώρους. Επομένως, από το γεγονός ότι τα συμπεράσματα της διαδικασίας αξιολογήσεως αφορούσαν στην ουσία τον κίνδυνο επιβλαβών συνεπειών του endosulfan σε ανοικτούς χώρους δεν μπορεί να συναχθεί ότι η χρήση σε θερμοκήπιο έπρεπε να θεωρηθεί συμβατή με το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Άλλωστε, μέχρι το τέλος της διαδικασίας αξιολογήσεως οι προσφεύγουσες συνέχισαν να ζητούν έγκριση για όλες τις εφαρμογές που είχαν ανακοινωθεί.

195    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν βάσιμα επιχειρήματα ως προς το ζήτημα γιατί δεν μπόρεσαν να υποβάλουν τη λύση αυτή νωρίτερα στο πλαίσιο της διαδικασίας αξιολογήσεως. Άλλωστε, διαπιστώνεται ότι, με το να υποβάλουν τόσο εκπρόθεσμα τη λύση αυτή και με το να συνεχίσουν να θέλουν να πετύχουν την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 για μια όσο ευρύτερη είναι δυνατόν χρήση, οι προσφεύγουσες εν γνώσει τους διέτρεξαν τον κίνδυνο να μην μπορέσουν να αποδείξουν, εντός των διαδικαστικών προθεσμιών, ότι το endosulfan ικανοποιεί τα κριτήρια του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414. Τέλος, όσον αφορά τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται παραβίαση των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης μεταχειρίσεως, τα επιχειρήματα αυτά θα εξεταστούν πιο κάτω στο πλαίσιο της εξετάσεως του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

196    Ούτως ή άλλως, πρέπει ακόμη να σημειωθεί ότι υπάρχει προφανής διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ως προς το αν ένα θερμοκήπιο είναι κλειστό περιβάλλον. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή προβάλλει εν προκειμένω αντιρρήσεις που δεν ασκούν επιρροή όσον αφορά την τοξικότητα για τα πτηνά, καθόσον δεν υπάρχουν πτηνά στα θερμοκήπια. Ωστόσο, από τη δικογραφία και από τα σχόλια του Βασιλείου της Ισπανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι πρόκειται και για άλλες ανησυχίες, οι οποίες παραδείγματος χάριν αφορούν την πιθανή διείσδυση του νερού στο έδαφος. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή και το Βασίλειο της Ισπανίας σαφώς δεν δέχονται τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι η λύση της χρήσεως σε θερμοκήπιο καθιστά δυνατό να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του άγνωστου μεταβολίτη. Πέρα από το γεγονός ότι, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, πρέπει να αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής σχετικά με αυτού του είδους περίπλοκες επιστημονικές αξιολογήσεις, η συζήτηση αυτή αποδεικνύει επίσης ότι, ακόμη και αν το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ο μη συνυπολογισμός της λύσεως της χρήσεως σε θερμοκήπιο, που οι προσφεύγουσες πρότειναν εκπρόθεσμα, συνιστά διαδικαστικό ελάττωμα το οποίο οδήγησε σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των προσφευγουσών, ουδόλως έχει αποδειχθεί ότι ο συνυπολογισμός της θα είχε οδηγήσει σε διαφορετική απόφαση. Εξ αυτών προκύπτει ότι η ατασθαλία αυτή δεν δύναται να έχει ως συνέπεια ότι στερείται νομιμότητας και επομένως είναι ακυρωτέα η προσβαλλόμενη απόφαση.

197    Επομένως, οι αιτιάσεις σχετικά με την προβληματική της χρήσεως σε θερμοκήπιο πρέπει να απορριφθούν.

 Επί της έβδομης προβληματικής σχετικά με τον αντίκτυπο που είχε η καθυστέρηση την οποία το κράτος μέλος εισηγητής και η Επιτροπή προκάλεσαν στη διαδικασία αξιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

198    Κατά τις προσφεύγουσες, τις οποίες υποστηρίζει η ECPA, το κράτος μέλος εισηγητής παρουσίασε το σχέδιό του εκθέσεως αξιολογήσεως μόλις τον Φεβρουάριο του 2000 κατά παράβαση του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3600/92, το οποίο τάσσει προθεσμία δώδεκα μηνών από την παραλαβή του πλήρους φακέλου. Εν προκειμένω, η ενημέρωση του φακέλου των προσφευγουσών έγινε στο τέλος του 1996. Κατά συνέπεια, στις προσφεύγουσες δεν ήταν δυνατόν να αντιταχθούν προθεσμίες για την υποβολή δεδομένων στο τέλος της διαδικασίας αξιολογήσεως, καθόσον το κράτος μέλος εισηγητής ήταν τουλάχιστον συνυπεύθυνο για την καθυστέρηση που σημειώθηκε. Επιπλέον, οι προσφεύγουσες απορρίπτουν τον ισχυρισμό της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας ότι οι προσφεύγουσες είναι εν μέρει υπεύθυνες για την καθυστέρηση που σημειώθηκε κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως.

199    Κατά την Επιτροπή, οι ίδιες οι προσφεύγουσες συνέβαλαν στην καθυστέρηση που τώρα επικρίνουν. Η Επιτροπή δέχεται ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν βάσει της οδηγίας 91/414, και ειδικότερα για το πρώτο στάδιο του προγράμματος εξετάσεως, απαίτησαν μεγαλύτερο χρόνο από τον προβλεπόμενο, αλλά τούτο είναι αλήθεια για όλες τις ουσίες και για όλους όσους ανακοίνωσαν ουσίες. Ωστόσο, δεν είναι σωστό να καταλογίζουν οι προσφεύγουσες όλες τις καθυστερήσεις στο κράτος μέλος εισηγητή και/ή στην Επιτροπή. Επιπλέον, όλες οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες δεν ήσαν οπωσδήποτε δυσμενείς για τις προσφεύγουσες, καθόσον το endosulfan μπόρεσε να μείνει πιο πολύ στην αγορά. Άλλωστε, αν η διαδικασία ήταν λιγότερο μακρά, δεν υπάρχει λόγος να υποτεθεί ότι το αποτέλεσμα θα ήταν διαφορετικό.

200    Το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζει τα επιχειρήματα της Επιτροπής και ισχυρίζεται επίσης ότι το μεγαλύτερο μέρος των καθυστερήσεων στη διαδικασία προκλήθηκε από τις ίδιες τις προσφεύγουσες, πράγμα που εμφανώς δείχνει αναμφισβήτητη πρόθεση να μη δοθεί τέλος στη διαδικασία.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

201    Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η παρούσα προβληματική αφορά στην ουσία το ζήτημα του αντικτύπου τον οποίο η καθυστέρηση που σημειώθηκε στη διαδικασία αξιολογήσεως κατά την περίοδο ετοιμασίας του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως μπορούσε να έχει για τη δυνατότητα των προσφευγουσών να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες του Μαΐου του 2002 και του Μαΐου του 2003.

202    Διαπιστώνεται ευθύς εξ αρχής ότι η παρουσίαση του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως από το κράτος μέλος εισηγητή έγινε με σημαντική καθυστέρηση σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού 3600/92, όπως έχει τροποποιηθεί, κατά το οποίο η εν λόγω έκθεση διαβιβάζεται στην Επιτροπή εντός προθεσμίας δώδεκα μηνών από την παραλαβή των φακέλων. Πάντως, εν προκειμένω, ο πλήρης φάκελος είχε κατατεθεί τον Απρίλιο του 1995, και είχε ενημερωθεί ένα έτος αργότερα, αλλά η έκθεση αξιολογήσεως παρουσιάστηκε στην Επιτροπή μόλις στις 22 Φεβρουαρίου 2000. Διαπιστώνεται ότι, στα δικόγραφά τους, ούτε η Επιτροπή ούτε το Βασίλειο της Ισπανίας δίνουν κάποια εξήγηση για τη σημαντική αυτή καθυστέρηση σε σχέση με το χρονοδιάγραμμα, αλλά περιορίζονται να επικαλεστούν ορισμένες καθυστερήσεις στη διαδικασία εξετάσεως που θεωρούν ότι οφείλονται στις προσφεύγουσες, πράγμα που οι τελευταίες αμφισβητούν. Σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, το Βασίλειο της Ισπανίας επέσυρε την προσοχή στις οργανωτικές δυσκολίες που αντιμετωπίστηκαν στην αρχή της διαδικασίας αξιολογήσεως, λαμβανομένων υπόψη του ότι επρόκειτο για νέα διαδικασία και του αριθμού των ουσιών για τις οποίες είχε οριστεί κράτος μέλος εισηγητής. Το Βασίλειο της Ισπανίας διευκρινίζει ότι πριν από τις 10 Μαΐου 1996 δεν υπήρχε εγκεκριμένος οργανισμός για να προβεί στις αξιολογήσεις και ότι από το 1996 μέχρι το 1998 ο εγκεκριμένος οργανισμός αξιολόγησε τη δραστική ουσία του endosulfan κρατώντας τις προσφεύγουσες ενήμερες για τα συμπεράσματά του. Το Βασίλειο της Ισπανίας αναφέρει επίσης ότι από τον Ιούλιο του 1998 οι προσφεύγουσες προσκόμισαν πρόσθετα έγγραφα με τα οποία τροποποίησαν ακόμη και τις ΟΓΠ, πράγμα που καθυστέρησε ακόμη περισσότερο την παρουσίαση του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως.

203    Είναι σαφές ότι η επιχειρηματολογία της Επιτροπής και του Βασιλείου της Ισπανίας εξηγεί μόνον εν μέρει τη σημαντική καθυστέρηση με την οποία παρουσιάστηκε το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως. Ωστόσο, πρέπει να υπομνησθεί ότι ένα διαδικαστική ελάττωμα επιφέρει την ακύρωση εν όλω ή εν μέρει μιας αποφάσεως μόνον αν έχει αποδειχθεί ότι, ελλείψει του ελαττώματος αυτού, η εν λόγω απόφαση θα μπορούσε να έχει διαφορετικό περιεχόμενο (απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Απριλίου 1986, 150/84, Bernardi κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1986, σ. 1375, σκέψη 28· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑2707, σκέψη 283, και της 5ης Απριλίου 2006, T‑279/02, Degussa κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑897, σκέψη 416· βλ. επίσης, στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1980, 209/78 έως 215/78 και 218/78, van Landewyck κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1980/ΙΙΙ, σ. 207, σκέψη 47).

204    Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, σημειώνεται ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών είναι αντιφατική. Πρώτον, δεν μπορούν να πείσουν ότι η καθυστέρηση σχετικά με την παρουσίαση του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως ήταν η αιτία της αδυναμίας τους να υποβάλουν δεδομένα εντός κάποιας προθεσμίας όταν ολόκληρη η επιχειρηματολογία τους στηρίζεται στο γεγονός ότι τα δεδομένα που δεν ελήφθησαν υπόψη αίρουν τις ανησυχίες που εκφράστηκαν εκπρόθεσμα κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως. Συγκεκριμένα, μόνο στην περίπτωση που η ανάγκη υποβολής πρόσθετης μελέτης είχε απορρεύσει από το σχέδιο εκθέσεως, η καθυστερημένη παρουσίασή του θα είχε μπορέσει να εμποδίσει τις προσφεύγουσες να τηρήσουν τις εν λόγω προθεσμίες και έτσι να έχει πραγματικό αντίκτυπο στην προσβαλλόμενη απόφαση. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες παραπονούνται ότι πριν από το 2000 δεν υπήρξε ανταπόκριση από την πλευρά του κράτους μέλους εισηγητή. Πάντως, είναι σαφές ότι ακόμη και πιο μεγάλη ανταπόκριση από εκείνη που απορρέει από τις αποδείξεις σχετικά με την αλληλογραφία μεταξύ των προσφευγουσών και του κράτους μέλους εισηγητή, οι οποίες υποβλήθηκαν με τα δικόγραφα και μνημονεύθηκαν στην απάντηση του τελευταίου στη γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, απλώς θα είχε μπορέσει να καθυστερήσει την παρουσίαση του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως. Επιπλέον, οι εν λόγω έγγραφες αποδείξεις δείχνουν αντιθέτως ότι οι προσφεύγουσες είχαν έντονη ανάμειξη στην κατάρτιση του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως, πράγμα που έπρεπε να τους δώσει τη δυνατότητα να βελτιώσουν την αξιολόγηση. Τρίτον, από τη δικογραφία προκύπτει ότι μερικές φορές οι ίδιες οι προσφεύγουσες συνέβαλαν στην καθυστέρηση υποβάλλοντας νέα δεδομένα ή νέες παραμέτρους ή, κατά το δεύτερο στάδιο εξετάσεως, μη τηρώντας πάντα τις ημερομηνίες που είχαν συμφωνηθεί για την υποβολή μελετών, οπότε είναι παρακινδυνευμένο να καθοριστεί σε ποιο μέτρο το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως, αν είχε παρουσιαστεί πιο πριν, θα είχε δώσει τη δυνατότητα να προσδιοριστούν νωρίτερα ορισμένες αμφιβολίες των εκτιμητών.

205    Κατά συνέπεια, η αιτίαση σχετικά με την προβληματική του αντικτύπου της καθυστερήσεως που προκλήθηκε από το κράτος μέλος εισηγητή και από την Επιτροπή πρέπει να απορριφθεί.

206    Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι η επί μέρους εξέταση των επτά θεμάτων δεν κατέστησε δυνατό να προσδιοριστεί ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως στην οποία η Επιτροπής υπέπεσε κατά την εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 ή προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας ή διάψευση οποιασδήποτε δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των προσφευγουσών. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν δύναται να γίνει δεκτό ούτε ότι το συνδυασμένο αποτέλεσμα των διαφόρων πτυχών της διαδικασίας αξιολογήσεως, το οποίο τέθηκε υπό αμφισβήτηση στο πλαίσιο των εν λόγω θεμάτων, δύναται να αποτελέσει επαρκή βάση για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον εντεύθεν δεν προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες περιήλθαν σε κατάσταση ανωτέρας βίας που τις εμπόδισε να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί, αφενός, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του και, αφετέρου, το δεύτερο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ

 Επιχειρήματα των διαδίκων

207    Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, διατείνονται ότι η Επιτροπή, με το να μην εξετάσει όλα τα δεδομένα που υποβλήθηκαν, περιλαμβανομένων εκείνων που υποβλήθηκαν πριν από τις προθεσμίες του Μαΐου του 2002 και του Μαΐου του 2003, και με το να στηρίξει την αξιολόγηση του endosulfan σε περιορισμένη και ελλιπή σειρά δεδομένων, παρέβη το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ. Συγκεκριμένα, ενώ η οδηγία 91/414 στηρίζεται ρητώς στο άρθρο 43 της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 37 ΕΚ), το οποίο χαράσσει κοινή γεωργική πολιτική, από τις αιτιολογικές της σκέψεις προκύπτει ότι έχει σκοπούς που συνδέονται με την εσωτερική αγορά, οπότε εφαρμογή έχει το άρθρο 95 ΕΚ. Έτσι, το άρθρο 4 της οδηγίας 91/414 εγγυάται την ελεύθερη κυκλοφορία των φυτοπροστατευτικών προϊόντων απαγορεύοντας στα κράτη μέλη να εμποδίσουν, για λόγους που συνδέονται με τα ζητήματα που εναρμονίζει η εν λόγω οδηγία, την εισαγωγή, την πώληση ή την έγκριση φυτοπροστατευτικών προϊόντων που είναι σύμφωνα με τις εναρμονισμένες διατάξεις. Επιπλέον, το ζήτημα της νομικής βάσεως της οδηγίας 91/414 δεν ασκεί επιρροή.

208    Βάσει του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ, η Επιτροπή, όταν θεσπίζει μέτρα στον τομέα της υγείας ή της προστασίας του περιβάλλοντος, οφείλει να λαμβάνει υπόψη τα πιο πρόσφατα δεδομένα, περιλαμβανομένης κάθε νέας εξελίξεως που στηρίζεται σε επιστημονικά στοιχεία. Επιπλέον, το άρθρο 152, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, ΕΚ αναφέρει ότι με τον ορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων. Το αποτέλεσμα του συνδυασμού των διατάξεων αυτών είναι ότι όλες οι αποφάσεις που εκδίδονται βάσει της οδηγίας 91/414 πρέπει να καθιστούν δυνατό να επιτευχθεί υψηλός βαθμός προστασίας με γνώμονα τα πιο πρόσφατα δεδομένα.

209    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, ισχυρίζεται ότι το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ δεν έχει εφαρμογή, καθόσον χρησιμεύει μόνο ως νομική βάση για τις πράξεις που εκδίδονται από το Συμβούλιο στο πλαίσιο διαδικασίας συναποφάσεως, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 251 ΕΚ, οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Πάντως, η οδηγία 91/414, η οποία είναι η νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως και των διαδικασιών αξιολογήσεως που αποτελούν υπόβαθρο της αποφάσεως αυτής, εκδόθηκε βάσει του άρθρου 43 της Συνθήκης ΕΚ, το οποίο δεν έχει σχέση με συναπόφαση.

210    Άλλωστε, μια γεωργική ρύθμιση όπως η οδηγία 91/414 μπορεί να έχει ως συνέπεια την εναρμόνιση εθνικών διατάξεων χωρίς να είναι αναγκαίo να χρησιμοποιηθεί το άρθρο 100 της Συνθήκης ΕΚ (νυν άρθρο 94 ΕΚ), εφόσον το άρθρο 38, παράγραφος 2, της Συνθήκης ΕΚ (νυν, κατόπιν τροποποιήσεως, άρθρο 32, παράγραφος 2, ΕΚ) εξασφαλίζει προτεραιότητα των ειδικών διατάξεων του γεωργικού τομέα έναντι των γενικών διατάξεων που αφορούν τη δημιουργία της κοινής αγοράς. Το γεγονός ότι ένα γεωργικό μέτρο λαμβάνει υπόψη και περιβαλλοντικά ή υγειονομικά ζητήματα δεν συνεπάγεται ότι το μέτρο αυτό εμπίπτει στους κανόνες της Συνθήκης που αφορούν το περιβάλλον. Για όμοιους λόγους, ούτε το άρθρο 152 ΕΚ ασκεί επιρροή.

211    Επιπλέον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια στον γεωργικό τομέα και ότι το Πρωτοδικείο και το Δικαστήριο έχουν ρητώς αναγνωρίσει ότι ο κανόνας αυτός ισχύει για τις διαδικασίες της οδηγίας 91/414.

212    Τέλος, η Επιτροπή αναφέρει ότι δεν κατανοεί γιατί η υποχρέωση συνυπολογισμού των πιο πρόσφατων διαθέσιμων επιστημονικών δεδομένων θα έπρεπε να είναι διαφορετική για τους κανόνες που αποτελούν υπόβαθρο της νομοθεσίας για την εσωτερική αγορά.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

213    Το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, του οποίου τη δυνατότητα εφαρμογής η Επιτροπή αμφισβητεί εν προκειμένω, ορίζει ότι η Επιτροπή, στις προτάσεις της προς το Συμβούλιο για να προσεγγίσουν οι μεν τις δε οι νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις των κρατών μελών οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη δημιουργία και τη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς στον τομέα της υγείας, της ασφάλειας, της προστασίας του περιβάλλοντος και της προστασίας των καταναλωτών, έχει ως βάση ένα υψηλό επίπεδο προστασίας λαμβάνοντας υπόψη ιδίως κάθε νέα εξέλιξη που βασίζεται σε επιστημονικά δεδομένα.

214    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες βεβαιώνουν με τα δικόγραφά τους ότι δεν αμφισβητούν τη νομιμότητα της οδηγίας 91/414 με γνώμονα το άρθρο 95, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά τη νομιμότητα των πράξεων που η Επιτροπή εξέδωσε βάσει της εν λόγω οδηγίας. Αναγνωρίζουν ότι αυτή καθ’ εαυτή η οδηγία 91/414 δεν αντίκειται στις προϋποθέσεις του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ, αλλά θεωρούν ότι ενισχύει τις προϋποθέσεις αυτές δεδομένου ότι το άρθρο 5 της οδηγίας 91/414 επαναλαμβάνει το κείμενο του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ απαιτώντας οι αποφάσεις να λαμβάνονται «με βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις». Έτσι, διαπιστώνεται ότι η επιχειρηματολογία που οι προσφεύγουσες αναπτύσσουν στο πλαίσιο αυτού του σκέλους του λόγου ακυρώσεως συγχέεται με εκείνη που ανέπτυξαν στο πλαίσιο του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που κρίθηκε ότι δεν είναι βάσιμοι. Κατά συνέπεια, και οι αιτιάσεις περί παραβάσεως του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ πρέπει να απορριφθούν χωρίς να χρειάζεται να αποφανθεί το Πρωτοδικείο επί της δυνατότητας εφαρμογής της εν λόγω διατάξεως.

215    Όσο για το άρθρο 152, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο οι προσφεύγουσες επικαλούνται επικουρικά και κατά το οποίο με τον ορισμό και την εφαρμογή όλων των πολιτικών και δράσεων της Κοινότητας εξασφαλίζεται υψηλό επίπεδο προστασίας της υγείας των ανθρώπων, διαπιστώνεται ότι δεν αναπτύσσεται αυτοτελής επιχειρηματολογία αλλά οι προσφεύγουσες περιορίζονται να αναφέρουν πάλι την υποχρέωση της Επιτροπής να λαμβάνει υπόψη τα πιο πρόσφατα δεδομένα. Κατά συνέπεια, και η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

216    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου

217    Στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ειδικότερα παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας (πρώτο σκέλος) και των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου (δεύτερο σκέλος), παράβαση της απαγορεύσεως υπερβάσεως ορίων (αναρμοδιότητα) (τρίτο σκέλος), της υποχρεώσεως επιμελούς και αμερόληπτης αξιολογήσεως (τέταρτο σκέλος) και της απαγορεύσεως καταχρήσεως εξουσίας (πέμπτο σκέλος), προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως (έκτο σκέλος) και παραβίαση της αρχής της αριστείας και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών γνωμών (έβδομο σκέλος), της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως (όγδοο σκέλος), της αρχής της υπεροχής των ειδικών διατάξεων έναντι των γενικών διατάξεων (ένατο σκέλος) και της αρχής του estoppel (δέκατο σκέλος). Το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει πρώτα και χωριστά το πρώτο σκέλος, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, και το όγδοο σκέλος, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πριν εξετάσει μαζί τα λοιπά σκέλη του τρίτου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

218    Κατά τις προσφεύγουσες, από τη νομολογία προκύπτει ότι, για να αποδειχθεί αν η απόφαση ενός κοινοτικού οργάνου τηρεί την αρχή της αναλογικότητας, πρέπει να εξακριβωθεί αν τα μέσα που η απόφαση αυτή χρησιμοποιεί είναι κατάλληλα για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και αν δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο όριο για την επίτευξή του. Εν προκειμένω, η απόφαση να μην εξεταστούν όλα τα δεδομένα που υποβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες αντίκειται στον σκοπό της οδηγίας 91/414, ο οποίος είναι να αξιολογείται η ασφάλεια των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των δραστικών συστατικών τους με γνώμονα τα κριτήρια που διευκρινίζονται στην εν λόγω οδηγία και «υπό το φως των πιο πρόσφατων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων», και δεν είναι το λιγότερο περιοριστικό μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός αυτός, εφόσον η απόφαση μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 οδηγεί στην απόσυρση του endosulfan από την αγορά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με ανεπανόρθωτες εμπορικές συνέπειες για τις προσφεύγουσες. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι εντελώς δυσανάλογο, ιδίως όταν απορρέει μόνον από τη βούληση να τηρηθούν τεχνητές προθεσμίες, όπως εν προκειμένω.

219    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται τις διατάξεις του Προέδρου του Δικαστηρίου της 21ης Οκτωβρίου 2003, C‑365/03 P(R), Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑12389), και του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 5ης Αυγούστου 2003, T‑158/03 R, Industrias Químicas del Vallés κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. II‑3041), από τις οποίες προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να επικαλεστεί τις προθεσμίες ως μοναδικό λόγο της αρνήσεως να εξετάσει τα νέα δεδομένα που είχαν υποβάλει. Η ελαφρά καθυστέρηση που θα είχε προκαλέσει η εξέταση των δεδομένων αυτών είναι πολύ μικρότερη από την πρόσθετη προθεσμία που είχε δοθεί στην IQV για την υποβολή νέων δεδομένων σχετικά με το metalaxyl και ασφαλώς αμελητέα σε σχέση με τη συνολική περίοδο αξιολογήσεως του endosulfan, η οποία επιμηκύνθηκε με την εκπρόθεσμη αξιολόγηση από το κράτος μέλος εισηγητή και ούτως ή άλλως δεν είχε λήξει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005 και ακόμη παρατάθηκε μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006.

220    Με το υπόμνημα απαντήσεως, οι προσφεύγουσες προσθέτουν ότι το endosulfan έπρεπε να καταχωριστεί στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 τουλάχιστον για χρήση σε θερμοκήπιο και ότι η λύση αυτή είναι ανάλογη με τους σκοπούς της εν λόγω οδηγίας και θα είχε εξασφαλίσει να αντιμετωπιστεί το endosulfan με τον ίδιο τρόπο όπως άλλες δραστικές ουσίες. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή δέχθηκε την καταχώριση του βήτα-cyfluthrin στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 με την αιτιολογία ότι «οι χρήσεις εκτός από τις χρήσεις για καλλωπιστικά φυτά θερμοκηπίου ή τις χρήσεις σχετικά με τη μεταχείριση σπόρων πολλαπλασιασμού δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένες ούτε είναι αποδεκτές με γνώμονα τα κριτήρια του παραρτήματος VI» και ότι, «για να στηριχθεί η έγκριση των χρήσεων αυτών, πρέπει να παρασχεθούν στα κράτη μέλη δεδομένα και πληροφορίες που να αποδεικνύουν το αποδεκτό των χρήσεων αυτών για τους καταναλωτές και για το περιβάλλον». Η ίδια συλλογιστική ακολουθήθηκε σχετικά με τη δραστική ουσία cyfluthrine και μπορούσε να ακολουθηθεί για το endosulfan.

221    Η ECPA υποστηρίζει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών και προσθέτει ότι εν προκειμένω η άρνηση της Επιτροπής να λάβει υπόψη όλα τα διαθέσιμα δεδομένα είναι ιδιαιτέρως δυσανάλογη, καθόσον το endosulfan και τα προϊόντα που το περιέχουν δεν συνεπάγονται επικείμενο ή αναγνωρισμένο κίνδυνο. Τέλος, η ECPA ισχυρίζεται ότι για να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος σκοπός υπάρχουν, δίχως άλλο, μέσα λιγότερο περιοριστικά απ’ ό,τι η απλώς και μόνον άρνηση καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Εν προκειμένω, οι επιλογές που υπήρχαν για να διασκεδαστούν οι αμφιβολίες που παρέμεναν ήσαν να μειωθεί η περίοδος καταχωρίσεως στο παράρτημα I της εν λόγω οδηγίας, να βελτιωθούν οι παράγοντες ασφάλειας, να επιβληθούν πρόσθετες προδιαγραφές σχετικά με τα δεδομένα και να αναλάβει εκείνος που είχε ανακοινώσει το endosulfan τη δέσμευση να προβεί σε πρόσθετες δοκιμές.

222    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αντιτίθεται στα επιχειρήματα των προσφευγουσών. Επιπλέον, αμφισβητεί το παραδεκτό της αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι είναι δυσανάλογη η μη καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 μόνο για χρήση σε θερμοκήπιο, καθόσον η Επιτροπή θεωρεί ότι το δικόγραφο της προσφυγής αναφέρεται στην αρχή της αναλογικότητας μόνον όσον αφορά τις προθεσμίες.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

223    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η γενική αρχή της αναλογικότητας απαιτεί οι πράξεις των κοινοτικών οργάνων να μην υπερβαίνουν τα όρια αυτού που είναι κατάλληλο και αναγκαίο για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο δεσμευτικό μέτρο και ότι τα προβλήματα που δημιουργεί δεν πρέπει να είναι υπέρμετρα σε σχέση με τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Μαρτίου 2006, C‑174/05, Zuid-Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu, Συλλογή 2006, σ. I‑2443, σκέψη 28 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

224    Επομένως, στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου ως προς το αν εφαρμόστηκε η αρχή αυτή, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που η Επιτροπή έχει στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεων σχετικά με την καταχώριση δραστικών ουσιών στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η νομιμότητα ενός μέτρου μπορεί να θιγεί μόνον όταν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα στη σκέψη 223 απόφαση Zuid-Hollandse Milieufederatie και Natuur en Milieu, σκέψη 29).

225    Άλλωστε, όπως σημειώθηκε στη σκέψη 81 της παρούσας αποφάσεως, από τις αιτιολογικές σκέψεις της οδηγίας 91/414 προκύπτει ότι η τελευταία έχει ως σκοπό, αφενός, να εξαλειφθούν τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων και να βελτιωθεί η φυτική παραγωγή και, αφετέρου, να προστατευθούν η υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς και το περιβάλλον.

226    Όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας στην απόφαση της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη δεδομένα που υποβλήθηκαν εκτός των διαδικαστικών προθεσμιών, πρέπει να υπομνησθεί ότι από τη συνδυασμένη εξέταση του κανονιστικού πλαισίου και της αποφάσεως IQV, στην οποία το Πρωτοδικείο προέβη στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως σχετικά με την καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 μιας ουσίας την οποία αφορά η διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, επιβάλλεται ένα moratorium αν εκείνοι που ανακοίνωσαν τη δραστική ουσία βρέθηκαν σε κατάσταση ανωτέρας βίας που τους εμπόδισε να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες για την υποβολή πρόσθετων πληροφοριών προκειμένου να αποδείξουν μια ασφαλή χρήση για τη σχετική δραστική ουσία.

227    Πάντως, από την πιο πάνω εξέταση κάθε επί μέρους προβληματικής προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι βρέθηκαν σε κατάσταση ανωτέρας βίας που τις εμπόδισε να υποβάλουν εντός των διαδικαστικών προθεσμιών τα δεδομένα που η Επιτροπή αρνήθηκε να λάβει υπόψη. Κατά συνέπεια, δεν δύναται να συναχθεί ότι η απόφαση της Επιτροπής να μη λάβει υπόψη τα σχετικά δεδομένα και τις σχετικές μελέτες συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

228    Άλλωστε, υπό τις συνθήκες αυτές, η απόφαση μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 δεν είναι δυσανάλογη ούτε κατά το μέρος που στηρίζεται στην έλλειψη επαρκών πληροφοριών που να επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι, όπως εκείνοι τους οποίους ορίζει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι, αφενός, οι στόχοι προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος, τους οποίους έχει η οδηγία 91/414, αντιτίθενται στο να αφεθεί στη διάκριση των παραγωγών της σχετικής δραστικής ουσίας η αναβολή της αποφάσεως καταχωρίσεως ή μη καταχωρίσεως της εν λόγω δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και, αφετέρου, οι εν λόγω παραγωγοί ούτως ή άλλως έχουν την ευκαιρία να πετύχουν να επανεξεταστεί η δραστική ουσία μέσω της διαδικασίας του άρθρου 6, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414.

229    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση των προσφευγουσών με την οποία προβάλλεται ότι, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έπρεπε να επιτρέψει την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 για χρήση σε θερμοκήπιο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής στο πλαίσιο αυτού του σκέλους αφορούν την απόφαση της Επιτροπής να μην επιτρέψει παράταση των προθεσμιών για την υποβολή δεδομένων. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις αυτές δεν αφορούν το αν η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δυσανάλογη καθόσον επέβαλε να αποσυρθεί από την αγορά το endosulfan ενώ έπρεπε να γίνει δεκτή μια λιγότερο περιοριστική λύση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αιτίαση των προσφευγουσών με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή έπρεπε να επιτρέψει την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 για χρήση σε θερμοκήπιο, αιτίαση η οποία προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως, πρέπει να κριθεί απαράδεκτη βάσει της νομολογίας που παρατέθηκε στη σκέψη 134 της παρούσας αποφάσεως. Άλλωστε, το γεγονός ότι η ΕCPA ανέφερε την εν λόγω αιτίαση στο υπόμνημά της παρεμβάσεως δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για νέο ισχυρισμό που οι προσφεύγουσες θα μπορούσαν να προβάλουν με το δικόγραφο της προσφυγής (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Απριλίου 2003, T‑114/02, BaByliss κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑1279, σκέψη 417). Ούτως ή άλλως, από την πιο πάνω εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως όταν αρνήθηκε να λάβει υπόψη τη λύση της χρήσεως σε θερμοκήπιο που οι προσφεύγουσες υπέβαλαν μετά τη λήξη των διαδικαστικών προθεσμιών. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν επέτρεψε την καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 για χρήση σε θερμοκήπιο.

230    Από όλα τα πιο πάνω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

 Επί του ογδόου σκέλους με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

231    Οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, ισχυρίζονται ότι η αξιολόγηση του endosulfan έγινε το αντικείμενο λιγότερο ευνοϊκής μεταχειρίσεως από την αξιολόγηση άλλων μορίων των οποίων η εξέταση υπόκειται στις ίδιες επιταγές, παραδείγματος χάριν του metalaxyl και του chlorpyrifos, σχετικά με τα οποία επιτράπηκαν πρόσθετες περίοδοι για την υποβολή και την αξιολόγηση νέων κρίσιμων δεδομένων.

232    Επιπλέον, η Επιτροπή αποφάσισε να παρατείνει μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006 την προθεσμία για την καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 όσον αφορά οκτώ δραστικές ουσίες. Λόγω της παρατάσεως της προθεσμίας μέχρι το τέλος του 2006, για οκτώ ουσίες που ανήκαν στο πρώτο στάδιο εξετάσεως, περιλαμβανομένων του fenarimol και του vinclozolin, επιτράπηκαν μεγαλύτερες περίοδοι διαθέσεως στην αγορά και όσοι ανακοίνωσαν τις ουσίες αυτές είχαν τη δυνατότητα να υποβάλουν νέα δεδομένα. Έτσι, για το vinclozolin η προθεσμία παρατάθηκε από το 1998 μέχρι το 2006 και για το fenarimol από το 1997 μέχρι το 2006, ενώ για το endosulfan παρατάθηκε μόλις από το 2001 μέχρι το 2005. Οι προσφεύγουσες υποβάλλουν έναν πίνακα ο οποίος δείχνει τις συνέπειες που η καθυστέρηση της αρχικής αξιολογήσεως από το κράτος μέλος εισηγητή είχε όσον αφορά τον αριθμό των συναντήσεων για την αξιολόγηση των δεδομένων και όσον αφορά την επιστροφή πληροφοριών μεταξύ εκείνων που ανακοίνωσαν τις σχετικές ουσίες και των δημόσιων αρχών που τις αξιολόγησαν. Έτσι, για το fenarimol και το vinclozolin έγιναν πιο συχνές συναντήσεις και σε μεγαλύτερο αριθμό πρόσθετων ετών προκειμένου να αναπτυχθούν νέα δεδομένα σε απάντηση της αξιολογήσεως και λαμβανομένης υπόψη της τεχνικής προόδου βάσει της οδηγίας 91/414. Επομένως, η Επιτροπή αντιμετώπισε, τουλάχιστον σε κάποιες περιπτώσεις, όμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο, παραβαίνοντας την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και το άρθρο 40, παράγραφος 3, ΕΚ.

233    Επιπλέον, η άνιση μεταχείριση όχι μόνον εκτείνεται στη μακρότερη περίοδο αξιολογήσεως των άλλων ουσιών που ανήκαν στον ίδιο κατάλογο με το endosulfan, αλλά δημιουργεί διαφορά και σχετικά τόσο με τα κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν για τη συνολική αξιολόγηση όσο και με το τελικό αποτέλεσμα της αξιολογήσεως του endosulfan.

234    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

235    Πρέπει να διευκρινιστεί ευθύς εξ αρχής ότι το άρθρο 40 ΕΚ αφορά την έκταση των εξουσιών του Συμβουλίου σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των εργαζομένων, οπότε δεν έχει σχέση με τις αιτιάσεις που προβάλλονται στο πλαίσιο του υπό εξέταση σκέλους του λόγου ακυρώσεως. Άλλωστε, οι προσφεύγουσες δεν έδωσαν καμία διευκρίνιση σχετικά με την επιρροή που θα μπορούσε να έχει η διάταξη αυτή. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις περί παραβάσεως της εν λόγω διατάξεως πρέπει να κριθούν απαράδεκτες βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 120 της παρούσας αποφάσεως.

236    Στη συνέχεια, πρέπει να υπομνησθεί ότι παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως υπάρχει μόνον όταν ανάλογες καταστάσεις αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο ή διαφορετικές καταστάσεις αντιμετωπίζονται με πανομοιότυπο τρόπο, εκτός αν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικά (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T-52/02, SNCZ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II-5005, σκέψη 109 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

237    Εν προκειμένω, ευθύς εξ αρχής διαπιστώνεται ότι, όπως αναφέρει η Επιτροπή, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με τη λύση που έγινε δεκτή για άλλες δραστικές ουσίες περιορίζονται στην απαρίθμηση παραδειγμάτων άλλων ουσιών για τις οποίες η λύση ήταν διαφορετική, χωρίς να εξηγείται γιατί το endosulfan έπρεπε να αντιμετωπιστεί με τον ίδιο τρόπο. Κατά συνέπεια, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να κριθούν απαράδεκτες βάσει της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 120 της παρούσας αποφάσεως. Άλλωστε και ούτως ή άλλως, το ουσιώδες ζήτημα που τίθεται στο πλαίσιο του υπό εξέταση σκέλους του λόγου ακυρώσεως είναι πάλι το ζήτημα του μη συνυπολογισμού των δεδομένων που υποβλήθηκαν εκπρόθεσμα, καθόσον προβάλλεται ότι η Επιτροπή θα είχε καταλήξει σε άλλη λύση και όχι σε αυτή της μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 για όλες τις εφαρμογές του μόνο στην περίπτωση που είχε δεχθεί να εξετάσει τα επιχειρήματα σχετικά με τις συρρικνωμένες ΟΓΠ, την τυποποίηση CS ή τη χρήση σε θερμοκήπιο.

238    Στη συνέχεια, όσον αφορά τα επιχειρήματα των προσφευγουσών με τα οποία η διαδικασία αξιολογήσεως του endosulfan συγκρίνεται με τις διαδικασίες αξιολογήσεως άλλων ουσιών, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες προβάλλουν συγκεκριμένα στοιχεία συγκρίσεως μόνο για το fenarimol και το vinclozolin. Ειδικά με το δικόγραφο της προσφυγής τους, υπέβαλαν έναν συγκριτικό πίνακα ο οποίος φέρεται ότι προέρχεται από την Επιτροπή και από τον οποίο, κατ’ αυτές, προκύπτει ότι για τις άλλες αυτές δραστικές ουσίες έγιναν πιο συχνές συναντήσεις και ακολουθήθηκε μακρότερη διαδικασία αξιολογήσεως με αποτέλεσμα να υπάρξουν πρόσθετες ευκαιρίες υποβολής νέων δεδομένων. Ισχυρίζονται ότι το endosulfan έγινε το αντικείμενο λιγότερων συναντήσεων αξιολογήσεως και υπήρξαν λιγότερες δυνατότητες περαιτέρω συζητήσεως, λόγω της αρχικής καθυστερήσεως στη διαδικασία αξιολογήσεως. Επιπλέον, για το fenarimol και το vinclozolin, η Επιτροπή δεν όρισε καταληκτική ημερομηνία για την υποβολή νέων δεδομένων. Άλλωστε, για τις δύο αυτές ουσίες, η απόφαση σχετικά με την καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 δεν είχε ακόμη εκδοθεί όταν ασκήθηκε η προσφυγή, δηλαδή τον Απρίλιο του 2006.

239    Σε απάντηση γραπτής ερωτήσεως του Πρωτοδικείου, η Επιτροπή ανέφερε ότι ο αριθμός των συζητήσεων ήταν μεγαλύτερος στην περίπτωση ουσιών για τις οποίες ήσαν δύσκολες οι αποφάσεις σχετικά με την αξιολόγηση και την αντιμετώπιση των κινδύνων. Επιπλέον, όσον αφορά το γεγονός ότι οι προθεσμίες υποβολής δεδομένων ήσαν διαφορετικές για τις εν λόγω ουσίες, η Επιτροπή αμφισβητεί ότι οι επιχειρήσεις που ανακοίνωσαν τις ουσίες αυτές μπόρεσαν να υποβάλουν νέα δεδομένα μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003 ή μέχρι τον Απρίλιο του 2004. Άλλωστε, οι εν λόγω επιχειρήσεις είχαν και αυτές να αντιμετωπίσουν νόμιμες προθεσμίες και δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν να υποβάλλουν νέα δεδομένα. Επιπλέον, δεν είναι σωστό να υποτεθεί ότι τυχόν πιο καθυστερημένη παρουσίαση του σχεδίου εκθέσεως αξιολογήσεως θα είχε αρνητικές συνέπειες για τη σχετική ουσία, καθόσον παραδείγματος χάριν το σχέδιο εκθέσεως αξιολογήσεως της ουσίας MCPB παρουσιάστηκε μόλις τον Δεκέμβριο του 2001, αλλά η ουσία αυτή καταχωρίστηκε στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 μέσω της οδηγίας 2005/57/ΕΚ της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, για τροποποίηση της οδηγίας 91/414 ώστε να καταχωριστούν τα MCPA και MCPB ως δραστικές ουσίες (ΕΕ L 246, σ. 14).

240    Όσον αφορά το fenarimol, η Επιτροπή εξηγεί ότι πρόκειται για αμφιλεγόμενη ουσία σχετικά με την οποία ήταν δύσκολο να αποφανθεί. Η μόνιμη επιτροπή δεν διατύπωσε γνώμη επί ενός σχεδίου οδηγίας για την έγκριση της ουσίας αυτής και η Επιτροπή πρότεινε δύο χωριστά νομοθετήματα τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο του 2006. Τελικά, το fenarimol καταχωρίστηκε στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 το 2006 υπό αυστηρούς όρους, και μεταξύ άλλων υπό τον όρο να γίνει αξιολόγηση μετά 18 μήνες, ενώ για το endosulfan επιτράπηκε περίοδος σταδιακής αποσύρσεως ίση σχεδόν με δύο έτη.

241    Όσον αφορά το vinclozolin, η μόνιμη επιτροπή πάλι δεν διατύπωσε γνώμη και η Επιτροπή πρότεινε τον Ιούνιο του 2006 την έκδοση οδηγίας για την καταχώριση της ουσίας αυτής στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Η Επιτροπή αναφέρει ότι το Συμβούλιο απέρριψε την πρόταση αυτή και ότι η ίδια δεν πρότεινε άλλο νομοθέτημα. Διευκρινίζει ότι, κατά συνέπεια, από την 1η Ιανουαρίου 2007 η ουσία αυτή δεν καλύπτεται πλέον από τις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 και πρέπει να έχει αποσυρθεί από την αγορά.

242    Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι από τις εξηγήσεις αυτές, τις οποίες άλλωστε οι προσφεύγουσες δεν προσπάθησαν να αμφισβητήσουν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, προκύπτει ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι για το fenarimol και το vinclozolin επιφυλάχθηκε ευνοϊκότερη μεταχείριση απ’ ό,τι για το endosulfan. Κατά συνέπεια, συνάγεται ότι, λαμβανομένων υπόψη ειδικά της ιδιαιτερότητας κάθε διαδικασίας εξετάσεως, η οποία καθιστά εξαιρετικά δύσκολες τις συγκρίσεις, και της διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής όσον αφορά τον τρόπο διεξαγωγής τόσο τεχνικών και περίπλοκων ερευνών, διακριτικής ευχέρειας η οποία αναφέρθηκε πολλές φορές πιο πάνω, οι προσφεύγουσες δεν απέδειξαν ότι δεν δικαιολογείται αντικειμενικά ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο εφαρμόστηκαν οι διαδικασίες αξιολογήσεως που συγκρίθηκαν.

243    Από τα πιο πάνω προκύπτει ότι το όγδοο σκέλος του τρίτου λόγου ακυρώσεως είναι αβάσιμο.

 Επί των λοιπών σκελών του τρίτου λόγου ακυρώσεως

244    Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, με το δεύτερο, το τρίτο, το τέταρτο, το πέμπτο, το έκτο, το έβδομο, το ένατο και το δέκατο σκέλος οι προσφεύγουσες προβάλλουν, αντιστοίχως, παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, παράβαση της απαγορεύσεως υπερβάσεως ορίων, της υποχρεώσεως επιμελούς και αμερόληπτης αξιολογήσεως και της απαγορεύσεως καταχρήσεως εξουσίας, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως και παραβίαση της αρχής της αριστείας και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών συμβουλών, της αρχής της υπεροχής των ειδικών διατάξεων έναντι των γενικών διατάξεων και της αρχής του estoppel.

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

245    Ευθύς εξ αρχής, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Επιτροπής να αξιολογήσει το endosulfan με γνώμονα κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία 91/414, όπως τα κριτήρια ΑΒΤΟ και ΑΟΡ, ή κανόνες που μεταβάλλονταν κατά τη διάρκεια της αξιολογήσεως, όπως οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τους μεταβολίτες, διαψεύδει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη τους και συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου σχετικά με την αξιολόγηση της δραστικής ουσίας τους μόνο στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας. Το Δικαστήριο συνέχεια επαναλαμβάνει τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, βάσει των οποίων οι συνέπειες της κοινοτικής νομοθεσίας πρέπει να είναι σαφείς και προβλέψιμες για όσους υπόκεινται σε αυτήν (απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Νοεμβρίου 1981, 212/80 έως 217/80, Meridionale Industria Salumi κ.λπ., Συλλογή 1981, σ. 2735, σκέψη 10). Η Επιτροπή, εφόσον τροποποίησε πολλές φορές τα κριτήρια αξιολογήσεως, έπρεπε τουλάχιστον να δώσει στις προσφεύγουσες επαρκή προθεσμία και επαρκείς ευκαιρίες για να προσαρμόσουν στα νέα κριτήρια την ανακοίνωση της δραστικής τους ουσίας. Επιπλέον, του κοινοτικού νομοθέτη έργο είναι να περιλάβει κάθε νέο κριτήριο αξιολογήσεως σε μια οδηγία, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής και σύμφωνα με τις κατάλληλες νομοθετικές διαδικασίες, και δεν είναι έργο της Επιτροπής να θεσπίσει νέες ρυθμίσεις με δική της πρωτοβουλία. Η χρησιμοποίηση κριτηρίων εκτιμήσεως που δεν προβλέπονται ρητώς από την οδηγία 91/414 αναιρεί τις αποφάσεις που στηρίχθηκαν στα νέα αυτά κριτήρια, όπως στην περίπτωση του endosulfan.

246    Στη συνέχεια, όσο για την απαγόρευση υπερβάσεως ορίων, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν είναι αρμόδια να αξιολογήσει το endosulfan με γνώμονα τα κριτήρια ΑΒΤΟ και ΑΟΡ ή με γνώμονα κανόνες περί μεταβολιτών τους οποίους κανόνες δεν αναφέρει ρητώς η οδηγία 91/414. Κατά πάγια νομολογία, ένα μέτρο εφαρμογής, που θεσπίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις μιας βασικής οδηγίας, πρέπει να ακυρωθεί όταν «μετέβαλε το περιεχόμενο των υποχρεώσεων που επιβάλλονται […] από τη βασική οδηγία, χωρίς να τηρηθεί η νομοθετική διαδικασία που προβλέπεται από τη Συνθήκη» (απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Ιουνίου 1996, C‑303/94, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1996, σ. I‑2943). Ούτως ή άλλως, η αξιολόγηση των χαρακτηριστικών ΑΟΡ και ΑΒΤΟ από την Επιτροπή ήταν επιφανειακή και έγινε χωρίς τεχνική ή νομική αρμοδιότητα.

247    Επιπλέον, όσον αφορά τη φερόμενη παράβαση της υποχρεώσεως επιμελούς και αμερόληπτης αξιολογήσεως, οι προσφεύγουσες υποστηριζόμενες από την ECPA, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να αξιολογήσει το αβλαβές του endosulfan βάσει αποτελεσμάτων τόσο από δεδομένα σχετικά με μια άλλη ουσία, το θειικό endosulfan και/ή άλλους άγνωστους μεταβολίτες, όσο από μια αξιολόγηση που έγινε μόνο σε επίπεδο ομάδας εργασίας σχετικά με το κριτήριο ΑΒΤΟ, αξιολόγηση που στηρίχθηκε στον κίνδυνο και δεν συνοδευόταν με συμπέρασμα βάσει της οδηγίας 2000/60. Η Επιτροπή όφειλε να αξιολογήσει το endosulfan με γνώμονα τις ιδιότητές του, βάσει πλήρους εκτιμήσεως των κινδύνων, και όχι με γνώμονα τις φερόμενες επικίνδυνες ιδιότητες χωριστών από χημική άποψη ουσιών, όπως οι μεταβολίτες, χρησιμοποιώντας σειρά ελλιπών δεδομένων. Άλλωστε, κατά τις προσφεύγουσες, από τα πρακτικά της τριμερούς συναντήσεως της 17ης Μαΐου 2004 προκύπτει ότι το κράτος μέλος εισηγητής και η Επιτροπή φαίνεται να επέλεξαν με αυθαίρετο τρόπο ορισμένα αποτελέσματα από δεδομένα σχετικά με το endosulfan που στηρίζουν ένα συγκεκριμένα συμπέρασμα, και επίτηδες αγνόησαν άλλα αποτελέσματα και τις προσαρμογές που επέφεραν οι προσφεύγουσες για να ικανοποιήσουν τις παραμένουσες ανησυχίες των εκτιμητών σχετικά με την ασφαλή χρήση που συνδέεται με την τυποποίηση CS. Έτσι, η Επιτροπή δεν προέβη σε επιμελή και αμερόληπτη αξιολόγηση του endosulfan.

248    Επιπλέον, όσον αφορά την φερόμενη ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας όταν δεν καταχώρισε το endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 με γνώμονα κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στην εν λόγω οδηγία και βάσει σειράς δεδομένων που επελέγησαν με αυθαίρετο τρόπο και δεν περιλαμβάνουν τα πιο πρόσφατα δεδομένα που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες. Τα συμπεράσματα της Επιτροπής όσον αφορά το endosulfan στηρίχθηκαν σε ελλιπή και περιορισμένα αποτελέσματα ή σε αποτελέσματα που ελήφθησαν με την εφαρμογή μεθοδολογίας που είχε επικεντρωθεί στον κίνδυνο βάσει της οδηγίας 2000/60, αλλά όχι βάσει της προβλεπομένης από την οδηγία 91/414 διαδικασίας αξιολογήσεως, πράγμα που δίνει την εντύπωση αυθαίρετης αποφάσεως μόνο και μόνο για να ενισχυθούν τα συμπεράσματα ως προς τις ΑΒΤΟ και/ή τους ΑΟΡ προκειμένου να στηριχθεί η απόφαση μη καταχωρίσεως του endosufan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414. Επιπλέον, η Επιτροπή και ο εισηγητής απαίτησαν να υποβληθούν ορισμένες μελέτες που δεν εντάσσονταν στο πλαίσιο της οδηγίας 91/414 και που δεν είχαν σχέση με συνθήκες πραγματικής χρήσεως. Ούτως ή άλλως, το endosulfan και οι μεταβολίτες του έπρεπε να αξιολογηθούν χωριστά. Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενες ιδιότητες ΑΒΤΟ ή άλλες ανησυχίες σχετικά με τους μεταβολίτες του endosulfan δεν μπορούσαν, κατά τις προσφεύγουσες, να επηρεάσουν αρνητικά την αξιολόγηση του ίδιου του endosulfan βάσει της οδηγίας 91/414, αλλά απαιτούσαν χωριστή αξιολόγηση, που το κράτος μέλος εισηγητής επέλεξε να μην κάνει. Χρησιμοποιώντας τα αποτελέσματα των μεταβολιτών του endosulfan (ή την έλλειψη αποτελεσμάτων) για τη μη καταχώριση του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση της εξουσίας που της έχει αναθέσει η εν λόγω οδηγία.

249    Επιπλέον, όσο για τη φερόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή, με το να μην εξετάσει τα νέα δεδομένα τους και τα επιχειρήματα που προέβαλαν προς στήριξη των δεδομένων αυτών, με το να μεταβάλει πολλές φορές τα κριτήρια αξιολογήσεως χωρίς να δώσει στις προσφεύγουσες επαρκή χρόνο για να προσαρμοστούν σε αυτά και με το να εφαρμόσει κριτήρια που δεν περιλαμβάνονται στην οδηγία 91/414, στέρησε τις προσφεύγουσες από τη δυνατότητα να αντιτάξουν αποτελεσματική άμυνα. Το κράτος μέλος εισηγητής δεν αξιολόγησε το endosulfan σύμφωνα με τα κριτήρια της οδηγίας 91/414, δεν είχε επικοινωνία με όσους ανακοίνωσαν τη δραστική ουσία, ζήτησε να υποβληθούν μελέτες που δεν είχαν επιρροή και εξέρχονταν του πλαισίου της οδηγίας 91/414 και αρνήθηκε να εξετάσει ορισμένα δεδομένα που υποβλήθηκαν και ήσαν καθοριστικά για τη σωστή αξιολόγηση του endosulfan. Ενώπιον τέτοιων προδήλων σφαλμάτων και παραβάσεων, η Επιτροπή έπρεπε να επέμβει, βάσει του καθήκοντος χρηστής διοικήσεως, προκειμένου, πρώτον, η αξιολόγηση να γίνει με εύλογο τρόπο από επιστημονικής και νομικής απόψεως και, δεύτερον, οι προσφεύγουσες να έχουν επαρκή χρόνο και επαρκείς ευκαιρίες να υποστηρίξουν αποτελεσματικά τις απόψεις τους και να προσαρμοστούν στους κανόνες που τροποποιήθηκαν πολλές φορές.

250    Στη συνέχεια, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της αριστείας και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών συμβουλών, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, επικαλούνται την από 30 Απριλίου 1997 ανακοίνωση της Επιτροπής σχετικά με την υγεία των καταναλωτών και την ασφάλεια των τροφίμων, όπου εκτίθεται ότι, για την κατάρτιση και την τροποποίηση των κοινοτικών κανόνων με αντικείμενο γενικά την προστασία του καταναλωτή και ειδικά την υγεία του καταναλωτή, έχει τη μεγαλύτερη σημασία το να υπάρχουν επιστημονικά δεδομένα υψηλής ποιότητας. Επιπλέον, βάσει της αποφάσεως 97/579/ΕΚ της Επιτροπής, της 23ης Ιουλίου 1997, για τη σύσταση επιστημονικών επιτροπών στον τομέα της υγείας των καταναλωτών και της ασφάλειας των τροφίμων (ΕΕ L 237, σ. 18), οι επιστημονικές γνώμες σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν την υγεία του καταναλωτή πρέπει, προς το συμφέρον του καταναλωτή και του κλάδου παραγωγής, να στηρίζονται στις αρχές της αριστείας και της ανεξαρτησίας. Άλλωστε, το Πρωτοδικείο έχει κρίνει ότι «η κατά το δυνατόν εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων βάσει επιστημονικών γνωμοδοτήσεων που βασίζονται στις αρχές της αριστείας, της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας συνιστά σημαντική διαδικαστική εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και προς αποφυγή της λήψεως αυθαίρετων μέτρων» (απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑13/99, Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3305, σκέψη 172). Πάντως, στην περίπτωση του endosulfan, το κράτος μέλος εισηγητής συνέστησε τη μη καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 κατά μεγάλο μέρος με βάση ανησυχίες σχετικά με τους μεταβολίτες και/ή με φερόμενες ιδιότητες ΑΒΤΟ και ΑΟΡ που δεν προβλέπονται από την οδηγία 91/414 και δεν έχουν χρησιμοποιηθεί για να αξιολογηθούν άλλα μόρια. Επιπλέον, οι κατευθυντήριες γραμμές που συνεχώς τροποποιούνταν κατέστησαν εντελώς απρόβλεπτη την αξιολόγηση του φακέλου των προσφευγουσών. Κατά συνέπεια, η αξιολόγηση ήταν εντελώς υποκειμενική και δεν κατέληξε σε γνώμες που να έχουν την αντικειμενικότητα και το υψηλό επιστημονικό επίπεδο που απαιτούνται.

251    Επιπλέον, όσον αφορά τη φερόμενη παραβίαση της αρχής της υπεροχής των ειδικών διατάξεων έναντι των γενικών διατάξεων, οι προσφεύγουσες, υποστηριζόμενες από την ECPA, ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε να καταλήξει σε απόφαση μη καταχωρίσεως του endosulfan στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 χρησιμοποιώντας κριτήρια, όπως τα κριτήρια ΑΒΤΟ και ΑΟΡ, τα οποία στηρίζονται στον κίνδυνο και προβλέπονται στο πλαίσιο της αξιολογήσεως όχι βάσει της οδηγίας 91/414 αλλά βάσει της οδηγίας 2000/60. Η οδηγία 91/414 είναι πιο ειδική, οπότε είναι το νομοθέτημα που υπερισχύει. Κατά συνέπεια, σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ της οδηγίας 2000/60 και της οδηγίας 91/414, η δεύτερη υπερισχύει της πρώτης (lex specialis).

252    Τέλος, κατά τις προσφεύγουσες, τις οποίες υποστηρίζει η ECPA, βάσει της αρχής του estoppel δεν είναι δυνατόν να γίνει επίκληση ενός γεγονότος ή μιας ατασθαλίας που ήταν η συνέπεια της συμπεριφοράς εκείνου που επικαλείται το γεγονός αυτό ή την ατασθαλία αυτή. Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η αρχή αυτή απαγόρευε στην Επιτροπή να μην εξετάσει τα νέα δεδομένα που της είχαν υποβληθεί, με την αιτιολογία ότι έπρεπε να τηρηθούν ορισμένες τεχνητές προθεσμίες, όταν η απόφαση αυτή σαφώς οφείλεται μόνο στη συνολική καθυστέρηση αξιολογήσεως γενικά των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και ειδικά του endosulfan, λόγω του γεγονότος ότι η ίδια η Επιτροπή δεν εξέφρασε αμέσως τις ανησυχίες της σχετικά με το endosulfan, δεν έδωσε στις προσφεύγουσες επαρκή προθεσμία για να απαντήσουν στις ανησυχίες της και δεν εξέτασε εμπρόθεσμα τα υπομνήματά τους. Ομοίως, όταν μια προθεσμία δεν μπορεί να τηρηθεί λόγω της εισαγωγής νέων κριτηρίων αξιολογήσεως που δεν είχαν προβλεφθεί κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως, η προθεσμία εκδόσεως αποφάσεως δεν είναι πλέον ισχυρή βάσει της αρχής του estoppel. Εν προκειμένω, η Επιτροπή εισήγαγε νέα κριτήρια και χάραξε νέες κατευθυντήριες γραμμές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αξιολογήσεως, δημιουργώντας η ίδια ένα εμπόδιο για την τήρηση των σχετικών προθεσμιών.

253    Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από το Βασίλειο της Ισπανίας, αμφισβητεί τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

254    Ευθύς εξ αρχής, όσον αφορά τη φερόμενη ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια της καταχρήσεως εξουσίας έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο στο κοινοτικό δίκαιο και αφορά την κατάσταση όπου μια διοικητική αρχή χρησιμοποιεί τις εξουσίες της με σκοπό άλλον από εκείνον για τον οποίο της έχουν ανατεθεί. Μια απόφαση έχει ληφθεί κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον όταν βάσει αντικειμενικών, κρισίμων και συγκλινόντων στοιχείων προκύπτει ότι ελήφθη για να επιτευχθούν σκοποί άλλοι από εκείνους τους οποίους αναφέρει (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 25ης Ιουνίου 1997, C‑285/94, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑3519, σκέψη 52· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1999, T‑254/97, Fruchthandelsgesellschaft Chemnitz κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2743, σκέψη 76, και T‑612/97, Cordis κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2771, σκέψη 41).

255    Διαπιστώνεται ότι, για να αποδείξουν την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας, οι προσφεύγουσες δεν προσκόμισαν αντικειμενικά, κρίσιμα και συγκλίνοντα στοιχεία που να επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι η απόφαση να ζητηθεί η τάδε ή η δείνα μελέτη κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως ή η ίδια η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθησαν για σκοπούς άλλους από εκείνους τους οποίους αναφέρουν, οι οποίοι είναι ειδικά οι στόχοι της οδηγίας 91/414, δηλαδή, αφενός, η κατάργηση των εμποδίων για το ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων και η βελτίωση της φυτικής παραγωγής και, αφετέρου, η προστασία της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος.

256    Στη συνέχεια, όσο για την αρχή της αριστείας και της ανεξαρτησίας των επιστημονικών συμβουλών, από τις σκέψεις 170 έως 172 της προαναφερθείσας στη σκέψη 250 αποφάσεως Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου, την οποία επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες, προκύπτουν τα εξής:

«[Η] αρχή της προφυλάξεως επιτρέπει στα κοινοτικά όργανα να λαμβάνουν, προς το συμφέρον της υγείας του ανθρώπου, αλλά βάσει επιστημονικής γνώσεως που ακόμη έχει κενά, μέτρα προστασίας ικανά να θίξουν, ακόμη και σοβαρά, προστατευόμενες έννομες θέσεις και παρέχει, προς τούτο, στα κοινοτικά όργανα σημαντικό περιθώριο εκτιμήσεως. Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου και του Πρωτοδικείου, υπ’ αυτές τις συνθήκες, η τήρηση των εγγυήσεων που παρέχει η κοινοτική έννομη τάξη όσον αφορά τις διοικητικές διαδικασίες είναι θεμελιώδους σημασίας. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών περιλαμβάνεται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμοδίου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως […]. Επομένως, η κατά το δυνατόν εξαντλητική επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων βάσει επιστημονικών γνωμοδοτήσεων που βασίζονται στις αρχές της αριστείας, της ανεξαρτησίας και της διαφάνειας συνιστά σημαντική διαδικαστική εγγύηση για τη διασφάλιση της επιστημονικής αντικειμενικότητας των μέτρων και προς αποφυγή της λήψεως αυθαίρετων μέτρων.»

257    Βάσει της νομολογίας αυτής και αντιθέτως προς τον ισχυρισμό της Επιτροπής, δεν είναι άνευ σημασίας η από τις προσφεύγουσες επίκληση της ανάγκης η προσβαλλόμενη απόφαση να έχει στηριχθεί σε άριστες και ανεξάρτητες επιστημονικές γνώμες. Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ορισμένες ιδιαιτερότητες της διαδικασίας αξιολογήσεως, όπως η διαβούλευση με εμπειρογνώμονες των κρατών μελών και η δυνατότητα των επιχειρήσεων που ανακοίνωσαν μια δραστική ουσία να υποβάλουν πρόσθετα δεδομένα και πρόσθετες μελέτες βάσει συναντήσεων και συζητήσεων με τα διάφορα πρόσωπα που παρενέβησαν στη διαδικασία αξιολογήσεως, σαφώς ανταποκρίνονται στην ανάγκη τηρήσεως των διαδικαστικών εγγυήσεων την οποία αναφέρει η προαναφερθείσα στη σκέψη 250 απόφαση Pfizer Animal Health κατά Συμβουλίου. Πάντως, πιο πάνω συνήχθη ότι στο πλαίσιο της διαδικασίας η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε καμία παρατυπία ικανή να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Άλλωστε, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγουσες συγχέουν την τήρηση των διαδικαστικών εγγυήσεων με τη δυνατότητα να υπάρχουν απόψεις που επί της ουσίας αποκλίνουν μεταξύ τους.

258    Κατά τα λοιπά, διαπιστώνεται ότι οι προσφεύγουσες δεν αναπτύσσουν επιχειρηματολογία διαφορετική από εκείνη που προέβαλαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που και οι δύο απορρίφθηκαν. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν προς στήριξη των λοιπών σκελών του υπό εξέταση λόγου ακυρώσεως.

259    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, οπότε η προσφυγή είναι απορριπτέα στο σύνολό της.

 Επί των μέτρων για την οργάνωση της διαδικασίας και τη διεξαγωγή αποδείξεων

260    Πέρα από τις αιτήσεις που απορρίφθηκαν στις σκέψεις 152 και 167 της παρούσας αποφάσεως, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από το Πρωτοδικείο να διατάξει να παραστούν ορισμένοι εμπειρογνώμονες ή να τους θέσει γραπτές ερωτήσεις όσον αφορά συγκεκριμένα ζητήματα σχετικά με την επιρροή των δεδομένων που οι προσφεύγουσες είχαν υποβάλει, αλλά δεν ελήφθησαν υπόψη από την Επιτροπή, και σχετικά με τον χρόνο που ήταν αναγκαίος για την εξέτασή τους, και να τους ζητήσει έκθεση πραγματογνωμοσύνης επί των τεχνικών ζητημάτων που ανέκυψαν στην παρούσα υπόθεση. Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι τα μέτρα αυτά είναι ανώφελα λαμβανομένων υπόψη ειδικά των διαπιστώσεων που έγιναν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως και του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, οπότε οι αιτήσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν.

 Επί των δικαστικών εξόδων

261    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν και η Επιτροπή ζήτησε την καταδίκη τους στα δικαστικά έξοδα, οι προσφεύγουσες πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

262    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που άσκησαν παρέμβαση φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Κατά συνέπεια, το Βασίλειο της Ισπανίας θα φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

263    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, και η ECPA που άσκησε παρέμβαση θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Οι Bayer CropScience AG, Makhteshim-Agan Holding BV, Άλφα Γεωργικά Εφόδια ΑΕΒΕ και Aragonesas Agro, SA, φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας και η European Crop Protection Association (ECPA) φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Czúcz

Cooke

Labucka

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2008.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

Πίνακας περιεχομένων

Νομικό πλαίσιο

Διατάξεις της Συνθήκης

Οδηγία 91/414/ΕΟΚ

Κανονισμός (EΟK) 3600/92

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία αξιολογήσεως

Προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Επί του παραδεκτού

Επί του εννόμου συμφέροντος

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ενεργητικής νομιμοποιήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της ουσίας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ότι υπάρχουν διαδικαστικά ελαττώματα, ότι ήταν άδικη η διαδικασία αξιολογήσεως και ότι παραβιάστηκε η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, και επί του δευτέρου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

Επί του προκαταρκτικού ζητήματος της εφαρμογής των διαδικαστικών προθεσμιών και του άρθρου 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της πρώτης προβληματικής σχετικά με τον άγνωστο μεταβολίτη

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της δεύτερης προβληματικής σχετικά με τον φάκελο CS

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της τρίτης προβληματικής σχετικά με την έκθεση του χειριστή σε κλειστούς χώρους

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της τέταρτης προβληματικής σχετικά με τις αναθεωρημένες ΟΓΠ

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της πέμπτης προβληματικής σχετικά με τη φερόμενη κατάταξη του endosulfan ως ΑΟΡ και ΑΒΤΟ

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της έκτης προβληματικής σχετικά με τη χρήση σε θερμοκήπιο

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί της έβδομης προβληματικής σχετικά με τον αντίκτυπο που είχε η καθυστέρηση την οποία το κράτος μέλος εισηγητής και η Επιτροπή προκάλεσαν στη διαδικασία αξιολογήσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου ακυρώσεως με το οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 95, παράγραφος 3, ΕΚ

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση ορισμένων γενικών αρχών του κοινοτικού δικαίου

Επί του πρώτου σκέλους με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του ογδόου σκέλους με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των λοιπών σκελών του τρίτου λόγου ακυρώσεως

– Επιχειρήματα των διαδίκων

– Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των μέτρων για την οργάνωση της διαδικασίας και τη διεξαγωγή αποδείξεων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.