Language of document : ECLI:EU:T:2008:317

Υπόθεση T-75/06

Bayer CropScience AG κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Οδηγία 91/414/ΕΟΚ – Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία endosulfan – Ανάκληση αδειών διαθέσεως στην αγορά – Διαδικασία αξιολογήσεως – Προθεσμίες – Δικαιώματα άμυνας – Αρχή της αναλογικότητας»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά αποφάσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414

(Άρθρα 230 ΕΚ και 233, εδ. 1, ΕΚ· οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρα 6 και 8 § 2)

2.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Οδηγία 91/414

(Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2 και παράρτημα I)

3.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Οδηγία 91/414

(Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 2 και παράρτημα I)

4.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Περιεχόμενο

5.      Γεωργία – Κοινή γεωργική πολιτική – Διακριτική ευχέρεια των κοινοτικών οργάνων – Έκταση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

6.      Γεωργία – Προσέγγιση των νομοθεσιών – Διάθεση φυτοπροστατευτικών προϊόντων στην αγορά – Οδηγία 91/414

(Οδηγία 91/414 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 1)

1.      Στο πλαίσιο προσφυγής για την ακύρωση μιας αποφάσεως σχετικά με τη μη καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414 και με την ανάκληση των εγκρίσεων για τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που περιέχουν την ουσία αυτή, η αδυναμία της Επιτροπής να εκδώσει, σε εκτέλεση τυχόν ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως, νέα απόφαση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, δεν επηρεάζει το έννομο συμφέρον των προσφευγουσών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 233, πρώτο εδάφιο, ΕΚ, η Επιτροπή οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση μιας ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως. Η Επιτροπή, όταν πρόκειται για μια τέτοια ακύρωση, με το αναδρομικό αποτέλεσμα που συνδέεται με αυτήν, οφείλει να εκδώσει νέα απόφαση βάσει του κοινοποιημένου φακέλου τον οποίο αφορά η ακύρωση αυτή και να αποφανθεί αναγόμενη στην ημερομηνία κοινοποιήσεως. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως έγινε οποιαδήποτε μεταβολή στη ρύθμιση βάσει της οποίας εκδόθηκε η απόφαση αυτή δεν ασκεί επιρροή για να κριθεί η σκοπιμότητα της προβολής, από τις προσφεύγουσες, των αιτιάσεών τους σχετικά με τη διαδικασία που κινήθηκε και με το αποτέλεσμα που επετεύχθη υπό το καθεστώς το οποίο ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

(βλ. σκέψη 63)

2.      Όπως προκύπτει από την πέμπτη, την έκτη και την ένατη αιτιολογική της σκέψη, η οδηγία 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, έχει ως σκοπό την εξάλειψη των εμποδίων στο ενδοκοινοτικό εμπόριο των προϊόντων αυτών και ταυτόχρονα τη διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου προστασίας του περιβάλλοντος καθώς και της υγείας των ανθρώπων και των ζώων. Στο πλαίσιο αυτό, για να μπορέσει να επιτύχει τον σκοπό που της έχει ανατεθεί, και λαμβανομένων υπόψη των περίπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων στις οποίες οφείλει να προβαίνει, πρέπει να αναγνωριστεί ευρεία διακριτική ευχέρεια στην Επιτροπή. Η εξουσία παρατάσεως προθεσμιών συνδέεται με την ύπαρξη διακριτικής ευχέρειας εξαρτώμενης από τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως.

Ωστόσο, η άσκηση της ευχέρειας αυτής δεν εξαιρείται του δικαστικού ελέγχου. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει αν τηρήθηκαν οι διαδικαστικοί κανόνες, αν είναι ακριβή τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε η Επιτροπή και αν δεν υπάρχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως των περιστατικών αυτών ή κατάχρηση εξουσίας.

Ειδικότερα, όταν ένας διάδικος ισχυρίζεται ότι το αρμόδιο κοινοτικό όργανο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να ελέγξει αν το εν λόγω όργανο εξέτασε με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης υποθέσεως, τα οποία στηρίζουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν από αυτά.

(βλ. σκέψεις 81-84)

3.      Στο πλαίσιο μιας αποφάσεως όσον αφορά την καταχώριση στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, μιας ουσίας την οποία αφορά η διαδικασία του άρθρου 8, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, moratorium επιβάλλεται αν, αφενός, δεν είναι αδύνατον να υπάρξει παρέκκλιση από τις διαδικαστικές προθεσμίες που τάσσει η σχετική ρύθμιση και, αφετέρου, εκείνοι που ανακοίνωσαν τη δραστική ουσία βρέθηκαν σε κατάσταση ανωτέρας βίας η οποία τους εμπόδισε να τηρήσουν τις διαδικαστικές προθεσμίες, περίσταση που μπορεί να υπάρξει αν η αδυναμία τηρήσεως των εν λόγω προθεσμιών οφείλεται, τουλάχιστον εν μέρει, σε αντιφατική συμπεριφορά των αρμοδίων αρχών. Πολιτικές ή πρακτικές σκέψεις δεν συνιστούν επαρκή λόγο να μην παραταθούν οι προθεσμίες σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, όταν η παράταση αυτή είναι αναγκαία για να εξασφαλιστεί σωστή και δίκαιη διαδικασία αξιολογήσεως.

(βλ. σκέψεις 89, 91)

4.      Ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου και που είναι ικανή να καταλήξει σε βλαπτική πράξη συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει οποιασδήποτε ρυθμίσεως σχετικά με τη διαδικασία. Η αρχή αυτή επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν αισθητά τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους. Ωστόσο, μια ατασθαλία μπορεί να επιφέρει την ακύρωση μιας αποφάσεως μόνον όταν θίγει με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας και έτσι επηρεάζει το περιεχόμενο της αποφάσεως. Πάντως, η ύπαρξη ουσιαστικής διαφωνίας ως προς τις συνέπειες που πρέπει να συναχθούν από κάποια μελέτη δεν αποδεικνύει ότι δεν υπήρξε δυνατότητα γνωστοποιήσεως μιας απόψεως και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας.

(βλ. σκέψεις 130-132, 203)

5.      Τα κοινοτικά όργανα έχουν, στον τομέα της κοινής γεωργικής πολιτικής, ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τον ορισμό των επιδιωκόμενων σκοπών και την επιλογή των κατάλληλων μέσων δράσεως. Στο πλαίσιο αυτό, ο επί της ουσίας έλεγχος του κοινοτικού δικαστή πρέπει να περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση της διακριτικής αυτής ευχέρειας σημειώθηκε πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Όταν μια κοινοτική αρχή καλείται, στο πλαίσιο της αποστολής της, να προβεί σε περίπλοκες εκτιμήσεις, η διακριτική ευχέρεια που έχει ισχύει, σε κάποιο μέτρο, και για τη διαπίστωση των πραγματικών στοιχείων που αποτελούν τη βάση της δράσεώς της. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση όπου τα κοινοτικά όργανα οφείλουν να προβούν σε επιστημονική αξιολόγηση των κινδύνων και να εκτιμήσουν πολύ περίπλοκα πραγματικά στοιχεία επιστημονικής και τεχνικής φύσεως, πρέπει να είναι περιορισμένος ο δικαστικός έλεγχος ως προς τα αν τα κοινοτικά όργανα εκπλήρωσαν την αποστολή αυτή. Συγκεκριμένα, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων την εκτίμηση των κοινοτικών οργάνων, που είναι τα μόνα στα οποία η Συνθήκη έχει αναθέσει την αποστολή αυτή. Αντιθέτως, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει να περιοριστεί να εξακριβώσει στο πλαίσιο αυτό αν κατά την από τα κοινοτικά όργανα άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας δεν σημειώθηκε πρόδηλη πλάνη ή κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα κοινοτικά όργανα δεν υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας.

(βλ. σκέψη 141)

6.      Στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου ως προς το αν εφαρμόστηκε η αρχή της αναλογικότητας, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που η Επιτροπή έχει στο πλαίσιο της εκδόσεως αποφάσεων όσον αφορά την καταχώριση δραστικών ουσιών στο παράρτημα I της οδηγίας 91/414, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων, η νομιμότητα ενός μέτρου μπορεί να θιγεί μόνον όταν το μέτρο αυτό είναι προδήλως ακατάλληλο σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει.

Πάντως, εφόσον η οδηγία 91/414 έχει ως σκοπό, αφενός, να εξαλειφθούν τα εμπόδια στο ενδοκοινοτικό εμπόριο φυτοπροστατευτικών προϊόντων και να βελτιωθεί η φυτική παραγωγή και, αφετέρου, να προστατευθούν η υγεία των ανθρώπων και των ζώων καθώς και το περιβάλλον, η απόφαση μη καταχωρίσεως μιας ουσίας στο παράρτημά της I δεν είναι δυσανάλογη όταν στηρίζεται στην έλλειψη επαρκών πληροφοριών που επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχουν κίνδυνοι, όπως εκείνοι τους οποίους ορίζει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας. Συγκεκριμένα, αφενός, οι στόχοι προστασίας της υγείας των ανθρώπων και των ζώων καθώς και του περιβάλλοντος αντιτίθενται στο να αφεθεί στη διάκριση των παραγωγών της σχετικής δραστικής ουσίας η αναβολή της αποφάσεως καταχωρίσεως ή μη καταχωρίσεως της εν λόγω δραστικής ουσίας στο παράρτημα I και, αφετέρου, οι εν λόγω παραγωγοί ούτως ή άλλως έχουν την ευκαιρία να πετύχουν να επανεξεταστεί η δραστική ουσία μέσω της διαδικασίας του άρθρου 6, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας.

(βλ. σκέψεις 224-225, 228)