Language of document : ECLI:EU:C:2023:980

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2023 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου – Οδηγία 2011/7/ΕΕ – Καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές – Άρθρο 2, σημείο 1 – Έννοια της “εμπορικής συναλλαγής” – Άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ – Τεκμηρίωση απαίτησης τόκων υπερημερίας – Ασφαλιστική σύμβαση συναφθείσα μεταξύ επιχειρήσεων»

Στην υπόθεση C‑303/23,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Sąd Rejonowy dla Wrocławia-Fabrycznej we Wrocławiu (περιφερειακό δικαστήριο Wrocław-Fabryczna του Wrocław, Πολωνία) με απόφαση της 28ης Απριλίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 15 Μαΐου 2023, στο πλαίσιο της δίκης

Powszechny Zakład Ubezpieczeń S.A.

κατά

Volvia sp. z o.o.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. Piçarra (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Α. Ράντος

γραμματέας: A. Calot Escobar

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη σύμφωνα με το άρθρο 99 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημείο 1, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές (ΕΕ 2011, L 48, σ. 1).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ της Powszechny Zakład Ubezpieczeń S.A. (στο εξής: PZU) και της Volvia sp. z o.o. με αντικείμενο την εκ μέρους της Volvia καταβολή τόκων υπερημερίας λόγω καθυστερήσεως πληρωμής των ασφαλίστρων που οφείλονταν σε εκτέλεση δύο συμβάσεων ασφάλισης αυτοκινήτων οχημάτων και κατ’ αποκοπήν αποζημιώσεως στην PZU όσον αφορά τα έξοδα για την είσπραξη της απαιτήσεώς της.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 3, 8, 9 και 17 της οδηγίας 2011/7 έχουν ως εξής:

«(3)      Πολλές πληρωμές στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των οικονομικών φορέων ή μεταξύ των οικονομικών φορέων και των δημόσιων αρχών γίνονται αργότερα από την ημερομηνία που έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση ή που καθορίζεται στους γενικούς εμπορικούς όρους. Παρά το γεγονός ότι τα αγαθά έχουν παραδοθεί ή οι υπηρεσίες έχουν παρασχεθεί, πολλά από τα αντίστοιχα τιμολόγια πληρώνονται πολύ αργότερα από την προθεσμία τους. Αυτού του είδους οι καθυστερήσεις πληρωμών επηρεάζουν αρνητικά τη ρευστότητα και περιπλέκουν τη χρηματοοικονομική διαχείριση των επιχειρήσεων. Επηρεάζουν, επίσης, την ανταγωνιστικότητα και την αποδοτικότητά τους, όταν ο πιστωτής υποχρεώνεται να ζητήσει εξωτερική χρηματοδότηση λόγω των καθυστερήσεων πληρωμών. […]

[…]

(8)      Το πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας θα πρέπει να περιορίζεται στις πληρωμές που γίνονται ως αμοιβή για εμπορικές συναλλαγές. Η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να διέπει τις συναλλαγές με τους καταναλωτές, τους τόκους που καταβάλλονται σε σχέση με άλλες πληρωμές, π.χ. πληρωμές δυνάμει της νομοθεσίας για τις επιταγές και τις συναλλαγματικές ή τις πληρωμές στο πλαίσιο αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών από τις ασφαλιστικές εταιρείες. Επίσης, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να εξαιρούν οφειλές που αποτελούν αντικείμενο διαδικασίας αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένων διαδικασιών αναδιάρθρωσης χρέους.

(9)      Η παρούσα οδηγία θα πρέπει να διέπει όλες τις εμπορικές συναλλαγές, ανεξαρτήτως του εάν αυτές διενεργούνται μεταξύ ιδιωτικών ή δημόσιων επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών […]

[…]

(17)      Οι πληρωμές που πραγματοποιεί ο οφειλέτης θα πρέπει να θεωρούνται εκπρόθεσμες, για τον σκοπό της τεκμηρίωσης απαίτησης τόκων υπερημερίας, εφόσον ο πιστωτής δεν έχει στη διάθεσή του το οφειλόμενο ποσό κατά την καταληκτική ημερομηνία, ενώ έχει εκπληρώσει τις νομικές και συμβατικές υποχρεώσεις του.»

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Σκοπός της παρούσας οδηγίας είναι η καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί με τον τρόπο αυτόν η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των [μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜΜΕ)].

2.      Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.»

5        Κατά το άρθρο 2 της οδηγίας:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

1)      “εμπορική συναλλαγή”: κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής·

[…]

3)      “επιχείρηση”: οιαδήποτε οργάνωση εκτός των δημόσιων αρχών, που ενεργεί στα πλαίσια της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο·

4)      “καθυστέρηση πληρωμής”: η μη πραγματοποίηση πληρωμής μέσα στη συμβατική ή εκ του νόμου προθεσμία, εφόσον πληρούνται οι όροι του άρθρου 3 παράγραφος 1 […]·

5)      “τόκος υπερημερίας”: ο νόμιμος τόκος υπερημερίας ή ο τόκος με επιτόκιο που έχει συμφωνηθεί μεταξύ επιχειρήσεων, υπό τους όρους που καθορίζονται στο άρθρο 7·

[…]».

6        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2011/7, το οποίο επιγράφεται «Εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ο πιστωτής δικαιούται τόκο υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

α)      ο πιστωτής έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις· και

β)      ο πιστωτής δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.»

 Το πολωνικό δίκαιο

 Ο νόμος για την καταπολέμηση των υπερβολικών καθυστερήσεων στις εμπορικές συναλλαγές

7        Το άρθρο 4 του ustawa o przeciwdziałaniu nadmiernym opóźnieniom w transakcjach handlowych (νόμου για την καταπολέμηση των υπερβολικών καθυστερήσεων στις εμπορικές συναλλαγές), της 8ης Μαρτίου 2013 (Dz. U. 2013, θέση 403), ορίζει, στο σημείο 1, την «εμπορική συναλλαγή» ως «σύμβαση που αφορά την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών εξ επαχθούς αιτίας, αν τα μέρη που αναφέρονται στο άρθρο 2 συνάπτουν τη σύμβαση αυτή σε σχέση με την ασκούμενη δραστηριότητα», και, στο σημείο 1a, την «παροχή σε χρήμα» ως την «αντιπαροχή για την παράδοση αγαθού ή την παροχή υπηρεσίας στο πλαίσιο εμπορικής συναλλαγής».

8        Το άρθρο 7, παράγραφος 1, του νόμου αυτού προβλέπει τα εξής:

«Στις εμπορικές συναλλαγές, με εξαίρεση τις συναλλαγές στο πλαίσιο των οποίων ο οφειλέτης είναι δημόσιος φορέας, ο δανειστής δικαιούται να λάβει, χωρίς όχληση, τους νόμιμους τόκους υπερημερίας στις εμπορικές συναλλαγές, εκτός αν οι συμβαλλόμενοι έχουν συμφωνήσει υψηλότερους τόκους, για την περίοδο από την ημέρα κατά την οποία η παροχή σε χρήμα κατέστη απαιτητή μέχρι την ημέρα της καταβολής, εφόσον πληρούνται σωρευτικώς οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1.      ο δανειστής εκπλήρωσε την παροχή του·

2.      ο δανειστής δεν έλαβε την πληρωμή εντός της οριζόμενης στη σύμβαση προθεσμίας.»

 Ο νόμος περί αστικού κώδικα

9        Κατά το άρθρο 487, παράγραφος 2, του ustawa – Kodeks cywilny (νόμου περί αστικού κώδικα), της 23ης Απριλίου 1964 (Dz. U. 1964, αριθ. 16, θέση 93), «[μια] σύμβαση είναι αμφοτεροβαρής όταν αμφότεροι οι συμβαλλόμενοι αναλαμβάνουν εκατέρωθεν υποχρεώσεις κατά τρόπον ώστε η παροχή του ενός να αντιστοιχεί στην αντιπαροχή του άλλου».

10      Το άρθρο 805, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου περί αστικού κώδικα έχει ως εξής:

«(1)      Με την ασφαλιστική σύμβαση, ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση, στο πλαίσιο της επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, να προβεί σε ορισμένη παροχή σε περίπτωση επελεύσεως του προβλεπόμενου στη σύμβαση ασφαλιστικού κινδύνου, ο δε λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλει το ασφάλιστρο.

(2)      Η παροχή του ασφαλιστή συνίσταται ιδίως:

1.      για τις ασφαλίσεις ζημιών, στην καταβολή της προβλεπόμενης αποζημιώσεως για τη ζημία που οφείλεται στην επέλευση ασφαλιστικού κινδύνου προβλεπόμενου στην εν λόγω σύμβαση·

2.      για τις ασφαλίσεις προσώπων, στην καταβολή του συμφωνηθέντος χρηματικού ποσού, συντάξεως ή άλλης παροχής σε περίπτωση ατυχήματος κατά της ζωής του ασφαλισμένου το οποίο προβλέπεται στην ασφαλιστική σύμβαση.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Η Volvia, εταιρία εκμισθώσεως αυτοκινήτων του πολωνικού δικαίου, συνήψε με την PZU, ασφαλιστική εταιρία, δύο συμβάσεις ασφαλίσεως αυτοκινήτων. Η πρώτη σύμβαση αφορά την υποχρεωτική ασφάλιση της αστικής ευθύνης των κατόχων αυτοκινήτων οχημάτων και τη συμπληρωματική ασφάλιση για την οργάνωση και κάλυψη των δαπανών παροχής οδικής βοήθειας. Η δεύτερη σύμβαση καλύπτει ένα άλλο είδος προαιρετικής ασφαλίσεως, ήτοι την αποκαλούμενη ασφάλιση «autocasco», η οποία καλύπτει την απώλεια, την καταστροφή και τη βλάβη του οικείου οχήματος.

12      Η PZU άσκησε αγωγή ενώπιον του Sąd Rejonowy dla Wrocławia-Fabrycznej we Wrocławiu (περιφερειακού δικαστηρίου Wrocław-Fabryczna του Wrocław, Πολωνία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο, ζητώντας να υποχρεωθεί η Volvia να της καταβάλει ασφάλιστρα ύψους 7 619,89 πολωνικών ζλότι (PLN) (περίπου 1 700 ευρώ), πλέον τόκων υπερημερίας, βάσει των δύο ασφαλιστικών συμβάσεων που μνημονεύθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, καθώς και κατ’ αποκοπήν αποζημίωση όσον αφορά τα έξοδα για την είσπραξη της απαιτήσεώς της.

13      Η Volvia άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής που εξέδωσε το αιτούν δικαστήριο. Η διαταγή πληρωμής ακυρώθηκε και η υπόθεση αναπέμφθηκε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου προκειμένου να εκδικασθεί κατά την τακτική διαδικασία.

14      Στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν μια ασφαλιστική σύμβαση που έχει συναφθεί μεταξύ επιχειρήσεων μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εμπορική συναλλαγή», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, και αν, κατά συνέπεια, μια τέτοια σύμβαση εμπίπτει στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής. Υπογραμμίζει συναφώς ότι η πολωνική νομολογία και θεωρία διίστανται όσον αφορά το ζήτημα της φύσεως μιας ασφαλιστικής συμβάσεως και, ειδικότερα, το ζήτημα αν τα ασφάλιστρα που καταβάλλει ο λήπτης της ασφαλίσεως συνιστούν ή όχι αντιπαροχή για παροχή του ασφαλιστή.

15      Κατά το αιτούν δικαστήριο, η ασφαλιστική σύμβαση δεν αποτελεί αμφοτεροβαρή σύμβαση, δεδομένου ότι τα ασφάλιστρα που καταβάλλει ο λήπτης της ασφάλισης δεν συνιστούν την αμοιβή για την παροχή του ασφαλιστή η οποία έγκειται στην καταβολή της προβλεπόμενης αποζημιώσεως για τις ζημίες που οφείλονται σε ασφαλιστικό κίνδυνο καλυπτόμενο από τη σύμβαση αυτή. Το αιτούν δικαστήριο κρίνει αναγκαίο να βεβαιωθεί ότι μια τέτοια ερμηνεία του πολωνικού δικαίου, την οποία δέχεται το Sąd Najwyższy (Ανώτατο Δικαστήριο, Πολωνία), δεν αντιβαίνει στην οδηγία 2011/7, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, ιδίως με την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, RL (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών) (C‑199/19, EU:C:2020:548).

16      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Sąd Rejonowy dla Wrocławia‑Fabrycznej we Wrocławiu (περιφερειακό δικαστήριο Wrocław‑Fabryczna του Wrocław) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχει το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας [2011/7] την έννοια ότι ασφαλιστική σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει έναντι επιχειρήσεως την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη παροχή, σε περίπτωση επελεύσεως ασφαλιστικού κινδύνου προβλεπόμενου στη σύμβαση, συνιστά εμπορική συναλλαγή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και ότι η εν λόγω σύμβαση εμπίπτει, ως εκ τούτου, στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της ως άνω οδηγίας;

Και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως:

2)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας [2011/7] την έννοια ότι ο ασφαλιστής, με μόνη την παροχή ασφαλιστικής κάλυψης, σύμφωνα με την ασφαλιστική σύμβαση, εκπληρώνει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις, κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

17      Δυνάμει του άρθρου 99 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο, ιδίως όταν η απάντηση σε ερώτημα που υποβάλλεται με αίτηση προδικαστικής αποφάσεως μπορεί να συναχθεί σαφώς από τη νομολογία, μπορεί οποτεδήποτε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού ακούσει τον γενικό εισαγγελέα, να αποφανθεί με αιτιολογημένη διάταξη.

18      Το άρθρο αυτό πρέπει να εφαρμοστεί στην υπό κρίση υπόθεση.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

19      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, ορθώς ερμηνευόμενο, στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» εμπίπτει ασφαλιστική σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει έναντι επιχειρήσεως την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη παροχή σε περίπτωση επελεύσεως ασφαλιστικού κινδύνου προβλεπόμενου στη σύμβαση αυτή και η εν λόγω επιχείρηση αναλαμβάνει έναντι του ασφαλιστή την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλιστρο.

20      Υπενθυμίζεται εξαρχής ότι η έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» ορίζεται στο άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7 ως «κάθε συναλλαγή μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών, η οποία οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής». Η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 8 και 9, σε συνδυασμό με το άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/7, κατά το οποίο η οδηγία αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών.

21      Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η οδηγία 2011/7 αφορά όλες τις πληρωμές που έχουν χαρακτήρα αμοιβής στο πλαίσιο εμπορικών συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών μεταξύ ιδιωτικών επιχειρήσεων και εξαιρουμένων, ιδίως, των συναλλαγών με τους καταναλωτές. Ως εκ τούτου, το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής προσδιορίζεται κατά τρόπο ευρύ (πρβλ. απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2019, KROL, C‑722/18, EU:C:2019:1028, σκέψεις 31 και 32).

22      Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7 θέτει δύο προϋποθέσεις προκειμένου μια συναλλαγή να εμπίπτει στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής», κατά τη διάταξη αυτή. Πρέπει, πρώτον, να πραγματοποιείται είτε μεταξύ επιχειρήσεων είτε μεταξύ επιχειρήσεων και δημοσίων αρχών και, δεύτερον, να οδηγεί στην παράδοση αγαθών ή στην παροχή υπηρεσιών έναντι αμοιβής.

23      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, δεν αμφισβητείται, στην υπόθεση της κύριας δίκης, ότι η Volvia και η PZU έχουν την ιδιότητα της «επιχείρησης», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 3, της οδηγίας αυτής, το οποίο ορίζει ως επιχείρηση «οιαδήποτε οργάνωση, εκτός των δημόσιων αρχών, που ενεργεί στα πλαίσια της ανεξάρτητης οικονομικής ή επαγγελματικής της δραστηριότητας, ακόμη και αν η δραστηριότητα αυτή ασκείται από ένα και μόνο πρόσωπο».

24      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 27 της αποφάσεως της 9ης Ιουλίου 2020, RL (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών) (C‑199/19, EU:C:2020:548), ότι οι έννοιες «παράδοση αγαθών» και «παροχή υπηρεσιών» που περιέχονται στη διάταξη αυτή αποτελούν αυτοτελείς έννοιες του δικαίου της Ένωσης, το περιεχόμενο των οποίων δεν μπορεί να καθοριστεί με αναφορά στις γνωστές έννοιες του δικαίου των κρατών μελών ή των κατηγοριοποιήσεων που έχουν πραγματοποιηθεί σε εθνικό επίπεδο. Συναφώς, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η Συνθήκη ΛΕΕ δίνει, στο άρθρο 57, ευρύ ορισμό στην έννοια των «υπηρεσιών», ο οποίος καλύπτει οποιαδήποτε παροχή η οποία κατά κανόνα προσφέρεται έναντι αμοιβής και η οποία δεν εμπίπτει στις λοιπές θεμελιώδεις ελευθερίες, προκειμένου να μην αποκλείεται καμία οικονομική δραστηριότητα από το πεδίο εφαρμογής των θεμελιωδών ελευθεριών [απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, RL (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών), C‑199/19, EU:C:2020:548, σκέψεις 30 έως 32].

25      Το Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη τον σκοπό της οδηγίας 2011/7, ο οποίος, κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, αυτής, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής της σκέψεως 3, συνίσταται στην καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και να ενισχυθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, καθόσον αυτού του είδους οι καθυστερήσεις πληρωμών επηρεάζουν αρνητικά τη ρευστότητα των επιχειρήσεων, περιπλέκουν τη χρηματοοικονομική τους διαχείριση και είναι επιζήμιες για την αποδοτικότητά τους, λόγω του ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις υποχρεώνονται να ζητήσουν εξωτερική χρηματοδότηση εξαιτίας των καθυστερήσεων αυτών [απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, RL (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών), C‑199/19, EU:C:2020:548, σκέψη 35].

26      Μια ασφαλιστική σύμβαση όπως η επίμαχη στην κύρια δίκη, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει έναντι του αντισυμβαλλομένου την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη παροχή σε περίπτωση επελεύσεως ασφαλιστικού κινδύνου προβλεπόμενου στη σύμβαση αυτή και ο αντισυμβαλλόμενος αναλαμβάνει έναντι του ασφαλιστή την υποχρέωση να καταβάλει τα ασφάλιστρα, συνιστά, επομένως, εμπορική συναλλαγή που οδηγεί σε παροχή υπηρεσιών, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, υπό την προϋπόθεση ότι η συναλλαγή αυτή πραγματοποιείται μεταξύ επιχειρήσεων ή μεταξύ επιχειρήσεων και των δημοσίων αρχών. Πράγματι, η ασφαλιστική δραστηριότητα που ασκείται από επαγγελματία, όπως μια ασφαλιστική εταιρία, είναι οικονομική δραστηριότητα, δηλαδή δραστηριότητα που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά (απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 45). Επομένως, υπό την επιφύλαξη ότι ασκείται έναντι αμοιβής, η ασφαλιστική δραστηριότητα αφορά «υπηρεσία», κατά την έννοια του άρθρου 57 ΣΛΕΕ, και συνεπάγεται, κατά συνέπεια, την «παροχή υπηρεσιών», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7.

27      Οι αμφιβολίες του αιτούντος δικαστηρίου έγκεινται κυρίως στο κατά πόσον μια ασφαλιστική σύμβαση δημιουργεί εκατέρωθεν υποχρεώσεις για τα συμβαλλόμενα μέρη και, ειδικότερα, στο κατά πόσον η παροχή του ασφαλιστή που συνίσταται στην αποζημίωση του ασφαλισμένου σε περίπτωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου μπορεί να θεωρηθεί ότι προσφέρεται έναντι καταβολής του ασφαλίστρου ως αμοιβής, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/7. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την πολωνική νομολογία και θεωρία την οποία προτίθεται να ακολουθήσει, η ασφαλιστική σύμβαση δεν είναι αμφοτεροβαρής σύμβαση σε εκτέλεση της οποίας παρέχονται υπηρεσίες ως αντιπαροχή για το ασφάλιστρο που καταβάλλει ο λήπτης της ασφάλισης.

28      Εντούτοις, όσον αφορά την έννοια των «εμπορικών συναλλαγών», κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, όπως έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, η υποχρέωση του λήπτη της ασφαλίσεως να καταβάλει το ασφάλιστρο δικαιολογείται, από οικονομικής απόψεως, μόνον από την εξασφάλιση της αποζημιώσεως που λαμβάνει ως αντιπαροχή από τον ασφαλιστή, σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου. Υπό τις συνθήκες αυτές, ακόμη και αν η αποζημίωση δεν είναι ούτε άμεση ούτε βέβαιη, δεδομένου ότι η επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου αποτελεί τυχαίο γεγονός, το ασφάλιστρο που καταβάλλει ο ασφαλισμένος συνιστά την «οικονομική αντιπαροχή» της παροχής του ασφαλιστή η οποία έγκειται στην εξασφάλιση της αποζημιώσεως του ασφαλισμένου, κατά τη διάρκεια ισχύος της ασφαλιστικής συμβάσεως, σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου (πρβλ. απόφαση της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 47).

29      Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρείται από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2011/7, η οποία εξαιρεί από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας τις πληρωμές στο πλαίσιο αποζημίωσης, συμπεριλαμβανομένων των πληρωμών που πραγματοποιούνται από τις ασφαλιστικές εταιρίες, χωρίς ωστόσο οιαδήποτε αναφορά στις ασφαλιστικές συμβάσεις [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Ιουλίου 2020, RL (Οδηγία για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών), C‑199/19, EU:C:2020:548, σκέψεις 36 και 40]. Κατά συνέπεια, οι συμβάσεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

30      Τέλος, στην απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Česká pojišťovna (C‑287/17, EU:C:2018:707), αποφαινόμενο επί αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως στο πλαίσιο διαφοράς που αφορούσε αξίωση αποζημιώσεως όσον αφορά τα έξοδα για την είσπραξη απαιτήσεως λόγω καθυστερήσεως πληρωμής των ασφαλίστρων που οφείλονταν σε εκτέλεση ασφαλιστικής συμβάσεως συναφθείσας μεταξύ δύο επιχειρήσεων, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε εμμέσως, απαντώντας στα υποβληθέντα ερωτήματα, ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνήφθησαν μεταξύ δύο επιχειρήσεων συνεπάγονται «εμπορική συναλλαγή», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, και ότι, κατά συνέπεια, οι συμβάσεις αυτές εμπίπτουν στο καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας.

31      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7, ορθώς ερμηνευόμενο, στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» εμπίπτει ασφαλιστική σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει έναντι επιχειρήσεως την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη παροχή σε περίπτωση επελεύσεως ασφαλιστικού κινδύνου προβλεπόμενου στη σύμβαση αυτή και η εν λόγω επιχείρηση αναλαμβάνει έναντι του ασφαλιστή την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλιστρο.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

32      Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/7 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο ασφαλιστικής συμβάσεως, ο ασφαλιστής εκπληρώνει τις συμβατικές και νομικές υποχρεώσεις του, με την παροχή και μόνον ασφαλιστικής καλύψεως στον αντισυμβαλλόμενο, και δη ανεξαρτήτως της καταβολής σε αυτόν αποζημιώσεως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου που καλύπτεται από τη σύμβαση.

33      Δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 17 της οδηγίας 2011/7, στις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, ο πιστωτής δικαιούται τόκο υπερημερίας χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον «έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις».

34      Τόσο από το γράμμα του άρθρου 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/7 όσο και από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι η ύπαρξη και μόνον ασφαλιστικής καλύψεως αρκεί για να θεωρηθεί ότι ο ασφαλιστής έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές υποχρεώσεις του, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής.

35      Επομένως, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/7 έχει την έννοια ότι, στο πλαίσιο ασφαλιστικής συμβάσεως, ο ασφαλιστής εκπληρώνει τις συμβατικές και νομικές υποχρεώσεις του, κατά τη διάταξη αυτή, με την παροχή και μόνον ασφαλιστικής καλύψεως στον αντισυμβαλλόμενο, και δη ανεξαρτήτως της καταβολής σε αυτόν αποζημιώσεως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου που καλύπτεται από τη σύμβαση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

36      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2011/7/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, για την καταπολέμηση των καθυστερήσεων πληρωμών στις εμπορικές συναλλαγές,

ορθώς ερμηνευόμενο:

στην έννοια της «εμπορικής συναλλαγής» εμπίπτει ασφαλιστική σύμβαση με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει έναντι επιχειρήσεως την υποχρέωση να προβεί σε ορισμένη παροχή, σε περίπτωση επελεύσεως ασφαλιστικού κινδύνου προβλεπόμενου στη σύμβαση αυτή και η εν λόγω επιχείρηση αναλαμβάνει έναντι του ασφαλιστή την υποχρέωση να καταβάλει το ασφάλιστρο.

2)      Το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/7

έχει την έννοια ότι:

στο πλαίσιο ασφαλιστικής συμβάσεως, ο ασφαλιστής εκπληρώνει τις συμβατικές και νομικές υποχρεώσεις του, κατά τη διάταξη αυτή, με την παροχή και μόνον ασφαλιστικής καλύψεως στον αντισυμβαλλόμενο, και δη ανεξαρτήτως της καταβολής σε αυτόν αποζημιώσεως σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου που καλύπτεται από την εν λόγω σύμβαση.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική.