Language of document : ECLI:EU:T:2013:408

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 6ης Σεπτεμβρίου 2013 (*) 

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας – Αίτημα προσαρμογής λόγω μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας – Βάρος απόδειξης – Ζημία – Οριστικός δασμός αντιντάμπινγκ»

Στην υπόθεση T‑6/12,

Godrej Industries Ltd, με έδρα τη Βομβάη (Ινδία),

VVF Ltd, με έδρα τη Βομβάη,

εκπροσωπούμενες από τον B. Servais, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενου από τον J.‑P. Hix, επικουρούμενο από τους G. Berrisch και A. Polcyn, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από

τη Sasol Olefins & Surfactants GmbH, με έδρα το Αμβούργο (Γερμανία),

τη Sasol Germany GmbH, με έδρα το Αμβούργο,

εκπροσωπούμενες από τον Β. Ακριτίδη, δικηγόρο, και τον J. Beck, solicitor,

και από

την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. França και την A. Stobiecka-Kuik,

παρεμβαίνουσες,

που έχει ως αντικείμενο προσφυγή ακύρωσης του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 1138/2011 του Συμβουλίου, της 8ης Νοεμβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές ορισμένων λιπαρών αλκοολών και των μειγμάτων τους καταγωγής Ινδίας, Ινδονησίας και Μαλαισίας (ΕΕ L 293, σ. 1),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová, πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, υπάλληλος διοίκησης,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζήτησης της 24ης Απριλίου 2013,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση (1)

[παραλείπονται]

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

10      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιανουαρίου 2012, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 24 Φεβρουαρίου 2012 η Επιτροπή υπέβαλε αίτηση παρέμβασης υπέρ του Συμβουλίου.

12      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Μαρτίου 2012 η Sasol Olefins & Surfactants GmbH και η Sasol Germany GmbH (οι οποίες στο εξής θα αναφέρονται αμφότερες απλώς ως Sasol) υπέβαλαν αίτηση παρέμβασης υπέρ του Συμβουλίου.

13      Με διάταξη του προέδρου του τέταρτου τμήματος της 19ης Απριλίου 2012 επιτράπηκε η παρέμβαση της Επιτροπής.

14      Με διάταξη του προέδρου του τέταρτου τμήματος της 4ης Ιουνίου 2012 επιτράπηκε η παρέμβαση της Sasol.

15      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει τον προσβαλλόμενο κανονισμό, καθόσον τις αφορά,

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Συμβούλιο, υποστηριζόμενο από την Επιτροπή και τη Sasol, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

[παραλείπονται]

 Επί του δεύτερου λόγου ακύρωσης, ο οποίος αφορά το ότι οι πωλήσεις των προσφευγουσών προς την Cognis ελήφθησαν υπόψη κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας

59      Προς στήριξη του δεύτερου λόγου ακύρωσης, οι προσφεύγουσες διατυπώνουν κατ’ ουσία τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι συντρέχουν παραβάσεις του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ L 343, σ. 51, διορθωτικό στην ΕΕ 2010, L 7, σ. 22, στο εξής: βασικός κανονισμός). Κατ’ αυτές, οι πωλήσεις τους προς την Cognis δεν έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά την ανάλυση της ζημίας και, εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η τυχόν ζημία είχε προκληθεί από τους ίδιους τους ζημιωθέντες απέκλειε το ενδεχόμενο ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, μεταξύ των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ και της ζημίας. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι έχει αποδειχθεί η κατά το Συμβούλιο επελθούσα ζημία, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η ζημία αυτή οφειλόταν σε «άλλους παράγοντες», κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, όπως είχε γίνει δεκτό με ορισμένες προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής και του Συμβουλίου. Οι πωλήσεις αυτές έπρεπε ομοίως να μη ληφθούν υπόψη κατά τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού. Δεδομένου ότι οι πωλήσεις τους προς την Cognis ελήφθησαν υπόψη ως προς την αιτιώδη συνάφεια, η Επιτροπή και το Συμβούλιο δεν προέβησαν σε αντικειμενική εξέταση ούτε βάσισαν τον προσδιορισμό της ζημίας σε θετικά αποδεικτικά στοιχεία. Τρίτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι συντρέχει επίσης παράβαση του άρθρου 9, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού, καθόσον το Συμβούλιο δεν εξαίρεσε τις πωλήσεις του επίμαχου προϊόντος προς την Cognis και επέβαλε δασμό αντιντάμπινγκ χωρίς να εκτιμήσει ορθά το περιθώριο ζημίας.

60      Το Συμβούλιο αντικρούει όλα τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

 Επί των παραβάσεων του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού

61      Επ’ αυτού υπενθυμίζεται καταρχάς ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι «δασμός αντιντάμπινγκ είναι δυνατό να επιβάλλεται σε κάθε προϊόν που αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, όταν η θέση του σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της [Ένωσης] προκαλεί ζημία». Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, ο προσδιορισμός της ζημίας γίνεται με βάση θετικά αποδεικτικά στοιχεία και προϋποθέτει αντικειμενική εξέταση, κυρίως του όγκου των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ.

62      Από το άρθρο 3, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι τα όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να αποδεικνύουν ότι οι εισαγωγές με πρακτικές ντάμπινγκ προκαλούν σημαντική ζημία στην κοινοτική βιομηχανία, αν ληφθούν υπόψη ο όγκος τους και οι τιμές. Πρόκειται για τη λεγόμενη ανάλυση περί καταλογισμού. Από το άρθρο 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού προκύπτει επίσης ότι τα θεσμικά αυτά όργανα υποχρεούνται, αφενός, να εξετάζουν όλους τους άλλους γνωστούς παράγοντες που προκαλούν ζημία στην κοινοτική βιομηχανία ταυτόχρονα με τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ και, αφετέρου, να μεριμνούν ώστε η οφειλόμενη στους άλλους αυτούς παράγοντες ζημία να μην καταλογίζεται στις εν λόγω εισαγωγές. Πρόκειται για τη λεγόμενη ανάλυση περί μη καταλογισμού.

63      Για την επίτευξη του σκοπού του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού τα όργανα της Ένωσης πρέπει συνεπώς να διαχωρίζουν και να διακρίνουν τις αρνητικές επιπτώσεις των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ από τις επιπτώσεις των άλλων παραγόντων. Αν τα θεσμικά όργανα δεν διαχωρίσουν και δεν διακρίνουν τις επιπτώσεις των διαφόρων παραγόντων που έχουν συντελέσει στη ζημία, δεν μπορούν βασίμως να διαπιστώσουν ότι οι εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ έχουν προκαλέσει ζημία στην κοινοτική βιομηχανία.

64      Εξάλλου, από τη νομολογία προκύπτει ότι, κατά τον προσδιορισμό της ζημίας, το Συμβούλιο και η Επιτροπή υποχρεούνται ιδίως να εξετάζουν μήπως η ζημία που πρόκειται να λάβουν υπόψη οφείλεται στην πραγματικότητα στη συμπεριφορά των ίδιων των παραγωγών της Ένωσης (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουνίου 1992, C‑358/89, Extramet Industries κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I‑3813, σκέψη 16).

65      Τέλος, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του βασικού κανονισμού ορίζει την κοινοτική βιομηχανία ως εξής: «[Ο] όρος “κοινοτική βιομηχανία” θεωρείται ότι περιλαμβάνει το σύνολο των κοινοτικών παραγωγών ομοειδών προϊόντων ή εκείνους εξ αυτών των οποίων αθροιστικά η παραγωγή αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της συνολικής παραγωγής [της Ένωσης] των εν λόγω προϊόντων, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 5, παράγραφος 4, με τις ακόλουθες εξαιρέσεις:

α)      όταν κάποιοι παραγωγοί συνδέονται με τους εξαγωγείς ή τους εισαγωγείς ή είναι οι ίδιοι εισαγωγείς του προϊόντος που εικάζεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ, ο όρος “κοινοτική βιομηχανία” είναι δυνατό να θεωρείται ότι περιλαμβάνει μόνον τους υπόλοιπους παραγωγούς […]».

66      Με γνώμονα τις παραπάνω σκέψεις πρέπει να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακύρωσης.

67      Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινιστεί ότι το γεγονός ότι ο ορισμός της κοινοτικής βιομηχανίας καλύπτει τον παραγωγό που είναι και ο ίδιος εισαγωγέας του προϊόντος που εικάζεται ότι αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ δεν σημαίνει αυτόματα ότι οι εισαγωγές του δεν πρέπει να θεωρούνται πλέον ως «άλλος παράγοντας» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού. Πράγματι, από τη νομολογία που παρατέθηκε ανωτέρω στη σκέψη 64 προκύπτει ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο υποχρεούνται, βάσει της εν λόγω διάταξης, να λαμβάνουν υπόψη όλους τους παράγοντες, πέρα από τις εισαγωγές που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ, οι οποίοι δεν επιτρέπουν ενδεχομένως να θεωρηθεί αποδεδειγμένη η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του ντάμπινγκ και της ζημίας που υφίσταται η κοινοτική βιομηχανία. Το γεγονός όμως ότι ένας παραγωγός της Ένωσης που αγοράζει από χώρες τις οποίες αφορά η έρευνα αντιντάμπινγκ προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ προκαλεί ενδεχομένως ο ίδιος τη ζημία στον εαυτό του συνιστά «άλλο παράγοντα», τον οποίο πρέπει να εξετάζουν η Επιτροπή και το Συμβούλιο κατά την ανάλυση της ζημίας. Εντούτοις, αντίθετα από ό,τι υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ούτε από τον βασικό κανονισμό ούτε από τη νομολογία προκύπτει ότι οι εισαγωγές ενός παραγωγού της Ένωσης από χώρες τις οποίες αφορά η έρευνα αντιντάμπινγκ προϊόντων που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ απαγορεύεται να λαμβάνονται υπόψη κατά την ανάλυση της ζημίας.

68      Εν προκειμένω, από τον προσβαλλόμενο κανονισμό προκύπτει ότι το Συμβούλιο εξέτασε αφενός, με την αιτιολογική σκέψη 61 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το ζήτημα αν η Cognis, παρά τις εισαγωγές της από χώρες που αφορούσε η έρευνα, έπρεπε να εξακολουθήσει να θεωρείται ότι ανήκει στην κοινοτική βιομηχανία, σύμφωνα με τον ορισμό που έπρεπε να δοθεί στη βιομηχανία αυτή, και αφετέρου, με την αιτιολογική σκέψη 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού, το ζήτημα αν οι επίμαχες πωλήσεις έπρεπε να εξαιρεθούν από την ανάλυση της ζημίας και από τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, αφού κάθε ζημία που εικάζεται ότι οφείλεται στις αγοραπωλησίες αυτές θα έχει προκληθεί με ευθύνη των ίδιων των παραγωγών.

69      Επ’ αυτού επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το συμπέρασμα του Συμβουλίου ότι δεν υπήρχε κανείς επιτακτικός λόγος να εξαιρεθούν οι επίμαχες πωλήσεις από την ανάλυση δεν είναι εσφαλμένο.

70      Συγκεκριμένα, πρώτον, δεν αμφισβητείται ότι οι πωλήσεις αυτές αποτελούσαν αντικείμενο ντάμπινγκ. Επομένως, ήταν δυνατόν να συμβάλουν στην πρόκληση ζημίας στην κοινοτική βιομηχανία. Έστω δηλαδή και αν θεωρηθεί ότι η Cognis φέρει η ίδια την ευθύνη για τη ζημία της, αυτό δεν ισχύει για το σύνολο της κοινοτικής βιομηχανίας, δηλαδή για τον άλλο εισαγωγέα. Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η Cognis απέσυρε την καταγγελία της δεν κλονίζει την ορθότητα της διαπίστωσης αυτής.

71      Δεύτερον, από την αιτιολογική σκέψη 69 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει ότι κατά την περίοδο της έρευνας οι εισαγωγές της Cognis οφείλονταν κυρίως στο προσωρινό κλείσιμο μιας από τις εγκαταστάσεις παραγωγής της επιχείρησης αυτής. Επομένως, αυτές οι αγορές με πρακτικές ντάμπινγκ οφείλονταν κυρίως σε συγκυριακές ανάγκες. Όπως τονίζει το Συμβούλιο, οι εν λόγω εισαγωγές εξάλλου μπορούν αναμφίβολα να αποσκοπούν επίσης στον περιορισμό των επιζήμιων αποτελεσμάτων των εισαγωγών με πρακτικές ντάμπινγκ.

72      Από την αιτιολογική σκέψη 17 του προσβαλλόμενου κανονισμού προκύπτει βέβαια, όπως υπενθυμίζουν άλλωστε οι προσφεύγουσες, ότι οι προσφεύγουσες ήσαν προμηθευτές της Cognis από πολλών ήδη ετών. Οι επίμαχες πωλήσεις όμως, οι οποίες ήταν χαμηλές κατά την περίοδο της έρευνας, ήταν ακόμη χαμηλότερες κατά τα προηγούμενα έτη. Πράγματι, από τα στοιχεία που υπέβαλε το Συμβούλιο και των οποίων η ορθότητα δεν αμφισβητήθηκε από τις προσφεύγουσες προκύπτει ότι κατά την περίοδο της έρευνας οι εισαγωγές αντιπροσώπευαν από 9 % έως 11 % της παραγωγής της Cognis και από τις εισαγωγές αυτές το 4 % έως 5 % μόνο ήταν προέλευσης Ινδίας. Για παράδειγμα, το 2007 και το 2008 οι εισαγωγές από την Ινδία αντιπροσώπευαν λιγότερο από το 1 % της συνολικής παραγωγής της Cognis, ενώ οι εισαγωγές από άλλες τρίτες χώρες αντιπροσώπευαν περίπου το 1 %. Επιπλέον, το 2009 οι πωλήσεις των προσφευγουσών προς την Cognis αντιπροσώπευαν μόνο το 4,3 και το 5,3 % αντίστοιχα των συνολικών εισαγωγών από την Ινδία και τις δύο άλλες χώρες τις οποίες αφορούσε η έρευνα. Επομένως, οι πωλήσεις των προσφευγουσών προς την Cognis κατά τη διάρκεια της περιόδου έρευνας είχαν κατά το πλείστον συγκυριακό χαρακτήρα.

73      Τρίτον, όσον αφορά τις προγενέστερες αποφάσεις και τους προγενέστερους κανονισμούς της Επιτροπής και του Συμβουλίου που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες προς στήριξη των επιχειρημάτων τους, αρκεί η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο και η Επιτροπή, τόσο στις υποθέσεις εκείνες όσο και στην προκείμενη (βλ. ανωτέρω τη σκέψη 68), εξέτασαν σαφώς το ζήτημα αν οι εισαγωγές των παραγωγών της Ένωσης, ως «άλλος παράγοντας» κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού, αποτελούσαν εμπόδιο για την απόδειξη της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας.

74      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να απορριφθούν όλα τα επιχειρήματα στα οποία οι προσφεύγουσες βάσισαν τον ισχυρισμό τους ότι έπρεπε να εξαιρεθούν οι επίμαχες πωλήσεις προς την Cognis κατά την ανάλυση της ζημίας και της αιτιώδους συνάφειας. Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες δεν διατύπωσαν κανένα πρόσθετο επιχείρημα σχετικά με την εξαίρεση των πωλήσεων αυτών από τον υπολογισμό του περιθωρίου ζημίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα όλα τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν παραβάσεις του άρθρου 3, παράγραφοι 6 και 7, του βασικού κανονισμού.

[παραλείπονται]

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Godrej Industries Ltd και η VVF Ltd φέρουν τα δικαστικά έξοδα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα δικαστικά έξοδα της Sasol Olefins & Surfactants GmbH και της Sasol Germany GmbH, καθώς και τα δικά τους έξοδα.

3)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Pelikánová

Jürimäe

van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Σεπτεμβρίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.


1–      Παρατίθενται μόνο οι σκέψεις των οποίων η δημοσίευση κρίνεται σκόπιμη από το Γενικό Δικαστήριο.