Language of document : ECLI:EU:T:2004:332

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ

της 10ης Νοεμβρίου 2004 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Κοινοτική διαδικασία πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών – Ασφαλιστικά μέτρα – Αίτηση αναστολής της εκτέλεσης – Επείγον – Δεν συντρέχει»

Στην υπόθεση T-303/04 R,

European Dynamics SA, με έδρα την Αθήνα (Ελλάδα), εκπροσωπούμενη από τον Σ. Παππά, δικηγόρο,

αιτούσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους L. Parpala και E. Manhaeve, επικουρούμενους από τον J. Stuyck, δικηγόρο, με τόπο επιδόσεων στο Λουξεμβούργο,

καθής,

με αντικείμενο αίτηση αναστολής της εκτέλεσης αφενός της απόφασης της Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 2004 [DIGIT/R2/CTR/mas D (2004) 324] να κατατάξει στη δεύτερη θέση την προσφορά που υπέβαλε, κατόπιν της πρόσκλησης για υποβολή προσφορών για την παροχή υπηρεσιών στον τομέα της πληροφορικής, η κοινοπραξία της οποίας μέλος είναι η αιτούσα και αφετέρου της απόφασης της Επιτροπής της 14ης Ιουλίου 2004 [DG DIGIT/R2/CTR/mas D (2004) 811] να απορρίψει τις ενστάσεις που είχε υποβάλει η αιτούσα την 21η Ιουνίου και την 1η, την 5η και την 8η Ιουλίου 2004 κατά της ανάθεσης της σύμβασης σε άλλη κοινοπραξία,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η European Dynamics SA δραστηριοποιείται στον τομέα των τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, μεταξύ άλλων για λογαριασμό των ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων.

2        Κατόπιν της πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών ADMIN/DI/0005 ESP (External Service Providers) της 16ης Μαρτίου 2001, η Επιτροπή συνήψε διάφορες συμβάσεις-πλαίσια, κατ’ εφαρμογή του συστήματος που προβλέπει για τη σύναψη συμβάσεων με πολλαπλούς αντισυμβαλλόμενους η παράγραφος 1.4 των Γενικών Όρων για τις Συμβάσεις στον Τομέα της Πληροφορικής, που δημοσιεύθηκαν από την Επιτροπή στις 11 Ιουνίου 1998 (στο εξής: πολλαπλές συμβάσεις), όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών από εξωτερικούς συνεργάτες σχετικά με τα συστήματα πληροφόρησης. Η συνολική σύμβαση διαιρέθηκε σε εννέα παρτίδες, μεταξύ των οποίων καταλέγονταν η παρτίδα 4, που αφορούσε την παροχή υπηρεσιών από εξωτερικούς συνεργάτες σε σχέση με τις εφαρμογές διαχείρισης δεδομένων και τα συστήματα πληροφόρησης (στο εξής: παρτίδα ESP 4), και η παρτίδα 5, που αφορούσε την παροχή υπηρεσιών από εξωτερικούς συνεργάτες σε σχέση με τις εφαρμογές Internet και Intranet (στο εξής: παρτίδα ESP 5).

3        Στις 16 Οκτωβρίου 2001 συνήφθη η σύμβαση-πλαίσιο DI‑02432‑00 με αυτόν που είχε καταταγεί πρώτος για την παρτίδα ESP 4, δηλαδή με την κοινοπραξία που είχαν σχηματίσει οι εταιρίες Trasys SA και Cronos Luxembourg SA –νυν Sword Technologies SA (στο εξής: κοινοπραξία ESP 4).

4        Στις 5 Νοεμβρίου 2001 η σύμβαση-πλαίσιο DI-02432-00 συνήφθη με αυτόν που είχε καταταγεί πρώτος για την παρτίδα ESP 5, δηλαδή με την κοινοπραξία που είχαν σχηματίσει οι εταιρίες European Dynamics, IRIS SA, Datacep SA, Primesphere SA και Reggiani SpA (στο εξής: κοινοπραξία ESP 5).

5        Στις 23 Νοεμβρίου 2001 η Επιτροπή δημοσίευσε τα ανώτατα όρια πιστώσεων του προϋπολογισμού, τα οποία βασίζονταν στις εκτιμήσεις που είχαν ανακοινωθεί για τις παρτίδες ESP 4 και ESP 5 και τα οποία καθορίζονταν στο συνολικό ποσό των 42 885 318 ευρώ και των 34 656 804 ευρώ αντίστοιχα, για όλη τη διάρκεια των συμβάσεων, δηλαδή μέχρι τον Οκτώβριο 2006.

6        Δεδομένου ότι η χρησιμοποίηση των συμβάσεων της παρτίδας ESP 4 στην πράξη αποδείχθηκε πολύ σημαντικότερη από ό,τι είχε προβλεφθεί –από τη δικογραφία προκύπτει ότι στο τέλος Μαρτίου 2003, δηλαδή σε λιγότερο από το ένα τρίτο της συνολικής ανώτατης διάρκειας της σύμβασης σχετικά με την παρτίδα ESP 4, είχαν δαπανηθεί ήδη περισσότερα από τα τρία τέταρτα των προβλεπόμενων πιστώσεων– η Επιτροπή αποφάσισε να αυξήσει το ανώτατο όριο των πιστώσεων του προϋπολογισμού για την παρτίδα ESP 4 και να καταρτίσει νέα πρόσκληση για υποβολή προσφορών για υπηρεσίες της ίδιας φύσης με τις υπηρεσίες που αφορούσε η παρτίδα ESP 4, για το διάστημα μέχρι τον Οκτώβριο του 2006.

7        Με απόφαση της 28ης Απριλίου 2003, η Επιτροπή αύξησε το ανώτατο όριο των πιστώσεων για την παρτίδα ESP 4 κατά 20 εκατ. ευρώ και στις 10 Μαΐου 2003 δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκήρυξη ανάθεσης σύμβασης με τον αριθμό αναφοράς ADMIN/PN/2003/105.

8        Στις 23 Μαΐου 2003 η κοινοπραξία ESP 5 απέστειλε στον διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης (ΓΔ) Πληροφορικής έγγραφο με το οποίο εξέφραζε τις ανησυχίες της σχετικά με την αύξηση του ανώτατου ορίου των πιστώσεων για την παρτίδα ESP 4 και με το οποίο ισχυριζόταν ότι η Επιτροπή έπρεπε να κάνει χρήση σε μεγαλύτερο βαθμό της παρτίδας ESP 5, η χρησιμοποίηση της οποίας υπολειπόταν των αρχικών προβλέψεων.

9        Από τη δικογραφία προκύπτει ότι το έγγραφο της 23ης Μαΐου 2003 ακολούθησαν αφενός ανταλλαγή εγγράφων μεταξύ της Επιτροπής και της κοινοπραξίας ESP 5, όπως ήταν π.χ. το έγγραφο της 4ης Ιουλίου 2003, με το οποίο η Επιτροπή παρέσχε εξηγήσεις για την εκτέλεση των παρτίδων ESP 4 και ESP 5, και αφετέρου συναντήσεις μεταξύ των ενδιαφερομένων και μία ειδική συνάντηση, την οποία οργάνωσε η Επιτροπή στις 6 Νοεμβρίου 2003 και κατά την οποία η κοινοπραξία ESP 5 είχε την ευκαιρία να εξηγήσει στις γενικές διευθύνσεις της Επιτροπής τις δυνατότητες που παρείχαν οι υπηρεσίες τις οποίες κάλυπτε η παρτίδα ESP 5.

10      Στις 27 Δεκεμβρίου 2003 η Επιτροπή προέβη στην πρόσκληση για υποβολή προσφορών υπ’ αριθ. ADMIN/DI2/PO/2003/192 ESP-DIMA για την «επιτόπια και εξωτερική παροχή υπηρεσιών σχετικά με τα συστήματα διαχείρισης των δεδομένων και τα συστήματα πληροφόρησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις οποίες θα περιλαμβάνονται η ανάπτυξη και η συντήρηση και άλλες συναφείς δραστηριότητες» (στο εξής: πρόσκληση ESP‑DIMA).

11      Με έγγραφο της 19ης Ιανουαρίου 2004, ο νομικός σύμβουλος της κοινοπραξίας ESP 5 αξίωσε από την Επιτροπή να ακυρώσει την πρόσκληση ESP-DIMA, ισχυριζόμενος ότι η Επιτροπή, αντί να συνάψει νέα σύμβαση παροχής υπηρεσιών για την αντικατάσταση της παρτίδας ESP 4, έπρεπε να χρησιμοποιήσει την παρτίδα ESP 5.

12      Η αξίωση αυτή απορρίφθηκε με έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2004, με το οποίο η ΓΔ Πληροφορικής διευκρίνισε ότι δεν ήταν δυνατή η χρησιμοποίηση της παρτίδας ESP 5 αντί για την παρτίδα ESP 4 ή τη σύμβαση ESP-DIMA, διότι η παρτίδα ESP 5 έχει διαφορετικό αντικείμενο από την παρτίδα ESP 4 και τη σύμβαση ESP‑DIMA, αφού η πρώτη αφορά τις εφαρμογές Internet και Intranet και οι άλλες τις εφαρμογές για τη διαχείριση των δεδομένων και τα συστήματα πληροφόρησης.

13      Στις 20 Φεβρουαρίου 2004 οι εταιρίες European Dynamics, IRIS, Datacep και Reggiani (δηλαδή οι εταιρίες που μετείχαν στην κοινοπραξία ESP 5, εκτός από την εταιρία Primesphere, στο εξής: κοινοπραξία ED) υπέβαλαν από κοινού προσφορά σχετικά με την πρόσκληση ESP‑DIMA.

14      Στις 2 Ιουνίου 2004 η Επιτροπή κατακύρωσε τη σύμβαση ESP-DIMA. Ο αντισυμβαλλόμενος, ο οποίος είχε καταταγεί στην πρώτη θέση της πολλαπλής σύμβασης, ήταν μια κοινοπραξία την οποία είχαν σχηματίσει οι εταιρίες Trasys και Sword Technologies, Intrasoft International SA και TXT SpA (δηλαδή η κοινοπραξία ESP 4 μαζί με δύο άλλους εταίρους, στο εξής: κοινοπραξία ESP‑DIMA). Η κοινοπραξία ED κατατάχθηκε στη δεύτερη θέση αντισυμβαλλόμενων για την πολλαπλή σύμβαση, ενώ στην τρίτη και στην τέταρτη θέση κατατάχθηκαν δύο άλλοι από αυτούς που είχαν υποβάλει προσφορά.

15      Τα αποτελέσματα αυτά κοινοποιήθηκαν σε όλους όσοι είχαν υποβάλει προσφορά, μεταξύ των οποίων και στην κοινοπραξία ED, με έγγραφο της 4ης Ιουνίου (στο εξής: απόφαση για την ανάθεση).

16      Με τηλεομοιοτυπία της 8ης Ιουνίου 2004, η European Dynamics ζήτησε συμπληρωματικές λεπτομέρειες σχετικά με την απόφαση για την ανάθεση. Η Επιτροπή απάντησε με έγγραφο της 9ης Ιουνίου 2004, με το οποίο της παρέσχε περισσότερες λεπτομέρειες για τα αποτελέσματα της τεχνικής αξιολόγησης με βάση καθένα από τα κριτήρια που είχαν εφαρμοστεί στην εν λόγω περίπτωση.

17      Με έγγραφο της 21ης Ιουνίου 2004, η European Dynamics ζήτησε από την ΓΔ Πληροφορικής να της παράσχει αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης όλων των προσφορών που είχαν υποβληθεί κατόπιν της πρόσκλησης ESP‑DIMA, ιδίως δε των τμημάτων που αφορούσαν την κοινοπραξία της και την κοινοπραξία της οποίας η προσφορά προτιμήθηκε, καθώς και να της γνωστοποιήσει τα ονόματα αυτών που προέβησαν στην αξιολόγηση αυτή.

18      Στις 29 Ιουνίου 2004 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ της European Dynamics και της ΓΔ Πληροφορικής, κατά την οποία συζητήθηκαν η αξιολόγηση των προσφορών και οι ανησυχίες της European Dynamics σχετικά με την εκτέλεση της παρτίδας ESP 4 σε σύγκριση με την εκτέλεση της παρτίδας ESP 5. Η Επιτροπή απέστειλε αντίγραφο των πρακτικών της συνάντησης αυτής στην European Dynamics στις 6 Ιουλίου 2004. Την ίδια ημέρα η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι δεν είχε συναφθεί ακόμη καμία σύμβαση παρά την κατακύρωση της σύμβασης ESP-DIMA.

19      Κατόπιν της συναντήσεως αυτής, η European Dynamics απέστειλε διάφορα έγγραφα στην Επιτροπή, και συγκεκριμένα την 1η Ιουλίου  2004 και στις 5 και στις 8 του ίδιου μήνα, με τα οποία αμφισβήτησε τη νομιμότητα της πρόσκλησης ESP-DIMA και της απόφασης για την ανάθεση. Η European Dynamics ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι η σύναψη της σύμβασης ESP-DIMA δεν είχε λόγο ύπαρξης, διότι έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η παρτίδα ESP 5 αντί για την παρτίδα ESP 4. Κατά την εταιρία αυτή, στην περίπτωση ενός μέλους της επιτροπής αξιολόγησης υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων, η κλίμακα βαθμολόγησης που χρησιμοποιήθηκε για την τεχνική αξιολόγηση ήταν ακατάλληλη, ενώ η επιλεγείσα προσφορά ήταν ποιοτικά κατώτερη και πρότεινε ένα σύστημα πληροφορικής με πολύ περιορισμένες δυνατότητες. Με τα έγγραφα αυτά η European Dynamics ζήτησε αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης και τα ονόματα των μελών της επιτροπής αξιολόγησης. Ζήτησε επίσης την αναβολή της υπογραφής των συμβάσεων μέχρι την ικανοποιητική επίλυση όλων των παραπάνω σημείων.

20      Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2004 (στο εξής: έγγραφο αιτιολόγησης), η Επιτροπή απάντησε στα ζητήματα που είχε θέσει η European Dynamics με τα παραπάνω έγγραφά της και αρνήθηκε να της διαβιβάσει αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης, διότι τούτο θα συνεπαγόταν την ανακοίνωση εμπιστευτικών ή απόρρητων εμπορικών στοιχείων που αφορούσαν ορισμένους άλλους από τους προσφέροντες. Όσον αφορά τις αμφιβολίες σχετικά με την ανάγκη να κινηθεί η διαδικασία για την πρόσκληση ESP-DIMA και την πρόταση να χρησιμοποιηθεί η παρτίδα ESP 5 για την παροχή υπηρεσιών που ενέπιπταν στην παρτίδα ESP 4, η Επιτροπή εξέθεσε ότι η ΓΔ Πληροφορικής είχε επισημάνει, με το προαναφερθέν έγγραφο της 30ής Ιανουαρίου 2004, ότι, αφού οι δύο παρτίδες αφορούσαν δύο διαφορετικές και αυτοτελείς συμβάσεις, δεν ήταν δυνατό να υπάρξει μετάβαση από τη μία στην άλλη για τον λόγο και μόνο ότι για τη μία από τις δύο παρτίδες δεν είχε εξαντληθεί το ανώτατο όριο πιστώσεων. Η κίνηση της διαδικασίας πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών ήταν συνεπώς, όσον αφορά την παρτίδα για την οποία δεν υπήρχε δυνατότητα αύξησης των πιστώσεων, το μόνο κατάλληλο μέσο, το οποίο ήταν επίσης σύμφωνο με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στον γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός).

21      Στις 15 Ιουλίου 2004 η Επιτροπή απέστειλε τις συμβάσεις που είχαν προκύψει από την απόφαση για την ανάθεση ταυτόχρονα στις τέσσερις κοινοπραξίες που είχε επιλέξει, δηλαδή και στην κοινοπραξία ED, η οποία ήταν ο δεύτερος κατά σειρά αντισυμβαλλόμενός της (σύμβαση-πλαίσιο DIGIT‑04551‑00), και τόνισε ότι οι συμβάσεις έπρεπε να της επιστραφούν υπογραμμένες πριν από τις 30 Ιουλίου 2004.

22      Στις 27 Ιουλίου 2004 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της κοινοπραξίας ED και της ΓΔ Πληροφορικής, κατά την οποία οι τελευταίοι αυτοί ενέμειναν στην άποψη της Επιτροπής να μη δεχτεί την πρόταση της European Dynamics να της επιτρέψει να μετάσχει ενεργά στην επιτήρηση της κατανομής των σχεδίων μεταξύ της παρτίδας ESP 4 και της παρτίδας ESP 5.

23      Στις 28 Ιουλίου 2004 η κοινοπραξία ED ζήτησε από την Επιτροπή να αναβάλει κατά ένα μήνα τη σύναψη των ατομικών συμβάσεων που είχαν προκύψει από την πρόσκληση ESP-DIMA, επειδή τα μέλη της κοινοπραξίας χρειάζονταν κάποιο ακόμη χρόνο για ορισμένα διοικητικά διαβήματα. Η Επιτροπή απάντησε αμέσως ότι τα διαβήματα αυτά μπορούσαν να γίνουν μετά την υπογραφή της σύμβασης και ότι δεν χρειαζόταν καμία αναβολή. Η σύμβαση της κοινοπραξίας ED κατατέθηκε υπογραμμένη στις 30 Ιουλίου 2004. Στις 4 Αυγούστου 2004 αποστάλθηκαν στην Επιτροπή ορισμένες εξουσιοδοτήσεις που έλειπαν.

24      Στις 4 Αυγούστου 2004 η Επιτροπή είχε επομένως στη διάθεσή της όλα τα πρωτότυπα των ατομικών συμβάσεων που αφορούσαν τη σύμβαση ESP-DIMA, υπογραμμένα από όλους τους αντισυμβαλλόμενούς της.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Με δικόγραφο που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Ιουλίου 2004, η αιτούσα άσκησε προσφυγή δυνάμει του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, με αντικείμενο αφενός την ακύρωση της διαδικασίας πρόσκλησης για υποβολή προσφορών ESP‑DIMA, δηλαδή της προκήρυξης σύμβασης 2003/S249-221337 ESP‑DIMA και της πρόσκλησης ESP-DIMA, και αφετέρου την ακύρωση των αποφάσεων της Επιτροπής σχετικά με τη σειρά κατάταξης των προσφορών, δηλαδή της απόφασης για την ανάθεση και του εγγράφου αιτιολόγησης.

26      Με χωριστό δικόγραφο, που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η αιτούσα υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση με την οποία ζήτησε από το Πρωτοδικείο να αποφανθεί με ταχεία διαδικασία.

27      Με χωριστό δικόγραφο, που πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η αιτούσα υπέβαλε την παρούσα αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητεί την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης για την ανάθεση και του εγγράφου αιτιολόγησης, ώστε να παρεμποδιστεί η σύναψη της σύμβασης με την κοινοπραξία ESP-DIMA, μέχρις ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της κύριας υπόθεσης. Η αιτούσα ζήτησε επίσης να καταδικαστεί η Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

28      Στις 4 Αυγούστου 2004 επιδόθηκε στην Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, αντίγραφο της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και της τάχθηκε προθεσμία για την υποβολή παρατηρήσεων μέχρι τις 19 Αυγούστου 2004.

29      Δεδομένου ότι η αιτούσα είχε ζητήσει με την αίτηση προσωρινών μέτρων την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης για την ανάθεση, η αναθέτουσα αρχή αποφάσισε στις 4 Αυγούστου 2004 να αναβάλει την υπογραφή των τεσσάρων ατομικών συμβάσεων σχετικά με τη σύμβαση ESP-DIMA.

30      Στις 12 Αυγούστου 2004 η Επιτροπή ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεών της μέχρι τις 26 Αυγούστου 2004. Η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με απόφαση της 16ης Αυγούστου 2004.

31      Στις 26 Αυγούστου 2004 η Επιτροπή υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, με τις οποίες ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση αυτή ως απαράδεκτη ή, επικουρικά, ως αβάσιμη.

32      Στις 31 Αυγούστου 2004 η Γραμματεία του Πρωτοδικείου διαβίβασε στην αιτούσα τις παρατηρήσεις της Επιτροπής.

33      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2004 η αιτούσα ζήτησε να της επιτραπεί να καταθέσει παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής.

34      Με απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2004, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου δέχτηκε το αίτημα αυτό και έταξε στην αιτούσα προθεσμία μέχρι τις 24 Σεπτεμβρίου 2004 για την κατάθεση των παρατηρήσεών της επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής.

35      Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 η αιτούσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής και επισύναψε μεγάλο αριθμό συμπληρωματικών εγγράφων. Με τις παρατηρήσεις της, η αιτούσα ζήτησε επίσης να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προσκομίσει ορισμένα έγγραφα, και συγκεκριμένα τις αιτήσεις καθορισμού τιμών (Requests for Quotation) και τις στατιστικές για την εκτέλεση της παρτίδας ESP 4 (στο εξής: επίμαχα έγγραφα).

36      Στις 29 Σεπτεμβρίου 2004 ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου έταξε στην Επιτροπή προθεσμία μέχρι τις 8 Οκτωβρίου 2004 για την κατάθεση των παρατηρήσεών της επί των παρατηρήσεων της αιτούσας.

37      Στις 6 Οκτωβρίου 2004 η Επιτροπή ζήτησε παράταση της προθεσμίας για την υποβολή των παρατηρήσεών της μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2004 και η αίτηση αυτή έγινε δεκτή με απόφαση του Προέδρου του Πρωτοδικείου της ίδιας ημέρας.

38      Στις 15 Οκτωβρίου 2004 η Επιτροπή κατέθεσε παρατηρήσεις σε απάντηση των παρατηρήσεων της αιτούσας.

39      Στις 2 Νοεμβρίου 2004 η αιτούσα απέστειλε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου έγγραφο με το οποίο διατύπωσε συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί των παρατηρήσεων της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 2004 και ζήτησε από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να τις λάβει υπόψη κατά την εκτίμησή του. Το έγγραφο αυτό κοινοποιήθηκε στην Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 105, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

 Σκεπτικό

 Επί της αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων

40      Σύμφωνα με τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 242 ΕΚ και 243 ΕΚ, αφενός, και του άρθρου 225, παράγραφος 1, ΕΚ, αφετέρου, το Πρωτοδικείο μπορεί, αν κρίνει ότι επιβάλλεται από τις περιστάσεις, να διατάξει την αναστολή της εκτέλεσης της προσβαλλόμενης πράξης ή τα αναγκαία προσωρινά μέτρα.

41      Το άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων προσδιορίζουν το αντικείμενο της διαφοράς, τα περιστατικά από τα οποία προκύπτει το επείγον της υπόθεσης, καθώς και τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris) τη λήψη των προσωρινών μέτρων που ζητούνται. Οι προϋποθέσεις προβλέπονται σωρευτικά, πράγμα που σημαίνει ότι οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτονται αν δεν συντρέχει έστω και μία απ’ αυτές [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1996, C-268/96 P(R), SCK και FNK κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-4971, σκέψη 30]. Ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής προβαίνει επίσης, εφόσον είναι αναγκαίο, στη στάθμιση των αντιμαχόμενων συμφερόντων (διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 1999, C-107/99 R, Ιταλία κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4011, σκέψη 59).

42      Εξάλλου, τα ζητούμενα μέτρα πρέπει να είναι προσωρινά, υπό την έννοια ότι δεν πρέπει να προδικάζουν την απόφαση επί των νομικών ή πραγματικών ζητημάτων της διαφοράς ούτε να εξουδετερώνουν εκ των προτέρων τις συνέπειες της απόφασης επί της κύριας προσφυγής που πρόκειται να εκδοθεί μεταγενέστερα [διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 19ης Ιουλίου 1995, C-149/95 P(R), Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., Συλλογή 1995, σ. Ι-2165, σκέψη 22].

43      Επιπλέον, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξέτασης, ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, ενόψει των ιδιαιτεροτήτων της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας του κοινοτικού δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα της εκδόσεως διατάξεως προσωρινών μέτρων (προπαρατεθείσα διάταξη Επιτροπή κατά Atlantic Container Line κ.λπ., σκέψη 23).

44      Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, λαμβάνοντας υπόψη τα στοιχεία της δικογραφίας, κρίνει ότι διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να αποφανθεί επί της παρούσας αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων, χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως να ακούσει τις προφορικές εξηγήσεις των διαδίκων.

 Επιχειρήματα των διαδίκων

–       Επί του παραδεκτού

45      Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι έχει συμφέρον να ασκήσει προσφυγή κατά των πράξεων των οποίων ζητεί την αναστολή εκτέλεσης και ότι έχει ασκήσει εμπρόθεσμα την προσφυγή αυτή, πράγμα που σημαίνει ότι η αίτησή της είναι παραδεκτή.

46      Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αίτηση δεν έχει καμία χρησιμότητα, διότι η αιτούσα δεν ζήτησε την αναστολή της απόφασης να κινηθεί η διαδικασία για τη σύναψη της σύμβασης ESP‑DIMA, αλλά την αναστολή ορισμένων αποφάσεων για την ανάθεση της σύμβασης. Τα αιτούμενα προσωρινά μέτρα δεν μπορούν επομένως να έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή της σύναψης της σύμβασης ESP‑DIMA, πράγμα όμως που επιχειρεί να επιτύχει στην πραγματικότητα η αιτούσα. Η Επιτροπή προσθέτει μάλιστα ότι η αίτηση είναι απαράδεκτη για τον λόγο ότι απαράδεκτη είναι επίσης η προσφυγή στην κύρια υπόθεση. Συγκεκριμένα, κατά την Επιτροπή, η αιτούσα δεν αποδεικνύει ότι οι προσβαλλόμενες πράξεις την αφορούν άμεσα και, εν πάση περιπτώσει, δεν αποδεικνύει ότι έχει η ίδια έννομο συμφέρον, αφού οι εν λόγω πράξεις αφορούν την κοινοπραξία ED και όχι την αιτούσα ατομικά.

–       Επί του εκ πρώτης όψεως βασίμου

47      Η αιτούσα ισχυρίζεται, παραπέμποντας στην προσφυγή της, ότι η σύμβαση ESP‑DIMA πρέπει να ακυρωθεί λόγω εσφαλμένης εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, παράβασης ουσιωδών τύπων και έλλειψης αιτιολογιών. Από τα περιστατικά που παρατίθενται στην αίτηση προκύπτει ότι η αιτούσα φρονεί ότι η κίνηση της διαδικασίας πρόσκλησης για υποβολή προσφορών ESP‑DIMA δεν ήταν αναγκαία, διότι η Επιτροπή μπορούσε να χρησιμοποιήσει την παρτίδα ESP 5 αντί να αντικαταστήσει την παρτίδα ESP 4 με τη σύμβαση ESP‑DIMA. Η αιτούσα φρονεί επίσης ότι η ανάθεση της σύμβασης ESP‑DIMA είναι παράνομη, διότι ένα τουλάχιστον από τα μέλη της επιτροπής αξιολόγησης αντιμετώπιζε σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε την ίδια κλίμακα για να αξιολογήσει όσους είχαν υποβάλει προσφορά, η επιλεγείσα προσφορά πρότεινε μόνο ένα σύστημα πληροφορικής πολύ περιορισμένης αξίας και περιορισμένης έκτασης και, τέλος, η Επιτροπή δεν της διαβίβασε, κατά παράβαση του δημοσιονομικού κανονισμού, αντίγραφο της έκθεσης αξιολόγησης.

48      Η Επιτροπή φρονεί ότι η αιτούσα δεν διατύπωσε πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν εκ πρώτης όψεως τη λήψη των προσωρινών μέτρων και ότι παρεμπιπτόντως μόνο εκθέτει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η προσφυγή που έχει ασκήσει στην κύρια υπόθεση. Η Επιτροπή τονίζει ότι οι ισχυρισμοί της αιτούσας δεν είναι βάσιμοι, πράγμα που προκύπτει σαφώς από το έγγραφο αιτιολόγησης της 14ης Ιουλίου 2004, ότι οι ισχυρισμοί αυτοί ουδόλως αποδεικνύονται και ότι δεν πρέπει καν να εξεταστούν στο πλαίσιο της παρούσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων.

–       Επί του επείγοντος

49      Η αιτούσα ισχυρίζεται ότι συντρέχει η προϋπόθεση σχετικά με το επείγον. Τονίζει ότι, αν αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης, θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, και συγκεκριμένα, πρώτον, βαρύτατη οικονομική ζημία, λόγω της οποίας η αιτούσα δεν θα μπορέσει να επιβιώσει πλέον στην αγορά, δεύτερον, απώλεια σημαντικού μέρους των δραστηριοτήτων της, λόγω της οποίας θα απολυθεί το μισό προσωπικό της, και, τρίτον, ιδιαίτερα σοβαρή βλάβη της φήμης της.

50      Όσον αφορά την οικονομική ζημία, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι οφείλεται στην εσφαλμένη εκτέλεση της παρτίδας ESP 4 αντί για την παρτίδα ESP 5 και στη συνέχιση της εκτέλεσης της παρτίδας ESP 4 μέσω της σύμβασης ESP‑DIMA, η οποία ανατέθηκε σε άλλον. Η αιτούσα φρονεί ότι αυτό θα έχει ως συνέπεια τη διακοπή της εκτέλεσης της παρτίδας ESP 5, αφού η παρτίδα ESP 4 θα έχει ως συνέχεια τη σύμβαση ESP‑DIMA και είναι αναμενόμενο ότι πολλές από τις ισχύουσες ατομικές συμβάσεις θα παραταθούν αμέσως μετά την υπογραφή των ατομικών συμβάσεων σχετικά με τη σύμβαση ESP‑DIMA, και μάλιστα για πολλά έτη. Κατά συνέπεια, η απόφαση για την ανάθεση της σύμβασης ESP‑DIMA σε άλλον από τους προσφέροντες και η συνέχιση της παράτυπης εκτέλεσης της σύμβασης αυτής αντί για την παρτίδα ESP 5 θα στερήσουν την αιτούσα από τα έσοδα που θα της απέφερε κανονικά η εκτέλεση της παρτίδας ESP 5, η οποία αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα των δραστηριοτήτων της.

51      Συναφώς η αιτούσα τονίζει ότι είναι εταιρία μέσου μεγέθους που απασχολεί 200 περίπου εργαζόμενους, ότι εκπονεί ορισμένα σχέδια, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι αυτά που εντάσσονται στο πλαίσιο της παρτίδας ESP 5, και ότι η παρτίδα ESP 5 καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού της και απασχολεί το μισό σχεδόν του προσωπικού της, που έχει προσληφθεί ακριβώς για την εξυπηρέτηση των αναγκών της παρτίδας ESP 5. Η υποδομή της εταιρίας έχει επίσης επεκταθεί και έτσι έχει διαμορφωθεί ένα σύστημα που οφείλει ως σύνολο την ύπαρξή του και την επιβίωσή του στην παρτίδα ESP 5 και έχει δημιουργηθεί και εφαρμόζεται στην πράξη με σκοπό την εκτέλεση μιας σύμβασης ύψους 35 εκατ. ευρώ. Η κατακύρωση της παρτίδας ESP 5 υποχρεώνει την αιτούσα να συντηρεί μια δαπανηρή υποδομή, να απασχολεί προσωπικό για το σχέδιο αυτό και να προβλέπει ένα σύστημα συνεχούς επιμορφώσεως του προσωπικού της, λόγω των τεχνολογικών αλλαγών που πραγματοποιεί η Επιτροπή με περιοδικότητα λίγων μηνών. Οι δραστηριότητες της αιτούσας σε σχέση με την παρτίδα ESP 5 αντιπροσωπεύουν ετησίως ποσό 4 περίπου εκατ. ευρώ και συνιστούν ένα σημαντικό μέρος του συνόλου των δραστηριοτήτων της στον τομέα της παροχής των υπηρεσιών πληροφορικής. Τα έσοδα της αιτούσας μειώθηκαν από 16 εκατ. ευρώ το 2001 σε 14 εκατ. ευρώ το 2002 και σε 10 εκατ. ευρώ το 2003, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να συνεχιστεί η μείωση το 2004 και το 2005 μέχρι το ποσό των 5 εκατ. ευρώ, λόγω ακριβώς του χαμηλού ύψους των παραγγελιών στο πλαίσιο της παρτίδας ESP 5. Για τον λόγο αυτό έχει εγκαταλείψει ήδη την εταιρία μεγάλο μέρος του προσωπικού της. Λόγω αυτής της απώλειας προσωπικού η αιτούσα δεν θα μπορέσει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, να ανακτήσει τα απολεσθέντα μερίδια αγοράς.

52      Η αιτούσα υποστηρίζει ότι η μη εκτέλεση της παρτίδας ESP 5 ή η ενδεχόμενη μείωση των σχετικών παραγγελιών θα μπορούσαν επομένως να αποβούν μοιραίες γι’ αυτήν. Κατά την αιτούσα, θα εξαφανιστεί ολόκληρη η υποδομή που έχει προβλεφθεί ειδικά για την εκτέλεση της παρτίδας ESP 5, πράγμα που θα έχει ανεπανόρθωτες συνέπειες για την ίδια, αφού δεν θα μπορέσει να επιβιώσει στην αγορά στην οποία αναπτύσσει τις δραστηριότητές της, εντός της οποίας επικρατεί έντονος ανταγωνισμός.

53      Όσον αφορά την προσβολή της φήμης της, η αιτούσα τονίζει ότι η κατάσταση αυτή θα βλάψει τις σχέσεις της με άλλους επιχειρηματίες και πελάτες, οι οποίοι θα την ερμηνεύσουν ως ένδειξη της ανικανότητάς της να ανταποκριθεί στις προσδοκίες της Επιτροπής.

54      Τέλος, η αιτούσα θεωρεί ότι τα προσωρινά μέτρα που ζητεί είναι απαραίτητα, διότι, αν οι πράξεις κατά των οποίων στρέφεται η παρούσα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων εφαρμοστούν πριν από την ακύρωσή τους, η Επιτροπή θα υπογράψει τις σχετικές ατομικές συμβάσεις και θα επιτρέψει έτσι να ενσωματωθεί στη σύμβαση ESP‑DIMA ένα μεγάλο μέρος των πιστώσεων που υπάρχουν ακόμη. Κατά την αιτούσα, στη σύμβαση ESP‑DIMA θα παραχωρηθούν 120 εκατ. ευρώ, πράγμα που θα αντιπροσωπεύει τη σημαντικότερη επένδυση της Επιτροπής στον εν λόγω τομέα και θα δεσμεύσει οριστικά την Επιτροπή έναντι της κοινοπραξίας ESP‑DIMA.

55      Η Επιτροπή φρονεί ότι η ζημία που ισχυρίζεται ότι θα υποστεί η αιτούσα δεν είναι ούτε σοβαρή ούτε ανεπανόρθωτη υπό την έννοια της νομολογίας του Πρωτοδικείου.

56      Όσον αφορά την οικονομική ζημία, η Επιτροπή τονίζει καταρχάς ότι τα επιχειρήματα της αιτούσας δείχνουν ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης της οποίας ζητείται η αναστολή εκτέλεσης (της ανάθεσης της σύμβασης ESP‑DIMA σε άλλον προσφέροντα) και της ζημίας που ισχυρίζεται η αιτούσα ότι ενδέχεται να υποστεί, δηλαδή της μείωσης του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί η αιτούσα χάρη στη σύμβασή της που αφορά την παρτίδα ESP 5.

57      Συναφώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η ζημία που ισχυρίζεται η αιτούσα ότι ενδέχεται να υποστεί συνάγεται από το επιχείρημά της ότι η Επιτροπή έπρεπε να χρησιμοποιήσει σε μεγαλύτερη έκταση την παρτίδα ESP 5 αντί να εφαρμόσει τη διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης για να αντικαταστήσει τις παλιές ατομικές συμβάσεις της παρτίδας ESP 4 με τη σύμβαση ESP‑DIMA. Η Επιτροπή τονίζει ότι η άποψη της αιτούσας στηρίζεται στην πραγματικότητα στην τελείως εσφαλμένη αντίληψη ότι, αν η Επιτροπή εμποδιστεί να υπογράψει τις ατομικές συμβάσεις που σχετίζονται με την πρόσκληση ESP‑DIMA, θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την παρτίδα ESP 5 για την παροχή των υπηρεσιών που καλύπτονταν προηγουμένως από την παρτίδα ESP 4, πράγμα που θα αυξήσει τον κύκλο εργασιών της αιτούσας. Κατά την Επιτροπή, η αντίληψη αυτή είναι απόλυτα εσφαλμένη, διότι η αναθέτουσα αρχή θα εξακολουθήσει οπωσδήποτε να κάνει τη διάκριση μεταξύ των παρτίδων ESP 4 και ESP 5, την οποία εφαρμόζει από τότε που συνήφθησαν οι συμβάσεις αυτές και η οποία προκύπτει από τον ορισμό των συμβάσεων αυτών στη σχετική προκήρυξη.

58      Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή προσθέτει ότι η ζημία που η αιτούσα ισχυρίζεται ότι θα υποστεί δεν είναι ούτε σοβαρή ούτε ανεπανόρθωτη. Η αποκατάσταση της οικονομικής ζημίας είναι σαφέστατα δυνατή, κατά πάγια νομολογία, καθόσον μπορεί να καταβληθεί αποζημίωση αργότερα. Η αιτούσα δεν αποδεικνύει τη συνδρομή εξαιρετικών περιστάσεων, λόγω των οποίων η εν λόγω οικονομική ζημία να πρέπει να χαρακτηριστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη. Συναφώς η Επιτροπή τονίζει ότι η αιτούσα περιορίζεται στη διατύπωση γενικών ισχυρισμών και δεν έχει αποδείξει ούτε ότι η απώλεια της επίμαχης σύμβασης θα θέσει σε κίνδυνο την επιβίωσή της ούτε ότι η θέση της στην αγορά θα μεταβληθεί ανεπανόρθωτα.

59      Αντίθετα, κατά την Επιτροπή, είναι προφανές ότι η αιτούσα μπορεί να επιβιώσει μέχρι την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου στην υπόθεση της κύριας δίκης. Συναφώς η Επιτροπή παραπέμπει, μεταξύ άλλων, σε δύο εκθέσεις των γραφείων EuroDB και Dun & Bradstreet, που χρονολογούνται από τις 22 Μαρτίου 2004 και τις 26 Ιουλίου 2004 αντίστοιχα και αποτελούν παράρτημα των παρατηρήσεων της Επιτροπής της 15ης Οκτωβρίου 2004 και από τις οποίες προκύπτει ότι η οικονομική κατάσταση της αιτούσας είναι καλή. Η αιτούσα υποστηρίζει, με το έγγραφο της 2ας Νοεμβρίου 2004, ότι οι εκθέσεις αυτές είναι παρωχημένες και εσφαλμένες.

60      Όσον αφορά τις μη οικονομικής φύσης ζημίες που ισχυρίζεται η αιτούσα ότι θα υποστεί, δηλαδή ότι θα προσβληθεί σοβαρά η φήμη της λόγω της απώλειας της επίμαχης σύμβασης, η Επιτροπή τονίζει ότι η συμμετοχή σε διαδικασία πρόσκλησης για υποβολή προσφορών ενέχει προφανώς για κάθε προσφέροντα τον κίνδυνο να μην κατακυρωθεί η σύμβαση σ’ αυτόν. Όπως έχει ήδη αποφανθεί το Πρωτοδικείο με τη νομολογία του, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται επομένως καμία βλάβη της φήμης.

61      Τέλος, η Επιτροπή φρονεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι η σύμβαση θα συναφθεί ενδεχομένως με αυτόν του οποίου επιλέχθηκε η προσφορά και ότι στη σύμβαση αυτή θα διατεθεί ένα μεγάλο μέρος των πιστώσεων πριν το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της υποθέσεως της κύριας δίκης δεν αποτελεί στοιχείο που αποδεικνύει ότι συντρέχει η προϋπόθεση του επείγοντος. Σε περίπτωση ακύρωσης, η Επιτροπή είναι σε θέση να αποκαταστήσει τα δικαιώματα της αιτούσας.

–       Επί της σταθμίσεως των συμφερόντων

62      Μολονότι η αιτούσα δεν έθεσε σαφώς, με την αίτησή της, το θέμα της στάθμισης των συμφερόντων, η Επιτροπή τονίζει ότι η στάθμιση αυτή αποβαίνει υπέρ αυτής, δεδομένου ότι η ζημία που ενδέχεται να υποστεί η αιτούσα αν δεν γίνει δεκτή η αίτησή της για τα προσωρινά μέτρα δεν υπερβαίνει τη ζημία που θα μπορούσαν να υποστούν η Επιτροπή και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι αν διαταχθούν τα προσωρινά μέτρα αυτά. Οι άλλοι ενδιαφερόμενοι για τη σύναψη σύμβασης τρέφουν τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η Επιτροπή θα συνεχίσει τη σύναψη των συμβάσεων. Τα προσωρινά μέτρα θα εμποδίσουν τη σύναψη των συμβάσεων αυτών, οπότε θα δημιουργηθούν προβλήματα στις εργασίες πληροφορικής της Επιτροπής. Επιπλέον, η Επιτροπή φρονεί ότι, αφού η ισχύς των προσφορών λήγει στις 19 Νοεμβρίου 2004, η αναστολή θα είχε ως αποτέλεσμα την παύση της ισχύος τους, πράγμα που σημαίνει ότι τα μέτρα αυτά δεν μπορούν να θεωρηθούν προσωρινά. Η αιτούσα αντικρούει τους δύο τελευταίους ισχυρισμούς με το επιχείρημα ότι η Επιτροπή διαθέτει άλλα μέσα για την αντικατάσταση των επίμαχων συμβάσεων, αφού μπορεί π.χ. να ζητήσει την παράταση της ισχύος των προσφορών ή να χρησιμοποιήσει άλλες συμβάσεις. Συναφώς η Επιτροπή φρονεί ότι η παράταση αυτή είναι μεν δυνατή, αλλά δεν είναι βέβαιη, και ότι τα άλλα μέσα που διαθέτει για να εξασφαλίσει την παροχή των επίμαχων εν προκειμένω υπηρεσιών είναι λιγότερο ικανοποιητικά από ό,τι η σύναψη της σύμβασης ESP‑DIMA.

 Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

63      Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, αν ληφθούν υπόψη οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 104, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου της αίτησης (διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 2003, T-175/03 R, Schmitt κατά ΕΟΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I-A-175 και σ. II-883, σκέψη 18, της 15ης Ιανουαρίου 2001, T-236/00 R, Stauner κ.λπ. κατά Κοινοβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II-15, σκέψη 34, και της 7ης Μαΐου 2002, T-306/01 R, Aden κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-2387, σκέψη 52).

64      Έστω και αν, όπως ορθά τόνισε η Επιτροπή, η αίτηση δεν περιέχει παρά λίγα μόνο στοιχεία που να δίδουν στον δικάζοντα κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή τη δυνατότητα να εξετάσει αν είναι εκ πρώτης όψεως δικαιολογημένο να διατάξει τη λήψη των ζητούμενων μέτρων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι με τις παρατηρήσεις της Επιτροπής και τη δεύτερη φάση των παρατηρήσεων των διαδίκων διασαφηνίστηκε το αντικείμενο της αίτησης, οπότε ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής είναι σε θέση να το εξετάσει. Εν προκειμένω πρέπει να εξεταστεί καταρχάς η προϋπόθεση σχετικά με το επείγον.

–       Επί της προϋποθέσεως σχετικά με το επείγον

65      Υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το επείγον της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με την αναγκαιότητα που υπάρχει για την έκδοση προσωρινής απόφασης προκειμένου να αποφευχθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος το προσωρινό μέτρο. Σε αυτόν τον τελευταίο εναπόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας δίκης χωρίς να υποστεί τέτοια ζημία (βλ. διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουλίου 2000, T-169/00 R, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II-2951, σκέψη 43, και της 27ης Ιουλίου 2004, T-148/04 R, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-3207, σκέψη 41, και τη νομολογία που παρατίθεται εκεί).

66      Καταρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως ορθά τόνισε η Επιτροπή, η αιτούσα δεν έχει αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζημίας που ισχυρίζεται ότι θα υποστεί και των πράξεων των οποίων ζητεί την αναστολή της εκτέλεσης.

67      Ουσιαστικά η αιτούσα βάλλει κατά του τρόπου με τον οποίο εκτελέστηκε η σύμβαση ως προς την παρτίδα ESP 5, η οποία χρησιμοποιήθηκε, κατ’ αυτή, πολύ λιγότερο από ό,τι η παρτίδα ESP 4. Η αιτούσα βάλλει κατά της παράτυπης αυτής εκτέλεσης, καθώς και κατά της απόφασης της Επιτροπής να κινήσει τη διαδικασία για τη σύναψη της σύμβασης ESP-DIMA με σκοπό την παράταση της ισχύος των συμβάσεων σχετικά με την παρτίδα ESP 4. Η αιτούσα πάντως δεν πρόβαλε κατά της Επιτροπής κανένα ισχυρισμό για παράτυπη εκτέλεση της σύμβασής της, που αφορά την παρτίδα ESP 5, και δεν ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της διαδικασίας για τη σύναψη της σύμβασης ESP-DIMA. Συναφώς υπενθυμίζεται ότι η πρόσκληση ESP‑DIMA δημοσιεύτηκε στις 27 Δεκεμβρίου 2003 και ότι οι αντιρρήσεις της αιτούσας ως προς το αν επιτρέπεται καταρχήν να γίνει αυτή η πρόσκληση απορρίφθηκαν με έγγραφο της Επιτροπής της 30ής Ιανουαρίου 2004.

68      Ο τρόπος αυτός με τον οποίο ενεργεί η αιτούσα επηρεάζει άμεσα την αξία των επιχειρημάτων που αναπτύσσει σε σχέση με την προϋπόθεση περί επείγοντος. Συγκεκριμένα, η αιτούσα ισχυρίζεται έμμεσα και μόνο ότι υφίσταται σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία από την ανάθεση της σύμβασης ESP-DIMA σε τρίτον ή από την ίδια την ύπαρξη της σύμβασης αυτής. Αντίθετα, υπογραμμίζει σαφώς ότι θεωρεί ότι η ζημία οφείλεται στην «ενδεχόμενη μη εκτέλεση ή μείωση των παροχών που αποτελούν το αντικείμενο της παρτίδας ESP 5», πράγμα που θα ήταν γι’ αυτή «μοιραίο». Η αιτούσα επιχειρεί να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράτυπης εκτέλεσης σχετικά με την παρτίδα ESP 5 και της σύναψης της σύμβασης ESP-DIMA και αναφέρει στο δικόγραφο της αίτησής της ότι «είναι σαφέστατο ότι η παράτυπη εκτέλεση [της παρτίδας ESP 4] θα σημάνει το τέλος [της παρτίδας ESP 5], αφού [η παρτίδα ESP 4] θα παραταθεί μέσω [της σύμβασης ESP‑DIMA]», και ότι, αν δεν διαταχθεί η ζητούμενη αναστολή, «η Επιτροπή θα υπογράψει τις [επίμαχες] συμβάσεις και θα επιτρέψει έτσι να διατεθεί για [τη σύμβαση ESP‑DIMA] ένα μεγάλο μέρος των υπολειπόμενων ακόμη πιστώσεων» και ότι «κατόπιν αυτού δεν θα είναι πλέον δυνατή η εκτέλεση [της παρτίδας ESP 5]».

69      Η αιτούσα όμως δεν πρόσβαλε ούτε την πλημμελή εκτέλεση των παρτίδων ESP 4 και ESP 5, στην οποία κυρίως οφείλονται οι ανησυχίες της, ούτε τις προβλεπόμενες συνθήκες εκτέλεσης της σύμβασης ESP-DIMA. Είναι επομένως σαφές ότι η αιτούσα δεν μπορεί να αποδείξει ότι η λήψη των προσωρινών μέτρων θα οδηγήσει σε εντατικότερη χρησιμοποίηση των συμβάσεων της παρτίδας ESP 5, αφού η Επιτροπή δήλωσε σαφώς ότι σε καμία περίπτωση δεν θα χρησιμοποιούσε τις συμβάσεις της παρτίδας ESP 5 για να γίνει αποδέκτης υπηρεσιών που εμπίπτουν στο αρχικό πεδίο της παρτίδας ESP 4 ή της σύμβασης ESP-DIMA. Η αιτούσα δεν απέδειξε επομένως ότι υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των πράξεων των οποίων ζητεί την αναστολή της εκτέλεσης (της απόφασης για την ανάθεση της σύμβασης ESP‑DIMA σε άλλον προσφέροντα και του εγγράφου αιτιολόγησης) και της ζημίας που ισχυρίζεται ότι ενδέχεται να υποστεί, δηλαδή της μείωσης του κύκλου εργασιών που πραγματοποιεί χάρη στην παρτίδα ESP 5. Συνεπώς, τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα δεν θα επηρεάσουν, εκ πρώτης όψεως, την εκτέλεση της παρτίδας ESP 5.

70      Κατά συνέπεια, τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα δεν είναι ούτε κρίσιμα ούτε αναγκαία για την αποφυγή της επέλευσης της ζημίας που επικαλείται η αιτούσα.

71      Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω ζημία, ακόμη και αν υποτεθεί ότι προκαλείται από τις προσβαλλόμενες πράξεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη υπό την έννοια της νομολογίας του Πρωτοδικείου.

72      Όσον αφορά την οικονομική ζημία που επικαλείται η αιτούσα, πρέπει να τονιστεί, όπως ορθά υποστήριξε η Επιτροπή, ότι, κατά πάγια νομολογία, η ζημία αυτή δεν μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί ανεπανόρθωτη ή έστω δυσχερώς επανορθώσιμη, εφόσον μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μεταγενέστερης οικονομικής αποκατάστασης (βλ. προπαρατεθείσα διάταξη Esedra κατά Επιτροπής, σκέψη 44, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αιτούσα ούτε απέδειξε ούτε καν ισχυρίστηκε ότι δεν θα μπορούσε να επιτύχει την αποκατάσταση αυτή ασκώντας ενδεχομένως αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 288 ΕΚ (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα διάταξη Esedra κατά Επιτροπής, σκέψη 47, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 1ης Οκτωβρίου 1997, T-230/97 R, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. II‑1589, σκέψη 38).

73      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα ζητούμενα προσωρινά μέτρα θα δικαιολογούνταν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, μόνον αν ήταν σαφές ότι, αν δεν διαταχθούν τα μέτρα αυτά, η αιτούσα θα περιέλθει σε κατάσταση που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ίδια την ύπαρξή της ή να μεταβάλει ανεπανόρθωτα τη θέση της στην αγορά (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα διάταξη Esedra κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

74      Η αιτούσα όμως δεν απέδειξε ότι, αν δεν διαταχθούν τα προσωρινά μέτρα που ζητεί, κινδυνεύει να περιέλθει σε τέτοια κατάσταση.

75      Επιβάλλεται συναφώς η διαπίστωση ότι η αιτούσα δεν προσκόμισε σχετικά με την οικονομική της κατάσταση στοιχεία βάσει των οποίων ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής θα μπορούσε να συναγάγει ότι η ύπαρξή της θα τεθεί σε κίνδυνο μέχρις ότου το Πρωτοδικείο αποφανθεί επί της υποθέσεως της κύριας δίκης.

76      Ειδικότερα, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα επιχειρήματα της αιτούσας ως προς τη μείωση των εσόδων της δεν στηρίζονται σε αποδεικτικά στοιχεία και ότι, εν πάση περιπτώσει, η αιτούσα δεν αποδεικνύει ότι η μείωση αυτή των εσόδων της θα είναι ικανή να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξή της πριν από την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου στην υπόθεση της κύριας δίκης.

77      Αντίθετα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας συνάγεται ότι η αιτούσα θα εξακολουθήσει να ασκεί επαρκώς τις δραστηριότητές της, προκειμένου να επιβιώσει μέχρι την έκδοση της απόφασης του Πρωτοδικείου στην υπόθεση της κύριας δίκης.

78      Η αιτούσα, όπως τονίζει η ίδια στην αίτησή της, συμμετέχει συχνά, και μάλιστα επιτυχώς, στις προσκλήσεις της Επιτροπής για την υποβολή προσφορών και έχει εκπονήσει διάφορα σχέδια για τα κοινοτικά όργανα και όχι μόνο για την Επιτροπή.

79      Αυτό επιβεβαιώνεται επίσης από τις εκθέσεις των γραφείων EuroDB και Dun & Bradstreet, της 22ας Μαρτίου 2004 και της 26ης Ιουλίου 2004 αντίστοιχα, τις οποίες έχει επισυνάψει η Επιτροπή στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στις 15 Οκτωβρίου 2004 και από τις οποίες προκύπτει ότι η αιτούσα έχει πολλούς πελάτες, μεταξύ των οποίων καταλέγονται κοινοτικά όργανα, εθνικοί δημόσιοι φορείς και διεθνείς εταιρίες. Επιπλέον, από τις εκθέσεις αυτές προκύπτει ότι η χρηματοοικονομική κατάσταση της αιτούσας αξιολογείται ως «καλή», με καλούς βαθμούς για τις πωλήσεις, την παραγωγικότητα και το σύνολο του ενεργητικού. Σε σχέση με τις εκθέσεις αυτές επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός που προβάλλει η αιτούσα με το έγγραφο της 2ας Νοεμβρίου 2004, ότι δηλαδή οι εκθέσεις αυτές είναι «παρωχημένες» και «εσφαλμένες», είναι γενικότατος και η αιτούσα δεν προσκόμισε κανένα απολύτως στοιχείο για να αποδείξει την αλήθεια του ισχυρισμού της αυτού.

80      Τέλος, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η αιτούσα θα εξακολουθήσει να μετέχει στην κοινοπραξία ESP 5, αφού είναι ο πρώτος κατά σειρά αντισυμβαλλόμενος για την παρτίδα ESP 5, και θα μετάσχει επίσης στην κοινοπραξία ED, ως δεύτερος κατά σειρά αντισυμβαλλόμενος για τη σύμβαση ESP‑DIMA, ακριβώς επειδή απέδειξε στην Επιτροπή, στο πλαίσιο της συμμετοχής της στην πρόσκληση ESP‑DIMA, ότι έχει την απαιτούμενη για το σχέδιο αυτό χρηματοοικονομική και τεχνική ικανότητα.

81      Όσον αφορά το ενδεχόμενο να μεταβληθεί ανεπανόρθωτα η θέση της αιτούσας στην αγορά, αν δεν διαταχθούν τα προσωρινά μέτρα που ζητεί, η αιτούσα αφενός δεν στήριξε σε αποδεικτικά στοιχεία τα επιχειρήματά της ότι θα αναγκαστεί να θέσει τέρμα στις μισές από τις δραστηριότητές της και να απολύσει το μισό προσωπικό της και ότι θα εξαφανιστεί ολόκληρη η υποδομή που έχει προβλεφθεί για την εκτέλεση της παρτίδας ESP 5, πράγμα που θα έχει «μοιραίες» συνέπειες, και αφετέρου ούτε απέδειξε ούτε καν επιχείρησε να αποδείξει ότι δεν θα μπορέσει, λόγω διαρθρωτικών ή νομικών εμποδίων, να ανακτήσει σημαντικό τμήμα του μεριδίου αγοράς που θα έχει απολέσει (βλ. συναφώς διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 16ης Ιανουαρίου 2004, T-369/03 R, Arizona Chemical κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-205, σκέψη 84). Ειδικότερα, η αιτούσα δεν απέδειξε ότι δεν θα μπορέσει να επιτύχει να της κατακυρωθούν άλλες συμβάσεις, π.χ. η επίμαχη σύμβαση κατόπιν διεξαγωγής νέα διαδικασίας πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών, ή ότι υπάρχει εμπόδιο για την πρόσληψη προσωπικού ή για τη δημιουργία νέας τεχνικής υποδομής, ικανής να στηρίξει μεγάλα σχέδια, όπως τα σχέδια που εκτελούνται στο πλαίσιο της παρτίδας ESP 5, αν αυτό είναι αναγκαίο για την ανάκτηση των απολεσθέντων μεριδίων αγοράς. Συναφώς πρέπει να τονιστεί ότι, πρώτον, η παρτίδα ESP 5 θα εξακολουθήσει να υπάρχει και, δεύτερον, το γεγονός ότι η αιτούσα μετέχει και θα μπορεί να εξακολουθήσει να μετέχει σε άλλα σχέδια για τα κοινοτικά όργανα και για άλλους πελάτες αποτελεί εγγύηση για το ότι η τεχνική της ικανότητα δεν θα εξαφανιστεί.

82      Σχετικά με τη μη οικονομική ζημία που η αιτούσα ισχυρίζεται ότι υφίσταται, επιβάλλεται η παρατήρηση, όσον αφορά το επιχείρημά της ότι τα προσωρινά μέτρα είναι επείγοντα λόγω της ανεπανόρθωτης βλάβης που θα υφίσταντο η φήμη της και η αξιοπιστία της, ότι η απόφαση για την ανάθεση δεν έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση τέτοιας βλάβης. Κατά πάγια νομολογία, η συμμετοχή σε διαγωνισμό για δημόσια σύμβαση, που από τη φύση του διεξάγεται υπό συνθήκες έντονου ανταγωνισμού, συνεπάγεται κατ’ ανάγκη κινδύνους για όλους τους συμμετέχοντες, ο δε αποκλεισμός ενός διαγωνιζόμενου, βάσει των κανόνων του διαγωνισμού, δεν έχει καθεαυτός τίποτε το επιζήμιο (διατάξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 5ης Αυγούστου 1983, 118/83 R, CMC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 2583, σκέψη 51, και προπαρατεθείσα διάταξη Esedra κατά Επιτροπής, σκέψη 48).

83      Ομοίως, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα με τα οποία η αιτούσα επιχειρεί να αποδείξει ότι το επείγον οφείλεται στο γεγονός ότι θα συναφθεί η σύμβαση με την κοινοπραξία ESP‑DIMA και θα προσδιοριστεί, πριν από την έκδοση της οριστικής απόφασης επί της προσφυγής στην κύρια δίκη, το ύψος των πιστώσεων για τη σύμβαση ESP‑DIMA σε τέτοιο ποσό, ώστε η Επιτροπή θα δεσμευθεί επ’ άπειρον με την κοινοπραξία αυτή. Η κατάσταση αυτή δεν αποτελεί στοιχείο που αποδεικνύει το επείγον, διότι, αν καθ’ υπόθεση το Πρωτοδικείο δεχτεί την προσφυγή στην κύρια δίκη, η Επιτροπή θα είναι υποχρεωμένη να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ενδεικνυόμενη προστασία των συμφερόντων της αιτούσας. Στην περίπτωση αυτή, το εν λόγω κοινοτικό όργανο θα είναι σε θέση να διοργανώσει νέα διαδικασία πρόσκλησης για την υποβολή προσφορών, στην οποία θα μπορεί να μετάσχει η αιτούσα, χωρίς μάλιστα ιδιαίτερες δυσκολίες. Το μέτρο αυτό θα μπορούσε να συνοδεύεται από την καταβολή αποζημίωσης. Η αιτούσα όμως δεν εξέθεσε κανένα στοιχείο λόγω του οποίου θα μπορούσε να εμποδιστεί η εν λόγω προστασία των συμφερόντων της (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα διάταξη Esedra κατά Επιτροπής, σκέψη 51, και διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 2ας Μαΐου 1994, Τ-108/94 R, Candiotte κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1994, σ. II-249, σκέψη 27).

84      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι με τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η αιτούσα δεν είναι δυνατόν να αποδειχθεί επαρκώς ότι η αιτούσα, αν δεν διαταχθούν τα προσωρινά μέτρα που ζητεί, θα υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

85      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτούσα δεν απέδειξε ότι συντρέχει η προϋπόθεση σχετικά με το επείγον. Συνεπώς, η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ούτε αν είναι παραδεκτή ούτε αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις για να διαταχθούν τα προσωρινά μέτρα (διάταξη του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 9ης Αυγούστου 1999, T‑38/99 R έως T‑42/99 R, T‑45/99 R και T‑48/99 R, Sociedade Agrícola dos Arinhos κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-2567, σκέψη 48).

 Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων με το οποίο η αιτούσα ζητεί να προσκομίσει η Επιτροπή ορισμένα έγγραφα

 Επιχειρήματα των διαδίκων

86      Η αιτούσα, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στις 23 Σεπτεμβρίου 2004, ζητεί από τον Πρόεδρο του Πρωτοδικείου να διατάξει την Επιτροπή να προσκομίσει τα επίμαχα έγγραφα, καθόσον τα έγγραφα αυτά αποδεικνύουν ότι η εκτέλεση της ESP 4 ήταν παράτυπη και επομένως θα ήταν χρήσιμο και ενδεδειγμένο για το Πρωτοδικείο, και μάλιστα αποφασιστικής σημασίας για την απόφασή του, να λάβει γνώση των εγγράφων αυτών.

87      Η Επιτροπή θεωρεί ότι η αίτηση διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί, διότι η αιτούσα δεν απέδειξε τη χρησιμότητα της προσκόμισης των επίμαχων εγγράφων, παρά τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου. Η Επιτροπή τονίζει επίσης ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν απόρρητα στοιχεία και δεν επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν, διότι η προσκόμισή τους θα ήταν ασυμβίβαστη με την προστασία των θεμιτών εμπορικών συμφερόντων αυτών που έχουν υποβάλει προσφορά.

 Εκτίμηση του δικάζοντος κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστή

88      Καταρχάς επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το αίτημα της αιτούσας σχετικά με την προσκόμιση των επίμαχων εγγράφων δεν μπορεί παρά να έχει την έννοια αίτησης για τη διεξαγωγή αποδείξεων ή αίτησης για τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας.

89      Συναφώς υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 105, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου εκτιμά κατά πόσον υπάρχει λόγος να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων. Το άρθρο 65 του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι στα αποδεικτικά μέσα περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η προσκόμιση εγγράφων. Το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας επιτρέπει στο Πρωτοδικείο να διατάξει μέτρα οργάνωσης της διαδικασίας, στα οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η προσκόμιση εγγράφων ή οποιουδήποτε άλλου στοιχείου που έχει σχέση με την υπόθεση.

90      Δεδομένου ότι η αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων πρέπει να απορριφθεί λόγω μη συνδρομής της προϋπόθεσης του επείγοντος, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί αν συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις για να διαταχθούν τα προσωρινά μέτρα, και συγκεκριμένα η προϋπόθεση για το εκ πρώτης όψεως βάσιμο (fumus boni juris), ο δικάζων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων δικαστής κρίνει ότι τα επίμαχα έγγραφα δεν παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την εξέταση της παρούσας αίτησης ασφαλιστικών μέτρων και ότι συνεπώς δεν πρέπει να διαταχθούν τα μέτρα που ζητεί η αιτούσα σχετικά με τα επίμαχα έγγραφα.

Για τους λόγους αυτούς,

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΊΟΥ

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

2)      Επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Λουξεμβούργο, 10 Νοεμβρίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       B. Vesterdorf


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.