Language of document : ECLI:EU:T:2009:317

Υπόθεση T-301/04

Clearstream Banking AG και

Clearstream International SA

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Χρηματοοικονομικές υπηρεσίες – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ – Άρνηση παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών εκκαθαρίσεως και διακανονισμού – Τιμές εισάγουσες διακρίσεις – Σχετική αγορά – Δυνατότητα καταλογισμού της συνιστώσας παράβαση συμπεριφοράς»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Οικεία αγορά – Καθορισμός – Πολύπλοκη οικονομική εκτίμηση – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρο 82 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Οικεία αγορά – Καθορισμός – Κριτήρια

(Άρθρο 82 ΕΚ)

3.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Οικεία αγορά – Καθορισμός – Κριτήρια – Δυνατότητα υποκαταστάσεως των προϊόντων από πλευράς ζητήσεως και από πλευράς προσφοράς

(Άρθρο 82 ΕΚ· ανακοίνωση 97/C 372/03 της Επιτροπής)

4.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Οικεία αγορά – Καθορισμός – Ασκεί επιρροή η προηγούμενη πρακτική της Επιτροπής όσον αφορά τη λήψη των συναφών αποφάσεων – Δεν ασκεί

(Άρθρο 82 ΕΚ)

5.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Οικεία αγορά – Καθορισμός – Κριτήρια – Απόλυτη έλλειψη ανταγωνισμού άλλων υπηρεσιών εν μέρει εναλλάξιμων – Δεν απαιτείται

(Άρθρο 82 ΕΚ)

6.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Απόφαση που απαιτεί πολύπλοκη οικονομική ή τεχνική εκτίμηση – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

7.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Υποχρεώσεις της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως – Δυνατότητα επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση να μεριμνά για τα εμπορικά της συμφέροντα, υπό τον όρο της μη ενισχύσεως ή μη καταχρήσεως της δεσπόζουσας θέσεώς της

(Άρθρο 82 ΕΚ)

8.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Απουσία πταίσματος – Συνέπειες του σκοπού των καταχρηστικών συμπεριφορών

(Άρθρο 82 ΕΚ)

9.      Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Έννοια – Συμπεριφορές που έχουν είτε ως αποτέλεσμα είτε ως σκοπό την παρεμπόδιση της διατηρήσεως ή της αναπτύξεως του ανταγωνισμού

(Άρθρο 82 ΕΚ)

10.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εισάγουσα διακρίσεις άρνηση παροχής προσβάσεως σε πρωτογενείς υπηρεσίες εκκαθαρίσεως και διακανονισμού των κινητών αξιών, που εκδίδονται σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο

(Άρθρο 82 ΕΚ)

11.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εφαρμογή τιμών εισαγουσών δυσμενείς διακρίσεις

(Άρθρο 82 ΕΚ)

12.    Ανταγωνισμός – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Εφαρμογή άνισων όρων για ισότιμες παροχές – Ανάγκη αποδείξεως πραγματικής χειροτερεύσεως του ανταγωνισμού – Δεν υφίσταται

(Άρθρα 3 § 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ και 82, εδ. 2, στοιχείο γ΄, ΕΚ)

13.    Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παράβαση την οποία διέπραξε θυγατρική εταιρία – Καταλογισμός στη μητρική εταιρία – Προϋποθέσεις

14.    Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής – Προσδιορισμός των κολαζομένων παραβάσεων

(Άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ)

15.    Διαδικασία – Αποδεικτικά μέσα – Εξέταση μαρτύρων – Εξουσία εκτιμήσεως του Πρωτοδικείου

(Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 68 § 1)

1.      Ο καθορισμός της οικείας αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού, στο μέτρο που συνεπάγεται πολύπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις εκ μέρους της Επιτροπής, μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο περιορισμένου μόνον ελέγχου από τον κοινοτικό δικαστή. Παρά ταύτα, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να παραλείψει τον έλεγχο της εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνείας δεδομένων οικονομικής φύσεως. Συναφώς, σε αυτόν απόκειται να εξακριβώσει αν η Επιτροπή στήριξε την εκτίμησή της σε ακριβή, αξιόπιστα και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία απαρτίζουν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και είναι ικανά να αποδείξουν τα συμπεράσματα που αντλούνται από αυτά.

(βλ. σκέψη 47)

2.      Για να εξετασθεί η τυχόν δεσπόζουσα θέση μίας επιχειρήσεως σε συγκεκριμένη τομεακή αγορά, οι δυνατότητες ανταγωνισμού πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο της αγοράς που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που, λόγω των χαρακτηριστικών τους, μπορούν κάλλιστα να ικανοποιούν διαρκείς ανάγκες και είναι σε μικρό βαθμό εναλλάξιμα με άλλα προϊόντα ή υπηρεσίες.

Επιπλέον, εφόσον ο καθορισμός της σχετικής αγοράς χρησιμεύει για να κριθεί αν η οικεία επιχείρηση έχει τη δυνατότητα να εμποδίσει τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού και να ενεργεί, σε ικανοποιητικό βαθμό, ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της και τους πελάτες της, δεν πρέπει να εξετάζονται μόνον τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των σχετικών υπηρεσιών, αλλά πρέπει και να λαμβάνονται επίσης υπόψη οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζητήσεως και της προσφοράς στην αγορά.

Η έννοια της σχετικής αγοράς σημαίνει ότι είναι δυνατό να υφίσταται πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αποτελούν μέρος αυτής, γεγονός που προϋποθέτει επαρκή βαθμό εναλλακτικότητας προκειμένου όλα τα προϊόντα ή υπηρεσίες, που αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς, να τυγχάνουν της ίδιας χρήσεως.

(βλ. σκέψεις 48-49)

3.      Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της Επιτροπής περί του καθορισμού της σχετικής αγοράς για το κοινοτικό δίκαιο του ανταγωνισμού, «[η] αγορά των σχετικών προϊόντων περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα και/ή υπηρεσίες που είναι δυνατόν να εναλλάσσονται ή να υποκαθίστανται αμοιβαία από τον καταναλωτή λόγω των χαρακτηριστικών τους, των τιμών τους και των χρήσεων για τις οποίες προορίζονται». Η δυνατότητα υποκαταστάσεως από πλευράς προσφοράς μπορεί επίσης να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς στις περιπτώσεις κατά τις οποίες έχει αποτελέσματα ανάλογα με εκείνα της υποκαταστάσεως από πλευράς ζητήσεως σε επίπεδο αμεσότητας και αποτελεσματικότητας. Προς τούτο, οι προμηθευτές πρέπει να μπορούν να ανακατευθύνουν την παραγωγή τους προς τα επίμαχα προϊόντα και να τα διαθέτουν βραχυπρόθεσμα στο εμπόριο, χωρίς σημαντικά πρόσθετα έξοδα και κινδύνους, προς απάντηση σε μικρές, αλλά διαρκείς, αυξομειώσεις των σχετικών τιμών.

Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως υποστηρίζοντας ότι υπάρχει συγκεκριμένη αγορά πρωτογενών υπηρεσιών εκκαθαρίσεως και διακανονισμού κινητών αξιών που εκδίδονται σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, χωριστή από την αγορά δευτερογενών υπηρεσιών, εφόσον, εξαιτίας του ότι μία επιχείρηση κατέχει εκ των πραγμάτων το μονοπώλιο κι επομένως συνιστά έναν αναπόφευκτο εμπορικό εταίρο για τις εν λόγω πρωτογενείς υπηρεσίες, δεν υπάρχει δυνατότητα υποκαταστάσεως ούτε από πλευράς προσφοράς.

Συγκεκριμένα, μια υποδιαίρεση αγοράς, που παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά από πλευράς ζητήσεως και προσφοράς και προσφέρει προϊόντα ή υπηρεσίες για τα οποία υπάρχει επιτακτική ανάγκη και τα οποία δεν μπορούν να υποκατασταθούν με άλλα εντός της γενικότερης αγοράς, της οποίας αποτελεί μέρος, πρέπει να θεωρείται ως χωριστή αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών. Στο πλαίσιο αυτό, αρκεί να μπορεί να προσδιορισθεί μία εν δυνάμει αγορά, ενδεχομένως και υποθετική, κάτι που συμβαίνει όταν τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες είναι απαραίτητα για την άσκηση συγκεκριμένης δραστηριότητας και υπάρχει, ως προς αυτά, πραγματική ζήτηση εκ μέρους των επιχειρήσεων που πρόκειται να ασκήσουν την εν λόγω δραστηριότητα. Είναι, επομένως, καθοριστικής σημασίας ο προσδιορισμός δύο διαφορετικών σταδίων παραγωγής, η σχέση των οποίων συνίσταται στο ότι η παραγωγή του προϊόντος του πρωτογενούς σταδίου αποτελεί απαραίτητο στοιχείο για την προσφορά του προϊόντος του δευτερογενούς σταδίου.

(βλ. σκέψεις 50-51, 57, 62, 64-68, 73)

4.      Στο πλαίσιο της εξουσίας της λήψεως αποφάσεων σε θέματα ανταγωνισμού, η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει σε εξατομικευμένη ανάλυση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών κάθε υποθέσεως, χωρίς να δεσμεύεται από προγενέστερες αποφάσεις. Συνεπώς, τα μέρη τα οποία αφορά απόφαση της Επιτροπής περί θέσεως σε εφαρμογή του άρθρου 82 ΕΚ δεν δικαιούνται να αμφισβητούν εκ νέου την ορθότητα των διαπιστώσεών της με το αιτιολογικό ότι διαφέρουν από προηγούμενες διαπιστώσεις της επί άλλης υποθέσεως, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι αγορές αναφοράς στις δύο υποθέσεις είναι παρεμφερείς, ή ακόμη και όμοιες.

(βλ. σκέψη 55)

5.      Καίτοι η ύπαρξη σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ δύο υπηρεσιών δεν προϋποθέτει τη δυνατότητα απόλυτης εναλλακτικότητας για συγκεκριμένη χρήση, εντούτοις, η διαπίστωση δεσπόζουσας θέσεως για μία υπηρεσία δεν απαιτεί την απόλυτη έλλειψη ανταγωνισμού άλλων υπηρεσιών, εν μέρει εναλλάξιμων, εφόσον ο ανταγωνισμός αυτός δεν θίγει την εξουσία της επιχειρήσεως να επηρεάζει σημαντικά τις συνθήκες υπό τις οποίες θα ασκείται ο ανταγωνισμός αυτός και, εν πάση περιπτώσει, να συμπεριφέρεται σε μεγάλο βαθμό χωρίς να πρέπει να τον λαμβάνει υπόψη και χωρίς περαιτέρω η συμπεριφορά αυτή να της προκαλεί ζημία.

(βλ. σκέψη 64)

6.      Καίτοι ο κοινοτικός δικαστής εν γένει ελέγχει πλήρως κατά πόσο πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού, εντούτοις ο έλεγχος τον οποίο ασκεί επί των πολύπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων της Επιτροπής πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογίας, καθώς και στη διαπίστωση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας.

Ομοίως, στο μέτρο που απόφαση της Επιτροπής είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων τεχνικών εκτιμήσεων, οι εκτιμήσεις αυτές αποτελούν, κατ’ αρχήν, αντικείμενο περιορισμένου δικαστικού ελέγχου, που συνεπάγεται ότι ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να υποκαταστήσει με την εκ μέρους του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών εκείνη της Επιτροπής.

Παρά ταύτα, καίτοι ο κοινοτικός δικαστής αναγνωρίζει στην Επιτροπή περιθώριο εκτιμήσεως σε οικονομικά ή τεχνικά ζητήματα, εντούτοις τούτο δεν συνεπάγεται ότι δεν πρέπει να ελέγχει την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία στοιχείων τέτοιας φύσεως. Συγκεκριμένα, ο κοινοτικός δικαστής δεν οφείλει να εξακριβώσει μόνον την ακρίβεια των προβληθέντων αποδεικτικών στοιχείων, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και να ελέγξει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση μιας περίπλοκης καταστάσεως και αν μπορούν να στηρίξουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν βάσει των δεδομένων αυτών.

(βλ. σκέψεις 93-95)

7.      Αν και η διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως δεν συνεπάγεται καθεαυτή καμία μομφή έναντι της οικείας επιχειρήσεως, η επιχείρηση αυτή εντούτοις, ανεξάρτητα από τα αίτια δημιουργίας τέτοιας θέσεως, φέρει ιδιαίτερη ευθύνη να μη βλάπτει με τη συμπεριφορά της την ύπαρξη πραγματικού και ανόθευτου ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς. Ομοίως, καίτοι η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως δεν αφαιρεί από την επιχείρηση που βρίσκεται στη θέση αυτή το δικαίωμα να διαφυλάσσει τα εμπορικά της συμφέροντα, οσάκις αυτά απειλούνται, η επιχείρηση δε αυτή έχει την ευχέρεια, σε εύλογο μέτρο, να προβαίνει σε πράξεις που κρίνει πρόσφορες για την προστασία των συμφερόντων της, εντούτοις δεν μπορούν να γίνουν δεκτές τέτοιες ενέργειες, όταν αποσκοπούν στην ενίσχυση της δεσπόζουσας αυτής θέσεως και στην καταχρηστική εκμετάλλευσή της.

Έτσι, από τη φύση των επιβαλλόμενων από το άρθρο 82 ΕΚ υποχρεώσεων προκύπτει ότι, υπό ειδικές συνθήκες, οι κατέχουσες δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεις μπορούν να απολέσουν το δικαίωμά τους να υιοθετήσουν συμπεριφορές ή να προβούν σε ενέργειες που δεν είναι αφ’ εαυτών καταχρηστικές και που δεν θα ήταν επικριτέες αν είχαν υιοθετηθεί, ή πραγματοποιηθεί, από επιχειρήσεις που δεν κατέχουν δεσπόζουσα θέση.

Υπάρχει, συναφώς, καταχρηστική συμπεριφορά οσάκις επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά παροχής πρωτογενών υπηρεσιών εκκαθαρίσεως και διακανονισμού των κινητών αξιών, που εκδίδονται σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, καθυστερεί την άμεση πρόσβαση άλλης επιχειρήσεως στο αναγκαίο για τις εν λόγω υπηρεσίες σύστημα πληροφορικής.

(βλ. σκέψεις 132-133, 136)

8.      Η έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως είναι αντικειμενική, αφορώσα τη συμπεριφορά επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση, η οποία δύναται να επηρεάσει τη δομή μιας αγοράς όπου, ακριβώς μετά την είσοδο της εν λόγω επιχειρήσεως, ο βαθμός ανταγωνισμού έχει ήδη μειωθεί και η οποία σκοπό έχει να εμποδίσει, μέσω της προσφυγής σε μέσα διαφορετικά από εκείνα που διέπουν τον συνήθη ανταγωνισμό μεταξύ προϊόντων ή υπηρεσιών βάσει των παροχών των οικονομικών παραγόντων, τη διατήρηση του ανταγωνισμού στον βαθμό που υπάρχει ακόμα στην αγορά ή την ανάπτυξη του ανταγωνισμού αυτού. Έτσι, η συμπεριφορά μιας επιχειρήσεως κατέχουσας δεσπόζουσα θέση μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, ανεξαρτήτως πταίσματος. Συνεπώς, το γεγονός ότι επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση δεν επεδίωξε σκοπό αντίθετο προς τους κανόνες ανταγωνισμού δεν επηρεάζει τον νομικό χαρακτηρισμό των πραγματικών περιστατικών. Στο πλαίσιο αυτό, η επιδίωξη των επίμαχων πράξεων εκ μέρους της εν λόγω κατέχουσας δεσπόζουσας θέσεως επιχειρήσεως δύναται να ενισχύσει το συμπέρασμα περί υπάρξεως καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως, αλλά δεν αποτελεί προϋπόθεση για αυτό.

(βλ. σκέψεις 140-142)

9.      Για να στοιχειοθετηθεί παράβαση του άρθρου 82 ΕΚ, αρκεί να αποδειχθεί ότι η καταχρηστική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τείνει να περιορίσει τον ανταγωνισμό ή, με άλλα λόγια, ότι η συμπεριφορά είναι ικανή, ή ενδέχεται, να έχει τέτοιο αποτέλεσμα.

(βλ. σκέψη 144)

10.    Προκειμένου να συναχθεί ότι υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση, κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ, σε περίπτωση αρνήσεως παροχής μίας υπηρεσίας, απαιτείται όχι μόνο η άρνηση παροχής της επίμαχης υπηρεσίας να μπορεί να εξαφανίσει οιονδήποτε ανταγωνισμό στην αγορά εκ μέρους του αιτούντος την υπηρεσία και να μην μπορεί να δικαιολογηθεί αντικειμενικά, αλλά και η υπηρεσία καθεαυτή να είναι απαραίτητη για την άσκηση της δραστηριότητας του αιτούντος. Ένα προϊόν ή μια υπηρεσία δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ουσιώδης ή απαραίτητη, παρά μόνον αν δεν υπάρχει κανένα υποκατάστατο, πραγματικό ή δυνητικό. Εξάλλου, το κριτήριο περί εξαλείψεως κάθε είδους ανταγωνισμού δεν απαιτεί να αποδείξει η Επιτροπή την εξάλειψη κάθε μορφής ανταγωνισμού στην αγορά, αλλά μόνον τον κίνδυνο εξαλείψεως κάθε είδους πραγματικού ανταγωνισμού στην αγορά.

Συνιστά, ειδικότερα, κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 82 ΕΚ το γεγονός ότι, μία επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση στην αγορά παροχής πρωτογενών υπηρεσιών εκκαθαρίσεως και διακανονισμού κινητών αξιών, που έχουν εκδοθεί κατά το γερμανικό δίκαιο, η οποία κατέχει εκ των πραγμάτων το μονοπώλιο στην εν λόγω αγορά κι επομένως συνιστά έναν αναπόφευκτο εμπορικό εταίρο για την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών, αρνείται κατά τρόπο εισάγοντα διακρίσεις την παροχή σε άλλη επιχείρηση προσβάσεως στις εν λόγω υπηρεσίες, καίτοι αυτή είναι αναγκαία για την παροχή διασυνοριακών δευτερογενών υπηρεσιών εκκαθαρίσεως και διακανονισμού τίτλων, θίγοντας έτσι, χωρίς αντικειμενική αιτιολόγηση, την καινοτομία και τον ανταγωνισμό στον τομέα της παροχής διασυνοριακών υπηρεσιών και εν τέλει τους καταναλωτές εντός της εσωτερικής αγοράς.

(βλ. σκέψεις 145-150)

11.    Η εφαρμογή εκ μέρους μίας κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τιμών που εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις απαγορεύεται κατά το άρθρο 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, ΕΚ. Μια επιχείρηση δεν μπορεί, επομένως, να επιβάλλει τεχνητές διαφορές τιμών ικανές να περιαγάγουν τους πελάτες της σε δυσμενή θέση και να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

(βλ. σκέψεις 169-170)

12.    Η ειδική απαγόρευση της δυσμενούς διακρίσεως του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, ΕΚ αποτελεί τμήμα του καθεστώτος που εξασφαλίζει, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο ζ΄, ΕΚ, ανόθευτο ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς. Η εμπορική συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως δεν πρέπει να νοθεύει τον ανταγωνισμό σε προηγούμενο ή σε μεταγενέστερο στάδιο εμπορίας, ήτοι τον ανταγωνισμό μεταξύ προμηθευτών ή μεταξύ πελατών της επιχειρήσεως αυτής. Οι αντισυμβαλλόμενοι της εν λόγω επιχειρήσεως δεν πρέπει να ευνοούνται ή να περιέρχονται σε μειονεκτική θέση στο πλαίσιο του μεταξύ τους ανταγωνισμού. Συνεπώς, για να συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 82, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο γ΄, ΕΚ επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η συμπεριφορά της κατέχουσας στην αγορά δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως όχι μόνον εισάγει δυσμενείς διακρίσεις αλλά, επιπλέον, τείνει να νοθεύσει αυτή τη σχέση ανταγωνισμού, ήτοι να βλάψει την ανταγωνιστική θέση μέρους των εμπορικώς συναλλασσομένων της επιχειρήσεως αυτής σε σχέση με τους άλλους.

Ως προς τούτο, τίποτα δεν εμποδίζει η δυσμενής διάκριση εμπορικώς συναλλασσομένων, οι οποίοι τελούν σε σχέση ανταγωνισμού, να θεωρηθεί ως καταχρηστική, όταν η συμπεριφορά της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως τείνει, ενόψει του συνόλου των συγκεκριμένων περιστάσεων, να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού μεταξύ των εν λόγω εμπορικών εταίρων. Στο πλαίσιο αυτής της καταστάσεως, δεν μπορεί να απαιτείται η επιπλέον προσκόμιση της αποδείξεως περί μιας πραγματικής, ποσοτικοποιήσιμης χειροτερεύσεως της ατομικής ανταγωνιστικής θέσεως των εμπορικών εταίρων.

(βλ. σκέψεις 192-193)

13.    Η αντίθετη στους κανόνες ανταγωνισμού συμπεριφορά μίας επιχειρήσεως μπορεί να καταλογιστεί σε άλλη όταν η πρώτη δεν έχει καθορίσει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά έχει ακολουθήσει ουσιαστικά τις οδηγίες της δεύτερης ενόψει ιδίως των οικονομικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν. Κατ’ αυτήν την έννοια, η συμπεριφορά μιας θυγατρικής μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία οσάκις η θυγατρική δεν καθορίζει αυτοτελώς τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει ουσιαστικά τις εντολές της μητρικής εταιρίας.

Στην ειδική περίπτωση που μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της που διέπραξε παράβαση, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της και ότι, επομένως, οι εταιρίες αυτές αποτελούν οικονομική ενότητα κατά το δίκαιο του ανταγωνισμού. Επομένως, η μητρική εταιρία που αμφισβητεί, ενώπιον του κοινοτικού δικαστή, απόφαση της Επιτροπής περί επιβολής προστίμου για ενέργειες της θυγατρικής της φέρει το βάρος να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό, προσκομίζοντας στοιχεία που να αποδεικνύουν την αυτοτέλεια της θυγατρικής.

(βλ. σκέψεις 198-199)

14.    Στο διατακτικό των αποφάσεών της η Επιτροπή εκθέτει τη φύση και την έκταση των παραβάσεων των κανόνων ανταγωνισμού για τις οποίες επιβάλλει κυρώσεις ή τις οποίες διαπιστώνει. Κατ’ αρχήν, όσον αφορά ακριβώς το περιεχόμενο και τη φύση των παραβάσεων, εκείνο που έχει σημασία είναι το διατακτικό και όχι το αιτιολογικό. Μόνο σε περίπτωση ελλείψεως σαφήνειας στους χρησιμοποιούμενους όρους του διατακτικού πρέπει αυτό να ερμηνεύεται μέσω του αιτιολογικού της αποφάσεως. Δεν παρουσιάζει, επομένως, ασάφεια το διατακτικό αποφάσεως η οποία προσδιορίζει τη φύση, τη διάρκεια και τους διαπράξαντες τις παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού και απαιτεί από αυτούς να απέχουν στο μέλλον από τις συμπεριφορές αυτές.

(βλ. σκέψεις 210-212)

15.    Το Πρωτοδικείο είναι αποκλειστικά αρμόδιο να κρίνει την ενδεχόμενη ανάγκη συμπληρώσεως των πληροφοριακών στοιχείων που διαθέτει στις υποθέσεις των οποίων επιλαμβάνεται. Ακόμη και όταν ένα υποβληθέν με το δικόγραφο της προσφυγής αίτημα περί εξετάσεως μαρτύρων εκθέτει με ακρίβεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιβάλλεται εξέταση μάρτυρος ή μαρτύρων και τους λόγους που δικαιολογούν την εξέτασή τους, εναπόκειται στο Πρωτοδικείο να εκτιμήσει τη χρησιμότητα του αιτήματος σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα εξετάσεως των προταθέντων μαρτύρων. Συνεπώς, εφόσον το Πρωτοδικείο κρίνει ότι είναι σε θέση να αποφανθεί λυσιτελώς βάσει των αιτημάτων, λόγων ακυρώσεων και επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο κατά την έγγραφη όσο και την προφορική διαδικασία, μπορεί να απορρίψει αίτημα περί εξετάσεως μαρτύρων.

(βλ. σκέψεις 216-218)