Language of document : ECLI:EU:T:2011:226


Υπόθεση T-423/07

Ryanair Ltd

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Ανταγωνισμός – Κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως – Αεροπορικός τομέας – Αποκλειστική χρήση του τερματικού σταθμού 2 του αεροδρομίου του Μονάχου – Προσφυγή κατά παραλείψεως – Λήψη θέσεως εκ μέρους της Επιτροπής – Κατάργηση της δίκης – Υποχρέωση ενεργείας – Δεν υφίσταται»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή κατά παραλείψεως – Άρση της παραλείψεως μετά την κατάθεση της προσφυγής – Το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται – Κατάργηση της δίκης

(Άρθρα 232 ΕΚ και 233 ΕΚ)

2.      Προσφυγή κατά παραλείψεως – Φυσικά ή νομικά πρόσωπα – Καταγγελία σχετική με παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού – Όχληση προς την Επιτροπή – Προϋποθέσεις

(Άρθρα 81 ΕΚ, 82 ΕΚ και 232 ΕΚ· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 7· κανονισμός 773/2004 της Επιτροπής, αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7, και άρθρο 5 § 1)

1.      Η προσφυγή του άρθρου 232 ΕΚ, η οποία επιδιώκει σκοπούς διαφορετικούς από αυτούς της προσφυγής του άρθρου 226 ΕΚ, στηρίζεται στην ιδέα ότι η παράνομη αδράνεια του κοινοτικού οργάνου περί της οποίας πρόκειται θεμελιώνει δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου, προκειμένου αυτό να αποφανθεί ότι η παράλειψη ενέργειας είναι αντίθετη προς τη Συνθήκη, εφόσον το συγκεκριμένο όργανο δεν θεράπευσε την παράλειψη αυτή. Κατά το άρθρο 233 ΕΚ, η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα ότι το καθού όργανο οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου, υπό την επιφύλαξη των αγωγών λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης που θα μπορούσαν να ασκηθούν βάσει της διαπιστώσεως αυτής.

Στην περίπτωση κατά την οποία η πράξη της οποίας η παράλειψη αποτελεί το αντικείμενο της διαφοράς εκδόθηκε μετά την άσκηση της προσφυγής αλλά προ της εκδόσεως της δικαστικής αποφάσεως, η εκ μέρους του Δικαστηρίου διαπίστωση του παρανόμου χαρακτήρα της αρχικής παραλείψεως δεν μπορεί πλέον να έχει τις συνέπειες του άρθρου 233 ΕΚ. Συνεπώς, σε αυτή την περίπτωση, όπως ακριβώς και σε εκείνη κατά την οποία το καθού θεσμικό όργανο ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση προς ενέργεια εντός της δίμηνης προθεσμίας, το αντικείμενο της προσφυγής έχει παύσει να υφίσταται και, ως εκ τούτου, η δίκη πρέπει να καταργηθεί. Το γεγονός ότι η θέση που έλαβε το όργανο δεν ικανοποιεί τον προσφεύγοντα είναι συναφώς αδιάφορο, διότι το άρθρο 232 ΕΚ αφορά την παράλειψη που συνίσταται στη μη λήψη αποφάσεως ή θέσεως και όχι στην έκδοση πράξεως διαφορετικής από εκείνη που ο διάδικος αυτός επιθυμεί ή κρίνει αναγκαία.

(βλ. σκέψη 26)

2.      Προκειμένου να εξακριβωθεί αν η Επιτροπή παρανόμως παρέλειψε να ενεργήσει όσον αφορά την προβαλλόμενη κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να εξεταστεί αν, κατά το χρονικό σημείο που η Επιτροπή οχλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 232 ΕΚ, το κοινοτικό αυτό όργανο είχε υποχρέωση να ενεργήσει.

Όταν η Επιτροπή επιλαμβάνεται καταγγελίας, σύμφωνα με τις διατάξεις των κανονισμών 1/2003, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, και 773/2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, λόγω παραβάσεως των άρθρων αυτών, οφείλει να εξετάζει προσεκτικά τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που της γνωστοποιούν οι καταγγέλλοντες, προκειμένου να αποφασίσει, εντός ευλόγου χρόνου, αν πρέπει να κινήσει τη διαδικασία διαπιστώσεως παραβάσεως ή να απορρίψει την καταγγελία χωρίς να κινήσει τη σχετική διαδικασία ή να θέσει την καταγγελία στο αρχείο. Αν η Επιτροπή αποφασίσει ότι η εξέταση καταγγελίας με βάση το άρθρο 82 ΕΚ είναι αδικαιολόγητη ή περιττή, οφείλει να πληροφορήσει την προσφεύγουσα περί της αποφάσεώς της, εκθέτοντας τους λόγους που την οδήγησαν να τη λάβει, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητας της εν λόγω αποφάσεως.

Πάντως, κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 7 του κανονισμού 773/2004, για να είναι παραδεκτή μια καταγγελία με την οποία καταγγέλλεται παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, πρέπει υποχρεωτικώς να είναι σύμφωνη με το άρθρο 5 του κανονισμού 773/2004, που αναφέρεται στο παραδεκτό των καταγγελιών, το οποίο προβλέπει ρητώς, αφενός, ότι τα φυσικά και νομικά πρόσωπα νομιμοποιούνται να υποβάλουν καταγγελία για τους σκοπούς του άρθρου 7 του κανονισμού 1/2003 όταν αποδεικνύουν ότι έχουν έννομο συμφέρον και, αφετέρου, ότι η καταγγελία πρέπει να περιέχει τα στοιχεία που απαιτούνται στο έντυπο Γ, όπως τούτο εμφαίνεται στο παράρτημα του κανονισμού 773/2004.

(βλ. σκέψεις 52-53, 55)