Language of document : ECLI:EU:T:2009:238

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 1ης Ιουλίου 2009 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία εκπτώσεως – Λεκτικό κοινοτικό σήμα OKATECH – Μερική ανάκληση – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Άρθρα 57 και 77α του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 [νυν άρθρα 58 και 80 του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009] – Αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου – Δικαίωμα ακροάσεως»

Στην υπόθεση T‑419/07,

Okalux GmbH, με έδρα το Marktheidenfeld (Γερμανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Beckensträter, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον S. Schäffner,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου:

Messe Düsseldorf GmbH, με έδρα το Ντύσσελντορφ (Γερμανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον I. Friedhoff, στη συνέχεια, από τον S. von Petersdorff-Campen, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του δευτέρου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 3ης Σεπτεμβρίου 2007 (υπόθεση R 766/2007-2), σχετικά με διαδικασία εκπτώσεως μεταξύ της Messe Düsseldorf GmbH και της Okalux GmbH,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tiili, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και I. Wiszniewska-Białecka, δικαστές,

γραμματέας: T. Weiler, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 19 Νοεμβρίου 2007,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 26 Φεβρουαρίου 2008,

έχοντας υπόψη το απαντητικό υπόμνημα της παρεμβαίνουσας, το οποίο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Ιανουαρίου 2008,

έχοντας υπόψη τις από 17 και 25 Μαρτίου 2008 επιστολές, με τις οποίες η παρεμβαίνουσα και η προσφεύγουσα, αντιστοίχως, ενημέρωσαν ότι δεν προτίθενται να μετάσχουν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 11ης Απριλίου 2008, με την οποία δεν επιτράπηκε η κατάθεση υπομνήματος απαντήσεως,

έχοντας υπόψη την από 16 Δεκεμβρίου 2008 επιστολή, με την οποία η προσφεύγουσα δήλωσε ότι τελικώς θα μετάσχει στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

κατόπιν της συνεδριάσεως της 13ης Ιανουαρίου 2009,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 25 Αυγούστου 1998, η προσφεύγουσα, Okalux GmbH, υπέβαλε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί [και αντικατασταθεί με τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 78, σ. 1)]. Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το λεκτικό σημείο OKATECH. Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες για τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 6, 19 και 42 του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση προϊόντων και υπηρεσιών με σκοπό την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί. Το σήμα καταχωρίσθηκε στις 15 Δεκεμβρίου 2000.

2        Στις 16 Δεκεμβρίου 2005, η παρεμβαίνουσα, Messe Düsseldorf GmbH, υπέβαλε αίτηση μερικής εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του λεκτικού σήματος OKATECH, δυνάμει του άρθρου 50, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 51, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009), ισχυριζόμενη ότι δεν είχε γίνει η απαιτούμενη ουσιαστική χρήση του σήματος επί πέντε συναπτά έτη. Η αίτηση αφορούσε ορισμένες μόνον υπηρεσίες, ήτοι εκείνες της κλάσεως 42 του Διακανονισμού της Νίκαιας που αντιστοιχούν στην περιγραφή «αρχιτεκτονική, σχεδιασμός».

3        Με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 η οποία κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα, το τμήμα ακύρωσης δέχθηκε την αίτηση μερικής εκπτώσεως που υπέβαλε η παρεμβαίνουσα και αποφάσισε ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του.

4        Κατόπιν αιτήσεως της παρεμβαίνουσας, το τμήμα ακύρωσης ενημέρωσε τους διαδίκους για την πρόθεσή του να ανακαλέσει, δυνάμει του άρθρου 77α του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 80 του κανονισμού 207/2009), την απόφασή του, με το εξής έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007:

«Με το παρόν σας ενημερώνουμε ότι το τμήμα ακύρωσης προτίθεται να ανακαλέσει την από 21 Δεκεμβρίου 2006 απόφασή του στην ως άνω διαδικασία […]

Ο λόγος της ανακλήσεως είναι ότι η απόφαση αυτή περιέχει πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα, το οποίο αποδίδεται στο [ΓΕΕΑ]. Το σφάλμα της αποφάσεως έγκειται στο ότι, σύμφωνα με αυτή, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του, μολονότι η αίτηση της [παρεμβαίνουσας] περί μερικής εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του προσβαλλόμενου κοινοτικού σήματος για τις προαναφερθείσες υπηρεσίες έγινε δεκτή στο σύνολό της.

Επομένως, το τμήμα ακύρωσης θα ανακαλέσει την απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 77α του κανονισμού [40/94] και θα την διορθώσει, προκειμένου να διευκρινίσει ότι τα έξοδα και οι δαπάνες στα οποία υποβλήθηκε η [παρεμβαίνουσα] στο πλαίσιο της διαδικασίας βαρύνουν τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος.

Μπορείτε να υποβάλετε τις σχετικές παρατηρήσεις σας εντός ενός μηνός από της παραλαβής της παρούσας κοινοποιήσεως· η προθεσμία αυτή δεν δύναται να παραταθεί.

Από της παραλαβής των τυχόν παρατηρήσεών σας, το [ΓΕΕΑ] θα ανακαλέσει την απόφασή του, όσον αφορά την κατανομή των εξόδων, και θα εκδώσει νέα απόφαση.»

5        Στις 7 Φεβρουαρίου 2007, η προσφεύγουσα επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το ΓΕΕΑ προκειμένου να ζητήσει πληροφορίες για την πορεία της διαδικασίας και τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής.

6        Στις 5 Μαρτίου 2007, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της σε απάντηση της από 6 Φεβρουαρίου 2007 επιστολής του τμήματος ακύρωσης.

7        Με απόφαση της 21ης Μαρτίου 2007 το τμήμα ακύρωσης ανακάλεσε την από 21 Δεκεμβρίου 2006 απόφασή του αποκλειστικώς και μόνον καθόσον αφορούσε την κατανομή των εξόδων, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 77α του κανονισμού 40/94 και του κανόνα 53α του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1). Αποφάσισε ότι η προσφεύγουσα φέρει τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η παρεμβαίνουσα στο πλαίσιο της διαδικασίας που κατέληξε στην έκδοση της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006. Συγκεκριμένα, το τμήμα ακύρωσης διαπίστωσε ότι η από 21 Δεκεμβρίου 2006 απόφασή του περιείχε πρόδηλο διαδικαστικό σφάλμα για το οποίο ευθυνόταν το ίδιο το τμήμα ακύρωσης, καθόσον αποφάσισε ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του, καίτοι η παρεμβαίνουσα δικαιώθηκε. Υπενθύμισε επίσης, με την απόφαση της 21ης Μαρτίου 2007, ότι οι διάδικοι ενημερώθηκαν για την ανάκληση αυτή με το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007 και κλήθηκαν να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους, ότι οι παρατηρήσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα στις 5 Μαρτίου 2007 δεν αφορούσαν το ζήτημα των εξόδων και ότι η παρεμβαίνουσα ουδέποτε υπέβαλε παρατηρήσεις.

8        Στις 16 Μαΐου 2007, η προσφεύγουσα άσκησε κατά της αποφάσεως της 21ης Μαρτίου 2007 προσφυγή ενώπιον του ΓΕΕΑ, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρα 58 έως 64 του κανονισμού 207/2009), ισχυριζόμενη ότι απέδειξε την ουσιαστική χρήση του σήματος OKATECH για τις οικείες υπηρεσίες και προβάλλοντας, κατόπιν τούτου, αίτημα ακυρώσεως της απόφασης που εξέδωσε το τμήμα ακύρωσης στις 21 Δεκεμβρίου 2006.

9        Με έγγραφο της 30ης Μαΐου 2007 το ΓΕΕΑ βεβαίωσε ότι παρέλαβε την προσφυγή και με επιστολή της ίδιας ημέρας ενημέρωσε σχετικώς την παρεμβαίνουσα. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της στις 26 Ιουνίου 2007.

10      Με δεύτερο έγγραφο της 30ής Μαΐου 2007 το οποίο απεστάλη με τηλεομοιοτυπία στις 31 Μαΐου 2007, το ΓΕΕΑ γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα την εγγραφή στο μητρώο της μερικής εκπτώσεως από τα δικαιώματά της επί του σήματος OKATECH. Στις 11 Ιουνίου 2007, ο δικηγόρος της προσφεύγουσας απηύθυνε στο ΓΕΕΑ μια επιστολή στην οποία συνόψισε το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας της 7ης Φεβρουαρίου 2007, σχετικά με τις προθεσμίες ασκήσεως προσφυγής (βλ. ανωτέρω σκέψη 5) και υπογράμμισε ότι είχε ασκήσει προσφυγή στις 16 Μαΐου 2007, ζητώντας να ανακληθεί η εγγραφή στο μητρώο της μερικής εκπτώσεως, μέχρις ότου καταστεί απρόσβλητη η απόφαση επί της αιτήσεως της 16ης Δεκεμβρίου 2005 περί μερικής εκπτώσεως.

11      Με επιστολή της 19ης Ιουνίου 2007 το ΓΕΕΑ ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι η προσφυγή της ανατέθηκε στο δεύτερο τμήμα προσφυγών, το οποίο επρόκειτο να αποφανθεί επί του παραδεκτού της. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της στο ΓΕΕΑ με επιστολές της 3ης και της 10ης Ιουλίου 2007. Με την επιστολή της 3ης Ιουλίου 2007 ισχυρίζεται, μεταξύ άλλων, ότι συντρέχει παράβαση του άρθρου 60α του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 62 του κανονισμού 207/2007), ότι το έγγραφο της 30ής Μαΐου 2007 εστάλη απευθείας στην ίδια και όχι στον δικηγόρο της, ότι η μερική ανάκληση αντέβαινε στο άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 και ότι στο έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007, με το οποίο ανακοινώθηκε η ανάκληση, διευκρινιζόταν ότι επρόκειτο να εκδοθεί νέα απόφαση. Με την επιστολή της 10ης Ιουλίου 2007 η προσφεύγουσα επιμένει στη φράση «θα εκδώσει νέα απόφαση», η οποία χρησιμοποιείται στο έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007, και υποστηρίζει ότι η απόφαση επί των εξόδων της διαδικασίας δεν ήταν δυνατό να αποτελέσει αντικείμενο χωριστής προσφυγής.

12      Με απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2007 η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 18 Σεπτεμβρίου 2007 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το δεύτερο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη. Επισήμανε, κατ’ αρχάς, ότι η προσφυγή, που είχε ως αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006 περί της μερικής εκπτώσεως της προσφεύγουσας από τα δικαιώματά της επί του σήματος, ασκήθηκε μετά τη λήξη της προθεσμίας των δύο μηνών που προβλέπει το άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 60 του κανονισμού 207/2009) και το υπόμνημα, με το οποίο εξέθετε τους λόγους της προσφυγής της, κατατέθηκε μετά την παρέλευση της τετράμηνης προθεσμίας που τάσσει σχετικώς ο κανόνας 49, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95. Το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, στη συνέχεια, ότι η απόφαση του τμήματος ακύρωσης της 21ης Μαρτίου 2007 ακύρωσε την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 μόνον κατά το μέρος της που αφορούσε τα έξοδα, ενώ το σχετικό με την ουσία της υποθέσεως τμήμα της αποφάσεως αυτής δεν μπορούσε να προσβληθεί με προσφυγή μετά την 21η Φεβρουαρίου 2007.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να απορρίψει την αίτηση μερικής εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του κοινοτικού σήματος OKATECH·

–        επικουρικώς, να αναπέμψει την υπόθεση στο τμήμα ακύρωσης του ΓΕΕΑ, προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής της 16ης Μαΐου 2007·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ ή την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ.

14      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού ορισμένων αιτημάτων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

15      Το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας, με το οποίο ζητείται η απόρριψη της αιτήσεως μερικής εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του κοινοτικού σήματος, είναι απαράδεκτο.

16      Το ΓΕΕΑ υποστηρίζει επίσης ότι το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας αντιβαίνει στο άρθρο 130, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 135, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), κατά το οποίο τα τμήματα προσφυγών είναι αρμόδια να αποφαίνονται επί των προσφυγών.

17      Τέλος, το ΓΕΕΑ προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του αιτήματος της προσφεύγουσας σχετικά με τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας ενώπιόν του.

18      Η προσφεύγουσα δεν διατύπωσε, συναφώς, καμία παρατήρηση.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

19      Το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας, περί απορρίψεως εκ μέρους του Πρωτοδικείου της αιτήσεως μερικής εκπτώσεώς της από τα δικαιώματά της επί του κοινοτικού σήματος, καθώς και το επικουρικό της αίτημα να αναπεμφθεί η υπόθεση στο τμήμα ακύρωσης προκειμένου αυτό να αποφανθεί επί της προσφυγής της, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ζητείται να υποχρεωθεί το ΓΕΕΑ να απορρίψει την αίτηση εκπτώσεως. Όμως, κατά το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65, παράγραφος 6, του κανονισμού 207/2009), το ΓΕΕΑ υποχρεούται να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση των αποφάσεων του κοινοτικού δικαστή. Συνεπώς, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να απευθύνει σχετική διαταγή στο ΓΕΕΑ [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 31ης Ιανουαρίου 2001, T-331/99, Mitsubishi HiTec Paper Bielefeld κατά ΓΕΕΑ (Giroform), Συλλογή 2001, σ. II‑433, σκέψη 33· της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T-34/00, Eurocool Logistik κατά ΓΕΕΑ (EUROCOOL), Συλλογή 2002, σ. II‑683, σκέψη 12, και της 23ης Οκτωβρίου 2002, T-388/00, Institut für Lernsysteme κατά ΓΕΕΑ – Educational Services (ELS), Συλλογή 2002, σ. II‑4301, σκέψη 19].

20      Άλλωστε, αν τα αιτήματα αυτά έπρεπε να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ζητείται από Πρωτοδικείο να μεταρρυθμίσει την προσβαλλόμενη απόφαση, επισημαίνεται ότι, μολονότι το άρθρο 63, παράγραφος 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65, παράγραφος 3, του κανονισμού 207/2009) παρέχει στο Πρωτοδικείο εξουσία μεταρρυθμίσεως των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών, η δυνατότητα αυτή κατ’ αρχήν περιορίζεται στις καταστάσεις στις οποίες η υπόθεση είναι ώριμη προς εκδίκαση. Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε ούτε τα επίμαχα πραγματικά περιστατικά και αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη μερική έκπτωση της προσφεύγουσας από τα δικαιώματά της επί του σήματος OKATECH ούτε τα επιχειρήματα που προβάλλει συναφώς η προσφεύγουσα. Η τυχόν μεταρρύθμιση της προσβαλλομένης αποφάσεως θα σήμαινε ότι το Πρωτοδικείο εκτιμά για πρώτη φορά επί της ουσίας τα αιτήματα επί των οποίων το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να αποφανθεί. Η αξιολόγηση αυτή, όμως, δεν εμπίπτει στις αρμοδιότητες του Πρωτοδικείου κατά την έννοια του άρθρου 63, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 65, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 207/2009) [απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Ιουνίου 2008, T-85/07, Gabel Industria Tessile κατά ΓΕΕΑ – Creaciones Garel (GABEL), δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 28].

21      Προκύπτει εντεύθεν ότι το δεύτερο αίτημα και το επικουρικό αίτημα της προσφεύγουσας είναι αμφότερα απαράδεκτα.

22      Τέλος, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας ενώπιόν του. Το ΓΕΕΑ προβάλλει ένταση απαραδέκτου του αιτήματος αυτού, καθόσον αφορά τα έξοδα της πρωτοβάθμιας διαδικασίας ενώπιόν του.

23      Κατά το άρθρο 136, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, «τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβάλλονται οι διάδικοι στο πλαίσιο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών διαδικασίας […] θεωρούνται ως αποδοτέα έξοδα». Εξ αυτού συνάγεται ότι τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ακύρωσης δεν μπορούν να θεωρηθούν αποδοτέα [βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Απριλίου 2005, T-164/03, Ampafrance κατά ΓΕΕΑ – Johnson and Johnson (monBeBé), Συλλογή 2005, σ. II‑1401, σκέψη 27].

24      Επομένως, το αίτημα αυτό είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο, κατά το μέτρο που αφορά τα έξοδα της διαδικασίας ενώπιον του τμήματος ακύρωσης.

 Επί της ουσίας

25      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν πέντε λόγους ακυρώσεως που αντλούνται, πρώτον, από παράβαση των άρθρων 57 και 77α του κανονισμού 40/94, δεύτερον, από παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, τρίτον, από προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, τέταρτον, από διαδικαστικές παρατυπίες και, πέμπτον, από τον φερόμενο ως αβάσιμο χαρακτήρα της μερικής εκπτώσεως.

 Επί του πρώτου λόγου, που αφορά παράβαση των άρθρων 57 και 77α του κανονισμού 40/94

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

26      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διαδικασία εκπτώσεως περατώθηκε με την έκδοση της αποφάσεως της 21ης Μαρτίου 2007, καθώς η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 δεν ήταν δυνατό, βάσει του άρθρου 57, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 58, παράγραφος 2, του κανονισμού 207/2009), να προσβληθεί αυτοτελώς. Επιπλέον, το άρθρο 77α δεν προβλέπει τη δυνατότητα μερικής ανακλήσεως μίας και μόνον αποφάσεως.

27      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

28      Το άρθρο 57, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 58, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009) προβλέπει ότι οι αποφάσεις των τμημάτων ακύρωσης υπόκεινται σε προσφυγή η οποία έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.

29      Το άρθρο 59 του κανονισμού 40/94 ορίζει ότι η προσφυγή κατά αποφάσεως του ΓΕΕΑ πρέπει να ασκηθεί εντός δύο μηνών από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

30      Εν προκειμένω, με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006, το τμήμα ακύρωσης δέχθηκε την αίτηση της παρεμβαίνουσας περί μερικής εκπτώσεως της προσφεύγουσας από τα δικαιώματά της επί του σήματός της και αποφάσισε ότι κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του. Συνεπώς, με την απόφαση αυτή περατώθηκε η διαδικασία ενώπιον του τμήματος ακύρωσης. Πρόκειται, κατόπιν τούτου, για απόφαση που υπόκειται σε προσφυγή υπό τις προϋποθέσεις των ως άνω άρθρων, όπως άλλωστε αναφέρεται ρητώς και στην ίδια την απόφαση.

31      Το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007, με το οποίο το τμήμα ακύρωσης ενημέρωσε τους διαδίκους για την πρόθεσή του να ανακαλέσει την απόφαση αυτή, κατά το μέτρο που αφορά την κατανομή των εξόδων της διαδικασίας, ουδαμώς μεταβάλλει την ημερομηνία ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, η οποία υπομνήσθηκε ρητώς με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006.

32      Πράγματι, το έγγραφο αυτό ανέφερε τα εξής (βλ. ανωτέρω σκέψη 4):

«Το σφάλμα της αποφάσεως έγκειται στο ότι, σύμφωνα με αυτή, κάθε διάδικος φέρει τα έξοδά του, μολονότι η αίτηση της [παρεμβαίνουσας] περί μερικής εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του προσβαλλόμενου κοινοτικού σήματος για τις προαναφερθείσες υπηρεσίες έγινε δεκτή στο σύνολό της. Επομένως, το τμήμα ακύρωσης θα ανακαλέσει την απόφασή του σύμφωνα με το άρθρο 77α του κανονισμού [40/94] και θα την διορθώσει, προκειμένου να διευκρινίσει ότι τα έξοδα και οι δαπάνες στα οποία υποβλήθηκε η [παρεμβαίνουσα] στο πλαίσιο της διαδικασίας βαρύνουν τον δικαιούχο του κοινοτικού σήματος. […] Από της παραλαβής των τυχόν παρατηρήσεών σας, το [ΓΕΕΑ] θα ανακαλέσει την απόφασή του, όσον αφορά την κατανομή των εξόδων, και θα εκδώσει νέα απόφαση.»

33      Από τη διατύπωση του εγγράφου αυτού προκύπτει ότι η ανάκληση αφορά μόνον την κατανομή των εξόδων της διαδικασίας και ότι η μερική έκπτωση από τα δικαιώματα επί του οικείου σήματος δεν θίγεται από την ανάκληση που ανακοινώθηκε με το εν λόγω έγγραφο, παρά τον όρο «νέα απόφαση» που χρησιμοποιείται στο τέλος του. Επιπλέον, μόνον το τμήμα προσφυγών θα μπορούσε να επανεξετάσει το ζήτημα ουσίας της μερικής εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του σήματος, ήτοι να τροποποιήσει την απόφαση που ελήφθη σχετικώς και, πάντως, όχι στο πλαίσιο του άρθρου 77α του κανονισμού 40/94.

34      Συνεπώς, η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 συνιστά πράξη βλαπτική για την προσφεύγουσα. Εφόσον είχε την πρόθεση να προσβάλει την απόφαση περί μερικής εκπτώσεώς της από τα δικαιώματά της επί του οικείου σήματος, όφειλε να ασκήσει την προσφυγή εντός της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94, η οποία υπομνήσθηκε ρητώς με την εν λόγω απόφαση. Τυχόν διαφορετική ερμηνεία θα συνεπαγόταν καταστρατήγηση των απαρέγκλιτων προθεσμιών που προβλέπει ο κανονισμός 40/94.

35      Επομένως, η προσφυγή που ασκήθηκε στις 16 Μαΐου 2007 ενώπιον του τμήματος προσφυγών κατά της από 21 Δεκεμβρίου 2006 αποφάσεως περί μερικής εκπτώσεως πρέπει να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.

36      Το επιχείρημα της προσφεύγουσας, ότι η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 δεν ήταν δυνατό να ανακληθεί εν μέρει, δεν αναιρεί το ως άνω συμπέρασμα.

37      Πράγματι, τονίζεται κατ’ αρχάς ότι καίτοι το άρθρο 77α του κανονισμού 40/94 δεν προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα μερικής ανακλήσεως, εντούτοις το γράμμα της διατάξεως αυτής δεν την αποκλείει. Επιπλέον, ο κανόνας 53α του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι το ΓΕΕΑ «ενημερώνει […] το ενδιαφερόμενο μέρος όσον αφορά τη σχεδιαζόμενη ανάκληση» πριν προχωρήσει σε αυτήν. Το ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να υποβάλει παρατηρήσεις «όσον αφορά τη σχεδιαζόμενη ανάκληση» και, αν δεν συμφωνεί με αυτήν, το ΓΕΕΑ αποφασίζει «σχετικά». Συνεπώς, η ισχύουσα διαδικασία παρέχει τη δυνατότητα ανακλήσεως μέρους μόνον της αποφάσεως, υπό την προϋπόθεση ότι τηρείται η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως. Τούτο αναμφισβήτητα συνέβη εν προκειμένω, δεδομένου ότι παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα η δυνατότητα, αφού ενημερώθηκε με το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007 για τη σχεδιαζόμενη ανάκληση, τους λόγους και τον αντικείμενό της, να υποβάλει τις παρατηρήσεις της, όπως και το έπραξε, στις 5 Μαρτίου 2007 (βλ. ανωτέρω σκέψη 6). Συναφώς, είναι άνευ σημασίας ότι οι παρατηρήσεις της δεν έθιγαν το ζήτημα των εξόδων της διαδικασίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 7).

38      Εν προκειμένω, φαίνεται ότι η απόφαση του τμήματος ακύρωσης της 21ης Δεκεμβρίου 2006 ήταν κατά το μέρος της που αφορά την κατανομή των εξόδων της διαδικασίας, το οποίο μπορεί να αποσπασθεί ως έχον αυτοτελή χαρακτήρα, προδήλως εσφαλμένη, διαπίστωση που δεν αμφισβητήθηκε από την προσφεύγουσα. Πράγματι, εφόσον η αίτηση της παρεμβαίνουσας περί μερικής εκπτώσεως της προσφεύγουσας από τα δικαιώματά της επί του σήματος έγινε δεκτή στο σύνολό της, τα έξοδα της διαδικασίας έπρεπε να βαρύνουν την προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 81, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 85, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009), χωρίς το τμήμα ακύρωσης να διαθέτει συναφώς διακριτική ευχέρεια να αποφασίσει άλλως.

39      Τέλος, η ερμηνεία που δέχεται την ύπαρξη δυνατότητας μερικής ανακλήσεως των αποφάσεων συνάδει με το πνεύμα των κανονισμών 40/94 και 2868/95, οι οποίοι προβλέπουν τη δυνατότητα διορθώσεως των αποφάσεων του ΓΕΕΑ πριν επιληφθεί της διαφοράς το τμήμα που θα εκδικάσει την προσφυγή, ιδίως με το άρθρο 60α του κανονισμού 40/94, που αφορά την αναθεώρηση, με τον κανόνα 53 του κανονισμού 2868/95, που αφορά τις διορθώσεις σφαλμάτων, και με το άρθρο 53α του κανονισμού 2868/95, που αφορά την ανάκληση.

40      Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ήταν δυνατό η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 να ανακληθεί μόνον εν μέρει, υπό την προϋπόθεση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων και των γενικών αρχών του δικαίου. Συνεπώς, η ανάκληση της αποφάσεως επί της κατανομής των εξόδων της διαδικασίας δεν είχε ως συνέπεια την επανέναρξη της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006, η οποία έληξε στις 21 Φεβρουαρίου 2007.

41      Επομένως, το τμήμα προσφυγών δεν παρέβη τα άρθρα 57 και 77α του κανονισμού 40/94 απορρίπτοντας την προσφυγή ως εκπρόθεσμη.

42      Εξάλλου, ακόμη και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, δεν χωρεί μερική ανάκληση και η δεύτερη απόφαση της 21ης Μαρτίου 2007 είναι παράνομη, η νομιμότητα της πρώτης αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006 δεν αμφισβητήθηκε εντός της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής.

43      Συνεπώς, ο πρώτος λόγος είναι απορριπτέος.

 Επί του δεύτερου λόγου, που αφορά παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

44      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιχειρηματολογία της περί της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής επιβεβαιώθηκε από υπάλληλο του ΓΕΕΑ ο οποίος την διαβεβαίωσε, στις 7 Φεβρουαρίου 2007, ότι η σχετική προθεσμία θα άρχιζε να τρέχει, εκ νέου, με την έκδοση νέας αποφάσεως. Ως εκ τούτου, επικαλείται παραβίαση των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, κατά την έννοια του άρθρου 79 του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 83 του κανονισμού 207/2009).

45      Το ΓΕΕΑ αμφισβητεί την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

46      Κάθε ιδιώτης ευρισκόμενος σε κατάσταση από την οποία προκύπτει ότι η κοινοτική διοίκηση του δημιούργησε, παρέχοντάς του συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις, βάσιμες προσδοκίες έχει το δικαίωμα να επικαλεστεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις, ανεξαρτήτως της μορφής υπό την οποία παρέχονται, συνιστούν οι πληροφορίες που είναι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες και που προέρχονται από εξουσιοδοτημένες και αξιόπιστες πηγές. Αντιθέτως, ο ιδιώτης δεν δύναται να επικαλεστεί παραβίαση αυτής της αρχής, αν η κοινοτική διοίκηση δεν του έχει παράσχει ακριβείς διαβεβαιώσεις [απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 2006, C-182/03 και C-217/03, Βασίλειο του Βελγίου και Forum 187 κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5479, σκέψη 147· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Απριλίου 2006, Τ-388/04, Kachakil Amar κατά ΓΕΕΑ (Επίμηκες περίγραμμα που καταλήγει σε τρίγωνο), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 26, και της 8ης Μαΐου 2007, Τ-271/04, Citymo κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑1375, σκέψεις 108 και 138].

47      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υπάλληλος του ΓΕΕΑ την διαβεβαίωσε τηλεφωνικώς ότι επρόκειτο να εκδοθεί νέα απόφαση επί των εξόδων της διαδικασίας και ότι η σχετική προθεσμία θα άρχιζε να τρέχει εκ νέου. Συναφώς προσκομίζει, αφενός, χειρόγραφο σημείωμα το οποίο φέρει ημερομηνία 7 Φεβρουαρίου 2007, συντάχθηκε από την ίδια και συνοψίζει το περιεχόμενο της τηλεφωνικής συνομιλίας που πραγματοποιήθηκε την ίδια ημέρα και, αφετέρου, την από 11 Ιουνίου 2007 επιστολή της προς το ΓΕΕΑ (βλ. ανωτέρω σκέψη 10), στην οποία κάνει λόγο για την τηλεφωνική συνομιλία της 7ης Φεβρουαρίου 2007. Το ΓΕΕΑ δεν αμφισβητεί ότι αυτή η τηλεφωνική συνομιλία πραγματοποιήθηκε κατά την ως άνω ημερομηνία και υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι επρόκειτο για αντίδραση στο έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007, το οποίο αφορούσε μόνον τη σχεδιαζόμενη νέα απόφαση επί των εξόδων.

48      Πάντως, η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί εν προκειμένω.

49      Πράγματι, πρώτον, η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 συνιστά βλαπτική πράξη, η οποία αναμφισβήτητα μπορεί να προσβληθεί και, επιπλέον, ανέφερε ρητώς τόσο τη δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής όσο και την εφαρμοστέα προθεσμία, που είναι μάλιστα δημοσίας τάξεως.

50      Δεύτερον, το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007, περί ανακοινώσεως της ανάκλησης της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006, αποτελεί ακριβές πληροφοριακό στοιχείο, προερχόμενο από εξουσιοδοτημένη και αξιόπιστη πηγή, από το οποίο προκύπτει ότι η ανάκληση θα αφορούσε μόνον την κατανομή των εξόδων της διαδικασίας (βλ. ανωτέρω σκέψη 4). Επομένως, το περιορισμένο αντικείμενο της ανακλήσεως που ανακοινώθηκε με το έγγραφο αυτό προκύπτει με σαφήνεια από το ίδιο το περιεχόμενό του και, λαμβανομένου υπόψη του όλου περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου, το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από την τελευταία φράση του, σύμφωνα με την οποία το τμήμα ακύρωσης «θα ανακαλέσει την απόφασή του, όσον αφορά την κατανομή των εξόδων, και θα εκδώσει νέα απόφαση».

51      Κατόπιν των ανωτέρω στοιχείων, η τηλεφωνική συνομιλία της 7ης Φεβρουαρίου 2007, όπως την αναπαράγει η προσφεύγουσα, δεν φαίνεται να συνιστά ακριβές, ανεπιφύλακτο και συγκλίνον πληροφοριακό στοιχείο κατά την έννοια της νομολογίας που παρατέθηκε με την ανωτέρω σκέψη 46, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει δικαιολογημένη πεποίθηση της προσφεύγουσας ότι μια νέα προθεσμία ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως περί μερικής εκπτώσεώς της από τα δικαιώματα επί του σήματος θα άρχιζε να τρέχει από της εκδόσεως της επικείμενης αποφάσεως, σχετικά με τη μερική ανάκληση.

52      Τρίτον, όσον αφορά τη δυνατότητα επικλήσεως της αρχής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης προς αποτροπή της αποσβέσεως του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής λόγω παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας, από τη νομολογία προκύπτει ότι ο προσφεύγων πρέπει να είναι σε θέση να κάνει λόγο για βάσιμες προσδοκίες από συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις που του παρέσχε η κοινοτική διοίκηση ή από συμπεριφορά της διοικήσεως αυτής ικανή να προκαλέσει συγγνωστή σύγχυση σε καλόπιστο ιδιώτη που επιδεικνύει όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός επιχειρηματία με τη συνήθη ενημέρωση (βλ., επ’ αυτού, διάταξη του Δικαστηρίου της 13ης Δεκεμβρίου 2000, C-44/00 P, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑11231, σκέψη 50).

53      Εν προκειμένω, λαμβανομένων υπόψη του επιτακτικού χαρακτήρα της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και των λόγων που εκτίθενται με το έγγραφο της 6ης Φεβρουαρίου 2007, η τηλεφωνική συνομιλία με το ΓΕΕΑ, ακόμη και αν υποτεθεί ότι μπορούσε να προκαλέσει κάποια σύγχυση στην προσφεύγουσα, δεν πρέπει να της παράσχει τη δυνατότητα να διατηρήσει το δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής κατά της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006, το οποίο κανονικά αποσβέννυται με την παρέλευση της προθεσμίας που τάσσεται προς τούτο. Πράγματι, η προσφεύγουσα, η οποία δεν ζήτησε από το ΓΕΕΑ γραπτή επιβεβαίωση του περιεχομένου της τηλεφωνικής αυτής συνομιλίας, επέδειξε όλη την απαιτούμενη επιμέλεια ενός επιχειρηματία με τη συνήθη ενημέρωση ασκώντας, έστω για παν ενδεχόμενο, μια προσφυγή εντός της διαλαμβανομένης στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2006 προθεσμίας, η οποία είναι δημοσίας τάξεως, οπότε δεσμεύει τους διαδίκους και δεν ορίζεται από αυτούς κατά το δοκούν (βλ., σχετικώς, διάταξη Sodima κατά Επιτροπής, σκέψη 52 ανωτέρω, σκέψη 51).

54      Επομένως, η αιτίαση περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης είναι απορριπτέα.

55      Δεδομένου ότι δεν προβλήθηκε κανένα χωριστό επιχείρημα προς στήριξη της αιτιάσεως περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, ο δεύτερος λόγος πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του τρίτου λόγου, που αφορά προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

56      Η προσφεύγουσα προσάπτει στο τμήμα προσφυγών ότι, αφενός, δεν αναφέρθηκε στις από 11 Ιουνίου, 3 Ιουλίου και 10 Ιουλίου 2007 επιστολές της, σχετικά με την αδυναμία τηρήσεως, εν προκειμένω, της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και, αφετέρου, ότι δεν αποφάνθηκε επί του νομικού επιχειρήματος που αυτή προέβαλε.

57      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αντικρούουν την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

58      Κατά το άρθρο 73, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 75, δεύτερη περίοδος, του κανονισμού 207/2009), οι αποφάσεις του ΓΕΕΑ στηρίζονται μόνο σε λόγους επί των οποίων οι διάδικοι είχαν τη δυνατότητα να λάβουν θέση.

59      Από τη νομολογία προκύπτει ότι το δικαίωμα ακροάσεως, όπως καθιερώνεται με την ως άνω διάταξη, καλύπτει όλα τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία, καθώς και τα αποδεικτικά στοιχεία, στα οποία στηρίζεται η απόφαση, αλλά όχι και την τελική θέση που προτίθεται να λάβει η διοίκηση [βλ., σχετικώς, απόφαση του Πρωτοδικείου της 7ης Ιουνίου 2005, Τ-303/03, Lidl Stiftung κατά ΓΕΕΑ – REWE-Zentral (Salvita), Συλλογή 2005, σ. II‑1917, σκέψη 62].

60      Εν προκειμένω, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας, ότι ήταν αδύνατη τόσο η τήρηση της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής όσο και η μερική ανάκληση, το οποίο προβλήθηκε κατ’ ουσίαν με τις επιστολές που απηύθυνε στο ΓΕΕΑ στις 11 Ιουνίου 2007 (βλ. ανωτέρω σκέψη 10), στις 3 Ιουλίου 2007 και στις 10 Ιουλίου 2007 (βλ. ανωτέρω σκέψη 11), επισημαίνεται ότι στο τμήμα της προσβαλλομένης αποφάσεως όπου συνοψίζονται τα πραγματικά περιστατικά γίνεται μνεία όχι μόνο στο από 16 Μαΐου 2007 υπόμνημα της προσφεύγουσας σχετικά με τη μερική έκπτωσή της από τα δικαιώματα επί του σήματος, αλλά και στις παρατηρήσεις που αυτή κατέθεσε μεταγενέστερα (σημείο 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

61      Ειδικότερα, το τμήμα προσφυγών παραπέμπει στις επιστολές της 11ης Ιουνίου, της 3ης Ιουλίου και της 10ης Ιουλίου 2007, οι οποίες περιέχουν τις μόνες μεταγενέστερες του υπομνήματος της 16ης Μαΐου 2007 παρατηρήσεις που εστάλησαν από την προσφεύγουσα στο ΓΕΕΑ και, επομένως, ελήφθησαν αναμφίβολα υπόψη από το τμήμα προσφυγών.

62      Επιπλέον, η προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζει ότι η απόφαση του τμήματος ακύρωσης της 21ης Μαρτίου 2007 αφορά μόνον το σχετικό με τα έξοδα τμήμα της προηγούμενης αποφάσεώς του. Συνεπώς, επιβεβαιώνει εμμέσως πλην σαφώς τη δυνατότητα μερικής ανακλήσεως της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2006, την οποία το τμήμα ακύρωσης χρησιμοποίησε εν προκειμένω, και απαντά κατ’ αυτόν τον τρόπο στο σχετικό επιχείρημα της προσφεύγουσας.

63      Κατόπιν τούτου, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι συντρέχει προσβολή του δικαιώματός της ακροάσεως, ιδίως όσον αφορά το ζήτημα της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής και της δυνατότητας μερικής ανακλήσεως.

64      Επομένως, ο τρίτος λόγος είναι απορριπτέος.

 Επί του τέταρτου λόγου, που αφορά διαδικαστικές παρατυπίες

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

65      Η προσφεύγουσα επικαλείται παράβαση του άρθρου 60α, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 (νυν άρθρο 62, παράγραφος 4, του κανονισμού 207/2009) και επισημαίνει, κατ’ ουσίαν, την έλλειψη διαφάνειας στην εσωτερική λειτουργία του ΓΕΕΑ. Ισχυρίζεται επίσης ότι το ΓΕΕΑ ενέγραψε στο μητρώο τη μερική έκπτωσή της από τα δικαιώματα επί του σήματος OKATECH χωρίς να λάβει υπόψη την εκκρεμή προσφυγή της, κατά παράβαση του άρθρου 77α του κανονισμού 40/94, και κοινοποίησε τη μερική αυτή διαγραφή του οικείου σήματος απευθείας στην ίδια, και όχι στον δικηγόρο της. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, αν το τμήμα προσφυγών εκτιμούσε ότι η προσφυγή που αυτή άσκησε στις 16 Μαΐου 2007 θα απορριπτόταν ως απαράδεκτη λόγω παρέλευσης της σχετικής προθεσμίας, όφειλε, σύμφωνα με τους κανόνες 49 και 51 του κανονισμού 2868/95, να διατάξει την επιστροφή του τέλους προσφυγής, το οποίο, ως εκ τούτου, καταβλήθηκε επίσης εκπροθέσμως.

66      Το ΓΕΕΑ αντικρούει την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67      Πρώτον, όσον αφορά τις αιτιάσεις της προσφεύγουσας περί διαφόρων παρατυπιών κατά τη διαδικασία ενώπιον του ΓΕΕΑ, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, μόνον οι αποφάσεις που εκδίδουν τα τμήματα προσφυγών υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του κοινοτικού δικαστή. Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της προσφυγής αυτής, παραδεκτοί είναι μόνον οι ισχυρισμοί που στρέφονται κατά της απόφασης του τμήματος προσφυγών (απόφαση Salvita, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 59).

68      Πάντως, ακόμη και αν διαπιστωθούν οι προβαλλόμενες διαδικαστικές παρατυπίες σε σχέση με την έλλειψη διαφάνειας ως προς τον τρόπο κατά τον οποίο ελήφθησαν οι οικείες αποφάσεις και με την εγγραφή της μερικής εκπτώσεως στο μητρώο, οι αιτιάσεις της προσφεύγουσας δεν στρέφονται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως του τμήματος προσφυγών.

69      Συνεπώς, οι αιτιάσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

70      Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 60α, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94, σχετικά με την αναθεώρηση των αποφάσεων στις περιπτώσεις inter partes, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η προσφυγή που ασκείται ενώπιον του Πρωτοδικείου, βάσει του άρθρου 63, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, αφορά τον έλεγχο της νομιμότητας των αποφάσεων του τμήματος προσφυγών. Ο έλεγχος αυτός πρέπει να γίνεται εντός του πραγματικού και νομικού πλαισίου της διαφοράς όπως αυτή ήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, T-10/06, Portela & Companhia κατά ΓΕΕΑ – Torrens Cuadrado και Sanz (Bial), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία]. Εξάλλου, κατά το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα υπομνήματα των διαδίκων δεν μπορούν να μεταβάλλουν το αντικείμενο της διαφοράς ενώπιον του τμήματος προσφυγών (προπαρατεθείσα απόφαση Bial, σκέψη 62).

71      Πάντως, εν προκειμένω, πέραν του ότι δεν τίθεται ζήτημα εφαρμογής της διαδικασίας αναθεωρήσεως που προβλέπει το άρθρο 60α του κανονισμού 40/94, διαπιστώνεται ότι δεν προβλήθηκε τέτοιος ισχυρισμός ενώπιον του τμήματος προσφυγών.

72      Επομένως, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 60, παράγραφος 4, του κανονισμού 40/94 είναι επίσης απαράδεκτη.

73      Τρίτον, όσον αφορά την αιτίαση ότι συντρέχει παράβαση των κανόνων 49 και 51 του κανονισμού 2868/95 και ότι το ΓΕΕΑ όφειλε να διατάξει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, την επιστροφή του τέλους προσφυγής που καταβλήθηκε επίσης εκπροθέσμως, υπενθυμίζεται ότι ο κανόνας 49, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει ότι «[α]ν το τέλος προσφυγής καταβληθεί μετά τη λήξη της προθεσμίας για υποβολή προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 59 του κανονισμού [40/94], η προσφυγή λογίζεται ως μη υποβληθείσα και το τέλος επιστρέφεται στον προσφεύγοντα».

74      Εν προκειμένω, η προσφυγή της 16ης Μαΐου 2007 στρεφόταν τυπικώς κατά της από 21 Μαρτίου 2007 αποφάσεως περί μερικής ανακλήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψη 8) και ασκήθηκε εντός δύο μηνών από της εκδόσεως της αποφάσεως αυτής. Επομένως, το τέλος προσφυγής δεν καταβλήθηκε από την προσφεύγουσα μετά τη λήξη της δίμηνης προθεσμίας του άρθρου 59 του κανονισμού 40/94.

75      Επιπλέον, ο κανόνας 51, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2868/95 προβλέπει την επιστροφή του τέλους προσφυγής σε περίπτωση που το τμήμα προσφυγών δεχθεί την προσφυγή και κατά το μέτρο που η ευθυδικία επιτάσσει την επιστροφή λόγω παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας. Όμως, αυτό δεν συμβαίνει εν προκειμένω, καθόσον το τμήμα προσφυγών απέρριψε, αντιθέτως, την προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιόν του.

76      Συνεπώς, η αιτίαση περί παραβάσεως των κανόνων 49 και 51 του κανονισμού 2868/95 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

77      Κατόπιν των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος είναι απορριπτέος στο σύνολό του ως εν μέρει απαράδεκτος και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου, που αφορά τον φερόμενο ως αβάσιμο χαρακτήρα της μερικής εκπτώσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

78      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι απέδειξε την ουσιαστική χρήση του σήματος OKATECH για τις επίμαχες υπηρεσίες και φρονεί ότι το τμήμα προσφυγών όφειλε να δεχθεί την προσφυγή της και να ακυρώσει τις αποφάσεις του τμήματος ακύρωσης της 21ης Δεκεμβρίου 2006 και της 21ης Μαρτίου 2007.

79      Το ΓΕΕΑ προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του λόγου αυτού, καθόσον μόνον οι λόγοι που στρέφονται κατά της αποφάσεως του τμήματος προσφυγών είναι παραδεκτοί.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

80      Πρέπει να υπομνησθεί ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το τμήμα προσφυγών έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη και, ως εκ τούτου, δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος της μερικής εκπτώσεώς της από τα δικαιώματά της επί του οικείου σήματος.

81      Το Πρωτοδικείο πάντως δεν πρέπει να υποκαταστήσει συναφώς το ΓΕΕΑ ούτε, επομένως, να αποφανθεί επί των επιχειρημάτων που η προσφεύγουσα προβάλλει σχετικά με το ζήτημα αυτό [απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Οκτωβρίου 2007, T-481/04, Advance Magazine Publishers κατά ΓΕΕΑ – Capela & Irmãos (VOGUE), δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 22].

82      Προκύπτει εντεύθεν ότι ο πέμπτος λόγος είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, κατά το μέτρο που προβάλλεται προς στήριξη ενός απαράδεκτου αιτήματος (βλ. ανωτέρω σκέψεις 19 έως 21).

83      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

84      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Okalux GmbH στα δικαστικά έξοδα.

Tiili

Dehousse

Wiszniewska-Białecka

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Ιουλίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.