Language of document : ECLI:EU:C:2015:617

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 17ης Σεπτεμβρίου 2015 (*)

«Προδικαστική παραπομπή — Δίκτυα και υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών — Οδηγίες 2002/19/ΕΚ, 2002/20/ΕΚ, 2002/21/ΕΚ, 2002/22/ΕΚ — Ελεύθερη κυκλοφορία του τερματικού εξοπλισμού των επίγειων κινητών τηλεπικοινωνιών — Οδηγία 1999/5/ΕΚ — Τέλος για τη χρήση τερματικού εξοπλισμού — Γενική άδεια ή άδεια λειτουργίας — Σύμβαση συνδρομής η οποία επέχει θέση γενικής άδειας ή άδειας λειτουργίας — Διαφοροποίηση ως προς τη μεταχείριση των χρηστών με ή χωρίς σύμβαση συνδρομής»

Στην υπόθεση C‑416/14,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε η Commissione tributaria regionale di Mestre-Venezia (περιφερειακή φορολογική αρχή του Mestre-Βενετία, Ιταλία) με απόφαση της 8ης Αυγούστου 2014, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 3 Σεπτεμβρίου 2014, στο πλαίσιο της δίκης

Fratelli De Pra SpA

SAIV SpA

κατά

Agenzia Entrate – Direzione Provinciale Ufficio Controlli Belluno,

Agenzia Entrate – Direzione Provinciale Ufficio Controlli Vicenza,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Ó Caoimh, πρόεδρο τμήματος, C. Toader και C. G. Fernlund (εισηγητή), δικαστές,

γενική εισαγγελέας: J. Kokott

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Fratelli De Pra SpA και η SAIV SpA, εκπροσωπούμενη από τους C. Toniolo, C. Basso και G. Toniolo, avvocati,

–        η Ιταλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την G. Palmieri, επικουρούμενη από τον S. Varone, avvocato dello Stato,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον G. Braga da Cruz καθώς και από τις L. Nicolae και D. Recchia,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών (ΕΕ L 91, σ. 10), ιδίως, το άρθρο 8 αυτής, της οδηγίας 2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση) (ΕΕ L 108, σ. 7), της οδηγίας 2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση) (ΕΕ L 108, σ. 21), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ L 337, σ. 37, στο εξής: οδηγία 2002/20), της οδηγίας 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία-πλαίσιο) (ΕΕ L 108, σ. 33) και της οδηγίας 2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας) (ΕΕ L 108, σ. 51), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ L 337, σ. 11, στο εξής: οδηγία 2002/22).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο διαφορών μεταξύ αφενός, της Fratelli De Pra SpA (στο εξής: De Pra) και της Agenzia Entrate – Direzione Provinciale Ufficio Controlli Belluno (φορολογική αρχή — επαρχιακή διεύθυνση του Belluno) και, αφετέρου, της SAIV SpA (στο εξής: SAIV) και της Agenzia Entrate – Direzione Provinciale Ufficio Controlli Vicenza (φορολογική αρχή — επαρχιακή διεύθυνση της Βιτσέντζα) σχετικά με την άρνηση των εν λόγω φορολογικών υπηρεσιών στις αιτήσεις επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν ως τέλος παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας (στο εξής: ΤΠΔΥ) από την De Pra και SAIV βάσει των συμβάσεων συνδρομής της υπηρεσίας κινητής τηλεφωνίας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Η οδηγία 1999/5

3        Η αιτιολογική σκέψη 32 της οδηγίας 1999/5 προβλέπει ότι «θα πρέπει να επιτρέπεται η ελεύθερη κυκλοφορία ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού που συμμορφούται με τις σχετικές βασικές απαιτήσεις· ότι η θέση σε λειτουργία του εξοπλισμού αυτού θα πρέπει να επιτρέπεται για τον σκοπό για τον οποίο προβλέπεται· ότι η θέση σε λειτουργία μπορεί να υπόκειται σε άδειες για τη χρήση του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων και την παροχή της σχετικής υπηρεσίας».

4        Το άρθρο 1, παράγραφοι 1 και 4, της οδηγίας αυτής ορίζει:

«1.      Η παρούσα οδηγία καθιερώνει κανονιστικό πλαίσιο για τη διάθεση στην αγορά, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη θέση σε λειτουργία στην Κοινότητα ραδιοεξοπλισμού και τηλεπικοινωνιακού τερματικού εξοπλισμού.

[...]

4.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται στον εξοπλισμό που αναφέρεται στο παράρτημα I.»

5        Το άρθρο 8, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας προβλέπει:

«Τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή θέτουν εμπόδια στην εμπορία και εγκατάσταση στην επικράτειά τους συσκευών με το σήμα CE [...]»

 Η οδηγία 2002/19

6        Κατά το άρθρο της 1, η οδηγία 2002/19 εναρμονίζει τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη ρυθμίζουν την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και σε συναφείς ευκολίες, καθώς και τη διασύνδεσή τους. Αφορά τις σχέσεις μεταξύ προμηθευτών δικτύων και υπηρεσιών. Θεσπίζει δικαιώματα και υποχρεώσεις για φορείς εκμετάλλευσης, καθώς και για επιχειρήσεις που επιδιώκουν διασύνδεση και/ή πρόσβαση στα δικά τους δίκτυα ή σε συναφείς ευκολίες.

 Η οδηγία 2002/20

7        Το άρθρο 2 της οδηγίας 2002/20 ορίζει τη «γενική άδεια» ως «ένα νομικό πλαίσιο που θεσπίζεται από τα κράτη μέλη και εξασφαλίζει δικαιώματα για την παροχή δικτύων ή υπηρεσιών ηλεκτρονικών [επικοινωνιών] και θεσπίζει ειδικές υποχρεώσεις ανά τομέα που είναι δυνατόν να εφαρμόζονται σε όλους ή συγκεκριμένους τύπους δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών [επικοινωνιών], σύμφωνα με την παρούσα οδηγία.».

8        Το άρθρο 12 της οδηγίας αυτής, με τίτλο «Διοικητικές επιβαρύνσεις», ορίζει στην παράγραφό του 1, στοιχείο α΄:

«Κάθε διοικητική επιβάρυνση που επιβάλλεται στις επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν δίκτυο ή υπηρεσία βάσει γενικής άδειας ή στις οποίες έχει χορηγηθεί δικαίωμα χρήσης:

α)      συνολικά, καλύπτει μόνον τις διοικητικές δαπάνες που θα προκύψουν από τη διαχείριση, τον έλεγχο και την επιβολή του συστήματος γενικών αδειών και των δικαιωμάτων χρήσης και των ειδικών υποχρεώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, οι οποίες μπορούν να περιλαμβάνουν δαπάνες για διεθνή συνεργασία, εναρμόνιση και τυποποίηση, ανάλυση αγοράς, παρακολούθηση της συμμόρφωσης και άλλους ελέγχους της αγοράς, καθώς και κανονιστικές εργασίες που περιλαμβάνουν την εκπόνηση και την επιβολή παράγωγου δικαίου και διοικητικών αποφάσεων, όπως αποφάσεων για την πρόσβαση και τη διασύνδεση, [...]»

 Η οδηγία 2002/22

9        Κατά το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η οδηγία 2002/22 αφορά την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στους τελικούς χρήστες. Σκοπός της είναι, μεταξύ άλλων, να εξασφαλισθεί η διάθεση, σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών καλής ποιότητας.

10      Σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 2, όσον αφορά την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας μέσα σε ένα περιβάλλον ανοικτών και ανταγωνιστικών αγορών, η οδηγία 2002/22 ορίζει τη στοιχειώδη δέσμη υπηρεσιών καθορισμένης ποιότητας στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι τελικοί χρήστες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εθνικών συνθηκών, σε προσιτή τιμή και χωρίς στρέβλωση του ανταγωνισμού.

11      Το άρθρο 20 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Συμβάσεις», προβλέπει στην παράγραφο 1:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι όταν οι καταναλωτές και άλλοι τελικοί χρήστες είναι συνδρομητές υπηρεσιών παροχής σύνδεσης σε δημόσιο δίκτυο επικοινωνιών ή/και διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εφόσον το ζητήσουν, έχουν δικαίωμα για σύμβαση με επιχείρηση ή επιχειρήσεις που παρέχουν τη σύνδεση ή/και τις υπηρεσίες αυτές. Στη σύμβαση αναφέρονται με σαφή, συνολική και ευκόλως προσβάσιμη μορφή τουλάχιστον:

[...]»

12      Μεταξύ των διαλαμβανόμενων στο άρθρο 20, παράγραφος 1, στοιχείων περιλαμβάνονται τα στοιχεία και η διεύθυνση της επιχείρησης, οι παρεχόμενες υπηρεσίες, οι λεπτομέρειες των τιμών και των τιμολογίων, η διάρκεια της σύμβασης και οι όροι για την ανανέωση και την καταγγελία των υπηρεσιών και της σύμβασης.

 Το ιταλικό δίκαιο

13      Το άρθρο 1 του διατάγματος 641 του Προέδρου της Δημοκρατίας περί ρυθμίσεως των τελών παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας (decreto del Presidente della Repubblica n. 641, disciplina delle tasse sulle concessioni governative), της 26ης Οκτωβρίου 1972 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 292, της 11ης Νοεμβρίου 1972, στο εξής: προεδρικό διάταγμα 641/1972), ορίζει:

«Οι διοικητικές πράξεις και οι λοιπές πράξεις που αναγράφονται στον συνημμένο πίνακα υπόκεινται σε τέλος παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας [στο εξής: ΤΠΔΥ] στο μέτρο και σύμφωνα με τις λεπτομέρειες που ορίζονται στο εν λόγω παράρτημα.»

14      Το άρθρο 21 του πίνακα τελών που προσαρτάται στο προεδρικό διάταγμα 641/1972, ως ίσχυε στις διαφορές της κύριας δίκης (στο εξής: συνημμένος πίνακας τελών), προβλέπει ότι υπόκειται σε ΤΠΔΥ κάθε «άδεια ή [κάθε] έγγραφο επέχον θέση άδειας που χορηγείται για τη χρήση τερματικoύ εξοπλισμού δημόσιας επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας για κάθε μήνα χρήσεως».

15      Σύμφωνα με την υποσημείωση 1 του άρθρου 21:

«Το τέλος οφείλεται βάσει των μηνών χρήσεως που αναγράφονται σε κάθε λογαριασμό, μαζί με τη συνδρομή.»

16      Το άρθρο 3 της υπουργικής αποφάσεως 33/90 σχετικά με την επίγεια υπηρεσία κινητής ραδιοεπικοινωνίας ορίζει:

«Ο συνδρομητής έχει την ευχέρεια να μεριμνά ο ίδιος ή να απευθύνεται στην αντιπροσωπεία της SIP [Società italiana per l’esercizio telefonico, ιταλικής εταιρίας τηλεφωνίας] για την αγορά και συντήρηση του τερματικού εξοπλισμού χρήστη. Στην αντιπροσωπεία της SIP απόκειται να μεριμνήσει για τη χορήγηση στον χρήστη του εγγράφου που βεβαιώνει την ιδιότητά του ως συνδρομητή της υπηρεσίας. Το εν λόγω έγγραφο, το οποίο από κάθε άποψη επέχει θέση άδειας ραδιοσταθμού, πρέπει να περιέχει τα στοιχεία του είδους του τερματικού εξοπλισμού και της σχετικής εγκρίσεως και πρέπει να επιδεικνύεται από τον συνδρομητή στη δημόσια αρχή σε περίπτωση που του ζητηθεί».

17      Το άρθρο 8 του νομοθετικού διατάγματος 269/2001, περί μεταφοράς της οδηγίας 1999/5 στην εσωτερική έννομη τάξη, έχει ως εξής:

«Δεν απαγορεύεται, περιορίζεται ή παρεμποδίζεται η εμπορία και εγκατάσταση συσκευών με το σήμα CE που δηλώνει τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος διατάγματος.»

18      Το άρθρο 160 του νομοθετικού διατάγματος 259, για τη θέσπιση του κώδικα ηλεκτρονικών επικοινωνιών (decreto legislativo n. 259 — Codice delle comunicazioni elettroniche), της 1ης Αυγούστου 2003 (τακτικό συμπλήρωμα GURI αριθ. 214, της 15ης Σεπτεμβρίου 2003), έχει ως εξής:

«1.      Σε κάθε επιμέρους ραδιοσταθμό ο οποίος έχει λάβει γενική άδεια πρέπει να τηρείται η κατάλληλη άδεια λειτουργίας που εκδίδεται από το Υπουργείο.

2.      Για τους σταθμούς λήψεως της υπηρεσίας ραδιοεκπομπών το έγγραφο συνδρομής επέχει θέση άδειας.»

19      Το άρθρο 2, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 4/2014, που κυρώθηκε με τον νόμο 50/2014, προβλέπει:

«Για τους σκοπούς του άρθρου 21 του πίνακα τελών που προσαρτάται στο [προεδρικό διάταγμα 641/1972], οι διατάξεις του άρθρου 160 του νομοθετικού διατάγματος [259/2003], ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι ως ραδιοσταθμός νοείται επίσης ο τερματικός εξοπλισμός της υπηρεσίας επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας.»

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

20      Οι De Pra και SAIV ζήτησαν, αντιστοίχως, από τη φορολογική αρχή — περιφερειακή διεύθυνση του Belluno και τη φορολογική αρχή —περιφερειακή διεύθυνση της Βιτσέντζα την επιστροφή των ποσών που καταβλήθηκαν ως ΤΠΔΥ. Λόγω της αρνήσεως των φορολογικών αυτών υπηρεσιών, άσκησαν προσφυγές ενώπιον της περιφερειακής φορολογικής επιτροπής του Mestre-Βενετίας.

21      Προς στήριξη των προσφυγών αυτών, οι De Pra και SAIV υποστηρίζουν ότι η αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και θέσεως σε λειτουργία των τερματικών συσκευών που κατοχυρώνει η οδηγία 1999/5 είναι ασύμβατη με διοικητικό μέτρο όπως η γενική άδεια ή η άδεια λειτουργίας που προβλέπει η ιταλική κανονιστική ρύθμιση. Επειδή φρονούν ότι το ΤΠΔΥ πρέπει να θεωρηθεί ως φόρος, εκτιμούν ότι, ελλείψει της γενεσιουργού αιτίας του, δικαιούνται επιστροφής των ποσών που καταβλήθηκαν ως ΤΠΔΥ.

22      Καίτοι το αιτούν δικαστήριο παραθέτει στην απόφασή του περί παραπομπής τις διατάξεις Agricola Esposito (C‑492/09, EU:C:2010:766) και Umbra Packaging (C‑355/13, EU:C:2013:867), οι οποίες αφορούν επιβάρυνση όπως το ΤΠΔΥ, κρίνει εντούτοις ότι μετά τη δημοσίευση των διατάξεων αυτών προέκυψαν νέα στοιχεία βάσει των οποίων δεν μπορεί να κρίνει τις διαφορές των οποίων επιλήφθηκε. Αναφέρει συναφώς τα εξής τρία στοιχεία.

23      Πρώτον, το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε, στις διατάξεις αυτές, για τη συμβατότητα επιβαρύνσεως, όπως το ΤΠΔΥ, με την οδηγία 1999/5.

24      Δεύτερον, το ιταλικό κράτος εξέδωσε το άρθρο 2, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 4/2014, που κυρώθηκε με τον νόμο 50/2014, μετά τις εν λόγω διατάξεις.

25      Τρίτον, η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου [Corte suprema di cassazione], με απόφαση της 2ας Μαΐου 2014, και άρα μετά τις διατάξεις αυτές, έκρινε ότι η οδηγία 1999/5 δεν υπερισχύει των οδηγιών 2002/19, 2002/20, 2002/21 και 2002/22 (στο εξής από κοινού: οδηγίες περί δικτύων), τις οποίες παραθέτουν οι De Pra και SAIV και, κατά συνέπεια, απαιτείται γενική άδεια ή άδεια λειτουργίας κατά την έννοια της οδηγίας 2002/20 για τη χρήση των οικείων τερματικών εξοπλισμών.

26      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Commissione tributaria regionale di Mestre-Venezia αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι, όσον αφορά τον τερματικό εξοπλισμό για την υπηρεσία επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας, συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο (την οδηγία 1999/5, καθώς και τις [οδηγίες περί δικτύων]) η εθνική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στις συνδυασμένες διατάξεις:

–        του άρθρου 2, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 4/2014, που κυρώθηκε με τον νόμο 50/2014·

–        του άρθρου 160 του νομοθετικού διατάγματος 259/2003·

–        του άρθρου 21 του [συνημμένου πίνακα τελών]·

και η οποία, εξομοιώνοντας τον τερματικό εξοπλισμό με τους ραδιοσταθμούς, προβλέπει για τον χρήστη τη λήψη γενικής άδειας καθώς και την έκδοση άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού, η οποία ισχύει ως προϋπόθεση για την επιβολή επιβαρύνσεως;

Και επομένως, όσον αφορά ειδικά τη χρήση του τερματικού εξοπλισμού, συνάδει με το κοινοτικό δίκαιο η απαίτηση του ιταλικού κράτους να προβλέπεται εις βάρος του χρήστη η λήψη γενικής άδειας και άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού, όταν η εμπορία, η ελεύθερη κυκλοφορία και η εγκατάσταση του τερματικού εξοπλισμού ήδη διέπονται πλήρως από κοινοτικά νομοθετήματα (οδηγία 1999/5), χωρίς καμία πρόβλεψη γενικής άδειας και/ή άδειας λειτουργίας;

Και η γενική άδεια και η άδεια λειτουργίας προβλέπονται από την εθνική ρύθμιση:

–        μολονότι η γενική άδεια είναι μέτρο που δεν αφορά τον χρήστη του τερματικού εξοπλισμού, αλλά μόνο τις επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται για την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (άρθρα 1, 2 και 3 της οδηγίας 2002/20)·

–        μολονότι η άδεια προβλέπεται για τα επιμέρους δικαιώματα χρήσεως ραδιοσυχνοτήτων και για τα δικαιώματα χρήσεως των αριθμών, καταστάσεις που ασφαλώς δεν έχουν σχέση με τη χρήση του τερματικού εξοπλισμού·

–        μολονότι η κοινοτική ρύθμιση δεν προβλέπει καμία υποχρέωση λήψεως γενικής άδειας ή την έκδοση άδειας λειτουργίας για τον τερματικό εξοπλισμό·

–        μολονότι το άρθρο 8 της οδηγίας 1999/5 ορίζει ότι τα κράτη μέλη “δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή θέτουν εμπόδια στην εμπορία και εγκατάσταση στην επικράτειά τους συσκευών με το σήμα CE”· και

–        παρά την ουσιαστική και κανονιστική διαφορά και την ανομοιογένεια μεταξύ ραδιοσταθμού και τερματικού εξοπλισμού για την υπηρεσία επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας;

2)      Είναι συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο (την οδηγία 1999/5 και την οδηγία 2002/20, και ειδικότερα το άρθρο 20) η εθνική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στις συνδυασμένες διατάξεις:

–        του άρθρου 2, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 4/2014, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 50/2014·

–        του άρθρου 160 του νομοθετικού διατάγματος 259/2003·

–        του άρθρου 21 του [συνημμένου πίνακα τελών]·

–        του άρθρου 3 της υπουργικής αποφάσεως 33/1990,

βάσει της οποίας

–        η κατά το άρθρο 20 της οδηγίας 2002/22 σύμβαση —η οποία συνάπτεται μεταξύ του διαχειριστή και του χρήστη για τη ρύθμιση των εμπορικών σχέσεων των καταναλωτών και των τελικών χρηστών με μία ή περισσότερες επιχειρήσεις που παρέχουν τη σύνδεση και τις συναφείς υπηρεσίες— μπορεί να ισχύσει “αυτή καθ’ εαυτήν” επίσης ως έγγραφο υποκαταστάσεως της γενικής άδειας και/ή της άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού, χωρίς καμία παρέμβαση ή ενέργεια ή έλεγχο από τη δημόσια διοίκηση·

–        η σύμβαση πρέπει να περιέχει επίσης τα στοιχεία του τύπου του τερματικού εξοπλισμού και τη σχετική έγκριση (που δεν προβλέπεται βάσει του άρθρου 8 της οδηγίας 1999/5);

3)      Είναι συμβατές με το κατά τα ανωτέρω κοινοτικό δίκαιο οι διατάξεις που περιλαμβάνονται στον συνδυασμό του άρθρου 2, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 4/2014, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 50/2014, 160 του νομοθετικού διατάγματος 259/2003 και του άρθρου 21 του [συνημμένου πίνακα τελών], τα οποία προβλέπουν την υποχρέωση λήψεως γενικής άδειας και στη συνέχεια άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού για μία μόνο ειδική κατηγορία χρηστών, κατόχων συμβάσεως που τυπικά αποκαλείται “συνδρομή”, ενώ ουδεμία γενική άδεια ή άδεια λειτουργίας προβλέπεται για τους χρήστες υπηρεσιών ηλεκτρονικής επικοινωνίας βάσει της συμβάσεως απλώς και μόνο για τον λόγο ότι αυτή αποκαλείται διαφορετικά (ήτοι, προπληρωμένη υπηρεσία ή υπηρεσία επαναφορτίσεως);

4)      Αντιτίθεται το άρθρο 8 της οδηγίας 1999/5 σε εθνική ρύθμιση όπως αυτή που προκύπτει από τον συνδυασμό του άρθρου 2, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 4/2014, η οποία κυρώθηκε με τον νόμο 50/2014, καθώς και του άρθρου 160 του νομοθετικού διατάγματος 259/2003 και του άρθρου 21 του [συνημμένου πίνακα τελών], η οποία προβλέπει:

–        διοικητική δραστηριότητα που αποβλέπει στην έκδοση της γενικής άδειας και της άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού,

–        την καταβολή τέλους [παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας] όσον αφορά τις δραστηριότητες αυτές,

εφόσον πρόκειται για συμπεριφορές που μπορούν να αποτελέσουν περιορισμό της εγκαταστάσεως, της χρήσεως και της ελεύθερης κυκλοφορίας του τερματικού εξοπλισμού;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

27      Με τα τρία πρώτα ερωτήματα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τη συμβατότητα της ιταλικής νομοθεσίας με τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης. Υπενθυμίζεται, εντούτοις, ότι το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο να αποφαίνεται, στο πλαίσιο προδικαστικής παραπομπής, επί της συμβατότητας διατάξεων του εθνικού δικαίου τους με εν λόγω κανόνες. Αντιθέτως, το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο όλα τα σχετικά με το δίκαιο αυτό ερμηνευτικά στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που θα επιτρέψουν στο εν λόγω δικαστήριο να εκτιμήσει την εν λόγω συμβατότητα προκειμένου να εκδώσει απόφαση στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί (βλ. απόφαση Transportes Urbanos y Servicios Generales, C‑118/08, EU:C:2010:39, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και διάταξη Agricola Esposito, C‑492/09, EU:C:2010:766, σκέψη 19).

 Επί του πρώτου και του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος

28      Με το πρώτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία αρμόζει να εξετασθούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί, αν η οδηγία 1999/5, ειδικότερα το άρθρο της 8, και οι οδηγίες περί δικτύων έχουν την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση για την επιβολή φορολογικής επιβαρύνσεως, όπως το ΤΠΔΥ, δυνάμει της οποίας η χρήση τερματικού εξοπλισμού επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας, στο πλαίσιο συμβάσεως συνδρομής, υπόκειται σε γενική άδεια ή άδεια λειτουργίας καθώς και στην καταβολή της επιβαρύνσεως αυτής.

29      Το Δικαστήριο έκρινε ήδη, στη διάταξη Agricola Esposito (C‑492/09, EU:C:2010:766), ότι δύο από τις οδηγίες περί δικτύων, ήτοι οι οδηγίες 2002/20 και 2002/21, δεν αντιτίθενται σε επιβάρυνση όπως το ΤΠΔΥ. Επιβεβαίωσε την ανάλυση αυτή όσον αφορά την οδηγία 2002/20 στη διάταξη Umbra Packaging (C‑355/13, EU:C:2013:867).

30      Στην υπό κρίση υπόθεση, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η οδηγία 1999/5 καθώς και οι οδηγίες περί δικτύων αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση, όπως αυτή η οποία θεσπίζει το ΤΠΔΥ, τονίζοντας συναφώς ότι η ρύθμιση αυτή δεν προβλέπει μόνον την υποχρέωση καταβολής του ΤΠΔΥ, αλλά κυρίως τη χορήγηση άδειας από τη διοίκηση. Αναφέρει επίσης προβαλλόμενες τροποποιήσεις του ιταλικού δικαίου σε σχέση με την κατάσταση που υφίστατο κατά τον χρόνο δημοσιεύσεως των διατάξεων αυτών.

31      Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι οι τροποποιήσεις αυτές, οι οποίες εκτίθενται στις σκέψεις 24 και 25 της υπό κρίση αποφάσεως, σχετικά με τη θέσπιση του άρθρου 2, παράγραφος 4, της πράξεως νομοθετικού περιεχομένου 4/2014, που κυρώθηκε με τον νόμο 50/2014, καθώς και με τη δημοσίευση αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν ασκούν επιρροή στην ερμηνεία των οδηγιών 2002/20 και 2002/21 στην οποία προέβη το Δικαστήριο στις εν λόγω διατάξεις.

32      Συγκεκριμένα, από τις πληροφορίες που προσκόμισε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει ότι οι τροποποιήσεις της ιταλικής νομοθεσίας τις οποίες αναφέρει αφορούν την ερμηνεία της υφιστάμενης κανονιστικής ρυθμίσεως και δεν προσθέτουν καμία νέα υποχρέωση.

 Επί της οδηγίας 1999/5

33      Σύμφωνα με την αιτιολογική της σκέψη 32, η οδηγία 1999/5 έχει ως σκοπό τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας, μεταξύ άλλων, του τερματικού εξοπλισμού των επίγειων κινητών τηλεπικοινωνιών που συμμορφούται με ορισμένες βασικές απαιτήσεις οι οποίες καθορίζονται στην οδηγία αυτή. Σύμφωνα με το άρθρο της 1, η εν λόγω οδηγία καθιερώνει επομένως κανονιστικό πλαίσιο για τη διάθεση στην αγορά, την ελεύθερη κυκλοφορία και τη θέση σε λειτουργία στην Ένωση, μεταξύ άλλων, του εξοπλισμού αυτού. Το άρθρο 8 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ελεύθερη κυκλοφορία συσκευών», διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη δεν απαγορεύουν, περιορίζουν ή θέτουν εμπόδια στην εμπορία και εγκατάσταση στην επικράτειά τους συσκευών με το σήμα CE που αναφέρεται στο παράρτημα VII, το οποίο δηλώνει τη συμμόρφωσή τους προς όλες τις διατάξεις της οδηγίας 1999/5.

34      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η προϋπόθεση χορηγήσεως άδειας και καταβολής τέλους, όπως του προβλεπόμενου με την κανονιστική ρύθμιση της κύριας δίκης, δημιουργεί εμπόδια αντίθετα προς την οδηγία αυτή και, μεταξύ άλλων, προς το άρθρο της 8.

35      Όσον αφορά την ύπαρξη υποχρεώσεως του τελικού καταναλωτή να λάβει άδεια, επισημαίνεται ότι, κατά το αιτούν δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι η σύμβαση συνδρομής την οποία προτείνει ο έχων την εκμετάλλευση του τηλεφωνικού δικτύου είναι ο νομικός τίτλος βάσει του οποίου ο καταναλωτής αυτός μπορεί να χρησιμοποιεί τον τερματικό εξοπλισμό και υποκαθιστά πλήρως την άδεια που αποκαλείται «άδεια λειτουργίας ραδιοσταθμού». Από το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι η σύμβαση αυτή μπορεί να ισχύει, αυτή καθ’ εαυτήν, ως έγγραφο επέχον θέση γενικής άδειας ή/και άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού, χωρίς καμία παρέμβαση, ενέργεια ή έλεγχο από τη δημόσια διοίκηση.

36      Με τις γραπτές παρατηρήσεις τους, οι De Pra και SAIV επισήμαναν υπό το ίδιο πνεύμα ότι ο εθνικός νομοθέτης δημιούργησε ένα πλάσμα δικαίου με μοναδικό σκοπό τη διατήρηση μιας γενεσιουργού αιτίας για την είσπραξη του ΤΠΔΥ κατά τη σύναψη συμβάσεων συνδρομής σε υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας. Τονίζουν ότι η δημόσια διοίκηση δεν προέβη συναφώς σε καμία ιδιαίτερη ενέργεια.

37      Επομένως, φαίνεται ότι δεν απαιτείται καμία έγκριση ούτε κάποιο έγγραφο από τη διοίκηση, εφόσον η σύμβαση συνδρομής επέχει θέση άδειας ή άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού και αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία του ΤΠΔΥ.

38      Εάν πρόκειται περί αυτού, όπερ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση δεν επιβάλει καμία παρέμβαση της δημόσιας διοικήσεως δυνάμενη να παρακωλύσει την ελεύθερη κυκλοφορία των εξοπλισμών αυτών και να θίξει την οδηγία 1999/5.

39      Στη συνέχεια, όσον αφορά την επιβολή επιβαρύνσεως όπως το ΤΠΔΥ, το τέλος αυτό δεν επιβάλλεται στον τερματικό εξοπλισμό των επίγειων κινητών τηλεπικοινωνιών, αλλά στις συμβάσεις συνδρομής οι οποίες συνάπτονται για τη χρήση των εξοπλισμών αυτών. Διαπιστώνεται ότι η φορολογική αυτή επιβάρυνση δεν εμποδίζει την πώληση του εν λόγω τερματικού εξοπλισμού, ο οποίος μπορεί να πωλείται χωρίς την υποχρέωση συνάψεως συμβάσεως συνδρομής στην Ιταλία και, εν πάση περιπτώσει, δεν επιβάλλεται ούτε σε τερματικούς εξοπλισμούς καταγωγής άλλων κρατών μελών, οπότε δεν συνιστά εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των εξοπλισμών αυτών.

 Επί των οδηγιών περί δικτύων

40      Πρώτον, όσον αφορά τις οδηγίες 2002/20 και 2002/21, υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι το Δικαστήριο έκρινε ήδη ότι δεν εφαρμόζονται σε επιβάρυνση όπως το ΤΠΔΥ, το οποίο αφορά τη χρήση του τερματικού εξοπλισμού των επίγειων κινητών ραδιοεπικοινωνιών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έκρινε ότι η επιβάρυνση αυτή δεν έχει, ως βάση επιβολής, την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών και η ιδιωτική χρήση υπηρεσίας κινητής τηλεφωνίας από συνδρομητή δεν προϋποθέτει την παροχή δικτύου ή υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατά την έννοια της οδηγίας 2002/20 (διάταξη Agricola Esposito, C‑492/09, EU:C:2010:766, σκέψη 35). Εξάλλου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η οδηγία 2002/21 δεν καλύπτει τον εξοπλισμό που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 1999/5 η οποία αφορά τη χρήση τερματικού εξοπλισμού τηλεπικοινωνιών για ιδιωτική χρήση, στον οποίο εμπίπτουν τα κινητά τηλέφωνα (διάταξη Agricola Esposito, C‑492/09, EU:C:2010:766, σκέψη 42).

41      Επιπλέον, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα των De Pra και SAIV ότι επιβάρυνση όπως το ΤΠΔΥ προσκρούει στο άρθρο 12 της οδηγίας 2000/20 καθόσον δεν είναι διοικητική επιβάρυνση ανταποδοτικού χαρακτήρα με σκοπό την κάλυψη μόνον των διοικητικών δαπανών χορήγησης, διαχείρισης, ελέγχου και εκτέλεσης του εφαρμοστέου συστήματος γενικών αδειών. Συγκεκριμένα, το Δικαστήριο έχει προηγουμένως κρίνει ότι επιβάρυνση της οποίας η γενεσιουργός αιτία δεν συνδέεται με τη διαδικασία χορηγήσεως γενικής άδειας που καθιστά δυνατή την πρόσβαση στην αγορά υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, αλλά σχετίζεται με τη χρήση των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας που προσφέρουν οι πάροχοι και η οποία εν τέλει βαρύνει τον χρήστη των υπηρεσιών αυτών δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12 (βλ. απόφαση Vodafone Malta και Mobisle Communications, C‑71/12, EU:C:2013:431, σκέψεις 25 καθώς και 29).

42      Τέλος, όσον αφορά την υποχρέωση λήψεως γενικής άδειας η οποία δεν προβλέπεται από την οδηγία 2002/20 και μπορεί να προσκρούει σε αυτήν, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 35 έως 37 της παρούσας αποφάσεως, γενική άδεια, όπως αυτή της κύριας δίκης, την οποία υποκαθιστά η σύμβαση συνδρομής, αποσκοπεί μόνον να χρησιμεύσει ως γενεσιουργός αιτία του ΤΠΔΥ. Επομένως, δεν έχει σκοπό να επιτρέψει την παροχή υπηρεσιών δικτύων και δεν προσκρούει στις απορρέουσες από την οδηγία αυτή υποχρεώσεις.

43      Δεύτερον, όσον αφορά τις οδηγίες 2002/19 και 2002/22, διαπιστώνεται ότι, βάσει του άρθρου 1, η οδηγία 2002/19 εναρμονίζει την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και σε συναφείς ευκολίες, καθώς και τη διασύνδεσή τους. Αφορά τη σχέση μεταξύ προμηθευτών δικτύων και όχι τη χρήση συσκευών κινητής τηλεφωνίας από τους τελικούς χρήστες.

44      Η οδηγία 2002/22 αφορά, σύμφωνα με το άρθρο της 1, την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στους τελικούς χρήστες. Σκοπός της είναι να εξασφαλισθεί η διάθεση, σε ολόκληρη την Ένωση, διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών καλής ποιότητας. Όσον αφορά την εξασφάλιση της παροχής καθολικής υπηρεσίας ορίζει τη στοιχειώδη δέσμη υπηρεσιών καθορισμένης ποιότητας στις οποίες έχουν πρόσβαση όλοι οι τελικοί χρήστες, λαμβανομένων υπόψη των ειδικών εθνικών συνθηκών, σε προσιτή τιμή και χωρίς στρέβλωση του ανταγωνισμού.

45      Η οδηγία αυτή προβλέπει επίσης τις ελάχιστες προδιαγραφές και δεν απαγορεύει την εφαρμογή άλλων μέτρων, μεταξύ άλλων φορολογικού χαρακτήρα, τα οποία δεν ασκούν επιρροή στις προδιαγραφές αυτές.

46      Κατά συνέπεια, στο πρώτο και τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 1999/5, ιδίως, το άρθρο 8 αυτής, και οι οδηγίες περί δικτύων έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση σχετικά με την επιβολή επιβαρύνσεως, όπως το ΤΠΔΥ, βάσει της οποίας η χρήση του τερματικού εξοπλισμού των επίγειων κινητών τηλεπικοινωνιών, στο πλαίσιο συμβάσεως συνδρομής, υπόκειται σε γενική άδεια ή σε άδεια λειτουργίας καθώς και στην καταβολή του τέλους αυτού, καθόσον η σύμβαση συνδρομής επέχει, αυτή καθ’ εαυτήν, θέση άδειας λειτουργίας ή γενικής άδειας και, επομένως, δεν απαιτείται συναφώς καμία παρέμβαση της δημόσιας διοικήσεως.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

47      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 20 της οδηγίας 2002/22 και το άρθρο 8 της οδηγίας 1999/5 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου περί επιβολής επιβαρύνσεως όπως το ΤΠΔΥ, αντιτίθενται στην υποκατάσταση της γενικής άδειας ή άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού από τη σύμβαση συνδρομής σε υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας η οποία, εξάλλου, πρέπει να διευκρινίζει το είδος του οικείου τερματικού εξοπλισμού και τη σχετική έγκριση.

48      Καταρχάς, όσον αφορά την υποκατάσταση της γενικής άδειας ή άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού από την εν λόγω σύμβαση συνδρομής, για την επιβολή επιβαρύνσεως όπως το ΤΠΔΥ, αρκεί η υπενθύμιση ότι η οδηγία 2002/22 αφορά την παροχή δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στους τελικούς χρήστες και δεν ρυθμίζει την επιβολή επιβαρύνσεως όπως το τέλος της κύριας δίκης. Επομένως, η οδηγία αυτή δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους του εθνικού νομοθέτη θέσπιση της συναπτόμενης μεταξύ του παρόχου των υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας και του χρήστη του τερματικού εξοπλισμού συμβάσεως συνδρομής ως γενεσιουργού αιτίας του τέλους αυτού και στην υποκατάσταση της γενικής άδειας που το αφορά από την εν λόγω σύμβαση.

49      Στη συνέχεια, όσον αφορά το περιεχόμενο της εν λόγω συμβάσεως συνδρομής, το άρθρο 20 της οδηγίας 2002/22 διευκρινίζει τα στοιχεία που πρέπει «τουλάχιστον» να περιλαμβάνει η σύμβαση αυτή.

50      Επομένως, από το γράμμα του άρθρου 20 προκύπτει ότι το άρθρο αυτό δεν αντιτίθεται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση προβλέπουσα ότι οι συμβάσεις συνδρομής σε υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας πρέπει να περιλαμβάνουν, εκτός από τα στοιχεία που επιβάλλει η οδηγία 2002/22, και άλλα στοιχεία όπως το είδος του επίμαχου τερματικού εξοπλισμού και τη σχετική έγκριση. Συνεπώς, ούτε τα συμπληρωματικά αυτά στοιχεία αποτελούν εμπόδιο στην ελεύθερη κυκλοφορία των επίμαχων εξοπλισμών, αντίθετο προς το άρθρο 8 της οδηγίας 1999/5.

51      Κατά συνέπεια, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 20 της οδηγίας 2002/22 και το άρθρο 8 της οδηγίας 1999/5 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου περί επιβολής επιβαρύνσεως όπως το ΤΠΔΥ, δεν αντιτίθενται στην υποκατάσταση γενικής άδειας ή άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού από σύμβαση συνδρομής σε υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας, η οποία εξάλλου πρέπει να διευκρινίζει το είδος του οικείου τερματικού εξοπλισμού και τη σχετική έγκριση.

 Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

52      Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει από την οδηγία 1999/5, τις οδηγίες περί δικτύων και το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε διαφορετική μεταχείριση των χρηστών τερματικού εξοπλισμού επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας, αναλόγως του αν συνάπτουν σύμβαση συνδρομής σε υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας ή αγοράζουν τις υπηρεσίες αυτές υπό μορφή προπληρωμένων τυχόν επαναφορτιζόμενων καρτών, δυνάμει της οποίας μόνον οι πρώτοι υπόκεινται σε κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή που θεσπίζει το ΤΠΔΥ.

53      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 20 του Χάρτη προβλέπει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι έναντι του νόμου. Εντούτοις, κατά το άρθρο 51, οι διατάξεις του Χάρτη απευθύνονται στα κράτη μέλη, μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την απάντηση που δόθηκε στο πρώτο και στο τέταρτο ερώτημα, εφόσον οι οδηγίες περί δικτύων και η οδηγία 1999/5 δεν ρυθμίζουν την επιβολή επιβαρύνσεως όπως αυτή της κύριας δίκης και από την υποβληθείσα ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία δεν προκύπτει ότι η εν λόγω κανονιστική ρύθμιση εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, δεν πρέπει να εφαρμοσθεί η διάταξη αυτή στην εν λόγω κανονιστική ρύθμιση.

54      Εξάλλου, καθόσον το ερώτημα αυτό αφορά την εφαρμογή μόνον στους συνδρομητές υπηρεσίας κινητής τηλεφωνίας κανόνα προβλέποντος άδεια της διοικήσεως, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της παρούσας αποφάσεως, στην πράξη, δεν απαιτείται προφανώς καμία παρέμβαση της διοικήσεως, εφόσον η σύμβαση συνδρομής επέχει, αυτή καθ’ εαυτήν, θέση άδειας.

55      Επομένως, στο τρίτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, σε περίπτωση όπως αυτή των υποθέσεων της κύριας δίκης, το δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει από την οδηγία 1999/5, τις οδηγίες περί δικτύων και το άρθρο 20 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διαφορετική μεταχείριση των χρηστών τερματικού εξοπλισμού επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας, αναλόγως του αν συνάπτουν σύμβαση συνδρομής σε υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας ή αγοράζουν τις υπηρεσίες αυτές υπό μορφή προπληρωμένων τυχόν επαναφορτιζόμενων καρτών, δυνάμει της οποίας μόνον οι πρώτοι υπόκεινται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή η οποία θεσπίζει το ΤΠΔΥ.

 Επί των δικαστικών εξόδων

56      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Οι οδηγίες:

–        1999/5/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 1999, σχετικά με τον ραδιοεξοπλισμό και τον τηλεπικοινωνιακό τερματικό εξοπλισμό και την αμοιβαία αναγνώριση της πιστότητας των εξοπλισμών αυτών, ιδίως, το άρθρο 8 αυτής,

–        2002/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με την πρόσβαση σε δίκτυα ηλεκτρονικών επικοινωνιών και συναφείς ευκολίες, καθώς και με τη διασύνδεσή τους (οδηγία για την πρόσβαση),

–        2002/20/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την αδειοδότηση δικτύων και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την αδειοδότηση), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009,

–        2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία‑πλαίσιο), και

–        2002/22/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, για την καθολική υπηρεσία και τα δικαιώματα των χρηστών όσον αφορά δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία καθολικής υπηρεσίας), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009,

έχουν την έννοια ότι δεν αντιτίθενται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση σχετικά με την επιβολή επιβαρύνσεως, όπως το τέλος παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας, βάσει της οποίας η χρήση του τερματικού εξοπλισμού των επίγειων κινητών τηλεπικοινωνιών, στο πλαίσιο συμβάσεως συνδρομής, υπόκειται σε γενική άδεια ή σε άδεια λειτουργίας καθώς και στην καταβολή του τέλους αυτού, καθόσον η σύμβαση συνδρομής επέχει, αυτή καθ’ εαυτήν, θέση άδειας λειτουργίας ή γενικής άδειας και, επομένως, δεν απαιτείται συναφώς καμία παρέμβαση της δημόσιας διοικήσεως.

2)      Το άρθρο 20 της οδηγίας 2002/22, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136, και το άρθρο 8 της οδηγίας 1999/5 έχουν την έννοια ότι, προκειμένου περί επιβολής επιβαρύνσεως όπως το τέλος παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας, δεν αντιτίθενται στην υποκατάσταση γενικής άδειας ή άδειας λειτουργίας ραδιοσταθμού από σύμβαση συνδρομής σε υπηρεσία κινητής τηλεφωνίας, η οποία εξάλλου πρέπει να διευκρινίζει το είδος του οικείου τερματικού εξοπλισμού και τη σχετική έγκριση.

3)      Σε περίπτωση όπως αυτή των υποθέσεων της κύριας δίκης, το δίκαιο της Ένωσης, όπως προκύπτει από τις οδηγίες 1999/5, 2002/19, 2002/20, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/140, 2002/21 και 2002/22, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136 και το άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε διαφορετική μεταχείριση των χρηστών τερματικού εξοπλισμού επίγειας κινητής ραδιοεπικοινωνίας, αναλόγως του αν συνάπτουν σύμβαση συνδρομής σε υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας ή αγοράζουν τις υπηρεσίες αυτές υπό μορφή προπληρωμένων τυχόν επαναφορτιζόμενων καρτών, δυνάμει της οποίας μόνον οι πρώτοι υπόκεινται σε εθνική κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή η οποία θεσπίζει το τέλος παραχωρήσεως δημόσιας υπηρεσίας.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.