Language of document : ECLI:EU:T:2009:318

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 9ης Σεπτεμβρίου 2009 (*)

«Δημόσιες συμβάσεις παροχής υπηρεσιών – Κοινοτική διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών – Ασφάλεια και επιτήρηση των κτιρίων της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο – Απόρριψη προσφοράς – Ίση μεταχείριση – Πρόσβαση στα έγγραφα – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Μεταβίβαση επιχειρήσεως – Αγωγή αποζημιώσεως»

Στην υπόθεση T‑437/05,

Brink’s Security Λουξεμβούργο SA, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους C. Point και G. Dauphin, δικηγόρους,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους E. Manhaeve, M. Šimerdová και K. Mojzesowicz, επικουρούμενοι από τον J. Stuyck, δικηγόρο,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

G4S Security Services SA, πρώην Group 4 Falck – Société de surveillance et de sécurité SA, με έδρα το Λουξεμβούργο, εκπροσωπούμενη από τους M. Molitor, P. Lopes Da Silva, N. Cambonie και N. Bogelmann, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο, αφενός, προσφυγή με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 2005 περί απορρίψεως της προσφοράς που υπέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα [στο εξής: προσφεύγουσα] στο πλαίσιο της διαδικασίας προσκλήσεως υποβολής προσφορών 16/2005/OIL (ασφάλεια και επιτήρηση κτιρίων), της αποφάσεως της Επιτροπής της 30ής Νοεμβρίου 2005 περί συνάψεως της συμβάσεως με άλλον υποβαλόντα προσφορά, της σιωπηρής αποφάσεως που φέρεται ότι έλαβε η Επιτροπή να μην ανακαλέσει τις ως άνω δύο αποφάσεις της, καθώς και των δύο εγγράφων που εξέδωσε η Επιτροπή, στις 7 και στις 14 Δεκεμβρίου αντιστοίχως, προς απάντηση στις αιτήσεις της προσφεύγουσας περί παροχής πληροφοριών και, αφετέρου, αγωγή αποζημιώσεως με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, πρόεδρο, V. Vadapalas και L. Truchot (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Νοεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Α –         Η ρύθμιση που έχει εφαρμογή στις δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

1        Το άρθρο 100, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου, της 25ης Ιουνίου 2002, για τη θέσπιση του δημοσιονομικού κανονισμού που εφαρμόζεται στο γενικό προϋπολογισμό των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ L 248, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός), ορίζει τα εξής:

«Η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί σε κάθε απορριφθέντα υποψήφιο ή προσφέροντα τους λόγους απόρριψης της υποψηφιότητας ή της προσφοράς του και σε κάθε προσφέροντα, του οποίου η προσφορά κρίθηκε παραδεκτή και ο οποίος υποβάλλει εγγράφως αίτηση προς τούτο, τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς καθώς και το όνομα του αναδόχου.

Ωστόσο, η γνωστοποίηση ορισμένων στοιχείων δύναται να παραλειφθεί στις περιπτώσεις που θα εμπόδιζε την εφαρμογή των νόμων, θα ήταν αντίθετη προς το δημόσιο συμφέρον, θα έθιγε τα θεμιτά εμπορικά συμφέροντα δημόσιων ή ιδιωτικών επιχειρήσεων ή θα παρέβλαπτε τον θεμιτό ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρήσεων.»

2        Το άρθρο 149, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 2342/2002 της Επιτροπής, της 23ης Δεκεμβρίου 2002, για τη θέσπιση των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού (ΕΕ L 357 σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 1261/2005 της Επιτροπής, της 20ής Ιουλίου 2005 (ΕΕ L 201, σ. 3, στο εξής: κανόνες εφαρμογής), προβλέπει τα εξής:

«Οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το ταχύτερο δυνατόν στους υποψήφιους και στους προσφέροντες τις αποφάσεις που λαμβάνονται σχετικά με την ανάθεση της σύμβασης ή της σύμβασης-πλαισίου, ή με την αποδοχή σε δυναμικό σύστημα αγορών, καθώς και τους λόγους για τους οποίους ενδεχομένως αποφάσισαν να μην αναθέσουν τη σύμβαση ή τη σύμβαση-πλαίσιο, ή να μη συστήσουν το δυναμικό σύστημα αγορών που αποτέλεσε το αντικείμενο διαγωνισμού, ή να αρχίσουν εκ νέου τη διαδικασία.»

3        Το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής έχει ως εξής:

«Για τις συμβάσεις που ανατίθενται από τα κοινοτικά θεσμικά όργανα για ίδιο λογαριασμό, δυνάμει του άρθρου 105 του δημοσιονομικού κανονισμού, οι αναθέτουσες αρχές γνωστοποιούν το ταχύτερο δυνατόν μετά την απόφαση ανάθεσης, και το αργότερο εντός της εβδομάδας που έπεται, ταυτόχρονα και ατομικά σε κάθε υποψήφιο ή προσφέροντα που έχει απορριφθεί, με επιστολή, ή φαξ ή ηλεκτρονικό μέσο, ότι η προσφορά ή η αίτηση συμμετοχής τους δεν έγινε δεκτή, διευκρινίζοντας σε κάθε περίπτωση τους λόγους της απόρριψης της προσφοράς ή της αίτησης συμμετοχής.

Οι αναθέτουσες αρχές ταυτόχρονα γνωστοποιούν με τη γνωστοποίηση της απόρριψης προς τους απορριφθέντες υποψήφιους ή προσφέροντες, την απόφαση ανάθεσης προς τον ανάδοχο, διευκρινίζοντας ότι η γνωστοποιούμενη απόφαση δεν αποτελεί δέσμευση της αντίστοιχης αναθέτουσας αρχής.

Οι απορριφθέντες υποψήφιοι ή προσφέροντες μπορούν να λάβουν επιπλέον πληροφορίες για τους λόγους της απόρριψής τους, υποβάλλοντας γραπτώς σχετικό αίτημα με επιστολή, φαξ ή ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, καθώς και, για κάθε προκριθείσα προσφορά, πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά και τα σχετικά πλεονεκτήματα της προσφοράς, όπως και το όνομα του αναδόχου, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 100, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του δημοσιονομικού κανονισμού. Οι αναθέτουσες αρχές απαντούν στα υποβαλλόμενα αιτήματα εντός το πολύ δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της σχετικής αίτησης.

Οι αναθέτουσες αρχές μπορούν να προβούν στην υπογραφή σύμβασης ή σύμβασης-πλαισίου με τον ανάδοχο μόνο αφού παρέλθουν δύο ημερολογιακές εβδομάδες από την επομένη της ημερομηνίας της ταυτόχρονης κοινοποίησης των αποφάσεων απόρριψης και ανάθεσης. Εφόσον συντρέχει περίπτωση, μπορούν να αναστείλουν την υπογραφή της σύμβασης με σκοπό τη συμπληρωματική εξέταση στοιχείων, εάν τούτο δικαιολογείται είτε από τα αιτήματα και τις παρατηρήσεις που τυχόν διατυπώνονται από τους απορριφθέντες υποψήφιους ή προσφέροντες κατά τις δύο ημερολογιακές εβδομάδες μετά την κοινοποίηση των αποφάσεων απόρριψης και ανάθεσης, είτε από οποιαδήποτε σχετική πληροφορία που λαμβάνεται κατά την εν λόγω περίοδο. Στην περίπτωση αυτή, όλοι οι υποψήφιοι ή προσφέροντες ενημερώνονται εντός τριών εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της απόφασης αναστολής.»

 Β –         Η ρύθμιση περί του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

4        Κατά το άρθρο 4 του κανονισμού (ΕΚ) 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Μαΐου 2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής (ΕΕ L 145, σ. 43) :

«1.      Τα θεσμικά όργανα αρνούνται την πρόσβαση σε ένα έγγραφο, η γνωστοποίηση του οποίου θα έθιγε την προστασία:

[…]

β)      της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου, ιδίως σύμφωνα με την κοινοτική νομοθεσία σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων.

[…]

6.      Εάν μόνο μέρη του ζητουμένου εγγράφου καλύπτονται από οιαδήποτε εξαίρεση, τα υπόλοιπα μέρη του εγγράφου δίδονται στη δημοσιότητα.

[…]»

5        Το άρθρο 6 του κανονισμού 1049/2001 προβλέπει τα εξής:

«1.      Η αίτηση πρόσβασης σε ένα έγγραφο διατυπώνεται με οιαδήποτε γραπτή μορφή, συμπεριλαμβανομένης της ηλεκτρονικής, σε μία από τις γλώσσες που μνημονεύονται στο άρθρο 314 [ΕΚ] και με επαρκή ακρίβεια ούτως ώστε το θεσμικό όργανο να μπορέσει να προσδιορίσει το έγγραφο. Ο αιτών δεν υποχρεούται να δικαιολογήσει την αίτηση.

2.      Εάν η αίτηση δεν είναι επαρκώς σαφής, το θεσμικό όργανο ζητεί από τον αιτούντα να διευκρινίσει την αίτησή του βοηθώντας τον, π.χ. παρέχοντας πληροφορίες σχετικά με τη χρήση του δημόσιου μητρώου εγγράφων.

3.      Στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο μπορεί να συνεννοηθεί ανεπισήμως, με τον αιτούντα, για να βρεθεί μία λογική λύση.

4.      Τα θεσμικά όργανα παρέχουν πληροφορίες και βοήθεια στους πολίτες ως προς το πως και που μπορούν να υποβάλλονται αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφα.»

6        Το άρθρο 7 του κανονισμού 1049/2001, το οποίο καθορίζει τις λεπτομέρειες της επεξεργασίας των αρχικών αιτήσεων, έχει ως εξής:

«1.      Οι αιτήσεις για πρόσβαση σε έγγραφο υφίστανται ταχεία επεξεργασία. Στον αιτούντα αποστέλλεται απόδειξη παραλαβής. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της αίτησης, το θεσμικό όργανο είτε καθιστά διαθέσιμο το ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση σύμφωνα με το άρθρο 10 εντός της περιόδου αυτής, είτε, με γραπτή απάντηση, καθορίζει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης και πληροφορεί τον αιτούντα ότι δικαιούται να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.

2.      Στην περίπτωση ολικής ή μερικής άρνησης, ο αιτών μπορεί, εντός 15 εργάσιμων ημερών από την παραλαβή της απάντησης του θεσμικού οργάνου, να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση ζητώντας από το θεσμικό όργανο να αναθεωρήσει τη θέση του.

3.      Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντος και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.

4.      Η απουσία απάντησης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εντός της καθορισμένης προθεσμίας παρέχει στον αιτούντα το δικαίωμα να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση.»

7        Το άρθρο 8 του κανονισμού 1049/2001, το οποίο αφορά την επεξεργασία των επιβεβαιωτικών αιτήσεων, ορίζει τα εξής:

«1.      Η επιβεβαιωτική αίτηση υφίσταται ταχεία επεξεργασία. Εντός 15 εργάσιμων ημερών από την καταχώριση της εν λόγω αίτησης, το όργανο είτε δέχεται την πρόσβαση του αιτούντος στο ζητούμενο έγγραφο και παρέχει πρόσβαση εντός της εν λόγω περιόδου, σύμφωνα με το άρθρο 10, είτε εκθέτει τους λόγους της ολικής ή μερικής άρνησης, με γραπτή απάντηση. Αν το θεσμικό όργανο αρνηθεί την πρόσβαση εν όλω ή εν μέρει, ενημερώνει τον αιτούντα για τα ένδικα μέσα που διαθέτει, δηλαδή τη δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή την καταγγελία στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, υπό τους όρους που προβλέπονται αντίστοιχα στα άρθρα 230 [ΕΚ] και 195 [ΕΚ].

2.      Κατ’ εξαίρεση, όπως π.χ. στην περίπτωση αίτησης που αφορά πολύ ογκώδη έγγραφα ή πολύ μεγάλο αριθμό εγγράφων, η προβλεπόμενη στην παράγραφο 1 προθεσμία μπορεί, μετά από ενημέρωση του αιτούντα και λεπτομερή αιτιολόγηση, να παραταθεί κατά 15 εργάσιμες ημέρες.

3.      Η απουσία απάντησης εκ μέρους του θεσμικού οργάνου εντός της προθεσμίας θεωρείται ως αρνητική απάντηση και ο αιτών έχει το δικαίωμα να ασκήσει δικαστική προσφυγή κατά του θεσμικού οργάνου και/ή να καταγγείλει το ζήτημα στον ευρωπαίο διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις της Συνθήκης ΕΚ.»

 Γ –         Η ρύθμιση για τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων

8        Η οδηγία 2001/23/ΕΚ του Συμβουλίου, της 12ης Μαρτίου 2001, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, σχετικά με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων (ΕΕ L 82, σ. 16), κωδικοποιεί την οδηγία 77/187/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 14ης Φεβρουαρίου 1977, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών, των σχετικών με τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων (ΕΕ L 61, σ. 26), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 98/50/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Ιουνίου 1998 (ΕΕ L 201, σ. 88).

9        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2001/23, το οποίο καθορίζει το πεδίο εφαρμογής της, προβλέπει τα εξής:

«1. α) Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα [συμβατικής] μεταβίβασης ή συγχώνευσης.

β)      Υπό την επιφύλαξη του στοιχείου α΄ και των ακολούθων διατάξεων του παρόντος άρθρου, θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.

[...]»

10      Το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχεία α΄ και β΄, του λουξεμβουργιανού νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003, περί ρυθμίσεως της διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων, εγκαταστάσεων ή τμημάτων εγκαταστάσεων ή επιχειρήσεων και περί μεταφοράς στην εσωτερική έννομη τάξη της οδηγίας 2001/23 (Mém. A 2003, σ. 3678, στο εξής: νόμος της 19ης Δεκεμβρίου 2003), ορίζει τα εξής:

«a)      Ο παρών νόμος εφαρμόζεται σε κάθε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης που επέρχεται ιδίως ως αποτέλεσμα συμβατικής μεταβιβάσεως, συγχωνεύσεως, κληρονομικής διαδοχής, διασπάσεως, μετατροπής κεφαλαίου ή συστάσεως εταιρίας.

b)      Ως μεταβίβαση, κατά την έννοια του παρόντος νόμου, θεωρείται η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της και αποτελεί ένα σύνολο οργανωμένων πόρων, ιδίως προσωπικών και υλικών, το οποίο παρέχει τη δυνατότητα συνέχισης της ασκήσεως μιας οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας.»

11      Κατά το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, του νόμου αυτού:

«Τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις του μεταβιβάζοντος, που απορρέουν από σύμβαση εργασίας ή από εργασιακή σχέση υφισταμένη κατά την ημερομηνία της μεταβιβάσεως, ισχύουν αυτομάτως για τον προς ον η μεταβίβαση.»

 Ιστορικό της διαφοράς

12      Η Brink’s Security Luxembourg SA (στο εξής: Brink’s ή προσφεύγουσα), εταιρία που έχει την έδρα της στο Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), ήταν αρμόδια για την επιτήρηση και τη φύλαξη των κτιρίων της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων από τα μέσα της δεκαετίας του ’70.

13      Το 2000, η προσφεύγουσα συνήψε με την Επιτροπή σύμβαση επιτηρήσεως και φυλάξεως κτιρίων της Επιτροπής που βρίσκονται στο Λουξεμβούργο και εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του Γραφείου Υποδομών και Διοικητικής Υποστήριξης στο Λουξεμβούργο (OIL), της Υπηρεσίας Εκδόσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Μεταφραστικού Κέντρου των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η ισχύς της συμβάσεως, η οποία δεν προέβλεπε ανανέωσή της πέραν του πέμπτου έτους, έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2005.

14      Με προκαταρκτική ενημέρωση που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Μαρτίου 2005 (ΕΕ S 56), η Επιτροπή ανακοίνωσε ότι στις 15 Μαΐου 2005 επρόκειτο να κινήσει διαδικασία συνάψεως συμβάσεως σχετικής με την ασφάλεια και την επιτήρηση των κτιρίων που προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω σκέψη 13.

15      Με προκήρυξη διαγωνισμού που δημοσιεύθηκε στο Συμπλήρωμα της Επίσημης Εφημερίδας της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 1ης Σεπτεμβρίου 2005 (ΕΕ S 168), η Επιτροπή κίνησε τη διαδικασία προσκλήσεως υποβολής προσφορών 16/2005/OIL για τη σύναψη της επίδικης συμβάσεως ασφαλείας και επιτηρήσεως (στο εξής: ο διαγωνισμός).

16      Ως καταληκτική ημερομηνία υποβολής προσφορών καθορίστηκε η 13η Οκτωβρίου 2005. Το άνοιγμα των προσφορών έγινε στις 18 Οκτωβρίου 2005 και η αξιολόγησή τους πραγματοποιήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2005.

17      Στις 30 Νοεμβρίου 2005, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι η σύμβαση δεν κατακυρώθηκε σ’ αυτήν, καθόσον η προσφορά της δεν έλαβε την υψηλότερη βαθμολογία κατά την ποιοτική και χρηματοοικονομική αξιολόγηση των προσφορών. Με το ίδιο έγγραφο (στο εξής: απορριπτική απόφαση), η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε το δικαίωμα να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς της.

18      Με επιστολή της 1ης Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να της γνωστοποιήσει τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς της, τα σχετικά χαρακτηριστικά και πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς, καθώς και το όνομα του αναδόχου.

19      Με έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι ανάδοχος ήταν η εταιρία Group 4 Falck – Société de surveillance et de sécurité SA, νυν G4S Security Services SA (στο εξής: Group 4 Falck ή παρεμβαίνουσα), και της γνωστοποίησε τα συγκριτικά στοιχεία αξιολογήσεως της προσφοράς της σε σχέση με εκείνη της Group 4 Falck.

20      Με τρεις επιστολές της 5ης Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να επανεξετάσει την από 30 Νοεμβρίου 2005 απόφασή της περί αναθέσεως (στο εξής: απόφαση περί αναθέσεως) και να κατακυρώσει τη σύμβαση σ’ αυτήν, υποδεικνύοντας στην Επιτροπή τους λόγους για τους οποίους, κατά την άποψή της, δεν έπρεπε να επιλεγεί η προσφορά της Group 4 Falck.

21      Η Επιτροπή απάντησε στις από 5 Δεκεμβρίου 2005 επιστολές της προσφεύγουσας με έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 2005.

22      Με επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή πληροφορίες για το επώνυμο, το όνομα, τον βαθμό, την αρχαιότητα και τη θέση των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως των προσφορών, καθώς και συμπληρωματική αιτιολογία, υποστηρίζοντας ότι οι λόγοι που εξέθεσε η Επιτροπή δεν ήσαν επαρκείς.

23      Με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή, επικαλούμενη λόγους απορρήτου και προστασίας της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των ατόμων, απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας περί παροχής των ως άνω πληροφοριών σχετικά με τα μέλη της επιτροπής αξιολογήσεως των προσφορών. Εντούτοις, η Επιτροπή παρέσχε στην προσφεύγουσα συμπληρωματικές πληροφορίες όσον αφορά τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς της.

24      Με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2005, η Group 4 Falck ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να προσλάβει μέρος του προσωπικού της.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

25      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Δεκεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή (στο εξής: προσφυγή).

26      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου την ίδια ημέρα, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση λήψεως ασφαλιστικών μέτρων καθώς και αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων βάσει του άρθρου 105, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

27      Με διάταξη της 16ης Δεκεμβρίου 2005, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου διέταξε την αναστολή της συνάψεως της επίδικης συμβάσεως στο πλαίσιο του διαγωνισμού, μέχρι την έκδοση διατάξεως επί της αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων.

28      Μετά την έκδοση της διατάξεως κατά την έννοια της ανωτέρω σκέψεως 27, η ισχύουσα σύμβαση μεταξύ της Brink’s και της Επιτροπής ανανεώθηκε έως τις 31 Ιανουαρίου 2006, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχιση της επιτηρήσεως και της φυλάξεως των οικείων κτιρίων.

29      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 22 Δεκεμβρίου 2005, η Group 4 Falck ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της Επιτροπής. Στις 4 Ιανουαρίου 2006, οι κύριοι διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί της αιτήσεως παρεμβάσεως της Group 4 Falck.

30      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου 4 Ιανουαρίου 2006, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων έναντι της Group 4 Falck, το οποίο έγινε δεκτό. Στις 5 Ιανουαρίου 2006, η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου μη εμπιστευτική μορφή της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων.

31      Με διάταξη της 9ης Ιανουαρίου 2006, επιτράπηκε στη Group 4 Falck να παρέμβει στην υπό κρίση υπόθεση.

32      Στις 11 Ιανουαρίου 2006, η Επιτροπή κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί της αιτήσεως λήψεως ασφαλιστικών μέτρων και, κατόπιν αιτήσεως του Πρωτοδικείου βάσει του άρθρου 64, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, προσκόμισε μη εμπιστευτική μορφή των εγγράφων που κοινοποίησε στην Επιτροπή η Group 4 Falck προκειμένου να συμμορφωθεί προς το σημείο 28 της συγγραφής υποχρεώσεων του διαγωνισμού.

33      Με διάταξη της 7ης Φεβρουαρίου 2006, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας περί λήψεως προσωρινών μέτρων, καθόσον δεν απέδειξε ότι διέτρεχε τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία ελλείψει των μέτρων που ζήτησε να ληφθούν (T‑437/05 R, Συλλογή 2006, σ. II‑21).

34      Στις 12 Μαΐου 2006, η προσφεύγουσα κατέθεσε αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως ορισμένων παραρτημάτων του δικογράφου της προσφυγής της. Η Group 4 Falck δεν υπέβαλε παρατηρήσεις επί του αιτήματος αυτού.

35      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έκτο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά την έννοια του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε εγγράφως ερωτήσεις προς τους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

36      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 20ής Νοεμβρίου 2008.

37      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Group 4 Falck ζήτησε από το Πρωτοδικείο να της επιτραπεί να προσκομίσει την αλληλογραφία της με τη Société nationale de certification et d’homologation (στο εξής: SNCH). Η προσφεύγουσα και η Επιτροπή ανέπτυξαν τις παρατηρήσεις τους επί αυτής της αιτήσεως προσκομίσεως εγγράφων.

38      Στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής, η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση·

–        να ακυρώσει την απόφαση περί αναθέσεως·

–        να ακυρώσει τη σιωπηρή απόφαση που φέρεται ότι έλαβε η Επιτροπή να μην ανακαλέσει την απορριπτική απόφαση και την απόφαση περί αναθέσεως·

–        να ακυρώσει τις δύο απαντητικές επιστολές της Επιτροπής της 7ης και της 14ης Δεκεμβρίου 2005·

–        να επιδικάσει αποζημίωση προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης και αποκατάσταση της υλικής ζημίας που φέρεται ότι υπέστη η προσφεύγουσα και

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

39      Η προσφεύγουσα ζήτησε επίσης από το Πρωτοδικείο, δυνάμει των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, να υποχρεώσει την Επιτροπή να γνωστοποιήσει τα ακόλουθα στοιχεία:

–        τη σύνθεση (όνομα, βαθμό, αρχαιότητα και θέση των μελών) της επιτροπής αξιολογήσεως των προσφορών·

–        τους λόγους της χρονικής αποκλίσεως μεταξύ της ημερομηνίας προκηρύξεως του διαγωνισμού και της ημερομηνίας που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και

–        τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν ότι η Group 4 Falck εκτελεί τη σύμβαση που συνήψε με την Επιτροπή σύμφωνα με τους όρους που προβλέπουν τα σημεία 22 και 28 της συγγραφής υποχρεώσεων.

40      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την προσφυγή ακυρώσεως αβάσιμη·

–        να κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να κρίνει την αγωγή αποζημιώσεως αβάσιμη και

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Α –         Επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

41      Ως προς το αίτημα που αφορά το χρονοδιάγραμμα του διαγωνισμού, η Επιτροπή διευκρίνισε, με το υπόμνημα ανταπαντήσεως, τους λόγους για τους οποίους η δημοσίευση της προκηρύξεως του διαγωνισμού μετατέθηκε σε σχέση με την ημερομηνία που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση. Επομένως, παρέλκει η απόφανση επί του αιτήματος αυτού, το οποίο κατέστη άνευ αντικειμένου.

42      Όσον αφορά το αίτημα ελέγχου της τηρήσεως εκ μέρους της Group 4 Falck του κριτηρίου που θέτει το σημείο 28 της συγγραφής υποχρεώσεων ως όρου εκτελέσεως της συμβάσεως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η νομιμότητα της προσβαλλομένης πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και τα νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο εκδόσεως της πράξεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Φεβρουαρίου 1979, 15/76 και 16/76, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 141, σκέψη 7· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Ιανουαρίου 1997, T‑115/94, Opel Austria κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1997, σ. II‑39, σκέψεις 87 και 88).

43      Επομένως, στοιχεία που αφορούν την εκτέλεση της συμβάσεως που συνήφθη μεταξύ Group 4 Falck και Επιτροπής, στο μέτρο που συνιστούν πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της εκδόσεως των προσβαλλομένων πράξεων, δεν μπορούν να προβληθούν προς στήριξη λόγου με τον οποίο η προσφεύγουσα βάλλει κατά του κύρους των εν λόγω πράξεων.

44      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα αιτήματα λήψεως μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, σχετικά με το χρονοδιάγραμμα του διαγωνισμού και την εκ μέρους της Group 4 Falck εκτέλεση της συμβάσεως, είναι απορριπτέα.

45      Το Πρωτοδικείο θα αποφανθεί επί του αιτήματος γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως κατά την εξέταση του εβδόμου λόγου της υπό κρίση προσφυγής ακυρώσεως, που αφορά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων.

 Β –         Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως που αφορά τη μετάθεση της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού σε σχέση με την ημερομηνία που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση

1.     Επιχειρήματα των διαδίκων

46      Η προσφεύγουσα προέβαλε, με το υπόμνημα απαντήσεως, ένα νέο επιχείρημα, το οποίο αντλεί από τη μετάθεση της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού σε σχέση με την ημερομηνία που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση. Συγκεκριμένα, αυτή η μεταβολή του χρονοδιαγράμματος είχε ως συνέπεια να περιέλθει η προσφεύγουσα σε λεπτή θέση από απόψεως της λουξεμβουργιανής νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως, λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών καταγγελίας που αυτή προβλέπει για τις συμβάσεις εργασίας. Η τήρηση του αρχικού χρονοδιαγράμματος θα της είχε παράσχει τη δυνατότητα να προβεί εγκαίρως στις απαραίτητες ενέργειες για τις απολύσεις ή τις μετακινήσεις προσωπικού που θα συνεπαγόταν η ενδεχόμενη μη ανανέωση της συμβάσεώς της με την Επιτροπή.

47      Επιπλέον, αν είχε τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα που προέβλεπε η προκαταρκτική ενημέρωση, η Group 4 Falck δεν θα είχε δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία του διαγωνισμού, διότι άλλως θα παρέβαινε τη ρητή δέσμευση που ανέλαβε να απέχει από κάθε ενέργεια που θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση της πελατείας των μεταβιβαζομένων επιχειρήσεων για περίοδο έξι μηνών από της μεταβιβάσεως, όπως αυτή περιελήφθη στην απόφαση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 (υπόθεση COMP/M.3396 – GROUP 4 FALCK/SECURICOR), με την οποία επιτράπηκε η συγχώνευση της Group 4 Falck A/S και της Securicor plc (στο εξής: απόφαση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004).

48      Η Επιτροπή αμφισβητεί το παραδεκτό του επιχειρήματος αυτού βάσει του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, καθόσον υποστηρίζει ότι πρόκειται για νέο ισχυρισμό.

2.     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

49      Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία..

50      Εντούτοις, ισχυρισμός ο οποίος αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Οκτωβρίου 1999, C‑104/97 P, Atlanta κατά Ευρωπαϊκής Κοινότητας, Συλλογή 1999, σ. I‑6983, σκέψη 29· απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Μαρτίου 2007, T‑340/04, France Télécom κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑573, σκέψη 164). Εξάλλου, τα επιχειρήματα που κατ’ ουσία συνδέονται στενά με λόγο ο οποίος περιελήφθη στο εισαγωγικό δικόγραφο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως νέοι ισχυρισμοί και επιτρέπεται να προβληθούν το πρώτον είτε με το υπόμνημα απαντήσεως είτε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 1958, 2/57, Compagnie des hauts fourneaux de Chasse κατά Ανωτάτης Αρχής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 231).

51      Εν προκειμένω, το επιχείρημα το οποίο η προσφεύγουσα αντλεί από τη μετάθεση της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού σε σχέση με την ημερομηνία που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση δεν στηρίζεται σε νομικό ή πραγματικό στοιχείο που ανέκυψε κατά τη διαδικασία.

52      Επομένως, η αιτίαση που αφορά τη λεπτή θέση στην οποία περιήλθε, λόγω της μεταθέσεως αυτής, η προσφεύγουσα από απόψεως της εφαρμοστέας επί των απολύσεων λουξεμβουργιανής νομοθεσίας περί κοινωνικής ασφαλίσεως είναι απαράδεκτη, διότι δεν αποτελεί ανάπτυξη λόγου που προβλήθηκε προηγουμένως με το εισαγωγικό δικόγραφο και δεν συνδέεται στενά με τέτοιον λόγο.

53      Αντιθέτως, η αιτίαση ότι, σε περίπτωση τηρήσεως του χρονοδιαγράμματος που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση, η Group 4 Falck δεν θα μπορούσε να μετάσχει στον διαγωνισμό συνδέεται στενά με τον τέταρτο λόγο που προβάλλεται με το δικόγραφο της προσφυγής, ο οποίος αφορά παράβαση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004. Επομένως, το επιχείρημα που αντλεί η προσφεύγουσα από τη μετάθεση της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού σε σχέση με την ημερομηνία που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση είναι εν μέρει παραδεκτό, κατά το μέτρο που προβάλλεται προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο, ως εκ τούτου, θα εξεταστεί από κοινού.

 Γ –         Επί της προσφυγής ακυρώσεως

1.     Επί του παραδεκτού

54      Δεδομένου ότι οι προϋποθέσεις του παραδεκτού της προσφυγής περιλαμβάνονται μεταξύ των δημοσίας τάξεως λόγων απαραδέκτου (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 7ης Οκτωβρίου 1987, 108/86, D.M. κατά Συμβουλίου και ΟΚΕ, Συλλογή 1987, σ. 3933, σκέψη 10, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Οκτωβρίου 2008, T‑309/04, TV 2/Danmark κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), το Πρωτοδικείο οφείλει να εξετάσει αυτεπαγγέλτως αν πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές.

 α)     Επί της υπάρξεως σιωπηρής αρνητικής αποφάσεως της Επιτροπής

55      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, κατ’ αρχήν, ελλείψει ρητών διατάξεων που να καθορίζουν τόσο προθεσμία, μετά τη λήξη της οποίας το κοινοτικό όργανο που έχει κληθεί να λάβει θέση θεωρείται ότι αποφάσισε σιωπηρά, όσο και το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, η σιωπή κοινοτικού οργάνου δεν μπορεί να εξομοιώνεται με απόφαση, εκτός και αν διακυβεύεται το σύστημα των ενδίκων μέσων που θεσπίζει η Συνθήκη (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Δεκεμβρίου 2004, Επιτροπή κατά Greencore, C‑123/03 P, Συλλογή 2004, σ. I‑11647, σκέψη 45· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 1999, T‑189/95, T‑39/96, T‑123/96, SGA κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3587, σκέψη 27, και T‑190/95, T‑45/96, Sodima κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑3617, σκέψη 32).

56      Υπό ορισμένες συγκεκριμένες περιστάσεις, η αρχή αυτή ενδέχεται να μην τυγχάνει εφαρμογής, οπότε μπορεί κατ’ εξαίρεση να θεωρηθεί ότι η σιωπή ή αδράνεια κοινοτικού οργάνου ισοδυναμούν με σιωπηρή αρνητική απόφαση (Επιτροπή κατά Greencore, σκέψη 55 ανωτέρω, σκέψη 45).

57      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της σιωπηρής αποφάσεως της Επιτροπής να μην ανακαλέσει την απορριπτική απόφαση και την απόφαση περί αναθέσεως. Εντούτοις, καμία διάταξη του δημοσιονομικού κανονισμού ή των κανόνων εφαρμογής δεν καθορίζει προθεσμία μετά τη λήξη της οποίας θεωρείται ότι η αναθέτουσα αρχή, η οποία κλήθηκε να επανεξετάσει απόφαση της περί αναθέσεως ή απορριπτική της απόφαση, έχει λάβει συναφώς σιωπηρή απόφαση.

58      Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται συγκεκριμένες περιστάσεις λόγω των οποίων η σιωπή της Επιτροπής θα μπορούσε να εξομοιωθεί, κατ’ εξαίρεση, με σιωπηρή αρνητική απόφαση.

59      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα αιτήματα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτα, κατά το μέτρο που αφορούν την ακύρωση σιωπηρής αρνητικής αποφάσεως που φέρεται ότι έλαβε η Επιτροπή.

 β)     Επί της υπάρξεως πράξεων που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

60      Κατά πάγια νομολογία, συνιστούν πράξεις ή αποφάσεις δυνάμενες να αποτελέσουν το αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1981, 60/81, IBM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2639, σκέψη 9, και της 14ης Φεβρουαρίου 1989, 346/87, Bossi κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 303, 332).

61      Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση της αποφάσεως περί αναθέσεως.

62      Όσον αφορά τα από 30 Νοεμβρίου 2005, 7 Δεκεμβρίου 2005 και 14 Δεκεμβρίου 2005 έγγραφα τα οποία η Επιτροπή απέστειλε στην προσφεύγουσα, πρέπει να ελεγχθεί αν πράγματι περιέχουν απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

63      Κατά πάγια νομολογία, δεν αρκεί ένα έγγραφο να έχει αποσταλεί από κοινοτικό όργανο στον αποδέκτη του, σε απάντηση αιτήσεως του τελευταίου, για να μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόφαση κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ, η οποία θα παρείχε, ως εκ τούτου, δικαίωμα ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως (διάταξη του Δικαστηρίου της 27ης Ιανουαρίου 1993, C‑25/92, Miethke κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. I‑473, σκέψη 10· απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Μαΐου 1996, T‑277/94, AITEC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑351, σκέψη 50, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 11ης Δεκεμβρίου 1998, T‑22/98, Scottish Soft Fruit Growers κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑4219, σκέψη 34). Το οικείο έγγραφο πρέπει όντως να περιέχει μέτρα που να ανταποκρίνονται στον υπομνησθέντα με την ανωτέρω σκέψη 60 ορισμό.

64      Εν προκειμένω, το έγγραφο της 30ής Νοεμβρίου 2005, με το οποίο η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα σαφώς και κατηγορηματικώς ότι η προσφορά της απορρίφθηκε, μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική της κατάσταση και αποτελεί, συνεπώς, απόφαση δυνάμενη να προσβληθεί.

65      Αντιθέτως, με το έγγραφο της 7ης Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή πληροφόρησε την προσφεύγουσα ότι η νομική της υπηρεσία επιλήφθηκε ενός εκ των ζητημάτων που είχε θέσει με την προηγούμενη επιστολή της, σχετικά με παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των υποβαλόντων προσφορά (στο εξής: διαγωνιζόμενοι). Εξάλλου, απέρριψε, αφενός, ορισμένα από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα με τις από 5 Δεκεμβρίου 2005 επιστολές της προς στήριξη του αιτήματος επανεξετάσεως της απορριπτικής αποφάσεως και της αποφάσεως περί αναθέσεως, σχετικά με παράβαση του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003 για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/23 στην εσωτερική έννομη τάξη, και, αφετέρου, τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η Επιτροπή έδωσε εντολή σε μισθωτό της Brink’s να συλλέξει από το προσωπικό της εταιρίας τα βιογραφικά σημειώματα και τις επιστολές με τους λόγους εκδηλώσεως ενδιαφέροντος, προκειμένου να διαβιβαστούν τα έγγραφα αυτά στην Group 4 Falck.

66      Το εν λόγω έγγραφο έχει αποκλειστικώς ενημερωτικό χαρακτήρα. Πράγματι, η Επιτροπή πληροφορεί απλώς την προσφεύγουσα ότι έλαβε γνώση η Νομική της Υπηρεσία, κατά την εκτίμηση της οποίας δεν συντρέχει παράβαση του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003, και αντικρούει την ύπαρξη οποιασδήποτε εντολής προς το προσωπικό της Brink’s. Συνεπώς, το έγγραφο αυτό στερείται δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων που θα μπορούσαν να θίξουν τα συμφέροντα της προσφεύγουσας, της οποίας η νομική κατάσταση επ’ ουδενί μεταβλήθηκε ουσιωδώς.

67      Όσον αφορά το έγγραφο της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005, επισημαίνεται ότι ενέχει δύο διαφορετικές πτυχές. Με το έγγραφο αυτό, η Επιτροπή, αφενός, ενημερώνει την προσφεύγουσα ότι δεν προτίθεται να της γνωστοποιήσει τις λεπτομέρειες της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως και, αφετέρου, αποσαφηνίζει την αιτιολογία της απορριπτικής αποφάσεως.

68      Όσον αφορά την απόρριψη της αιτήσεως γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι ο κανονισμός 1049/2001 εφαρμόζεται σε κάθε έγγραφο αίτημα για πρόσβαση στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων και, αφετέρου, ότι το άρθρο 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού αυτού ορίζει το έγγραφο ως «οποιοδήποτε περιεχόμενο ανεξάρτητα από το χρησιμοποιηθέν υπόθεμα (γραμμένο σε χαρτί ή αποθηκευμένο υπό ηλεκτρονική μορφή, ή με ηχητική, οπτική ή οπτικοακουστική εγγραφή) που αφορά τις πολιτικές, τις δράσεις και τις αποφάσεις αρμοδιότητας του θεσμικού οργάνου». Επομένως, το αίτημα παροχής πρόσθετων πληροφοριών όσον αφορά τη σύνθεση της επιτροπής αξιολογήσεως, το οποίο διατύπωσε η προσφεύγουσα με την επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2005 συνιστά αίτηση προσβάσεως σε έγγραφο δυνάμει του άρθρου 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 1049/2001.

69      Η διαδικασία προσβάσεως στα έγγραφα της Επιτροπής, η οποία ρυθμίζεται από τα άρθρα 6 έως 8 του κανονισμού 1049/2001, καθώς και από τα άρθρα 2 έως 4 του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937/ΕΚ, ΕΚΑΧ, Ευρατόμ της Επιτροπής, της 5ης Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του εσωτερικού κανονισμού (ΕΕ L 345, σ. 94), διεξάγεται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, ο αιτών πρέπει να απευθύνει στην Επιτροπή μια αρχική αίτηση προσβάσεως στα έγγραφα. Η Επιτροπή οφείλει, κατ’ αρχήν, να απαντήσει στην αρχική αίτηση εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία καταχωρίσεώς της. Στο δεύτερο στάδιο, σε περίπτωση ολικής ή μερικής απορρίψεως, ο αιτών μπορεί να υποβάλει εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία λήψεως της αρχικής απαντήσεως της Επιτροπής μια επιβεβαιωτική αίτηση στον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, ο οποίος οφείλει, κατ’ αρχήν, να απαντήσει εντός προθεσμίας δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία καταχωρίσεως της επιβεβαιωτικής αιτήσεως. Σε περίπτωση ολικής ή μερικής απορρίψεως, ο αιτών μπορεί να ασκήσει ένδικη προσφυγή κατά της Επιτροπής ή να υποβάλει καταγγελία στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις που προβλέπουν τα άρθρα 230 ΕΚ και 195 ΕΚ αντιστοίχως.

70      Κατά τη νομολογία, από τη συνδυασμένη εφαρμογή των άρθρων 3 και 4 του παραρτήματος της αποφάσεως 2001/937, καθώς και του άρθρου 8 του κανονισμού 1049/2001, προκύπτει ότι η απάντηση στην αρχική αίτηση συνιστά απλώς μια πρώτη γνώμη, παρέχουσα στον αιτούντα το δικαίωμα να ζητήσει από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής να την επανεξετάσει (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2006, T‑391/03 και T‑70/04, Franchet και Byk κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑2023, σκέψη 47, και της 5ης Ιουνίου 2008, T‑141/05, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 56 και 109).

71      Κατά συνέπεια, μόνον το μέτρο που λαμβάνεται από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής, έχοντας χαρακτήρα αποφάσεως και αντικαθιστώντας πλήρως την προηγουμένως διατυπωθείσα γνώμη, μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα δυνάμενα να θίξουν τα συμφέροντα του αιτούντος και, ως εκ τούτου, να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ (βλ., σχετικώς, αποφάσεις Franchet et Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 48, και Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψεις 57 και 109).

72      Εν προκειμένω, η απάντηση που περιείχε το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2005 που απεστάλη στην προσφεύγουσα αποτελεί την αρχική απάντηση της Επιτροπής, κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, με την οποία εκδηλώθηκε η πρόθεσή της να απορρίψει την αίτηση. Η αρχική αυτή απάντηση παρέσχε στην προσφεύγουσα το δικαίωμα να ζητήσει, εντός της σχετικής προθεσμίας, από τον Γενικό Γραμματέα της Επιτροπής να εξετάσει την πρώτη γνώμη, εκδίδοντας οριστική απόφαση.

73      Πάντως, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε στην Επιτροπή επιβεβαιωτική αίτηση κατόπιν της παραλαβής της εν λόγω αρχικής απαντήσεως. Δεδομένου ότι μόνον η απόφαση του Γενικού Γραμματέα είναι δεκτική προσφυγής, τέτοια προσφυγή είναι, κατ’ αρχήν, απαράδεκτη, καθόσον στρέφεται κατά του εγγράφου 14ης Δεκεμβρίου 2005.

74      Εντούτοις, το έγγραφο της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005 πάσχει τυπική πλημμέλεια. Πράγματι, η Επιτροπή παρέλειψε να ενημερώσει την προσφεύγουσα, όπως επιβάλλει το άρθρο 7, παράγραφος 1, του κανονισμού 1049/2001, ότι είχε δικαίωμα να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση.

75      Η παρατυπία αυτή συνεπάγεται ότι η προσφυγή ακυρώσεως κατά της αρχικής απαντήσεως πρέπει, κατ’ εξαίρεση, να κριθεί παραδεκτή. Σε αντίθετη περίπτωση, η Επιτροπή θα μπορούσε να διαφύγει τον έλεγχο του κοινοτικού δικαστή απλώς και μόνο λόγω μιας τυπικής πλημμέλειας η οποία πρέπει να καταλογιστεί στην ίδια. Όμως, κατά τη νομολογία, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι κοινότητα δικαίου της οποίας τα θεσμικά όργανα υπόκεινται σε έλεγχο ως προς το αν οι πράξεις τους είναι σύμφωνες με τη Συνθήκη ΕΚ, οι δικονομικοί κανόνες που διέπουν την άσκηση προσφυγής ενώπιον του κοινοτικού δικαστή πρέπει να ερμηνεύονται, στο μέτρο του δυνατού, κατά τρόπον ώστε η εφαρμογή τους να συμβάλλει στην επίτευξη του σκοπού της διασφαλίσεως αποτελεσματικής ένδικης προστασίας των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το κοινοτικό δίκαιο (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Ιουλίου 2008, C‑521/06 P, Αθηναϊκή Τεχνική κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 45 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συγκεκριμένα, η απαίτηση ασκήσεως δικαστικού ελέγχου αποτελεί γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και έχει καθιερωθεί με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1986, 222/84, Johnston, Συλλογή 1986, σ. 1651, σκέψη 18· της 27ης Νοεμβρίου 2001, C‑424/99, Επιτροπή κατά Αυστρίας, Συλλογή 2001, σ. I‑9285, σκέψη 45, και της 25ης Ιουλίου 2002, C‑50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I‑6677, σκέψη 39). Επιπλέον, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής έχει επιβεβαιωθεί με το άρθρο 47 του Χάρτη του Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, του οποίου η διακήρυξη έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 2000 στη Νίκαια (ΕΕ 2000, C 364, σ. 1).

76      Κατά τα λοιπά, το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2005 αποσαφηνίζει απλώς την αιτιολογία της απορριπτικής αποφάσεως, παρέχοντας πρόσθετες πληροφορίες ως προς την ποιοτική αξιολόγηση των προσφορών. Κατά το τμήμα του αυτό, στερείται παντελώς χαρακτήρα αποφάσεως και δεν συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 230 ΕΚ.

77      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα αιτήματα που στρέφονται κατά των εγγράφων της Επιτροπής της 7ης και της 14ης Δεκεμβρίου 2005 είναι απαράδεκτα, πλην εκείνου που αφορά την απόρριψη της αιτήσεως γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως.

78      Επομένως, το αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής πρέπει να περιοριστεί στην ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως και της απορριπτικής αποφάσεως, καθώς και της περιεχομένης στο έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2005 αποφάσεως της Επιτροπής να μη γνωστοποιήσει τη σύνθεση της επιτροπής αξιολογήσεως και πρέπει να κριθούν απαράδεκτα τα αιτήματα που στρέφονται, αφενός, κατά της σιωπηρής αποφάσεως που φέρεται ότι έλαβε η Επιτροπή να μην ανακαλέσει την απόφαση περί αναθέσεως και την απορριπτική απόφαση και, αφετέρου, κατά των δύο απαντητικών εγγράφων που εξέδωσε η Επιτροπή στις 7 και στις 14 Δεκεμβρίου 2005, πλην του αιτήματος που αφορά την απόρριψη της αιτήσεως γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως.

2.     Επί της ουσίας

79      Η προσφεύγουσα προβάλλει επτά λόγους προς στήριξη της προσφυγής ακυρώσεως, ήτοι παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον η Επιτροπή δεν προέβλεψε στη συγγραφή υποχρεώσεων την επαναπρόσληψη των υπαλλήλων της προσφεύγουσας των οποίων τα καθήκοντα αφορούσαν την εκτέλεση της συμβάσεως περί επιτηρήσεως, παράβαση των διατάξεων του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003 και της οδηγίας 2001/23 την οποία αυτός μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως καθόσον η παρεμβαίνουσα είχε στην κατοχή της εμπιστευτικές πληροφορίες, παράβαση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 και των κανόνων του ανταγωνισμού, παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων, παράβαση των κανόνων της προκηρύξεως και της συγγραφής υποχρεώσεων, όσον αφορά την αξιολόγηση του κριτηρίου περί της βασικής εκπαιδεύσεως εθελοντών για παροχή πρώτων βοηθειών και πυρόσβεση, και ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως, και παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων.

80      Προκαταρκτικώς τονίζεται ότι με όλους τους λόγους που προβάλλει η προσφεύγουσα, πλην του εβδόμου, ζητείται, καθόσον πρόκειται για τα παραδεκτά της αιτήματα, η ακύρωση της αποφάσεως περί αναθέσεως και της απορριπτικής αποφάσεως. Ο έβδομος λόγος προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως του εγγράφου της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005.

81      Όσον αφορά τους έξι πρώτους λόγους ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως και της απορριπτικής αποφάσεως, το Πρωτοδικείο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει κατ’ αρχάς τη νομιμότητα της αποφάσεως περί αναθέσεως.

82      Ο πρώτος λόγος προϋποθέτει ότι, σε περίπτωση μη εφαρμογής του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003, η Επιτροπή όφειλε να επιβάλει στον νέο ανάδοχο την υποχρέωση επαναπροσλήψεως του συνόλου των μισθωτών της προσφεύγουσας, κατ’ εφαρμογήν της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως. Επομένως, ο λόγος αυτός προβάλλεται επικουρικώς προς τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος πρέπει, κατά συνέπεια, να εξεταστεί πρώτα.

 α)     Επί του δευτέρου λόγου, που αφορά παράβαση των διατάξεων του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003, για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/23 στην εσωτερική έννομη τάξη

83      Ο λόγος αυτός χωρίζεται σε δύο σκέλη που αφορούν, αφενός, τον φερόμενο ως παράτυπο χαρακτήρα της προσφοράς της Group 4 Falck και, αφετέρου, τον φερόμενο ως παράνομο χαρακτήρα της συγγραφής υποχρεώσεων της Επιτροπής.

 Επί του πρώτου σκέλους, περί παρατυπιών στην προσφορά της Group 4 Falck

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

84      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, αν ο νόμος της 19ης Δεκεμβρίου 2003 και η οδηγία 2001/23, την οποία αυτός μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη, έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, τότε η προσφορά της Group 4 Falck είναι παράτυπη, καθόσον δεν προέβλεπε υποχρέωση επαναπροσλήψεως των υπαλλήλων της Brink’s που ασκούσαν καθήκοντα σχετικά με την εκτέλεση της συναφθείσας με την Επιτροπή συμβάσεως επιτηρήσεως.

85      Ισχυρίζεται ότι η Group 4 Falck κατέστησε σαφές, με επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2005 που απηύθυνε στην προσφεύγουσα, ότι δεν προτετίθετο να τηρήσει τον νόμο της 19ης Δεκεμβρίου 2003, καθόσον εξήγησε στην εν λόγω επιστολή της ότι ήταν διατεθειμένη να προσλάβει μόνο 40 περίπου άτομα, κατά προτεραιότητα, από τους πρώην μισθωτούς της Brink’s. Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι, έως τις 31 Μαρτίου 2006, η Group 4 Falck είχε επαναπροσλάβει 56 από τους 173 μισθωτούς τους οποίους η Brink’s απασχολούσε για την εκτέλεση της συμβάσεως.

86      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Group 4 Falck παρέβη την οικεία λουξεμβουργιανή ρύθμιση και την οδηγία 2001/23, την οποία αυτή μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη, καθόσον επαναπροσέλαβε ορισμένους μόνον από τους πρώην μισθωτούς της, χωρίς να διασφαλίσει τη διατήρηση των δικαιωμάτων τους. Επομένως, η άρνηση της Επιτροπής να ανακαλέσει την απόφαση περί αναθέσεως, παρά τα στοιχεία που έθεσε υπόψη της η προσφεύγουσα, είναι παράνομη.

87      Η Επιτροπή αμφισβητεί ότι ο νόμος που επικαλείται η προσφεύγουσα έχει εφαρμογή στην υπό κρίση υπόθεση, για τον λόγο ότι, κατά την άποψή της, δεν συντρέχει εν προκειμένω μεταβίβαση επιχειρήσεως. Επικουρικώς ισχυρίζεται ότι, ακόμη και αν υπήρξε μεταβίβαση επιχειρήσεως, η Επιτροπή ήταν αδύνατο να το γνωρίζει κατά τον χρόνο της προπαρασκευής του διαγωνισμού.

88      Η Group 4 Falck συμμερίζεται την άποψη της Επιτροπής ότι ο νόμος της 19ης Δεκεμβρίου 2003 δεν έχει εφαρμογή. Υποστηρίζει επίσης ότι, δεδομένου ότι η επαναπρόσληψη σημαντικού τμήματος του προσωπικού συνιστά αποφασιστική προϋπόθεση της μεταβιβάσεως επιχειρήσεως και η συγγραφή υποχρεώσεων δεν επιβάλλει σχετική υποχρέωση, η οδηγία 2001/23 δεν είχε a priori εφαρμογή.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

89      Κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2001/23, την οποία μετέφερε στο λουξεμβουργιανό δίκαιο το άρθρο 1 του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003 που επικαλείται η προσφεύγουσα, η εν λόγω οδηγία «εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε μεταβίβαση επιχείρησης, εγκατάστασης ή τμήματος επιχείρησης ή εγκατάστασης σε άλλον εργοδότη, ως αποτέλεσμα [συμβατικής] μεταβίβασης ή συγχώνευσης».

90      Κατά την παράγραφο 1, στοιχείο β΄, του άρθρου αυτού, «θεωρείται ως μεταβίβαση, κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, η μεταβίβαση μιας οικονομικής οντότητας που διατηρεί την ταυτότητά της, η οποία νοείται ως σύνολο οργανωμένων πόρων με σκοπό την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας, είτε κυρίας είτε δευτερεύουσας».

91      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το αποφασιστικό κριτήριο για τη διαπίστωση της υπάρξεως μεταβιβάσεως, κατά την έννοια της οδηγίας 2001/23, είναι το αν η οικεία οικονομική οντότητα διατηρεί την ταυτότητά της, πράγμα που προκύπτει, μεταξύ άλλων, από την πραγματική συνέχιση της εκμεταλλεύσεως ή την ανάληψη αυτής (βλ., κατ’ αναλογία, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 18ης Μαρτίου 1986, 24/85, Spijkers, Συλλογή 1986, σ. 1119, σκέψεις 11 και 12, και της 11ης Μαρτίου 1997, C‑13/95, Süzen, Συλλογή 1997, σ. I‑1259, σκέψη 10).

92      Το γεγονός και μόνον ότι η υπηρεσία που παρέχουν τόσο ο παλαιός όσο και ο νέος ανάδοχος είναι ομοειδής δεν συνεπάγεται ότι συντρέχει μεταβίβαση οικονομικής οντότητας από τη μία επιχείρηση σε εκείνη που τη διαδέχεται. Πράγματι, μια τέτοια οντότητα δεν μπορεί να ταυτίζεται αποκλειστικώς με τη δραστηριότητα που ασκεί. Η ταυτότητά της είναι σύνθεση και άλλων στοιχείων, όπως το προσωπικό της, η στελέχωσή της, η οργάνωση των εργασιών της, οι μέθοδοί της εκμεταλλεύσεως ή και, ενδεχομένως, τα μέσα εκμεταλλεύσεως που έχει στη διάθεσή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 1998, C‑173/96 και C‑247/96, Hidalgo κ.λπ., Συλλογή 1998, σ. I‑8237, σκέψη 30).

93      Επομένως, κατά το μέτρο που σε τομείς όπως η φύλαξη κτιρίων, όπου η δραστηριότητα στηρίζεται κυρίως στο εργατικό δυναμικό, ένα σύνολο εργαζομένων τους οποίους ενώνει σταθερά μια κοινή δραστηριότητα μπορεί να συνιστά οικονομική οντότητα, μια τέτοια οντότητα μπορεί να διατηρεί την ταυτότητά της και μετά τη μεταβίβασή της, όταν ο νέος ανάδοχος δεν περιορίζεται απλώς στη συνέχιση της οικείας δραστηριότητας, αλλά αναπροσλαμβάνει επίσης σημαντικό τμήμα, από άποψη αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού που ο προκάτοχός του απασχολούσε για την εκτέλεση της συμβάσεως αυτής (απόφαση Hidalgo κ.λπ., σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 32).

94      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως από τον παλαιό στον νέο ανάδοχο εξηρτάτο από την ενδεχόμενη επαναπρόσληψη, εκ μέρους του νέου αναδόχου, σημαντικού τμήματος, από απόψεως αριθμού και ικανοτήτων, του προσωπικού στο οποίο η προσφεύγουσα είχε αναθέσει την εκτέλεση της συμβάσεως. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση, ούτε κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού ούτε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως, να γνωρίζει αν συνέτρεχαν οι σχετικές με τα πραγματικά περιστατικά προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, η οποία θα συνεπαγόταν την εφαρμογή του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003 περί μεταφοράς της οδηγίας 2001/23 στην εσωτερική έννομη τάξη.

95      Εξάλλου, η επιστολή της 14ης Δεκεμβρίου 2005, στην οποία παραπέμπει η προσφεύγουσα καθόσον η Group 4 Falck εκδήλωσε με το εν λόγω έγγραφο τη βούλησή της να προσλάβει επιπλέον 40 άτομα, κατά προτεραιότητα, από τους μισθωτούς στους οποίους η Brink’s είχε αναθέσει την εκτέλεση της συμβάσεως που είχε συνάψει με την Επιτροπή, εκφράζει απλώς και μόνο μια πρόθεση. Η επιστολή αυτή δεν μπορεί να εξομοιωθεί με επαναπρόσληψη σημαντικού, από απόψεως αριθμού και ικανοτήτων, τμήματος του προσωπικού (173 ατόμων) το οποίο η Brink’s απασχολούσε για την εκτέλεση της συμβάσεως που είχε συνάψει, ήτοι με την προϋπόθεση που πρέπει, κατά τη νομολογία, να πληρούται προκειμένου να συντρέχει μεταβίβαση επιχειρήσεως (βλ., επ’ αυτού, απόφαση Hidalgo κ.λπ., σκέψη 92 ανωτέρω, σκέψη 32).

96      Επιπλέον, η πρόθεση αυτή εκφράστηκε κατόπιν τόσο της υποβολής της προσφοράς της Group 4 Falck όσο και της εκδόσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως. Όμως, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 230 ΕΚ, η νομιμότητα μιας κοινοτικής πράξεως πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίσταντο την ημερομηνία εκδόσεως της πράξεως αυτής (απόφαση France κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 7· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 25ης Ιουνίου 1998, T‑371/94 και T‑394/94, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑2405, σκέψη 81, και της 14ης Ιανουαρίου 2004, T‑109/01, Fleuren Compost κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑127, σκέψη 50) και με τα πληροφοριακά στοιχεία που μπορούσε να έχει στη διάθεσή του το οικείο κοινοτικό όργανο όταν την εξέδωσε (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 24ης Σεπτεμβρίου 2002, C‑74/00 P και C‑75/00 P, Falck και Acciaierie di Bolzano κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. I‑7869, σκέψη 168). Συνεπώς, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί ενώπιον του κοινοτικού δικαστή πραγματικά στοιχεία μεταγενέστερα της αποφάσεως περί αναθέσεως, ούτε στοιχεία τα οποία δεν μπορούσε να γνωρίζει η Επιτροπή κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής. Το ίδιο ισχύει και για τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας ότι η Group 4 Falck είχε επαναπροσλάβει, έως τις 31 Μαρτίου 2006, 56 από τους 173 μισθωτούς που απασχολούσε η προσφεύγουσα για την εκτέλεση της συμβάσεως.

97      Επομένως, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα πραγματικά περιστατικά που απαιτούνται προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως δεν συνέτρεχαν ούτε κατά την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς της Group 4 Falck, ήτοι στις 12 Οκτωβρίου 2005, ούτε κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως.

98      Εξάλλου, παρέλκει η απόφανση επί της αιτιάσεως της προσφεύγουσας περί παράνομου χαρακτήρα της αρνήσεως της Επιτροπής να ανακαλέσει την απόφαση περί αναθέσεως, δεδομένου ότι, αφενός, δεν υφίσταται εν προκειμένω σιωπηρή αρνητική απόφαση και, αφετέρου, τα αιτήματα της προσφεύγουσας περί ακυρώσεως των εγγράφων της Επιτροπής της 7ης και της 14ης Δεκεμβρίου 2005 είναι απαράδεκτα, πλην εκείνου που αφορά την απόρριψη της αιτήσεως γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως.

99      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

100    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το πρώτο σκέλος είναι απορριπτέο.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά έλλειψη νομιμότητας της συγγραφής υποχρεώσεων της Επιτροπής

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

101    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν περιέλαβε στη συγγραφή υποχρεώσεων που κοινοποιήθηκε στους διαγωνιζομένους κατάλογο με τα ονόματα των μισθωτών και με τους όρους των συμβάσεών τους. Ελλείψει τέτοιου καταλόγου, δεν ήταν δυνατόν οι προσφορές που υπέβαλαν οι διαγωνιζόμενοι να προβλέπουν την επαναπρόσληψη των μισθωτών αυτών.

102    Η Επιτροπή εκτιμά ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται η ύπαρξη μεταβιβάσεως επιχειρήσεως, τούτο δεν συνεπάγεται ότι η αναθέτουσα αρχή οφείλει να επιβάλει υποχρέωση επαναπροσλήψεως με τη συγγραφή υποχρεώσεων.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

103    Δυνάμει των αρχών της χρηστής διοικήσεως και της αγαστής συνεργασίας μεταξύ κοινοτικών οργάνων και κρατών μελών, τα εν λόγω όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν ότι οι όροι διαγωνισμού δεν παρακινούν όσους προτίθενται ενδεχομένως να υποβάλουν προσφορά να παραβούν την εθνική νομοθεσία που έχει εφαρμογή στη δραστηριότητα την οποία ασκούν (βλ., επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T‑139/99, AICS κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2849, σκέψη 41).

104    Εν προκειμένω, το γεγονός ότι δεν περιελήφθη κατάλογος των μισθωτών της Brink’s στη συγγραφή υποχρεώσεων δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά παρακίνηση είτε προς τους διαγωνιζομένους είτε προς την αναθέτουσα αρχή να παραβούν την εθνική νομοθεσία περί της διατηρήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Η Επιτροπή δεν επέβαλε με τη συγγραφή υποχρεώσεων κάποιον όρο που θα συνεπαγόταν, κατ’ ανάγκην, παράβαση του νόμου της 19 Δεκεμβρίου 2003, αποκλείοντας οποιοδήποτε ενδεχόμενο επαναπροσλήψεως σε περίπτωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως. Οι μόνοι όροι της συγγραφής υποχρεώσεων που αφορούν το προσωπικό, δηλαδή η απαίτηση ελάχιστης επαγγελματικής πείρας ενός, τριών ή πέντε ετών αναλόγως της θέσεως που κατέχει ο υπάλληλος και η απαίτηση να έχει περατώσει το 10 % των υπαλλήλων ασφαλείας βασική εκπαίδευση εθελοντή για παροχή πρώτων βοηθειών και/ή πυρόσβεση, δεν παρακωλύουν την τήρηση υποχρεώσεως που ενδέχεται να επιβάλλει ο νόμος της 19ης Δεκεμβρίου 2003 στον ανάδοχο να επαναπροσλάβει τους υπαλλήλους που απασχολούσε η Brink’s για την εκτέλεση της συμβάσεως επιτηρήσεως.

105    Εξάλλου, η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε ρητώς ότι ο ανάδοχος πρέπει, κατά τον χρόνο συνάψεως της συμβάσεως, να ανταποκρίνεται σε όλες τις απαιτήσεις των σχετικών ρυθμίσεων του λουξεμβουργιανού δικαίου, καλώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τους διαγωνιζομένους να είναι βέβαιοι ότι τηρούν την ισχύουσα εθνική νομοθεσία.

106    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η αιτίαση που προέβαλε η προσφεύγουσα, σχετικά με την παράλειψη της καταγραφής των ονομάτων των μισθωτών σε κατάλογο εντός της συγγραφής υποχρεώσεων, είναι απορριπτέα.

 Επί του πρώτου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

107    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, επιβάλλοντας ως όριο για την ελάχιστη απαιτούμενη προϋπηρεσία το ένα έτος, την έφερε σε μειονεκτική θέση καθόσον η προσφεύγουσα, ως προηγούμενος ανάδοχος ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 70, απασχολεί σημαντικό αριθμό μισθωτών των οποίων η προϋπηρεσία υπερβαίνει το ένα έτος και συνεπάγεται, από απόψεως των μισθών που καταβάλλει η προσφεύγουσα, μια ορισμένη επιβάρυνση από την οποία ήσαν απαλλαγμένες οι προσφορές των λοιπών διαγωνιζομένων. Συνεπώς, ακόμη και αν δεν προβλεπόταν υποχρέωση του νέου αναδόχου να επαναπροσλάβει το σύνολο των μισθωτών της Brink’s στους οποίους είχε ανατεθεί η εκτέλεση της συμβάσεως, διατηρώντας παράλληλα τα δικαιώματά τους, η Επιτροπή όφειλε να την επιβάλει προς αποτροπή του ενδεχομένου προσβολής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

108    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιβολή της υποχρεώσεως επαναπροσλήψεως δεν θα εμπόδιζε τους λοιπούς διαγωνιζομένους να προτείνουν χαμηλότερες τιμές, βελτιστοποιώντας άλλες πτυχές των προσφορών τους.

109    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προϋπόθεση της επαγγελματικής πείρας ενός έτους για τους υπαλλήλους αποτελεί μια απαίτηση που όχι μόνον είναι ρεαλιστική και προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της αποστολής της επιτηρήσεως των κτιρίων της, αλλά επιπλέον συνέβαλε στην αύξηση, κατά το μέγιστο δυνατό βαθμό, του ανταγωνισμού για την επίδικη σύμβαση.

110    Προσθέτει ότι τυχόν απαίτηση πιο μακρόχρονης επαγγελματικής πείρας, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα μισθοδοτικά βάρη της Brink’s, θα συνιστούσε διάκριση εις βάρος των λοιπών διαγωνιζομένων.

111    Η Επιτροπή υποστηρίζει, εξάλλου, ότι το λουξεμβουργιανό δίκαιο δεν της παρείχε την εξουσία να επιβάλει υποχρέωση επαναπροσλήψεως του προσωπικού.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

112    Κατά το άρθρο 89, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού, όλες οι δημόσιες συμβάσεις που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή εν μέρει από τον προϋπολογισμό πρέπει να είναι σύμφωνες με τις αρχές της διαφάνειας, της αναλογικότητας, της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

113    Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η αναθέτουσα αρχή οφείλει να τηρεί, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας του διαγωνισμού, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων και να μεριμνά, κατά συνέπεια, για τη διασφάλιση ίσων ευκαιριών για όλους τους διαγωνιζομένους (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C‑496/99 P, Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, Συλλογή 2004, σ. I‑3801, σκέψη 108· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, T‑203/96, Embassy Limousines & Services κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑4239, σκέψη 85, και της 12ης Ιουλίου 2007, T‑250/05, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 45).

114    Η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, η οποία έχει ως σκοπό να ευνοήσει την ανάπτυξη υγιούς και πραγματικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων που μετέχουν σε διαγωνισμό, επιβάλλει όπως όλοι οι διαγωνιζόμενοι έχουν ίσες ευκαιρίες όταν διατυπώνουν τους όρους των προσφορών τους και, επομένως, συνεπάγεται ότι ισχύουν οι ίδιες προϋποθέσεις για όλους τους διαγωνιζομένους (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Μαρτίου 2008, T‑332/03, European Network κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 125 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

115    H αρχή της διαφάνειας, η οποία συνιστά αναγκαίο παρακολούθημα της προαναφερθείσας αρχής, έχει κατ’ ουσίαν ως σκοπό τον αποκλεισμό του κινδύνου ευνοιοκρατίας και καταχρήσεως εκ μέρους της αναθέτουσας αρχής. Προϋποθέτει ότι όλοι οι όροι και οι λεπτομέρειες διεξαγωγής της διαδικασίας αναθέσεως πρέπει να διατυπώνονται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία στην προκήρυξη του διαγωνισμού ή στη συγγραφή υποχρεώσεων (απόφαση Επιτροπή κατά CAS Succhi di Frutta, σκέψη 113 ανωτέρω, σκέψη 111).

116    Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 131, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, των κανόνων εφαρμογής προβλέπει ότι «[ο]ι τεχνικές προδιαγραφές πρέπει να επιτρέπουν την επί ίσοις όροις πρόσβαση των υποψηφίων και των προσφερόντων και να μην έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία αδικαιολόγητων προσκομμάτων στο άνοιγμα των συμβάσεων στον ανταγωνισμό».

117    Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ο διαγωνισμός δεν διασφάλιζε την ίση μεταχείριση των μετεχόντων, κατά το μέτρο που η συγγραφή υποχρεώσεων έθετε ως ελάχιστο όριο επαγγελματικής πείρας το ένα έτος.

118    Διαπιστώνεται ότι η προβλεπόμενη στο σημείο 21 της συγγραφής υποχρεώσεων προϋπόθεση της ελάχιστης επαγγελματικής πείρας ενός έτος για τους υπαλλήλους στον τομέα της φυλάξεως ισχύει για όλους τους διαγωνιζομένους αδιακρίτως.

119    Εξάλλου, η προϋπόθεση αυτή διατυπώνεται με σαφήνεια, ακρίβεια και χωρίς αμφισημία.

120    Επιπλέον, η απαίτηση ελάχιστης επαγγελματικής πείρας ενός έτους δεν φαίνεται ανεπαρκής, λαμβανομένων υπόψη των καθηκόντων επιτηρήσεως που καλούνται να εκπληρώσουν οι υπάλληλοι στο πλαίσιο της εκτελέσεως της επίδικης συμβάσεως. Επισημαίνεται ότι για τις θέσεις του επιστάτη και του επικεφαλής ομάδας η συγγραφή υποχρεώσεων απαιτεί ελάχιστη επαγγελματική πείρα πέντε ετών στον τομέα της φυλάξεως, εκ των οποίων τα δύο έτη τουλάχιστον σε θέση αρμοδίου για ομάδες φυλάξεως, και ελάχιστη επαγγελματική πείρα τριών ετών για τους χειριστές του κέντρου ασφαλείας. Συνεπώς, οι διατάξεις της συγγραφής υποχρεώσεων που αφορούν την επαγγελματική πείρα των υπαλλήλων αντανακλούν την πρόθεση της αναθέτουσας αρχής να προσαρμόσει τις σχετικές απαιτήσεις στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της προς πλήρωση θέσεως.

121    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι η απαίτηση ελάχιστης επαγγελματικής πείρας ενός έτους είναι επαρκής, λαμβανομένων υπόψη των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών των προς εκπλήρωση καθηκόντων.

122    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή, όπως και η ίδια υπογραμμίζει, θα είχε συντελέσει στη μείωση του αριθμού των πιθανών διαγωνιζομένων, αν επέβαλλε προϋπόθεση επαγγελματικής πείρας μεγαλύτερης του ενός έτους, και θα είχε ως εκ τούτου περιορίσει την ανάπτυξη πραγματικού ανταγωνισμού, χωρίς τούτο να δικαιολογείται, κατά τα φαινόμενα, από τις απαιτήσεις της προς εκπλήρωση αποστολής. Μια τέτοια προϋπόθεση θα συνιστούσε «αδικαιολόγητο πρόσκομμα στο άνοιγμα των διαγωνισμών» κατά την έννοια του άρθρου 131 των κανόνων εφαρμογής.

123    Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η οδηγία 2001/23, που μεταφέρθηκε στο λουξεμβουργιανό δίκαιο με τον νόμο της 19ης Δεκεμβρίου 2003, έχει ορισμένο πεδίο εφαρμογής. Δεν απέκειτο στην Επιτροπή, εφόσον δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τη διαπίστωση μεταβιβάσεως επιχειρήσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 89 έως 97), να επιβάλει υποχρέωση επαναπροσλήψεως. Πράγματι, η Επιτροπή δεν έχει την εξουσία να υποχρεώσει μια εταιρία να μεταφέρει συμβάσεις εργασίας, ούτε να προσλάβει πρόσωπα που δεν επέλεξε η ίδια.

124    Επομένως, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να επιβάλει, βάσει της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, ούτε απαίτηση ελάχιστης επαγγελματικής πείρας μεγαλύτερης του ενός έτους ούτε υποχρέωση επαναπροσλήψεως των υπαλλήλων που απασχολούσε η Brink’s για την εκτέλεση της συμβάσεως που είχε συνάψει. Κατά συνέπεια, ο παρών λόγος είναι απορριπτέος.

 γ)     Επί του τρίτου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, καθόσον η Group 4 Falck κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της

 Επιχειρήματα των διαδίκων

125    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Group 4 Falck κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με αυτήν, οι οποίες ενδεχομένως διευκόλυναν και ευνόησαν την παρεμβαίνουσα κατά την προετοιμασία της προσφοράς της. Αυτό συνιστά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, ειδικότερα δε της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων.

126    Οι ουσιώδεις αυτές πληροφορίες διαβιβάστηκαν από τη Securicor Luxembourg – νυν Brink’s – στην πρώην μητρική της εταιρία κατά τη συγχώνευση μεταξύ Group 4 Falck A/S και Securicor, σε απάντηση αιτήσεων παροχής πρόσθετων πληροφοριών που υπέβαλε η Επιτροπή κατόπιν της κοινοποιήσεως της συγκεντρώσεως. Επρόκειτο, μεταξύ άλλων, για τον κύκλο εργασιών της ανά πελάτες και ανά δραστηριότητες, για δεδομένα σχετικά με τις συμβάσεις, για καταλόγους πελατών, για πληροφορίες περί των συνδέσμων της, καθώς και για αναλύσεις τιμών, κόστους, περιθωρίων και κερδών. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή μπορούσε θεμιτώς να αγνοεί το γεγονός αυτό όταν επέλεξε τον ανάδοχο, όφειλε πάντως να ανακαλέσει την απόφαση αναθέσεως μόλις ενημερώθηκε σχετικώς από την προσφεύγουσα, με επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2005.

127    Η προσφεύγουσα υπογραμμίζει ότι το μέτρο περί αποκλεισμού της προσβάσεως σε πληροφορίες («ring fencing»), το οποίο προβλέφθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 για να διασφαλιστεί ότι η Group 4 Falck δεν θα μπορεί να αποκτήσει πρόσβαση σε επιχειρηματικά απόρρητα, τεχνογνωσία, στοιχεία εμπορικής φύσεως και κάθε άλλη εμπιστευτική πληροφορία σχετική με μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού και, επομένως, να τα χρησιμοποιήσει, τέθηκε σε εφαρμογή μόλις κατά την ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως αυτής.

128    Η Επιτροπή φρονεί ότι δεν συντρέχει προσβολή της αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων απλώς και μόνο για τον λόγο ότι ένας από τους διαγωνιζομένους έχει στη διάθεση του ορισμένες πληροφορίες, έστω και εμπιστευτικής φύσεως, τις οποίες δεν γνωρίζουν οι λοιποί διαγωνιζόμενοι. Υποστηρίζει ότι δεν είναι υποχρεωμένη να ελέγχει συστηματικώς κατά πόσον οι πληροφορίες που διαθέτουν οι διαγωνιζόμενοι είναι εμπιστευτικής φύσεως.

129    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να πιστεύει, κατά τον χρόνο της κατακυρώσεως της συμβάσεως, ότι ο ανάδοχος διέθετε εμπιστευτικές πληροφορίες, δεδομένου ότι από της εκδόσεως της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 εφαρμοζόταν το μέτρο περί αποκλεισμού της προσβάσεως σε τέτοιες πληροφορίες. Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι είχαν περιέλθει σε γνώση της Group 4 Falck εμπιστευτικές πληροφορίες.

130    Η παρεμβαίνουσα δηλώνει ότι ουδέποτε έλαβε πληροφορίες για την προσφεύγουσα ή για την επίδικη σύμβαση ούτε από τη μητρική της εταιρία, τη Group 4 Falck A/S, ούτε από την εταιρία που προέκυψε από τη συγχώνευση των δύο ομίλων, δηλαδή την εταιρία Group 4 Securicor plc, και μάλιστα ούτε πριν ούτε μετά τη συγχώνευση. Επισημαίνει ότι, εν πάση περιπτώσει, οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν, κατά την προσφεύγουσα, ήταν τόσο γενικές ώστε στερούνταν κάθε πρακτικής χρησιμότητας για την υποβληθείσα προσφορά, κατά το μέτρο που δεν περιελάμβαναν βασικά δεδομένα όπως λεπτομερή κατάλογο των δαπανών (μισθοί, ποσοστό απουσιών, έξοδα πλαισιώσεως και καταρτίσεως) και στοιχεία για το περιθώριο κέρδους στο πλαίσιο της επίδικης συμβάσεως. Επιπλέον, οι διαβιβασθείσες πληροφορίες ήσαν παλαιές και παρωχημένες, λαμβανομένων υπόψη των μεταβολών που επήλθαν κατόπιν της ενσωματώσεως της προσφεύγουσας στον όμιλο Brink’s Inc. και των σημαντικών διαφορών μεταξύ του επίμαχου διαγωνισμού και εκείνου που είχε προηγηθεί (εκ νέου καθορισμός των κατηγοριών των υπαλλήλων και των καθηκόντων που τους ανατίθενται, νέες υποχρεώσεις επιμορφώσεως και ενισχυμένα μέτρα όσον αφορά το υλικό).

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

131    Πρέπει να διαπιστωθεί αν η Group 4 Falck είχε στη διάθεσή της εμπιστευτικές πληροφορίες οι οποίες θα μπορούσαν να την ευνοήσουν αποφασιστικά κατά την προετοιμασία της προσφοράς που υπέβαλε. Προς τούτο, απαιτείται να εξεταστεί, αφενός, αν διαβιβάστηκαν ουσιώδεις πληροφορίες τέτοιου είδους από την προσφεύγουσα κατά την κοινοποίηση της συγκεντρώσεως και, αφετέρου, αν οι πληροφορίες αυτές γνωστοποιήθηκαν ακολούθως στη Group 4 Falck από τη μητρική της εταιρία και χρησιμοποιήθηκαν από τη Group 4 Falck κατά την προετοιμασία της προσφοράς της.

132    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι είχε διαβιβάσει στην πρώην μητρική της εταιρία, τη Securicor, ουσιώδεις πληροφορίες οι οποίες κατέληξαν στη 4 Falck. Προσκόμισε, σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, σειρά ηλεκτρονικών μηνυμάτων που εστάλησαν στη Securicor από τις 5 Μαρτίου 2004 έως τις 26 Απριλίου 2004 και περιέχουν, μεταξύ άλλων, πληροφορίες σχετικές με την αγορά της φυλάξεως κτιρίων στο Λουξεμβούργο, τον κύκλο εργασιών που πραγματοποιούν οι δέκα σπουδαιότερες συμβάσεις της προσφεύγουσας (με πρώτη όλων τη σύμβαση περί της φυλάξεως των χώρων της Επιτροπής) και τη διάρθρωση του κόστους, άμεσου και έμμεσου, της δραστηριότητάς της φυλάξεως. Στις πληροφορίες που διαβιβάστηκαν περιλαμβάνονταν και άλλα στοιχεία όπως, ο μέσος όρος διακοπών λόγω ασθενείας ή η σημασία των υπερωριών, καθώς και το περιθώριο κέρδους της προσφεύγουσας όσον αφορά τη δραστηριότητα της φυλάξεως.

133    Οι πληροφορίες αυτές, καθόσον αφορούν το σύνολο των δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας στον τομέα της φυλάξεως και όχι την επίδικη σύμβαση, δεν θα μπορούσαν να ευνοήσουν αποφασιστικά τον διαγωνιζόμενο που επιλέχθηκε, διότι δεν παρέχουν τη δυνατότητα επακριβούς υπολογισμού της τιμής της προσφοράς της προσφεύγουσας.

134    Εξάλλου, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι οι πληροφορίες αυτές προωθήθηκαν στη Group 4 Falck από τη μητρική της εταιρία και χρησιμοποιήθηκαν από τη Group 4 Falck κατά την προετοιμασία της προσφοράς της, κατά παράβαση των δηλώσεων περί τηρήσεως του απορρήτου, τις οποίες υπέγραψαν οι μισθωτοί της Group 4 Falck κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004.

135    Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα δεν ήσαν οι μοναδικές επιχειρήσεις που υπέβαλαν προσφορά. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο διαγωνιζόμενος που επιλέχθηκε είχε πράγματι στη διάθεσή του τις πληροφορίες αυτές, θα ήταν παρακινδυνευμένο για τον ίδιο να διατυπώσει την προσφορά του λαμβάνοντας υπόψη αποκλειστικώς και μόνον εκείνη της προσφεύγουσας, που δεν ήταν παρά μία από τις έξι διαγωνιζόμενες εταιρίες, και μάλιστα στηριζόμενος σε στοιχεία τα οποία ανάγονταν στο έτος 2004 και ήσαν, επομένως, προγενέστερα της αναλήψεως της Securicor Luxembourg –νυν Brink’s – από τον όμιλο Brink’s, που θα μπορούσε να έχει προχωρήσει, εν τω μεταξύ, σε σημαντικές αλλαγές όσον αφορά τη διαχείριση της επιχειρήσεως.

136    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε ότι διαβίβασε κατά την κοινοποίηση της πράξεως συγκεντρώσεως εμπιστευτικές πληροφορίες που θα μπορούσαν να ευνοήσουν τη Group 4 Falck κατά την προετοιμασία της προσφοράς της, ούτε ότι τέτοιες πληροφορίες προωθήθηκαν στη Group 4 Falck από τη μητρική της εταιρία και χρησιμοποιήθηκαν από την παρεμβαίνουσα στο πλαίσιο του διαγωνισμού .

137    Επομένως, ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 δ)     Επί του τετάρτου λόγου, που αφορά παράβαση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004

 Επιχειρήματα των διαδίκων

138    Με τον λόγο αυτόν, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση περί αναθέσεως είναι παράνομη για τον λόγο ότι, κατά την έκδοσή της, δεν ελήφθη υπόψη η απόφαση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004.

139    Η Επιτροπή επέτρεψε, με την απόφαση της 28ης Μαΐου 2004, τη συγχώνευση μεταξύ Group 4 Falck A/S και Securicor υπό την επιφύλαξη της μεταβιβάσεως ορισμένων στοιχείων του ενεργητικού, μεταξύ των οποίων και η Securicor Luxembourg, που μεταβιβάστηκε στον όμιλο Brink’s. Κατά την προσφεύγουσα, η κατακύρωση στη Group 4 Falck της επίδικης συμβάσεως, για το έργο το οποίο είχε προηγουμένως ανατεθεί στη Brink’s, είχε ως αποτέλεσμα να δοθεί στη Securicor η δυνατότητα να ανακτήσει τα μερίδια της αγοράς και τα στοιχεία του ενεργητικού που είχε μεταβιβάσει στο πλαίσιο της συγχωνεύσεως. Η ανάκτηση αυτή κατέστη δυνατή και λόγω του ότι κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες που περιήλθαν σε γνώση του ομίλου Group 4 Securicor κατά την κοινοποίηση της συγκεντρώσεως.

140    H Επιτροπή αμφισβητεί ότι συντρέχει οποιαδήποτε παράβαση της από 28 Μαΐου 2004 αποφάσεώς της, ιδίως δε των δεσμεύσεων που ανέλαβαν οι Group 4 Falck A/S και Securicor προκειμένου να επιτύχουν την έκδοση αποφάσεως με την οποία η Επιτροπή να κρίνει τη συγκέντρωση συμβατή με την κοινή αγορά.

141    H Επιτροπή υπογραμμίζει ότι δεν υπήρξε αθέτηση της περιεχομένης στην εν λόγω απόφαση δεσμεύσεως υπ’ αριθ. 10, κατά την οποία η Group 4 Falck Securicor όφειλε να απέχει, για έξι μήνες από της μεταβιβάσεως, από οποιαδήποτε ενέργεια που θα είχε ως αποτέλεσμα την απόσπαση της πελατείας των εταιριών που μεταβιβάστηκαν. Συγκεκριμένα, η προσφορά της Group 4 Falck υποβλήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2005, ήτοι μετά τη λήξη, στις 4 Μαρτίου 2005, της προθεσμίας των έξι μηνών από τη μεταβίβαση.

142    Κατά την περιεχόμενη στην απόφαση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 δέσμευση υπ’ αριθ. 9, η Group 4 Falck όφειλε επίσης να απέχει από ενέργειες που θα αφορούσαν την απόκτηση ή τη χρησιμοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με την προσφεύγουσα. Κατά την Επιτροπή, η Group 4 Falck δεν θα μπορούσε να αθετήσει τη δέσμευση αυτή, λαμβανομένου υπόψη του μέτρου περί αποκλεισμού της προσβάσεως σε ορισμένες πληροφορίες που τέθηκε σε εφαρμογή κατά την πραγματοποίηση της συγκεντρώσεως, όπως επιβεβαιώνεται και από την έκθεση του εντολοδόχου που είχε επιφορτιστεί με τον έλεγχο της τήρησης των δεσμεύσεων. Η Επιτροπή φρονεί ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι συντρέχει παράβαση των δεσμεύσεων που αναλήφθηκαν.

143    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει, με το υπόμνημα απαντήσεως, ότι το μέτρο περί αποκλεισμού της προσβάσεως σε ορισμένες πληροφορίες τέθηκε σε εφαρμογή μετά την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 και αφορά μόνον τη διαβίβαση πληροφοριών από την ημερομηνία αυτή και εντεύθεν, ενώ οι σχετικές με την επίδικη σύμβαση πληροφορίες γνωστοποιήθηκαν στην παρεμβαίνουσα πριν από την ημερομηνία αυτή.

144    Προσθέτει επίσης ότι, αν είχε τηρηθεί το χρονοδιάγραμμα που προέβλεπε η προκαταρκτική ενημέρωση, η Group 4 Falck δεν θα είχε δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία του διαγωνισμού, λαμβανομένης υπόψη της προθεσμίας των έξι μηνών που τάχθηκε με τη δέσμευση υπ’ αριθ. 10.

145    H Επιτροπή υπογραμμίζει ότι η ημερομηνία δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού που ανακοινώνεται με την προκαταρκτική ενημέρωση αποτελεί εκτίμηση και έχει απλώς ενδεικτικό χαρακτήρα. Εξηγεί ότι η προπαρασκευή του διαγωνισμού διήρκεσε περισσότερο απ’ όσο υπολόγιζε αρχικώς, διότι αφορούσε διάφορα όργανα της Κοινότητας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

146    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας, ότι η σύναψη της επίδικης συμβάσεως με τη Group 4 Falck είχε ως αποτέλεσμα να ανακτήσει ο όμιλος που προέκυψε από τη συγχώνευση τα μερίδια αγοράς και, επομένως, τα στοιχεία του ενεργητικού που μεταβιβάστηκαν, δεν πρέπει να γίνει δεκτό. Ο σκοπός της επιβληθείσας με την από 28 Μαΐου 2004 απόφαση της Επιτροπής μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού της Securicor επί της οικείας αγοράς, που αφορά τη φύλαξη κτιρίων στο Λουξεμβούργο, ήταν να αποτραπεί το ενδεχόμενο δημιουργίας δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά αυτή λόγω της συγκεντρώσεως. Σκοπός της μεταβιβάσεως αυτής δεν ήταν να απαγορευτεί στον όμιλο που προέκυψε από τη συγχώνευση να συνθέσει εκ νέου τα μερίδιά του στην οικεία αγορά, εφόσον αυτή η ανασύσταση συνιστά απόρροια ελεύθερου ανταγωνισμού, όπως συμβαίνει εν προκειμένω. Η προτεινόμενη από την προσφεύγουσα ερμηνεία της μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού που επιβλήθηκε με την απόφαση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 θα προκαλούσε στρέβλωση του ανταγωνισμού, παγιώνοντας, κατά τρόπο αμετάκλητο, το μερίδιο το οποίο κατέχει η θυγατρική του ομίλου που προέκυψε από τη συγχώνευση στην οικεία αγορά.

147    Όσον αφορά την αθέτηση της υπ’ αριθ. 9 δεσμεύσεως περί απαγορεύσεως της προσβάσεως σε εμπιστευτικές πληροφορίες και της χρησιμοποιήσεώς τους, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα πραγματικό ή αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι συντρέχει παράβαση της δεσμεύσεως αυτής.

148    Ούτε η δέσμευση που περιέχεται στην απόφαση της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004 υπ’ αριθ. 10 και αφορά την αποχή της Group 4 Falck από κάθε ενέργεια που θα αποσκοπούσε στην απόσπαση των πρώην πελατών της (μεταξύ των οποίων και η Επιτροπή) για περίοδο έξι μηνών από της μεταβιβάσεως, ήτοι έως τις 4 Σεπτεμβρίου 2005, έχει παραβιαστεί εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η υποβολή και μόνον επίσημης προσφοράς μπορεί να θεωρηθεί ενέργεια που αποσκοπεί στην απόσπαση πελατείας, όσον αφορά σύμβαση που αποτελεί αντικείμενο διαγωνισμού. Όμως, η προσφορά της Group 4 Falck υποβλήθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2005, μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας. Συναφώς, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως ενέργειες που αποσκοπούν στην απόσπαση πελατείας ούτε το αίτημα που διατύπωσε η Group 4 Falck στις 25 Μαρτίου 2005, ζητώντας να πληροφορηθεί την ημερομηνία κατά την οποία θα ήταν διαθέσιμη η συγγραφή υποχρεώσεων, ούτε η αίτηση που κατέθεσε την 1η Σεπτεμβρίου 2005 για να της γνωστοποιηθούν οι όροι του διαγωνισμού.

149    Εξάλλου, το επιχείρημα που αντλεί η προσφεύγουσα από τη χρονική απόκλιση μεταξύ της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού και της ημερομηνίας που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι, η ημερομηνία που ανακοινώνεται με την προκαταρκτική ενημέρωση στηρίζεται σε εκτίμηση και δεν δεσμεύει την αναθέτουσα αρχή.

150    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο παρών λόγος είναι απορριπτέος.

 ε)     Επί του πέμπτου λόγου, που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

151    Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ, το άρθρο 12, παράγραφος 1, της οδηγίας 92/50/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 18ης Ιουνίου 1992, για το συντονισμό των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων υπηρεσιών (ΕΕ L 209, σ. 1), το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής.

152    Κατά την άποψη της προσφεύγουσας, απλώς και μόνον η γνωστοποίηση των βαθμών που απονεμήθηκαν για κάθε ένα από τα κριτήρια αναθέσεως στη Group 4 Falck και στην ίδια αντιστοίχως, χωρίς καμία διευκρίνιση σχετική με τη μέθοδο αξιολογήσεως και με την εφαρμογή της στην πράξη, συνιστά ανεπαρκή αιτιολογία. Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι κατέστησε σαφές στην Επιτροπή, με την επιστολή της 8ης Δεκεμβρίου 2005, ότι θεωρούσε ανεπαρκή την αιτιολογία που είχε παράσχει.

153    Η προσφεύγουσα φρονεί ότι η απάντηση που έδωσε η Επιτροπή με την από 14 Δεκεμβρίου 2005 επιστολή της, με την οποία την ενημέρωσε απλώς ότι η Group 4 Falck είχε προσκομίσει επαρκή αριθμό αποδεικτικών εγγράφων, είναι απαράδεκτη για ένα όργανο που υπέχει υποχρέωση διαφάνειας.

154    Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμά της προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων, καθόσον δεν της κοινοποίησε τα έγγραφα που προσκόμισε η Group 4 Falck για να αποδείξει ότι συντρέχουν τα απαιτούμενα κατά τη συγγραφή υποχρεώσεων στοιχεία. Επιπλέον, η άρνηση της Επιτροπής να της διαβιβάσει τα εν λόγω έγγραφα δεν στηρίζεται σε κανένα θεμιτό λόγο. Κατά την άποψή της, η Επιτροπή θα μπορούσε να της κοινοποιήσει τα έγγραφα με τρόπο που να διασφαλίζει την ανωνυμία των εμπλεκομένων.

155    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση περί αναθέσεως και την απορριπτική απόφαση, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας περί της εκτάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως των πράξεων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων.

156    Προσθέτει ότι, εφόσον η αιτιολογία ήταν επαρκής, δεν όφειλε να κοινοποιήσει τα αποδεικτικά έγγραφα που προσκόμισε η Group 4 Falck στο πλαίσιο της υποβολής της προσφοράς της.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

157    Προκαταρκτικώς, πρέπει να τονιστεί ότι η προσφεύγουσα επιβεβαίωσε, με την απάντησή της σε γραπτή ερώτηση του Πρωτοδικείου, ότι ο παρών λόγος, παρά τον τίτλο που φέρει, αφορά απλώς και μόνον παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

158    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και πρέπει να προκύπτει από αυτήν κατά τρόπο σαφή και δίχως αμφισημία η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εκδίδει την πράξη, ώστε οι μεν ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval et Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 14ης Ιουλίου 1995, T‑166/94, Koyo Seiko κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1995, σ. II‑2129, σκέψη 103, και της 8ης Μαΐου 1996, T‑19/95, Adia Interim κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. II‑321, σκέψη 32).

159    Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, η υποχρέωση αιτιολογήσεως της απορρίψεως της προσφοράς της, την οποία υπέχει η Επιτροπή, δεν απορρέει εν προκειμένω από την οδηγία 92/50. Όπως υπενθυμίστηκε στις ανωτέρω σκέψεις 1 έως 3, οι ρυθμίσεις που ασκούν επιρροή και έχουν εφαρμογή εν προκειμένω είναι ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής, ειδικότερα δε οι διατάξεις του άρθρου 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 149 των κανόνων εφαρμογής, οι οποίες ρυθμίζουν τα σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει το αρμόδιο κοινοτικό όργανο στο πλαίσιο διαδικασίας συνάψεως δημοσίων συμβάσεων.

160    Πάντως, από τις διατάξεις αυτές καθώς και από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή εκπληρώνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως εφόσον, κατ’ αρχάς, ενημερώσει αμέσως τους διαγωνιζομένους που αποκλείστηκαν για την απόρριψη της προσφοράς τους και, εν συνεχεία, γνωστοποιήσει στους διαγωνιζομένους, οι οποίοι υπέβαλαν παραδεκτή προσφορά και το ζητούν ρητώς, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς που επιλέχθηκε, καθώς και το όνομα του αναδόχου εντός δεκαπέντε ημερών από την παραλαβή γραπτής αιτήσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2008, T‑465/04, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

161    Αυτή η προσέγγιση συνάδει με τον σκοπό της επιβαλλομένης από το άρθρο 253 EK υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

162    Κατά συνέπεια, προκειμένου να διαπιστωθεί εν προκειμένω αν η Επιτροπή τήρησε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, πρέπει να εξεταστούν η απόφαση περί αναθέσεως και η απορριπτική απόφαση, καθώς και τα έγγραφα της Επιτροπής της 5ης, της 7ης και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, τα οποία εστάλησαν στην προσφεύγουσα ως απάντηση στα ρητά αιτήματα που είχε υποβάλει με τις επιστολές της 1ης, της 5ης και της 8ης Δεκεμβρίου 2005, ζητώντας πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις ως άνω δύο αποφάσεις.

163    Στην απορριπτική απόφαση, η Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού, εξέθεσε τους λόγους απορρίψεως της προσφοράς της προσφεύγουσας, δηλαδή εξήγησε ότι η προσφορά της δεν έλαβε τον υψηλότερο βαθμό κατόπιν της τελικής αξιολογήσεως. Πληροφόρησε επίσης την προσφεύγουσα ότι είχε δικαίωμα να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες περί των λόγων απορρίψεως της προσφοράς της και, εφόσον επρόκειτο για παραδεκτή προσφορά, να ζητήσει να της γνωστοποιηθούν τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς που επιλέχθηκε, καθώς και το όνομα του αναδόχου.

164    Όσον αφορά τα έγγραφα της 5ης, της 7ης και της 14 Δεκεμβρίου 2005, υπογραμμίζεται εκ προοιμίου ότι η Επιτροπή απάντησε στις από 1, 5 και 8 Δεκεμβρίου 2005 γραπτές αιτήσεις της προσφεύγουσας, τηρώντας την ανώτατη προθεσμία των δεκαπέντε ημερολογιακών ημερών από της παραλαβής των εν λόγω αιτήσεων, όπως προβλέπει το άρθρο 149, παράγραφος 3, των κανόνων εφαρμογής.

165    Το έγγραφο της 5ης Δεκεμβρίου 2005 είχε ως εξής:

«[…]

Η συγγραφή υποχρεώσεων προέβλεπε την κατακύρωση της συμβάσεως στην πλέον συμφέρουσα από οικονομική άποψη προσφορά, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναλυόταν λεπτομερώς εκεί.

Η σύμβαση που αποτελεί το αντικείμενο του διαγωνισμού κατακυρώνεται […] στην εταιρία:

[Group 4 Falck]

[…]

Η σύγκριση της αξιολογήσεως της προσφοράς σας σε σχέση με εκείνη του αναδόχου αναπαριστάται με λεπτομέρειες στον παρακάτω πίνακα:

 

Group Falck 4

[Brink’s]

Ποιοτική αξιολόγηση

30/30

30/30

Χρηματοοικονομική αξιολόγηση

70/70

68,67/70

Τελική αξιολόγηση

100/100

98,67/100

ΚΑΤΑΤΑΞΗ

1

2


[…]»

166    Το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2005, το οποίο περιείχε πολλές πληροφορίες ως απάντηση προς τις διευκρινίσεις που ζήτησε η προσφεύγουσα, ανέφερε μεταξύ άλλων τα εξής:

«[…]

Ως συμπλήρωμα στο περιεχόμενο της προηγούμενης επιστολής μας, σας παραθέτουμε αμέσως κατωτέρω τις εξής πρόσθετες πληροφορίες όσον αφορά την ποιοτική αξιολόγηση των προσφορών:

Ποιοτική αξιολόγηση

Group 4 Falck

[Brink’s]

Κριτήριο 26: Οργανωτικά μέτρα προς διασφάλιση της παροχής των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης

10/10

10/10

Κριτήριο 27: Οργανωτικά μέτρα – χρόνος κινητοποίησης ενός αποτελεσματικού μηχανισμού σε περιπτώσεις διαφόρων εκδηλώσεων ή γεγονότων εκτός τακτικού προγράμματος ή κάθε μεταβολής σχετικής με τα μέσα φύλαξης

10/10

10/10

Κριτήριο 28: Βασική εκπαίδευση εθελοντή για παροχή πρώτων βοηθειών και/ή πυρόσβεση

10/10

10/10

ΣΥΝΟΛΟ

30/30

30/30


Όσον αφορά τα κριτήρια 26 και 27, οι παρουσιάσεις τόσο της Brink’s όσο και της Group 4 Falck κρίθηκαν πλήρεις και απολύτως ικανοποιητικές. Συνεπώς, αξίζουν τον ανώτατο βαθμό, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναλύθηκε λεπτομερώς στη συγγραφή υποχρεώσεων.

Όσον αφορά το κριτήριο 28, η Group 4 Falck προσκόμισε επαρκή αριθμό αποδεικτικών εγγράφων, ώστε να δικαιολογείται η βαθμολόγησή της με 10 ως προς αυτό το κριτήριο.

Για λόγους απορρήτου της προσφοράς του ανταγωνιστή σας, δεν μας επιτρέπεται να υπεισέλθουμε σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το περιεχόμενό της.

[…]»

167    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή, προσδιορίζοντας με τα έγγραφα αυτά τόσο το όνομα του αναδόχου όσο και τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της επιλεγείσας προσφοράς σε σχέση με την προσφορά της προσφεύγουσας από απόψεως των κριτηρίων αναθέσεως που καθορίστηκαν στη συγγραφή υποχρεώσεων, αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον την απόρριψη της προσφοράς της προσφεύγουσας.

168    Πρώτον, η Επιτροπή δεν γνωστοποίησε απλώς στην προσφεύγουσα τη συνολική βαθμολογία καθεμίας από τις δύο επίμαχες προσφορές, δεδομένου ότι οι πίνακες που διαβίβασε στην προσφεύγουσα της παρείχαν τη δυνατότητα να συγκρίνει απευθείας, για κάθε κριτήριο, τον βαθμό που της απονεμήθηκε με εκείνον που έλαβε ο διαγωνιζόμενος που επιλέχθηκε. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα μπορούσε, βάσει του πρώτου πίνακα, να αντιληφθεί αμέσως τους ακριβείς λόγους για τους οποίους δεν επιλέχθηκε η προσφορά της, ήτοι τον χαμηλότερο βαθμό που έλαβε σε σύγκριση με τη Group 4 Falck κατά τη χρηματοοικονομική αξιολόγηση (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, T‑169/00, Esedra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑609, σκέψεις 191 έως 193· της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T‑183/00, Strabag Benelux κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑135, σκέψη 57, και της 25ης Φεβρουαρίου 2003, T‑4/01, Renco κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2003, σ. II‑171, σκέψη 95).

169    Δεύτερον, από το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2005 προέκυπτε επίσης ότι η προσφορά της προσφεύγουσας δεν κατατάχθηκε, ως προς κανένα από τα τρία κριτήρια που καθορίστηκαν με τη συγγραφή υποχρεώσεων, σε υψηλότερη θέση από εκείνη της παρεμβαίνουσας. Εξάλλου, τα γενικά σχόλια που περιείχε το έγγραφο αυτό, ως συμπλήρωμα στους βαθμούς, παρείχαν διευκρινίσεις επί των λόγων στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή για να βαθμολογήσει με άριστα αμφότερες τις επίμαχες προσφορές.

170    Τέλος, η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να ισχυριστεί ότι δεν ενημερώθηκε από την Επιτροπή για τη μέθοδο αξιολογήσεως που ακολούθησε ως προς καθένα από τα κριτήρια και για τον τρόπο εφαρμογής της στην πράξη.

171    Πράγματι, ως αποδέκτης της συγγραφής υποχρεώσεων του διαγωνισμού, η Brink’s είχε λάβει σαφείς πληροφορίες για τη μέθοδο αξιολογήσεως που ακολούθησε η Επιτροπή, πριν μάλιστα από την κατακύρωση της επίδικης συμβάσεως στην παρεμβαίνουσα. Με το έγγραφο της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005 της δόθηκαν, ακολούθως, οι απαιτούμενες διευκρινίσεις ως προς τον τρόπο με τον οποίο εφαρμόστηκε η μέθοδος αυτή.

172    Όσον αφορά τα διαλαμβανόμενα στα σημεία 26 και 27 της συγγραφής υποχρεώσεων κριτήρια, η συγγραφή υποχρεώσεων εξέθετε λεπτομερώς τη μέθοδο αξιολογήσεως που επρόκειτο να εφαρμοστεί, υπενθυμίζοντας παράλληλα ότι μια απολύτως ικανοποιητική παρουσίαση των οργανωτικών μέτρων στα οποία στηρίζεται ο διαγωνιζόμενος προκειμένου, αφενός, να διασφαλίσει κατά τον βέλτιστο τρόπο την παροχή των υπηρεσιών στους διάφορους χώρους και, αφετέρου, να ελαχιστοποιήσει τον χρόνο που απαιτείται για την κινητοποίηση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού σε διάφορες εκδηλώσεις ή εκτός τακτικού προγράμματος γεγονότα ή σε κάθε περίπτωση μεταβολής ως προς τα μέσα φυλάξεως θα βαθμολογούνταν με άριστα, ήτοι 10 βαθμούς, για κάθε ένα από τα δύο αυτά κριτήρια. Με το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2005, η Επιτροπή αποσαφήνισε τον τρόπο που εφάρμοσε την εν λόγω μέθοδο στην πράξη, εξηγώντας στην προσφεύγουσα ότι αμφότερες οι παρουσιάσεις της Brink’s και της Group 4 Falck σε σχέση με τα δύο αυτά κριτήρια κρίθηκαν απολύτως ικανοποιητικές και ότι, ως εκ τούτου, έλαβαν τον ανώτατο βαθμό, σύμφωνα με τη μεθοδολογία που αναλύθηκε λεπτομερώς στη συγγραφή υποχρεώσεων.

173    Όσον αφορά το διαλαμβανόμενο στο σημείο 28 της συγγραφής υποχρεώσεων κριτήριο, η συγγραφή υποχρεώσεων διευκρινίζει τη μέθοδο αξιολογήσεως που επιλέχθηκε, ορίζοντας ότι ο ανώτατος βαθμός θα δοθεί στην προσφορά της εταιρίας που θα επιδείξει το υψηλότερο ποσοστό υπαλλήλων με βασική εκπαίδευση εθελοντή για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση, ενώ οι λοιπές προσφορές θα λάβουν βαθμό χαμηλότερο κατ’ αναλογία προς τη διαφορά τους με το ως άνω ποσοστό. Επομένως, η βαθμολόγηση τόσο της προσφοράς της προσφεύγουσας όσο και της επιλεγείσας προσφοράς με άριστα, για την οποία η προσφεύγουσα ενημερώθηκε με το έγγραφο 14ης Δεκεμβρίου 2005, σήμαινε ότι οι δύο αυτές επιχειρήσεις δήλωσαν το ίδιο ακριβώς ποσοστό. Κατά συνέπεια, η εφαρμογή της προβλεπομένης με τη συγγραφή υποχρεώσεων μεθόδου δεν απαιτούσε την παροχή, δυνάμει της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ιδιαίτερων εξηγήσεων εκ μέρους της Επιτροπής, πέραν των διευκρινίσεων τις οποίες έδωσε στην προσφεύγουσα σε απάντηση του αιτήματος αποσαφηνίσεως που υπέβαλε αυτή σε σχέση με τα προσκομισθέντα από την παρεμβαίνουσα αποδεικτικά έγγραφα.

174    Όσον αφορά τη χρηματοοικονομική αξιολόγηση των προσφορών, το σημείο 29 της συγγραφής υποχρεώσεων όριζε ότι ο ανώτατος βαθμός απονέμεται στην προσφορά με τη χαμηλότερη τιμή, με τις λοιπές προσφορές να βαθμολογούνται κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο. Επομένως, οι βαθμοί της προσφεύγουσας και του αναδόχου στηρίζονται σε μια μαθηματική συλλογιστική, της οποίας η εφαρμογή δεν έχρηζε περαιτέρω διευκρινίσεως εκ μέρους της Επιτροπής.

175    Κατόπιν των ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή εκπλήρωσε την υποχρέωσή της αιτιολογήσεως, όπως την ερμηνεύει η νομολογία.

176    Επισημαίνεται επίσης ότι η Επιτροπή δεν όφειλε να κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα, στο πλαίσιο της αιτιολογήσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως και της απορριπτικής αποφάσεως, τα έγγραφα που είχε προσκομίσει η Group 4 Falck. Πράγματι, το άρθρο 100, παράγραφος 2, του δημοσιονομικού κανονισμού προβλέπει μόνον ότι η αναθέτουσα αρχή γνωστοποιεί, κατόπιν γραπτής αιτήσεως, τα χαρακτηριστικά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της προσφοράς που επιλέχθηκε, καθώς και το όνομα του αναδόχου.

177    Επομένως, ο παρών λόγος πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η Επιτροπή δεν παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

 στ)   Επί του έκτου λόγου, που αφορά παράβαση των κανόνων της προκηρύξεως του διαγωνισμού, μη τήρηση της συγγραφής υποχρεώσεων, όσον αφορά την αξιολόγηση του ποιοτικού κριτηρίου περί βασικής εκπαιδεύσεως των υπαλλήλων ως εθελοντών για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση, και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

178    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Group 4 Falk δεν διέθετε, ούτε κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της ούτε καν κατά την ημερομηνία ασκήσεως της υπό κρίση προσφυγής, τον αναγκαίο αριθμό υπαλλήλων ασφαλείας για την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως. Διατείνεται ότι, ως εκ τούτου, η παρεμβαίνουσα δεν ήταν δυνατό να προσκόμισε τα αποδεικτικά έγγραφα που απαιτεί το σημείο 28 της συγγραφής υποχρεώσεων, ήτοι τα αντίγραφα των πιστοποιητικών επιμορφώσεως των υπαλλήλων, προκειμένου να αποδείξει ότι το 100 % των οικείων υπαλλήλων ασφαλείας είχαν εκπαιδευτεί ως εθελοντές για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση, όπως είχε ανακοινώσει με την προσφορά της. Κατά την προσφεύγουσα, η αναφορά σε ένα ποσοστό που δεν αποδείχθηκε συνεπάγεται ότι τόσο η προσφορά της όσο και η απόφαση να κατακυρωθεί η σύμβαση σε αυτήν είναι παράτυπες. Για τον λόγο αυτόν, η προσφορά της Group Falck έπρεπε να απορριφθεί.

179    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το ποσοστό για το οποίο έκανε λόγο η παρεμβαίνουσα με την προσφορά της θα έπρεπε, τουλάχιστον, να μειωθεί κατά τον λόγο μεταξύ του αριθμού των πιστοποιητικών που υπέβαλε η Group 4 Falck και εκείνων που προσκόμισε η προσφεύγουσα, ήτοι περίπου 45 % αντί του 100 %.

180    Η προσφεύγουσα επιμένει ότι το διαλαμβανόμενο στο σημείο 28 της συγγραφής υποχρεώσεων κριτήριο αποτελεί κριτήριο αναθέσεως και όχι συμβατική δέσμευση και ότι το ποσοστό που ανακοινώθηκε έπρεπε να ελεγχθεί και να μπορεί να επαληθευτεί κατά την ημέρα της υποβολής της προσφοράς.

181    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί επίσης, με το υπόμνημα απαντήσεως και με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως, την αποδεικτική ισχύ της επιστολής της SNCH της 11ης Οκτωβρίου 2005. Το έγγραφο αυτό δεν αποδεικνύει, κατά την άποψή της, ότι το 100 % των υπαλλήλων ασφαλείας της Group 4 Falck είχαν περατώσει την απαιτούμενη εκπαίδευση, διότι συνιστά απλώς πιστοποίηση της συμβατότητας του συστήματος διαχειρίσεως της ποιότητας με τα πρότυπα του συστήματος αναφοράς ISO 9001:2000 (στο εξής: ISO 9001), στηριζόμενη σε δημοσκοπήσεις με ό,τι αυτό συνεπάγεται όσον αφορά τους κινδύνους που ενέχουν οι δειγματοληπτικές έρευνες.

182    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί εξάλλου την αποδεικτική ισχύ του συγκεκριμένου εγγράφου και για τον λόγο ότι δεν προκύπτουν από αυτό ούτε ο αποδεκτής του ούτε ο ακριβής σκοπός για τον οποίο εκδόθηκε. Υποστηρίζει επίσης ότι ο υπάλληλος που υπέγραψε το έγγραφο αυτό δεν ήταν εξουσιοδοτημένος να δεσμεύσει τη SNCH, καθόσον δεν επρόκειτο ούτε για διαχειριστή ούτε για διευθύνοντα σύμβουλο. Διατείνεται ότι η επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2005 υπήρξε απόρροια των πιέσεων που άσκησε η Group 4 Falck στους ελεγκτές της SNCH.

183    Η προσφεύγουσα επισύναψε στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως πλείονα έγγραφα, μεταξύ των οποίων ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, με ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου 2006 και αποστολέα τον ελεγκτή της SNCH που υπέγραψε την επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2005. Η προσφεύγουσα επισύναψε ακόμη πέντε καταθέσεις μισθωτών της, σύμφωνα με τις οποίες οι εκπρόσωποι της SNCH επιβεβαίωσαν, σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε στους χώρους της Brink’s στις 6 Δεκεμβρίου 2006, ότι συνέταξαν την επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2005 λόγω της επιμονής της Group 4 Falck. Η προσφεύγουσα πρότεινε επίσης στο Πρωτοδικείο να εξετάσει ως μάρτυρες πολλούς από τους μισθωτούς της που είχαν μετάσχει στην ως άνω συνάντηση, καθώς και δύο μισθωτούς της SNCH.

184    Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η βαθμολόγηση δεν πραγματοποιείται βάσει του αριθμού των πιστοποιητικών που προσκομίζονται, αλλά μόνο βάσει του ποσοστού που ανακοινώνεται, δεδομένου ιδίως ότι η αναθέτουσα αρχή δεν μπορεί να προσδιορίσει a priori τον αναγκαίο για την εκτέλεση της συμβάσεως αριθμό υπαλλήλων.

185    Κατά την Επιτροπή, τα 78 πιστοποιητικά που προσκόμισε η Group 4 Falck αποδεικνύουν ότι το 100 % των υπαλλήλων στους οποίους ο εν λόγω διαγωνιζόμενος σκόπευε ήδη να αναθέσει καθήκοντα σχετικά με την εκτέλεση της επίδικης συμβάσεως είχαν περατώσει την απαιτούμενη εκπαίδευση κατά τον χρόνο της αξιολογήσεως της προσφοράς. Η βεβαίωση της SNCH αποδεικνύει, με τη σειρά της, ότι το 100 % των υπαλλήλων της Group 4 Falck έπρεπε να έχουν εκπαιδευτεί ως εθελοντές για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση κατά τον χρόνο εκτελέσεως της συμβάσεως, καθόσον πιστοποιεί ότι εκπαιδεύονται συναφώς όλοι οι νεοπροσλαμβανόμενοι υπάλληλοι.

186    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η προτεινόμενη από την Brink’s ερμηνεία του κριτηρίου που αφορά την κατάρτιση των υπαλλήλων ισοδυναμεί με απαίτηση από τους διαγωνιζομένους να διαθέτουν ήδη στο προσωπικό τους το σύνολο των υπαλλήλων που θα χρειαστούν για την εκτέλεση της συμβάσεως. Αυτό θα συνεπαγόταν άνιση μεταχείριση των διαγωνιζομένων, καθόσον η κατακύρωση της συμβάσεως στον προηγούμενο ανάδοχο θα ήταν αναπόδραστη.

187    Η παρεμβαίνουσα επισημαίνει ότι ο αριθμός (78) των πιστοποιητικών που προσκόμισε ισούται ακριβώς με εκείνον των υπαλλήλων στους οποίους αναφέρεται το σημείο 22 της συγγραφής υποχρεώσεων. Όσον αφορά τους λοιπούς υπαλλήλους, οι οποίοι θα απασχοληθούν τυχόν στην εκτέλεση της συμβάσεως και δεν καλύπτονται από το σημείο 22 της συγγραφής υποχρεώσεων, η Group 4 Falck προσκόμισε τη βεβαίωση της SNCH που αποδεικνύει, για το σύνολό τους, ότι εκπαιδεύονται στις πρώτες βοήθειες και στην πυρόσβεση.

188    Κατά την παρεμβαίνουσα, η προσκομισθείσα βεβαίωση της SNCH αποδεικνύει ότι παρέχεται στο ενεργό προσωπικό αρχική εκπαίδευση στους τομείς των πρώτων βοηθειών και της πυροσβέσεως, σύμφωνα με τα πρότυπα του ISO 9001, του οποίου η τήρηση βεβαιώθηκε με ένα πρώτο πιστοποιητικό που χορηγήθηκε επίσης από τη SNCH, κατόπιν της διεξαγωγής πλειόνων ελέγχων επί της Group 4 Falck.

189    Η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησε το παραδεκτό, από απόψεως του άρθρου 48 του Κανονισμού Διαδικασίας, των νέων στοιχείων που προέβαλε η προσφεύγουσα με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως. Επικουρικώς, προέβαλε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση νέα στοιχεία σε απάντηση εκείνων που προσκόμισε η προσφεύγουσα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–       Επί του παραδεκτού των νέων αποδεικτικών μέσων που προέβαλαν η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα

190    Κατά το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, οι διάδικοι μπορούν ακόμη, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, να προβάλλουν με τα υπομνήματα απαντήσεως και ανταπαντήσεως αποδεικτικά μέσα, οφείλουν όμως να δικαιολογούν την καθυστερημένη προβολή τους. Εντούτοις, ο κανόνας που θέτει το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας σχετικά με τις προθεσμίες δεν αφορά την ανταπόδειξη και την περαιτέρω ανάπτυξη των αποδεικτικών μέσων που προβλήθηκαν κατόπιν της ανταποδείξεως του αντιδίκου με το υπόμνημα αντικρούσεως. Πράγματι, η διάταξη αυτή αφορά τα νέα αποδεικτικά μέσα και πρέπει να συνδυαστεί με το άρθρο 66, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού που ορίζει ρητώς ότι η επιτρέπονται η ανταπόδειξη και η περαιτέρω ανάπτυξη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑8417, σκέψεις 71 και 72, και του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑448/04, Επιτροπή κατά Trends, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 52).

191    Εν προκειμένω, η προσκόμιση από την προσφεύγουσα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της SNCH της 18ης Δεκεμβρίου 2006, του ηλεκτρονικού μηνύματος που απέστειλε ο επικεφαλής του νομικού τμήματος της Brink’s την ίδια ημέρα, των μαρτυρικών καταθέσεων των μισθωτών της που παρέστησαν στη συνάντηση της 6ης Δεκεμβρίου 2006 καθώς και των εγγράφων K1 έως K4, σχετικά με το πρότυπο ISO 9001 και τη SNCH, συνιστά ανταπόδειξη, σε απάντηση των στοιχείων που προέβαλε η Group 4 Falck με το υπόμνημα παρεμβάσεως προκειμένου να θεμελιώσει την αποδεικτική ισχύ του εγγράφου που εξέδωσε στις 11 Οκτωβρίου 2005 η SNCH, δηλαδή των καταστατικών της SNCH και της Société nationale de contrôle technique [Εθνικής εταιρίας τεχνικού ελέγχου], του κανονισμού του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου της 28ης Δεκεμβρίου 2001, περί καθορισμού συστήματος διαπιστεύσεως των οργανισμών πιστοποιήσεως και ελέγχου καθώς και των εργαστηρίων δοκιμών και περί ιδρύσεως Λουμβουργιανού Γραφείου Διαπιστεύσεως και Επιτηρήσεως, μιας Επιτροπής Διαπιστεύσεως και Εθνικού Μητρώου ελεγκτών της ποιότητας και των τεχνικών προδιαγραφών (Mém. A 2002, σ. 94), και του από 14 Φεβρουαρίου 2005 πιστοποιητικού ISO 9001 της Group 4 Falck. Επομένως, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κανόνα περί προθεσμιών που προβλέπει το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και πρέπει να κριθεί παραδεκτή.

192    Τα έγγραφα που προσκόμισε η παρεμβαίνουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση συνίστανται στην αλληλογραφία που είχε με τη SNCH επί του θέματος της αποδεικτικής ισχύος της επιστολής της 11ης Οκτωβρίου 2005 και των ισχυρισμών της προσφεύγουσας ότι αυτή συντάχθηκε κατόπιν πιέσεων που άσκησε η Group 4 Falck στους ελεγκτές της SNCH. Πρόκειται, και σε αυτήν την περίπτωση, για μέσα ανταποδείξεως, σε απάντηση των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας επί του υπομνήματος παρεμβάσεως και των εγγράφων που επισύναψε σε αυτές. Επομένως, πρέπει να κριθούν παραδεκτά.

–       Επί της ουσίας

193    Υπενθυμίζεται, καταρχάς, ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την απόφαση περί συνάψεως συμβάσεως κατόπιν διαγωνισμού και ότι ο έλεγχος του Πρωτοδικείου πρέπει να αφορά μόνον την τήρηση των κανόνων διαδικασίας και αιτιολογήσεως, καθώς και την ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών, την έλλειψη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και καταχρήσεως εξουσίας (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 23ης Νοεμβρίου 1978, Agence européenne d’intérims κατά Επιτροπής, 56/77, Συλλογή τόμος 1978, σ. 679, σκέψη 20· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Φεβρουαρίου 2000, T‑145/98, ADT Projekt κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑387, σκέψη 147, και της 6ης Ιουλίου 2005, T‑148/04, TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, T‑148/04, Συλλογή 20 σ. II‑2627, σκέψη 47).

194    Οι διάδικοι διαφωνούν ως προς την ερμηνεία του κριτηρίου του σημείου 28 της συγγραφής υποχρεώσεων. Κατά συνέπεια, πρέπει να υπομνηστεί το περιεχόμενο του σημείου 28 προτού αποσαφηνιστεί η έννοια του εν λόγω κριτηρίου και, τέλος, να εξεταστεί η αποδεικτική ισχύς της SNCH της 11ης Οκτωβρίου 2005.

195    Το σημείο 28 της συγγραφής υποχρεώσεων έχει ως εξής:

«Βασική εκπαίδευση εθελοντή για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση

Οι ειδικές συνθήκες παροχής των επίμαχων υπηρεσιών απαιτούν τουλάχιστον το 10 % των υπαλλήλων ασφαλείας να έχουν λάβει βασική εκπαίδευση εθελοντή για παροχή πρώτων βοηθειών και/ή πυρόσβεση.

– Παρακαλείστε να σημειώστε αμέσως κάτωθι το ποσοστό των υπαλλήλων που έχουν εκπαιδευτεί συναφώς: … %

– Παρακαλείστε να διαβιβάστε αποδεικτικά έγγραφα που να παρέχουν στην αναθέτουσα αρχή τη δυνατότητα να επαληθεύσει το ως άνω ποσοστό (αντίγραφα πιστοποιητικών).

Ο ανώτατος βαθμός θα απονεμηθεί στην προσφορά με το υψηλότερο ποσοστό. Οι λοιπές προσφορές θα βαθμολογηθούν αντιστρόφως ανάλογα.»

196    Η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα ισχυρίστηκαν ότι το 100 % των υπαλλήλων τους ασφαλείας είχε εκπαιδευτεί συναφώς και βαθμολογήθηκαν η καθεμία με 10. Προς απόδειξη του ποσοστού αυτού η προσφεύγουσα προσκόμισε 173 πιστοποιητικά επαγγελματικής εκπαιδεύσεως, ενώ η παρεμβαίνουσα προσκόμισε 78, που αντιστοιχούσαν στους μισθωτούς στους οποίους σκόπευε ήδη να αναθέσει καθήκοντα σχετικά με την επίδικη σύμβαση και των οποίων τα βιογραφικά σημειώματα είχαν διαβιβαστεί κατ’ εφαρμογήν του σημείου 22 της συγγραφής υποχρεώσεων, καθώς και μια επιστολή της SNCH της 11ης Οκτωβρίου 2005 που βεβαιώνει ότι, στο πλαίσιο της πιστοποιήσεως ISO 9001 της Group 4 Falck, παρέχεται στο σύνολο του προσωπικού αρχική εκπαίδευση στους τομείς των πρώτων βοηθειών και της πυροσβέσεως, ότι προβλέπονται προγράμματα για την επιμόρφωση και τη διατήρηση των γνώσεων του προσωπικού σε κάποιο επίπεδο και ότι από τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν κατά το 2004 και το 2005 προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες διαδικασίες εφαρμόζονται και στην πράξη.

197    Κατά την προσφεύγουσα, μόνον οι διαγωνιζόμενοι που ήταν σε θέση να αποδείξουν, όπως έπραξε η ίδια, ότι διέθεταν κατά την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς όλους τους υπαλλήλους ασφαλείας που θα χρειαστούν για την εκτέλεση της συμβάσεως και ότι είχαν εκπαιδευτεί, στο σύνολό τους, ως εθελοντές για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση είχαν δικαίωμα να δηλώσουν το ποσοστό 100 %.

198    Η ερμηνεία αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πράγματι, θα συνεπαγόταν, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως των διαγωνιζομένων, καθόσον θα ευνοούσε τον προηγούμενο ανάδοχο, ο οποίος θα ήταν και ο μόνος που θα διέθετε το σύνολο του αναγκαίου προσωπικού. Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι τυχόν απαίτηση να διαθέτει ο διαγωνιζόμενος κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς του τον απαιτούμενο αριθμό προστηθέντων θα κατέληγε να ευνοήσει τον διαγωνιζόμενο που είναι ήδη αντισυμβαλλόμενος (απόφαση TQ3 Travel Solutions Belgium κατά Επιτροπής, σκέψη 193 ανωτέρω, σκέψη 90). Επιπλέον, είναι αδύνατο για την αναθέτουσα αρχή να προσδιορίσει εκ των προτέρων τον αναγκαίο αριθμό υπαλλήλων, ο οποίος μπορεί να ποικίλλει από τον έναν διαγωνιζόμενο στον άλλον, αναλόγως του τρόπου οργανώσεως των επιχειρήσεών τους.

199    Το ποσοστό στο οποίο αναφέρεται το σημείο 28 της συγγραφής υποχρεώσεων πρέπει, επομένως, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά τους υπαλλήλους ασφαλείας που θα αναλάβουν καθήκοντα σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως. Εφόσον το ποσοστό αυτό πρέπει να αποδειχθεί κατά το στάδιο της υποβολής της προσφοράς, είναι θεμιτό να γίνουν δεκτά έγγραφα που αποδεικνύουν, αφενός, ότι το ποσοστό το οποίο ανακοινώθηκε αντιστοιχεί σε εκείνο των υπαλλήλων που διαθέτουν την απαιτούμενη εκπαίδευση μεταξύ των υπαλλήλων που ο διαγωνιζόμενος όφειλε ήδη να κατονομάσει δυνάμει του σημείου 22 της συγγραφής υποχρεώσεων και, αφετέρου, ότι εφαρμόζεται μια πολιτική περί επιμορφώσεως η οποία διασφαλίζει ότι η απαιτούμενη εκπαίδευση παρέχεται σε κάθε νεοπροσλαμβανόμενο υπάλληλο.

200    Όσον αφορά την αποδεικτική ισχύ της επιστολής της SNCH της 11ης Οκτωβρίου 2005, τονίζεται ότι η προσφεύγουσα επισύναψε στις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως το από 18 Δεκεμβρίου 2006 ηλεκτρονικό μήνυμα του ελεγκτή της SNCH που είχε υπογράψει την επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2005. Ο υπογράψας το μήνυμα αυτό διευκρινίζει ότι η επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2005 δεν πρέπει να θεωρηθεί ούτε πιστοποιητικό ούτε βεβαίωση και ότι δεν αποδεικνύει ότι το 100 % του οικείου προσωπικού έχουν εκπαιδευτεί ως εθελοντές για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση. Συνεπώς, η επιστολή της 11ης Οκτωβρίου 2005 υπενθυμίζει απλώς και μόνον, κατά τον υπογράψαντα το εν λόγω έγγραφο, ότι η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής περί επιμορφώσεως και η εφαρμογή της στην πράξη ελέγχθηκαν και πιστοποιήθηκαν σύμφωνα με το πρότυπο ISO 9001.

201    Διαπιστώνεται ότι η επιστολή της SNCH της 11ης Οκτωβρίου 2005 δεν ερμηνεύθηκε από την Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση της προσφοράς του διαγωνιζομένου που επιλέχθηκε, υπό την έννοια ότι το 100 % των υπαλλήλων της Group 4 Falck είχαν περατώσει την απαιτούμενη εκπαίδευση κατά την ημερομηνία υποβολής της προσφοράς. Με την επιστολή αυτή αποδείχθηκε απλώς η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής περί επιμορφώσεως και η εφαρμογή της στην πράξη. Σε συνδυασμό με τα 78 πιστοποιητικά επαγγελματικής εκπαιδεύσεως που βεβαίωναν ότι όλοι οι υπάλληλοι στους οποίους η Group 4 Falck σκόπευε ήδη να αναθέσει καθήκοντα σχετικά με την εκτέλεση της συμβάσεως διέθεταν τέτοια εκπαίδευση, το στοιχείο αυτό ορθώς θεωρήθηκε ικανό να αποδείξει ότι το 100 % των υπαλλήλων ασφαλείας που απασχολούσε η Group 4 Falck θα είχαν περατώσει την απαιτούμενη εκπαίδευση κατά τον χρόνο εκτελέσεως της συμβάσεως.

202    Όσον αφορά την έλλειψη μνείας τόσο του αποδέκτη όσο και του σκοπού της επιστολής της 11ης Οκτωβρίου 2005, επισημαίνεται ότι η συγγραφή υποχρεώσεων απαιτούσε τη θεμελίωση του ποσοστού που θα δήλωναν οι διαγωνιζόμενοι επί αποδεικτικών εγγράφων και έκανε λόγο για αντίγραφα πιστοποιητικών, χωρίς να επιβάλει συναφώς την τήρηση οποιουδήποτε τύπου. Επομένως, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

203    Όσον αφορά την ιδιότητα του υπογράψαντος, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον έκρινε ότι ο ελεγκτής της SNCH ήταν εξουσιοδοτημένος να χορηγήσει τέτοιου είδους πιστοποιητικό. Εξάλλου, ο εντολέας της SNCH επιβεβαίωσε με επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2007, την οποία προσκόμισε η παρεμβαίνουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι ο συγκεκριμένος ελεγκτής είχε την εξουσία να υπογράψει το έγγραφο αυτό δυνάμει των εξουσιοδοτήσεων υπογραφής που παρέχονται στους εμπειρογνώμονες της SNCH.

204    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας περί πιέσεων που άσκησε η Group 4 Falck είναι επίσης απορριπτέο, διότι η έκδοση εγγράφου που να βεβαιώνει ότι η πιστοποίηση ISO 9001 της Group 4 Falck αφορά και την ύπαρξη μιας συγκεκριμένης πολιτικής περί επιμορφώσεως, όπως απαιτείται κατά το εν λόγω πρότυπο, εμπίπτει στις συνήθεις υπηρεσίες που παρέχει, κατόπιν απλής αιτήσεως, ένας οργανισμός πιστοποιήσεως σε κάθε πιστοποιημένη από αυτόν εταιρία, όπως επιβεβαίωσε ο εντολέας της SNCH με την προαναφερθείσα επιστολή της 27ης Φεβρουαρίου 2007.

205    Συναφώς, το Πρωτοδικείο μπόρεσε προφανώς να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση βάσει των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο κατά τη γραπτή όσο και την προφορική διαδικασία και λαμβάνοντας υπόψη τα προσκομισθέντα έγγραφα. Υπό τις συνθήκες αυτές, το αίτημα εξετάσεως μαρτύρων που υπέβαλε η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί.

206    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο παρών λόγος είναι απορριπτέος.

 ζ)     Επί του εβδόμου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

207    Ο λόγος αυτός χωρίζεται σε δύο σκέλη που αφορούν, αφενός, προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων και, αφετέρου, ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο ενός εκ των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

208    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας την αίτηση γνωστοποιήσεως της ακριβούς συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως, καθιστά άνευ ουσίας το δικαίωμα των πολιτών για πρόσβαση στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων. Προσθέτει ότι η απόρριψη αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από λόγους σχετικούς με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των ατόμων.

209    Η Επιτροπή, επικαλούμενη το άρθρο 4 του κανονισμού 1049/2001, ισχυρίζεται ότι οι πληροφορίες που ζητήθηκαν δεν μπορούν να δημοσιοποιηθούν. Κατά την Επιτροπή, τυχόν γνωστοποίηση της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως θα έθιγε την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των ατόμων.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

210    Όπως επισημάνθηκε στις ανωτέρω σκέψεις 72 έως 75, το έγγραφο της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005, κατά του οποίου βάλλει η προσφεύγουσα με τον λόγο αυτόν, αποτελεί μεν απάντηση σε αρχική αίτηση πλην όμως πρέπει να θεωρηθεί πράξη δυνάμενη να προσβληθεί με προσφυγή ακυρώσεως, λαμβανομένου υπόψη του τυπικού ελαττώματος που απορρέει από την παράλειψη ενημερώσεως της προσφεύγουσας περί του δικαιώματός της να υποβάλει επιβεβαιωτική αίτηση.

211    Πρέπει, συνεπώς, να διαπιστωθεί αν η Επιτροπή μπορούσε να στηρίξει την απόφασή της στην εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001, σχετικά με την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας του ατόμου.

212    Κατά πάγια νομολογία, οι εξαιρέσεις από την αρχή της προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικώς (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιανουαρίου 2000, Κάτω Χώρες και van der Wal κατά Επιτροπής, C‑174/98 P και C‑189/98 P, Συλλογή 2000, σ. I‑1, σκέψη 27· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 7ης Φεβρουαρίου 2002, Kuijer κατά Συμβουλίου, T‑211/00, Συλλογή 2002, σ. II‑485, σκέψη 55, και Franchet και Byk κατά Επιτροπής, σκέψη 70 ανωτέρω, σκέψη 84).

213    Επίσης κατά πάγια νομολογία, η εξέταση που απαιτείται στο πλαίσιο της επεξεργασίας μιας αιτήσεως προσβάσεως σε έγγραφα πρέπει να έχει συγκεκριμένο χαρακτήρα. Πράγματι, το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο άπτεται κάποιου συμφέροντος που προστατεύεται από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Απριλίου 2005, Verein für Konsumenteninformation κατά Επιτροπής, T‑2/03, Συλλογή 2005, σ. II‑1121, σκέψη 69· βλ. επίσης, επ’ αυτού, απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Απριλίου 2005, Sison κατά Συμβουλίου, T‑110/03, T‑150/03 και T‑405/03, Συλλογή 2005, σ. II‑1429, σκέψη 75). Μια τέτοια εφαρμογή μπορεί, κατ’ αρχήν, να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το κοινοτικό όργανο έχει προηγουμένως εκτιμήσει ότι η πρόσβαση στο έγγραφο θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον. Επιπλέον, ο κίνδυνος να θιγεί το προστατευόμενο συμφέρον μπορεί να προβληθεί μόνον αν είναι ευλόγως δυνατό να προβλεφθεί και όχι αμιγώς υποθετικός (βλ., σχετικώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2008, Σουηδία και Turco κατά Συμβουλίου, C‑39/05 P και C‑52/05 P, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 43).

214    Προκειμένου να διαπιστωθεί αν η εξαίρεση που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1049/2001 έχει εφαρμογή εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η γνωστοποίηση στην προσφεύγουσα της συνθέσεως (όνομα, βαθμός, αρχαιότητα και θέση των μελών) της επιτροπής αξιολογήσεως μπορεί να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των μελών της επιτροπής αυτής.

215    Διαπιστώνεται ότι τα μέλη της επιτροπής αξιολογήσεως ορίστηκαν ως εκπρόσωποι των ενδιαφερομένων υπηρεσιών, και όχι προσωπικώς. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η δημοσιοποίηση της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως δεν θέτει σε κίνδυνο την ιδιωτική ζωή των ατόμων αυτών.

216    Εν πάση περιπτώσει, η δημοσιοποίηση της συνθέσεως αυτής δεν μπορεί να θίξει κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό την προστασία της ιδιωτικής ζωής και της ακεραιότητας των οικείων προσώπων. Το γεγονός και μόνον ότι αποτελούν μέλη της εν λόγω επιτροπής ως εκπρόσωποι των αντίστοιχων υπηρεσιών δεν συνιστά τέτοια προσβολή, με συνέπεια να μη διακυβεύεται η προστασία της ιδιωτικής τους ζωής και της ακεραιότητάς τους.

217    Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι η γνωστοποίηση της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως θα μπορούσε να θίξει την ιδιωτική ζωή και την ακεραιότητα των οικείων προσώπων κατά την έννοια του άρθρου 4 του κανονισμού 1049/2001.

218    Συνεπώς, η απόφαση της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005 περί απορρίψεως της αιτήσεως της προσφεύγουσας να της γνωστοποιηθεί η σύνθεση της επιτροπής αξιολογήσεως πρέπει να ακυρωθεί.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο ενός εκ των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

219    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι ένα μέλος της επιτροπής αξιολογήσεως έχει εξ αγχιστείας συγγένεια με υπάλληλο της Group 4 Falck και συντρέχει, ως εκ τούτου, σύγκρουση συμφερόντων όσον αφορά το συγκεκριμένο μέλος της επιτροπής αξιολογήσεως.

220    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι η επιτροπή αξιολογήσεως συγκροτήθηκε σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 146 των κανόνων εφαρμογής και ότι τα μέλη της, αφενός, υπέγραψαν δήλωση ότι δεν συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων και, αφετέρου, επιβεβαίωσαν, σε απάντηση ερωτήσεως που τους τέθηκε λόγω των σχετικών ισχυρισμών της προσφεύγουσας, ότι δεν υπάρχει εξ αγχιστείας συγγένεια με κανένα πρόσωπο που ασκεί επαγγελματική δραστηριότητα στη Group 4 Falck.

221    Προσθέτει ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι κάποιο από τα μέλη της επιτροπής αξιολογήσεως δεν άσκησε αμερόληπτα τα καθήκοντά του λόγω οικονομικών συμφερόντων ή οποιουδήποτε άλλου κοινού συμφέροντος με τον ανάδοχο.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

222    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι «οι αρνήσεις της Επιτροπής απλώς ενισχύουν τις αμφιβολίες της ως προς το αν η προσφορά της αντιμετωπίστηκε ισότιμα με τις υπόλοιπες και εξετάστηκε σύμφωνα με τα κριτήρια και τις απαιτήσεις της συγγραφής υποχρεώσεων» και ότι «οι αμφιβολίες αυτές ενισχύθηκαν μόλις προσφάτως, όταν περιήλθε τυχαία σε γνώση της μια ανησυχητική πληροφορία, καθώς φαίνεται ότι ένα από τα μέλη των επιτροπών αυτών είναι συγγενής εξ αγχιστείας με πρόσωπο το οποίο ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα στην επιχείρηση του ευτυχούς αναδόχου».

223    Η προσφεύγουσα, η οποία καταφεύγει σε ισχυρισμούς περί των πραγματικών περιστατικών διατυπωμένους με εντελώς επιφυλακτικό τρόπο, δεν προσκομίζει το παραμικρό αποδεικτικό στοιχείο που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί.

224    Όσον αφορά την αίτηση λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας σχετικά με την κοινοποίηση της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως, επισημαίνεται ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το Πρωτοδικείο διατάσσει τη λήψη του μέτρου που ζητήθηκε, η σύνθεση της εν λόγω επιτροπής μπορεί να γνωστοποιηθεί μόνο στο Πρωτοδικείο, και όχι στην προσφεύγουσα, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 67, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, κατά το οποίο «όταν ένα έγγραφο, την πρόσβαση στο οποίο έχει αρνηθεί κοινοτικό όργανο, προσκομίζεται ενώπιον του Πρωτοδικείου στα πλαίσια προσφυγής σχετικά με τη νομιμότητα αυτής της αρνήσεως, το έγγραφο αυτό δεν κοινοποιείται στους άλλους διαδίκους». Επομένως, το μέτρο που ζητήθηκε δεν μπορεί να παράσχει στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να αποδείξει ότι ο ισχυρισμός της περί υπάρξεως συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο ενός εκ των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως είναι βάσιμος. Ούτε μπορεί να διαφωτίσει συναφώς το Πρωτοδικείο, το οποίο δεν θα ήταν σε θέση να ελέγξει την ύπαρξη της προβαλλομένης συγκρούσεως συμφερόντων βάσει του καταλόγου των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως, λαμβανομένης υπόψη της αοριστίας του σχετικού ισχυρισμού της προσφεύγουσας.

225    Υπό τις συνθήκες αυτές, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε με ποιο τρόπο το μέτρο που ζητήθηκε θα συνέβαλλε στην υπό καλύτερους όρους προετοιμασία της υποθέσεως, στην εξέλιξη της διαδικασίας ή στην επίλυση της διαφοράς, όπως απαιτεί το άρθρο 64, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά συνέπεια, η υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση λήψεως μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί.

226    Από το σύνολο των ανωτέρω σκέψεων προκύπτει, αφενός, ότι το έγγραφο της 14ης Δεκεμβρίου 2005 πρέπει να ακυρωθεί, καθόσον η Επιτροπή απέρριψε με αυτό την αίτηση γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως και, αφετέρου, ότι το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως πρέπει να απορριφθεί.

227    Όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως, η απόρριψή του συνιστά φυσική και αναγκαία συνέπεια της απορρίψεως του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως, με την οποία συνδέεται στενά (βλ., σχετικώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 18ης Απριλίου 2007, Deloitte Business Advisory κατά Επιτροπής, T‑195/05, Συλλογή 20 σ. II‑871, σκέψη 113, et du 12 Νοεμβρίου 2008, Ευρωπαϊκή Δυναμική κατά Επιτροπής, T‑406/06, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 120).

228    Επομένως, η προσφυγή ακυρώσεως είναι απορριπτέα, πλην του αιτήματος ακυρώσεως του εγγράφου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, καθόσον η Επιτροπή απέρριψε με αυτό την αίτηση γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως του διαγωνισμού.

 Δ –         Επί της αγωγής αποζημιώσεως

1.     Επί του παραδεκτού

 α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

229    Η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι η αγωγή αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη, εφόσον η προσφυγή ακυρώσεως είναι αβάσιμη. Κατά την άποψή της, μια αγωγή αποζημιώσεως στηριζόμενη στον φερόμενο ως παράνομο χαρακτήρα της συνάψεως δημόσιας συμβάσεως προϋποθέτει, κατ’ ανάγκην, διαπίστωση ότι η απόφαση περί αναθέσεως υπήρξε παράνομη.

230    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αγωγή αποζημιώσεως είναι παραδεκτή, ανεξαρτήτως του βασίμου της προσφυγής ακυρώσεως. Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται ότι αιτιάσεις όπως οι σχετικές με τη μετάθεση του χρονοδιαγράμματος ή την άρνηση προσβάσεως σε ορισμένα έγγραφα μπορούν, αυτοτελώς, να στοιχειοθετήσουν ευθύνη της Επιτροπής.

 β)     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

231    Κατά πάγια νομολογία, η αγωγή αποζημιώσεως βάσει του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ είναι αυτοτελές μέσο δικαστικής προστασίας, το οποίο έχει ιδιαίτερη λειτουργία στο πλαίσιο του συστήματος των μέσων δικαστικής προστασίας και εξαρτάται από προϋποθέσεις ασκήσεως που τέθηκαν με γνώμονα το ειδικό του αντικείμενο (αποφάσεις του Δικαστηρίου du 2 Δεκεμβρίου 1971, Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, 5/71, Συλλογή τόμος 1969-1971, σ. 975, σκέψη 3· της 26ης Φεβρουαρίου 1986, Krohn κατά Επιτροπής, 175/84, Συλλογή 1986, σ. 753, σκέψη 26, και της 17ης Μαΐου 1990, Sonito κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑87/89, Συλλογή 1990, σ. I‑1981, σκέψη 14). Διαφέρει από την προσφυγή ακυρώσεως, καθόσον αντικείμενό της δεν είναι η κατάργηση συγκεκριμένου μέτρου, αλλά η αποκατάσταση της ζημίας που προκάλεσε το κοινοτικό όργανο (προπαρατεθείσες αποφάσεις Zuckerfabrik Schöppenstedt κατά Συμβουλίου, σκέψη 3, Krohn κατά Επιτροπής, σκέψη 32, και Sonito κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 14). Συνεπώς, η αρχή της αυτοτέλειας της αγωγής αποζημιώσεως στηρίζεται ακριβώς στο ότι αυτή διακρίνεται από την προσφυγή ακυρώσεως βάσει του αντικειμένου της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 2000, Fresh Marine κατά Επιτροπής, T‑178/98, Συλλογή 20 σ. II‑3331, σκέψη 45, και της 21ης Ιουνίου 2006, Danzer κατά Συμβουλίου, T‑47/02, Συλλογή 2006, σ. II‑1779, σκέψη 27).

232    Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που φρονεί ότι έχει υποστή ζημία από την Κοινότητα έχει δικαίωμα ασκήσεως αγωγής αποζημιώσεως. Το δικαίωμα αυτό παραγράφεται σε πέντε έτη από την επέλευση της ζημίας.

233    Κατόπιν των ανωτέρω, η απόρριψη του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως περί αναθέσεως και της απορριπτικής αποφάσεως δεν συνεπάγεται, αυτή καθαυτή, ότι η αγωγή αποζημιώσεως είναι απαράδεκτη (βλ., σχετικώς και κατ’ αναλογία, διάταξη του Δικαστηρίου της 21ης Ιουνίου 1993, Van Parijs κ.λπ. κατά Συμβουλίου et Επιτροπή, C‑257/93, Συλλογή 1993, σ. I‑3335, σκέψη 14· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Δεκεμβρίου 1994, Unifruit Hellas κατά Επιτροπής, T‑489/93, Συλλογή 1994, σ. II‑1201, σκέψη 31). Επομένως, η αγωγή αποζημιώσεως κρίνεται παραδεκτή.

2.     Επί της ουσίας

 α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

234    Κατά την προσφεύγουσα, η παράνομη συμπεριφορά της Επιτροπής, η οποία μπορεί να στοιχειοθετήσει εξωσυμβατική της ευθύνη, απορρέει από την αναπόφευκτη ακύρωση των αποφάσεών της κατά των οποίων ασκήθηκε η προσφυγή ακυρώσεως. Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, υπερβαίνοντας τα όρια της εξουσίας της εκτιμήσεως, υπέπεσε σε σοβαρό και πρόδηλο σφάλμα και παρέβη ορισμένους κανόνες του κοινοτικού δικαίου, καθώς και κανόνες που είχε η ίδια θέσει κατά την προπαρασκευή της συγγραφής υποχρεώσεων.

235    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ζημία που υπέστη συνίσταται σε σημαντική εμπορική ζημία λόγω της απώλειας μιας συμβάσεως μεγάλης σπουδαιότητας, πέραν των άλλων ζημιών, όπως η ενδεχόμενη υποχρέωσή της να προχωρήσει σε μια επαχθή και δαπανηρή ομαδική απόλυση μισθωτών της. Κατά την άποψη της, η αιτιώδης συνάφεια είναι πρόδηλη.

236    Με το δικόγραφό της, η προσφεύγουσα ζήτησε ως ενάγουσα να της καταβληθεί, προσωρινώς, το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρώ προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη. Ακολούθως, αύξησε το ποσό αυτό σε 3 191 702,58 ευρώ με το υπόμνημα απαντήσεως. Το ποσό αυτό περιλαμβάνει το καθαρό περιθώριο του επίμαχου κλάδου δραστηριότητας για πέντε έτη, ήτοι 3 084 702,58 ευρώ, και τμήμα των δαπανών που πραγματοποίησε για την κατάρτιση 106 υπαλλήλων, τους οποίους συνέχισε να απασχολεί, με σκοπό τον επαγγελματικό αναπροσανατολισμό τους, ήτοι 107 000 ευρώ, ποσό το οποίο η προσφεύγουσα επιφυλάχθηκε του δικαιώματος να προσαρμόσει στο ύψος των τελικών πραγματικών δαπανών. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει ότι δεν επικαλείται την απώλεια της ευκαιρίας να της ανατεθεί το έργο, αλλά την ύπαρξη βέβαιης ζημίας. Συγκεκριμένα, διατείνεται ότι, αν η Επιτροπή δεν είχε συμπεριφερθεί παρανόμως, η σύμβαση θα έπρεπε να έχει κατακυρωθεί σε αυτήν. Συνεπώς, η αιτιώδης συνάφεια πρέπει να θεωρείται αποδεδειγμένη.

237    Όσον αφορά την παράνομη συμπεριφορά, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι από το αβάσιμο της προσφυγής ακυρώσεως προκύπτει ότι δεν παρέβη κανέναν κανόνα του κοινοτικού δικαίου. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η Επιτροπή επέδειξε παράνομη συμπεριφορά, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι συντρέχει περίπτωση κατάφωρης παραβάσεως των διατάξεων που επικαλείται.

238    Όσον αφορά τη ζημία, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι η προσφεύγουσα φέρει συναφώς το βάρος αποδείξεως. Υπογραμμίζει ότι το Δικαστήριο δεν επιδικάζει αποζημιώσεις για την απώλεια ευκαιρίας. Επιπλέον, όπως προκύπτει και από την ίδια τη διατύπωση που χρησιμοποιείται στο δικόγραφο, η ζημία που συνδέεται με την υποχρέωση απολύσεως προσωπικού της προσφεύγουσας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως βέβαια.

239    Κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας και περιορίζεται στο να ισχυριστεί ότι είναι «πρόδηλη». Υποστηρίζει ότι η προσφυγή ακυρώσεως και η αγωγή αποζημιώσεως λόγω εξωσυμβατικής ευθύνης είναι δύο χωριστά ένδικα μέσα και ότι η προσφεύγουσα δεν διευκρινίζει σε ποια βάση σκοπεί να θεμελιώσει την ευθύνη της Κοινότητας, καθόσον μάλλον τη συγχέει με το αίτημα ακυρώσεως.

 β)     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

240    Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτομένης στα θεσμικά όργανα συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλομένης συμπεριφοράς και της ζημίας της οποίας έγινε επίκληση (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2005, FIAMM et FIAMM Technologies κατά Συμβουλίου et Επιτροπή, T‑69/00, Συλλογή 2005, σ. II‑5393, σκέψη 85, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

241    Κατά το μέτρο που οι τρεις προϋποθέσεις στοιχειοθετήσεως της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας είναι σωρευτικές, η έλλειψη έστω και μίας από αυτές αρκεί για την απόρριψη της αγωγής αποζημιώσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι υπόλοιπες δύο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2006, CAS Succhi di Frutta κατά Επιτροπής, T‑226/01, Συλλογή 20 σ. II‑2763, σκέψη 27, και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

242    Όσον αφορά την παράνομη συμπεριφορά, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως κανόνα δικαίου που έχει ως αντικείμενο την απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες (απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Ιουλίου 2000, Bergaderm et Goupil κατά Επιτροπής, C‑352/98 P, Συλλογή 2000, σ. I‑5291, σκέψη 42). Το αποφασιστικό κριτήριο για να θεωρηθεί μια παράβαση του κοινοτικού δικαίου κατάφωρη είναι αν το οικείο κοινοτικό όργανο υπερέβη, κατά τρόπο πρόδηλο και σοβαρό, τα όρια που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Όταν το κοινοτικό αυτό όργανο δεν διαθέτει παρά αισθητά μειωμένο ή και ανύπαρκτο περιθώριο εκτιμήσεως, μια απλή παράβαση του κοινοτικού δικαίου μπορεί να αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Δεκεμβρίου 2002, Επιτροπή κατά Camar et Tico, C‑312/00 P, Συλλογή 2002, σ. I‑11355, σκέψη 54· απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουλίου 2001, T‑198/95, T‑171/96, T‑230/97, T‑174/98 και T‑225/99, Comafrica και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑1975, σκέψη 134).

243    Εν προκειμένω, όλα τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αποδείξει ότι η απόφαση περί αναθέσεως και η απορριπτική απόφαση είναι παράνομες εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν (βλ. ανωτέρω σκέψεις 84 έως 228). Επομένως, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ευθύνη της Κοινότητας στον φερόμενο ως παράνομο χαρακτήρα των αποφάσεων αυτών.

244    Όσον αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της αποφάσεως της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005, περί απορρίψεως της αιτήσεως γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της μη κοινοποιήσεως και της προβαλλομένης ζημία, η οποία απορρέει από την απώλεια της επίδικης συμβάσεως.

245    Επομένως, το αίτημα αποζημιώσεως είναι απορριπτέο.

 Επί των δικαστικών εξόδων

246    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο μπορεί να κατανείμει τα έξοδα ή να αποφασίσει ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα σε περίπτωση μερικής ήττας των διαδίκων.

247    Υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι τα αιτήματα της προσφεύγουσας απορρίφθηκαν στην πλειονότητά τους, η προσφεύγουσα πρέπει να φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή και η Group 4 Falck, περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση της Επιτροπής της 14ης Δεκεμβρίου 2005, περί απορρίψεως της αιτήσεως γνωστοποιήσεως της συνθέσεως της επιτροπής αξιολογήσεως του διαγωνισμού 16/2005/OIL.

2)      Απορρίπτει την προσφυγή ακυρώσεως κατά τα λοιπά.

3)      Απορρίπτει την αγωγή αποζημιώσεως.

4)      Η Brink’s Security Luxembourg SA φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, το ήμισυ των εξόδων στα οποία υποβλήθηκαν η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και η G4S Security Services SA, περιλαμβανομένων εκείνων της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων.

5)      H Επιτροπή φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων.

6)      Η G4S Security Services φέρει το ήμισυ των δικαστικών της εξόδων.


Meij

Vadapalas

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 9 Σεπτεμβρίου 2009.

Πίνακας περιεχομένων

Το νομικό πλαίσιο

Α –   Η ρύθμιση που έχει εφαρμογή στις δημόσιες συμβάσεις των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Β –   Η ρύθμιση περί του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

Γ –   Η ρύθμιση για τη διατήρηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων σε περίπτωση μεταβιβάσεων επιχειρήσεων

Ιστορικό της διαφοράς

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Α –   Επί των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας

Β –   Επί του παραδεκτού της αιτιάσεως που αφορά τη μετάθεση της δημοσιεύσεως της προκηρύξεως του διαγωνισμού σε σχέση με την ημερομηνία που είχε ανακοινωθεί με την προκαταρκτική ενημέρωση

1.  Επιχειρήματα των διαδίκων

2.  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Γ –   Επί της προσφυγής ακυρώσεως

1.  Επί του παραδεκτού

α)     Επί της υπάρξεως σιωπηρής αρνητικής αποφάσεως της Επιτροπής

β)     Επί της υπάρξεως πράξεων που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα

2.  Επί της ουσίας

α)     Επί του δευτέρου λόγου, που αφορά παράβαση των διατάξεων του νόμου της 19ης Δεκεμβρίου 2003, για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/23 στην εσωτερική έννομη τάξη

Επί του πρώτου σκέλους, περί παρατυπιών στην προσφορά της Group 4 Falck

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά έλλειψη νομιμότητας της συγγραφής υποχρεώσεων της Επιτροπής

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

β) Επί του πρώτου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

γ)     Επί του τρίτου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων, καθόσον η Group 4 Falck κατείχε εμπιστευτικές πληροφορίες κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

δ)     Επί του τετάρτου λόγου, που αφορά παράβαση της αποφάσεως της Επιτροπής της 28ης Μαΐου 2004

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

ε)     Επί του πέμπτου λόγου, που αφορά παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

στ)   Επί του έκτου λόγου, που αφορά παράβαση των κανόνων της προκηρύξεως του διαγωνισμού, μη τήρηση της συγγραφής υποχρεώσεων, όσον αφορά την αξιολόγηση του ποιοτικού κριτηρίου περί βασικής εκπαιδεύσεως των υπαλλήλων ως εθελοντών για την παροχή πρώτων βοηθειών και/ή την πυρόσβεση, και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

–  Επί του παραδεκτού των νέων αποδεικτικών μέσων που προέβαλαν η προσφεύγουσα και η παρεμβαίνουσα

–  Επί της ουσίας

ζ)     Επί του εβδόμου λόγου, που αφορά παραβίαση της αρχής της διαφάνειας και προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά προσβολή του δικαιώματος προσβάσεως στα έγγραφα των κοινοτικών οργάνων

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί του δευτέρου σκέλους, που αφορά ύπαρξη συγκρούσεως συμφερόντων στο πρόσωπο ενός εκ των μελών της επιτροπής αξιολογήσεως

–  Επιχειρήματα των διαδίκων

–  Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Δ –   Επί της αγωγής αποζημιώσεως

1.  Επί του παραδεκτού

α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

β)     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

2.  Επί της ουσίας

α)     Επιχειρήματα των διαδίκων

β)     Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.