Language of document : ECLI:EU:F:2010:151

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 23ης Νοεμβρίου 2010 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση — Συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα — Μη ανανέωση της συμβάσεως — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση F‑8/10,

με αντικείμενο προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στο πλαίσιο της Συνθήκης ΕΟΚΑ δυνάμει του άρθρου 106α αυτής,

Johan Gheysens, πρώην συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, κάτοικος Malines (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τους S. Orlandi, A. Coolen, J.-N. Louis και É. Marchal, δικηγόρους,

προσφεύγων,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου από τις M. Balta και K. Zieleśkiewicz,

καθού,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni (εισηγητή), πρόεδρο, S. Van Raepenbusch και M. I. Rofes i Pujol, δικαστές,

γραμματέας: R. Schiano, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Ιουλίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατατέθηκε με τηλεομοιοτυπία στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο ΔΔ) στις 25 Ιανουαρίου 2010 (το πρωτότυπο της προσφυγής κατατέθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2010), ο J. Gheysens άσκησε την υπό κρίση προσφυγή ζητώντας μεταξύ άλλων την ακύρωση της αποφάσεως περί μη παρατάσεως της συμβάσεώς του ορισμένου χρόνου μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009.

 Το νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 29, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει τα εξής:

«Για την πλήρωση των κενών θέσεων σε όργανο, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αφού εξετάσει:

α)      τις δυνατότητες πλήρωσής της με:

i)      μετάθεση, ή

ii)      διορισμό σύμφωνα με το άρθρο 45α, ή

iii)      προαγωγή,

εντός του οργάνου,

β)      τις αιτήσεις μετάθεσης που παραλήφθηκαν από υπαλλήλους του ιδίου βαθμού άλλων οργάνων ή/και το ενδεχόμενο διοργάνωσης εσωτερικού διαγωνισμού στο όργανο, με δικαίωμα συμμετοχής μόνον των μονίμων και εκτάκτων υπαλλήλων, όπως αναφέρονται στο άρθρο 2 του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό [της Ευρωπαϊκής Ένωσης],

κινεί τη διαδικασία διαγωνισμών βάσει προσόντων ή εξετάσεων ή ταυτόχρονα βάσει προσόντων και εξετάσεων. […]»

3        Κατά το άρθρο 3β του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του Λοιπού Προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΛΠ):

«Για τους σκοπούς του παρόντος καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, ως “συμβασιούχοι υπάλληλοι επιφορτισμένοι με επικουρικά καθήκοντα”, νοούνται οι υπάλληλοι που προσλαμβάνονται σε ένα όργανο για το διάστημα που ορίζεται στο άρθρο 89, σε μια από τις ομάδες καθηκόντων που ορίζονται στο άρθρο 88:

α)      για να εκτελούν, με μειωμένο ωράριο ή με πλήρες ωράριο, καθήκοντα άλλα από τα αναφερόμενα στο άρθρο 3α, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, χωρίς να τοποθετούνται σε θέση που περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, ο οποίος προσαρτάται στο τμήμα του προϋπολογισμού που αναφέρεται στο αντίστοιχο όργανο,

β)      για να αντικαθιστούν, αφού εξετασθούν οι δυνατότητες προσωρινής τοποθέτησης υπαλλήλου εντός του οργάνου, ορισμένα πρόσωπα που βρίσκονται προσωρινά σε αδυναμία να εκτελέσουν τα καθήκοντά τους, και συγκεκριμένα:

i)      μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AST,

ii)      κατ’ εξαίρεση, μόνιμους ή έκτακτους υπαλλήλους της ομάδας καθηκόντων AD, οι οποίοι κατέχουν πολύ εξειδικευμένη θέση, εκτός από προϊσταμένους μονάδας, διευθυντές, γενικούς διευθυντές και υπαλλήλους ισοδύναμων καθηκόντων.

Η χρησιμοποίηση συμβασιούχων υπαλλήλων για επικουρικά καθήκοντα αποκλείεται στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 3α.»

4        Όσον αφορά τη διάρκεια της συμβάσεως συμβασιούχου υπαλλήλου υπό την έννοια του άρθρου 3β του ΚΛΠ, το άρθρο 88 του ΚΛΠ ορίζει τα εξής:

«Στην περίπτωση των αναφερομένων στο άρθρο 3β συμβασιούχων υπαλλήλων:

α)      η σύμβαση συνάπτεται για ορισμένο χρόνο και είναι ανανεώσιμη·

β)      η πραγματική διάρκεια της απασχόλησης σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας ενδεχόμενης ανανέωσης, δεν υπερβαίνει τα τρία έτη.

Οι περίοδοι που καλύπτονται από σύμβαση συμβασιούχου υπαλλήλου που αναφέρεται στο άρθρο 3α δεν προσμετρώνται, όταν πρόκειται για τη σύναψη ή την ανανέωση συμβάσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου.»

 Το ιστορικό της διαφοράς

5        Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνήψε σύμβαση με την ένωση GP-DHV-FBO για την παροχή συνδρομής στον τομέα των ακινήτων για το χρονικό διάστημα από 1993 έως 1997. Στο πλαίσιο αυτής της συμβάσεως, ο προσφεύγων, απασχολούμενος στην εν λόγω ένωση και κάτοχος πτυχίου αρχιτεκτονικής, τέθηκε στη διάθεση του Συμβουλίου προκειμένου να παράσχει υπηρεσίες σχεδιάσεως με υπολογιστή και υπηρεσίες «facility management».

6        Το 1998 το Συμβούλιο συνήψε απευθείας με το αρχιτεκτονικό γραφείο του προσφεύγοντος σύμβαση παροχής υπηρεσιών συνιστάμενων στη μερική απασχόληση αρχιτέκτονα, η οποία ανανεώθηκε περισσότερες φορές έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2004.

7        Λόγω της αυξήσεως και του πάγιου χαρακτήρα των καθηκόντων του «facility management», το Συμβούλιο αποφάσισε, στο πλαίσιο του προϋπολογισμού του 2004, να δημιουργήσει θέση εργασίας της κατηγορίας B εντός της μονάδας «Κτίρια» ώστε να προσληφθεί υπάλληλος ικανός να εκτελέσει αυτά τα καθήκοντα. Εντούτοις, λόγω της τεχνικής φύσεως της εν λόγω θέσεως, δεν κατέστη δυνατό να διοριστεί σε αυτήν μόνιμος υπάλληλος ή επιτυχών σε διαγωνισμό.

8        Το Συμβούλιο, με σύμβαση της 1ης Οκτωβρίου 2004, προσέλαβε τον προσφεύγοντα ως επικουρικό υπάλληλο κατηγορίας B, ομάδα καθηκόντων IV, τάξη 2, για χρονικό διάστημα ενός έτους προκειμένου να αναλάβει τα καθήκοντα του «facility management operator» εντός της αρμόδιας για την κτιριακή πολιτική και τον σχεδιασμό μονάδας της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) A «Προσωπικό και Διοίκηση». Με τροποποιητική σύμβαση υπογραφείσα στις 3 Οκτωβρίου 2005, η ισχύς της εν λόγω συμβάσεως παρατάθηκε για ένα έτος, δηλαδή έως την 30ή Σεπτεμβρίου 2006.

9        Με υπηρεσιακό σημείωμα της 11ης Μαΐου 2006, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» του Συμβουλίου ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι η συναφθείσα με αυτόν σύμβαση επικουρικού υπαλλήλου μπορούσε να παραταθεί έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2007, αλλά ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του κανονισμού, δεν ήταν δυνατή η υπογραφή συμβάσεως αορίστου χρόνου.

10      Με δεύτερη τροποποιητική σύμβαση, η συναφθείσα με τον προσφεύγοντα σύμβαση επικουρικού υπαλλήλου παρατάθηκε έως τις 30 Σεπτεμβρίου 2007.

11      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 6ης Ιουνίου 2007, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» απάντησε στο από 25 Ιουνίου 2007 ηλεκτρονικό μήνυμα του αντιπροέδρου του σωματείου υπαλλήλων «Union Syndicale» σχετικά με τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος εντός του Συμβουλίου. Σε αυτό το υπηρεσιακό σημείωμα, αντίγραφο του οποίου κοινοποιήθηκε και στον προσφεύγοντα, διευκρινιζόταν ότι το Συμβούλιο ήταν διατεθειμένο να του προτείνει κατ’ εξαίρεση, προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ατομική του περίπτωση, σύμβαση επικουρικού υπαλλήλου. Στο εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα διευκρινιζόταν επίσης ότι, κατά τη διάρκεια αυτής της συμβάσεως, ο προσφεύγων θα μπορούσε να συμμετάσχει στους διαγωνισμούς που επρόκειτο να διοργανώσει η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Επιλογής Προσωπικού (EPSO), αλλά ότι εάν δεν ελάμβανε επιτυχώς μέρος σε έναν από αυτούς, δεν θα μπορούσε να προσληφθεί ως μόνιμος υπάλληλος από το Συμβούλιο. Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 22ας Ιουνίου 2007, ο αντιπρόεδρος του σωματείου «Union Syndicale» συμφώνησε να προταθεί στον προσφεύγοντα σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου. Με υπηρεσιακό σημείωμα της 5ης Ιουλίου 2007, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» δήλωσε ότι έλαβε γνώση της εν λόγω συμφωνίας.

12      Την 1η Οκτωβρίου 2007 το Συμβούλιο συνήψε με τον προσφεύγοντα σύμβαση ορισμένου χρόνου για την πρόσληψη συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα υπαγόμενου στην ομάδα καθηκόντων III, βαθμός 11, πρώτο κλιμάκιο, για χρονικό διάστημα δύο ετών. Στο άρθρο 4 οριζόταν ότι η σύμβαση αυτή είναι ανανεώσιμη και ότι η πραγματική διάρκεια της απασχολήσεως, συμπεριλαμβανομένης της διάρκειας τυχόν ανανεώσεως της συμβάσεως, δεν επιτρεπόταν να υπερβεί την τριετία.

13      Στις 23 Οκτωβρίου 2007 η EPSO δημοσίευσε την προκήρυξη του γενικού διαγωνισμού EPSO/AD/99/07 για την κατάρτιση εφεδρικού πίνακα προσλήψεων υπαλλήλων διοικήσεως στον τομέα των κτιριακών εγκαταστάσεων (ΕΕ C 248 A, σ. 1). Ο προσφεύγων έλαβε μέρος στις δοκιμασίες του διαγωνισμού, αλλά δεν συμπεριλήφθηκε στον εφεδρικό πίνακα. Στο κεφάλαιο I της εν λόγω προκηρύξεως διευκρινιζόταν ότι ο διαγωνισμός προκηρυσσόταν για την πρόσληψη μηχανικών (AD 5) στον τομέα των κτιρίων.

14      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 21ης Δεκεμβρίου 2007, ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως δυνάμει της οποίας το Συμβούλιο τον προσέλαβε ως συμβασιούχο υπάλληλο επιφορτισμένο με επικουρικά καθήκοντα για χρονικό διάστημα δύο ετών κατατάσσοντάς τον στην ομάδα καθηκόντων III, βαθμός 11, πρώτο κλιμάκιο. Με την ένσταση αυτή, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι έπρεπε να έχει τοποθετηθεί στην ομάδα καθηκόντων IV και να έχει προσληφθεί για αόριστο χρόνο.

15      Με απόφαση του Συμβουλίου της 24ης Ιουνίου 2008, η ένσταση αυτή απορρίφθηκε.

16      Στις 10 Οκτωβρίου 2008, ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή κατά της ως άνω αποφάσεως, η οποία καταχωρίστηκε με την ένδειξη F‑83/08, και η εκδίκαση της οποίας ανεστάλη με την από 20 Φεβρουαρίου 2009 διάταξη του προέδρου του δεύτερου τμήματος του Δικαστηρίου ΔΔ έως ότου εκδοθεί οριστική απόφαση επί της υποθέσεως F‑134/07, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής. Η εκδίκαση της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ της 4ης Ιουνίου 2009, F‑134/07 και F‑8/08, Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I-Α-1-149 και II-Α-1-841), εξακολουθεί να εκκρεμεί ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (υπόθεση T‑325/09 P).

17      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 29ης Απριλίου 2009, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» υπενθύμισε στον προσφεύγοντα ότι η σύμβασή του έληγε στις 30 Σεπτεμβρίου 2009 και ότι η διάρκεια της συμβάσεώς του καθιστούσε δυνατή τη συμμετοχή του σε διαγωνισμό. Η αρμόδια για τη σύναψη των συμβάσεων προσλήψεως αρχή (στο εξής: ΑΑΣΣ) δήλωσε ότι μόλις είχαν δημοσιευτεί οι εφεδρικοί πίνακες του διαγωνισμού EPSO/AD/99/07 και ότι το όνομα του προσφεύγοντος δεν περιλαμβανόταν σε αυτούς. Το υπηρεσιακό σημείωμα κατέληγε με την εξής φράση:

«Όπως διευκρινίστηκε και στα προμνησθέντα υπηρεσιακά σημειώματα, οφείλω να σας υπενθυμίσω ότι, εφόσον δεν επιτύχετε σε άλλο διαγωνισμό της EPSO, η σύμβαση προσλήψεώς σας ως συμβασιούχου υπαλλήλου δεν θα μπορέσει να ανανεωθεί μετά τη λήξη της τον προσεχή Σεπτέμβριο.»

18      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 12ης Μαΐου 2009, ο προσφεύγων ζήτησε από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» να ανανεώσει τη σύμβασή του για ένα έτος, επισημαίνοντας, αφενός, ότι αυτό ήταν επιθυμία του προϊσταμένου της υπηρεσίας του προκειμένου να διασφαλιστεί η συνέχεια της υπηρεσίας και, αφετέρου, ότι, κατά τους όρους της συμβάσεώς του, η απασχόλησή του μπορούσε συνολικώς να διαρκέσει τρία έτη.

19      Στις 17 Ιουνίου 2009, η EPSO δημοσίευσε προκήρυξη γενικού διαγωνισμού για την πρόσληψη βοηθών υπαλλήλων (AST 3) στον τομέα των κτιριακών εγκαταστάσεων (EPSO/AST/94/09) (ΕΕ C 137 A, σ. 1). Ο προσφεύγων έγινε δεκτός στις δοκιμασίες του διαγωνισμού. Κατά την ημερομηνία της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δεν είχε ακόμη δημοσιευτεί ο εφεδρικός πίνακας.

20      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 24ης Ιουνίου 2009, με αντικείμενο τη «[λ]ήξη της ισχύος [της] συμβάσεως [του προσφεύγοντος] στις 30 Σεπτεμβρίου 2009», ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι αρνείται να παρατείνει τη σύμβασή του μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009, για τον λόγο ότι, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 29 του ΚΥΚ, υποχρεούται να προβεί σε πλήρωση της κατεχόμενης από τον προσφεύγοντα θέσεως μέσω προαγωγής, μεταθέσεως υπαλλήλου ή διορισμού επιτυχόντος σε διαγωνισμό. Επομένως, ο προσφεύγων, δεδομένου ότι δεν υπήρξε επιτυχών σε διαγωνισμό, δεν μπορούσε να εξακολουθεί να κατέχει θέση στο Συμβούλιο μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009. Ο συντάκτης του υπηρεσιακού σημειώματος υπενθύμιζε στον προσφεύγοντα ότι η λυόμενη κατά την ημερομηνία αυτή διετής σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα του είχε προταθεί μόνον κατ’ εξαίρεση προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ατομική του περίπτωση και να του δοθεί η δυνατότητα συμμετοχής σε διαγωνισμό.

21      Με υπηρεσιακό σημείωμα της 3ης Ιουλίου 2009, ο προσφεύγων ζήτησε από τον γενικό διευθυντή της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» να επανεξετάσει την απόφαση της 24ης Ιουνίου 2009, επικαλούμενος, προς τούτο, αφενός, την επιθυμία του προϊσταμένου της υπηρεσίας του να παραταθεί η σύμβασή του επί ένα έτος και, αφετέρου, τον πάγιο χαρακτήρα των καθηκόντων που εκτελούσε εντός του Συμβουλίου επί δεκαέξι περίπου έτη. Στο εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα, ο προσφεύγων τόνιζε ότι, λόγω της ιδιότητάς του ως αρχιτέκτονας και όχι ως μηχανικός, δεν μπορούσε βάσιμα να προσδοκά ότι θα συμπεριλαμβανόταν στον εφεδρικό πίνακα του διαγωνισμού EPSO/AD/99/07.

22      Με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2009, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» επιβεβαίωσε την από 24 Ιουνίου 2009 απόφασή του διευκρινίζοντας ότι επιθυμούσε την πλήρωση της κατεχόμενης από τον προσφεύγοντα θέσεως με διορισμό υπαλλήλου και ότι τα προβαλλόμενα με το υπηρεσιακό σημείωμα της 3ης Ιουλίου 2009 επιχειρήματα δεν μπορούσαν να ανατρέψουν την προμνησθείσα απόφαση.

23      Με επιστολή της 24ης Ιουλίου 2009, ο προσφεύγων υπέβαλε, κατά την ημερομηνία αυτή, ένσταση υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, με την οποία ζητούσε την ανάκληση των αποφάσεων της 29ης Απριλίου 2009 και της 24ης Ιουνίου 2009. Στην ίδια επιστολή, ζητούσε επίσης τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την τακτοποίηση της υπηρεσιακής του καταστάσεως (στο εξής: αίτημα υπηρεσιακής τακτοποιήσεως).

24      Η ΑΑΣΣ, με υπηρεσιακό σημείωμα της 2ας Οκτωβρίου 2009 που κοινοποιήθηκε στις 13 Οκτωβρίου 2009, απέρριψε την ένσταση (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως) καθώς και το αίτημα υπηρεσιακής τακτοποιήσεως (στο εξής: απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως).

 Αιτήματα των διαδίκων

25      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να ακυρώσει την απόφαση περί μη παρατάσεως της συμβάσεως μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009 και την απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

26      Το Συμβούλιο Συμβουλίου ζητεί από το Δικαστήριο ΔΔ:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως προδήλως απαράδεκτη και, σε κάθε περίπτωση, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του αντικειμένου της προσφυγής

27      Ο προσφεύγων ζητεί, μεταξύ άλλων, από το Δικαστήριο ΔΔ να ακυρώσει την απόφαση περί μη παρατάσεως της συμβάσεώς του μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009 χωρίς όμως να διευκρινίζει ρητώς περί ποιας αποφάσεως πρόκειται. Λαμβανομένου υπόψη του πλήθους των πράξεων του Συμβουλίου όσον αφορά την άρνηση ανανεώσεως της συμβάσεως του προσφεύγοντος, επιβάλλεται να προσδιοριστεί ποια από τις πράξεις αυτές αποτελεί την επίδικη απόφαση.

28      Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του υπηρεσιακού σημειώματος της 29ης Απριλίου 2009, η σύμβαση του προσφεύγοντος «λήγει στις 30 Σεπτεμβρίου 2009». Εντούτοις, αυτό το υπηρεσιακό σημείωμα δεν συνιστά την οριστική απόφαση της διοικήσεως επί της λήξεως της απασχολήσεως του προσφεύγοντος. Ειδικότερα, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα ολοκληρώνεται με μια παράγραφο στην οποία υπενθυμίζεται ότι η σύμβαση του ενδιαφερομένου δεν μπορεί να ανανεωθεί εάν αυτός δεν αναδειχθεί επιτυχών σε διαγωνισμό άλλον από τον διαγωνισμό EPSO/AD/99/07. Ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση» γνωστοποίησε κατ’ αυτόν τον τρόπον στον προσφεύγοντα ότι υπήρχε μια ακόμη ευκαιρία για την ανανέωση της συμβάσεώς του, η προοπτική δε αυτή δεν ήταν εντελώς υποθετική στον βαθμό που, στις 17 Ιουνίου 2009, η EPSO δημοσίευσε προκήρυξη γενικού διαγωνισμού στον τομέα των κτιριακών εγκαταστάσεων στον οποίο και έλαβε μέρος ο προσφεύγων.

29      Αντιθέτως, το υπηρεσιακό σημείωμα της 24ης Ιουνίου 2009 δεν αφήνει στον προσφεύγοντα καμία ελπίδα για την ανανέωση της συμβάσεώς του. Πρώτον, αυτό το υπηρεσιακό σημείωμα έχει ως αντικείμενο τη «[λ]ήξη [της] συμβάσεως [του προσφεύγοντος] στις 30 Σεπτεμβρίου 2009», ενώ το υπηρεσιακό σημείωμα της 29ης Απριλίου 2009 αφορά γενικώς τη «σύμβαση [του προσφεύγοντος]». Στη συνέχεια, στο υπηρεσιακό σημείωμα της 24ης Ιουνίου 2009 προσδιορίζονται σαφώς τόσο οι νομικοί λόγοι –υποχρέωση της ΑΔΑ να προβεί σε πλήρωση της κενής θέσεως με μόνιμο υπάλληλο– όσο και οι πραγματικοί λόγοι –αποτυχία του προσφεύγοντος σε διαγωνισμό– για τη μη ανανέωση της συμβάσεως. Τέλος, ο συντάκτης του εν λόγω υπηρεσιακού σημειώματος δεν εξετάζει το ζήτημα κατά πόσον τυχόν επιτυχία του προσφεύγοντος σε διαγωνισμό μπορεί να δικαιολογήσει την παράταση της απασχολήσεώς του μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009.

30      Το γεγονός ότι το υπηρεσιακό σημείωμα της 24ης Ιουνίου 2009 αποτελεί όντως την απόφαση με την οποία η διοίκηση έλαβε οριστική απόφαση επί της συμβάσεως του προσφεύγοντος επιβεβαιώνεται από δύο στοιχεία. Αφενός, το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα απεστάλη σε απάντηση προς το από 12 Μαΐου 2009 αίτημα του προσφεύγοντος στο οποίο, μεταξύ άλλων, γινόταν αναφορά στην επιθυμία του προϊσταμένου του να παραταθεί η σύμβασή του επί ένα έτος. Αφετέρου, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση», στο από 14 Ιουλίου 2009 υπηρεσιακό του σημείωμα, απάντησε στον προσφεύγοντα ότι αρκούνταν στην «επιβεβαίωση του περιεχομένου του από 24 Ιουνίου 2009 υπηρεσιακού σημειώματός του».

31      Πάντως, το Συμβούλιο επισήμανε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, απαντώντας σε ερώτηση του Δικαστηρίου ΔΔ, ότι το υπηρεσιακό σημείωμα της 24ης Ιουνίου 2009 αποτελούσε την επίδικη στην υπό κρίση υπόθεση βλαπτική πράξη.

32      Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και εάν γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως του προσφεύγοντος ελήφθη διά του υπηρεσιακού σημειώματος της 29ης Απριλίου 2009 και όχι διά του υπηρεσιακού σημειώματος της 24ης Ιουνίου 2009, το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή ούτε επί του παραδεκτού της προσφυγής, δεδομένου ότι η ένσταση του προσφεύγοντος υποβλήθηκε εντός τριμήνου από της κοινοποιήσεως του εγγράφου της 29ης Απριλίου 2009, ούτε επί της εξετάσεως των λόγων ακυρώσεως, δεδομένου ότι τα δύο υπηρεσιακά σημειώματα στηρίζονται, κατά βάση, στην ίδια αιτιολογία, δηλαδή ότι ο προσφεύγων δεν ανεδείχθη επιτυχών σε διαγωνισμό, οπότε δεν μπορούσε να εξακολουθεί να κατέχει τη θέση του.

33      Επομένως, όσον αφορά το αίτημα του προσφεύγοντος να ακυρωθεί η απόφαση περί μη παρατάσεως της συμβάσεώς του μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009, η προσφυγή πρέπει να εξεταστεί ως στρεφόμενη κατά της αποφάσεως της 24ης Ιουνίου 2009 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

34      Επιπροσθέτως, η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

35      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη στο σύνολό της, αφενός, ελλείψει σαφήνειας και ακρίβειας, αφετέρου, λόγω του απαραδέκτου της ενστάσεως η οποία στερείται και αυτή σαφήνειας και ακρίβειας.

36      Επιπλέον, όσον αφορά ειδικώς τα αιτήματα τα σχετικά με την απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως, το Συμβούλιο εκτιμά ότι τα αιτήματα αυτά, στην περίπτωση που γίνει δεκτό ότι έχουν ως αντικείμενο να υποχρεωθεί το Συμβούλιο να λάβει μέτρο συγκεκριμένου περιεχομένου, είναι απαράδεκτα. Πράγματι, το Δικαστήριο ΔΔ, στο πλαίσιο του βασιζόμενου στο άρθρο 91 του ΚΥΚ ελέγχου νομιμότητας, δεν είναι αρμόδιο να επιβάλει παρόμοια υποχρέωση.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

37      Πρώτον, όσον αφορά τα αιτήματα που στρέφονται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως, τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ εξαρτούν το παραδεκτό του ένδικου βοηθήματος που ασκεί πρώην υπάλληλος κατά του οργάνου στο οποίο ανήκε από τη βασική προϋπόθεση να έχει διεξαχθεί νομοτύπως η προβλεπόμενη από αυτά προκαταρκτική διοικητική διαδικασία. Οι κανόνες αυτοί είναι δημοσίας τάξεως και οι διάδικοι δεν μπορούν να διαφύγουν την τήρησή τους (βλ. διατάξεις του Πρωτοδικείου της 11ης Μαΐου 1992, T‑34/91, Whitehead κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II‑1723, σκέψεις 18 και 19, καθώς και της 6ης Νοεμβρίου 1997, T‑15/96, Liao κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑329 και II‑897, σκέψη 54). Κατά το άρθρο 77 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί, οποτεδήποτε, αυτεπαγγέλτως, αφού ακούσει τους διαδίκους, να αποφανθεί επί των δημοσίας τάξεως λόγων απαράδεκτου.

38      Πριν από την άσκηση προσφυγής κατά βλαπτικής πράξεως εκδοθείσας από την ΑΑΣΣ πρέπει οπωσδήποτε να έχει υποβληθεί διοικητική ένσταση και να έχει εκδοθεί επ’ αυτής ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση. Προσφυγή που ασκείται προ της περατώσεως αυτής της προκαταρκτικής διαδικασίας είναι, λόγω του προώρου χαρακτήρα της, απαράδεκτη δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Ιουνίου 1990, T‑47/89 και T‑82/89, Marcato κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑231, σκέψη 32, και της 23ης Μαρτίου 2000, T‑197/98, Rudolph κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2000, σ. I‑A‑55 και II‑241, σκέψη 53).

39      Όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της, η ένσταση της 24ης Ιουλίου 2009 περιλαμβάνει δύο πτυχές: αφενός, ένσταση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, στρεφόμενη κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως και, αφετέρου, αίτημα τακτοποιήσεως της υπηρεσιακής καταστάσεως του προσφεύγοντος, του οποίου το περιεχόμενο βαίνει πέραν της απλής αμφισβητήσεως της αρνήσεως ανανεώσεως της συμβάσεως.

40      Κατά συνέπεια, η ΑΑΣΣ, με το απαντητικό στην ένσταση υπηρεσιακό σημείωμα της 2ας Οκτωβρίου 2009, έλαβε δύο χωριστές αποφάσεις: αφενός, την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως και, αφετέρου, την απόφαση περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως (βλ., κατ’ αναλογία, προπαρατεθείσα απόφαση Rudolph κατά Επιτροπής, σκέψεις 53 έως 55).

41      Εντούτοις, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων δεν υπέβαλε ένσταση, υπό την έννοια του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως.

42      Ως εκ τούτου, τα αιτήματα που στρέφονται κατά της αποφάσεως περί απορρίψεως του αιτήματος υπηρεσιακής τακτοποιήσεως είναι απαράδεκτα.

43      Δεύτερον, όσον αφορά τους λόγους απαραδέκτου που προβάλλονται σε σχέση με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Δικαστήριο ΔΔ υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έχουν την εξουσία να εκτιμήσουν εάν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, ήταν δικαιολογημένη, από απόψεως ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η επί της ουσίας απόρριψη των αιτημάτων της προσφυγής χωρίς προηγούμενη απόφαση επί της ενστάσεως απαραδέκτου την οποία πρότεινε ο καθού κατά των αιτημάτων αυτών (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, ιδίως, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Φεβρουαρίου 2002, C‑23/00 P, Συμβούλιο κατά Boehringer, Συλλογή 2002, σ. I‑1873, σκέψεις 51 και 52· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑171/02, Regione autonoma della Sardegna κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑2123, σκέψη 155· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 8ης Απριλίου 2008, F‑134/06, Bordini κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ I-Α-1-87 και II-Α-1-435, σκέψη 56).

44      Εν προκειμένω, το Δικαστήριο ΔΔ εκτιμά ότι, από απόψεως ορθής απονομής της δικαιοσύνης, δικαιολογείται η επί της ουσίας εξέταση των στρεφόμενων κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως αιτημάτων της προσφυγής και, ενδεχομένως, η απόρριψή τους χωρίς προηγούμενη εξέταση των λόγων απαραδέκτου που προβάλλονται σε σχέση με αυτή την απόφαση.

 Επί των αιτημάτων τα οποία στρέφονται κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

45      Κατά πρώτο λόγο, ο προσφεύγων υποστηρίζει γενικώς, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 25 του ΚΥΚ και χωρίς να τηρηθούν η υποχρέωση αιτιολογήσεως, οι αρχές που απορρέουν από την οδηγία 1999/70 του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (ΕΕ L 175, σ. 43), οι κανόνες περί ελάχιστων απαιτήσεων για την αποφυγή της καταχρηστικής απολύσεως εργαζομένων, το καθήκον μέριμνας και η αρχή της χρηστής διοικήσεως, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.

46      Κατά δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, επειδή η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη, δεν είναι σε θέση να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους η σύμβασή του δεν ανανεώθηκε. Επιπλέον, η απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως δεν κάλυψε την προβαλλόμενη ανεπάρκεια της αιτιολογίας. Πρώτον, το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν υπήρξε επιτυχών σε γενικό διαγωνισμό δεν μπορεί αυτό καθαυτό να δικαιολογήσει την άρνηση της επιτρεπόμενης από τις διατάξεις του άρθρου 3β του ΚΛΠ ανανεώσεως της συμβάσεως έως τρία έτη κατ’ ανώτατο όριο. Στη συνέχεια, αμφισβητεί το γεγονός ότι η θέση την οποία κατείχε περιλαμβανόταν στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο σχετικό με το Συμβούλιο τμήμα του προϋπολογισμού, η οποία πρέπει να πληρωθεί τηρουμένων των προϋποθέσεων που τάσσει το άρθρο 29 του ΚΥΚ και παρά το γεγονός ότι δεν δημοσιεύτηκε σχετική προκήρυξη κενής θέσεως. Τέλος, το Συμβούλιο, κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, δεν έλαβε υπόψη το συμφέρον του προσφεύγοντος που εργάζεται επί σειρά ετών στο όργανο για ανανέωση της συμβάσεώς του. Ομοίως, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη την επιθυμία του προϊσταμένου υπηρεσίας του προσφεύγοντος να παραταθεί η σύμβαση του προσφεύγοντος χάριν της συνέχειας της υπηρεσίας.

47      Κατά τρίτο λόγο, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά παράβαση του άρθρου 3β του ΚΛΠ, όπως αυτό ερμηνεύεται υπό το πρίσμα των αρχών που απορρέουν από την οδηγία 1999/70 και της προπαρατεθείσας αποφάσεως Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής. Συγκεκριμένα, κατά τον προσφεύγοντα, το Συμβούλιο τον απασχόλησε παρανόμως ως συμβασιούχο υπάλληλο επιφορτισμένο με επικουρικά καθήκοντα, δεδομένου ότι η θέση την οποία κατείχε δεν είχε ως αντικείμενο την κάλυψη παροδικών και πρόσκαιρων αναγκών. Το Συμβούλιο όφειλε να προβεί σε εκ νέου χαρακτηρισμό της συμβάσεώς του τηρουμένων των υποχρεώσεων που επιβάλλει το ΚΛΠ.

48      Κατά τέταρτο λόγο, ο προσφεύγων προβάλλει ότι το Συμβούλιο παραβίασε την αρχή της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, αρνούμενο να ανανεώσει τη σύμβαση προσλήψεώς του ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα για τον λόγο ότι δεν συμπεριλήφθηκε σε εφεδρικό πίνακα ώστε να μπορεί να διοριστεί υπάλληλος, και παρά το γεγονός ότι η EPSO, κατά τη διάρκεια της συμβάσεώς του, διοργάνωσε μόνον ένα διαγωνισμό στον τομέα των κτιριακών εγκαταστάσεων.

49      Το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι πολλοί από τους λόγους ακυρώσεως τους οποίους προβάλλει ο προσφεύγων είναι απαράδεκτοι.

50      Κατά πρώτο λόγο, οι λόγοι ακυρώσεως οι αντλούμενοι από παραβίαση των αρχών που απορρέουν από την οδηγία 1999/70, από παράβαση των κανόνων περί ελάχιστων απαιτήσεων για την αποφυγή της καταχρηστικής απολύσεως εργαζομένων, από έλλειψη νόμιμης βάσεως, από παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, προβλήθηκαν κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχεία δ΄ και ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας. Ειδικότερα, οι λόγοι αυτοί προβλήθηκαν χωρίς να έχουν αποτελέσει αντικείμενο ελάχιστης αναπτύξεως ώστε το καθού να είναι σε θέση να κατανοήσει το περιεχόμενό τους και το βάσιμό τους και, ως εκ τούτου, να μπορέσει να προβάλει την άμυνά του.

51      Κατά δεύτερο λόγο, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο λόγος ακυρώσεως κατά τον οποίο ο προσφεύγων δεν μπορούσε να προσληφθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου 3β του ΚΛΠ είναι απαράδεκτος, καθόσον ο προσφεύγων παρέλειψε να αμφισβητήσει τη νομική βάση της συμβάσεώς του εντός τριμήνου από της υπογραφής αυτής. Η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά νέο πραγματικό γεγονός συνεπαγόμενο την επανέναρξη της προθεσμίας αμφισβητήσεως της νομικής βάσεως της συμβάσεως.

52      Κατά τρίτο λόγο, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων δεν προβλήθηκε κατά το στάδιο της ενστάσεως, οπότε είναι απαράδεκτος.

53      Κατά τέταρτο λόγο, ο λόγος ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση των κανόνων περί ελάχιστων απαιτήσεων για την αποφυγή της καταχρηστικής απολύσεως εργαζομένων είναι άσχετος με την υπό κρίση διαφορά, δεδομένου ότι αυτή αφορά τη λήξη της συμβάσεως του προσφεύγοντος κατά το πέρας του χρόνου για τον οποίο συνήφθη και όχι απόφαση περί απολύσεως.

54      Επικουρικώς, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη.

55      Κατά πρώτο λόγο, όσον αφορά τον λόγο ακυρώσεως τον αντλούμενο από ανεπαρκή αιτιολογία, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η απόφαση περί μη ανανεώσεως της συμβάσεως δεν βαρύνεται με αυτήν την πλημμέλεια. Ειδικότερα, πρώτον, ο προσφεύγων είχε πράγματι ενημερωθεί για το ότι η σύμβαση του είχε προταθεί κατ’ εξαίρεση για χρονικό διάστημα 24 μηνών, ώστε να μπορέσει να συμμετάσχει σε τυχόν μεταγενέστερο διαγωνισμό της EPSO. Στη συνέχεια, το υπηρεσιακό σημείωμα της 29ης Απριλίου 2009 υπενθύμισε στον προσφεύγοντα την περίπτωσή του καθώς και της λήξη της απασχολήσεώς του κατά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009. Τέλος, στην προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινιζόταν ότι η ΑΑΣΣ είχε την υποχρέωση να προβεί σε πλήρωση της μέχρι τούδε κατεχόμενης από τον προσφεύγοντα θέσεως με διορισμό υπαλλήλου, δεδομένου ότι η θέση αυτή περιλαμβανόταν στον πίνακα των θέσεων του προϋπολογισμού του οργάνου και ήταν κενή. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων δεν υπήρξε επιτυχών σε διαγωνισμό, το Συμβούλιο δεν μπορούσε να συνεχίσει τη συμβατική του σχέση με αυτόν για τον πρόσθετο λόγο ότι η αρχική σύμβαση προσλήψεως συμβασιούχου υπάλληλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα συνήφθη κατ’ εξαίρεση με σκοπό να του παρασχεθεί χρόνος για να λάβει επιτυχώς μέρος σε διαγωνισμό.

56      Κατά δεύτερο λόγο, το Συμβούλιο εκτιμά ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παραβιάζει τις απορρέουσες από την οδηγία 1999/70 αρχές. Ειδικότερα, η οδηγία αυτή δεν έχει ως αποδέκτες τα όργανα της Ένωσης, αλλά τα κράτη μέλη και δεν επιβάλλει υποχρεώσεις στα όργανα όσον αφορά τις σχέσεις τους με το προσωπικό τους. Σε κάθε περίπτωση, η οδηγία αυτή δεν απαγορεύει τη σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Εν προκειμένω, όμως, η πρώτη σύμβαση ορισμένου χρόνου που συνήφθη με τον προσφεύγοντα είχε ως σκοπό να διασφαλιστεί η εκτέλεση ειδικών καθηκόντων εν αναμονή της πληρώσεως της θέσεως από υπάλληλο. Η δεύτερη σύμβαση συνήφθη κατά τρόπο εξαιρετικό προκειμένου να ληφθεί υπόψη η ατομική περίπτωση του προσφεύγοντος.

57      Κατά τρίτο λόγο, το Συμβούλιο δεν κατανοεί για ποιους λόγους τυχόν απόφαση να μην ανανεωθεί επί ένα έτος σύμβαση ορισμένου χρόνου αντιβαίνει στο άρθρο 3β του ΚΛΠ. Επιπλέον, τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος ότι εκτελούσε επί δεκαέξι έτη τα ίδια καθήκοντα υπό διαφορετικό κάθε φορά καθεστώς είναι ανακριβή δεδομένου ότι το περιεχόμενο, η συχνότητα και η ευθύνη των καθηκόντων που επωμιζόταν ο προσφεύγων ποίκιλλε.

58      Κατά τέταρτο λόγο, το Συμβούλιο υποστηρίζει ότι δεν συντρέχει πράγματι παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων. Ειδικότερα, το Συμβούλιο δεν εξάρτησε παρανόμως την παράταση της συμβάσεως του προσφεύγοντος από την προηγούμενη επιτυχία του σε διαγωνισμό. Αντιθέτως, η σύμβαση προτάθηκε κατ’ εξαίρεση στον προσφεύγοντα προκειμένου αυτός να μπορέσει ενδεχομένως να προσληφθεί ως υπάλληλος. Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει ο προσφεύγων, κατά τη διάρκεια της συμβάσεώς του διοργανώθηκαν δύο διαγωνισμοί οι οποίοι αντιστοιχούσαν στα προσόντα του, η δε επιτροπή διαγωνισμού έκανε δεκτή την υποψηφιότητά του.

 Εκτίμηση του Δικαστηρίου ΔΔ

 — Επί των λόγων ακυρώσεως οι οποίοι έχουν διατυπωθεί κατά γενικό και αφηρημένο τρόπο

59      Ο προσφεύγων υποστηρίζει, γενικά και αφηρημένα, αφενός, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη χωρίς να τηρηθούν οι απορρέουσες από την οδηγία 1999/70 αρχές, οι κανόνες περί ελάχιστων απαιτήσεων για την αποφυγή της καταχρηστικής απολύσεως εργαζομένων, το καθήκον μέριμνας και η αρχή της χρηστής διοικήσεως, αφετέρου, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται νόμιμης βάσεως.

60      Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να περιέχει τους προβαλλόμενους νομικούς και πραγματικούς λόγους και επιχειρήματα. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή, προκειμένου να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε Δικαστήριο ΔΔ να εκδικάσει την προσφυγή χωρίς να χρειαστεί ενδεχομένως συμπληρωματικές πληροφορίες. Προκειμένου να μη διαταραχθεί η ασφάλεια δικαίου και η ορθή απονομή της δικαιοσύνης πρέπει, για να είναι μια προσφυγή παραδεκτή, τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου (βλ. διάταξη του Πρωτοδικείου της 28ης Απριλίου 1993, T-85/92, De Hoe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II-523, σκέψη 20· διάταξη του Δικαστηρίου ΔΔ της 26ης Ιουνίου 2008, F‑1/08, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I-Α-1-229 και II-Α-1-1231, σκέψη 24). Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο επειδή, κατά το άρθρο 7, παράγραφος 3, του παραρτήματος I του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το γραπτό στάδιο της ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαδικασίας περιλαμβάνει, κατ’ αρχήν, μία μόνον ανταλλαγή γραπτών υπομνημάτων, εκτός αντίθετης αποφάσεως του Δικαστηρίου ΔΔ. Σε αντίθεση με όσα ορίζει το άρθρο 21, πρώτο εδάφιο, του οργανισμού του Δικαστηρίου για το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η ιδιαιτερότητα αυτή της ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ διαδικασίας εξηγεί την απαγόρευση συνοπτικής παρουσιάσεως των λόγων και των επιχειρημάτων στο δικόγραφο της προσφυγής (προπαρατεθείσα απόφαση Adjemian κ.λπ. κατά Επιτροπής).

61      Επομένως, οι προμνησθέντες λόγοι ακυρώσεως, όπως αυτοί έχουν διατυπωθεί, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις των διατάξεων του άρθρου 35, παράγραφος 1, στοιχείο ε΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, οπότε είναι απαράδεκτοι.

–       Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 25 του ΚΥΚ και μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

62      Επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ υποχρέωση αιτιολογήσεως, η οποία εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και στους επιφορτισμένους με επικουρικά καθήκοντα συμβασιούχους υπαλλήλους δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 11 και 81 του ΚΛΠ και η οποία συνιστά απλώς επανάληψη της γενικής υποχρεώσεως που επιβάλλει το άρθρο 253 ΕΚ, έχει ως σκοπό να παράσχει στον μεν ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να εκτιμήσει το βάσιμο της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου ΔΔ, στο δε Δικαστήριο ΔΔ τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξεως. Ως εκ τούτου, η ως άνω υποχρέωση αιτιολογήσεως συνιστά ουσιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου από την οποία επιτρέπεται παρέκκλιση μόνο για επιτακτικούς λόγους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 861, σκέψη 22, και της 23ης Σεπτεμβρίου 2004, C‑150/03 P, Hectors κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 2004, σ. I‑8691, σκέψη 39· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 1991, T‑1/90, Pérez-Ménguez Casariego κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑143, σκέψη 73, και της 6ης Ιουλίου 2004, T‑281/01, Huygens κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑203 και II‑903, σκέψη 105).

63      Κατά πάγια νομολογία, η ΑΑΣΣ έχει υποχρέωση να αιτιολογεί τις αποφάσεις της, το αργότερο κατά τον χρόνο απορρίψεως της ενστάσεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 3ης Μαρτίου 1993, T‑25/92, Vela Palacios κατά ΟΚΕ, Συλλογή 1993, σ. II‑201, σκέψη 22, και της 14ης Ιουλίου 1998, T‑219/97, Brems κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑381 και II‑1085, σκέψη 83) η δε έκταση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται κατά περίπτωση αναλόγως των συγκεκριμένων περιστάσεων (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 1977, 61/76, Geist κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1977, σ. 415, σκέψη 28, και της 13ης Δεκεμβρίου 1989, C‑169/88, Prelle κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 4335, σκέψη 9· απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 1995, T‑36/93, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑161 και II‑497, σκέψη 60). Ειδικότερα, μια απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη, όταν εκδίδεται εντός πλαισίου το οποίο είναι γνωστό στον ενδιαφερόμενο υπάλληλο και του παρέχει τη δυνατότητα να κατανοήσει το περιεχόμενο του ληφθέντος έναντι αυτού μέτρου (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Οκτωβρίου 1981, 125/80, Arning κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2539, σκέψη 13, και της 12ης Νοεμβρίου 1996, C‑294/95 P, Ojha κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑5863, σκέψη 35· προπαρατεθείσα απόφαση του Πρωτοδικείου Ojha κατά Επιτροπής, σκέψη 60, και της 1ης Απριλίου 2004, T‑198/02, N κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑115 και II‑507, σκέψη 70).

64      Πρέπει επίσης να υπομνησθεί ότι απόφαση περί μη ανανεώσεως συμβάσεως ορισμένου χρόνου συνιστά βλαπτική πράξη υπό την έννοια του άρθρου 25 του ΚΥΚ εφόσον είναι διακριτή από την εν λόγω σύμβαση. Τέτοια περίπτωση συντρέχει όταν η απόφαση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή όταν με αυτήν η διοίκηση αποφαίνεται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου υπαλλήλου επί της προβλεφθείσας στη σύμβαση δυνατότητας να ανανεωθεί η σύμβαση αυτή (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, διάταξη του Δικαστηρίου της 23ης Οκτωβρίου 2009, C‑561/08 P και C‑4/09 P, Επιτροπή κατά Ποταμιάνου, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 45, 46 και 48· απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Οκτωβρίου 2008, T‑160/04, Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I-Α-1-75 και II-Α-1-469, σκέψεις 21 και 23). Μια τέτοια απορριπτική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη (βλ. κατ’ αναλογία, όσον αφορά απορριπτική απόφαση σχετικά με πρόσληψη εκτάκτου υπαλλήλου από πολιτικό σχηματισμό του Κοινοβουλίου, προπαρατεθείσα απόφαση Hectors κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 40· όσον αφορά τις αποφάσεις περί απολύσεως εκτάκτου υπαλλήλου προσληφθέντος για αόριστο χρόνο, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, T‑404/06 P, ETF κατά Landgren, Συλλογή 2009, σ. II‑2841, σκέψεις 143 έως 170).

65      Εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι διακριτή από τη σύμβαση που συνήψε την 1η Οκτωβρίου 2007 το Συμβούλιο με τον προσφεύγοντα.

66      Ειδικότερα, κατά πρώτο λόγο, η απόφαση αυτή περιλαμβάνει ένα νέο στοιχείο σε σχέση με τη συναφθείσα την 1η Οκτωβρίου 2007 σύμβαση καθόσον διευκρινίζει ότι η εν λόγω σύμβαση δεν μπορεί να ανανεωθεί μετά το πέρας της αρχικής διετούς διαρκείας της. Εντούτοις, το άρθρο 4 αυτής της συμβάσεως προέβλεπε ρητώς τη δυνατότητα ενδεχόμενης μονοετούς ανανεώσεως. Επιπλέον, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση», στα υπηρεσιακά σημειώματα της 6ης Ιουνίου 2007 και 5ης Ιουλίου 2007, δεν έδωσε στον προσφεύγοντα ρητές εξηγήσεις ως προς το εάν η προταθείσα σε αυτόν σύμβαση μπορούσε ή όχι να ανανεωθεί κατ’ ανώτατο όριο μέχρι τρία έτη σύμφωνα με όσα ορίζει το άρθρο 88 του ΚΛΠ.

67      Κατά δεύτερο λόγο, ο προσφεύγων υπέβαλε, με το από 12 Μαΐου 2009 υπηρεσιακό σημείωμά του, αίτημα ανανεώσεως της συμβάσεώς του, με την υποστήριξη του προϊσταμένου του, η δε προσβαλλόμενη απόφαση εκφράζει τη θέση του Συμβουλίου επί του αιτήματος αυτού.

68      Στη συνέχεια, η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία συνιστά βλαπτική πράξη υπό την έννοια του άρθρου 25 του ΚΥΚ, έπρεπε να είναι αιτιολογημένη.

69      Πάντως, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το Συμβούλιο διευκρίνισε ότι είχε την υποχρέωση κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 29 του ΚΥΚ να προβεί σε πλήρωση της κατεχόμενης από τον προσφεύγοντα θέσεως μέσω προαγωγής, μεταθέσεως υπαλλήλου ή διορισμό επιτυχόντος σε διαγωνισμό και ότι ο προσφεύγων, εφόσον δεν συμπεριλήφθηκε σε εφεδρικό πίνακα διαγωνισμού, δεν μπορούσε να εξακολουθεί να κατέχει θέση εντός του Συμβουλίου μετά την 30ή Σεπτεμβρίου 2009. Το Συμβούλιο, εκθέτοντας αυτά τα στοιχεία, αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση.

70      Σε κάθε περίπτωση, επιβάλλεται η επισήμανση ότι το Συμβούλιο, με έγγραφο της 14ης Ιουλίου 2009, συμπλήρωσε την ως άνω αιτιολογία διευκρινίζοντας ότι είχε τη βούληση να διορίσει υπάλληλο στη θέση την οποία κατείχε ο προσφεύγων και ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε ο προσφεύγων στην από 3 Ιουλίου 2009 επιστολή του δεν ήταν ικανά να ανατρέψουν την απόφαση αυτή.

71      Τέλος, η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη εντός πλαισίου του οποίου είχε γνώση ο προσφεύγων. Ειδικότερα, ο γενικός διευθυντής της ΓΔ A «Προσωπικό και Διοίκηση», μεταξύ άλλων με το από 29 Απριλίου 2009 υπηρεσιακό σημείωμα, είχε ήδη ενημερώσει τον ενδιαφερόμενο ότι δεν ήταν σε θέση να ανανεώσει τη σύμβασή του στην περίπτωση που αυτός δεν επιτύγχανε σε διαγωνισμό.

72      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι ο αντλούμενος από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και παράβαση του άρθρου 25 του ΚΥΚ λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

73      Στο δικόγραφό του, ο προσφεύγων δεν προβάλλει ρητώς λόγο ακυρώσεως αντλούμενο από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Εντούτοις, στις σχετικές με τη μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως παρατηρήσεις του, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι δεν ανεδείχθη επιτυχών σε γενικό διαγωνισμό δεν μπορούσε αυτό καθαυτό να συνιστά δικαιολογία για την άρνηση ανανεώσεως της συμβάσεως κατ’ ανώτατο όριο έως τρία έτη, όπως επιτρέπουν οι διατάξεις του άρθρου 3β του ΚΛΠ. Στη συνέχεια, αμφισβητεί το γεγονός ότι η κατεχόμενη από αυτόν θέση είναι θέση περιλαμβανόμενη στον πίνακα θέσεων που προσαρτάται στο σχετικό με το Συμβούλιο τμήμα του προϋπολογισμού, η οποία πρέπει να πληρωθεί τηρουμένων των προϋποθέσεων που τάσσει το άρθρο 29 του ΚΥΚ, παρά το γεγονός ότι δεν δημοσιεύτηκε σχετική προκήρυξη κενής θέσεως. Τέλος, το Συμβούλιο, κατά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, δεν έλαβε υπόψη το θεμιτό συμφέρον του εργαζόμενου επί σειρά ετών για το όργανο προσφεύγοντος να ανανεωθεί η σύμβασή του. Ομοίως, το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η παράταση της συμβάσεως του προσφεύγοντος ήταν προς το συμφέρον της συνέχειας της υπηρεσίας.

74      Επομένως, λαμβανομένων υπόψη αυτών των στοιχείων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσφεύγων αμφισβήτησε όχι μόνο τη ρητή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως αλλά και τους πραγματικούς λόγους επί των οποίων στηρίχτηκε το Συμβούλιο.

75      Έχει κριθεί ότι η ανανέωση ή μη συμβάσεως ορισμένου χρόνου απόκειται στην ευρεία διακριτική ευχέρεια της αρμόδιας αρχής. Ως εκ τούτου, ο ασκούμενος από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης έλεγχος πρέπει να περιορίζεται στη διαπίστωση πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας. Η ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου αποτελεί απλώς δυνατότητα ως προς την οποία αποφαίνεται η ΑΑΣΣ υπό τον όρο ότι η ανανέωση είναι προς το συμφέρον της υπηρεσίας (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Φεβρουαρίου 2003, T‑7/01, Pyres κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2003, σ. I‑A‑37 και II‑239, σκέψεις 50 και 64; απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 27ης Νοεμβρίου 2008, F‑35/07, Klug κατά EMEA, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I-Α-1-387 και II-Α-1-2127, σκέψεις 65 και 66).

76      Όπως επίσης προκύπτει από πάγια νομολογία, η αρμόδια αρχή, οσάκις λαμβάνει απόφαση σχετικά με την κατάσταση υπαλλήλου, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων τα οποία είναι ικανά να καθορίσουν την απόφασή της, μεταξύ των οποίων το συμφέρον του ενδιαφερομένου υπαλλήλου. Ειδικότερα, αυτό προκύπτει από το καθήκον μέριμνας της διοικήσεως στο οποίο αποτυπώνεται η ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων την οποία καθιερώνει ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογία, το ΚΛΠ στις σχέσεις μεταξύ της διοικητικής αρχής και των υπαλλήλων της (προπαρατεθείσα απόφαση Pyres κατά Επιτροπής, σκέψη 51, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Μαρτίου 2005, T‑258/03, Mausolf κατά Europol, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑45 και II‑189, σκέψη 49· προπαρατεθείσα απόφαση Klug κατά EMAE, σκέψη 67).

77      Εν προκειμένω, από τα στοιχεία που προέβαλε ο προσφεύγων δεν καθίσταται δυνατό να καταδειχθεί ότι το Συμβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

78      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, όπως αυτή συγκεκριμενοποιήθηκε με το υπηρεσιακό σημείωμα της 14ης Ιουλίου 2009 και την απόφαση περί απορρίψεως της ενστάσεως, εκδόθηκε με την αιτιολογία ότι η κατεχόμενη από τον προσφεύγοντα θέση συγκαταλεγόταν σε αυτές που περιλαμβάνονταν στον πίνακα προσωπικού του προϋπολογισμού του Συμβουλίου, το οποίο και επιθυμούσε να διορίσει σε αυτήν υπάλληλο ή επιτυχόντα σε διαγωνισμό από 1ης Οκτωβρίου 2009, δηλαδή μετά τη λήξη της προταθείσας στον προσφεύγοντα διετούς συμβάσεως.

79      Κατά πρώτο λόγο, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, η κατεχόμενη από τον προσφεύγοντα θέση συγκαταλέγεται σε αυτές που περιλαμβάνονται στον πίνακα προσωπικού του προϋπολογισμού του Συμβουλίου από το έτος 2004.

80      Κατά δεύτερο λόγο, η διοίκηση διαθέτει ευρεία διακριτική ευχέρεια ως προς την επιλογή των πλέον ενδεδειγμένων μέσων για την κάλυψη των αναγκών της σε προσωπικό (βλ. σχετικώς την απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1989, 341/85, 251/86, 258/86, 259/86 262/86 και 266/86, 222/87 και 232/87, Van der Stijl και Cullington κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 511, σκέψη 11). Επιπλέον, η αρχή κατά την οποία κάθε υπάλληλος έχει δυνατότητα εξελίξεως της σταδιοδρομίας του εντός του οργάνου στο οποίο υπηρετεί σημαίνει ότι, όταν η διοίκηση σκοπεύει να προβεί σε πλήρωση κενών θέσεων, οφείλει, πρώτον, κατά το άρθρο 29 του ΚΥΚ, να εξετάσει τις δυνατότητες προαγωγής ή μεταθέσεως εντός του οργάνου και, μετά την έρευνα αυτή, τις λοιπές δυνατότητες τις οποίες διαθέτει (απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Φεβρουαρίου 1998, T‑3/97, Campogrande κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑89 και II‑215, σκέψη 65).

81      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, λαμβανομένων υπόψη των προμνησθεισών αρχών, ιδίως της ελευθερίας της διοικήσεως να επιλέγει τις μεθόδους προσλήψεως, ορθώς κατά νόμον το Συμβούλιο αρνήθηκε να ανανεώσει τη σύμβαση του προσφεύγοντος με την αιτιολογία ότι η θέση του ενδιαφερομένου έπρεπε να πληρωθεί με υπάλληλο. Επιπλέον, λαμβανόμενου υπόψη, αφενός, του κανόνα κατά τον οποίο μόνιμη θέση εγγεγραμμένη στον πίνακα προσωπικού του προϋπολογισμού ενός οργάνου πρέπει, κατ’ αρχήν, να πληρούται μέσω προσλήψεως υπαλλήλου και, αφετέρου, του συμφέροντος της υπηρεσίας να απασχολεί υπάλληλο για την άσκηση καθηκόντων πάγιου και διαρκούς χαρακτήρα, η συνέχεια της υπηρεσίας, την οποία επικαλείται ο προσφεύγων, δεν επαρκεί προκειμένου να αποδειχθεί πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

82      Κατά τρίτο λόγο, η επιβαλλόμενη από το καθήκον μέριμνας συνεκτίμηση του ατομικού συμφέροντος του προσφεύγοντος δεν μπορεί να έχει ως συνέπεια την υποχρέωση της διοικήσεως να ανανεώσει τη σύμβαση προσλήψεώς του ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα ελλείψει επαρκούς συμφέροντος της ίδιας της υπηρεσίας. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Συμβούλιο, λίγο μετά την αποχώρηση του προσφεύγοντος, προέβη σε πρόσληψη υπαλλήλου, ενώ ουδόλως προκύπτει ότι η αναδιοργάνωση του τρόπου εργασίας στην οποία προχώρησε το Συμβούλιο κατόπιν της προσλήψεως αυτής εμπόδισε την εκτέλεση των καθηκόντων τα οποία είχαν προγενεστέρως ανατεθεί στον προσφεύγοντα.

83      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο λόγος ακυρώσεως ο αντλούμενος από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

–       Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 3β του ΚΛΠ ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των αρχών που απορρέουν από την οδηγία 1999/70

84      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι το Συμβούλιο παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 3β του ΚΛΠ ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των αρχών που απορρέουν από την οδηγία 1999/70, καθόσον τον προσέλαβε ως συμβασιούχο υπάλληλο επιφορτισμένο με επικουρικά καθήκοντα. Ειδικότερα, λαμβανομένου υπόψη του πάγιου χαρακτήρα των εκτελούμενων καθηκόντων, ο προσφεύγων έπρεπε να είχε προσληφθεί ως έκτακτος υπάλληλος και όχι ως συμβασιούχος υπάλληλος επιφορτισμένος με επικουρικά καθήκοντα.

85      Εντούτοις, αυτός ο λόγος ακυρώσεως δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα, έστω και εάν γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο όφειλε να προσλάβει τον προσφεύγοντα ως έκτακτο υπάλληλο, το Συμβούλιο είχε, σε κάθε περίπτωση, την υποχρέωση να απορρίψει το αίτημα ανανεώσεως της συμβάσεως προσλήψεώς του ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα προκειμένου να μην παρατείνει την προβαλλόμενη παρανομία.

 — Επί του λόγου ακυρώσεως ο οποίος αντλείται από παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων

86      Ο προσφεύγων διατείνεται ότι το Συμβούλιο προέβη σε κακόπιστη εκτέλεση της συναφθείσας με αυτόν συμβάσεως προσλήψεως συμβασιούχου υπάλληλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα. Ειδικότερα, μολονότι το όργανο αυτό απαίτησε από τον ενδιαφερόμενο να επιτύχει σε διαγωνισμό προ της λήξεως της συμβάσεώς του, εντούτοις, παρέλειψε να διοργανώσει διαγωνισμό που να αντιστοιχεί στα προσόντα του.

87      Κατά πρώτο λόγο, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η παραβίαση της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων μπορεί βασίμως να προβληθεί στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως για την ενδεχόμενη αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από το εν λόγω πταίσμα (βλ., υπ’ αυτή την έννοια, απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1960, 43/59, 45/59, 48/59, Von Lachmüller κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 533· απόφαση του Δικαστηρίου ΔΔ της 2ας Ιουλίου 2009, F‑19/08, Bennett κ.λπ. κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I-Α-1-207 και II-Α-1-1137, σκέψη 163). Αντιθέτως, ο λόγος αυτός, ο οποίος δεν συνδέεται με τη νομιμότητα της πράξεως, δεν ασκεί αυτός καθαυτός επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως.

88      Σε κάθε περίπτωση, έστω και εάν γίνει δεκτό ότι ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως δεν ασκεί επιρροή στην έκβαση της παρούσας δίκης, ο προσφεύγων δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίξει ότι το Συμβούλιο είχε την υποχρέωση, κατ’ εφαρμογή της αρχής της καλόπιστης εκτελέσεως των συμβάσεων, να ζητήσει από την EPSO να προκηρύξει, προ της λήξεως της συμβάσεώς του, διαγωνισμό που να αντιστοιχεί επακριβώς στα προσόντα του.

89      Πρώτον, διαγωνισμός προκηρύσσεται αποκλειστικώς για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών και όχι για την εκτέλεση συμβατικής δεσμεύσεως της διοικήσεως. Ουδόλως όμως προκύπτει ότι το συμφέρον της υπηρεσίας επέβαλλε, προ της λήξεως της συμβάσεως του προσφεύγοντος, την προκήρυξη διαγωνισμού στον οποίο θα μπορούσαν να συμμετάσχουν αποκλειστικώς αρχιτέκτονες. Στη συνέχεια, και σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, ιδίως των εγγράφων της 6ης Ιουνίου και της 5ης Ιουλίου 2007, δεν προκύπτει ότι το Συμβούλιο όντως ανέλαβε αυτή τη δέσμευση. Στα έγγραφα αυτά, η διοίκηση απλώς διευκρίνισε ότι η σύμβαση προτείνεται στον προσφεύγοντα προκειμένου αυτός να μπορέσει να συμμετάσχει ενδεχομένως σε διαγωνισμό της EPSO. Το έγγραφο της 6ης Ιουνίου 2007, στο οποίο γίνεται αναφορά σε «διαγωνισμό “αρχιτεκτόνων” που θα δημοσιευτεί εντός του δευτέρου εξαμήνου του τρέχοντος έτους», δεν μπορεί, λόγω ιδίως της χρήσεως εισαγωγικών, να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι επρόκειτο να προκηρυχθεί διαγωνισμός απευθυνόμενος αποκλειστικώς σε αρχιτέκτονες προ της λήξεως της συμβάσεως του προσφεύγοντος. Τέλος, ως εκ περισσού, επισημαίνεται ότι ο διαγωνισμός EPSO/AD/99/07, μολονότι δεν απευθυνόταν αποκλειστικώς σε αρχιτέκτονες, αντιστοιχούσε στην ιδιότητα του προσφεύγοντος, δεδομένου ότι η κατεύθυνση 2 του εν λόγω διαγωνισμού είχε τον τίτλο «έργα πολιτικού μηχανικού, ειδικές τεχνικές μέθοδοι ή αρχιτεκτονική» και τα καθήκοντα που επρόκειτο να ανατεθούν σε υπάλληλο που έλαβε επιτυχώς μέρος στον διαγωνισμό για την κατεύθυνση 2 αντιστοιχούσαν σε όσα συνήθως ανατίθενται σε αρχιτέκτονα.

90      Δεύτερον, εάν με τον εξεταζόμενο λόγο ακυρώσεως ο προσφεύγων θέλησε να υποστηρίξει ότι το Συμβούλιο διέπραξε κατάχρηση εξουσίας –ερμηνεία η οποία δεν έγινε δεκτή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση– ο λόγος ακυρώσεως αυτός δεν μπορεί, σε κάθε περίπτωση, να γίνει δεκτός.

91      Ειδικότερα, ο προσφεύγων δεν παρέχει καμία ένδειξη από την οποία να προκύπτει διάπραξη καταχρήσεως εξουσίας. Επιπροσθέτως, η EPSO προκήρυξε, κατά τη διάρκεια της συμβάσεως προσλήψεώς του ως συμβασιούχου υπαλλήλου επιφορτισμένου με επικουρικά καθήκοντα, δύο διαγωνισμούς στον τομέα των κτιριακών εγκαταστάσεων στους οποίους έγινε δεκτή η υποψηφιότητα του προσφεύγοντος.

92      Ως εκ τούτου, ο εξεταζόμενος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

93      Επομένως, και χωρίς να παρίσταται ανάγκη αποφάσεως επί των προβληθέντων λόγων απαραδέκτου, το αίτημα για ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί.

94      Από τα προηγηθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

95      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας και υπό την επιφύλαξη των λοιπών διατάξεων του ογδόου κεφαλαίου του δευτέρου τίτλου του εν λόγω κανονισμού, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Βάσει της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου, το Δικαστήριο ΔΔ μπορεί να αποφασίσει, για λόγους επιείκειας, ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται μόνο εν μέρει στα δικαστικά έξοδα ή μάλιστα ότι δεν καταδικάζεται.

96      Από το προπαρατεθέν σκεπτικό προκύπτει ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε. Επιπροσθέτως, το Συμβούλιο ζήτησε ρητώς με τα αιτήματά του να καταδικαστεί ο προσφεύγων στα δικαστικά έξοδα. Καθόσον οι περιστάσεις της υπό κρίση διαφοράς δεν δικαιολογούν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο προσφεύγων πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή του J. Gheysens.

2)      Καταδικάζει τον J. Gheysens στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Gervasoni

Van Raepenbusch

Rofes i Pujol

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 23 Νοεμβρίου 2010.

Η Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

       S. Gervasoni


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.