Language of document : ECLI:EU:C:2024:301

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 11ης Απριλίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Οδηγία 2008/118/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 2 – Ειδικοί φόροι κατανάλωσης – Ηλεκτρική ενέργεια – Εθνική ρύθμιση που προβλέπει προσαύξηση επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας – Απουσία ειδικού σκοπού – Προσαύξηση η οποία, κατά την κρίση των εθνικών δικαστηρίων, αντιβαίνει στην οδηγία 2008/118/ΕΚ – Αξίωση του τελικού καταναλωτή για επιστροφή της αχρεωστήτως καταβληθείσας προσαύξησης αποκλειστικά κατά του παρόχου – Άρθρο 288 ΣΛΕΕ – Άμεσο αποτέλεσμα – Αρχή της αποτελεσματικότητας»

Στην υπόθεση C‑316/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Tribunale di Como (πρωτοδικείο Κόμο, Ιταλία) με απόφαση της 28ης Απριλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Μαΐου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Gabel Industria Tessile SpA,

Canavesi SpA

κατά

A2A Energia SpA,

Energit SpA,

Agenzia delle Dogane e dei Monopoli,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Regan, πρόεδρο τμήματος, Z. Csehi, M. Ilešič (εισηγητή), I. Jarukaitis και Δ. Γρατσία, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: Ν. Αιμιλίου

γραμματέας: C. Di Bella, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2023,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους A. Ballesteros Panizo και J. Rodríguez de la Rúa Puig,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις A. Armenia και F. Moro,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 16ης Νοεμβρίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ και την αρχή της αποτελεσματικότητας.

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο συνεκδικαζόμενων ενδίκων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Gabel Industria Tessile SpA και της A2A Energia SpA και, αφετέρου, των Canavesi SpA και Energit SpA και της Agenzia delle Dogane e dei Monopoli (υπηρεσίας τελωνείων και μονοπωλίων, Ιταλία), με αντικείμενο αγωγές με αίτημα την επιστροφή των ποσών που κατέβαλαν η Gabel Industria Tessile και η Canavesi, το 2010 και το 2011, στην A2A Energia και στην Energit, έναντι της προβλεπόμενης από την ιταλική νομοθεσία προσαύξησης επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Η οδηγία 2008/118/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ (ΕΕ 2009, L 9, σ. 12), καταργήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2020/262 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2019, για τη θέσπιση του γενικού καθεστώτος των ειδικών φόρων κατανάλωσης (ΕΕ 2020, L 58, σ. 4). Εντούτοις, η οδηγία 2008/118 έχει εφαρμογή ratione temporis στα πραγματικά περιστατικά των διαφορών της κύριας δίκης.

4        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/118 όριζε τα εξής:

«1.      Η παρούσα οδηγία θεσπίζει το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης που επιβάλλονται άμεσα ή έμμεσα στην κατανάλωση των κάτωθι προϊόντων (εφεξής “προϊόντα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης”):

α)      ενεργειακά προϊόντα και ηλεκτρική ενέργεια που εμπίπτουν στην οδηγία 2003/96/ΕΚ [του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας (ΕΕ 2003, L 283, σ. 51)],

[...]

2.      Τα κράτη μέλη μπορούν, για ειδικούς σκοπούς, να επιβάλλουν πρόσθετους έμμεσους φόρους στα υποκείμενα σε ειδικό φόρο κατανάλωσης προϊόντα, υπό τον όρο ότι οι φόροι αυτοί είναι σύμφωνοι με τους κοινοτικούς κανόνες φορολόγησης που ισχύουν για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ή τον φόρο προστιθέμενης αξίας, όσον αφορά τον καθορισμό της φορολογικής βάσης, τον υπολογισμό, το απαιτητό και τον έλεγχο του φόρου, εξαιρουμένων των διατάξεων περί απαλλαγών.

[...]»

5        Το άρθρο 9, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2008/118 προέβλεπε τα εξής:

«Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επιβάλλεται και εισπράττεται και, κατά περίπτωση, επιστρέφεται ή διαγράφεται σύμφωνα με τη διαδικασία που θεσπίζει κάθε κράτος μέλος. [...]»

6        Το άρθρο 48, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/118 είχε ως εξής:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν και δημοσιεύουν, το αργότερο την 1η Ιανουαρίου 2010, τις αναγκαίες νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις για να συμμορφωθούν με την παρούσα οδηγία από 1ης Απριλίου 2010. [...]»

 Το ιταλικό δίκαιο

 Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου 511/1988

7        Το ισχύον κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών της κύριας δίκης και, εν πάση περιπτώσει, έως τις 31 Μαρτίου 2012 άρθρο 6 της decreto-legge n. 511 – Disposizioni urgenti in materia di finanza regionale e locale (πράξης νομοθετικού περιεχομένου αριθ. 511 σχετικά με επείγουσες διατάξεις για την περιφερειακή και τοπική φορολογία), της 28ης Νοεμβρίου 1988 (GURI αριθ. 280, της 29ης Νοεμβρίου 1988), όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 5 του decreto legislativo n. 26 – Attuazione della direttiva 2003/96/CE che ristruttura il quadro comunitario per la tassazione dei prodotti energetici e dell’elettricita (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 26 για τη μεταφορά της οδηγίας 2003/96/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με την αναδιάρθρωση του κοινοτικού πλαισίου φορολογίας των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας), της 2ας Φεβρουαρίου 2007 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 68, της 22ας Μαρτίου 2007) (στο εξής: πράξη νομοθετικού περιεχομένου 511/1988), είχε ως εξής:

«1.      Επιβάλλεται προσαύξηση επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας ο οποίος προβλέπεται στα άρθρα 52 και επόμενα του κώδικα νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους φόρους επί της παραγωγής και της κατανάλωσης και τις συναφείς ποινικές και διοικητικές κυρώσεις, ο οποίος εγκρίθηκε με το [decreto legislativo 26 ottobre 1995, n. 504 (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 504 της 26ης Οκτωβρίου 1995)], στο εξής “κώδικας ειδικών φόρων κατανάλωσης”, μέχρι του ποσού των:

a)      18,59 [ευρώ] ανά 1 000 kWh, υπέρ των δήμων, για όλες τις οικιακές καταναλώσεις, πλην εκείνων που αφορούν δευτερεύουσες κατοικίες και εκείνων που αφορούν παροχή με διαθέσιμη ισχύ έως 3 kW στη δηλωθείσα κατοικία των καταναλωτών και μέχρι του ορίου των 150 kWh μηνιαίας κατανάλωσης. Για τις καταναλώσεις που υπερβαίνουν το όριο των 150 kWh, όσον αφορά συμβάσεις έως 1,5 kW, και για τις καταναλώσεις που υπερβαίνουν το όριο των 220 kWh, όσον αφορά συμβάσεις άνω της 1,5 kW και έως 3 kW, η αναλογούσα προσαύξηση εισπράττεται με βάση τα κριτήρια του κεφαλαίου I, σημείο 2, της απόφασης αριθ. 15, της 14ης Δεκεμβρίου 1993, της διυπουργικής επιτροπής τιμών·

b)      20,40 [ευρώ] ανά 1 000 kWh, υπέρ των δήμων, για την κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας όσον αφορά δευτερεύουσες κατοικίες·

c)      9,30 [ευρώ] ανά 1 000 kWh, υπέρ των επαρχιών, για τις κάθε είδους καταναλώσεις που αφορούν κτίρια ή άλλους χώρους πλην των κατοικιών, όσον αφορά όλες τις συμβάσεις, και μέχρι του ανωτάτου ορίου των 200 000 kWh μηνιαίας κατανάλωσης.

[...]

3.      Οι προσαυξήσεις της παραγράφου 1 οφείλονται από τους υπόχρεους του άρθρου 53 του κώδικα ειδικών φόρων κατανάλωσης κατά τον χρόνο παροχής της ηλεκτρικής ενέργειας στους τελικούς καταναλωτές ή, στην περίπτωση παραγωγής ή αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας για ιδία χρήση, κατά τον χρόνο της κατανάλωσής της. Οι προσαυξήσεις εκκαθαρίζονται και εισπράττονται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον ειδικό φόρο κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

4.      Οι προσαυξήσεις της παραγράφου 1 που αφορούν παροχές διαθέσιμης ισχύος μέχρι 200 kW καταβάλλονται απευθείας στους δήμους και τις επαρχίες στην περιφέρεια των οποίων βρίσκονται οι καταναλωτές. Οι προσαυξήσεις που αφορούν παροχές διαθέσιμης ισχύος άνω των 200 kW και προσαυξήσεις που αφορούν ηλεκτρική ενέργεια παραχθείσα ή αγορασθείσα για ίδια χρήση καταβάλλονται στο δημόσιο ταμείο, με την εξαίρεση εκείνων που εισπράττονται εντός της περιφέρειας της Valle d’Aosta [Ιταλία] και των αυτόνομων επαρχιών Trento [Ιταλία] και Bolzano [Ιταλία], οι οποίες καταβάλλονται απευθείας στους οικείους δήμους και επαρχίες.

[...]»

 Το νομοθετικό διάταγμα 504/1995

8        Το άρθρο 14 του decreto legislativo n. 504 – Testo unico delle disposizioni legislative concernenti le imposte sulla produzione e sui consumi e relative sanzioni penali e amministrative (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 504 για την κωδικοποίηση των νομοθετικών διατάξεων σχετικά με τους φόρους επί της παραγωγής και της κατανάλωσης και τις συναφείς ποινικές και διοικητικές κυρώσεις), της 26ης Οκτωβρίου 1995 (τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 279, της 29ης Νοεμβρίου 1995) (στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 504/1995), ορίζει τα εξής:

«1.      Ο ειδικός φόρος κατανάλωσης επιστρέφεται εφόσον έχει καταβληθεί αχρεωστήτως· οι κανόνες του παρόντος άρθρου για την επιστροφή του φόρου εφαρμόζονται επίσης στις αιτήσεις που αφορούν ελαφρύνσεις που χορηγούνται μέσω της ολικής ή μερικής επιστροφής του καταβληθέντος ειδικού φόρου κατανάλωσης ή με άλλους τρόπους όπως προβλέπουν οι κανόνες που διέπουν κάθε ελάφρυνση.

2.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 7, παράγραφος 1, στοιχείο e, και του άρθρου 10 ter, παράγραφος 1, στοιχείο d, η επιστροφή πρέπει να ζητηθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο ετών από την ημερομηνία της καταβολής ή την ημερομηνία κατά την οποία μπορεί να ασκηθεί το σχετικό δικαίωμα.

[...]

4.      Όταν, μετά το πέρας ένδικης διαδικασίας, ο υπόχρεος καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης διατάσσεται να επιστρέψει σε τρίτους τα αχρεωστήτως εισπραχθέντα ποσά στο πλαίσιο της μετακύλισης του ειδικού φόρου κατανάλωσης, η επιστροφή ζητείται από τον εν λόγω υπόχρεο εντός αποκλειστικής προθεσμίας 90 ημερών από τη στιγμή που θα αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου η απόφαση με την οποία διατάσσεται η επιστροφή των ποσών.»

9        Το άρθρο 16, παράγραφος 3, του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«Οι απαιτήσεις των υποκειμένων στον φόρο και των κατόχων αδειών λειτουργίας εμπορικών αποθηκών ενεργειακών προϊόντων, κατόπιν εξόφλησης του φόρου, έναντι των αποκτώντων τα προϊόντα τα οποία βαρύνει ο καταβληθείς φόρος, μπορούν να μετακυλίονται στους τελευταίους μέσω της τιμολόγησης [...]».

10      Το άρθρο 53 του εν λόγω νομοθετικού διατάγματος προβλέπει τα εξής:

«1.      Υπόχρεοι καταβολής του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας είναι:

a)      οι οντότητες που χρεώνουν την ηλεκτρική ενέργεια στους τελικούς καταναλωτές […]

[…]».

 Οι διαφορές της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

11      Η Gabel Industria Tessile και η Canavesi είναι δύο ιταλικές εταιρίες οι οποίες είχαν συνάψει με την A2A Energia και την Energit, αντιστοίχως, συμβάσεις για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας στις μονάδες παραγωγής τους.

12      Για το 2010 και το 2011 η Gabel Industria Tessile και η Canavesi κατέβαλλαν τα ποσά που όφειλαν βάσει των συμβάσεων αυτών στα οποία περιλαμβανόταν η προσαύξηση την οποία προέβλεπε, πριν από την κατάργησή του την 1η Απριλίου 2012, το άρθρο 6 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 511/1988.

13      Το 2020 οι εν λόγω εταιρίες άσκησαν αγωγές κατά των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας ενώπιον του Tribunale di Como (πρωτοδικείου Κόμο, Ιταλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο αποφάσισε τη συνεκδίκασή τους, και ζήτησαν την επιστροφή των ποσών που είχαν καταβάλει έναντι της προσαύξησης επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, λόγω αντίθεσης των εθνικών διατάξεων περί επιβολής της προς το δίκαιο της Ένωσης.

14      Το αιτούν δικαστήριο εκθέτει ότι, κατόπιν της αποφάσεως της 25ης Ιουλίου 2018, Messer France (C‑103/17, EU:C:2018:587), το Corte suprema di cassazione (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Ιταλία) έκρινε ότι η προσαύξηση επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας η οποία προβλεπόταν στο άρθρο 6 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 511/1988, πριν από την κατάργησή του την 1η Απριλίου 2012, δεν είχε ειδικό σκοπό και ότι, συνεπώς, αντέβαινε στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/118.

15      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι το decreto legislativo n. 48 – Attuazione della direttiva 2008/118/CE relativa al regime generale delle accise e che abroga la direttiva 92/12/CEE (νομοθετικό διάταγμα αριθ. 48 για τη μεταφορά της οδηγίας 2008/118/ΕΚ σχετικά με το γενικό καθεστώς των ειδικών φόρων κατανάλωσης και για την κατάργηση της οδηγίας 92/12/ΕΟΚ), της 29ης Μαρτίου 2010 (GURI αριθ. 75, της 31ης Μαρτίου 2010), δεν τροποποίησε το άρθρο 6 της πράξης νομοθετικού περιεχομένου 511/1988.

16      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι οι δύο διαφορές των οποίων έχει επιληφθεί εντάσσονται σε μια σειρά ένδικων διαφορών σχετικά με την τύχη των ποσών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της λήξης της προθεσμίας που τάχθηκε στα κράτη μέλη για τη συμμόρφωση προς την οδηγία 2008/118 και του χρονικού σημείου κατά το οποίο ο Ιταλός νομοθέτης κατάργησε την προσαύξηση επί του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας.

17      Ως προς το ζήτημα αυτό, τα ιταλικά δικαστήρια της ουσίας έχουν ακολουθήσει δύο διαφορετικές προσεγγίσεις.

18      Η πρώτη προσέγγιση, η οποία, αν γίνει δεκτή, θα οδηγήσει σε απόρριψη των αγωγών με αίτημα την επιστροφή της προσαύξησης, δεν παρέχει τη δυνατότητα στο δικαστήριο, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, να αφήσει ανεφάρμοστη εθνική διάταξη η οποία αντιτίθεται σε οδηγία της Ένωσης, διότι άλλως θα αναγνωριζόταν στην οδηγία «οριζόντιο άμεσο αποτέλεσμα», κατ’ αντίθεση προς τη νομολογία του Δικαστηρίου.

19      Η δεύτερη νομολογιακή προσέγγιση, η οποία, αν γίνει δεκτή, θα οδηγήσει στο να γίνουν δεκτές οι αγωγές, στηρίζεται στην υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της επίμαχης οδηγίας, υπό το πρίσμα του κειμένου και του σκοπού της, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα. Κατά την προσέγγιση αυτή, η ανωτέρω υποχρέωση συνεπάγεται την αναγνώριση του ότι η αρχή του άμεσου μόνο αποτελέσματος των οδηγιών δεν κωλύει τη διαπίστωση του αχρεώστητου χαρακτήρα μιας παροχής στο πλαίσιο μιας «κατ’ αντανάκλαση» οριζόντιας σχέσης, λόγω της συνάφειας της σχέσης αυτής με τη φορολογική έννομη σχέση στην οποία η απαγόρευση που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης εφαρμόζεται άμεσα.

20      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Tribunale di Como (πρωτοδικείο Κόμο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν, εν γένει, το σύστημα των πηγών του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ την έννοια ότι αντιτίθενται στη μη εφαρμογή από εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία αντίκειται σε σαφή, ακριβή και απαλλαγμένη αιρέσεων διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται πρόσθετη υποχρέωση σε ιδιώτη, εφόσον τούτο συνιστά, σύμφωνα με την εθνική έννομη τάξη (άρθρο 14, παράγραφος 4, του [νομοθετικού διατάγματος] 504/1995) προϋπόθεση ώστε ο ιδιώτης να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματα που του παρέχει η εν λόγω οδηγία κατά του κράτους;

2)      Έχει η αρχή της αποτελεσματικότητας την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση (άρθρο 14, παράγραφος 4, του [νομοθετικού διατάγματος] 504/1995) η οποία δεν παρέχει στον τελικό καταναλωτή τη δυνατότητα να ζητήσει την επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου απευθείας από το κράτος, αλλά του παρέχει απλώς τη δυνατότητα να εναγάγει ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων προς αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων τον υποκείμενο στον φόρο, ο οποίος είναι ο μόνος που νομιμοποιείται να ζητήσει την επιστροφή από τις φορολογικές αρχές, οσάκις ο μόνος λόγος για τον παράνομο χαρακτήρα του φόρου –ήτοι η αντίθεσή του προς οδηγία [της Ένωσης]– δεν μπορεί να προβληθεί παρά μόνο στο πλαίσιο της σχέσης μεταξύ του υπόχρεου καταβολής και της φορολογικής αρχής, αλλά όχι στη σχέση μεταξύ του αρχικού και του τελικού καταναλωτή, εμποδίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, στην πράξη, την επιστροφή ή, προκειμένου να διασφαλιστεί η τήρηση της ανωτέρω αρχής, πρέπει να αναγνωριστεί η άμεση ενεργητική νομιμοποίηση του τελικού καταναλωτή έναντι του Δημοσίου, σε περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η επιστροφή του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου εκ μέρους του παρόχου;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

21      Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή από εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, διάταξης του εθνικού δικαίου η οποία θεσπίζει φόρο που αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο.

22      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ο δεσμευτικός χαρακτήρας της οδηγίας, στον οποίο στηρίζεται η δυνατότητα επίκλησής της, υφίσταται μόνο έναντι «κάθε κράτους μέλους στο οποίο απευθύνεται». Επομένως, κατά πάγια νομολογία, οι οδηγίες δεν μπορούν, αφ’ εαυτών, να δημιουργήσουν υποχρεώσεις στους ιδιώτες και, επομένως, δεν μπορούν να προβάλλονται, αυτές καθεαυτές, έναντι των ιδιωτών ενώπιον εθνικών δικαστηρίων (απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2022, Sambre & Biesme και Commune de Farciennes, C‑383/21 και C‑384/21, EU:C:2022:1022, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

23      Τούτου δοθέντος, υπενθυμίζεται, κατά πρώτον, ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται στο να ασκήσει ένα κράτος μέλος την αρμοδιότητά του όσον αφορά τον τύπο και τα μέσα για την επίτευξη των οριζόμενων από την οδηγία αποτελεσμάτων, προβλέποντας στην εθνική νομοθεσία ότι, μετά την παρέλευση της προθεσμίας μεταφοράς, οι σαφείς, ακριβείς και ανεπιφύλακτες διατάξεις οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο εντάσσονται στην εσωτερική έννομη τάξη και ότι, κατά συνέπεια, είναι δυνατή η επίκληση των διατάξεων αυτών από ιδιώτη έναντι άλλου ιδιώτη. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η κατά τα ανωτέρω υποχρέωση των ιδιωτών επιβάλλεται όχι βάσει του δικαίου της Ένωσης, αλλά βάσει του εθνικού δικαίου, και, ως εκ τούτου, δεν αποτελεί πρόσθετη υποχρέωση σε σχέση με εκείνες που προβλέπει το δίκαιο αυτό (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Thelen Technopark Berlin, C‑261/20, EU:C:2022:33, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

24      Κατά συνέπεια, μολονότι, δυνάμει του δικαίου της Ένωσης, μια οδηγία δεν μπορεί, αφ’ εαυτής, να γεννά υποχρεώσεις εις βάρος ιδιώτη και, επομένως, δεν χωρεί επίκλησή της έναντι αυτού ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, εντούτοις, ένα κράτος μέλος μπορεί να παράσχει στα εθνικά δικαστήρια την εξουσία να μην εφαρμόζουν, βάσει του εσωτερικού δικαίου, κάθε διάταξη του εθνικού δικαίου που αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία δεν έχει άμεσο αποτέλεσμα (πρβλ. απόφαση της 18ης Ιανουαρίου 2022, Thelen Technopark Berlin, C‑261/20, EU:C:2022:33, σκέψη 33).

25      Συνεπώς, παρά την έλλειψη οριζόντιου αποτελέσματος μιας οδηγίας, το εθνικό δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει την επίκληση, εκ μέρους ιδιώτη, του παράνομου χαρακτήρα μιας προσαύξησης φόρου την οποία μετακύλισε σε αυτόν ο πωλητής, βάσει ευχέρειας που αναγνωρίζει σε αυτόν η εθνική νομοθεσία, προκειμένου να εξουδετερώσει το πρόσθετο οικονομικό βάρος το οποίο υποχρεώθηκε εν τέλει να φέρει, εφόσον η δυνατότητα αυτή του εθνικού δικαστηρίου προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, όπερ, στις υποθέσεις της κύριας δίκης, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

26      Κατά δεύτερον, το Δικαστήριο έχει δεχθεί ότι οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τις ανεπιφύλακτες και αρκούντως σαφείς διατάξεις των οδηγιών όχι μόνον έναντι του κράτους μέλους και του συνόλου των οργάνων της δημόσιας διοίκησης, αλλά και έναντι οργανισμών ή φορέων που υπόκεινται στην εποπτεία ή τον έλεγχο του κράτους ή που έχουν εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες (πρβλ. απόφαση της 10ης Οκτωβρίου 2017, Farrell, C‑413/15, EU:C:2017:745, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν προκειμένω, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να προβεί στον αναγκαίο έλεγχο προκειμένου να κρίνει αν οι συγκεκριμένοι πάροχοι εμπίπτουν σε μία από τις ανωτέρω κατηγορίες.

27      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή από εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, διάταξης του εθνικού δικαίου για την επιβολή έμμεσου φόρου που αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο, εκτός αν το εσωτερικό δίκαιο ορίζει άλλως ή εκτός αν η οντότητα έναντι της οποίας προβάλλεται η αντίθεση του φόρου προς την εν λόγω διάταξη υπόκειται στην εποπτεία ή τον έλεγχο του κράτους ή έχει εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

28      Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή να ζητήσει απευθείας από το κράτος μέλος την επιστροφή της πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης την οποία αυτός υπέστη λόγω της εκ μέρους παρόχου μετακύλισης, βάσει ευχέρειας που αναγνωρίζει σε αυτόν η εθνική νομοθεσία, φόρου τον οποίο ο τελευταίος κατέβαλε αχρεωστήτως, αλλά του επιτρέπει μόνο να εναγάγει τον πάροχο ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων προς αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, όταν, αφενός, η καταβολή είναι αχρεώστητη λόγω του ότι ο εν λόγω φόρος αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο και, αφετέρου, ο λόγος αυτός παρανομίας δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς στο πλαίσιο της αγωγής λόγω του ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση της οδηγίας αυτής καθεαυτή στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.

29      Ως προς το ζήτημα αυτό, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το δικαίωμα επιστροφής φόρων που εισέπραξε κράτος μέλος κατά παραβίαση του δικαίου της Ένωσης αποτελεί συνέπεια και συμπλήρωμα των δικαιωμάτων που παρέχουν στους ιδιώτες οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης οι οποίες απαγορεύουν τέτοιους φόρους (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Danfoss και Sauer-Danfoss, C‑94/10, EU:C:2011:674, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Πάντως, κατ’ εξαίρεση από την αρχή της επιστροφής φόρων ασύμβατων προς το δίκαιο της Ένωσης, η απόρριψη αιτήσεως επιστροφής αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου είναι δυνατή μόνον όταν ενδέχεται να συνεπάγεται αδικαιολόγητο πλουτισμό των προσώπων που έχουν το δικαίωμα επιστροφής, ήτοι όταν αποδεικνύεται ότι το πρόσωπο που υποχρεώθηκε να καταβάλει τις εν λόγω επιβαρύνσεις τις μετακύλισε ευθέως σε άλλο πρόσωπο (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Danfoss και Sauer-Danfoss, C‑94/10, EU:C:2011:674, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, εκείνος ο οποίος επιβαρύνθηκε με τον αχρεωστήτως καταβληθέντα φόρο δεν είναι ο υποκείμενος σε αυτόν, αλλά ο καταναλωτής στον οποίο μετακυλίστηκε. Επομένως, απόδοση στον υποκείμενο στον φόρο του ποσού του φόρου που έχει εισπράξει ήδη από τον καταναλωτή θα ισοδυναμούσε για τον υποκείμενο στον φόρο με διπλή πληρωμή, ικανή να χαρακτηριστεί ως αδικαιολόγητος πλουτισμός, χωρίς ωστόσο να αντιμετωπίζονται οι συνέπειες από τον παράνομο φόρο για τον τελικό καταναλωτή (απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Danfoss και Sauer-Danfoss, C‑94/10, EU:C:2011:674, σκέψη 22 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

32      Αντιθέτως, σε αυτή την περίπτωση, πρέπει να αποτραπεί το ενδεχόμενο το συγκεκριμένο κράτος μέλος να επωφεληθεί από την παραβίαση του δικαίου της Ένωσης. Συνεπώς, αν έχει γίνει τέτοια μετακύλιση, βάσει ευχέρειας που αναγνωρίζει στους παρόχους η εθνική νομοθεσία, και αν, εν συνεχεία, ο τελικός καταναλωτής υπέστη, εν τέλει, αυτή την πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση αδικαιολογήτως, ο τελευταίος θα πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει την επιστροφή του ποσού της επιβάρυνσης είτε ευθέως από το συγκεκριμένο κράτος μέλος είτε από τον υποκείμενο στον φόρο πωλητή. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο υποκείμενος στον φόρο πρέπει να έχει τη δυνατότητα να ζητήσει από το κράτος μέλος να του αποδώσει το ποσό που ο ίδιος υποχρεώθηκε να επιστρέψει.

33      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, ελλείψει ενωσιακής ρύθμισης για τον συγκεκριμένο τομέα, εναπόκειται στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να προβλέψει τους συγκεκριμένους ειδικούς διαδικαστικούς κανόνες για την άσκηση του δικαιώματος επιστροφής της εν λόγω οικονομικής επιβάρυνσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Μαρτίου 2007, Reemtsma Cigarettenfabriken, C‑35/05, EU:C:2007:167, σκέψη 37), εξυπακουομένου ότι οι κανόνες αυτοί πρέπει να συνάδουν προς τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Ιουνίου 2004, Recheio – Cash & Carry, C‑30/02, EU:C:2004:373, σκέψη 17, και της 6ης Οκτωβρίου 2005, MyTravel, C‑291/03, EU:C:2005:591, σκέψη 17).

34      Ειδικότερα, αν η επιστροφή εκ μέρους των παρόχων αποδεικνύεται αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής, η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσει ο τελικός καταναλωτής να είναι σε θέση να στρέψει την αξίωσή του ευθέως κατά του συγκεκριμένου κράτους μέλους (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Μαρτίου 2007, Reemtsma Cigarettenfabriken, C‑35/05, EU:C:2007:167, σκέψη 41, και της 26ης Απριλίου 2017, Farkas, C‑564/15, EU:C:2017:302, σκέψη 53).

35      Εν προκειμένω, από την ενώπιον του Δικαστηρίου δικογραφία προκύπτει μεν ότι, κατά το άρθρο 53 του νομοθετικού διατάγματος 504/1995, η προσαύξηση του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έπρεπε να καταβάλλεται από τους παρόχους ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και ότι αυτοί τη μετακύλιαν εν συνεχεία τους τελικούς καταναλωτές, δυνάμει της ευχέρειας που τους αναγνώριζε το άρθρο 16, παράγραφος 3, του νομοθετικού διατάγματος 504/1995. Πλην όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα προβλέπει ότι οι τελικοί καταναλωτές δεν μπορούν να ζητήσουν ευθέως από το κράτος μέλος την επιστροφή της πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης την οποία υπέστησαν κατά τα ανωτέρω αδικαιολογήτως και ότι η αξίωσή τους αυτή πρέπει να στρέφεται μόνο κατά των παρόχων.

36      Δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 22 της παρούσας απόφασης, μια μη μεταφερθείσα ή πλημμελώς μεταφερθείσα διάταξη οδηγίας, ακόμη και αν είναι σαφής, ακριβής και ανεπιφύλακτη, δεν μπορεί αφ’ εαυτής να επιβάλει πρόσθετη υποχρέωση σε ιδιώτη επιπλέον των προβλεπόμενων από την εθνική νομοθεσία και ότι, ως εκ τούτου, δεν χωρεί επίκληση της συγκεκριμένης διάταξης αυτής καθεαυτήν έναντι του ιδιώτη, συνάγεται ότι, σε περίπτωση όπως η επίμαχη στις υποθέσεις της κύριας δίκης, είναι νομικά αδύνατο για τους τελικούς καταναλωτές να επικαλεστούν έναντι των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας το ασύμβατο της προσαύξησης του ειδικού φόρου κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας προς τις διατάξεις της οδηγίας 2008/18 και, κατά συνέπεια, να επιτύχουν την επιστροφή της πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης την οποία προξένησε η προσαύξηση αυτή και την οποία υπέστησαν επειδή η Ιταλική Δημοκρατία δεν μετέφερε ορθώς την οδηγία αυτή στο εσωτερικό της δίκαιο.

37      Ως εκ τούτου, λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που παρασχέθηκαν στο Δικαστήριο όσον αφορά την επίμαχη εθνική νομοθεσία στην κύρια δίκη και υπό την επιφύλαξη του ελέγχου τους από το αιτούν δικαστήριο, διαπιστώνεται ότι παραβιάζει την αρχή της αποτελεσματικότητας μια τέτοια νομοθεσία, δεδομένου ότι δεν επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή να ζητήσει ευθέως από το κράτος μέλος την επιστροφή της πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης την οποία υπέστη λόγω της εκ μέρους παρόχου μετακύλισης, βάσει ευχέρειας που αναγνωρίζει σε αυτόν η εθνική νομοθεσία, φόρου τον οποίο ο πάροχος κατέβαλε αχρεωστήτως στο κράτος μέλος αυτό.

38      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή να ζητήσει απευθείας από το κράτος μέλος την επιστροφή της πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης την οποία αυτός υπέστη λόγω της εκ μέρους παρόχου μετακύλισης, βάσει ευχέρειας που αναγνωρίζει σε αυτόν η εθνική νομοθεσία, φόρου τον οποίο ο τελευταίος κατέβαλε αχρεωστήτως, αλλά του επιτρέπει μόνο να εναγάγει τον πάροχο ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων προς αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, όταν, αφενός, η καταβολή είναι αχρεώστητη λόγω του ότι ο εν λόγω φόρος αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο και, αφετέρου, ο λόγος αυτός παρανομίας δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς στο πλαίσιο της αγωγής λόγω του ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση της οδηγίας αυτής καθ’ εαυτή στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.

 Επί των δικαστικών εξόδων

39      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Το άρθρο 288, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη μη εφαρμογή από εθνικό δικαστήριο, στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών, διάταξης του εθνικού δικαίου για την επιβολή έμμεσου φόρου που αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο, εκτός αν το εσωτερικό δίκαιο ορίζει άλλως ή εκτός αν η οντότητα έναντι της οποίας προβάλλεται η αντίθεση του φόρου προς την εν λόγω διάταξη υπόκειται στην εποπτεία ή τον έλεγχο του κράτους ή έχει εξαιρετικές εξουσίες σε σχέση με εκείνες που απορρέουν από τους εφαρμοστέους στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών κανόνες.

2)      Η αρχή της αποτελεσματικότητας έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία δεν επιτρέπει στον τελικό καταναλωτή να ζητήσει απευθείας από το κράτος μέλος την επιστροφή της πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης την οποία αυτός υπέστη λόγω της εκ μέρους παρόχου μετακύλισης, βάσει ευχέρειας που αναγνωρίζει σε αυτόν η εθνική νομοθεσία, φόρου τον οποίο ο τελευταίος κατέβαλε αχρεωστήτως, αλλά του επιτρέπει μόνο να εναγάγει τον πάροχο ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων προς αναζήτηση του αχρεωστήτως καταβληθέντος ποσού, όταν, αφενός, η καταβολή είναι αχρεώστητη λόγω του ότι ο εν λόγω φόρος αντιβαίνει σε σαφή, ακριβή και ανεπιφύλακτη διάταξη οδηγίας μη μεταφερθείσας ή πλημμελώς μεταφερθείσας στο εσωτερικό δίκαιο και, αφετέρου, ο λόγος αυτός παρανομίας δεν μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς στο πλαίσιο της αγωγής λόγω του ότι δεν είναι δυνατή η επίκληση της οδηγίας αυτής καθεαυτή στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ ιδιωτών.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.