Language of document : ECLI:EU:F:2007:202

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 20ής Νοεμβρίου 2007 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Μόνιμοι υπάλληλοι – Αμοιβή – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK»

Στην υπόθεση F‑120/05,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 ΕΚΑΕ,

Αντώνης Κυριαζής, μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Λουξεμβούργου (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενος από τον Μ. Σπανάκη, δικηγόρο,

προσφεύγων,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον J. Currall, επικουρούμενο από τον E. Μπουρτζάλα, δικηγόρο,

καθής,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kreppel (εισηγητή), πρόεδρο, Χ. Ταγαρά και S. Gervasoni, δικαστές,

γραμματέας: S. Boni, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 2ας Μαΐου 2007,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (στο εξής: Δικαστήριο) στις 19 Δεκεμβρίου 2005, ο Α. Κυριαζής ζητεί, πρώτον, να ακυρωθεί η απόφαση της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων της 12ης Οκτωβρίου 2005, περί απορρίψεως της διοικητικής ενστάσεώς του με αίτημα τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας, δεύτερον, να αναγνωριστεί το δικαίωμά του να λάβει το εν λόγω επίδομα αναδρομικά από 1ης Μαρτίου 2005 και, τρίτον, να αναγνωριστεί το δικαίωμά του να λαμβάνει το εν λόγω επίδομα στο μέλλον.

 Νομικό πλαίσιο

2        Το άρθρο 69 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ) ορίζει ότι το επίδομα αποδημίας ισούται με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού, καθώς και του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρουμένων τέκνων, που δικαιούται ο υπάλληλος.

3        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του KYK:

«Το επίδομα αποδημίας, ίσο με το 16 % του συνολικού ποσού του βασικού μισθού, καθώς και του επιδόματος στέγης και του επιδόματος συντηρούμενων τέκνων, καταβαλλόμενα στον υπάλληλο χορηγείται:

α)      στον υπάλληλο:

–        ο οποίος δεν είναι και δεν υπήρξε ποτέ υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί ο ενδιαφερόμενος,

και

–        ο οποίος, δεν είχε μόνιμη διαμονή ή δεν άσκησε κατά συνήθη τρόπο, επί πέντε έτη λήγοντα έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του, την κυρία επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του εν λόγω κράτους. Για την εφαρμογή της παρούσης διατάξεως δεν λαμβάνονται υπόψη οι καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή διεθνή οργανισμό.

β)      Στον υπάλληλο, ο οποίος, παρόλο που είναι ή υπήρξε υπήκοος του κράτους στο έδαφος του οποίου ευρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί, είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά συνήθη τρόπο, επί δέκα έτη λήγοντα κατά τη ανάληψη των καθηκόντων του, εκτός του ευρωπαϊκού εδάφους του κράτους αυτού για άλλους λόγους εκτός από την άσκηση καθηκόντων στην υπηρεσία κράτους ή σε διεθνή οργανισμό.»

 Ιστορικό της διαφοράς

4        Ο προσφεύγων, ο οποίος ουδέποτε υπήρξε υπήκοος Λουξεμβούργου, άρχισε την επαγγελματική σταδιοδρομία του τον Ιούλιο του 1990 στον όμιλο Intracom/Intrasoft International στην Ελλάδα. Τον Φεβρουάριο του 1998 μετατέθηκε στο Λουξεμβούργο, στην εταιρία Intrasoft International SA (στο εξής: Intrasoft International).

5        Στο Λουξεμβούργο, ο προσφεύγων απασχολήθηκε, ως εργαζόμενος της Intrasoft International, σε διάφορα έργα, μεταξύ των οποίων και δυο που υλοποιήθηκαν για λογαριασμό της Επιτροπής επί δύο διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Με έγγραφο της 3ης Ιουνίου 2002, ζήτησε να μετατεθεί από το Λουξεμβούργο στην Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του 2002, απολύθηκε από την Intrasoft International.

6        Μετά την απόλυσή του, ο προσφεύγων εγκατέλειψε το Λουξεμβούργο στις αρχές Δεκεμβρίου του 2002 και επέστρεψε στην Ελλάδα. Η μέλλουσα σύζυγός του, η οποία επίσης εργαζόταν στην Intrasoft International, και τα δύο τέκνα τους παρέμειναν στο Λουξεμβούργο, σε μισθωμένο διαμέρισμα, το οποίο κατείχαν έως τότε από κοινού με τον προσφεύγοντα και στο οποίο εξακολούθησαν να διαμένουν. Ο προσφεύγων δεν ζήτησε να διαγραφεί από το δημοτολόγιο του Λουξεμβούργου. Διέμεινε αρκετές φορές στο Λουξεμβούργο, μεταξύ άλλων τον Ιούνιο του 2003, προκειμένου να εγγραφεί στον αρμόδιο για την καταβολή επιδομάτων ανεργίας οργανισμό και να μετάσχει στις προφορικές εξετάσεις ενός διαγωνισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Στις 11 Σεπτεμβρίου 2003, ο προσφεύγων επέστρεψε στο Λουξεμβούργο και κατοίκησε εκ νέου με τη μέλλουσα σύζυγό του και τα τέκνα τους στο ίδιο διαμέρισμα.

7        Από 1ης Μαΐου 2004 μέχρι 28 Φεβρουαρίου 2005, ο προσφεύγων εργάστηκε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: Δικαστήριο των ΕΚ) ως έκτακτος υπάλληλος.

8        Την 1η Μαρτίου 2005, ο προσφεύγων ανέλαβε καθήκοντα ως μόνιμος υπάλληλος της Επιτροπής.

9        Με απόφαση της 25ης Απριλίου 2005, το γραφείο διαχειρίσεως και εκκαθαρίσεως ατομικών δικαιωμάτων της Επιτροπής (PMO) αρνήθηκε τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας στον προσφεύγοντα (στο εξής: απόφαση του PMO της 25ης Απριλίου 2005).

10      Με έγγραφο της 28ης Ιουνίου 2005, το οποίο κατατέθηκε στο τμήμα Διοικητικών προσφυγών της Γενικής Διευθύνσεως «Προσωπικού και Διοικήσεως» την 1η Ιουλίου 2005, ο προσφεύγων υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως του PMO της 25ης Απριλίου 2005.

11      Με απόφαση της 12ης Οκτωβρίου 2005, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε την ένσταση του προσφεύγοντος (στο εξής: απόφαση της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005).

12      Από την απόφαση της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005 προκύπτει ότι δεν χορηγήθηκε επίδομα αποδημίας στον προσφεύγοντα διότι αυτός, κατά το οριζόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του KYK χρονικό διάστημα, διέμενε συνεχώς στο Λουξεμβούργο, όπου ασκούσε επαγγελματική δραστηριότητα και όπου κατοικούσε οικογενειακώς.

13      Εν προκειμένω, κατά την απόφαση της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005, η προβλεπόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK πενταετία, κατά την οποία ο υπάλληλος δεν πρέπει να έχει μόνιμη διαμονή ή να ασκεί κατά συνήθη τρόπο την κυρία επαγγελματική δραστηριότητά του στο ευρωπαϊκό έδαφος του κράτους εντός του οποίου υπηρετεί, προκειμένου να δικαιούται επίδομα αποδημίας (στο εξής: διάστημα αναφοράς), «εκτείνεται μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 1998 και 1ης Νοεμβρίου 2003, διότι μεταξύ Μαΐου 2004 και Φεβρουαρίου 2005 [ο προσφεύγων] προσλήφθηκε ως έκτακτος υπάλληλος στο Δικαστήριο των ΕΚ».

 Αιτήματα των διαδίκων

14      Ο προσφεύγων ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένστασή του κατά της αποφάσεως του PMO της 25ης Απριλίου 2005, περί μη χορηγήσεως επιδόματος αποδημίας (16 %),

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να του χορηγήσει επίδομα αποδημίας αναδρομικά από 1ης Μαρτίου 2005, προσαυξημένο με τόκους υπερημερίας με ετήσιο επιτόκιο 10 % έως την ολοσχερή εξόφληση,

–        να αναγνωρίσει το δικαίωμά του να λαμβάνει επίδομα αποδημίας (16 % καθαρού βασικού μισθού) στο μέλλον.

15      Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα ως προς τα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο:

–        να απορρίψει ως αβάσιμους και απαράδεκτους, κατά περίπτωση, τους λόγους ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων,

–        να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων κατά νόμο.

 Επί του πρώτου σκέλους των αιτημάτων

 Επί του αντικειμένου των αιτημάτων

17      Μολονότι ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005, με την οποία απορρίφθηκε η διοικητική ένσταση που υπέβαλε την 1η Ιουλίου 2005, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά της αποφάσεως του PMO της 25ης Απριλίου 2005, η υπό κρίση προσφυγή έχει ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με πάγια νομολογία, να επιληφθεί το Δικαστήριο της βλαπτικής πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση (βλ. συναφώς, μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 17ης Ιανουαρίου 1989, 293/87, Vainker κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1987, σ. 23, σκέψη 8, απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2006, F‑100/05, Χατζηιωαννίδου κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 24). Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή σκοπεί την ακύρωση της αποφάσεως του PMO της 25ης Απριλίου 2005, περί μη χορηγήσεως επιδόματος αποδημίας στον προσφεύγοντα.

 Επί της ουσίας

18      Ο προσφεύγων προβάλλει, κατ’ ουσίαν, δύο λόγους προς στήριξη της προσφυγής του. Ο πρώτος, σχετικά με τον τόπο μόνιμης διαμονής και ασκήσεως, κατά συνήθη τρόπο, της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας, αντλείται από εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών κατά την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK. Ο δεύτερος, σχετικά με το ζήτημα του χαρακτηρισμού της εργασίας που παρείχε για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ο προσφεύγων ως «παροχής υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό», αντλείται από παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK, καθώς και από παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

19      Καταρχάς, δεδομένου ότι η Επιτροπή, με την απόφαση της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005 και με το υπόμνημα αντικρούσεως, αφενός, και με τις απαντήσεις που έδωσε στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 2ας Μαΐου 2007, αφετέρου, διατύπωσε αντιφατικές παρατηρήσεις σχετικά με τον εφαρμοσθέντα εν προκειμένω τρόπο υπολογισμού του εξάμηνου διαστήματος και του πενταετούς διαστήματος αναφοράς, τα οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK, πρέπει να διευκρινιστεί ποιος είναι ο τρόπος υπολογισμού των διαστημάτων αυτών σύμφωνα με το εν λόγω άρθρο.

 Επί του τρόπου υπολογισμού του εξάμηνου διαστήματος και του πενταετούς διαστήματος αναφοράς, τα οποία προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK

20      Στην περίπτωση του προσφεύγοντος, χρησιμοποιείται ο ίδιος τρόπος υπολογισμού του εξάμηνου διαστήματος και του πενταετούς διαστήματος αναφοράς τόσο στην απόφαση της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005 (βλ. σκέψη 13 της παρούσας αποφάσεως), όσο και στο υπόμνημα αντικρούσεως της Επιτροπής: το διάστημα αναφοράς εκτείνεται μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 1998 και 1ης Νοεμβρίου 2003, δεδομένου ότι ο προσφεύγων ανέλαβε καθήκοντα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες την 1η Μαΐου 2004, όταν προσλήφθηκε από το Δικαστήριο των ΕΚ ως έκτακτος υπάλληλος.

21      Αντιθέτως, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ανέφερε ότι υπολόγισε το εξάμηνο διάστημα, το οποίο λήγει την ημερομηνία αναλήψεως καθηκόντων, όχι από την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων ανέλαβε για πρώτη φορά καθήκοντα στο Δικαστήριο των ΕΚ ως έκτακτος υπάλληλος, αλλά από την ημερομηνία κατά την οποία προσέλαβε τον προσφεύγοντα ως μόνιμο υπάλληλο, δηλαδή από 1ης Μαρτίου 2005. Επιπλέον, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι, από 1ης Μαΐου 2004 έως τον Φεβρουάριο 2005, ο προσφεύγων εργάστηκε στο Δικαστήριο των ΕΚ και ότι, ως εκ τούτου, το διάστημα αυτό δεν έπρεπε να συνυπολογιστεί στο εξάμηνο, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK, διότι πρόκειται για παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό. Η Επιτροπή, καθώς δεν συνυπολόγισε τους δέκα μήνες κατά τους οποίους ο προσφεύγων εργάστηκε στο Δικαστήριο των ΕΚ, καθόρισε ως ημερομηνία ενάρξεως υπολογισμού του εξάμηνου την 1η Νοεμβρίου 2003 και όχι την 1η Σεπτεμβρίου 2004. Επομένως, κατά την Επιτροπή, η πενταετία εκτείνεται από την 1η Νοεμβρίου 1998 έως την 1η Νοεμβρίου 2003.

22      Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι οι δύο αυτοί τρόποι υπολογισμού, οι οποίοι, εν προκειμένω, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα όσον αφορά το διάστημα αναφοράς, αντιβαίνουν στις επιταγές του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK.

23      Επισημαίνεται, συναφώς, ότι από το γράμμα του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK προκύπτει ότι η πενταετία λήγει «έξι μήνες πριν από την ανάληψη των καθηκόντων» του μονίμου υπαλλήλου.

24      Κατά συνέπεια, στην περίπτωση του μονίμου υπαλλήλου, το εξάμηνο διάστημα είναι το αμέσως προηγούμενο από την ανάληψη καθηκόντων υπό την ιδιότητα αυτή (βλ., σχετικά, χωρίς η ερμηνεία αυτή να διατυπώνεται ρητώς, απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 10ης Οκτωβρίου 1989, 201/88, Atala-Palmerini κατά Επιτροπής, Συλλογή 1989, σ. 3109, σκέψεις 2 και 6, απόφαση του Πρωτοδικείου της 3ης Μαΐου 2001, T‑60/00, Λιάσκου κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2001, σ. I‑A‑107 και II‑489, σκέψη 43· ο τρόπος υπολογισμού του εξαμήνου και της πενταετίας στις δύο αυτές αποφάσεις συνηγορεί υπέρ της ερμηνείας αυτής).

25      Αυτή η γραμματική ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK ενισχύεται από την τελολογική ερμηνεία της διατάξεως αυτής. Συγκεκριμένα, το προβλεπόμενο από την επίμαχη διάταξη εξάμηνο διάστημα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του σκοπού του, ο οποίος συνίσταται στο να αποτραπεί το ενδεχόμενο να μεταβάλουν οι υπάλληλοι, οι οποίοι, καθ’ όλο σχεδόν το διάστημα αναφοράς, είχαν τη μόνιμη διαμονή τους και ασκούσαν, κατά συνήθη τρόπο, την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά τους στη χώρα στην οποία βρίσκεται ο τόπος όπου επιθυμούν να υπηρετήσουν, τον τόπο μόνιμης διαμονής ή ασκήσεως, κατά συνήθη τρόπο, της κύριας επαγγελματικής δραστηριότητάς τους λίγο πριν την ανάληψη των καθηκόντων τους (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Λιάσκου κατά Συμβουλίου, σκέψη 42). Προς αποτροπή του κινδύνου αυτού, το εξάμηνο διάστημα είναι το αμέσως προηγούμενο από την ανάληψη των καθηκόντων.

26      Επομένως, εν προκειμένω, το εξάμηνο διάστημα είναι το αμέσως προηγούμενο της 1ης Μαρτίου 2005, ημερομηνίας κατά την οποία ο προσφεύγων ανέλαβε καθήκοντα στην Επιτροπή.

27      Κατά συνέπεια, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, το εν λόγω διάστημα εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου 2004 έως την τελευταία ημέρα του έκτου μήνα που ακολουθεί, δηλαδή έως τις 28 Φεβρουαρίου 2005.

28      Από το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK προκύπτει επίσης ότι το διάστημα αναφοράς είναι το αμέσως προηγούμενο του εξαμήνου και, συνεπώς, πρόκειται, στη συγκεκριμένη περίπτωση, για το διάστημα μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου 1999 και 31ης Αυγούστου 2004.

29      Δεν αμφισβητείται, εν προκειμένω, ότι από 1ης Μαΐου 2004 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2005 ο προσφεύγων εργάστηκε στο Δικαστήριο των ΕΚ, το οποίο αποτελεί διεθνή οργανισμό κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK. Επομένως, το διάστημα αυτό δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τον υπολογισμό του διαστήματος αναφοράς. Δεδομένου ότι τμήμα αυτού του διαστήματος εργασίας στο Δικαστήριο των ΕΚ, δηλαδή οι έξι μήνες από 1ης Σεπτεμβρίου 2004 έως τις 28 Φεβρουαρίου 2005, έχει περιληφθεί στο προαναφερθέν εξάμηνο που προηγείται της αναλήψεως καθηκόντων του μονίμου υπαλλήλου (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Λιάσκου κατά Συμβουλίου, σκέψη 43), απομένουν τέσσερις μήνες, ήτοι μεταξύ 1ης Μαΐου 2004 και 31ης Αυγούστου 2004, οι οποίοι δεν πρέπει να ληφθούν υπόψη.

30      Κατά συνέπεια, οι υπόλοιποι τέσσερις μήνες δεν πρέπει να περιληφθούν στο διάστημα αναφοράς του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, του παραρτήματος VII του KYK (βλ., επίσης, προπαρατεθείσα απόφαση Atala-Palmerini κατά Επιτροπής, σκέψη 6, σχετικά με τη μέθοδο που χρησιμοποιήθηκε για τον υπολογισμό του διαστήματος αναφοράς).

31      Δεδομένου ότι το διάστημα αναφοράς, το οποίο δεν απαιτείται να είναι οπωσδήποτε συνεχές, αλλά μπορεί να διαιρείται σε περισσότερα μικρότερα διαστήματα, σε περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος εργάστηκε κατά το παρελθόν για κράτος ή για διεθνή οργανισμό (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσες αποφάσεις Atala-Palmerini κατά Επιτροπής, σκέψη 6, Λιάσκου κατά Συμβουλίου, σκέψεις 45 και 50, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Ιουνίου 2007, T‑473/04, Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 72), διαρκεί συνολικά πέντε έτη, πρέπει, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να αρχίσει τέσσερις μήνες νωρίτερα σε σχέση με την ημερομηνία που αναφέρει η Επιτροπή, δηλαδή την 1η Μαΐου 1999.

32      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, εν προκειμένω, το διάστημα αναφοράς που πρέπει να ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK εκτείνεται από 1ης Μαΐου 1999 έως τις 30 Απριλίου 2004.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τον τόπο όπου ο προσφεύγων είχε τη μόνιμη διαμονή του και ασκούσε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

33      Ο προσφεύγων προβάλλει ότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK για τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας. Δεν είναι το Λουξεμβούργο ο τόπος όπου είχε τη «μόνιμη» διαμονή του ή ασκούσε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του κατά το διάστημα αναφοράς. Σε κάθε περίπτωση, απόκειται στην Επιτροπή, και όχι στον υπάλληλο που ζητεί τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας, να αποδείξει την ύπαρξη μόνιμων δεσμών μεταξύ του ενδιαφερομένου και της χώρας όπου αυτός υπηρετεί.

34      Πρώτον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι ουδέποτε υπήρξε κάτοικος Λουξεμβούργου. Έως τον Ιανουάριο του 1998, κατοικούσε στην Ελλάδα, ενώ στο Λουξεμβούργο διέμεινε για πρώτη φορά μόνον από τον Φεβρουάριο του 1998 έως τον Νοέμβριο του 2002, οπότε επέστρεψε στην Ελλάδα, σύμφωνα με τις αρχικές προθέσεις του. Στο Λουξεμβούργο μετατέθηκε προσωρινά. Συγκεκριμένα, την εποχή εκείνη, είχε λάβει ρητή διαβεβαίωση από τον γενικό διευθυντή της Intrasoft International ότι θα μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα μετά από τέσσερα ή πέντε έτη στο Λουξεμβούργο. Ουδέποτε είχε την πρόθεση να παραμείνει στη χώρα αυτή.

35      Καθ’ όλο το διάστημα που εργάστηκε στο Λουξεμβούργο, ο προσφεύγων διατηρούσε οικογενειακή κατοικία και, συνεπώς, ζωτικά συμφέροντα στην Ελλάδα. Διέθεσε, άλλωστε, όλες τις οικονομίες του για την ολοκλήρωση της κατασκευής διαμερίσματος στην Ελλάδα, στο οποίο επρόκειτο να εγκατασταθεί μετά την επιστροφή του από το Λουξεμβούργο.

36      Δεύτερον, ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι, κατά το διάστημα αναφοράς, ήτοι τον Νοέμβριο του 2002, επέστρεψε στην Ελλάδα για να επανεγκατασταθεί εκεί οριστικώς. Ακόμη και αν υποτεθεί ότι είχε οποτεδήποτε δεσμούς με το Λουξεμβούργο, η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την απόλυσή του αποδεικνύει σαφώς τη διακοπή των δεσμών αυτών. Τέλος, ο προσφεύγων εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα πριν από τη μέλλουσα σύζυγό του και τα δύο τέκνα τους, προκειμένου να προετοιμάσει το διαμέρισμα που είχε κατασκευάσει, ιδίως για να αποφύγει δύο διαδοχικές μετακομίσεις και επανεγκαταστάσεις με ένα τέκνο εννέα μηνών και ένα τριών ετών, καθώς και τη μίσθωση προσωρινής κατοικίας.

37      Στην Ελλάδα, ο προσφεύγων ασχολήθηκε, από τον Νοέμβριο του 2002, με την ολοκλήρωση των εργασιών στο διαμέρισμά του, με την αναζήτηση εργασίας, την αναζήτηση εταιρίας που θα αναλάμβανε τη μετακόμιση, καθώς και με την αλληλογραφία με ιδιωτικά σχολεία, ενόψει της φοιτήσεως των τέκνων του. Υπέβαλε, επίσης, δήλωση μεταβολής διευθύνσεως στην ταχυδρομική υπηρεσία του Λουξεμβούργου και προέβη στις απαραίτητες ενέργειες, προκειμένου ο φορολογικός φάκελός του να μεταφερθεί από την αρμόδια για τη φορολογία των Ελλήνων κατοίκων εξωτερικού υπηρεσία στη φορολογική υπηρεσία Ψυχικού, όπου βρίσκεται η κατοικία των γονέων του. Ζήτησε, επίσης, να διαγραφεί από το μητρώο κατοίκων εξωτερικού και να επανεγγραφεί στο δημοτολόγιο Ψυχικού.

38      Λόγω του επείγοντος της καταστάσεώς του και λόγω του ότι δεν διέθετε ακίνητη περιουσία, επενδύσεις ή οποιοδήποτε άλλο οικονομικό συμφέρον στο Λουξεμβούργο, ο προσφεύγων δεν ενδιαφέρθηκε για τη διαδικασία διαγραφής του από τον κατάλογο των προσώπων που διαμένουν στη χώρα αυτή.

39      Έχοντας ως κύριο μέλημα την επανεγκατάστασή τους στην Ελλάδα, ο προσφεύγων και η μέλλουσα σύζυγός του, η οποία επίσης είχε απολυθεί από την Intrasoft International τον Μάιο του 2003, δεν άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως κατά της εταιρίας αυτής ενώπιον των δικαστηρίων του Λουξεμβούργου.

40      Η συμμετοχή του προσφεύγοντος στις γραπτές και προφορικές εξετάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στις 28 Φεβρουαρίου και στις 18 Ιουνίου 2003, δεν αποδεικνύει a priori ότι είχε πρόθεση να παραμείνει στο Λουξεμβούργο. Επρόκειτο για γενικό διαγωνισμό και, επομένως, σε περίπτωση επιτυχίας, θα μπορούσε να προσληφθεί είτε από το κοινοτικό όργανο που προκήρυξε τον διαγωνισμό είτε από άλλο κοινοτικό όργανο, εγκατεστημένο αλλού στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

41      Ο προσφεύγων επέστρεψε στο Λουξεμβούργο τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 2003, για να προβεί σε ορισμένες ενέργειες, όπως η εγγραφή του στην αρμόδια υπηρεσία απασχολήσεως, εγγραφή υποχρεωτική ενόψει της μεταφοράς στην Ελλάδα των δικαιωμάτων του από την ασφάλιση κατά της ανεργίας, καθώς και για να μετάσχει στις προφορικές εξετάσεις του διαγωνισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στις 20 Ιουλίου 2003, ζήτησε να διαγραφεί από το μητρώο της αρμόδιας για την απασχόληση υπηρεσίας του Λουξεμβούργου και επέστρεψε στην Ελλάδα. Βάσει διμερών συμβάσεων, μπορούσε να εισπράξει στην Ελλάδα το επίδομα ανεργίας των μηνών Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου και Νοεμβρίου 2003. Δεν εγγράφηκε στην αντίστοιχη αρμόδια για την απασχόληση υπηρεσία της Ελλάδας, διότι, μόλις επέστρεψε στη χώρα αυτή και προτού προβεί στην εν λόγω εγγραφή, έλαβε το έγγραφο με το οποίο του γνωστοποιήθηκε η επιτυχία του στον διαγωνισμό.

42      Αφού έλαβε, στις 21 Ιουλίου 2003, το έγγραφο με το οποίο του γνωστοποιήθηκε η επιτυχία του στον διαγωνισμό του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο προσφεύγων αποφάσισε να επιστρέψει στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2003, προκειμένου να είναι, το συντομότερο δυνατόν, διαθέσιμος για τις συνεντεύξεις που θα ακολουθούσαν. Δεν είχε προτίμηση ή κάποιον ιδιαίτερο δεσμό με το Λουξεμβούργο και, για τον λόγο αυτόν, απέστειλε αιτήσεις υποψηφιότητας σε διάφορες υπηρεσίες κοινοτικών οργάνων, ανεξαρτήτως του τόπου εγκαταστάσεώς τους.

43      Η Επιτροπή φρονεί ότι ο προσφεύγων δεν δικαιούται επίδομα αποδημίας, κυρίως διότι, κατά το διάστημα αναφοράς, είχε όντως τη μόνιμη διαμονή του στο Λουξεμβούργο και δεν διέκοψε τους δεσμούς του με τη χώρα αυτή.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

44      Το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK ορίζει ότι το επίδομα αποδημίας χορηγείται στον υπάλληλο εφόσον αυτός ουδέποτε υπήρξε υπήκοος του κράτους στο οποίο βρίσκεται ο τόπος όπου υπηρετεί και εφόσον, κατά το διάστημα αναφοράς, δεν διέμενε μονίμως ούτε ασκούσε κατά συνήθη τρόπο την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του στο έδαφος του εν λόγω κράτους.

45      Κατά πάγια νομολογία, η χορήγηση του επιδόματος αποδημίας αποσκοπεί στην αντιστάθμιση των ιδιαιτέρων βαρών και μειονεκτημάτων που είναι απότοκα της αναλήψεως καθηκόντων στις Κοινότητες για τους υπαλλήλους οι οποίοι υποχρεώνονται, για τον λόγο αυτό, να μεταφέρουν τη διαμονή τους από τη χώρα της κατοικίας τους στη χώρα υπηρεσίας και να ενταχθούν σε νέο περιβάλλον. Η έννοια της αποδημίας εξαρτάται επίσης από την υποκειμενική κατάσταση του υπαλλήλου και, συγκεκριμένα, από τον βαθμό εντάξεώς του στο νέο περιβάλλον του, που προκύπτει, π.χ., από τη μόνιμη διαμονή του ή την άσκηση κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Atala-Palmerini κατά Επιτροπής, σκέψη 9, και απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 21ης Ιουνίου 2007, C‑424/05 P, Επιτροπή κατά Hosman-Chevalier, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35).

46      Βάσει του ως άνω υπομνησθέντος σκοπού του επιδόματος αποδημίας και του γράμματος του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK, το πρωταρχικό κριτήριο χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας είναι ο τόπος μόνιμης διαμονής του ενδιαφερομένου υπαλλήλου (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 15ης Σεπτεμβρίου 1994, C‑452/93 P, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1994, σ. I‑4295, σκέψη 21, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑259/04, Koistinen κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 33). Στην πράξη, και με την επιφύλαξη της ασκήσεως «κύριας επαγγελματικής δραστηριότητας» στη χώρα όπου θα βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας από πρόσωπα που δεν είναι υπήκοοι της χώρας αυτής, η χορήγηση επιδόματος αποδημίας εξαρτάται από τη σχετική με τη μόνιμη διαμονή αρνητική προϋπόθεση, δηλαδή να μην έχει ο ενδιαφερόμενος, κατά το διάστημα αναφοράς, τη μόνιμη διαμονή του στη χώρα όπου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 2007, F‑7/06, B κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 35).

47      Τόπος μόνιμης διαμονής είναι ο τόπος που όρισε ο ενδιαφερόμενος, με τη βούληση να του προσδώσει διαρκή χαρακτήρα, ως μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του. Για τον προσδιορισμό του τόπου αυτού πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλα τα πραγματικά στοιχεία που απαρτίζουν την έννοια της μόνιμης διαμονής (προπαρατεθείσα απόφαση Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, σκέψη 22, και προπαρατεθείσα απόφαση Koistinen κατά Επιτροπής, σκέψη 34).

48      Σχετικά με το βάρος αποδείξεως, υπενθυμίζεται ότι ο προσφεύγων βαρύνεται με το να αποδείξει ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑283/03, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑235 και II‑1075, σκέψη 142, και της 16ης Μαΐου 2007, T‑324/04, F κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 63).

49      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων ισχυρίζεται ότι ουδέποτε, κατά το επίμαχο διάστημα αναφοράς, διέμενε μονίμως στο Λουξεμβούργο. Η μετάθεσή του, για επαγγελματικούς λόγους, από την Ελλάδα στο Λουξεμβούργο είχε προσωρινό χαρακτήρα και ο ενδιαφερόμενος δεν είχε την πρόθεση να παραμείνει στο Λουξεμβούργο. Επομένως, στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να προσδιοριστεί αν η μόνιμη διαμονή του προσφεύγοντος βρισκόταν, κατά το διάστημα αναφοράς, στο Λουξεμβούργο ή, όπως αυτός ισχυρίζεται, στην Ελλάδα.

50      Από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών διαπιστώνεται, συναφώς, αφενός, ότι καθ’ όλο το διάστημα αναφοράς ο προσφεύγων διέθετε διαμέρισμα στην πόλη του Λουξεμβούργου, στο οποίο διέμενε οικογενειακώς και το οποίο δεν εγκατέλειψε κατά τα διαστήματα παραμονής του στην Ελλάδα μεταξύ Δεκεμβρίου του 2002 και Σεπτεμβρίου του 2003 και, αφετέρου, ότι ασκούσε την επαγγελματική δραστηριότητά του στην πόλη αυτή, εργαζόμενος στην Intrasoft International κατά το μεγαλύτερο μέρος του διαστήματος αναφοράς, δηλαδή από την αρχή του διαστήματος αυτού, την 1η Μαΐου 1999, έως την απόλυσή του τον Νοέμβριο του 2002.

51      Χωρίς να είναι απαραίτητο να αποδειχθεί το αν όντως ο προσφεύγων διήνυσε διαστήματα παραμονής στην Ελλάδα, όπως ισχυρίζεται, το γεγονός ότι απουσίαζε από το Λουξεμβούργο από τον Δεκέμβριο του 2002 έως τον Σεπτέμβριο του 2003 δεν σημαίνει ότι μετέφερε το κέντρο των συμφερόντων του και δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι έπαυσε, κατά την έννοια του ΚΥΚ, να έχει τη μόνιμη διαμονή του στη χώρα αυτή (βλ., επ’ αυτού, προπαρατεθείσα απόφαση Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, σκέψεις 23 και 24).

52      Συγκεκριμένα, βάσει των στοιχείων που απαρτίζουν την έννοια της μόνιμης διαμονής, ο προσφεύγων δεν προέβη σε καμία ενέργεια που να αποδεικνύει, σύμφωνα με πάγια νομολογία, ότι έπαυσε να έχει τη μόνιμη διαμονή του στο Λουξεμβούργο.

53      Πρώτον, ο προσφεύγων δεν ζήτησε να διαγραφεί από το δημοτολόγιο Λουξεμβούργου. Το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει ότι ο προσφεύγων έπαυσε να διαμένει μόνιμα στο Λουξεμβούργο. Αντιθέτως, η εγγραφή στο δημοτολόγιο του τόπου υπηρεσίας είναι ενδεικτική της βουλήσεως και της προθέσεως να οριστεί ο τόπος αυτός ως σταθερό και μόνιμο κέντρο συμφερόντων (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑368/03, De Bustamante Tello κατά Συμβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑321 και II‑1439, σκέψη 60).

54      Δεύτερον, ο προσφεύγων εξακολούθησε, κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ελλάδα και μετά από αυτή, από τον Δεκέμβριο του 2002 έως τον Σεπτέμβριο του 2003, να διαμένει, όπως και παλαιότερα, στο Λουξεμβούργο στο ίδιο διαμέρισμα με την οικογένειά του (βλ., επ’ αυτού, όσον αφορά την επανεγκατάσταση υπαλλήλου μετά από απουσία από τη χώρα όπου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας, απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 23ης Μαρτίου 1988, 105/87, Morabito κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1988, σ. 1707, σκέψη 13).

55      Τρίτον, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων, καίτοι θεμελίωσε τους ισχυρισμούς του περί της προθέσεως του να επιστρέψει οικογενειακώς στην Ελλάδα, εντούτοις δεν υλοποίησε την πρόθεση αυτή.

56      Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος περί αναζητήσεως εργασίας στην Ελλάδα ενόψει μόνιμης επανεγκαταστάσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι η αναζήτηση εργασίας δεν αρκεί, αυτή καθαυτή, για να αποδειχθεί η εν λόγω εγκατάσταση (βλ., επίσης, απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 9ης Οκτωβρίου 1984, 188/83, Witte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1984, σ. 3465, σκέψεις 5, 9 και 11, με την οποία το Δικαστήριο των ΕΚ έκρινε ότι η παραμονή του προσφεύγοντος επί τρεις ή τέσσερις μήνες σε άλλο κράτος μέλος προς αναζήτηση εργασίας δεν σημαίνει ότι ο ενδιαφερόμενος έπαυσε να έχει τη μόνιμη διαμονή του στο κράτος εντός του οποίου βρίσκεται ο τόπος υπηρεσίας του· βλ., όσον αφορά την πρόθεση αναζητήσεως εργασίας, απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 1993, T‑90/92, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑971, σκέψη 30).

57      Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι υπέβαλε δήλωση μεταβολής διευθύνσεως στην ταχυδρομική υπηρεσία του Λουξεμβούργου, διαπιστώνεται, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη των σχετικών περιστατικών, ότι η δήλωση αυτή, η οποία μπορεί να υποβληθεί όχι μόνο σε περίπτωση μετακομίσεως, αλλά και σε περίπτωση απουσίας λόγω διακοπών, δεν αποδεικνύει ότι ο προσφεύγων έπαυσε να διαμένει μόνιμα στο Λουξεμβούργο.

58      Τα λοιπά επιχειρήματα του προσφεύγοντος, ιδίως τα περί αιτήσεως διαγραφής του από το ελληνικό μητρώο κατοίκων εξωτερικού και περί φορολογικής κατοικίας του, χωρίς να απαιτείται η απόδειξη των σχετικών περιστατικών, δεν αποδεικνύουν ότι το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του ήταν στην Ελλάδα (βλ., σχετικά με την επίκληση τέτοιων στοιχείων, προπαρατεθείσα απόφαση De Bustamante Tello κατά Συμβουλίου, σκέψη 62, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ., επίσης, όσον αφορά τη φορολογική κατοικία, τη διάταξη του Δικαστηρίου της 26ης Σεπτεμβρίου 2007, F‑129/06, Salvador Roldán κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 59, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), δεδομένου μάλιστα ότι ο προσφεύγων δεν διαγράφηκε από το δημοτολόγιο Λουξεμβούργου.

59      Τέλος, ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι πολλά από τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος, ιδίως τα περί κυριότητας ακινήτων στη χώρα αυτή, αποδεικνύουν, ενδεχομένως, τη διατήρηση ορισμένων δεσμών με την Ελλάδα, πρόκειται για δεσμούς που διατηρεί ένας υπάλληλος με την πατρίδα του, οι οποίοι δεν διαφέρουν από τους συνήθεις δεσμούς που εμφανίζονται σε περιπτώσεις όπως αυτή του προσφεύγοντος και, ιδίως, δεν αποδεικνύουν ότι είχε εκεί τη μόνιμη διαμονή του (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Λιάσκου κατά Συμβουλίου, σκέψεις 62 έως 64, απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2004, T‑251/02, E κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑359 και II‑1643, σκέψη 61, και προπαρατεθείσα απόφαση F κατά Επιτροπής, σκέψη 87).

60      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι, καθ’ όλο το διάστημα αναφοράς, από 1ης Μαΐου 1999 έως τις 30 Απριλίου 2004, ο προσφεύγων είχε τη μόνιμη διαμονή του, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK, στο Λουξεμβούργο, όπου ασκούσε την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά του κατά το μεγαλύτερο μέρος του εν λόγω διαστήματος αναφοράς.

61      Επομένως, η Επιτροπή δεν εκτίμησε εσφαλμένως τα σχετικά με την προσωπική κατάσταση του προσφεύγοντος πραγματικά περιστατικά και κατέληξε ορθώς ότι ο προσφεύγων δεν δικαιούται επίδομα αποδημίας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του παραρτήματος VII του KYK.

62      Άλλωστε, ακόμη και αν λαμβανόταν υπόψη το διάστημα αναφοράς που προσδιόρισε η Επιτροπή, είτε με την απόφαση της ΑΔΑ της 12ης Οκτωβρίου 2005 και με το υπόμνημα αντικρούσεως είτε με τις παρατηρήσεις της κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Δικαστήριο θα κατέληγε στην ίδια κρίση.

63      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, περί του χαρακτηρισμού της εργασίας που παρείχε επί ορισμένο χρονικό διάστημα ο προσφεύγων ως «παροχής υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό»

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

64      Ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θεώρησε εσφαλμένως ότι η εργασία του ως υπαλλήλου της Intrasoft International στα κτίρια της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK.

65      Ο προσφεύγων εργάστηκε στο Λουξεμβούργο για το έργο «υποστήριξη δικτύων» στο κτίριο Jean Monnet της Επιτροπής από τον Φεβρουάριο έως τον Δεκέμβριο του 1998. Εν συνεχεία, εργάστηκε κατά διαστήματα στο έργο «CORDIS» της Επιτροπής, καθώς και σε άλλα παρόμοια έργα (στο εξής: επίμαχα διαστήματα εργασίας).

66      Ο προσφεύγων δέχεται ότι ο όρος «διεθνής οργανισμός», ερμηνευόμενος αυστηρώς κατά γράμμα, δεν περιλαμβάνει ιδιωτικές επιχειρήσεις, όπως η Intrasoft International. Ωστόσο, η ratio legis της διατάξεως αυτής, η οποία, ως εξαίρεση της εξαιρέσεως, ερμηνεύεται διασταλτικά, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πρόκειται για παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό και, επομένως, η εξαίρεση από την οποία ο προσφεύγων ζητεί να επωφεληθεί πρέπει να εφαρμόζεται και επί εργαζομένων οι οποίοι σχετίζονται, με οποιονδήποτε τρόπο, με ιδιωτική επιχείρηση.

67      Οποιαδήποτε άλλη λύση θα οδηγούσε σε παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της ισότητας, καθώς οι εργαζόμενοι των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι περισσότερο εκτεθειμένοι στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη και, επομένως, χρειάζονται περισσότερη προστασία, ενώ οι μόνιμοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό των διεθνών οργανισμών διαθέτουν μεγαλύτερα πλεονεκτήματα, ιδίως όσον αφορά τη μονιμότητα της θέσεως εργασίας.

68      Ειδικότερα, μολονότι μεταξύ του αλλοδαπού εργαζομένου και της Επιτροπής δεν υφίσταται έννομη σχέση, εντούτοις υπάρχει αναμφισβήτητα ένας ηθικός δεσμός. Συγκεκριμένα, ο προσφεύγων, σύμφωνα με τις πληροφορίες που του έδωσε ο εργοδότης του, έπαυσε να μετέχει στο έργο «CORDIS» της Επιτροπής το 2002, παρά τη βούλησή του και κατόπιν αιτήματος του πελάτη. Ο ηθικός δεσμός μεταξύ του αλλοδαπού εργαζομένου και της Επιτροπής αποδεικνύεται από τους λόγους που επικαλέστηκε η Intrasoft International, με το έγγραφο της 24ης Ιουλίου 2003, για να δικαιολογήσει την απόλυση της συζύγου του προσφεύγοντος, ήτοι ότι ο υπεύθυνος για το έργο υπάλληλος της Επιτροπής αρνήθηκε την περαιτέρω απασχόληση της συζύγου του προσφεύγοντος στο πλαίσιο του εν λόγω έργου.

69      Κατά συνέπεια, η επαγγελματική κατάσταση του προσφεύγοντος μπορεί να χαρακτηριστεί «παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό».

70      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά και υποστηρίζει ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος. Προβάλλει ότι η εργασία που παρείχε ο προσφεύγων ως υπάλληλος της Intrasoft International στο κτίριο Jean Monnet της Επιτροπής στο Λουξεμβούργο δεν εμπίπτει στην εξαίρεση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK. Η μη εφαρμογή, εν προκειμένω, της εξαιρέσεως αυτής δεν συνεπάγεται παραβίαση της αρχής της ισότητας.

–       Εκτίμηση του Δικαστηρίου

71      Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, η παρέκκλιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK, υπέρ των υπαλλήλων που, κατά το διάστημα αναφοράς, παρείχαν υπηρεσίες σε διεθνή οργανισμό, δικαιολογείται από το γεγονός ότι, υπό τέτοιες συνθήκες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι υπάλληλοι αυτοί έχουν δημιουργήσει διαρκή δεσμό με τη χώρα όπου υπηρετούν (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Δικαστηρίου των ΕΚ της 15ης Ιανουαρίου 1981, 1322/79, Vutera κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 127, σκέψη 8, και προπαρατεθείσες αποφάσεις E κατά Επιτροπής, σκέψη 126, και Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, σκέψη 44). Από τη νομολογία προκύπτει, επίσης, ότι ο ΚΥΚ έχει καθορίσει συγκεκριμένα και σαφή κριτήρια, τα οποία πρέπει να πληρούν οι αιτούντες το επίδομα αποδημίας, και ότι, κατά την εφαρμογή της ρυθμίσεως αυτής, η ΑΔΑ πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 11ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑127/00, Nevin κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑149 και II‑781, σκέψη 50).

72      Οι διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά, διότι εισάγουν εξαίρεση από τις προϋποθέσεις χορηγήσεως του επιδόματος αποδημίας (απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2005, T‑190/03, Olesen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑181 και II‑805, σκέψη 47).

73      Εν προκειμένω, πρέπει να προσδιοριστεί αν η εργασία που παρείχε ο προσφεύγων στο Λουξεμβούργο για την Intrasoft International κατά τα επίμαχα διαστήματα εργασίας πρέπει να θεωρηθεί, όπως ισχυρίζεται ο ενδιαφερόμενος, παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK.

74      Κατά πάγια νομολογία, η παρέκκλιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK δεν καλύπτει μόνον όσους ανήκαν στο προσωπικό άλλου κράτους ή διεθνούς οργανισμού, αλλά αφορά «όλες τις καταστάσεις που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε άλλο κράτος ή σε διεθνή οργανισμό» (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 1995, T‑72/94, Διαμαντάρας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑285 και II‑865, σκέψη 52, και προπαρατεθείσες αποφάσεις Nevin κατά Επιτροπής, σκέψη 51, και Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, σκέψη 45).

75      Κατά τη νομολογία, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ διαφόρων τύπων σχέσεων που συνδέουν τους ενδιαφερομένους να υπαχθούν στην προαναφερθείσα παρέκκλιση με τους διεθνείς οργανισμούς στους οποίους παρείχαν υπηρεσίες. Μόνον οσάκις υφίσταται άμεση έννομη σχέση μεταξύ του ενδιαφερομένου και του οργανισμού, ιδίως στο πλαίσιο σχέσεως εργασίας ή πρακτικής ασκήσεως (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Λιάσκου κατά Συμβουλίου, σκέψη 50) ή στο πλαίσιο συμβάσεως εμπειρογνώμονα με κοινοτικό όργανο (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Διαμαντάρας κατά Επιτροπής, σκέψη 52) ή στο πλαίσιο της δραστηριότητας βοηθού μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, σκέψεις 48 έως 52) πρόκειται για παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK.

76      Αντιθέτως, κατά τη νομολογία του Πρωτοδικείου, δεν θεωρείται κατάσταση προκύπτουσα από την παροχή υπηρεσιών σε διεθνή οργανισμό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK, η κατάσταση των προσώπων που υπήρξαν είτε μισθωτοί ιδιωτικών εταιριών που έχουν συνάψει, κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών, συμβάσεις παροχής υπηρεσιών με κοινοτικό όργανο (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 22ας Μαρτίου 1995, Τ‑43/93, Lo Giudice κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1995, σ. I‑A‑57 και II‑189, σκέψη 36), είτε υπάλληλοι εταιριών διαθέσεως εργατικού δυναμικού και έχουν τεθεί στη διάθεση κοινοτικών οργάνων (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Nevin κατά Επιτροπής, σκέψεις 4, 6, 21, 32 και 52 έως 58).

77      Στις υποθέσεις αυτές, υφίστατο τριγωνική σχέση μεταξύ του εργαζομένου, της ανεξάρτητης από το κοινοτικό όργανο εταιρίας και του εν λόγω οργάνου. Η σχέση αυτή χαρακτηριζόταν από την παρουσία μιας ενδιάμεσης ιδιωτικής εταιρίας, η οποία αποκόμιζε κέρδος, θέτοντας κάποιον εργαζόμενο στη διάθεση του κοινοτικού οργάνου ή αναθέτοντας στον εργαζόμενο αυτό συγκεκριμένες εργασίες εντός του οργάνου αυτού ή για λογαριασμό του. Λόγω της παρεμβολής των εταιριών αυτών, οι οποίες είναι ανεξάρτητες από τα κοινοτικά όργανα και ενεργούν ως ενδιάμεσες, δεν είναι δυνατόν να διαπιστωθεί η ύπαρξη άμεσης έννομης σχέσεως μεταξύ των ενδιαφερομένων και των εν λόγω κοινοτικών οργάνων (προπαρατεθείσα απόφαση Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, σκέψη 50).

78      Εν προκειμένω, ο προσφεύγων δεν θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι, κατά τα επίμαχα διαστήματα εργασίας, συνδεόταν με άμεση έννομη σχέση με την Επιτροπή και, επομένως, δικαιούται να υπαχθεί στην παρέκκλιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK. Συγκεκριμένα, υπήρχε τριγωνική σχέση, κατά την έννοια της προαναφερθείσας νομολογίας, μεταξύ του εργοδότη, δηλαδή της Intrasoft International, του μισθωτού, δηλαδή του προσφεύγοντος, και του πελάτη, δηλαδή της Επιτροπής.

79      Η εκτίμηση αυτή δεν μπορεί να θιγεί από το επιχείρημα του προσφεύγοντος, το οποίο παρατίθεται στις σκέψεις 67 και 68 της παρούσας αποφάσεως, δηλαδή το a contrario επιχείρημα που αντλείται από παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της ισότητας, λόγω του ηθικού δεσμού που τον συνέδεε με την Επιτροπή κατά τα επίμαχα διαστήματα εργασίας, ως εκ του ότι ένας υπάλληλος της Επιτροπής, υπεύθυνος για το έργο «CORDIS», ασκούσε επιρροή στη συμμετοχή του στα εν λόγω έργα. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι το γεγονός αυτό δεν είναι σημαντικό όσον αφορά τη διαπίστωση ότι πρόκειται για απασχόληση στο πλαίσιο διαθέσεως προσωπικού και, ιδίως, δεν αποκλείει να χαρακτηριστεί ως εργοδότης το νομικό πρόσωπο με το οποίο έχει συναφθεί η σύμβαση εργασίας, και όχι το κοινοτικό όργανο που κάνει χρήση της εργασίας (βλ., συναφώς, προπαρατεθείσα απόφαση Nevin κατά Επιτροπής, σκέψη 66).

80      Επομένως, η κατάσταση του προσφεύγοντος, κατά το διάστημα αναφοράς, δεν εμπίπτει σε αυτές «που προκύπτουν από την παροχή υπηρεσιών σε […] διεθνή οργανισμό», κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, δεύτερη περίπτωση, τελευταίο εδάφιο, του παραρτήματος VII του KYK.

81      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

82      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το πρώτο αίτημα για ακύρωση της αποφάσεως του PMO της 25ης Απριλίου 2005 πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.

 Επί του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος

83      Όσον αφορά το παραδεκτό του δεύτερου και του τρίτου αιτήματος, το οποίο αμφισβητεί η Επιτροπή, υπενθυμίζεται ότι, δυνάμει του άρθρου 91, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, του ΚΥΚ, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα πλήρους δικαιοδοσίας επί χρηματικών διαφορών (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Νοεμβρίου 1993, T‑15/93, Vienne κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑1327, σκέψη 41, και προπαρατεθείσα απόφαση Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, σκέψη 23), ακόμη και αν ο προσφεύγων δεν έχει υπολογίσει τα χρηματικά ποσά που ζητεί, υπό την προϋπόθεση ότι τα ποσά αυτά είναι δυνατόν να προσδιοριστούν αμέσως και αντικειμενικώς (βλ., συναφώς, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, F‑10/06, André κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 56 και 57, και της 16ης Ιανουαρίου 2007, F‑126/05, Borbély κατά Επιτροπής, η οποία δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψεις 71 και 72). Στο πλαίσιο της εν λόγω πλήρους δικαιοδοσίας, το Δικαστήριο είναι επίσης αρμόδιο να αναγνωρίσει δικαίωμα σε επίδομα (βλ., μεταξύ άλλων, προπαρατεθείσα απόφαση Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, σκέψη 23).

84      Ωστόσο, επειδή ο προσφεύγων ηττήθηκε ως προς το αίτημα ακυρώσεως της αποφάσεως περί μη χορηγήσεως επιδόματος αποδημίας, πρέπει να απορριφθούν και τα χρηματικά αιτήματά του.

85      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

86      Κατά το άρθρο 122 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, ο οποίος δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις 29 Αυγούστου 2007 (ΕΕ L 225, σ. 1), οι διατάξεις του εν λόγω κανονισμού σχετικά με τα έξοδα και τις δικαστικές δαπάνες εφαρμόζονται μόνον επί των υποθέσεων που εισάγονται ενώπιον του Δικαστηρίου μετά την ημερομηνία ενάρξεως ισχύος του εν λόγω κανονισμού, δηλαδή μετά την 1η Νοεμβρίου 2007. Επί των υποθέσεων που εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου πριν από την ανωτέρω ημερομηνία εξακολουθούν να εφαρμόζονται mutatis mutandis οι σχετικές διατάξεις του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

87      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν έχει διατυπωθεί σχετικό αίτημα. Ωστόσο, δυνάμει του άρθρου 88 του κανονισμού αυτού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα έξοδά τους. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων ηττήθηκε, ο κάθε διάδικος πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

Kreppel

Ταγαράς

Gervasoni

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 20 Νοεμβρίου 2007.

Η Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

W. Hakenberg

 

      H. Kreppel

Το κείμενο της παρούσας αποφάσεως, καθώς και των παρατιθέμενων σε αυτήν αποφάσεων των κοινοτικών δικαιοδοτικών οργάνων οι οποίες δεν έχουν δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, είναι διαθέσιμα στον διαδικτυακό τόπο του Δικαστηρίου των ΕΚ: www.curia.europa.eu


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.