Language of document : ECLI:EU:C:2013:203

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)

της 21ης Μαρτίου 2013 (*)

«Εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων στο περιβάλλον –Οδηγία 85/337/ΕΟΚ – Άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2 – Έργα που εμπίπτουν στο παράρτημα II – Έργα επεκτάσεως της υποδομής αεροδρομίου – Εξέταση βάσει κατώτατων ορίων ή κριτηρίων – Άρθρο 4, παράγραφος 3 – Κριτήρια επιλογής – Παράρτημα III, σημείο 2, στοιχείο ζ΄ – Πυκνοκατοικημένες περιοχές»

Στην υπόθεση C‑244/12,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Verwaltungsgerichtshof (Αυστρία) με απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 21η Μαΐου 2012, στο πλαίσιο της δίκης

Salzburger Flughafen GmbH

κατά

Umweltsenat,

παρισταμένων των:

Landesumweltanwaltschaft Salzburg,

Bundesministerin für Verkehr, Innovation und Technologie,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),

συγκείμενο από τους T. von Danwitz, πρόεδρο τμήματος, A. Rosas, E. Juhász (εισηγητή), D. Šváby και C. Vajda, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: N. Wahl

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Salzburger Flughafen GmbH, εκπροσωπούμενη από τον G. Lebitsch, Rechtsanwalt,

–        η Landesumweltanwaltschaft Salzburg, εκπροσωπούμενη από τον W. Wiener, Landesumweltanwalt,

–        η Αυστριακή Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την C. Pesendorfer,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους P. Oliver και D. Düsterhaus,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία των εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον (EE L 175, σ. 40), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997 (EE L 73, σ. 5, στο εξής: οδηγία 85/337).

2        Η υπό κρίση αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, της Salzburger Flughafen GmbH (στο εξής: Salzburger Flughafen) και, αφετέρου, της Umweltsenat (ανεξάρτητης διοικητικής αρχής αρμόδιας επί περιβαλλοντικών ζητημάτων), με αντικείμενο την υποχρέωση υποβολής ορισμένων σχεδίων έργων σχετικών με την επέκταση της υποδομής του αεροδρομίου του Σάλτσμπουργκ (Αυστρία) σε εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το πρώτο άρθρο της οδηγίας 85/337 ορίζει:

«1.      Η παρούσα οδηγία αφορά την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον των σχεδίων δημόσιων και ιδιωτικών έργων που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

2.      Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοείται ως:

σχέδιο:

–        η υλοποίηση κατασκευαστικών εργασιών ή άλλων εγκαταστάσεων ή έργων,

–        άλλες επεμβάσεις στο φυσικό περιβάλλον ή το τοπίο, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι επεμβάσεις που αφορούν την εκμετάλλευση των πόρων του εδάφους·

[...]»

4        Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας:

«Τα κράτη μέλη θεσπίζουν τις απαραίτητες διατάξεις ώστε τα σχέδια που, ιδίως, λόγω της φύσης, του μεγέθους ή της θέσης τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον να υποβάλλονται σε εκτίμηση όσον αφορά τις επιπτώσεις τους πριν δοθεί η άδεια. Αυτά τα σχέδια καθορίζονται στο άρθρο 4.»

5        Κατά με το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας:

«Η εκτίμηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων εντοπίζει, περιγράφει και αξιολογεί δεόντως, κατά περίπτωση και σύμφωνα με τα άρθρα 4 έως 11, τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις ενός έργου:

–      στον άνθρωπο, στην πανίδα και στη χλωρίδα,

–      στο έδαφος, στα ύδατα, στον αέρα, στο κλίμα και στο τοπίο,

–        στα υλικά αγαθά και στην πολιτιστική κληρονομιά,

–        στην αλληλεπίδραση μεταξύ των παραγόντων που αναφέρονται στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη περίπτωση.»

6        Το άρθρο 4 της ίδιας οδηγίας ορίζει τα εξής:

«1. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι υποβάλλονται σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.

2. Με την επιφύλαξη του άρθρου 2, παράγραφος 3, για τα έργα που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙ, τα κράτη μέλη αποφασίζουν βάσει:

α) κατά περίπτωση εξέτασης,

ή

β) κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που καθορίζει το κράτος μέλος,

κατά πόσο το έργο θα υποβληθεί σε εκτίμηση σύμφωνα με τα άρθρα 5 έως 10.

Τα κράτη μέλη μπορούν να εφαρμόσουν και τις δύο διαδικασίες που αναφέρονται στα στοιχεία α΄ και β΄.

3. Όταν γίνεται κατά περίπτωση εξέταση ή όταν έχουν τεθεί κατώτατα όρια ή κριτήρια για τους σκοπούς της παραγράφου 2, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ.

[...]»

7        Το παράρτημα I της οδηγίας 85/337 περιέχει τα έργα που εμπίπτουν στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, τα οποία υποβάλλονται υποχρεωτικώς σε εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Το σημείο 7, στοιχείο α΄, του εν λόγω παραρτήματος αφορά την «κατασκευή […] αεροδρομίων […] με βασικούς διαδρόμους προσγείωσης μήκους άνω των 2 100 μέτρων».

8        Το παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας περιλαμβάνει τα σχέδια έργων που εμπίπτουν στο άρθρο 4, παράγραφος 2, αυτής, ως προς τα οποία τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως, υπό τις προϋποθέσεις του συγκεκριμένου άρθρου, όσον αφορά την πραγματοποίηση ή μη εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον. Το σημείο 10, στοιχείο δ΄, του εν λόγω παραρτήματος αφορά την «κατασκευή αεροδρομίων (εφόσον δεν περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι)» και το σημείο 13, πρώτη περίπτωση, του ίδιου παραρτήματος «[ο]ποιαδήποτε τροποποίηση ή επέκταση έργων που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι ή στο παράρτημα ΙΙ τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί, εκτελεσθεί ή εκτελούνται και τα οποία μπορεί να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον».

9        Το παράρτημα III της οδηγίας 85/337, το οποίο αφορά τα κριτήρια επιλογής που αναφέρονται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, αυτού, προβλέπει στο σημείο του 2, υπό τον τίτλο «Χωροθέτηση των έργων»:

«Πρέπει να εξετάζεται η περιβαλλοντική ευαισθησία των γεωγραφικών περιοχών που ενδέχεται να θιγούν από τα έργα, ιδίως ως προς:

[…]

–      την ικανότητα απορρόφησης του φυσικού περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη προσοχή στις ακόλουθες περιοχές:

[…]

ζ) πυκνοκατοικημένες περιοχές·

[...]»

 Το αυστριακό δίκαιο

10      Η οδηγία 85/337 μεταφέρθηκε στην αυστριακή έννομη τάξη με τον νόμο 2000 περί εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον (Umweltverträglichkeitsprüfungsgesetz 2000), όπως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως της κύριας δίκης (BGBl. I, 50/2002, στο εξής: UVP‑G 2000).

11      Τα άρθρα 1, 3 και 3a του UVP‑G 2000 διέπουν το αντικείμενο και το περιεχόμενο της εκτιμήσεως των επιπτώσεων στον περιβάλλον, την αρχή βάσει της οποίας τα απαριθμούμενα στο παράρτημα 1 του συγκεκριμένου νόμου έργα πρέπει να υποβάλλονται στην προαναφερθείσα εκτίμηση, τη διαδικασία και τις προϋποθέσεις που πρέπει να τηρούνται συναφώς καθώς και τα πρόσωπα και τους φορείς που δικαιούνται να ζητήσουν την πραγματοποίηση της εκτιμήσεως.

12      Ειδικότερα, στο παράρτημα 1 του UVP‑G 2000 απαριθμούνται τα έργα στην περίπτωση των οποίων απαιτείται εκτίμηση των επιπτώσεων τους στο περιβάλλον, βάσει της αρχής που καθιερώνουν οι προαναφερθείσες διατάξεις. Όσον αφορά τις τροποποιήσεις τέτοιου είδους σχεδίων, απαιτείται, προκειμένου να πραγματοποιηθεί εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, κατά περίπτωση έλεγχος από το κατώτατο όριο και άνω. Στη στήλη 1 του εν λόγω παραρτήματος, στο σημείο 14, στοιχείο δ΄, μνημονεύονται, συναφώς, τα εξής:

«Έργα αναμορφώσεως […] αεροδρομίων δυνάμενα να αυξήσουν τον αριθμό των εναέριων κινήσεων (αεροπλάνα μονομελούς πληρώματος, ανεμόπτερα ή ελικόπτερα) τουλάχιστον 20 000 ανά έτος ή πλέον.»

13      Η εκμετάλλευση πολιτικού αεροδρομίου και οποιαδήποτε τροποποίηση των οριζόμενων στην άδεια ορίων εκμεταλλεύσεως προϋποθέτουν «άδεια πολιτικού αεροδρομίου» κατά το άρθρο 68, παράγραφος 1, του νόμου περί αεροπορίας (Luftfahrtgesetz) καθώς και «άδεια εκμεταλλεύσεως» κατά το άρθρο 73, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου. Επιπλέον, για την κατασκευή, χρήση και ουσιαστική αναμόρφωση των εγκαταστάσεων εδάφους του πολιτικού αεροδρομίου απαιτείται άδεια, βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 1, του ίδιου νόμου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

14      Η Salzburger Flughafen εκμεταλλεύεται το αεροδρόμιο του Σάλτσμπουργκ, ο διάδρομος απογειώσεως του οποίου υπερβαίνει κατά μήκος τα 2 100 μέτρα. Στις 30 Ιουλίου 2002 η προαναφερθείσα εταιρία ζήτησε άδεια για την κατασκευή επιπρόσθετου τερματικού σταθμού, προβάλλοντας ως δικαιολογητικό λόγο κατά βάση το γεγονός ότι η ανάγκη διασφαλίσεως του ελέγχου των βαρέων αποσκευών δεν επέτρεπε τη σωστή διαχείριση του αυξημένου όγκου επιβατών κατά τις ώρες αιχμής στην ήδη υπάρχουσα αίθουσα ελέγχου εισιτηρίων και επιβατών. Με απόφαση της 2ας Απριλίου 2003 η Landeshauptfrau von Salzburg, αρμόδια διοικητική αρχή, εξέδωσε την άδεια κατασκευής. Ο περί ου ο λόγος τερματικός σταθμός κατασκευάστηκε στο διάστημα 2003 έως 2004. Έκτοτε λειτουργεί.

15      Το 2004 η προσφεύγουσα υπέβαλε νέες αιτήσεις για την επέκταση των υποδομών του αεροδρομίου. Οι αιτήσεις αυτές αφορούσαν, αφενός, έκταση 90 000 τ.μ. στον νοτιοδυτικό τομέα του υπάρχοντος αεροδρομίου και απέβλεπαν στην κατασκευή βοηθητικών κτιρίων, και συγκεκριμένα αποθηκών, καθώς και στην επέκταση των χώρων σταθμεύσεως οχημάτων και αεροσκαφών. Αφετέρου, η εν λόγω εταιρία ζήτησε να συμπεριληφθεί στην επέκταση και επιπλέον έκταση περίπου 120 000 τ.μ. στον βορειοδυτικό τομέα του αεροδρομίου, η οποία θα διατίθετο στην κατασκευή χώρων προοριζόμενων κατά κύριο λόγο για τη γενική αεροπλοΐα, υπόστεγων καθώς και χώρων σταθμεύσεως για οχήματα και αεροσκάφη. Η Salzburger Flughafen ζήτησε επίσης άδεια, προκειμένου να τροποποιήσει τις λωρίδες κυκλοφορίας. Το συγκεκριμένο σκέλος της αιτήσεως δεν θα συνεπαγόταν τροποποιήσεις επί του διαδρόμου απογειώσεως αυτού καθεαυτόν.

16      Το γεγονός ότι το αεροδρόμιο κείται σε αστική περιοχή, στην οποία υπάρχει αυξημένη ατμοσφαιρική μόλυνση, και οι αναμενόμενες συναφώς επιπτώσεις στο περιβάλλον οδήγησαν την Landesumweltanwaltschaft Salzburg (ελεγκτική αρχή σε θέματα περιβάλλοντος) να ζητήσει στις 13 Μαρτίου 2006 από το Amt der Salzburger Landesregierung (κυβερνητικό γραφείο της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης του Σάλτσμπουργκ) να απαιτήσει τη διενέργεια εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον σχετικά τόσο με τον επιπρόσθετο τερματικό σταθμό όσο και με τα έργα επεκτάσεως των υποδομών του αεροδρομίου. Μετά την απόρριψη της αιτήσεως αυτής από την επιληφθείσα αρχή, η Landesumweltanwaltschaft Salzburg προσέβαλε τη συγκεκριμένη απόφαση ενώπιον του Umweltsenat.

17      Στην απόφασή του το Umweltsenat διαπίστωσε ότι τόσο η ήδη πραγματοποιηθείσα επέκταση της υποδομής του αεροδρομίου, μετά την κατασκευή και θέση σε λειτουργία του επιπρόσθετου τερματικού σταθμού, όσο και η προβλεπόμενη στις αιτήσεις για τη χορήγηση άδειας επέκταση προϋπέθεταν εκτίμηση των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον, δυνάμει των εφαρμοστέων διατάξεων του UVP‑G 2000, ερμηνευόμενων σε συνδυασμό με την οδηγία 85/337.

18      Προκειμένου να δικαιολογήσει την απόφασή της, η εν λόγω αρχή επισήμανε ότι, καίτοι στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης η εθνική νομοθεσία δεν απαιτεί την πραγματοποίηση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον, στον βαθμό που δεν συντρέχει υπέρβαση του σχετικώς προβλεπόμενου κατώτατου ορίου, ήτοι αύξηση του αριθμού των εναέριων κινήσεων κατά τουλάχιστον 20 000 ανά έτος, η συγκεκριμένη ρύθμιση μεταφέρει ατελώς την οδηγία 85/337. Ειδικότερα, ο UVP‑G 2000 θεσπίζει ένα υπέρμετρα υψηλό κατώτατο όριο, με αποτέλεσμα να μην απαιτείται στην πράξη η πραγματοποίηση εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον σε περίπτωση μικρού ή μεσαίου μεγέθους τροποποιήσεων των υποδομών αεροδρομίων. Επιπλέον, το Umweltsenat επισήμανε ότι η επίμαχη εθνική νομοθεσία δεν ορίζει ποιες περιοχές χρήζουν ειδικής προστασίας, μολονότι η οδηγία 85/337 απαιτεί, κατά το παράρτημα III, σημείο 2, στοιχείο ζ΄, να δίνεται ιδιαίτερη σημασία στις πυκνοκατοικημένες περιοχές. Το επίμαχο αεροδρόμιο βρισκόταν, όμως, πλησίον του Σάλτσμπουργκ.

19      Το Umweltsenat έκρινε, ως εκ τούτου, ότι έπρεπε να τύχει άμεσης εφαρμογής η οδηγία 85/337, καθότι οι εργασίες αναμορφώσεως της υποδομής του αεροδρομίου μπορούν να θεωρηθούν, ιδίως λόγω της φύσεως, της σημασίας και των χαρακτηριστικών τους, αναμόρφωση του ίδιου του αεροδρομίου ικανή να αυξήσει την εναέρια δραστηριότητα και κυκλοφορία.

20      Η Salzburger Flughafen άσκησε αίτηση ακυρώσεως κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Verwaltungsgerichtshof (ανώτατο διοικητικό δικαστήριο).

21      Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που απορρέει από τις αποφάσεις της 28ης Φεβρουαρίου 2008, C‑2/07, Abraham κ.λπ. (Συλλογή 2008, σ. I‑1197), και της 17ης Μαρτίου 2011, C‑275/09, Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ. (Συλλογή 2011, σ. I‑1753), οι εφαρμοστέες διατάξεις του παραρτήματος II της οδηγίας 85/337, ερμηνευόμενες σε συνδυασμό με τις διατάξεις του παραρτήματος I, αφορούν και τις εργασίες αναμορφώσεως στην υποδομή ενός υπάρχοντος αεροδρομίου. Επιπλέον, προκειμένου να αποφευχθεί η καταστρατήγηση της νομοθεσίας της Ένωσης μέσω της κατατμήσεως των σχεδίων, τα οποία, συνολικώς θεωρούμενα, ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, είναι αναγκαίο να λαμβάνονται υπόψη τα σωρευτικά αποτελέσματα τέτοιου είδους σχεδίων τα οποία συνδέονται μεταξύ τους κατά τρόπο αντικειμενικό και χρονολογικό. Κατά συνέπεια, το Verwaltungsgerichtshof θεωρεί ότι κατά την εκτίμηση των επιπτώσεων του μεταγενέστερου σχεδίου στο περιβάλλον, ήτοι της επεκτάσεως της ζώνης του αεροδρομίου, πρέπει επίσης να συνεκτιμηθούν οι συνέπειες του προγενέστερου σχεδίου, ήτοι της κατασκευής του επιπρόσθετου τερματικού.

22      Όσον αφορά το γεγονός ότι το επίμαχο σχέδιο, θεωρούμενο στο σύνολό του, υπόκειται προφανώς σε υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον, κατά τις διατάξεις της οδηγίας 85/337, μολονότι η εθνική νομοθεσία δεν απαιτεί τέτοιου είδους αξιολόγηση, το Verwaltungsgerichtshof παρατηρεί ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337 οριοθετείται από την προβλεπόμενη στο άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω τροποποιημένης οδηγίας υποχρέωση των κρατών μελών να υποβάλλουν σε διαδικασία εκτιμήσεως των επιπτώσεων εκείνα τα σχέδια τα οποία, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Έτσι, ένα κράτος μέλος το οποίο καθορίζει τα κριτήρια ή τα κατώτατα όρια χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη θέση των έργων ή τα καθορίζει σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, το σύνολο ενός είδους έργων να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει (προπαρατεθείσα απόφαση Abraham κ.λπ., σκέψη 37· αποφάσεις της 24ης Οκτωβρίου 1996, C‑72/95, Kraaijeveld κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑5403, σκέψη 53, και της 16ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑435/97, WWF κ.λπ., Συλλογή 1999, σ. I‑5613, σκέψη 38).

23      Όσον αφορά τον έλεγχο σχετικά με το αν τηρείται το περιθώριο εκτιμήσεως καθώς και την αξιολόγηση των συνεπειών της υπερβάσεώς του, το αιτούν δικαστήριο υπογραμμίζει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, όταν οι νομοθετικές ή διοικητικές αρχές ενός κράτους μέλους υπερβαίνουν το περιθώριο αυτό, οι ιδιώτες μπορούν να επικαλούνται τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337 ενώπιον δικαστηρίου κράτους μέλους κατά των εθνικών αρχών και να επιτυγχάνουν έτσι τη μη εφαρμογή από αυτές των εθνικών κανόνων ή μέτρων που είναι ασύμβατα προς τις διατάξεις αυτές. Σε μια τέτοια περίπτωση, από τις προπαρατεθείσες αποφάσεις Kraaijeveld κ.λπ. (σκέψεις 59 έως 61) και WWF κ.λπ. (σημείο 5 του διατακτικού) προκύπτει ότι στις αρχές κράτους μέλους απόκειται να λάβουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, κάθε αναγκαίο γενικό ή ειδικό μέτρο, ώστε τα σχέδια να υποβληθούν σε εξέταση, προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατό να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, αν όντως συντρέχει μια τέτοια περίπτωση, να πραγματοποιηθεί μελέτη ως προς τις επιπτώσεις αυτές.

24      Όσον αφορά το άμεσο αποτέλεσμα των κρίσιμων διατάξεων της οδηγίας 85/337, το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι, από τη σκοπιά του περιεχομένου τους, οι διατάξεις αυτές είναι απαλλαγμένες αιρέσεων. Όσον αφορά το ζήτημα αν είναι και αρκούντως ακριβείς ώστε να μπορούν να θεωρηθούν ως έχουσες άμεσο αποτέλεσμα, παρατηρεί ότι τα κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα III της οδηγίας 85/337 χαράσσουν, εν πάση περιπτώσει, τα όρια του περιθωρίου εκτιμήσεως που διαθέτουν τα κράτη μέλη, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας. Όμως, η επίμαχη ρύθμιση δεν λαμβάνει υπόψη το κριτήριο της θέσεως των έργων που προβλέπει το παράρτημα III, σημείο 2, στοιχείο ζ΄, της οδηγίας 85/337. Επιπλέον, το κατώτατο όριο που ορίζει η συγκεκριμένη ρύθμιση έχει ως αποτέλεσμα η εκτίμηση των επιπτώσεων του στο περιβάλλον να μην είναι σχεδόν ποτέ δυνατή για αεροδρόμια μεσαίου ή μικρού μεγέθους. Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη νομοθεσία όχι μόνον μεταφέρει ατελώς την οδηγία 85/337, αλλά επιπλέον δεν λαμβάνει προφανώς υπόψη τα σαφή και αρκούντως ακριβή κριτήρια του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας.

25      Λαμβανομένων υπόψη των εκτιμήσεων αυτών και του γεγονότος ότι η απόφασή του δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα, το Verwaltungsgerichtshof αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Είναι συμβατή με την οδηγία 85/337 […] εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την πραγματοποίηση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον έργων υποδομής (μη αφορώντων τον διάδρομο προσγειώσεως) αεροδρομίου, ήτοι της κατασκευής τερματικού σταθμού και της επεκτάσεως της ζώνης του αεροδρομίου με σκοπό την κατασκευή επιπρόσθετων εγκαταστάσεων (ειδικότερα υπόστεγων, αποθηκών και χώρων σταθμεύσεως), αποκλειστικά από το αν τα έργα αυτά δύνανται να αυξήσουν τον αριθμό των πτήσεων τουλάχιστον κατά 20 000 κατ’ έτος;

Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα:

2)      Απαιτεί και επιτρέπει η οδηγία 85/337 –ελλείψει σχετικών εθνικών διατάξεων– δυνάμει του άμεσου αποτελέσματός της (λαμβανομένων υπόψη των επιδιωκόμενων από αυτή σκοπών και των κριτηρίων του παραρτήματος ΙΙΙ) την εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον του περιγραφόμενου στο πρώτο ερώτημα έργου, το οποίο εμπίπτει στο παράρτημα ΙΙ;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου ερωτήματος

26      Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσία να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στις διατάξεις της οδηγίας 85/337 εθνική ρύθμιση που εξαρτά την πραγματοποίηση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον έργων αναμορφώσεως της υποδομής αεροδρομίου (μη αφορώντων τον διάδρομο προσγειώσεως) και εμπιπτόντων στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας από το αν τα έργα αυτά δύνανται να αυξήσουν τον αριθμό των πτήσεων τουλάχιστον κατά 20 000 κατ’ έτος.

27      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337 και του σημείου 13, πρώτη περίπτωση, του παραρτήματος II αυτής, τα κράτη μέλη αποφασίζουν αν θα γίνει εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον για οποιαδήποτε τροποποίηση ή επέκταση έργων τα οποία έχουν ήδη εγκριθεί, εκτελεσθεί ή εκτελούνται, αφορούν αεροδρόμια και μπορεί να έχουν σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, βάσει κατά περίπτωση εξετάσεως ή κατωτάτων ορίων ή κριτηρίων που καθορίζουν τα κράτη μέλη.

28      Συναφώς, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εργασίες αναμορφώσεως της υποδομής υφιστάμενου αεροδρομίου χωρίς επιμήκυνση του διαδρόμου απογειώσεως και προσγειώσεως εμπίπτουν στις διατάξεις του σημείου 13 του παραρτήματος II της οδηγίας 85/337, σε συνδυασμό με εκείνες του σημείου 7 του παραρτήματός της I, όταν οι εργασίες αυτές μπορούν να θεωρηθούν, ιδίως λόγω της φύσεως, της σημασίας και των χαρακτηριστικών τους, ως αναμόρφωση του ίδιου του αεροδρομίου (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ., σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

29      Όσον αφορά τον καθορισμό κατώτατων ορίων ή κριτηρίων, προκειμένου να προσδιορισθεί αν τέτοιου είδους έργο πρέπει να υποβληθεί σε διαδικασία εκτιμήσεως των περιβαλλοντικών επιπτώσεών του, επιβάλλεται ασφαλώς η υπόμνηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 85/337 παρέχει συναφώς στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως. Αυτό, όμως, το περιθώριο εκτιμήσεως οριοθετείται από την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 2, παράγραφος 1, και η οποία επιβάλλει στα κράτη μέλη να προβαίνουν σε εκτίμηση των επιπτώσεων εκείνων των σχεδίων τα οποία, ιδίως λόγω της φύσεως, του μεγέθους ή της θέσεώς τους, μπορούν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση WWF κ.λπ., σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

30      Επομένως, τα κριτήρια και/ή τα κατώτατα όρια που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 85/337 έχουν ως σκοπό τη διευκόλυνση της εκτιμήσεως των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ενός σχεδίου, προκειμένου να προσδιορισθεί εάν πρέπει υποχρεωτικώς να υποβληθεί αυτό σε αξιολόγηση, και όχι την εκ προοιμίου εξαίρεση από την υποχρέωση αυτή, συνολικώς, ορισμένων κατηγοριών σχεδίων του παραρτήματος ΙΙ της εν λόγω οδηγίας, των οποίων η εκτέλεση μελετάται εντός ενός κράτους μέλους (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση WWF κ.λπ., σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

31      Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι ένα κράτος μέλος το οποίο καθορίζει τα κριτήρια και/ή τα κατώτατα όρια σε τέτοιο επίπεδο ώστε, στην πράξη, το σύνολο των σχεδίων ορισμένου είδους να εξαιρείται εκ προοιμίου από την υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεων υπερβαίνει το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 2, της οδηγίας, εκτός εάν το σύνολο των εξαιρουμένων σχεδίων μπορεί να θεωρηθεί, βάσει συνολικής εκτιμήσεως, ότι δεν θα έχει μάλλον σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση WWF κ.λπ., σκέψη 38 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Τέλος, από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/337 προκύπτει ότι, κατά τον καθορισμό των κατώτατων ορίων ή κριτηρίων για τους σκοπούς της παραγράφου 2, στοιχείο β΄, του ίδιου άρθρου, λαμβάνονται υπόψη τα κριτήρια επιλογής που ορίζονται στο παράρτημα ΙΙΙ της εν λόγω οδηγίας. Μεταξύ των συγκεκριμένων κριτηρίων περιλαμβάνεται ιδίως η ικανότητα απορροφήσεως του φυσικού περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη προσοχή στις πυκνοκατοικημένες περιοχές.

33      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα κατώτατο όριο, όπως το επίμαχο, είναι ασυμβίβαστο προς τη γενική υποχρέωση που καθιερώνει το άρθρο 2, παράγραφος 1, της συγκεκριμένης οδηγίας, να ταυτοποιούνται ορθώς τα έργα που ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

34      Ειδικότερα, όπως διαπιστώνει το αιτούν δικαστήριο, ο καθορισμός τόσο υψηλού κατώτατου ορίου συνεπάγεται ότι σχεδόν ποτέ δεν πραγματοποιείται εκτίμηση περιβαλλοντικών επιπτώσεων σε μικρού ή μεσαίου μεγέθους εργασίες αναμορφώσεως της υποδομής αεροδρομίων, μολονότι ουδόλως μπορεί να αποκλεισθεί, όπως εύστοχα επισήμανε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ότι τέτοιου είδους έργα δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον.

35      Επιπλέον, ορίζοντας τέτοιου είδους κατώτατο όριο προς τον σκοπό προσδιορισμού της ανάγκης να πραγματοποιηθεί εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον έργων όπως τα επίμαχα, η περί ου ο λόγος εθνική νομοθεσία λαμβάνει αποκλειστικώς υπόψη, παρά την υποχρέωση που επιβάλλει στα κράτη μέλη το άρθρο 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/337, την ποσοτική σκοπιά των συνεπειών των έργων, χωρίς να επιβάλλει τη συνεκτίμηση άλλων κριτηρίων επιλογής του παραρτήματος III της εν λόγω οδηγίας, ιδίως του προβλεπόμενου στο σημείο 2, στοιχείο ζ΄, του εν λόγω παραρτήματος κριτηρίου, ήτοι της πυκνότητας του πληθυσμού της περιοχής την οποία αφορά το έργο. Δεν αμφισβητείται, πάντως, ότι το αεροδρόμιο, την υποδομή του οποίου αφορούν οι επίμαχες αναμορφώσεις, βρίσκεται πλησίον του Σάλτσμπουργκ.

36      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης, προκειμένου να αποφασισθεί αν απαιτείται εκτίμηση των επιπτώσεων στο περιβάλλον, πρέπει να ληφθούν υπόψη οι επιπτώσεις στο περιβάλλον τόσο του προγενέστερου έργου που αφορά την κατασκευή του επιπρόσθετου τερματικού σταθμού όσο και του μεταγενέστερου έργου που αφορά την επέκταση της ζώνης του αεροδρομίου.

37      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, τέτοιου είδους σωρευτική συνεκτίμηση μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία, προκειμένου να αποτραπεί τυχόν καταστρατήγηση της νομοθεσίας της Ένωσης μέσω κατατμήσεως των σχεδίων, τα οποία, θεωρούμενα από κοινού, μπορούν να έχουν σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσα απόφαση Brussels Hoofdstedelijk Gewest κ.λπ., σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να εξετάσει, υπό το πρίσμα της νομολογίας αυτής, αν και σε ποιον βαθμό πρέπει να αξιολογούνται συνολικώς τα αποτελέσματα στο περιβάλλον των έργων περί των οποίων γίνεται λόγος στη σκέψη 15 της παρούσας αποφάσεως και των έργων που εκτελέστηκαν κατά τα έτη 2003 και 2004.

38      Συνεπώς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι αντιβαίνει στα άρθρα 2, παράγραφος 1, καθώς και 4, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 3, της οδηγίας 85/337 εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την πραγματοποίηση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον έργων αναμορφώσεως της υποδομής αεροδρομίου που εμπίπτουν στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας αποκλειστικώς από το αν τα έργα αυτά δύνανται να αυξήσουν τον αριθμό των εναέριων κινήσεων τουλάχιστον κατά 20 000 κατ’ έτος.

 Επί του δεύτερου ερωτήματος

39      Με το δεύτερό του ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί κατ’ ουσία αν, σε περίπτωση που κράτος μέλος μεταφέρει εσφαλμένως την οδηγία 85/337, η οδηγία αυτή επιτάσσει την πραγματοποίηση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον έργων όπως τα επίδικα, που εμπίπτουν στο παράρτημα ΙΙ αυτής.

40      Με το υποβληθέν ερώτημα ζητείται να διευκρινισθεί αν, οσάκις κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 85/337, επιβάλλει, όσον αφορά σχέδια που εμπίπτουν στο παράρτημα II αυτής, κατώτατο όριο ασυμβίβαστο προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, οι διατάξεις του άρθρου 2, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφοι 2, στοιχείο α΄, και 3, της εν λόγω οδηγίας αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα, συνεπεία του οποίου οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να διασφαλίζουν πρώτον ότι θα εξετασθεί αν τα επίμαχα έργα ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και εν συνεχεία, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ότι θα εκτιμηθούν οι επιπτώσεις αυτές.

41      Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, στην περίπτωση κατά την οποία συντρέχει υπέρβαση του περιθωρίου εκτιμήσεως που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 85/337, ερμηνευόμενο σε συνδυασμό με το άρθρο 2, παράγραφος 1, αυτής, εναπόκειται στις αρχές του κράτους μέλους να λάβουν, στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, κάθε αναγκαίο γενικό ή ειδικό μέτρο ώστε τα σχέδια να υποβάλλονται σε εξέταση προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον είναι δυνατόν να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και, αν όντως συντρέχει τέτοια περίπτωση, να πραγματοποιείται μελέτη όσον αφορά τις επιπτώσεις αυτές (βλ., κατ’ αυτή την έννοια, προπαρατεθείσες αποφάσεις Kraaijeveld κ.λπ., σκέψη 61, και WWF κ.λπ., σκέψεις 70 και 71).

42      Το ίδιο συμπέρασμα ισχύει και σε περίπτωση όπως η επίδικη, η οποία είναι ισοδύναμη από απόψεως των αποτελεσμάτων της με την περιγραφόμενη στην προγενέστερη σκέψη της παρούσας αποφάσεως, στο πλαίσιο της οποίας το κατώτατο όριο που θεσπίζει η εθνική ρύθμιση συνιστά εσφαλμένη μεταφορά του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ερμηνευόμενου σε συνδυασμό με τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 3, της οδηγίας 85/337.

43      Συνεπώς, σε περίπτωση όπως η επίδικη, όπως επισήμανε ορθώς η Επιτροπή, όταν ένα κράτος μέλος έχει ορίσει, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 85/337, κατώτατο όριο ενέχον τον κίνδυνο εξαιρέσεως ολόκληρων τύπων σχεδίων από την υποχρέωση εκτιμήσεως των επιπτώσεών τους στο περιβάλλον, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να διασφαλίζουν, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφοι 2, στοιχείο α΄, και 3, της εν λόγω οδηγίας, ότι θα καθορίζεται, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν πρέπει να πραγματοποιείται τέτοιου είδους εκτίμηση και, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, ότι η εκτίμηση αυτή θα πραγματοποιείται.

44      Εντούτοις, η Αυστριακή Κυβέρνηση και η Salzburger Flughafen αμφισβητούν το συμπέρασμα αυτό παραπέμποντας στην απόφαση της 7ης Ιανουαρίου 2004, Wells (C‑201/02, Συλλογή 2004, σ. I‑723), κατά την οποία αντιβαίνει στην αρχή της ασφάλειας δικαίου η επίκληση οδηγίας κατά κράτους μέλους, εφόσον πρόκειται περί κρατικής υποχρεώσεως άμεσα συνδεόμενης προς την εκπλήρωση άλλης υποχρεώσεως την οποία υπέχει τρίτος δυνάμει της οδηγίας αυτής.

45      Η ένσταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

46      Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Wells το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, αφενός, έπρεπε να αναγνωρισθεί η δυνατότητα επικλήσεως από ιδιώτη των διατάξεων της οδηγίας 85/337 και ότι, αφετέρου, οι ιδιοκτήτες των επίμαχων οικοπέδων έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες της καθυστερημένης εκπληρώσεως των υποχρεώσεων που το οικείο κράτος υπείχε από αυτή την οδηγία.

47      Επομένως, στην υπόθεση της κύριας δίκης, σε περίπτωση αποφάσεως διαπιστώνουσας την ανάγκη πραγματοποιήσεως εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον, η Salzbuger Flughafen, ως νομέας/χρήστης των επίμαχων οικοπέδων, έπρεπε επίσης να υποστεί τις συνέπειες τέτοιου είδους αποφάσεως.

48      Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι, όταν κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 85/337, επιβάλλει, όσον αφορά σχέδια που εμπίπτουν στο παράρτημα II αυτής, κατώτατο όριο, όπως το επίμαχο, το οποίο είναι ασυμβίβαστο προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, οι διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφοι 2, στοιχείο α΄, και 3, της εν λόγω οδηγίας αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα, συνεπεία του οποίου οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι θα εξετασθεί αρχικώς αν τα επίμαχα έργα ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ότι, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα εκτιμηθούν κατόπιν οι επιπτώσεις αυτές.

 Επί των δικαστικών εξόδων

49      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Αντιβαίνει στα άρθρα 2, παράγραφος 1, καθώς και 4, παράγραφοι 2, στοιχείο β΄, και 3, της οδηγίας 85/337/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 27ης Ιουνίου 1985, για την εκτίμηση των επιπτώσεων ορισμένων σχεδίων δημοσίων και ιδιωτικών έργων στο περιβάλλον, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11/ΕΚ του Συμβουλίου, της 3ης Μαρτίου 1997, εθνική ρύθμιση η οποία εξαρτά την πραγματοποίηση εκτιμήσεως των επιπτώσεων στο περιβάλλον έργων που αφορούν την αναμόρφωση της υποδομής αεροδρομίου και εμπίπτουν στο παράρτημα II της εν λόγω οδηγίας αποκλειστικώς από το αν τα έργα αυτά δύνανται να αυξήσουν τον αριθμό των εναέριων κινήσεων τουλάχιστον κατά 20 000 κατ’ έτος.

2)      Όταν κράτος μέλος, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, της οδηγίας 85/337, τροποποιήθηκε με την οδηγία 97/11 όπως επιβάλλει, όσον αφορά σχέδια που εμπίπτουν στο παράρτημα II αυτής, κατώτατο όριο, όπως το επίμαχο, το οποίο είναι ασυμβίβαστο προς τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν τα άρθρα 2, παράγραφος 1, και 4, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, οι διατάξεις των άρθρων 2, παράγραφος 1, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφοι 2, στοιχείο α΄, και 3, της εν λόγω οδηγίας αναπτύσσουν άμεσο αποτέλεσμα, συνεπεία του οποίου οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει να διασφαλίζουν ότι πρώτον θα εξετασθεί αν τα επίμαχα έργα ενδέχεται να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον και ότι, σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, θα εκτιμηθούν εν συνεχεία οι επιπτώσεις αυτές.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.