Language of document : ECLI:EU:T:2011:641

Υπόθεση T-88/09

Idromacchine Srl κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Εξωσυμβατική ευθύνη – Κρατικές ενισχύσεις – Απόφαση της Επιτροπής περί κινήσεως επίσημης διαδικασίας έρευνας – Πληροφορίες επιζήμιες για τρίτη εταιρία – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου – Μη περιουσιακή ζημία – Περιουσιακή ζημία – Αιτιώδης συνάφεια – Τόκοι υπερημερίας και αντισταθμιστικοί τόκοι»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου που απονέμει δικαιώματα σε ιδιώτες – Δημοσιοποίηση εμπιστευτικών πληροφοριών σε απόφαση που αφορά κρατικές ενισχύσεις – Παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου – Εμπίπτει

(Άρθρα 287 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

2.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Προϋποθέσεις – Πραγματική και βέβαιη ζημία – Ζημία προκληθείσα από τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα πληροφοριών υποτιμητικών για την εικόνα και τη φήμη επιχειρήσεως – Εμπίπτει

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να τάξει στους ενδιαφερομένους προθεσμία για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους – Δικαίωμα ακροάσεως του αποδέκτη της ενισχύσεως – Όρια

(Άρθρο 88 §§ 2 και 3 ΕΚ)

4.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να σέβεται το επαγγελματικό απόρρητο

(Άρθρα 88 ΕΚ και 287 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, αιτιολογική σκέψη 21 και άρθρο 24)

5.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Εξέτασή τους από την Επιτροπή – Διοικητική διαδικασία – Υποχρέωση της Επιτροπής να σέβεται το επαγγελματικό απόρρητο – Περιεχόμενο

(Άρθρα 88 ΕΚ και 287 ΕΚ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρα 24 και 25· ανακοίνωση 2003/C 297/03 της Επιτροπής, σημεία 25 επ.)

6.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία – Αποκατάσταση – Λαμβάνεται υπόψη η υποτίμηση του νομίσματος – Τόκοι υπερημερίας – Τρόπος υπολογισμού

(Άρθρο 288 ΕΚ)

7.      Αγωγή αποζημιώσεως – Αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης – Καταδίκη της Κοινότητας σε αποκατάσταση της ζημίας σύμφωνα με τις γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών στον τομέα της εξωσυμβατικής ευθύνης – Εις είδος αποζημίωση υπό τη μορφή διαταγής σε πράξη ή παράλειψη

(Άρθρα 235 ΕΚ και 288, εδ. 2, ΕΚ)

8.      Εξωσυμβατική ευθύνη – Ζημία – Ζημία δεκτική αποζημιώσεως – Έξοδα που αφορούν τη δικαστική διαδικασία

(Άρθρο 288, εδ. 2, ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 90 και 91, § 2)

1.      Η στοιχειοθέτηση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, ήτοι του παράνομου χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, του υποστατού της ζημίας και της υπάρξεως αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της προβαλλόμενης συμπεριφοράς και της προβαλλόμενης ζημίας.

Καταρχάς, όσον αφορά την προϋπόθεση που αναφέρεται στον παράνομο χαρακτήρα της προσαπτόμενης στο θεσμικό όργανο συμπεριφοράς, η νομολογία απαιτεί να αποδεικνύεται κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου σκοπούντος στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες. Όσον αφορά την προϋπόθεση περί του κατάφωρου χαρακτήρα της εν λόγω παραβάσεως, καθοριστικό κριτήριο έλεγχου της συνδρομής της ή μη είναι η πρόδηλη και σοβαρή υπέρβαση, εκ μέρους του οργάνου, των ορίων που επιβάλλονται στη διακριτική του ευχέρεια. Όταν το περιθώριο εκτιμήσεως του οργάνου αυτού είναι σημαντικά περιορισμένο ή και ανύπαρκτο, η απλή παραβίαση του κοινοτικού δικαίου αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως κατάφωρης παραβάσεως.

Συναφώς, όταν η Επιτροπή, σε απόφαση που αφορά κρατικές ενισχύσεις, δημοσιοποιεί, χωρίς τούτο να επιβάλλεται από τις ανάγκες της εν λόγω αποφάσεως, κάποια πληροφορία εμπιστευτικού χαρακτήρα η οποία βλάπτει τη φήμη επιχειρήσεως και, επομένως, παραβαίνει την κατά το άρθρο 287 ΕΚ υποχρέωση τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου, κατά το μέτρο που η υποχρέωση αυτή σκοπεί στην προστασία δικαιωμάτων που απονέμονται στους ιδιώτες, η δε Επιτροπή δεν διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά το ζήτημα αν, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, είναι δυνατή η μη τήρηση του κανόνα περί εμπιστευτικού χαρακτήρα, αυτή διαπράττει παράβαση του κοινοτικού δικαίου η οποία αρκεί για να συναχθεί η ύπαρξη κατάφωρης παραβάσεως.

(βλ. σκέψεις 23-24, 56)

2.      Η εξωσυμβατική ευθύνη της Κοινότητας κατά την έννοια του άρθρου 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, λόγω παράνομης συμπεριφοράς των οργάνων της, θεωρείται θεμελιωμένη μόνον όταν ο ενάγων έχει πράγματι υποστεί ζημία πραγματική και βέβαιη. Στον ενάγοντα εναπόκειται να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία στον δικαστή της Ένωσης, προκειμένου να αποδείξει το υποστατό και την έκταση της σχετικής ζημίας.

Μόνη η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με απόφαση της Επιτροπής σχετικά με κρατικές ενισχύσεις, στοιχείων που αφορούν ονομαστικώς ορισμένη επιχείρηση και τα οποία παρουσιάζουν αρνητικά την επιχείρηση αυτή και είναι ικανά να αμαυρώσουν την εικόνα και τη φήμη της αρκεί για τη στοιχειοθέτηση του πραγματικού και βέβαιου χαρακτήρα της ζημίας που αυτή υπέστη.

(βλ. σκέψεις 25, 60-61)

3.      Η διαδικασία ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων κινείται, λαμβανομένης υπόψη της εν γένει οικονομίας της, κατά του κράτους μέλους που ευθύνεται, από πλευράς των κοινοτικών του υποχρεώσεων, για τη χορήγηση της ενισχύσεως. Επιπλέον, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων, οι λοιποί ενδιαφερόμενοι, πέραν του οικείου κράτους μέλους, δεν μπορούν να απαιτήσουν οι ίδιοι συζήτηση με την Επιτροπή με δυνατότητα εκατέρωθεν προβολής απόψεων, όπως αυτή που πραγματοποιείται με το εν λόγω κράτος μέλος. Τέλος, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων την οποία προβλέπει το άρθρο 88 ΕΚ, πρέπει να γίνεται διάκριση μεταξύ, αφενός, της προκαταρκτικής φάσεως εξετάσεως των ενισχύσεων που καθιερώνει η παράγραφος 3 του άρθρου αυτού, και η οποία έχει ως μοναδικό σκοπό να δώσει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να σχηματίσει μια πρώτη γνώμη ως προς το αν η συγκεκριμένη ενίσχυση συμβιβάζεται εν όλω ή εν μέρει με την κοινή αγορά, και, αφετέρου, της φάσεως εξετάσεως την οποία προβλέπει η παράγραφος 2 του ίδιου άρθρου. Μόνο στο πλαίσιο αυτής της φάσεως, η οποία έχει ως σκοπό να επιτρέψει στην Επιτροπή να διαφωτιστεί πλήρως επί του συνόλου των στοιχείων της υποθέσεως, προβλέπει η Συνθήκη ΕΚ υποχρέωση της Επιτροπής να ζητήσει από τους ενδιαφερομένους να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή ουδόλως υποχρεούται, κατά την προκαταρκτική φάση εξετάσεως των κρατικών ενισχύσεων, να προβεί σε ακρόαση επιχειρήσεως η οποία δεν ήταν αποδέκτης των επίμαχων ενισχύσεων, πολλώ δε μάλλον εφόσον η επιχείρηση αυτή δεν αποτελούσε τρίτο ενδιαφερόμενο στη διαδικασία, δεδομένου ότι δεν ήταν ούτε δικαιούχος ούτε ανταγωνιστής του δικαιούχου των εν λόγω ενισχύσεων.

(βλ. σκέψεις 33-36)

4.      Δυνάμει του άρθρου 287 ΕΚ, τα μέλη των θεσμικών οργάνων της Κοινότητας, τα μέλη των επιτροπών, καθώς και οι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό της Κοινότητας οφείλουν, και μετά τη λήξη της υπηρεσιακής τους σχέσεως, να μη μεταδίδουν πληροφορίες που αποτελούν εκ φύσεως επαγγελματικά απόρρητα, ιδίως πληροφορίες σχετικές με επιχειρήσεις που αφορούν τις εμπορικές τους σχέσεις και τα κοστολογικά τους στοιχεία. Ο κανονισμός 659/1999, για την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, επαναλαμβάνει την υποχρέωση της Επιτροπής περί τηρήσεως του επαγγελματικού απορρήτου κατά την εκ μέρους της εξέταση κρατικών ενισχύσεων.

Τα πληροφοριακά στοιχεία που καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο μπορούν να είναι είτε εμπιστευτικά στοιχεία είτε επιχειρηματικά απόρρητα. Γενικά, για να εμπίπτουν στο επαγγελματικό απόρρητο τα επιχειρηματικά απόρρητα ή άλλα πληροφοριακά στοιχεία, λόγω της φύσεώς τους, απαιτείται, καταρχάς, να είναι γνωστά σε περιορισμένο αριθμό προσώπων. Στη συνέχεια, πρέπει να πρόκειται για πληροφοριακά στοιχεία η δημοσιοποίηση των οποίων να μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ζημία στο πρόσωπο που τα προσκόμισε ή σε τρίτους. Τέλος, τα συμφέροντα που μπορεί να θιγούν από τη δημοσιοποίηση της πληροφορίας απαιτείται να είναι αντικειμενικώς άξια προστασίας. Η εκτίμηση του απορρήτου χαρακτήρα μιας πληροφορίας απαιτεί, συναφώς, τη στάθμιση μεταξύ των νομίμων συμφερόντων που απαγορεύουν τη δημοσίευσή της και του γενικού συμφέροντος σύμφωνα με το οποίο οι δραστηριότητες των κοινοτικών οργάνων διεξάγονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά.

Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση πληροφοριών με απόφαση της Επιτροπής σχετικά με κρατικές ενισχύσεις, πρέπει να θεωρείται ως εμπιστευτικού χαρακτήρα το πληροφοριακό στοιχείο κατά το οποίο μια επιχείρηση, η οποία δεν ήταν αποδέκτης της επίμαχης ενισχύσεως, δεν μπόρεσε να παράσχει στον αντισυμβαλλόμενό της προϊόντα σύμφωνα με τις ισχύουσες προδιαγραφές και τους συμβατικούς όρους, οσάκις το πληροφοριακό αυτό στοιχείο κοινοποιήθηκε από το οικείο κράτος μέλος στην Επιτροπή μόνο για τις ανάγκες της διοικητικής διαδικασίας εξετάσεως των επίμαχων ενισχύσεων και, επιπλέον, το στοιχείο αυτό αναφέρεται στις εμπορικές σχέσεις μεταξύ των οικείων εταιριών. Επιπροσθέτως, τέτοιες πληροφορίες είναι ικανές να προκαλέσουν σοβαρή ζημία στην οικεία επιχείρηση, καθόσον αναφέρονται ονομαστικώς σε αυτή με τρόπο αρνητικό. Εξάλλου, στο μέτρο που η δημοσιοποίηση του πληροφοριακού στοιχείου είναι ικανή να βλάψει την εικόνα και τη φήμη της επιχειρήσεως, το συμφέρον της τελευταίας για τη μη δημοσιοποίηση ενός τέτοιου στοιχείου είναι αντικειμενικώς άξιο προστασίας. Τέλος, μια τέτοια δημοσιοποίηση είναι δυσανάλογη υπό το πρίσμα του αντικειμένου της αποφάσεως της Επιτροπής, στο μέτρο που αρκεί η Επιτροπή να αναφερθεί στην παράβαση των όρων της συμβάσεως γενικώς, ή, ενδεχομένως, πιο συγκεκριμένα, χωρίς ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση να απαιτείται να αναφέρει το όνομα της επιχειρήσεως, κατά τρόπον ώστε να προστατεύσει τα νόμιμα συμφέροντά της.

(βλ. σκέψεις 42-43, 45, 47-51)

5.      Μολονότι τα άρθρα 24 και 25 του κανονισμού 659/1999, σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 88 ΕΚ, και τα σημεία 25 επ. της ανακοινώσεως της Επιτροπής, σχετικά με το επαγγελματικό απόρρητο στις αποφάσεις για τις κρατικές ενισχύσεις, προβλέπουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή κοινοποιεί την απόφασή της στο οικείο κράτος μέλος το οποίο διαθέτει, καταρχήν, προθεσμία δεκαπέντε ημερών προκειμένου να δηλώσει στην Επιτροπή τις πληροφορίες τις οποίες θεωρεί ότι καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, πάντως οι εν λόγω διατάξεις δεν απαλλάσσουν την Επιτροπή από την υποχρέωση που υπέχει από το άρθρο 287 ΕΚ να μη δημοσιοποιεί επαγγελματικά απόρρητα και δεν εμποδίζουν την Επιτροπή όπως, με δική της πρωτοβουλία, αποφασίσει να μη δημοσιοποιήσει πληροφοριακά στοιχεία τα οποία φρονεί ότι καλύπτονται από το επαγγελματικό απόρρητο, ακόμη και αν το οικείο κράτος μέλος δεν έχει υποβάλει σχετικό αίτημα.

(βλ. σκέψη 55)

6.      Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Κοινότητας, οι αρνητικές συνέπειες που απορρέουν από το χρονικό διάστημα που διέρρευσε μεταξύ της επελεύσεως του ζημιογόνου γεγονότος και της ημερομηνίας καταβολής της αποζημιώσεως δεν μπορούν να αγνοηθούν, στο μέτρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη η μείωση της αξίας του νομίσματος. Η μείωση αυτή της αξίας του νομίσματος αντικατοπτρίζεται στο ετήσιο ποσοστό πληθωρισμού που διαπίστωσε, για την κρίσιμη χρονική περίοδο, η Eurostat στο οικείο κράτος μέλος όπου έχουν την έδρα τους οι εταιρίες. Το ποσό της οφειλομένης αποζημιώσεως αυξάνεται κατά τους τόκους υπερημερίας υπολογιζομένους από της ημερομηνίας εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία αναγνωρίζεται η υποχρέωση αποζημιώσεως. Το εφαρμοστέο επιτόκιο υπολογίζεται βάσει του επιτοκίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για τις κύριες πράξεις αναχρηματοδοτήσεως, το οποίο ίσχυε κατά την κρίσιμη χρονική περίοδο, προσαυξανόμενο κατά δύο μονάδες.

(βλ. σκέψεις 77, 79)

7.      Από το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ και το άρθρο 235 ΕΚ, τα οποία δεν αποκλείουν την αποζημίωση σε είδος, προκύπτει ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να υποχρεώσει την Κοινότητα στην καταβολή κάθε είδους αποζημιώσεως η οποία είναι σύμφωνη με τις γενικές αρχές του δικαίου που είναι κοινές στα δίκαια των κρατών μελών σε θέματα μη εξωσυμβατικής ευθύνης, συμπεριλαμβανομένης, εφόσον δεν αντιβαίνει στις αρχές αυτές, της εις είδος αποζημιώσεως, ενδεχομένως δε υπό τη μορφή διαταγής προς επιχείρηση ή προς παράλειψη πράξεως.

(βλ. σκέψη 81)

8.      Κατά το άρθρο 91, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ως έξοδα τα οποία μπορούν να αναζητηθούν θεωρούνται τα αναγκαία έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι λόγω της δίκης.

Συναφώς, τα έξοδα που συνδέονται με την έκθεση του πραγματογνώμονα τον οποίο ο ενάγων προσέλαβε, στο πλαίσιο προσφυγής με αίτημα την αναγνώριση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Επιτροπής, προκειμένου να καθορίσει το ύψος της προβαλλόμενης ζημίας, οι δαπάνες των διαδίκων στο πλαίσιο της δικαστικής διαδικασίας δεν μπορούν, καθ’ εαυτές, να θεωρηθούν ότι συνιστούν ζημία χωριστή από την επιβάρυνση των δικαστικών εξόδων. Επομένως, ο ενάγων δεν μπορεί βασίμως να ζητήσει, σύμφωνα με το άρθρο 288, παράγραφος 2, ΕΚ, αποζημίωση για τα έξοδα που συνδέονται με την έκθεση πραγματογνωμοσύνης της οποίας τη σύνταξη ζήτησαν στο πλαίσιο μιας τέτοιας δίκης.

Όσον αφορά τα έξοδα για την αμοιβή δικηγόρου και μετακινήσεως στα οποία ο ενάγων υποβλήθηκε κατά τη φάση που προηγείται της δικαστικής διαδικασίας, ακόμη και αν κατά τη διάρκεια αυτής συντελείται, γενικώς, ουσιώδης νομική εργασία, πάντως, το να αναγνωρισθεί στις δαπάνες αυτές η ιδιότητα ζημίας επανορθώσιμης στο πλαίσιο αγωγής αποζημιώσεως θα ερχόταν σε αντίθεση προς τον χαρακτήρα των δαπανών που έχουν καταβληθεί κατά τη φάση που προηγείται της δικαστικής διαδικασίας και οι οποίες δεν αποδίδονται. Το γεγονός αυτό προκύπτει ειδικότερα από το άρθρο 90 του ίδιου ως άνω Κανονισμού Διαδικασίας στο οποίο γίνεται λόγος για «διαδικασία ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου».

(βλ. σκέψεις 97-100)