Language of document :

Υπόθεση C‑295/13

H

κατά

H. K.

(αίτηση του Landgericht Darmstadt
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Προδικαστική παραπομπή — Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης — Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας να επιληφθούν αγωγής στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά εναγομένου του οποίου η κατοικία βρίσκεται σε τρίτο κράτος — Αγωγή κατά διαχειριστή εταιρίας με αντικείμενο την επιστροφή ποσών τα οποία καταβλήθηκαν κατόπιν της επελεύσεως της αφερεγγυότητας της εν λόγω εταιρίας ή κατόπιν της διαπιστώσεως της υπερχρεώσεώς της»

Περίληψη — Απόφαση του Δικαστηρίου (έκτο τμήμα) της 4ης Δεκεμβρίου 2014

1.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Κανονισμός 1346/2000 — Διεθνής δικαιοδοσία για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας — Αγωγή ασκηθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας — Αγωγή κατά διαχειριστή εταιρίας με αντικείμενο την επιστροφή ποσών τα οποία καταβλήθηκαν κατόπιν της επελεύσεως της αφερεγγυότητας της εν λόγω εταιρίας ή κατόπιν της διαπιστώσεως της υπερχρεώσεώς της — Αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας

(Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

2.        Δικαστική συνεργασία σε αστικές υποθέσεις — Διαδικασίες αφερεγγυότητας — Κανονισμός 1346/2000 — Διεθνής δικαιοδοσία για την έναρξη διαδικασίας αφερεγγυότητας — Αγωγή ασκηθείσα στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας — Αγωγή κατά διαχειριστή εταιρίας με αντικείμενο την επιστροφή ποσών τα οποία καταβλήθηκαν κατόπιν της επελεύσεως της αφερεγγυότητας της εν λόγω εταιρίας ή κατόπιν της διαπιστώσεως της υπερχρεώσεώς της — Αρμοδιότητα των δικαστηρίων του κράτους μέλους στο οποίο έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας — Μη εφαρμογή της συμβάσεως Λουγκάνο ΙΙ

(Κανονισμός 1346/2000 του Συμβουλίου, άρθρο 3 § 1)

1.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία εταιρίας έχουν δικαιοδοσία, βάσει της διατάξεως αυτής, να επιληφθούν αγωγής, ασκηθείσας στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, την οποία ασκεί ο σύνδικος πτωχεύσεως κατά του διαχειριστή της εν λόγω εταιρίας με αντικείμενο την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν κατόπιν της επελεύσεως της αφερεγγυότητας της εταιρίας αυτής ή κατόπιν της διαπιστώσεως της υπερχρεώσεώς της.

Το γεγονός ότι η εθνική νομοθεσία επιτρέπει καταρχήν την άσκηση αγωγής ακόμα και στην περίπτωση που δεν θα εκινείτο καμία διαδικασία αφερεγγυότητας σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία της οφειλέτριας εταιρίας, διαπιστώνεται ότι τούτο δεν μπορεί, καθεαυτό, να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό παρόμοιας αγωγής ως αγωγής απορρέουσας από διαδικασία αφερεγγυότητας και συνδεόμενης στενώς προς αυτήν, εάν υποτεθεί ότι η αγωγή αυτή πράγματι ασκείται στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας.

(βλ. σκέψεις 20, 26, διατακτ. 1)

2.        Το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας, έχει την έννοια ότι τα δικαστήρια του κράτους μέλους στην επικράτεια του οποίου έχει κινηθεί διαδικασία αφερεγγυότητας που αφορά τα περιουσιακά στοιχεία εταιρίας έχουν δικαιοδοσία να επιληφθούν αγωγής, ασκηθείσας στο πλαίσιο διαδικασίας αφερεγγυότητας, την οποία ασκεί ο σύνδικος πτωχεύσεως κατά του διαχειριστή της εν λόγω εταιρίας με αντικείμενο την επιστροφή ποσών που καταβλήθηκαν κατόπιν της επελεύσεως της αφερεγγυότητας της εταιρίας αυτής ή κατόπιν της διαπιστώσεως της υπερχρεώσεώς της, όταν ο εν λόγω διαχειριστής δεν έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος μέλος, αλλά σε κράτος συμβαλλόμενο στη σύμβαση για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, η οποία υπεγράφη στις 30 Οκτωβρίου 2007, και η σύναψη της οποίας εγκρίθηκε εξ ονόματος της Κοινότητας με την απόφαση 2009/430 (σύμβαση Λουγκάνο ΙΙ).

Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η αγωγή εμπίπτει στο άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού 1346/2000, εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 32, 34, διατακτ. 2)