Language of document : ECLI:EU:C:2023:520

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

LAILA MEDINA

της 29ης Ιουνίου 2023 (1)

Υπόθεση C61/22

RL

κατά

Landeshauptstadt Wiesbaden

[αίτηση του Verwaltungsgericht Wiesbaden
(διοικητικού πρωτοδικείου Wiesbaden, Γερμανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως – Κανονισμός (ΕΕ) 2019/1157 – Ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης – Άρθρο 3, παράγραφος 5 – Υποχρέωση συλλογής και αποθήκευσης δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας – Κύρος – Νομική βάση – Άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ – Άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 7 και 8 – Σεβασμός της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής – Προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα – Άρθρο 52, παράγραφος 1 – Αρχή της αναλογικότητας – Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων – Άρθρο 35, παράγραφος 10 – Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία των δεδομένων»






I.      Εισαγωγή

1.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΕ) 2019/1157 (2), το οποίο προβλέπει την υποχρέωση ενσωμάτωσης σε όλα τα νεοεκδιδόμενα από τα κράτη μέλη δελτία ταυτότητας, σε μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας, εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων του αντίστοιχου κατόχου (3). Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του RL και της Landeshauptstadt Wiesbaden (πρωτεύουσας κρατιδίου Wiesbaden, Γερμανία), σχετικά με διοικητική απόφαση με την οποία η τελευταία αρνήθηκε να εκδώσει ταυτότητα χωρίς να έχει αποθηκευτεί καταγραφή δακτυλικών αποτυπωμάτων στο μικροκύκλωμα (chip).

2.        Με την αίτησή του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί, πρώτον, εάν η προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2019/1157 ήταν το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δεύτερον, εάν το άρθρο 3, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού είναι συμβατό με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), σε συνδυασμό με το άρθρο του 52, παράγραφος 1, και, τρίτον, εάν ο εν λόγω κανονισμός συνάδει με την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 10, του ΓΚΠΔ (4).

3.        Παρά τις διαφορές μεταξύ δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων, η υπόθεση αποτελεί θεματική επέκταση της απόφασης Schwarz (5). Στην εν λόγω απόφαση, το Δικαστήριο εξέτασε το κύρος του άρθρου 1, παράγραφος 2, του κανονισμού 2252/2004 (6), το οποίο προβλέπει την υποχρεωτική συλλογή και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε διαβατήρια και άλλα ταξιδιωτικά έγγραφα που εκδίδουν τα κράτη μέλη (7).

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός 2019/1157

4.        Οι αιτιολογικές σκέψεις 1, 2, 3, 4, 5, 15, 17, 18, 21 και 28 του κανονισμού 2019/1157 έχουν ως εξής:

«1)      Η Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ) επιδιώκει να διευκολύνει την ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων, διαφυλάσσοντας ταυτόχρονα την ασφάλεια και την προστασία των λαών της Ευρώπης, με την εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις της ΣΕΕ και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ).

2)      Η ιθαγένεια της Ένωσης παρέχει σε κάθε πολίτη της Ένωσης το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας, με την επιφύλαξη ορισμένων περιορισμών και όρων. [Η οδηγία 2004/38/ΕΚ] [(8)] πραγματώνει το δικαίωμα αυτό. Το άρθρο 45 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (“ο Χάρτης”) επίσης προβλέπει την ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής. Η ελεύθερη κυκλοφορία συνεπάγεται το δικαίωμα εξόδου από τα κράτη μέλη και εισόδου σε αυτά με ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο.

3)      Σύμφωνα με την [οδηγία 2004/38], τα κράτη μέλη οφείλουν να εκδίδουν και να ανανεώνουν τα δελτία ταυτότητας ή τα διαβατήρια για τους υπηκόους τους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία. [...]

4)      [Η οδηγία 2004/38] προβλέπει ότι τα κράτη μέλη μπορούν να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα προκειμένου να αρνούνται, να τερματίζουν ή να ανακαλούν οποιοδήποτε δικαίωμα αναγνωριζόμενο από την εν λόγω οδηγία, σε περίπτωση κατάχρησης δικαιώματος ή απάτης. Η πλαστογράφηση εγγράφων ή η παρουσίαση ψευδών περιστατικών ως πραγματικών όσον αφορά τους όρους που συνδέονται με το δικαίωμα διαμονής έχουν προσδιοριστεί ως τυπικές περιπτώσεις απάτης στο πλαίσιο της εν λόγω οδηγίας.

5)      Τα επίπεδα ασφάλειας των εθνικών δελτίων ταυτότητας που εκδίδουν τα κράτη μέλη, καθώς και των αδειών διαμονής για υπηκόους της Ένωσης που διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος και για τα μέλη των οικογενειών τους, παρουσιάζουν μεταξύ τους σημαντικές διαφορές. Οι εν λόγω διαφορές αυξάνουν τον κίνδυνο παραποίησης και πλαστογράφησης εγγράφου και επίσης εγείρουν πρακτικές δυσκολίες για τους πολίτες, όταν επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας. [...]

[...]

15)      [...] Τα βελτιωμένα δελτία ταυτότητας αναμένεται να εξασφαλίσουν ευκολότερη ταυτοποίηση και να συμβάλουν στην καλύτερη πρόσβαση σε υπηρεσίες.

[...]

17)      Τα χαρακτηριστικά ασφάλειας είναι αναγκαία για να εξακριβωθεί η γνησιότητα ενός εγγράφου καθώς και η ταυτότητα ενός προσώπου. Η θέσπιση ελάχιστων προτύπων ασφάλειας και η ενσωμάτωση βιομετρικών δεδομένων στα δελτία ταυτότητας [...] αποτελούν σημαντικά βήματα για να καταστεί ασφαλέστερη η χρήση τους στην Ένωση. Η συμπερίληψη αυτών των βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων αναμένεται να δώσει τη δυνατότητα στους πολίτες της Ένωσης να επωφελούνται πλήρως από τα δικαιώματά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία.

18)      Η αποθήκευση εικόνας προσώπου και δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων (“βιομετρικά δεδομένα”) σε δελτία ταυτότητας και διαμονής, όπως ήδη προβλέπεται για τα βιομετρικά διαβατήρια και τις βιομετρικές άδειες διαμονής για τους υπηκόους τρίτων χωρών, αποτελεί κατάλληλο συνδυασμό αξιόπιστης εξακρίβωσης και επαλήθευσης της γνησιότητας της ταυτότητας με μειωμένο κίνδυνο απάτης, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενίσχυσης της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας και διαμονής.

[...]

21)      Ο παρών κανονισμός δεν παρέχει νομική βάση για τη δημιουργία ή τη διατήρηση βάσεων δεδομένων σε εθνικό επίπεδο για την αποθήκευση βιομετρικών δεδομένων στα κράτη μέλη, ζήτημα που εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο το οποίο πρέπει να συμμορφώνεται με το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων. Επίσης, ο παρών κανονισμός δεν παρέχει νομική βάση για τη δημιουργία ή τη διατήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης.

[...]

28)      Η θέσπιση ελάχιστων απαιτήσεων ασφάλειας και προδιαγραφών για τον μορφότυπο των δελτίων ταυτότητας θα πρέπει να επιτρέπει στα κράτη μέλη να βασίζονται στη γνησιότητα αυτών των εγγράφων όταν οι πολίτες της Ένωσης ασκούν το δικαίωμά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία. Η θέσπιση ενισχυμένων προτύπων ασφάλειας θα πρέπει να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις στις δημόσιες αρχές και τους ιδιωτικούς φορείς, ώστε να μπορούν να βασίζονται στη γνησιότητα των δελτίων ταυτότητας όταν χρησιμοποιούνται από τους πολίτες της Ένωσης για λόγους ταυτοποίησης.»

5.        Το άρθρο 1 του κανονισμού 2019/1157, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:

«Ο παρών κανονισμός ενισχύει τα πρότυπα ασφάλειας τα οποία εφαρμόζονται στα δελτία ταυτότητας που εκδίδουν τα κράτη μέλη για τους υπηκόους τους [...] κατά την άσκηση του δικαιώματός τους στην ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης.»

6.        Το άρθρο 3 του κανονισμού 2019/1157, το οποίο επιγράφεται «Πρότυπα ασφάλειας/μορφότυπος/προδιαγραφές», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δελτία ταυτότητας που εκδίδονται από τα κράτη μέλη παράγονται σε μορφότυπο ID‑1 και περιέχουν μηχαναγνώσιμη ζώνη (MRZ). Τα εν λόγω δελτία ταυτότητας βασίζονται στις προδιαγραφές και τα ελάχιστα πρότυπα ασφαλείας που παρατίθενται στο έγγραφο ICAO 9303 και συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις που ορίζονται στα στοιχεία γ), δ), στ) και ζ) του Παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1030/2002, όπως έχει τροποποιηθεί με τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1954.

[...]

5.      Τα δελτία ταυτότητας περιλαμβάνουν μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας το οποίο περιέχει βιομετρικά δεδομένα που συνίστανται σε εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακούς μορφότυπους. Για τη λήψη των βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν τις τεχνικές προδιαγραφές που θεσπίζονται με την εκτελεστική απόφαση C(2018)7767 της Επιτροπής [(9)].

6.      Το μέσο αποθήκευσης διαθέτει επαρκή χωρητικότητα και ικανότητα προκειμένου να διασφαλίζεται η ακεραιότητα, η γνησιότητα και η εμπιστευτικότητα των δεδομένων. Τα δεδομένα που αποθηκεύονται είναι προσβάσιμα χωρίς επαφή και ασφαλισμένα όπως προβλέπεται στην εκτελεστική απόφαση C(2018)7767. Τα κράτη μέλη ανταλλάσσουν τις πληροφορίες που απαιτούνται για την εξακρίβωση της γνησιότητας του μέσου αποθήκευσης και για την πρόσβαση στα βιομετρικά δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 5 και την επαλήθευσή τους.

7.      Τα παιδιά κάτω των 12 ετών μπορούν να απαλλαγούν από την υποχρέωση παροχής δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Τα παιδιά κάτω των 6 ετών απαλλάσσονται από την υποχρέωση παροχής δακτυλικών αποτυπωμάτων.

Τα πρόσωπα που αδυνατούν να δώσουν δακτυλικά αποτυπώματα για σωματικούς λόγους απαλλάσσονται από την υποχρέωση παροχής δακτυλικών αποτυπωμάτων.

[...]»

7.        Το άρθρο 10 του κανονισμού 2019/1157, το οποίο επιγράφεται «Συλλογή βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων», ορίζει τα εξής:

«1.      Η συλλογή βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων διενεργείται μόνον από ειδικευμένο και δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό, το οποίο ορίζεται από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση δελτίων ταυτότητας ή δελτίων διαμονής, και με σκοπό την ενσωμάτωσή τους στο υψηλής ασφάλειας μέσο αποθήκευσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 παράγραφος 5 για τα δελτία ταυτότητας [...].

Προκειμένου να διασφαλιστεί η συνοχή των βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων με την ταυτότητα του αιτούντος, ο αιτών εμφανίζεται αυτοπροσώπως τουλάχιστον μία φορά κατά τη διαδικασία έκδοσης για κάθε αίτηση.

2.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται κατάλληλες και αποτελεσματικές διαδικασίες συλλογής βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων, και ότι οι διαδικασίες αυτές συνάδουν με τα δικαιώματα και τις αρχές που ορίζονται στον Χάρτη, στη Σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, και στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα δικαιώματα του παιδιού.

[...]

3.      Εκτός εάν απαιτείται με σκοπό την επεξεργασία σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία που αποθηκεύονται με σκοπό την εξατομίκευση των δελτίων ταυτότητας ή των εγγράφων διαμονής φυλάσσονται με τρόπο υψηλής ασφάλειας και μόνον έως την ημερομηνία παραλαβής του εγγράφου και, σε κάθε περίπτωση, όχι για περίοδο μεγαλύτερη από 90 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω εγγράφου. Μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής, τα εν λόγω βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία διαγράφονται αμέσως ή καταστρέφονται.»

8.        Το άρθρο 11 του κανονισμού 2019/1157, το οποίο επιγράφεται «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευθύνη», ορίζει τα εξής:

«1.      Κατά παρέκκλιση του [ΓΚΠΔ], τα κράτη μέλη μεριμνούν για την ασφάλεια, την αξιοπιστία, τη γνησιότητα και την εμπιστευτικότητα των δεδομένων που συλλέγονται και αποθηκεύονται για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού.

2.      Για τον σκοπό του παρόντος κανονισμού, οι αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση δελτίων ταυτότητας και εγγράφων διαμονής θεωρούνται οι υπεύθυνες επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 4 παράγραφος 7 του [ΓΚΠΔ] και είναι υπεύθυνες για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.

3.      Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές μπορούν να ασκούν πλήρως τα καθήκοντά τους όπως αναφέρονται στον [ΓΚΠΔ], συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και σε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, καθώς και της πρόσβασης σε κάθε χώρο ή εξοπλισμό επεξεργασίας δεδομένων των αρμόδιων αρχών.

[...]

5.      Πληροφορίες σε μηχαναγνώσιμη μορφή περιλαμβάνονται σε δελτίο ταυτότητας [...] μόνο σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης.

6.      Τα βιομετρικά δεδομένα που αποθηκεύονται στο μέσο αποθήκευσης των δελτίων ταυτότητας και των εγγράφων διαμονής χρησιμοποιούνται μόνο σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο, από δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό των αρμόδιων εθνικών αρχών και οργανισμών της Ένωσης, με σκοπό την εξακρίβωση:

α)      της γνησιότητας του δελτίου ταυτότητας ή του εγγράφου διαμονής,

β)      της ταυτότητας του κατόχου μέσω άμεσα διαθέσιμων συγκρίσιμων χαρακτηριστικών στις περιπτώσεις που είναι υποχρεωτική διά νόμου η επίδειξη δελτίου ταυτότητας ή εγγράφου διαμονής.

[...]»

2.      Ο ΓΚΠΔ

9.        Το άρθρο 6 του ΓΚΠΔ, το οποίο επιγράφεται «Νομιμότητα της επεξεργασίας», ορίζει τα εξής:

«1.      Η επεξεργασία είναι σύννομη μόνο εάν και εφόσον ισχύει τουλάχιστον μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

[...]

γ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη συμμόρφωση με έννομη υποχρέωση του υπευθύνου επεξεργασίας,

δ)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για τη διαφύλαξη ζωτικού συμφέροντος του υποκειμένου των δεδομένων ή άλλου φυσικού προσώπου,

ε)      η επεξεργασία είναι απαραίτητη για την εκπλήρωση καθήκοντος που εκτελείται προς το δημόσιο συμφέρον ή κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας που έχει ανατεθεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας,

[...]».

10.      Το άρθρο 35, το οποίο επιγράφεται «Εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων», ορίζει τα εξής:

«1.      Όταν ένα είδος επεξεργασίας, ιδίως με χρήση νέων τεχνολογιών και συνεκτιμώντας τη φύση, το πεδίο εφαρμογής, το πλαίσιο και τους σκοπούς της επεξεργασίας, ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας διενεργεί, πριν από την επεξεργασία, εκτίμηση των επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Σε μία εκτίμηση μπορεί να εξετάζεται ένα σύνολο παρόμοιων πράξεων επεξεργασίας οι οποίες ενέχουν παρόμοιους υψηλούς κινδύνους.

[...]

10.      Όταν η επεξεργασία δυνάμει του άρθρου 6 παράγραφος 1 στοιχείο γ) ή ε) έχει νομική βάση στο δίκαιο της Ένωσης ή στο δίκαιο του κράτους μέλους στο οποίο υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, το εν λόγω δίκαιο ρυθμίζει την εκάστοτε συγκεκριμένη πράξη επεξεργασίας ή σειρά πράξεων και έχει διενεργηθεί ήδη εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων ως μέρος γενικής εκτίμησης αντικτύπου στο πλαίσιο της έγκρισης της εν λόγω νομικής βάσης, οι παράγραφοι 1 έως 7 δεν εφαρμόζονται, εκτός εάν τα κράτη μέλη κρίνουν απαραίτητη τη διενέργεια της εν λόγω εκτίμησης πριν από τις δραστηριότητες επεξεργασίας.»

3.      Η οδηγία 2004/38

11.      Το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα εξόδου», ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων επί των ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, όλοι οι πολίτες της Ένωσης οι οποίοι φέρουν ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο καθώς και τα μέλη της οικογενείας τους, που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, τα οποία φέρουν ισχύον διαβατήριο, έχουν το δικαίωμα να εγκαταλείπουν το έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να μεταβούν σε άλλο κράτος μέλος.

[...]»

12.      Το άρθρο 5 της οδηγίας 2004/38, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα εισόδου», ορίζει τα εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη των διατάξεων επί των ταξιδιωτικών εγγράφων που ισχύουν για τους εθνικούς συνοριακούς ελέγχους, τα κράτη μέλη επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης ο οποίος φέρει ισχύον δελτίο ταυτότητας ή διαβατήριο, καθώς επίσης και στα μέλη της οικογένειας που δεν είναι υπήκοοι κράτους μέλους, εφόσον φέρουν ισχύον διαβατήριο.

[...]»

Β.      Το εθνικό δίκαιο

13.      Ο Gesetz über Personalausweise und den elektronischen Identitätsnachweis (νόμος περί δελτίων ταυτότητας και ηλεκτρονικού αποδεικτικού ταυτότητας) (10) μεταφέρει στο γερμανικό δίκαιο την υποχρέωση που προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157.

14.      Το άρθρο 1 του PAuswG, το οποίο επιγράφεται «Υποχρέωση ταυτοποίησης, δικαίωμα ταυτοποίησης», ορίζει, στην παράγραφο 1, τα εξής:

«Οι Γερμανοί υπήκοοι, κατά την έννοια του άρθρου 116, παράγραφος 1, του βασικού νόμου, υποχρεούνται να κατέχουν ισχύον δελτίο ταυτότητας εφόσον έχουν συμπληρώσει το 16ο έτος της ηλικίας τους και υπέχουν γενική υποχρέωση εγγραφής ή, μολονότι δεν υπέχουν τέτοια υποχρέωση, έχουν την κύρια κατοικία τους στη Γερμανία. Οφείλουν να επιδεικνύουν το δελτίο ταυτότητας κατόπιν αιτήματος αρχής η οποία έχει το δικαίωμα να ελέγξει την ταυτότητά τους. Οι κάτοχοι δελτίων ταυτότητας δεν δύνανται να υποχρεωθούν να καταθέσουν το δελτίο ταυτότητάς τους ή να το στερηθούν με άλλον τρόπο . Τούτο δεν ισχύει για τις αρχές που έχουν δικαίωμα ελέγχου ταυτότητας ούτε σε περίπτωση ακύρωσης ή κατάσχεσης.»

15.      Το άρθρο 5, παράγραφος 9, του PAuswG, το οποίο επιγράφεται «Έκδοση δελτίου ταυτότητας», ορίζει τα εξής:

«Τα δύο δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος την έκδοση της ταυτότητας που πρέπει να αποθηκεύονται στο ηλεκτρονικό μέσο αποθήκευσης σύμφωνα με τον [κανονισμό 2019/1157] αποθηκεύονται στο ηλεκτρονικό μέσο αποθήκευσης και επεξεργασίας του δελτίου ταυτότητας με αποτύπωση του άκρου του αριστερού και του δεξιού δείκτη. Εάν λείπει ένας δείκτης, εάν η ποιότητα του δακτυλικού αποτυπώματος είναι ανεπαρκής ή εάν το άκρο του δακτύλου είναι τραυματισμένο, θα αποθηκεύεται, αντ’ αυτού, το αποτύπωμα του αντίχειρα, του μεσαίου δακτύλου ή του παράμεσου δακτύλου. Τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν αποθηκεύονται εάν η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι αδύνατη για ιατρικούς λόγους μη προσωρινού χαρακτήρα».

III. Τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

16.      Τον Νοέμβριο του 2021, ο RL υπέβαλε αίτηση στη Landeshauptstadt Wiesbaden (πρωτεύουσα κρατιδίου Wiesbaden) για την έκδοση νέου δελτίου ταυτότητας, ισχυριζόμενος ότι το μικροκύκλωμα του υφιστάμενου δελτίου ταυτότητάς του ήταν ελαττωματικό. Στην αίτησή του, ο RL ζήτησε ρητά την έκδοση του νέου δελτίου ταυτότητας χωρίς την ενσωμάτωση καταγραφής δακτυλικών αποτυπωμάτων στο μικροκύκλωμά του.

17.      Η Landeshauptstadt Wiesbaden (πρωτεύουσα κρατιδίου Wiesbaden) απέρριψε την αίτηση του RL, για τον λόγο ότι, πρώτον, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, το δελτίο ταυτότητας διατηρεί την ισχύ του ακόμη και αν το μικροκύκλωμά του είναι ελαττωματικό. Ο RL δεν δικαιούνταν να λάβει νέο δελτίο ταυτότητας, διότι ήταν ήδη κάτοχος ισχύοντος εγγράφου ταυτότητας. Δεύτερον, η Landeshauptstadt Wiesbaden (πρωτεύουσα κρατιδίου Wiesbaden) έκρινε ότι, σε κάθε περίπτωση, το δελτίο ταυτότητας δεν μπορούσε να εκδοθεί χωρίς την καταγραφή δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατόχου, δεδομένου ότι, από τις 2 Αυγούστου 2021, η αποθήκευση καταγραφής δακτυλικών αποτυπωμάτων στο μικροκύκλωμα των νέων δελτίων ταυτότητας κατέστη υποχρεωτική σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 9, του PAuswG.

18.      Ο RL άσκησε προσφυγή ενώπιον του Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικού πρωτοδικείου Wiesbaden, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου στην υπό κρίση υπόθεση, με αίτημα να υποχρεωθεί η αρμόδια αρχή να του χορηγήσει νέο δελτίο ταυτότητας χωρίς αποθήκευση σε αυτό καταγραφής δακτυλικών αποτυπωμάτων.

19.      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κύρος του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, το οποίο αποτελεί το έρεισμα του άρθρου 5, παράγραφος 9, του PAuswG, και, ως εκ τούτου, ως προς τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της συλλογής και αποθήκευσης δακτυλικών αποτυπωμάτων σε γερμανικά δελτία ταυτότητας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, τα δελτία ταυτότητας που εκδίδουν τα κράτη μέλη πρέπει να περιλαμβάνουν μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας το οποίο περιέχει βιομετρικά δεδομένα που συνίστανται σε εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακούς μορφότυπους.

20.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τρεις λόγους ακυρότητας του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157.

21.      Πρώτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν ο κανονισμός 2019/1157 έπρεπε να είχε εκδοθεί βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει την εφαρμογή ειδικής νομοθετικής διαδικασίας σύμφωνα με την οποία το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα και όχι βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία, με συναπόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, στην απόφαση Schwarz, το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 62, σημείο 2, στοιχείο αʹ, ΣΕΚ, δηλαδή η διάταξη που μετέπειτα κατέστη το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, αποτελούσε κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2252/2004, που προβλέπει την υποχρεωτική συλλογή και αποθήκευση των δακτυλικών αποτυπωμάτων των πολιτών της Ένωσης στα διαβατήρια. Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν θα έπρεπε να έχει χρησιμοποιηθεί η ίδια νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2019/1157.

22.      Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς τη συμβατότητα του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η υποχρεωτική συλλογή και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε δελτία ταυτότητας συνιστούν, υπό το πρίσμα της απόφασης Schwarz, περιορισμό των δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται από τις δύο αυτές διατάξεις. Επιπλέον, κατά τη γνώμη του, ο εν λόγω περιορισμός δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 8, παράγραφος 2, και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη και, ως εκ τούτου, δεν δικαιολογείται. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον ο νομοθέτης επιδιώκει σκοπό γενικού συμφέροντος με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 και εάν η υποχρέωση που απορρέει από την εν λόγω διάταξη πληροί τις απαιτήσεις της αρχής της αναλογικότητας και μπορεί να κριθεί κατάλληλη και αναγκαία.

23.      Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο εκφράζει αμφιβολίες όσον αφορά την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 35, παράγραφος 10, του ΓΚΠΔ. Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει τη γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων σχετικά με την πρόταση κανονισμού (11), προκειμένου να επισημάνει ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται ως προς την επεξεργασία των δακτυλικών αποτυπωμάτων που προβλέπεται στον κανονισμό 2019/1157. Ωστόσο, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν προέβη σε τέτοια εκτίμηση κατά την έκδοση του εν λόγω κανονισμού.

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Wiesbaden) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Αντιβαίνει η υποχρέωση ενσωματώσεως και αποθηκεύσεως δακτυλικών αποτυπωμάτων σε δελτία ταυτότητας που προβλέπει το άρθρο 3, παράγραφος 5, του [κανονισμού 2019/1157] στο υπέρτερης τυπικής ισχύος δίκαιο της Ένωσης και συγκεκριμένα

α)      στο άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ,

β)      στα άρθρα 7 και 8 του [Χάρτη],

γ)      στο άρθρο 35, παράγραφος 10, του [ΓΚΠΔ],

με αποτέλεσμα να είναι ανίσχυρη η υποχρέωση αυτή για οποιονδήποτε από τους ανωτέρω λόγους;»

25.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου την 1η Φεβρουαρίου 2022. Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν η Γερμανική, η Ισπανική και η Πολωνική Κυβέρνηση, το Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καθώς και ο προσφεύγων της κύριας δίκης. Η επ’ ακροατηρίου συζήτηση διεξήχθη στις 14 Μαρτίου 2023.

IV.    Ανάλυση

26.      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί εάν ο κανονισμός 2019/1157 είναι έγκυρος υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης. Ερωτά, ειδικότερα:

–        πρώτον, εάν το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αποτελεί κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2019/1157 και, ιδίως, του άρθρου 3, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία που μνημονεύεται σε αυτόν·

–        δεύτερον, εάν το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 συνάδει με τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού· και,

–        τρίτον, εάν το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 συνάδει με την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων βάσει του άρθρου 35, παράγραφος 10, του ΓΚΠΔ.

27.      Θα αξιολογήσω διαδοχικά καθέναν από αυτούς τους λόγους ακυρότητας.

Α.      Νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2019/1157

28.      Ο πρώτος λόγος ακυρότητας αφορά τη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2019/1157. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο έχει αμφιβολίες ως προς το εάν ο κανονισμός αυτός έπρεπε να εκδοθεί βάσει του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και όχι βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, της εν λόγω Συνθήκης. Εκτός από την ως άνω επιλογή, από τυπική άποψη, της κατάλληλης νομικής βάσης για τον κανονισμό 2019/1157 υπάρχει η εναλλακτική νομοθετική διαδικασία που εφαρμόζεται βάσει αμφότερων των εν λόγω διατάξεων.

29.      Το άρθρο 21 ΣΛΕΕ περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος αυτής, το οποίο αφορά αποκλειστικά την «Απαγόρευση των διακρίσεων και ιθαγένεια της Ένωσης». Το εν λόγω άρθρο ορίζει στην παράγραφο 1 ότι κάθε πολίτης της Ένωσης πρέπει να έχει το δικαίωμα να κυκλοφορεί και να διαμένει ελεύθερα στο έδαφος των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη των περιορισμών και με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους. Στη συνέχεια, το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ προβλέπει τη δυνατότητα της Ένωσης να θεσπίζει διατάξεις που διευκολύνουν την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος εάν, προς επίτευξη αυτού του στόχου, απαιτείται δράση της Ένωσης και εφόσον οι Συνθήκες δεν έχουν προβλέψει εξουσίες προς τούτο. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται η συνήθης νομοθετική διαδικασία, η οποία περιλαμβάνει τη συναπόφαση του Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου.

30.      Αντίθετα, το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το οποίο σχετίζεται με «Πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση», περιλαμβάνεται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της εν λόγω Συνθήκης, που αφορά αποκλειστικά τον «[Χώρο] ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης». Συγκεκριμένα, η διάταξη ορίζει ότι, εάν δράση της Ένωσης φαίνεται αναγκαία για τη διευκόλυνση της άσκησης του προβλεπόμενου στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, δικαιώματος –του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών–, το Συμβούλιο μπορεί να θεσπίζει διατάξεις σχετικά, μεταξύ άλλων, με τα διαβατήρια και τα δελτία ταυτότητας. Η εφαρμογή του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ εξαρτάται επίσης, σύμφωνα με τη διατύπωσή του, από τη μη πρόβλεψη από τις Συνθήκες εξουσιών δράσης που απαιτούνται προς τον σκοπό αυτό. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμόζεται ειδική νομοθετική διαδικασία, κατά την οποία το Συμβούλιο αποφασίζει ομόφωνα μετά από διαβούλευση με το Κοινοβούλιο.

31.      Όπως προκύπτει από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η επιλογή της νομικής βάσης μιας πράξης της Ένωσης πρέπει να στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία επιδεχόμενα δικαστικό έλεγχο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ο σκοπός και το περιεχόμενο της πράξης αυτής (12). Επιπλέον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι μπορεί να λαμβάνεται υπόψη, για τον καθορισμό της προσήκουσας νομικής βάσης, το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται μια νέα ρύθμιση, ιδίως καθόσον ένα τέτοιο πλαίσιο είναι ικανό να αποσαφηνίσει τον σκοπό της ρύθμισης (13).

32.      Όσον αφορά την υπό κρίση υπόθεση, θα ήθελα να επισημάνω εξαρχής ότι το γεγονός ότι, στην απόφαση Schwarz, το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ θεωρήθηκε η κατάλληλη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού 2252/2004, ο οποίος θεσπίζει την υποχρεωτική συλλογή και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων στα διαβατήρια των πολιτών της Ένωσης (14), δεν είναι αυτό καθεαυτό κρίσιμο –αντίθετα με τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου– προκειμένου να καθοριστεί εάν η έκδοση του κανονισμού 2019/1157 ορθώς βασίστηκε στο άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, και σύμφωνα με την ως άνω μνημονευόμενη νομολογία, προκειμένου να διαπιστωθεί η ορθή νομική βάση, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη ο σκοπός και το περιεχόμενο της υπό εξέταση πράξης και όχι η νομική βάση άλλων πράξεων της Ένωσης που εμφανίζουν ενδεχομένως παρόμοια χαρακτηριστικά (15).

33.      Όσον αφορά, αφενός, τον σκοπό του κανονισμού 2019/1157, παρατηρώ ότι το άρθρο 1 αυτού, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», προβλέπει ότι ο εν λόγω κανονισμός ενισχύει τα πρότυπα ασφάλειας τα οποία εφαρμόζονται, μεταξύ άλλων, στα δελτία ταυτότητας που εκδίδουν τα κράτη μέλη για τους υπηκόους τους κατά την άσκηση του δικαιώματός τους στην ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Ένωσης. Η διάταξη αυτή αποτελεί κανονιστική έκφραση των αιτιολογικών σκέψεων 1 έως 5 του εν λόγω κανονισμού, οι οποίες, με μνεία στη Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 45 του Χάρτη και την οδηγία 2004/38, παραπέμπουν στον σκοπό της διευκόλυνσης της άσκησης του δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης στην ελεύθερη κυκλοφορία σε ασφαλές περιβάλλον (16).

34.      Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 2019/1157 επισημαίνεται ότι η πλαστογράφηση εγγράφων ή η παρουσίαση ψευδών περιστατικών ως πραγματικών όσον αφορά τους όρους που συνδέονται με το δικαίωμα διαμονής έχουν προσδιοριστεί ως τυπικές περιπτώσεις απάτης σε σχέση με την ελεύθερη κυκλοφορία. Επιπροσθέτως, στη αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 2019/1157 επισημαίνεται ότι η πλαστογράφηση εγγράφων και η απάτη είναι αποτέλεσμα των σημαντικών διαφορών που παρουσιάζουν μεταξύ τους τα επίπεδα ασφάλειας των εθνικών δελτίων ταυτότητας που εκδίδουν τα κράτη μέλη. Οι εν λόγω διαφορές, σύμφωνα με την ίδια αιτιολογική σκέψη, αυξάνουν τον κίνδυνο παραποίησης και πλαστογράφησης εγγράφου και εγείρουν πρακτικές δυσκολίες για τους πολίτες, όταν επιθυμούν να ασκήσουν το δικαίωμα της ελεύθερης κυκλοφορίας. Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 2019/1157 αναφέρεται ότι η θέσπιση ενισχυμένων προτύπων ασφάλειας θα πρέπει να παρέχει επαρκείς εγγυήσεις στις δημόσιες αρχές και τους ιδιωτικούς φορείς, ώστε να μπορούν να βασίζονται στη γνησιότητα των δελτίων ταυτότητας όταν χρησιμοποιούνται από τους πολίτες της Ένωσης για λόγους ταυτοποίησης.

35.      Όσον αφορά, αφετέρου, το περιεχόμενο του κανονισμού 2019/1157, η υποχρεωτική συλλογή και αποθήκευση καταγραφής δακτυλικών αποτυπωμάτων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, η οποία αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υπόθεσης, αποτελεί μέρος ευρύτερης ομάδας μέτρων που ισχύουν για νεοεκδιδόμενα εθνικά δελτία ταυτότητας, τα οποία, ως επί το πλείστον, παρατίθενται στο άρθρο 3, το οποίο επιγράφεται «Πρότυπα ασφάλειας/μορφότυπος/προδιαγραφές».

36.      Είναι προφανές ότι τα εν λόγω μέτρα, ερμηνευόμενα υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 17 του κανονισμού 2019/1157, προορίζονται για την εξυπηρέτηση σκοπών ασφάλειας και είναι αναγκαία για να εξακριβωθεί η γνησιότητα ενός εγγράφου καθώς και η ταυτότητα ενός προσώπου (17). Στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 2019/1157 εξηγείται περαιτέρω, συναφώς, ότι η αποθήκευση βιομετρικών δεδομένων στα δελτία ταυτότητας, ήτοι εικόνας προσώπου και εικόνας δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων, αποτελεί κατάλληλο συνδυασμό αξιόπιστης εξακρίβωσης και επαλήθευσης της γνησιότητας της ταυτότητας με μειωμένο κίνδυνο απάτης, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της ενίσχυσης της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας.

37.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο επιδιωκόμενος από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο σκοπός του κανονισμού 2019/1157 ήταν ουσιαστικά η διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος των πολιτών της Ένωσης να ταξιδεύουν και να διαμένουν σε οποιοδήποτε κράτος μέλος με το δελτίο ταυτότητάς τους και να βασίζονται στο εν λόγω δελτίο ως γνήσιο και αξιόπιστο αποδεικτικό ταυτότητας. Αυτοί είναι επίσης οι όροι που χρησιμοποιεί η Επιτροπή στην πρότασή της σχετικά με κανονισμό (18), στην οποία επισημαίνεται, όπως και στον κανονισμό 2019/1157, η ανάγκη μείωσης του κινδύνου απάτης και πλαστογράφησης εγγράφου προκειμένου να βελτιωθεί η αποδοχή αυτών των δελτίων σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνο στο οποίο εκδίδονται (19). Ο στόχος αυτός, λαμβανομένων υπόψη των διατάξεων που περιέχονται στον κανονισμό 2019/1157, επρόκειτο να επιτευχθεί με την ενσωμάτωση, στα εθνικά δελτία ταυτότητας, κοινών χαρακτηριστικών ασφάλειας τα οποία κατατάσσονται από τον ίδιο κανονισμό στις εξής κατηγορίες: i) ελάχιστα πρότυπα και μορφότυποι ασφάλειας και ii) ενισχυμένα πρότυπα ασφάλειας (20). Η τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει την υποχρεωτική συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων και την αποθήκευση καταγραφής τους σε μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας.

38.      Παραμένει, ωστόσο, το ερώτημα κατά πόσον, υπό το πρίσμα του σκοπού και του περιεχομένου του κανονισμού 2019/1157, όπως έχω ήδη περιγράψει, ορθώς ο νομοθέτης της Ένωσης εκτίμησε ότι το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ είναι η προσήκουσα νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού. Λαμβανομένου υπόψη του γράμματος της εν λόγω διάταξης όπως αναλύθηκε στο σημείο 29 ανωτέρω, η απάντηση στο ερώτημα αυτό προϋποθέτει την εξέταση των ακόλουθων ζητημάτων από το Δικαστήριο: πρώτον, εάν είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι ο κανονισμός 2019/1157 ορθώς εκδόθηκε με σκοπό τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών· δεύτερον, εάν προς επίτευξη αυτού του σκοπού απαιτείται δράση της Ένωσης· και, τρίτον, εάν οι Συνθήκες δεν προέβλεψαν εξουσίες προς τούτο.

1.      Διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας

39.      Όσον αφορά, πρώτον, το ζήτημα εάν ο κανονισμός 2019/1157 ορθώς εκδόθηκε με σκοπό τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, είναι σημαντικό να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2004/38, όλοι οι πολίτες της Ένωσης έχουν το δικαίωμα να εγκαταλείπουν το έδαφος κράτους μέλους προκειμένου να μεταβούν σε άλλο κράτος μέλος (στο εξής: δικαίωμα εξόδου). Ομοίως, σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, τα κράτη μέλη πρέπει να επιτρέπουν την είσοδο στην επικράτειά τους σε κάθε πολίτη της Ένωσης (στο εξής: δικαίωμα εισόδου). Όπως προκύπτει σαφώς από την οδηγία 2004/38 –και επαναλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 2 του κανονισμού 2019/1157– αμφότερα τα δικαιώματα αποτελούν την ουσία του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και, ως εκ τούτου, έναν από τους πυλώνες της ιθαγένειας της Ένωσης.

40.      Ωστόσο, σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές, η άσκηση του δικαιώματος εξόδου και εισόδου εξαρτάται από την επίδειξη ισχύοντος δελτίου ταυτότητας ή ισχύοντος διαβατηρίου. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η απαίτηση αυτή αποσκοπεί στην απλοποίηση της λύσης των προβλημάτων που άπτονται της απόδειξης του δικαιώματος διαμονής όχι μόνον για τους πολίτες αλλά και για τις εθνικές αρχές (21). Κατά συνέπεια, η εμπιστοσύνη των κρατών μελών όσον αφορά την υποδοχή πολίτη της Ένωσης στην επικράτειά τους και, τελικά, η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας από τον πολίτη εξαρτάται από την αξιοπιστία του δελτίου ταυτότητας ή του διαβατηρίου του ως προς τη γνησιότητα και την επαλήθευση της ταυτότητας (22). Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 4 του κανονισμού 2019/1157, δεδομένου ότι η οδηγία 2004/38 επιτρέπει στα κράτη μέλη να αρνούνται, να τερματίζουν ή να ανακαλούν οποιοδήποτε δικαίωμα αναγνωριζόμενο από την εν λόγω οδηγία, σε περίπτωση απάτης (23).

41.      Επιπλέον, είναι σημαντικό να ληφθεί υπόψη ότι η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας δεν περιορίζεται σε συνοριακούς ελέγχους (24) ή διοικητική εγγραφή, όπως διατείνεται κυρίως ο προσφεύγων. Το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής επιτρέπει στους πολίτες της Ένωσης να βιώσουν την καθημερινότητα των άλλων κατοίκων του κράτους μέλους υποδοχής. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δελτία ταυτότητας έχουν την ίδια λειτουργία με εκείνη που επιτελούν για τους εν λόγω κατοίκους, γεγονός το οποίο σημαίνει ότι μόνο ένα αξιόπιστο και γνήσιο αποδεικτικό ταυτότητας, που εκδίδεται σύμφωνα με κοινά πρότυπα και μορφότυπους ασφάλειας, διευκολύνει την πλήρη άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Χωρίς τα ανωτέρω κοινά πρότυπα και μορφότυπους ασφάλειας, και δεδομένης της έλλειψης ομοιογένειας των υφιστάμενων εθνικών δελτίων ταυτότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως θα εξετάσω αργότερα (25), ενδέχεται να είναι περισσότερα τα εμπόδια και οι δυσκολίες που θα ανακύψουν, γεγονός που αποτελεί την κύρια ανησυχία που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού 2019/1157.

42.      Ενδεικτική στο πλαίσιο αυτό είναι η χρήση εθνικών δελτίων για την πρόσβαση σε υπηρεσίες που παρέχονται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς στο κράτος μέλος υποδοχής, ιδίως όταν απαιτείται από την εθνική νομοθεσία έγγραφο ταυτότητας για τέτοιους σκοπούς αναγνώρισης. Αυτό συμβαίνει, για παράδειγμα, κατά την πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες όπως η υγειονομική περίθαλψη ή κατά τις συναλλαγές με τράπεζες, αεροπορικές εταιρείες, χώρους διασκέδασης, ξενοδοχεία και άλλες εγκαταστάσεις φιλοξενίας κ.λπ. Επιπλέον, η χρήση εθνικών δελτίων ταυτότητας είναι απαραίτητη για την απόλαυση δικαιωμάτων που συνδέονται στενά με το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, όπως το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις ευρωπαϊκές και δημοτικές εκλογές (26).

43.      Στο πλαίσιο αυτό, φρονώ ότι είναι δύσκολο να υποστηρίξω, υπό το πρίσμα του σκοπού και του περιεχομένου του κανονισμού 2019/1157, ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν έχει καμία σχέση με τον στόχο της διευκόλυνσης της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Ακριβώς το αντίθετο: η ομογενοποίηση του μορφότυπου των εθνικών δελτίων ταυτότητας και η βελτίωση της αξιοπιστίας τους μέσω προτύπων ασφάλειας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που θεσπίζονται με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, επηρεάζουν άμεσα την άσκηση αυτού του δικαιώματος, καθιστώντας τα εν λόγω δελτία πιο αξιόπιστα –τόσο από τεχνική άποψη όσο και σε επίπεδο κοινής γνώμης, όπως πολύ σωστά επισημαίνει η Επιτροπή– και, ως εκ τούτου, πιο εύκολα αποδεκτά από τις αρχές των κρατών μελών και τους φορείς παροχής υπηρεσιών (27). Το αποτέλεσμα είναι εν τέλει η μείωση της ταλαιπωρίας, του κόστους και των διοικητικών φραγμών για τους μετακινούμενους πολίτες της Ένωσης.

44.      Προσθέτω εν συντομία ότι, μολονότι τα διαβατήρια, τα οποία υπόκεινται ήδη στην υποχρεωτική συλλογή και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων βάσει του κανονισμού 2252/2004, είναι έγγραφα που μπορούν εναλλακτικά να χρησιμοποιηθούν για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας από πολίτες της Ένωσης, εντούτοις, δεν αποκλείεται η εκπλήρωση του ίδιου σκοπού από τα εθνικά δελτία ταυτότητας δυνάμει της οδηγίας 2004/38 (28) και ότι, από τη σκοπιά του νομοθέτη της Ένωσης, αναφορικά με τα εν λόγω δελτία, θα μπορούσαν να απαιτούνται περισσότερο εναρμονισμένοι μορφότυποι και πιο αυστηρά πρότυπα ασφαλείας ώστε τα δελτία ταυτότητας να γίνουν πιο αξιόπιστα και, κατά συνέπεια, πιο εύκολα αποδεκτά.

45.      Η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, δηλαδή η απαίτηση να έχει ορθώς εκδοθεί ο κανονισμός 2019/1157 με σκοπό τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών, έχει, επομένως, κατά τη γνώμη μου, εκπληρωθεί.

2.      Κατά πόσον απαιτείται δράση

46.      Δεύτερον, αναφορικά με το κατά πόσον απαιτείται δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την επίτευξη του στόχου της διευκόλυνσης της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, πρέπει να επισημάνω ότι δεν πρόκειται για στοιχείο που προβάλλεται ειδικά από το αιτούν δικαστήριο ούτε αμφισβητείται από τον προσφεύγοντα της κύριας δίκης. Εν πάση περιπτώσει, θα επιστήσω την προσοχή του Δικαστηρίου στην εκτίμηση αντικτύπου που διενήργησε η Επιτροπή, η οποία συνοδεύει την πρόταση κανονισμού του εν λόγω θεσμικού οργάνου (29).

47.      Στην εν λόγω εκτίμηση, η Επιτροπή εξηγεί ότι η κινητικότητα των Ευρωπαίων πολιτών αυξάνεται όλο και περισσότερο –εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης–, γεγονός που αποτελεί, αναμφίβολα, μείζον επίτευγμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (30). Συναφώς, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, μολονότι η οδηγία 2004/38 καθόρισε τις προϋποθέσεις για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, δεν ρύθμισε τον μορφότυπο και τις προδιαγραφές ασφάλειας των εθνικών δελτίων ταυτότητας και, για τον λόγο αυτό, κυκλοφορούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερες από 250 ισχύουσες εκδόσεις των εν λόγω δελτίων (31). Υπό αυτές τις συνθήκες, η εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής εντοπίζει, ως προβλήματα για την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, την ανεπαρκή αποδοχή των εθνικών δελτίων ταυτότητας από τα κράτη μέλη, τα αυξανόμενα επίπεδα απάτης σχετικά με τα έγγραφα και την έλλειψη ελέγχου γνησιότητας σε σχέση με τα εν λόγω δελτία, καθώς και την πολυπλοκότητα της έκδοσης και διαχείρισής τους (32). Η εκτίμηση της Επιτροπής καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, ενώ υπάρχει αυξανόμενη ανάγκη χρήσης εθνικών δελτίων ταυτότητας, εάν δεν ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα, οι σημαντικές δυσκολίες στην άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας θα συνεχίσουν να υφίστανται ή θα αυξηθούν (33).

48.      Κατά τη γνώμη μου, τα προηγούμενα θέματα, τα οποία αναπτύχθηκαν στην εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, δείχνουν την αυξανόμενη άσκηση των δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας από τους πολίτες της Ένωσης, γεγονός ευρέως γνωστό. Ταυτόχρονα, τα ζητήματα αυτά καθιστούν εμφανείς τις τρέχουσες δυσκολίες και τους κινδύνους που αναφύονται κατά την άσκηση των δικαιωμάτων αυτών λόγω της έλλειψης ομοιογένειας όσον αφορά τους μορφότυπους και τα χαρακτηριστικά ασφάλειας των εθνικών δελτίων ταυτότητας. Λαμβανομένης υπόψη της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που αναγνωρίζεται στον νομοθέτη της Ένωσης όταν καλείται να προβεί σε σύνθετες εκτιμήσεις (34), δεν υφίσταται αμφιβολία ότι το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο δεν έσφαλαν κρίνοντας ότι απαιτείται δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος της διευκόλυνσης της άσκησης της ελεύθερης κυκλοφορίας.

49.      Επομένως, κατά τη γνώμη μου, πληρούται και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

3.      Πρόβλεψη εξουσιών

50.      Τρίτον, η θέσπιση μέτρου της Ένωσης βάσει του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ υπόκειται στην προϋπόθεση ότι «οι Συνθήκες δεν έχουν προβλέψει εξουσίες προς τούτο». Στη διάταξη περί παραπομπής, το αιτούν δικαστήριο έχει τη γνώμη ότι το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ συνιστά ειδικότερη νομική βάση για την εισαγωγή νέων χαρακτηριστικών ασφάλειας στα εθνικά δελτία ταυτότητας των κρατών μελών. Για τον λόγο αυτό, το εν λόγω δικαστήριο εκτιμά ότι το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί ως νομική βάση κατά την έκδοση του κανονισμού 2019/1157 και όχι το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

51.      Καταρχάς, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι, κατά πάγια νομολογία, η σωρευτική χρήση δύο νομικών βάσεων αποκλείεται στην περίπτωση που οι διαδικασίες που προβλέπει καθεμία από τις νομικές βάσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες μεταξύ τους (35). Εν προκειμένω, οι νομοθετικές διαδικασίες που εφαρμόζονται δυνάμει του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, αφενός, και του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, αφετέρου, αλληλοαναιρούνται, που σημαίνει ότι η επίκληση της πρώτης εξ αυτών των διατάξεων για την έκδοση του κανονισμού 2019/1157 είναι αλυσιτελής εάν το Δικαστήριο καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί ως η ορθή νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού.

52.      Εν πάση περιπτώσει, λαμβανομένου υπόψη του γράμματος και της συστηματοποίησης του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, καθώς και της οικονομίας της Συνθήκης, φρονώ ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου.

53.      Πρώτον, όπως επισημαίνεται στο σημείο 30 των παρουσών προτάσεων, το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ περιλαμβάνεται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της ΣΛΕΕ, που αφορά αποκλειστικά τον «Χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης», και συγκεκριμένα στο κεφάλαιο 2 της ΣΛΕΕ, το οποίο αφορά «Πολιτικές σχετικά με τους ελέγχους στα σύνορα, το άσυλο και τη μετανάστευση». Η διάταξη αυτή έπεται του άρθρου 77, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση αναπτύσσει πολιτική με σκοπό την επίτευξη ορισμένων στόχων που αφορούν, κατ’ ουσίαν, τους συνοριακούς ελέγχους. Έπεται, επίσης, του άρθρου 77, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το οποίο επιτρέπει στο Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο να θεσπίζουν μέτρα, μέσω της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, σχετικά με την εν λόγω πολιτική.

54.      Ως εκ τούτου, το συνολικό περιεχόμενο και η οικονομία του άρθρου 77 ΣΛΕΕ υποδηλώνουν ότι, μολονότι η παράγραφος 3 του εν λόγω άρθρου παρέχει αρμοδιότητα στο Συμβούλιο να θεσπίζει διατάξεις σχετικά με τα διαβατήρια και τα δελτία ταυτότητας, με σκοπό τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, η εν λόγω αρμοδιότητα πρέπει να θεωρηθεί ότι αφορά το πλαίσιο πολιτικής σχετικά με τους συνοριακούς ελέγχους. Μέτρο της Ένωσης που βαίνει πέραν του συγκεκριμένου περιεχομένου, ανεξάρτητα από τις απαιτήσεις της εφαρμοστέας νομοθετικής διαδικασίας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

55.      Εν προκειμένω, η θέσπιση ενιαίων προτύπων, μορφότυπων και προδιαγραφών σχετικά με την ασφάλεια των εθνικών δελτίων ταυτότητας, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ορίζονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, μπορεί, ασφαλώς, να έχει αντίκτυπο στους συνοριακούς ελέγχους (36). Ωστόσο, όπως εξέθεσα ανωτέρω στις παρούσες προτάσεις, ο κανονισμός αυτός καλύπτει έναν ευρύτερο τομέα της ζωής των πολιτών της Ένωσης, γεγονός που αποκλείει τον περιορισμό του αποκλειστικά στον τομέα των συνοριακών ελέγχων. Συναφώς, ίσως είναι χρήσιμο να υπομνησθεί ότι, εάν από την εξέταση πράξης της Ένωσης προκύπτει ότι η πράξη αυτή επιδιώκει πλείονες σκοπούς και εάν ένας από τους σκοπούς αυτούς μπορεί να χαρακτηριστεί κύριος ή πρωτεύων σκοπός, ενώ οι άλλοι σκοποί έχουν παρεπόμενο απλώς χαρακτήρα, η εν λόγω πράξη πρέπει, στην περίπτωση αυτή, να στηρίζεται σε μία και μόνη νομική βάση, δηλαδή σε εκείνη που αντιστοιχεί στον εν λόγω κύριο σκοπό (37). Όσον αφορά τον κανονισμό 2019/1157, είναι προφανές ότι ασκεί επιρροή στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής από πολλές απόψεις, ενώ έχει εν μέρει μόνο αντίκτυπο στους συνοριακούς ελέγχους.

56.      Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, η διάταξη αυτή εφαρμόζεται μόνον εάν οι εξουσίες δράσης προς την επίτευξη του στόχου της δεν προβλέπονται από άλλες διατάξεις των Συνθηκών, οι οποίες είναι επικουρικές και συντάσσονται με όρους ανάλογους προς εκείνους του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Το ερώτημα που ανακύπτει είναι εάν το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ συνιστά ειδικότερη διάταξη σε σχέση με το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ή το αντίστροφο, ιδίως όσον αφορά το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών.

57.      Επ’ αυτού, θα ήθελα να επισημάνω, αφενός, ότι το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ παραπέμπει ρητώς στο άρθρο 20 της εν λόγω Συνθήκης, το οποίο θεσπίζει την ιθαγένεια της Ένωσης, και, ειδικότερα, στην παράγραφο 2, στοιχείο αʹ, του εν λόγω άρθρου, σύμφωνα με την οποία η ιθαγένεια αυτή περιλαμβάνει το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στο έδαφος των κρατών μελών. Το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ ορίζει, στη συνέχεια, ότι για τη διευκόλυνση της άσκησης του προβλεπόμενου στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ δικαιώματος, εφόσον οι Συνθήκες δεν προβλέπουν εξουσίες δράσης προς τούτο, το Συμβούλιο έχει την αρμοδιότητα να θεσπίζει διατάξεις σχετικά με, μεταξύ άλλων, τα δελτία ταυτότητας. Με τη σειρά του, όπως έχω ήδη επισημάνει, το άρθρο 21 ΣΛΕΕ συμπληρώνει το περιεχόμενο του άρθρου 20, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, ΣΛΕΕ ορίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι το διαλαμβανόμενο στη διάταξη αυτή δικαίωμα υπόκειται στους περιορισμούς και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις Συνθήκες και στις διατάξεις που θεσπίζονται για την εφαρμογή τους, ιδίως μέσω της παραγράφου 2 αυτού. Συνεπώς, στο πλαίσιο αυτό, κλίνω υπέρ της γνώμης ότι, σε σχέση με το άρθρο 20, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, το άρθρο 21 αυτής της Συνθήκης συνιστά ειδικότερη διάταξη με αποτέλεσμα να καθίσταται ανεφάρμοστη η επικουρική ρήτρα του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και, ως εκ τούτου, η ειδική νομοθετική διαδικασία που προβλέπει η διάταξη αυτή.

58.      Αντιθέτως, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το πεδίο εφαρμογής της επικουρικής ρήτρας που προκύπτει από το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, η οποία επιτρέπει τη θέσπιση διατάξεων για τη διευκόλυνση της ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων, εκτός εάν οι Συνθήκες έχουν προβλέψει εξουσίες δράσης προς τούτο, φαίνεται να περιορίζεται στα άρθρα της ΣΛΕΕ που περιέχονται στον τίτλο IV του τρίτου μέρους αυτής, δηλαδή στο άρθρο 45 περί ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων εντός της Ένωσης και στα άρθρα 49 και 56, περί του δικαιώματος εγκατάστασης και του δικαιώματος παροχής υπηρεσιών στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους. Αυτό είναι προφανές, από συστηματική άποψη, δεδομένου του κινδύνου αλληλεπικάλυψης που προκύπτει από τις διατάξεις της Συνθήκης σχετικά με, αφενός, το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, αφετέρου, τα δικαιώματα ελεύθερης κυκλοφορίας ως βασικά στοιχεία της εσωτερικής αγοράς. Στη νομολογία του Δικαστηρίου υποστηρίζεται πράγματι αυτή ερμηνεία (38), καθόσον έχει κριθεί ότι το άρθρο 21 ΣΛΕΕ συγκεκριμενοποιείται ειδικότερα στις διατάξεις οι οποίες διασφαλίζουν την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών. Αν, συνεπώς, μια υπόθεση εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μιας εξ αυτών των διατάξεων οι οποίες συνιστούν την προσήκουσα νομική βάση για τη θέσπιση διατάξεων με σκοπό τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής, παρέλκει η εξέταση του άρθρου 21 ΣΛΕΕ (39).

59.      Τέλος, σημειώνω εν συντομία ότι το γεγονός ότι το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, βάσει της διατύπωσής του, αναφέρεται ειδικά στα δελτία ταυτότητας, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, δεν είναι καθοριστικής σημασίας για να θεωρηθεί η διάταξη αυτή ως πιο ειδική διάταξη σε σχέση με το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Εξάλλου, το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ αναφέρεται επίσης, για παράδειγμα, σε άδειες διαμονής, ο ενιαίος τύπος των οποίων, ιδίως για τους υπηκόους τρίτων χωρών, καθιερώθηκε στον κανονισμό 1030/2002 (40), συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων χαρακτηριστικών ασφάλειας και της υποχρέωσης αποθήκευσης βιομετρικών δεδομένων. Ωστόσο, ο εν λόγω κανονισμός και οι τροποποιήσεις του εκδόθηκαν με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία βάσει του άρθρου 63, σημείο 3, ΣΕΚ, το οποίο αργότερα κατέστη το άρθρο 79 ΣΛΕΕ, και όχι βάσει της πρόδρομης διάταξης του άρθρου 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άδειες διαμονής είναι έγγραφα που χρησιμοποιούνται εσωτερικά εντός του κράτους μέλους έκδοσης και όχι για συνοριακούς ελέγχους, το οποίο επίσης συμβαίνει, ως επί το πλείστον, με τα εθνικά δελτία ταυτότητας.

60.      Ως εκ τούτου, το άρθρο 77, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ δεν συνιστά ειδικότερη διάταξη για τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής στην επικράτεια των κρατών μελών σε σχέση με το άρθρο 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και, κατά συνέπεια, πληρούται η τρίτη προϋπόθεση που προβλέπεται στην τελευταία αυτή διάταξη.

61.      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, και καθώς η προτεινόμενη ανάλυσή μου δείχνει ότι πληρούνται οι τρεις προϋποθέσεις που προκύπτουν από το γράμμα του άρθρου 21, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ορθώς το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εξέδωσαν τον κανονισμό 2019/1157, χρησιμοποιώντας τη διάταξη αυτή ως νομική βάση του εν λόγω κανονισμού.

62.      Ο πρώτος λόγος που προβάλλει το αιτούν δικαστήριο δεν θα πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο να κηρύξει την ακυρότητα του κανονισμού 2019/1157 και, ιδίως, του άρθρου 3, παράγραφος 5, αυτού.

Β.      Άρθρα 7 και 8 του Χάρτη

63.      Ο δεύτερος λόγος ακυρότητας που εκτίθεται στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά το κατά πόσον η υποχρέωση συλλογής και αποθήκευσης εικόνας δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων σε νεοεκδιδόμενα από τα κράτη μέλη δελτία ταυτότητας, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, συνιστά αδικαιολόγητο περιορισμό των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού.

1.      Περιορισμός

64.      Το άρθρο 7 του Χάρτη ορίζει ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του. Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Μολονότι οι δύο διατάξεις αφορούν δύο διαφορετικά θεμελιώδη δικαιώματα, το Δικαστήριο τις εφαρμόζει πάντοτε ταυτόχρονα όταν εξετάζει, όπως στην παρούσα περίπτωση, τη συμμόρφωση, με τον Χάρτη, ευρωπαϊκών ή εθνικών διατάξεων για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (41).

65.      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι ο σεβασμός του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, ο οποίος αναγνωρίζεται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, αφορά κάθε πληροφορία σχετικά με φυσικό πρόσωπο η ταυτότητα του οποίου είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί (42). Τούτο συμβαίνει προδήλως όσον αφορά την περίπτωση βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων και, ιδίως, των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων, τα οποία αποτελούν αντικείμενο του κανονισμού 2019/1157 και περιέχουν εξατομικευμένες πληροφορίες σχετικά με φυσικά πρόσωπα και καθιστούν δυνατή την εξακρίβωση της ταυτότητάς τους (43).

66.      Επιπλέον, στην απόφαση Schwarz, το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρεωτική ενσωμάτωση ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων στα νεοεκδιδόμενα από τα κράτη μέλη διαβατήρια, όπως ορίζεται στον κανονισμό 2252/2004, πρέπει να νοηθεί ως επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ότι συνιστά περιορισμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (44). Κατά τη γνώμη όλων των μετεχόντων στην παρούσα διαδικασία, η απόφαση αυτή οδηγεί στην εκτίμηση ότι ο κανονισμός 2019/1157, ο οποίος θεσπίζει παρόμοια μέτρα σχετικά με τα εθνικά δελτία ταυτότητας, εισάγει περιορισμό αμφότερων των θεμελιωδών δικαιωμάτων που διασφαλίζονται στα εν λόγω άρθρα.

67.      Πιο συγκεκριμένα, ο περιορισμός αυτός θα πρέπει να οριστεί με αναφορά στα διπλά μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, δηλαδή τη συλλογή των δακτυλικών αποτυπωμάτων αυτή καθεαυτήν –η διαδικασία για την οποία ορίζεται περαιτέρω στο άρθρο 10, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού– και την οριστική ενσωμάτωση αυτών των δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας σε κάθε νεοεκδιδόμενο από τα κράτη μέλη δελτίο ταυτότητας (45).

68.      Επιπλέον, όπως επισημαίνει το Κοινοβούλιο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το μέτρο που ορίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1157. Κατ’ ουσίαν, η διάταξη αυτή ορίζει ότι τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία που αποθηκεύονται με σκοπό την εξατομίκευση των δελτίων ταυτότητας πρέπει να φυλάσσονται από τις δημόσιες αρχές έως την ημερομηνία παραλαβής του δελτίου ταυτότητας από τον κάτοχό του και, σε κάθε περίπτωση, όχι για περίοδο μεγαλύτερη από 90 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης του εν λόγω εγγράφου. Η αποθήκευση των εν λόγω αναγνωριστικών στοιχείων με αυτόν τον τρόπο αυξάνει τον κίνδυνο αδικαιολόγητης πρόσβασης από τις δημόσιες αρχές στα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία που λαμβάνονται σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 και, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να παραβλέπεται κατά την εξέταση του περιορισμού των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ο οποίος θεσπίζεται στην επίμαχη διάταξη.

69.      Τέλος, το άρθρο 11 του κανονισμού 2019/1157, το οποίο επιγράφεται «Προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και ευθύνη», ιδίως η παράγραφος 6 αυτού, επιτρέπει στις αρμόδιες εθνικές αρχές και στους οργανισμούς της Ένωσης να χρησιμοποιούν εθνικά δελτία ταυτότητας με αποθηκευμένα δακτυλικά αποτυπώματα με σκοπό την εξακρίβωση της γνησιότητας του δελτίου και της ταυτότητας του κατόχου. Επίσης, στο πλαίσιο αυτής της χρήσης είναι πιθανότερο να προκύψει απειλή σχετικά με τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία που συλλέγονται σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157.

70.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προκειμένου να προσδιοριστεί ο περιορισμός των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, και του οποίου γίνεται επίκληση στην υπό κρίση υπόθεση, και για να εξακριβωθεί εάν ο εν λόγω περιορισμός μπορεί να δικαιολογηθεί, το Δικαστήριο θα πρέπει να διεξαγάγει την εξέτασή του όχι μόνο με γνώμονα τη συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων και την ενσωμάτωσή τους στα νεοεκδιδόμενα από τα κράτη μέλη εθνικά δελτία ταυτότητας, αλλά και με γνώμονα τα δύο πρόσθετα μέτρα τα οποία, λόγω της στενής τους σχέσης με τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 όσον αφορά την αποθήκευση και την περαιτέρω χρήση, δεν θα πρέπει να παραβλέπονται κατά την εν λόγω εξέταση.

2.      Δικαιολόγηση του περιορισμού

71.      Όσον αφορά τη δυνατότητα δικαιολόγησης του περιορισμού που προκύπτει από τον κανονισμό 2019/1157, όπως περιγράφηκε προηγουμένως, θα πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι το άρθρο 8, παράγραφος 2, του Χάρτη επιτρέπει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα εφόσον ο ενδιαφερόμενος συναινεί ή για άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από τον νόμο. Εν προκειμένω, είναι προφανές ότι οι πολίτες των κρατών μελών που ζητούν την έκδοση εθνικού δελτίου ταυτότητας δεν μπορούν να αντιταχθούν, λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα των μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, στην επεξεργασία των δακτυλικών τους αποτυπωμάτων (46). Κατά συνέπεια, είναι αναγκαίο να εξακριβωθεί εάν αυτή η επεξεργασία μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση άλλους θεμιτούς λόγους που προβλέπονται από τον νόμο.

72.      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία που επιτελούν ως προς το κοινωνικό σύνολο (47). Συναφώς, κατά το άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη, κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από τον νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενό τους. Το άρθρο 52, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, του Χάρτη προβλέπει περαιτέρω ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (48).

73.      Εν προκειμένω, το αιτούν δικαστήριο δέχεται ότι δεν τίθεται ζήτημα σε σχέση με τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη. Άλλωστε, οι περιορισμοί των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, οι οποίοι απορρέουν από τον κανονισμό 2019/1157, προβλέπονται από τον νόμο υπό μορφή κανονισμού, ο οποίος, στην περίπτωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, έχει επίσης μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο (49). Επιπλέον, δεδομένων των διάφορων εγγυήσεων που παρέχονται από το άρθρο 3, παράγραφος 5, το άρθρο 10, παράγραφοι 1 και 3, και το άρθρο 11, παράγραφος 6, του κανονισμού 2019/1157, ειδικά όσον αφορά τη συλλογή, αποθήκευση και χρήση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε νεοεκδιδόμενα εθνικά δελτία ταυτότητας, όπως θα περιγράψω στη συνέχεια (50), το βασικό περιεχόμενο των δικαιωμάτων που απορρέουν από αμφότερες τις διατάξεις γίνεται σεβαστό.

74.      Εξακολουθεί, ωστόσο, να υφίσταται το ερώτημα κατά πόσον οι περιορισμοί αυτοί είναι σύμφωνοι με την αρχή της αναλογικότητας και, ειδικότερα, κατά πόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Χάρτη.

75.      Σχετικά με το κατά πόσον οι περιορισμοί που απορρέουν από τον κανονισμό 2019/1157 ανταποκρίνονται σε στόχο γενικού ενδιαφέροντος, έχω ήδη εξηγήσει, στο πλαίσιο της ανάλυσης του πρώτου λόγου ακυρότητας (51), ότι σκοπός του εν λόγω κανονισμού είναι να διευκολυνθεί η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης με τη διασφάλιση μεγαλύτερης αξιοπιστίας των εθνικών δελτίων ταυτότητας όσον αφορά την εξακρίβωση και επαλήθευση της γνησιότητας της ταυτότητας. Από το άρθρο 1 του κανονισμού 2019/1157, κατ’ ουσίαν, προκύπτει, λαμβανομένων υπόψη, μεταξύ άλλων, των αιτιολογικών σκέψεων 4, 5, 18 και 28 του κανονισμού, ότι η έλλειψη ομοιογένειας ως προς τους μορφότυπους και τα χαρακτηριστικά ασφάλειας των εθνικών δελτίων ταυτότητας αυξάνει τον κίνδυνο απάτης και πλαστογράφησης εγγράφου και, επομένως, η πρόληψη του κινδύνου αυτού αποτελεί στόχο του εν λόγω κανονισμού, προκειμένου να ευνοηθεί η αποδοχή των δελτίων αυτών από άλλα κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνα που τα εκδίδουν.

76.      Ως εκ τούτου, φρονώ ότι, καθόσον σκοπός της συλλογής και αποθήκευσης δακτυλικών αποτυπωμάτων σε νεοεκδιδόμενα εθνικά δελτία ταυτότητας, όπως προβλέπεται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157, είναι να μη γίνουν τα εν λόγω δελτία ταυτότητας στόχοι πλαστογράφησης ή δόλιας χρήσης από άλλα πρόσωπα πλην του νομίμου κατόχου τους –και ως εκ τούτου να διευκολυνθεί η άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας όπως κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 45 του Χάρτη–, με τους περιορισμούς που θεσπίζει ο κανονισμός 2019/1157 επιδιώκεται στόχος γενικού ενδιαφέροντος κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (52). Το Δικαστήριο υιοθέτησε παρόμοια ερμηνεία με την απόφαση Schwarz (53), η οποία, κατά τη γνώμη μου, είναι ανάλογη με την υπό κρίση υπόθεση.

77.      Όσον αφορά την αναλογικότητα των περιορισμών που εισάγει ο κανονισμός 2019/1157, προκύπτει ότι η αρχή της αναλογικότητας επιτάσσει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μην υπερβαίνουν τα όρια του πρόσφορου και του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση (54).

78.      Επιπλέον, οσάκις πρόκειται για επεμβάσεις σε θεμελιώδη δικαιώματα, η έκταση της εξουσίας εκτίμησης του νομοθέτη της Ένωσης μπορεί να περιορίζεται από ορισμένα στοιχεία μεταξύ των οποίων είναι ο οικείος τομέας, η φύση του συγκεκριμένου δικαιώματος που κατοχυρώνει ο Χάρτης, η φύση και η σοβαρότητα της επέμβασης, καθώς και ο επιδιωκόμενος από αυτή σκοπός (55).

79.      Εν προκειμένω, είναι αλήθεια ότι η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων και η αποθήκευσή τους σε νεοεκδιδόμενα εθνικά δελτία ταυτότητας δεν αποτελούν, αυτές καθεαυτές, μέτρα ιδιαίτερης έντασης όσον αφορά τον περιορισμό των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη. Άλλωστε, αφενός, η λήψη δακτυλικών αποτυπωμάτων δεν συνιστά κατ’ ιδίαν πράξη (56) και, αφετέρου, τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία που αποθηκεύονται σε νεοεκδιδόμενα δελτία παραμένουν, σύμφωνα με τον κανονισμό 2019/1157, στην αποκλειστική διάθεση των κατόχων των δελτίων.

80.      Ωστόσο, ο περιορισμός που εισάγει ο κανονισμός 2019/1157 αφορά την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο υπό το πρίσμα του θεμελιώδους δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (57). Επιπλέον, τα μέτρα που συνοδεύουν τη λήψη και την αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων, όπως περιέγραψα στα σημεία 68 και 69 των παρουσών προτάσεων, ενδέχεται να αυξήσουν τον κίνδυνο αδικαιολόγητης πρόσβασης των δημοσίων αρχών σε βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία και κατάχρησης αυτών. Τέλος, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνολικός αντίκτυπος του κανονισμού 2019/1157 στον πληθυσμό της Ένωσης. Η θεσπιζόμενη από τον εν λόγω κανονισμό υποχρέωση ενσωμάτωσης εικόνας των δακτυλικών αποτυπωμάτων του κατόχου στα νεοεκδιδόμενα δελτία ταυτότητας ενδέχεται να επηρεάσει έως και το 85 % των πολιτών της Ένωσης, δεδομένου του υποχρεωτικού χαρακτήρα αυτών των δελτίων στα περισσότερα κράτη μέλη (58).

81.      Για όλους αυτούς τους λόγους, η εξουσία εκτίμησης του νομοθέτη της Ένωσης πρέπει να θεωρηθεί, κατά τη γνώμη μου, περιορισμένη. Συνεπώς, ο έλεγχος αυτής της εξουσίας εκτίμησης θα πρέπει να είναι αυστηρός. Τούτου λεχθέντος, φρονώ ότι οι περιορισμοί που απορρέουν από τον κανονισμό 2019/1157 και, ειδικότερα, από το άρθρο 3, παράγραφος 5, δεν υπερβαίνουν τα όρια του πρόσφορου και του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του κύριου σκοπού του εν λόγω κανονισμού.

82.      Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα αν η λήψη και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε νεοεκδιδόμενα εθνικά δελτία ταυτότητας ενδείκνυται για την εκπλήρωση του σκοπού που επιδιώκει ο κανονισμός 2019/1157, είναι γεγονός –και πράγματι εξετάστηκε από το Δικαστήριο στο πλαίσιο της απόφασης Schwarz (59)– ότι η αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας είναι ικανή να μειώσει τον κίνδυνο πλαστογράφησης των εθνικών εγγράφων, δεδομένης της μοναδικότητας των δακτυλικών αποτυπωμάτων που λαμβάνονται για την εξακρίβωση της ταυτότητας και της υπερσύγχρονης τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση (60). Με τη μείωση του κινδύνου παραποίησης των εθνικών δελτίων ταυτότητας, θα αυξηθεί η αποδοχή αυτών των δελτίων σε κράτη μέλη διαφορετικά από εκείνα που τα εκδίδουν, γεγονός που θα διευκολύνει τελικά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης (61). Από αυτή την άποψη, δεν πιστεύω ότι θα πρέπει να παραμείνει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την καταλληλότητα της χρήσης των δακτυλικών αποτυπωμάτων για την επίτευξη του στόχου του κανονισμού 2019/1157 (62).

83.      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο, ότι η συλλογή και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων επιτρέπει μόνο την επαλήθευση του κατά πόσον τα βιομετρικά δεδομένα που περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένο εθνικό δελτίο ταυτότητας αντιστοιχούν στα βιομετρικά δεδομένα του κατόχου του, αλλά όχι αυτή καθεαυτήν την ταυτοποίηση του εν λόγω προσώπου. Κατά τη γνώμη του, η ταυτοποίηση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με αντιπαραβολή, αφενός, των βιομετρικών δεδομένων που είναι αποθηκευμένα στο δελτίο ταυτότητας και, αφετέρου, των βιομετρικών δεδομένων που είναι αποθηκευμένα σε βάση δεδομένων απόλυτης προστασίας έναντι της πλαστογράφησης. Υπό το πρίσμα αυτό, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται κατά πόσον η υποχρεωτική ενσωμάτωση δακτυλικών αποτυπωμάτων στα εθνικά δελτία ταυτότητας μπορεί να εκπληρώσει τον σκοπό του κανονισμού 2019/1157.

84.      Συναφώς, θα τονίσω ότι το επιχείρημα του αιτούντος δικαστηρίου δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι η ενσωμάτωση δακτυλικών αποτυπωμάτων στα εθνικά δελτία ταυτότητας αποτελεί αυτή καθεαυτήν αποτελεσματικό μέσο για τη βελτίωση του επιπέδου γνησιότητας και αξιοπιστίας των δελτίων αυτών και, συνεπώς, βελτίωση της αποδοχής τους κατά την άσκηση του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Το επιχείρημα αυτό στηρίζεται μόνο στην παραδοχή ότι η ενσωμάτωση ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων στα εθνικά δελτία ταυτότητας ενδέχεται να μην είναι απολύτως αξιόπιστη, δεδομένου ότι μπορούν, εντούτοις, να πλαστογραφηθούν και να παραποιηθούν, το οποίο σημαίνει ότι ο σκοπός που επιδιώκει ο κανονισμός 2019/1157 δεν μπορεί να επιτευχθεί πλήρως.

85.      Η ύπαρξη μέτρων απόλυτης προστασίας έναντι της πλαστογράφησης των εθνικών δελτίων ταυτότητας μετά την έκδοση του κανονισμού 2019/1157, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεωτικών μέτρων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, είναι ζήτημα που δεν είναι δυνατό να εκτιμηθεί βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο. Τούτου λεχθέντος, από την απόφαση Schwarz προκύπτει ότι δεν είναι βέβαιο ότι μια μέθοδος καταπολέμησης της πλαστογράφησης και της δόλιας χρήσης δεν είναι απολύτως αξιόπιστη ώστε να θεωρηθεί μη προσήκουσα για την ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Στην πραγματικότητα, αρκεί το γεγονός ότι η μέθοδος μειώνει σημαντικά την πιθανότητα παραποίησης που θα υφίστατο εάν δεν εφαρμοζόταν η εν λόγω μέθοδος (63).

86.      Κατά συνέπεια, ακόμη και αν η συλλογή και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε νεοεκδιδόμενα δελτία ταυτότητας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μέτρο απόλυτης προστασίας κατά της πλαστογράφησης, τούτο δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την καταλληλότητά τους για την πρόληψη της απάτης και πλαστογράφησης εγγράφων και, ως εκ τούτου, τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών της Ένωσης. Ούτε το γεγονός –το οποίο επισήμανε επίσης το αιτούν δικαστήριο– ότι η συλλογή και ενσωμάτωση δακτυλικών αποτυπωμάτων ισχύει μόνο για τα νεοεκδιδόμενα δελτία ταυτότητας και ότι τα υφιστάμενα δελτία εξακολουθούν να ισχύουν προσωρινά θέτει υπό αμφισβήτηση τα ανωτέρω (64). Ακόμη και στην περίπτωση αυτή, η σταδιακή εισαγωγή του εν λόγω μέτρου σχετικά με τα εθνικά δελτία ταυτότητας μειώνει τον κίνδυνο παραποίησης των εθνικών εγγράφων και συμβάλλει σταδιακά στην επίτευξη του στόχου του κανονισμού 2019/1157.

87.      Δεύτερον, όσον αφορά το ερώτημα εάν η λήψη και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε δελτία ταυτότητας είναι επίσης αναγκαία –ότι δεν υπάρχει εξίσου κατάλληλη αλλά λιγότερο επεμβατική μέθοδος για την επίτευξη του ίδιου θεμιτού σκοπού–, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει δύο βασικές εναλλακτικές λύσεις, η μία εκ τω οποίων εξετάζεται λεπτομερώς από την Επιτροπή στην εκτίμηση αντικτύπου που συνοδεύει την πρόταση κανονισμού (65).

88.      Πράγματι, η πρώτη εναλλακτική θα ήταν να περιοριστούν οι απαιτήσεις για την προστασία από την πλαστογράφηση στην εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου, μέθοδος που θα εξυπηρετούσε επίσης τον σκοπό της εναρμόνισης των διάφορων προτύπων ασφάλειας για τα εθνικά δελτία ταυτότητας σε εθνικό επίπεδο.

89.      Συναφώς, έχω επισημάνει ότι το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι το μέτρο της λήψης δακτυλικών αποτυπωμάτων, όπως συμβαίνει με τις εικόνες προσώπων, δεν συνιστά κατ’ ιδίαν πράξη. Επιπλέον, η εν λόγω διαδικασία, όπως και η διαδικασία λήψης φωτογραφίας προσώπου, δεν είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη σωματικά ή ψυχολογικά (66). Το Δικαστήριο έχει κρίνει επίσης ότι, μολονότι η λήψη ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι μια επιπλέον πράξη σε σχέση με τη λήψη φωτογραφίας προσώπου, εντούτοις, ο συνδυασμός δύο πράξεων για την ταυτοποίηση προσώπων δεν θα πρέπει a priori να θεωρηθεί ότι θίγει, αφ’ εαυτού, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη περισσότερο από όσο θα τα έθιγε μεμονωμένα καθεμία από τις πράξεις αυτές (67).

90.      Επιπλέον, δεδομένου ότι τα ανατομικά χαρακτηριστικά του προσώπου ενός ατόμου μπορούν να αλλάξουν σε σημαντικό βαθμό λόγω διαφόρων μεταβολών και αντιξοοτήτων στη ζωή του, όπως η γήρανση ή η εμφάνιση ασθένειας, η απλή αντιστοίχιση της εικόνας του προσώπου στο εθνικό δελτίο ταυτότητας με το πρόσωπο του κατόχου του δελτίου είναι πιθανότερο να οδηγήσει σε σφάλματα ταυτοποίησης σε σύγκριση με την εξακρίβωση του προσώπου στο δελτίο ταυτότητας με τα δακτυλικά αποτυπώματα του συγκεκριμένου κατόχου. Συναφώς, όπως επισημαίνει η Γερμανική Κυβέρνηση, ακόμη και κατά την αντιστοίχιση βιομετρικών στοιχείων εικόνας μπορεί να υπάρξει παραπλάνηση με τη χρήση σύγχρονων τεχνικών μεταμόρφωσης που συγχωνεύουν διαφορετικά πρόσωπα σε μια ενιαία εικόνα προσώπου.

91.      Κατά συνέπεια, ούτε η σύγκριση, είτε με χειροκίνητο είτε με αυτόματο τρόπο, της εικόνας του προσώπου σε εθνικό δελτίο ταυτότητας με το πρόσωπο του κατόχου του δελτίου (68), ήτοι οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν σε πολλά κράτη μέλη πριν από την έκδοση του κανονισμού 2019/1157, μπορεί να εξασφαλίσει πιο ουσιαστικό αποτέλεσμα σε σχέση με τον συνδυασμό των βιομετρικών στοιχείων που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 5, του ίδιου κανονισμού, δηλαδή εικόνας προσώπου του κατόχου του δελτίου και δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων (69). Κατά τη γνώμη μου, παρόμοιο συμπέρασμα μπορεί να συναχθεί εάν η εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου συνδυαστεί μόνο με ολογράμματα ή υδατογραφήματα, όπως επίσης υποστηρίζει το αιτούν δικαστήριο.

92.      Η δεύτερη εναλλακτική θα ήταν η αποθήκευση μικρότερης ποσότητας δεδομένων δακτυλικών αποτυπωμάτων με τη μορφή των λεγόμενων λεπτομερειών (minutiae) ή η απαίτηση λήψης ενός μόνο δακτυλικού αποτυπώματος. Συναφώς, είναι σημαντικό να εξηγηθεί ότι η ενσωμάτωση των λεπτομερειών στα εθνικά δελτία ταυτότητας θα απαιτούσε, ως πρώτο βήμα, τη λήψη ολόκληρου δακτυλικού αποτυπώματος και, στη συνέχεια, ως επόμενο βήμα, την εξαγωγή αυτών των λεπτομερειών, που σημαίνει ότι θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί πιο εκτενής επεξεργασία δεδομένων εκτός από τη λήψη και αποθήκευση μεμονωμένων δακτυλικών αποτυπωμάτων. Για τον λόγο αυτό, εκτιμώ ότι αυτή η μέθοδος δεν μπορεί να θεωρηθεί λιγότερο επεμβατική.

93.      Επιπλέον, σύμφωνα με την επιστημονική βιβλιογραφία, η αποθήκευση των λεπτομερειών δεν φαίνεται να προσφέρει το ίδιο επίπεδο ασφάλειας στην επαλήθευση ταυτότητας με αυτό που διασφαλίζει η χρήση ολόκληρων δακτυλικών αποτυπωμάτων (70), εκτίμηση η οποία μπορεί να προστεθεί στις ανησυχίες που εγείρονται στο πλαίσιο της χρήσης των λεπτομερειών σε επίπεδο διαλειτουργικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, όπως επεσήμαναν οι περισσότεροι μετέχοντες στη διαδικασία κατά την επ’ ακρoατηρίου συζήτηση, δεν υπάρχει καθιερωμένη ενιαία διαδικασία, ούτε διαθέσιμο λογισμικό, είτε σε ευρωπαϊκό είτε σε εθνικό επίπεδο, για την ανάγνωση λεπτομερειών από τα εθνικά δελτία ταυτότητας, γεγονός που θα συνεπαγόταν ανυπέρβλητο βάρος για την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των εθνικών αρχών (71).

94.      Το ίδιο ισχύει, για παράδειγμα, σε διεθνές επίπεδο, όπου, για να μπορούν να χρησιμοποιούνται τα δελτία ταυτότητας σε διεθνή αεροπορικά ταξίδια, πρέπει να πληρούνται οι προδιαγραφές του εγγράφου 9303 του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (72). Οι προδιαγραφές αυτές ορίζουν ότι, εάν ένα κράτος προβλέπει την ενσωμάτωση δακτυλικών αποτυπωμάτων σε μηχαναγνώσιμα ταξιδιωτικά έγγραφα, η αποθήκευση της καταγραφής δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι υποχρεωτική ώστε να είναι επιτευχθεί η διαλειτουργικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο (73). Η αποθήκευση των λεπτομερειών δεν πληροί αυτές τις απαιτήσεις.

95.      Όσον αφορά τη λήψη και αποθήκευση ενός μόνο δακτυλικού αποτυπώματος, κλίνω υπέρ της γνώμης ότι, μολονότι ο όγκος των δεδομένων που αποθηκεύονται είναι μικρότερος από ό,τι όταν αποθηκεύονται δύο δακτυλικά αποτυπώματα, η εν λόγω μέθοδος δεν είναι εξίσου κατάλληλη, δεδομένου ότι παρέχει μικρότερη αξιοπιστία. Στο πλαίσιο αυτό, ενδεικτική θα μπορούσε να είναι η περίπτωση ελαττωματικής λήψης δακτυλικού αποτυπώματος ή αποτύπωμα που ελήφθη από τραυματισμένο δάκτυλο. Σε κάθε περίπτωση, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι ακόμη και η λήψη μεγαλύτερου αριθμού δακτυλικών αποτυπωμάτων μπορεί να θεωρηθεί ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό (74).

96.      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι δεν φαίνεται να υπάρχει εξίσου κατάλληλη αλλά λιγότερο επεμβατική μέθοδος, σε σύγκριση με τη λήψη και αποθήκευση δακτυλικών αποτυπωμάτων, για την επίτευξη, με εξίσου αποτελεσματικό τρόπο, του στόχου του κανονισμού 2019/1157.

97.      Τρίτον, για να δικαιολογηθεί το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 από πλευράς του εν λόγω σκοπού, πρέπει επιπλέον να μη συνεπάγεται την επεξεργασία των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων κατά τρόπο βαίνοντα πέραν του αναγκαίου για την εκπλήρωση του σκοπού αυτού ορίου. Συναφώς, επισημαίνεται ότι ο νομοθέτης πρέπει να παρέχει ειδικές εγγυήσεις για την αποτελεσματική προστασία των οικείων δεδομένων από κάθε είδους ακατάλληλη και καταχρηστική επεξεργασία (75). Αυτός ο δικαιολογητικός λόγος μπορεί να γίνει δεκτός μόνον εάν προβλέπονται συγκεκριμένοι περιορισμοί έναντι της υφιστάμενης απειλής με σκοπό την πρόληψη καταχρήσεων (76).

98.      Εν προκειμένω, πρέπει να τονιστεί ότι το άρθρο 3, παράγραφοι 5 και 6, το άρθρο 10 και το άρθρο 11 του κανονισμού 2019/1157 παρέχουν ένα σαφές νομικό πλαίσιο για τη συλλογή, αποθήκευση και χρήση βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων, δηλαδή δακτυλικών αποτυπωμάτων (77).

99.      Ειδικότερα, πρώτον, οι προϋποθέσεις που διέπουν τη συλλογή των δακτυλικών αποτυπωμάτων καθορίζονται στο άρθρο 10 του κανονισμού 2019/1157. Σε αυτήν τη διάταξη προβλέπεται ρητώς ότι η συλλογή βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων διενεργείται μόνον από ειδικευμένο και δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό, το οποίο ορίζεται από τις αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση δελτίων ταυτότητας, και αποκλειστικά με σκοπό την ενσωμάτωσή τους στο μέσο αποθήκευσης υψηλής ασφάλειας που προβλέπεται στο άρθρο 3 του κανονισμού 2019/1157. Εξάλλου, τα κράτη μέλη πρέπει να εξασφαλίζουν ότι εφαρμόζονται κατάλληλες και αποτελεσματικές διαδικασίες συλλογής βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων και ότι οι διαδικασίες αυτές πρέπει να συνάδουν με τα δικαιώματα και τις αρχές που ορίζονται όχι μόνο στον Χάρτη αλλά και στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και στη Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού (78). Οι διαδικασίες αυτές πρέπει επίσης να σέβονται, εάν προκύψουν δυσκολίες, την αξιοπρέπεια του ενδιαφερομένου.

100. Δεύτερον, όσον αφορά την αποθήκευση βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων μετά τη συλλογή τους, στο άρθρο 3, παράγραφος 6, του κανονισμού 2019/1157 ορίζεται ρητώς ότι το μέσο αποθήκευσης των εθνικών δελτίων ταυτότητας πρέπει να διασφαλίζει την ακεραιότητα, τη γνησιότητα και την εμπιστευτικότητα των δεδομένων, τα οποία πρέπει να είναι ασφαλισμένα σύμφωνα με τις οδηγίες που ορίζονται στην απόφαση της Επιτροπής C(2018) 7767 (79). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού, η αποθήκευση βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων από τις δημόσιες αρχές μετά τη συλλογή τους πρέπει να περιορίζεται στην περίοδο μεταξύ της συλλογής των δεδομένων και της ημερομηνίας έκδοσης του δελτίου ταυτότητας και, σε κάθε περίπτωση, δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 90 ημέρες από την ημερομηνία έκδοσης. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα δεδομένα πρέπει να φυλάσσονται με τρόπο υψηλής ασφάλειας. Μετά την παρέλευση της περιόδου αυτής, τα δακτυλικά αποτυπώματα πρέπει να διαγράφονται ή να καταστρέφονται.

101. Τρίτον, η πρόσβαση στα δακτυλικά αποτυπώματα που είναι αποθηκευμένα στο μέσο αποθήκευσης είναι επίσης πολύ περιορισμένη βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 2019/1157. Μόνο το δεόντως εξουσιοδοτημένο προσωπικό των αρμόδιων αρχών έχει πρόσβαση σε αυτά (80) και η πρόσβαση είναι δυνατή μόνον με επίδειξη του δελτίου ταυτότητας, όπως απαιτείται από το δίκαιο της Ένωσης ή το εθνικό δίκαιο. Επιπλέον, ο μοναδικός σκοπός αυτής της πρόσβασης πρέπει να είναι η επαλήθευση της γνησιότητας του δελτίου ταυτότητας και/ή της ταυτότητας του κατόχου. Επιπλέον, ο έλεγχος της εικόνας του προσώπου είναι ο πρωταρχικός στόχος για την επαλήθευση της γνησιότητας του εγγράφου και της ταυτότητας του κατόχου, το οποίο συνεπάγεται ότι, ως γενική πρακτική, τα κράτη μέλη θα πρέπει να επαληθεύουν τα δακτυλικά αποτυπώματα μόνον εφόσον είναι αναγκαίο για να επιβεβαιώσουν χωρίς αμφιβολία τη γνησιότητα του εγγράφου και την ταυτότητα του κατόχου (81).

102. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, εκτιμώ ότι ο κανονισμός 2019/1157 προσφέρει επαρκή και κατάλληλα μέτρα τα οποία διασφαλίζουν την αποτελεσματική προστασία της συλλογής, αποθήκευσης και χρήσης βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων, ιδίως ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων, από κάθε είδους ακατάλληλη και καταχρηστική επεξεργασία.

103. Πιο συγκεκριμένα, τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν ότι οι διαδικασίες συλλογής διενεργούνται από περιορισμένο αριθμό μελών ειδικευμένου προσωπικού και έχουν ρυθμιστεί προσεκτικά εκ των προτέρων από τα κράτη μέλη προκειμένου να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των ενδιαφερομένων. Διασφαλίζουν επίσης ότι τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία που αποθηκεύονται σε νεοεκδιδόμενο δελτίο ταυτότητας παραμένουν στη διάθεση του κατόχου του δελτίου μετά την έκδοση αυτού και ότι δεν είναι προσβάσιμα στο κοινό (82). Τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία φυλάσσονται από τις δημόσιες αρχές μόνο για την έκδοση του δελτίου ταυτότητας με τρόπο υψηλής ασφαλείας και δεν επιτρέπεται σε αυτές ή σε οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο περαιτέρω πρόσβαση. Τα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία πρέπει, σε κάθε περίπτωση, να διαγράφονται και να καταστρέφονται μετά από μια σαφώς καθορισμένη και εύλογη περίοδο αποθήκευσης από τις δημόσιες αρχές, εάν το δελτίο ταυτότητας δεν εκδοθεί. Τέλος, τα μέτρα που θεσπίστηκαν με τον κανονισμό 2019/1157 επιβεβαιώνουν ότι η πρόσβαση στα βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία και η χρήση αυτών επιτρέπονται σε αυστηρά περιορισμένες, προκαθορισμένες από το νόμο, περιπτώσεις, και με αποκλειστικό σκοπό την επαλήθευση της γνησιότητας του δελτίου και της ταυτότητας του κατόχου του δελτίου, σύμφωνα με τον κύριο σκοπό του εν λόγω κανονισμού.

104. Χάριν πληρότητας, θα ήθελα να παραπέμψω στην εισαγωγική ρήτρα του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1157, η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο πολλών ερωτήσεων του Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Η πρώτη περίοδος του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1157, προτού κάνει λόγο για την προσωρινή αποθήκευση των δακτυλικών αποτυπωμάτων από τις δημόσιες αρχές και την υποχρέωση φύλαξης αυτών των βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων με τρόπο υψηλής ασφάλειας, όπως έχω ήδη αναφέρει, περιλαμβάνει την επιφύλαξη «[ε]κτός εάν απαιτείται με σκοπό την επεξεργασία σύμφωνα με το ενωσιακό και το εθνικό δίκαιο». Η επιφύλαξη φαίνεται να απορρέει από τη διοργανική διαπραγμάτευση –ή τριμερή διάλογο– που διεξήχθη μεταξύ του Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής κατά τη συνήθη νομοθετική διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση του κανονισμού 2019/1157 (83).

105. Στο πλαίσιο αυτό, είναι αλήθεια ότι η ανωτέρω επιφύλαξη θα μπορούσε να υποδηλώνει ότι οι δημόσιες αρχές μπορούν να αποθηκεύουν βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία, όπως δακτυλικά αποτυπώματα μετά τη λήψη τους, για περίοδο μεγαλύτερη από εκείνη που ορίζεται στο άρθρο 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1157 και ότι οι αρχές αυτές μπορούν να τα χρησιμοποιούν για άλλους επιπρόσθετους σκοπούς που δεν ορίζονται επακριβώς στον εν λόγω κανονισμό, όπως, για παράδειγμα, τη δημιουργία εθνικών βάσεων δεδομένων.

106. Ωστόσο, η προσεκτική ανάγνωση του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1157 καθιστά προφανές ότι η επίμαχη επιφύλαξη δεν θεσπίζει καμία νομική βάση για οποιονδήποτε άλλο σκοπό εκτός από εκείνους που ορίζονται ειδικά στον εν λόγω κανονισμό. Πράγματι, η εν λόγω επιφύλαξη παραπέμπει ρητώς σε πρόσθετη νομοθεσία, είτε της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε των κρατών μελών, το οποίο σημαίνει ότι οποιοσδήποτε περιορισμός των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θα πρέπει να εξετάζεται μόνο με γνώμονα την άλλη νομοθεσία και όχι ως προβλεπόμενος αυτοτελώς στον κανονισμό 2019/1157. Αυτή η ερμηνεία ενισχύεται ιδιαίτερα με βάση την αιτιολογική σκέψη 21 του κανονισμού 2019/1157 (84), στην οποία δηλώνεται σαφώς ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν παρέχει νομική βάση για τη δημιουργία ή τη διατήρηση βάσεων δεδομένων σε εθνικό επίπεδο για την αποθήκευση βιομετρικών δεδομένων στα κράτη μέλη, ζήτημα που εμπίπτει στο εθνικό δίκαιο το οποίο πρέπει να συμμορφώνεται με το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με την προστασία των δεδομένων. Στην ίδια αιτιολογική σκέψη ορίζεται επίσης ότι ο εν λόγω κανονισμός δεν παρέχει νομική βάση για τη δημιουργία ή τη διατήρηση κεντρικής βάσης δεδομένων σε επίπεδο Ένωσης.

107. Για τον λόγο αυτό, φρονώ ότι η εισαγωγική ρήτρα του άρθρου 10, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1157 δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα που μνημονεύεται στο σημείο 102 ανωτέρω, ήτοι ότι ο κανονισμός 2019/1157 παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για την πρόληψη της ακατάλληλης ή καταχρηστικής επεξεργασίας των βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων, ιδίως των ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων.

108. Με βάση τα προεκτεθέντα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι ο κανονισμός 2019/1157 και, ειδικότερα, το άρθρο 3, παράγραφος 5, δεν συνιστούν αδικαιολόγητο περιορισμό των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 1, αυτού.

109. Ο δεύτερος λόγος που προβάλλει το αιτούν δικαστήριο δεν θα πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο να κηρύξει την ακυρότητα του κανονισμού 2019/1157.

Γ.      Άρθρο 35, παράγραφος 10, του ΓΚΠΔ

110. Με τον τρίτο λόγο ακυρότητας, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν το άρθρο 3, παράγραφος 5, του κανονισμού 2019/1157 αντιβαίνει στο άρθρο 35, παράγραφος 10, του ΓΚΠΔ. Συμμεριζόμενο τη άποψη του ΕΕΠΔ στη γνωμοδότηση της 10ης Αυγούστου 2018 (85), το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον ο νομοθέτης της Ένωσης θα έπρεπε να είχε διενεργήσει εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων κατά την έκδοση του κανονισμού 2019/1157.

111. Το άρθρο 35 του ΓΚΠΔ περιλαμβάνεται στο κεφάλαιο IV αυτού, το οποίο επιγράφεται «Υπεύθυνος επεξεργασίας και εκτελών την επεξεργασία», και συγκεκριμένα στο τμήμα 3, το οποίο αφορά την εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων και την προηγούμενη διαβούλευση.

112. Σύμφωνα με την παράγραφο 1 του εν λόγω άρθρου, όταν ένα είδος επεξεργασίας, ιδίως με χρήση νέων τεχνολογιών, ενδέχεται να επιφέρει υψηλό κίνδυνο για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων, ο υπεύθυνος επεξεργασίας πρέπει να διενεργεί, πριν από την επεξεργασία, εκτίμηση των επιπτώσεων των σχεδιαζόμενων πράξεων επεξεργασίας στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Στις παραγράφους 2 έως 7 της ίδιας διάταξης αναπτύσσεται περαιτέρω το περιεχόμενο της υποχρέωσης των υπεύθυνων επεξεργασίας να διενεργούν εκτίμηση αντικτύπου. Ειδικότερα, παρατίθενται οι περιπτώσεις στις οποίες απαιτείται η εν λόγω εκτίμηση και περιγράφονται τα ελάχιστα στοιχεία που πρέπει να περιλαμβάνει η εν λόγω εκτίμηση.

113. Αντίθετα, η παράγραφος 10 του άρθρου 35 του ΓΚΠΔ θεσπίζει εξαίρεση από την υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου, με την επιφύλαξη ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της εν λόγω διάταξης. Τούτο ισχύει ιδίως όταν i) η επεξεργασία δεδομένων είναι αναγκαία για τη συμμόρφωση με μια νομική υποχρέωση στην οποία υπόκειται ο υπεύθυνος επεξεργασίας, ii) το εν λόγω δίκαιο ρυθμίζει την εκάστοτε συγκεκριμένη πράξη επεξεργασίας ή σειρά πράξεων και iii) έχει διενεργηθεί ήδη εκτίμηση αντικτύπου σχετικά με την προστασία δεδομένων ως μέρος γενικής εκτίμησης αντικτύπου στο πλαίσιο του εν λόγω δικαίου.

114. Εν προκειμένω, πρέπει να σημειώσω εξαρχής ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο επικαλείται το άρθρο 35, παράγραφος 10, του ΓΚΠΔ ως βάση της παράβασης που αφορά ο υπό κρίση λόγος ακυρότητας, οι ενδείξεις που περιλαμβάνονται στη διάταξη περί παραπομπής υποδηλώνουν ότι ο λόγος αυτός ερείδεται στην πραγματικότητα σε παράβαση του άρθρου 35, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ. Πράγματι, η τελευταία αυτή διάταξη επιβάλλει στους υπεύθυνους επεξεργασίας δεδομένων, όπως ορίζονται στο άρθρο 4, παράγραφος 7, του ΓΚΠΔ, την υποχρέωση να διενεργούν εκτίμηση αντικτύπου όταν υπάρχει υψηλός κίνδυνος για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των φυσικών προσώπων. Κατά τη γνώμη του αιτούντος δικαστηρίου, η υποχρέωση αυτή ίσχυε για τον νομοθέτη της Ένωσης κατά την έκδοση του κανονισμού 2019/1157, ωστόσο, επίσης κατά το εν λόγω δικαστήριο, δεν εκπληρώθηκε.

115. Περαιτέρω, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο ΓΚΠΔ και ο κανονισμός 2019/1157 είναι πράξεις παράγωγου δικαίου οι οποίες έχουν την ίδια τυπική ισχύ στην ιεραρχία των πηγών του δικαίου της Ένωσης. Τούτο συνεπάγεται ότι, αντίθετα με όσα επισημαίνει στο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο, ο ΓΚΠΔ δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «υπέρτερης τυπικής ισχύος δίκαιο» σε σχέση με τον κανονισμό 2019/1157. Συναφώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν δύο πράξεις παράγωγου δικαίου της ίδιας τυπικής ισχύος δεν περιέχουν διάταξη προβλέπουσα ρητώς την υπεροχή της μιας έναντι της άλλης, η ισχύς της τελευταίας δεν μπορεί να εκτιμηθεί υπό το πρίσμα της πρώτης. Εν προκειμένω, πρέπει να εξασφαλιστεί μόνον μια εφαρμογή εκάστης εκ των πράξεων αυτών που να είναι σύμφωνη με την εφαρμογή της άλλης και να καθιστά έτσι δυνατή μια συνεκτική εφαρμογή αυτών (86).

116. Όσον αφορά τον κανονισμό 2019/1157, παρατηρώ ότι ο εν λόγω κανονισμός θεσπίζει ρητή σύνδεση με τον ΓΚΠΔ, ιδίως στο άρθρο 11 αυτού, σε σχέση με την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Η διάταξη αυτή, η οποία πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 40, 41 και 43 του εν λόγω κανονισμού, καθιστά προφανές ότι ο ΓΚΠΔ εφαρμόζεται όσον αφορά τα προσωπικά δεδομένα που πρόκειται να υποβληθούν σε επεξεργασία στο πλαίσιο της εφαρμογής του κανονισμού 2019/1157. Ειδικότερα, από το άρθρο 11, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι αρχές που είναι αρμόδιες για την έκδοση δελτίων ταυτότητας πρέπει να θεωρούνται οι υπεύθυνες επεξεργασίας κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 7, του ΓΚΠΔ και πρέπει να είναι υπεύθυνες για την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Επιπλέον, το άρθρο 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 2019/1157 υποχρεώνει τα κράτη μέλη να εξασφαλίζουν ότι οι εποπτικές αρχές μπορούν να ασκούν πλήρως τα καθήκοντά τους όπως αναφέρονται στον ΓΚΠΔ, συμπεριλαμβανομένης της πρόσβασης σε όλα τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα καθώς και της πρόσβασης σε κάθε χώρο ή εξοπλισμό επεξεργασίας δεδομένων των αρμόδιων αρχών.

117. Από τον κανονισμό 2019/1157 προκύπτει ότι ο ΓΚΠΔ μπορεί να επιβάλει υποχρεώσεις στους εθνικούς φορείς και τις αρμόδιες αρχές κατά την εφαρμογή του κανονισμού 2019/1157. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης και οι κυβερνήσεις που παρεμβαίνουν ενώπιον του Δικαστηρίου συμφωνούν με αυτήν τη διαπίστωση. Τούτου λεχθέντος, δεν προκύπτει από κανένα σημείο του ΓΚΠΔ ότι η υποχρέωση διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου, όπως προβλέπεται στο άρθρο 35, παράγραφος 1, είναι δεσμευτική για τον νομοθέτη της Ένωσης, ούτε η διάταξη αυτή θεσπίζει κριτήριο σε σχέση με το οποίο, για παράδειγμα, θα πρέπει να αξιολογηθεί το κύρος ενός άλλου κανόνα παράγωγου δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

118. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το άρθρο 35, παράγραφος 1, του ΓΚΠΔ δεν ισχύει για τον νομοθέτη της Ένωσης κατά τη θέσπιση κανόνα παράγωγου δικαίου και ότι, για τον λόγο αυτό, η νομοθετική διαδικασία που οδηγεί στη θέσπιση του κανονισμού 2019/1157 και, ειδικότερα, του άρθρου 3, παράγραφος 5, αυτού δεν μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση της απαίτησης διενέργειας εκτίμησης αντικτύπου.

119. Με βάση τα προεκτεθέντα, ο τρίτος λόγος που προβάλλει το αιτούν δικαστήριο δεν θα πρέπει να οδηγήσει το Δικαστήριο να κηρύξει την ακυρότητα του κανονισμού 2019/1157.

120. Από την εξέταση του ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού 2019/1157 και, ιδίως, του άρθρου 3, παράγραφος 5, αυτού.

V.      Πρόταση

121. Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο ερώτημα που υπέβαλε το Verwaltungsgericht Wiesbaden (διοικητικό πρωτοδικείο Wiesbaden, Γερμανία) ως εξής:

Από την εξέταση του προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να θίξει το κύρος του κανονισμού 2019/1157 και, ιδίως, του άρθρου 3, παράγραφος 5, αυτού.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η αγγλική.


2      Κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας (ΕΕ 2019, L 188, σ. 67) (στο εξής: κανονισμός 2019/1157).


3      Η εν λόγω υποχρέωση ισχύει από τις 2 Αυγούστου 2021. Βλ. άρθρο 16 του κανονισμού 2019/1157.


4      Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1) (στο εξής: ΓΚΠΔ).


5      Απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2013, Schwarz (C‑291/12, EU:C:2013:670) (στο εξής: απόφαση Schwarz).


6      Κανονισμός (ΕΚ) 2252/2004 του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με την καθιέρωση προτύπων για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών (ΕΕ 2004, L 385, σ. 1) (στο εξής: κανονισμός 2252/2004).


7      Η υπό κρίση υπόθεση συνδέεται επίσης στενά με την εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου υπόθεση C‑280/22, Kinderrechtencoalitie Vlaanderen και Liga voor Mensenrechten.


8      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: οδηγία 2004/38).


9      Εκτελεστική απόφαση C(2018) 7767 final της Επιτροπής, της 30ής Νοεμβρίου 2018, για τον καθορισμό των τεχνικών προδιαγραφών των αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών και την κατάργηση της απόφασης C(2002) 3069 [στο εξής: απόφαση της Επιτροπής C(2018) 7767].


10      Πράξη της 18ης Ιουνίου 2009 (BGBl. I, σ. 1346), όπως τροποποιήθηκε τελευταία με το άρθρο 2 της πράξης της 5ης Ιουλίου 2021 (BGBl. I, σ. 2281) (στο εξής: PAuswG).


11      Γνωμοδότηση του Ευρωπαίου Επόπτη Προστασίας Δεδομένων 7/2018, της 10ης Αυγούστου 2018, σχετικά με την πρόταση κανονισμού για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και άλλων εγγράφων (ΕΕ 2018, C 338, σ. 22) (στο εξής: γνωμοδότηση ΕΕΠΔ 7/2018).


12      Απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, Τσεχική Δημοκρατία κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου (C‑482/17, EU:C:2019:1035, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


13      Όπ.π. (σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


14      Απόφαση Schwarz (σκέψη 20).


15      Βλ., συναφώς, απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Ηνωμένο Βασίλειο κατά Συμβουλίου (C‑81/13, EU:C:2014:2449, σκέψεις 35 και 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


16      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 46 του κανονισμού 2019/1157.


17      Η εν λόγω αιτιολογική σκέψη ορίζει ρητώς ότι η θέσπιση ελάχιστων προτύπων ασφάλειας και η ενσωμάτωση βιομετρικών δεδομένων στα δελτία ταυτότητας αποτελούν σημαντικά βήματα για να καταστεί ασφαλέστερη η χρήση τους στην Ένωση και ότι αναμένεται να δώσει τη δυνατότητα στους πολίτες της Ένωσης να επωφελούνται πλήρως από τα δικαιώματά τους στην ελεύθερη κυκλοφορία.


18      Πρβλ. την πρόταση κανονισμού του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για την ενίσχυση της ασφάλειας των δελτίων ταυτότητας των πολιτών της Ένωσης και των εγγράφων διαμονής που εκδίδονται για πολίτες της Ένωσης και τα μέλη των οικογενειών τους που ασκούν το δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας [COM(2018) 212 final], σελίδα 4 (στο εξής: πρόταση κανονισμού της Επιτροπής).


19      Για το εννοιολογικό πλαίσιο των γενικών και ειδικών στόχων της πρότασης κανονισμού της Επιτροπής, βλ. έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής – Εκτίμηση αντικτύπου, της 17ης Απριλίου 2018 (Commission Staff Working Document – Impact Assessment, of 17 April 2018) [SWD(2018) 110 final], σελίδα 24 (στο εξής: εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής).


20      Βλ. αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 2019/1157.


21      Απόφαση της 17ης Φεβρουαρίου 2005, Oulane (C‑215/03, EU:C:2005:95, σκέψη 22).


22      Βλ., επίσης, άρθρο 8, το οποίο επιγράφεται «Διοικητικές διατυπώσεις για τους πολίτες της Ένωσης», παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38.


23      Βλ. άρθρο 35 της οδηγίας 2004/38.


24      Όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, στην περίπτωση κρατών μελών όπως η Ιρλανδία, όπου εξακολουθούν να ισχύουν οι έλεγχοι στα εσωτερικά σύνορα, ή στην περίπτωση της προσωρινής επαναφοράς των ελέγχων στα εσωτερικά σύνορα σύμφωνα με τα άρθρα 23 επ. του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 9ης Μαρτίου 2016, περί κώδικα της Ένωσης σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (κώδικας συνόρων του Σένγκεν) (ΕΕ 2016, L 77, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε.


25      Βλ. σημείο 47 των παρουσών προτάσεων.


26      Τα οφέλη για τα ευρωπαϊκά δημοκρατικά δικαιώματα και για την πρωτοβουλία πολιτών μνημονεύονται περαιτέρω στην εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής (σημείο 6.1).


27      Πρβλ. το τελευταίο εδάφιο της αιτιολογικής σκέψης 15 του κανονισμού 2019/1157 και την αιτιολογική σκέψη 28 του εν λόγω κανονισμού, στην οποία, όπως σημειώθηκε ήδη, αναφέρεται ότι αμφότερα τα είδη μέτρων βοηθούν τα κράτη μέλη, αφενός, να βασίζονται στη γνησιότητα αυτών των εγγράφων και, αφετέρου, να παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις στις δημόσιες αρχές και τους ιδιωτικούς φορείς, ώστε να μπορούν να βασίζονται σε αυτά όταν χρησιμοποιούνται από τους πολίτες της Ένωσης για λόγους ταυτοποίησης.


28      Πρβλ. απόφαση της 16ης Απριλίου 2015, Willems κ.λπ. (C‑446/12 έως C‑449/12, EU:C:2015:238, σκέψη 39).


29      Έγγραφο εργασίας των υπηρεσιών της Επιτροπής – Εκτίμηση αντικτύπου, της 17ης Απριλίου 2018, όπως μνημονεύεται στην υποσημείωση 19 ανωτέρω.


30      Βλ. εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής (σημείο 1.1), στην οποία αναφέρεται ότι περισσότεροι από 15 εκατομμύρια πολίτες της Ένωσης διαμένουν και περισσότεροι από 11 εκατομμύρια εργάζονται σε κράτος μέλος διαφορετικό από τη χώρα ιθαγένειας πλέον των πολλών σπουδαστών που κυκλοφορούν σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση για σκοπούς εκπαίδευσης και κατάρτισης.


31      Εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 1.2 και παράρτημα 5.


32      Εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 2.1 και αριθμός 2.1.


33      Εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 2.2.


34      Πρβλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 22ας Ιουνίου 2017, E.ON Biofor Sverige (C‑549/15, EU:C:2017:490, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


35      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 11ης Ιουνίου 2014, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (C‑377/12, EU:C:2014:1903, σκέψη 34).


36      Όπως παρατηρεί η Ισπανική Κυβέρνηση, ο κανονισμός 2019/1157 εκδόθηκε στο πλαίσιο του στόχου της βελτίωσης της ασφάλειας των ταξιδιωτικών εγγράφων, ιδίως μετά την τροποποίηση του κώδικα συνόρων του Σένγκεν, ο οποίος θέσπισε την υποχρέωση συστηματικού ελέγχου όλων των προσώπων και των ταξιδιωτικών τους εγγράφων –ανεξαρτήτως της εθνικότητας του κατόχου– στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (SIS) και στη βάση δεδομένων για κλαπέντα και απολεσθέντα ταξιδιωτικά έγγραφα (SLTD). Πρβλ. κανονισμό (ΕΕ) 2017/458 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 όσον αφορά την ενίσχυση των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα με χρήση οικείων βάσεων δεδομένων (ΕΕ 2017, L 74, σ. 1). Βλ., επίσης, την εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 1.2 (σελίδα 5).


37      Βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2018, Επιτροπή κατά Συμβουλίου (ΠΘΖ Ανταρκτικής)  (C‑626/15 και C‑659/16, EU:C:2018:925, σκέψη 77 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


38      Πρβλ. απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Zanotti (C‑56/09, EU:C:2010:288).


39      Όπ.π. (σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


40      Βλ. άρθρο 4β του κανονισμού (ΕΚ)1030/2002 του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για την καθιέρωση αδειών διαμονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών(ΕΕ 2002, L 157, σ. 1).


41      Βλ. απόφαση Schwarz (σκέψη 25) και απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland Ltd κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 29). Πρβλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα P. Cruz Villalón στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Digital Rights Ireland Ltd κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2013:845, σημείο 64), όπου διατυπώνει τη γνώμη ότι στην περίπτωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που δεν αφορούν την ιδιωτική ζωή θα πρέπει να εφαρμόζεται μόνο το άρθρο 8 του Χάρτη.


42      Απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, A κ.λπ. (C‑70/18, EU:C:2019:823 σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


43      Όπ.π. (σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ., επίσης, την εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 6.1 (σελίδες 34 και 35), στην οποία επισημαίνεται ότι τα βιομετρικά δεδομένα πρέπει να κρυπτογραφούνται και ότι, για τον σκοπό αυτό, ειδικές υπηρεσίες –ήτοι, οι συνοριοφύλακες και η αστυνομία– πρέπει να ανταλλάσσουν κρυπτογραφικά κλειδιά.


44      Απόφαση Schwarz (σκέψεις 24 έως 30).


45      H λήψη των δακτυλικών αποτυπωμάτων πρέπει να πραγματοποιείται σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που καθορίζονται με την απόφαση της Επιτροπής C(2018) 7767, η οποία μνημονεύεται στην υποσημείωση 9 ανωτέρω.


46      Βλ., σχετικά με τον υποχρεωτικό χαρακτήρα των εθνικών δελτίων ταυτότητας στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, άρθρο 1, παράγραφος 1, του PAuswG, το οποίο μνημονεύεται στο σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


47      Απόφαση Schwarz (σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


48      Όπ.π. (σκέψη 34). Βλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland Ltd κ.λπ.(C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 38).


49      Βλ. άρθρο 5, παράγραφος 9, του PAuswG, όπως εκτίθεται στο σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


50      Βλ. σημεία 97 έως 107 των παρουσών προτάσεων.


51      Βλ. σημεία 33 έως 37 των παρουσών προτάσεων.


52      Βλ., επίσης, την εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 6.1 (σελίδα 34), στην οποία αναφέρεται περαιτέρω ότι η άσκηση των θεμελιωδών πολιτικών δικαιωμάτων (άρθρα 39 και 40 του Χάρτη) καθώς και η άσκηση του δικαιώματος αναφοράς (άρθρο 44 του Χάρτη) θα επηρεαστούν θετικά από την ενίσχυση των χαρακτηριστικών ασφάλειας των εθνικών δελτίων ταυτότητας.


53      Απόφαση Schwarz (σκέψη 36).


54      Βλ. απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland Ltd κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


55      Όπ.π. (σκέψη 47). Βλ. επίσης, όσον αφορά το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, απόφαση του ΕΔΔΑ, S. και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αριθ. 30562/04 και 30566/04, § 102, ΕΔΔΑ 2008-V).


56      Απόφαση Schwarz (σκέψη 48).


57      Όπ.π.


58      Βλ. γνωμοδότηση ΕΕΠΔ 7/2018 (σελίδα 3).


59      Πρβλ. απόφαση Schwarz (σκέψη 41).


60      Κανένας άνθρωπος δεν έχει τα ίδια δακτυλικά αποτυπώματα με άλλον, ούτε καν τα μονοζυγωτικά δίδυμα αδέλφια. Τα δακτυλικά αποτυπώματα δεν μεταβάλλονται, ούτε λόγω ηλικίας, εκτός εάν το βαθύ ή «βασικό» στρώμα καταστραφεί ή μεταβληθεί σκόπιμα με πλαστική χειρουργική. Υπάρχουν τρία κύρια μοτίβα δακτυλικών αποτυπωμάτων, που ονομάζονται καμάρες, βρόχοι και στρόβιλοι. Το σχήμα, το μέγεθος, ο αριθμός και η δομή των δευτερευουσών λεπτομερειών σε αυτά τα μοτίβα καθιστούν κάθε αποτύπωμα μοναδικό. Βλ., συναφώς, https://www.interpol.int/How-we-work/Forensics/Fingerprints.


61      Βλ., συναφώς, αιτιολογική σκέψη 28 του κανονισμού 2019/1157, όπως μνημονεύεται στην υποσημείωση 27 των παρουσών προτάσεων.


62      Όπως έχω ήδη επισημάνει στις παρούσες προτάσεις, το δίκαιο της Ένωσης θεσπίζει ήδη, για παρεμφερείς σκοπούς, πρότυπα για τα χαρακτηριστικά ασφαλείας και τη χρήση βιομετρικών στοιχείων στα διαβατήρια και τα ταξιδιωτικά έγγραφα των κρατών μελών (κανονισμός 2252/2004), και θεωρήσεις ενιαίου τύπου [κανονισμός 1683/95 (ΕΕ 1995, L 164, σ. 1)] και άδειες διαμονής για υπηκόους τρίτων χωρών (κανονισμός 1030/2002), με βάση μια συνεκτική προσέγγιση του νομοθέτη της Ένωσης.


63      Απόφαση Schwarz (σκέψεις 43 και 44), όπου το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω, κατ’ ουσίαν, ότι, μολονότι η εφαρμογή της μεθόδου εξακρίβωσης της ταυτότητας μέσω ψηφιακών δακτυλικών αποτυπωμάτων ενδέχεται, κατ’ εξαίρεση, να μην οδηγήσει στα βέλτιστα αποτελέσματα, η έλλειψη αντιστοιχίας όσον αφορά τα βιομετρικά στοιχεία του κατόχου έχει ως συνέπεια την κινητοποίηση των αρμόδιων αρχών σε σχέση με το οικείο πρόσωπο και την εκ μέρους τους διενέργεια ενδελεχούς ελέγχου προς οριστική εξακρίβωση της ταυτότητάς του.


64      Βλ. άρθρο 5 του κανονισμού 2019/1157, το οποίο προβλέπει ότι δελτία ταυτότητας που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 του εν λόγω κανονισμού παύουν να ισχύουν κατά τη λήξη τους ή το αργότερο στις 3 Αυγούστου 2031, ανάλογα με το ποια ημερομηνία είναι προγενέστερη.


65      Βλ. την εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημεία 5.2 και 6.1 και πίνακα 6.1, που αναφέρονται στην «Επιλογή ΔΤ 1». Αυτή η επιλογή περιλαμβάνει έναν μορφότυπο με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά όπως τα στοιχεία στο δελτίο και τα ελάχιστα χαρακτηριστικά ασφάλειας, λαμβανομένου υπόψη του εγγράφου ICAO 9303, και ένα μικροκύκλωμα που περιέχει υποχρεωτικά εικόνα προσώπου.


66      Απόφαση Schwarz (σκέψη 48).


67      Όπ.π. (σκέψη 49).


68      Για παράδειγμα με χρήση συστημάτων EasyPass. Βλ., συναφώς, κανονισμό (ΕΕ) 2017/2225 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2017, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 2016/399 όσον αφορά τη χρήση του συστήματος εισόδου/εξόδου (ΕΕ 2017, L 327, σ. 1).


69      Βλ. την εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 7.1 (σελίδα 49), στην οποία, αφού συγκρίνονται οι διαφορετικές εναλλακτικές λύσεις όσον αφορά την αποτελεσματικότητα, διατυπώνεται το συμπέρασμα ότι ο συνδυασμός μιας εικόνας προσώπου και δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι πιο αποτελεσματικός για την επίτευξη των ειδικών στόχων της μείωσης των περιπτώσεων απάτης σχετικά με τα έγγραφα και της βελτίωσης της επαλήθευσης γνησιότητας των εγγράφων. Βλ., επίσης, σημείο 7.4 (σελίδα 56) του ίδιου εγγράφου, στο οποίο αναφέρεται ότι, για τη βελτίωση της αποδοχής των εθνικών δελτίων ταυτότητας και, επομένως, για τη διευκόλυνση της επίτευξης του στόχου της ελεύθερης κυκλοφορίας, ο συνδυασμός μιας εικόνας προσώπου και δύο δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι προτιμότερος από την απαίτηση απλώς μιας εικόνας προσώπου.


70      Maltoni, D. κ.λπ., Handbook of fingerprint recognition, 2η έκδοση, Springer, 2009, σ. 53.


71      Αντίθετα, τα κράτη μέλη διαθέτουν τυποποιημένα μέσα για τη διαλειτουργικότητα των βιομετρικών αναγνωριστικών στοιχείων που αποτελούν αντικείμενο του κανονισμού 2019/1157. Βλ., συναφώς, άρθρο 3, παράγραφος 6, του εν λόγω κανονισμού και απόφαση της Επιτροπής C(2018) 7767.


72      Βλ. αιτιολογική σκέψη 23 του κανονισμού 2019/1157.


73      «Μηχαναγνώσιμα ταξιδιωτικά έγγραφα», Έγγραφο 9303, 8η έκδοση, ICAO, 2021 (Μέρος 9, Κεφάλαιο 4).


74      Ακόμη και τα 10 δακτυλικά αποτυπώματα μπορούν να θεωρηθούν ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό αριθμός. Πρβλ. απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2019, A. κ.λπ. (C‑70/18, EU:C:2019:823, σκέψη 58).


75      Βλ. απόφαση στην υπόθεση Schwarz (σκέψη 55). Βλ., επίσης, απόφαση του ΕΔΔΑ, απόφαση S και Marper κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αριθ. 30562/04 και 30566/04, § 102, ΕΔΔΑ 2008-V


76      Απόφαση της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland Ltd κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψεις 54 επ.).


77      Βλ., επίσης, αιτιολογική σκέψη 22 του κανονισμού 2019/1157.


78      Εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών με το ψήφισμα 44/25 της 20ής Νοεμβρίου 1989· άρχισε να ισχύει στις 2 Σεπτεμβρίου 1990.


79      Βλ., ιδίως, παράρτημα ΙΙΙ της απόφασης της Επιτροπής C(2018) 7767, σημείο 5, το οποίο επιγράφεται «Ζητήματα ασφάλειας και ακεραιότητας των δεδομένων».


80      Βλ. άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού 2019/1157, το οποίο επιβάλλει στα κράτη μέλη να διαβιβάζουν ετησίως στην Επιτροπή κατάλογο των αρμόδιων αρχών που έχουν πρόσβαση στα βιομετρικά δεδομένα. Η Επιτροπή πρέπει να δημοσιεύει στο διαδίκτυο συγκεντρωτικό πίνακα των εν λόγω εθνικών καταλόγων.


81      Βλ. αιτιολογική σκέψη 19 του κανονισμού 2019/1157. Βλ., επίσης, άρθρο 4, παράγραφος 3, του κανονισμού 2252/2004, το οποίο καθιερώνει την ίδια περιορισμένη χρήση για διαβατήρια και ταξιδιωτικά έγγραφα.


82      Όπως εξήγησε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από την απόφαση της Επιτροπής C(2018) 7767 προκύπτει ότι η μηχανή ανάγνωσης αποστέλλει στο μικροκύκλωμα του δελτίου ταυτότητας την άδεια ανάγνωσης με τη μορφή διάφορων ψηφιακών πιστοποιητικών, με σκοπό την επαλήθευση της ταυτότητας του τερματικού. Ως εκ τούτου, η γνησιότητα του πιστοποιητικού του τερματικού μπορεί να επαληθευτεί από το μικροκύκλωμα του δελτίου ταυτότητας. Τούτο σημαίνει στην πράξη ότι μόνον οι αρμόδιες αρχές που προβλέπονται στο άρθρο 11, παράγραφος 7, του κανονισμού 2019/1157 και καμία άλλη αρχή ή πρόσωπο δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στα βιομετρικά δεδομένα.


83      Βλ. διοργανικό φάκελο της 22ας Φεβρουαρίου 2019, στον οποίο δηλώνεται ότι «το συμβιβαστικό κείμενο διατηρεί όλα τα βασικά στοιχεία της διαπραγματευτικής εντολής του Συμβουλίου, κυρίως: [...] την ικανότητα των κρατών μελών να δημιουργούν και να διατηρούν βιομετρικές βάσεις δεδομένων σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία», διαθέσιμο στη διεύθυνση https://data.consilium.europa.eu/doc/document/ST‑6412-2019-INIT/en/pdf.


84      Βλ. επίσης, συναφώς, την εκτίμηση αντικτύπου της Επιτροπής, σημείο 6 (σελίδες 33 και 35), όπου ορίζεται ότι «κανένα στοιχείο σε αυτές τις πρωτοβουλίες δεν παρέχει νομική βάση για την κεντρική αποθήκευση των δεδομένων που συλλέγονται […] ή για τη χρήση των εν λόγω δεδομένων για άλλους σκοπούς πλην εκείνου της επαλήθευσης της γνησιότητας του εγγράφου και της ταυτότητας του κατόχου[…]» και ότι «οποιαδήποτε εφαρμογή θα πρέπει να είναι συμβατή με το δίκαιο της Ένωσης και τα θεμελιώδη δικαιώματα που προστατεύει».


85      Βλ. υποσημείωση 11 ανωτέρω.


86      Πρβλ. αποφάσεις της 28ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά Éditions Odile Jacob (C‑404/10 P, EU:C:2012:393, σκέψη 110), και της 29ης Ιουνίου 2010, Επιτροπή κατά Bavarian Lager (C‑28/08 P, EU:C:2010:378, σκέψη 56). Βλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Luxembourg Business Registers (C‑37/20 και C‑601/20, EU:C:2022:43, σημείο 66).