Language of document : ECLI:EU:T:2007:216

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Ιουλίου 2007 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Διαδικασία ανακοπής – Αίτηση καταχωρίσεως του κοινοτικού λεκτικού σήματος LURA-FLEX – Προγενέστερα εικονιστικά εθνικά σήματα που περιέχουν το λεκτικό στοιχείο “flex” – Εκπρόθεσμη υποβολή ενώπιον του τμήματος ανακοπών των μεταφράσεων των εγγράφων που προσκομίστηκαν προς στήριξη της φήμης των προγενέστερων σημάτων – Υποχρέωση του τμήματος προσφυγών να εκτιμά την αναγκαιότητα εξετάσεως των μεταφρασμένων εγγράφων»

Στην υπόθεση T-192/04,

Flex Equipos de Descanso, S.A, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τον R. Ocquet, στη συνέχεια, από τον I. Valdelomar Serrano, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από την S. Laitinen και τον G. Schneider,

καθού,

έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου,

Leggett & Platt, Inc., με έδρα την Carthage, Μισούρι (Ηνωμένες Πολιτείες), εκπροσωπούμενη από τους G. Cronin και S. Castley, solicitors, και G.W. R. Hollingworth, barrister,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως της 18ης Μαρτίου 2004 που εξέδωσε το πρώτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ (υπόθεση R 333/2003‑1), σχετικά με διαδικασία ανακοπής μεταξύ της Flex Equipos de Descanso, S.A. και Leggett & Platt, Inc.,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Legal, πρόεδρο, Ι. Wiszniewska-Białecka, και E. Moavero Milanesi, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Μαΐου 2004,

έχοντας υπόψη τα υπομνήματα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ και της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 29 Οκτωβρίου 2004,

κρίνοντας, ερημοδικούντων των διαδίκων, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουνίου 2006,

έχοντας υπόψη την απόφαση περί κινήσεως εκ νέου της προφορικής διαδικασίας της 30ής Απριλίου 2007,

έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν οι διάδικοι εντός της προθεσμίας που έταξε το Πρωτοδικείο περί των συμπερασμάτων που αντλούν, για τους σκοπούς της υπό κρίση διαφοράς, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C‑29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή),

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Νομικό πλαίσιο της διαφοράς

1        Ο κανονισμός (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει στο άρθρο του 8, παράγραφοι 1 και 5:

«1.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση:

[…]

β)      εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος σύγχυσης περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.

2.      Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:

α)      τα σήματα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία αίτησης κοινοτικού σήματος, αφού ληφθεί υπόψη, ενδεχομένως, το προβαλλόμενο δικαίωμα προτεραιότητας για τα σήματα αυτά και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:

[...]

ii)      σήματα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος […] 

[…]

γ)      τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης κοινοτικού σήματος […] ήσαν παγκοίνως γνωστά σε ένα κράτος μέλος κατά την έννοια του άρθρου 6 της Σύμβασης των Παρισίων.

[…]

5.      Κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος κατά την έννοια της παραγράφου 2, το αιτούμενο σήμα δεν γίνεται επίσης δεκτό για καταχώριση αν ταυτίζεται ή ομοιάζει με το προγενέστερο σήμα και πρόκειται να καταχωρισθεί για προϊόντα ή υπηρεσίες που δεν ομοιάζουν με αυτές για τις οποίες έχει καταχωρισθεί το προγενέστερο σήμα, εφόσον, στην περίπτωση προγενέστερου κοινοτικού σήματος, τα σήμα αυτό χαίρει φήμης στην Κοινότητα και, στην περίπτωση προγενέστερου εθνικού σήματος, το σήμα αυτό χαίρει φήμης στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος, η δε χρησιμοποίηση, χωρίς εύλογη αιτία του αιτούμενου σήματος, θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από το διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη του προγενέστερου σήματος, ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.»

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Στις 12 Απριλίου 2000, η Leggett & Platt, Inc. υπέβαλε αίτηση καταχωρίσεως ως κοινοτικού σήματος του λεκτικού σήματος LURA‑FLEX για προϊόντα που εμπίπτουν στις κλάσεις 6 και 20, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας για τη διεθνή ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών ενόψει καταχωρίσεως των σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 6: «Συγκροτήματα ελατηρίων για ενσωμάτωση σε έπιπλα, κρεβάτια, κλινοστρωμνές, ταπετσαρισμένα έπιπλα, στρώματα και καθίσματα· μέρη και εξαρτήματα για όλα τα προαναφερθέντα είδη»·

–        κλάση 20: «Έπιπλα, ταπετσαρισμένα έπιπλα και καθίσματα που έχουν ενσωματωμένα στο σύνολό τους ελατήρια· κρεβάτια· κλινοστρωμνές· στρώματα· διθέσιοι καναπέδες-κρεβάτια».

3        Η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος κατατέθηκε στην αγγλική γλώσσα και δημοσιεύθηκε στο Δελτίο κοινοτικών σημάτων 13/01, της 5ης Φεβρουαρίου 2001.

4        Στις 3 Μαΐου 2001, η Fabricas Lucia Antonio Betere, S.A. Flabesa άσκησε ανακοπή κατά της καταχωρίσεως του ζητηθέντος κοινοτικού σήματος, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94.

5        Η Flabesa στήριξε την ανακοπή της σε δύο προγενέστερα εικονιστικά σήματα, που καταχωρίστηκαν στην Ισπανία, στις 21 Σεπτεμβρίου 1998, υπό τους αριθμούς 2147658 και 2147672 αντιστοίχως, και έχουν ως εξής:

Image not found

6        Το σήμα 2147658 καταχωρίστηκε για τα ακόλουθα προϊόντα: «βασικά μέταλλα και τα κράματά τους, υλικά μεταλλικών κατασκευών, φέρουσες μεταλλικές κατασκευές, μη ηλεκτρικά μεταλλικά υλικά, μεταλλικά προϊόντα κλειθροποιίας και λεπτοσιδηρικής· μεταλλικοί σωλήνες, χρηματοκιβώτια, μεταλλικά αντικείμενα μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, ορυκτά, μεταλλικοί οπλισμοί, κλινοστρωμνείς και τροχίσκοι για μεταλλικές κλίνες», που εμπίπτουν στην κλάση 6.

7        Τα προϊόντα που καθορίζει το σήμα 2147672 είναι τα εξής: «κρεβάτια, στρώματα και μαξιλάρια από μαλλί, από μπάλες μαλλιού και άχυρο, από τρίχες χαίτης και ουράς αλόγου και παρόμοιες ύλες, μικτά στρώματα με ελαστικά ελατήρια, μαξιλάρια και στρώματα από καουτσούκ, από αφρώδες υλικό και από κάθε είδος αφρό πολυουρεθάνης· βρεφικές κούνιες ύπνου, ντιβάνια· στρώματα από άχυρο με ξύλο και ελατήρια· σε σιδερένιο πλαίσιο κρεβάτια που τοποθετούνται το ένα πάνω από το άλλο, κομοδίνα, βρεφικές κούνιες ύπνου, έπιπλα κάμπινγκ και έπιπλα παραλίας, έπιπλα γενικά, περιλαμβανομένων των μεταλλικών επίπλων, έπιπλα μετατρεπόμενα σε κλίνη, γραφεία, στρώματα με μεταλλικά και κυλινδρικά ελατήρια, φουσκωτά στρώματα μη ιατρικής χρήσεως, στρώματα και στρώματα με ελατήρια για κρεβάτι, πλαίσια κρεβατιού (ξύλινα)· είδη κρεβατοκάμαρας εξαιρουμένων των καλυμμάτων κρεβατιού· εγκαταστάσεις κρεβατοκάμαρας (μη μεταλλικές), μη μεταλλικοί τροχοί κρεβατιού· στρώματα με ελατήρια για κρεβάτια, κρεβάτια νοσοκομείου· κρεβάτια με νερό, μη ιατρικής χρήσεως, έπιπλα, καθρέφτες, πλαίσια (κορνίζες), είδη μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις, από ξύλο, φελό, καλάμι, βρύουλα, λυγαριά, κέρατο, ελεφαντοστό, κόκαλο φάλαινας, χελωνόστρακο, ήλεκτρο, μαργαριτάρι, σηπιόλιθο, υποκατάστατα των παραπάνω υλικών ή από πλαστικό», που εμπίπτουν στην κλάση 20.

8        Η ανακοπή ασκήθηκε κατά όλων των προϊόντων για τα οποία ζητείται το σήμα και στηρίζεται σε όλα τα προϊόντα που προσδιορίζουν τα προγενέστερα εθνικά σήματα.

9        Σύμφωνα με το άρθρο 115, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, η Flabesa κατέθεσε την ανακοπή στην αγγλική γλώσσα, η οποία κατέστη επομένως γλώσσα της διαδικασίας επί της ανακοπής, δυνάμει του άρθρου 115, παράγραφος 6.

10      Με το από 29 Αυγούστου 2001 έγγραφο, το τμήμα ανακοπών έταξε στη Flabesa προθεσμία τεσσάρων μηνών, λήγουσα στις 29 Δεκεμβρίου 2001, για να παρουσιάσει τα πραγματικά περιστατικά, να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία και να προβάλει ισχυρισμούς προς στήριξη της ανακοπής της, τονίζοντας ότι όλα τα έγγραφα πρέπει να προσκομιστούν στη γλώσσα της διαδικασίας επί της ανακοπής ή να συνοδεύονται από μετάφραση. Συναφώς, το ΓΕΕΑ διευκρίνισε ότι απαιτούνταν επίσης μετάφραση κάθε εγγράφου ή πιστοποιητικού που είχε προσκομιστεί σε άλλη γλώσσα και δεν θα λαμβάνονταν υπόψη τα μη μεταφρασθέντα στη γλώσσα διαδικασίας έγγραφα.

11      Με το από 20 Δεκεμβρίου 2001 υπόμνημα, η Flabesa ζήτησε την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος επικαλούμενη το άρθρο 8, παράγραφοι 1, στοιχείο β΄, και 5 του κανονισμού 40/94.

12      Η Flabesa υποστήριξε ότι, λόγω της ταυτότητας των προϊόντων που προσδιορίζουν τα δύο συγκρουόμενα σήματα και της μεγάλης οπτικής, φωνητικής και εννοιολογικής ομοιότητάς τους, υφίσταται, τουλάχιστον με τη μορφή κινδύνου συσχετίσεως με προγενέστερα σήματα, κίνδυνος συγχύσεως, τον οποίο ενισχύει η φήμη των προγενεστέρων σημάτων.

13      Σύμφωνα με τη Flabesa, πρέπει επομένως να εφαρμοστεί και το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 έναντι των προϊόντων από αυτά για τα οποία ζητείται το σήμα, τα οποία δεν ήσαν παρεμφερή με τα προϊόντα που προσδιορίζουν τα προγενέστερα σήματα.

14      Προς στήριξη των ισχυρισμών της, η Flabesa προσκόμισε τα ακόλουθα έγγραφα, στην ισπανική γλώσσα, χωρίς ωστόσο να προσκομίσει τη μετάφρασή τους στη γλώσσα της διαδικασία ανακοπής:

–        απόφαση του Ανωτάτου ισπανικού δικαστηρίου της 13ης Ιουλίου 1999, με την οποία επιβεβαιώνεται η απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως της λέξης «goliatex», λόγω του κινδύνου συγχύσεως με το πασίδηλο προγενέστερο λεκτικό σήμα FLEX·

–        αποσπάσματα του δικτυακού της τόπου·

–        άλλες αποφάσεις που αναγνωρίζουν τη φήμη των σημάτων FLEX·

–        πιστοποιητικά χορηγηθέντα από τα εμπορικά επιμελητήρια της Βαρκελώνης, της Μαδρίτης, του Μπιλμπάο και της Βαλένθιας·

–        έκθεση και βεβαίωση που κατάρτισε ένα διαφημιστικό γραφείο·

–        ένορκη δήλωση του εκπροσώπου της με την οποία βεβαιώνεται η φήμη των σημάτων της, καθώς και κατάλογο σημάτων, εμπορικών ονομάτων και ιδρυμάτων, η επωνυμία των οποίων περιλαμβάνει τις λέξεις «flex» και «multielastic»·

–        αποσπάσματα τεσσάρων διαφημιστικών μηνυμάτων·

–        δήλωση των εξόδων διαφημίσεως και εμπορικής προωθήσεως·

–        κατάλογο των προιόντων.

15      Με το πρωτοκολληθέν στις 24 Απριλίου 2002 έγγραφο, η Leggett & Platt αμφισβήτησε ότι τα έγγραφα αυτά μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον δεν είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής.

16      Με το από 9 Αυγούστου 2002 έγγραφο, η Flabesa προσκόμισε τη μετάφραση των επίμαχων εγγράφων στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής και ζήτησε εκ νέου την απόρριψη της αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος προβάλλοντας, κυρίως, το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 και, επικουρικώς, την παράγραφο 5 αυτού.

17      Περαιτέρω, η Flabesa διευκρίνισε ότι αγοράστηκε από τη Flex Equipos de Descanso στις 31 Δεκεμβρίου 1999, με όλους τους τίτλους της, δικαιώματα και υποχρεώσεις, περιλαμβανομένων των αξιώσεων που διατύπωσε ως ανακόπτουσα ενώπιον του ΓΕΕΑ, και προσκόμισε ενώπιόν του τα πληρεξούσια που είχαν συντάξει οι δύο εταιρίες για τον κοινό τους εκπρόσωπο.

18      Με το από 30 Αυγούστου 2002 έγγραφο, το τμήμα ανακοπών διαβίβασε τις παρατηρήσεις της ανακόπτουσας στη Leggett & Platt διευκρινίζοντάς της ότι δεν μπορούν πλέον να προβληθούν νέα επιχειρήματα.

19      Με την από 24 Μαρτίου 2003 απόφαση 715/2003, το τμήμα ανακοπών, παρά την ταυτότητα ή ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων, απέρριψε την ανακοπή, λόγω των διαφορών των συγκρουομένων σημείων.

20      Το τμήμα ανακοπών διευκρίνισε ότι η κρίση αυτή θα ήταν διαφορετική αν η ανακόπτουσα είχε εμπροθέσμως προβάλει λυσιτελώς τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα των προγενεστέρων σημάτων της λόγω της διαδεδομένης χρήσης τους, προσκομίζοντας τις απαραίτητες μεταφράσεις των κρίσιμων για την υπόθεση αποδείξεων. Ελλείψει αυτού, οι διατυπωθέντες ισχυρισμοί και τα προσκομισθέντα από την ανακόπτουσα αποδεικτικά στοιχεία δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη.

21      Στις 5 Μαΐου 2003, η ανακόπτουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του τμήματος προσφυγών επικρίνοντας την άρνηση του τμήματος ανακοπών να δεχθεί τα αποδεικτικά στοιχεία περί της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της, μολονότι τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία είχαν προσκομιστεί με τις μεταφράσεις τους σε απάντηση των ενστάσεων της Leggett & Platt όσον αφορά τον καθεαυτό διακριτικό χαρακτήρα των προγενεστέρων σημάτων και τον απορρέοντα από τη φήμη τους έντονο διακριτικό χαρακτήρα.

22      Η προσφυγή αυτή απορρίφθηκε με απόφαση της 18ης Μαρτίου 2004 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) του πρώτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ.

23      Το ΓΕΕΑ δέχθηκε ότι το τμήμα ανακοπών δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά και δικαιολογητικά στοιχεία που αποδεικνύουν τη φήμη των προγενεστέρων σημάτων της ανακόπτουσας, διότι τα στοιχεία αυτά δεν είχαν προσκομισθεί στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, κατά παράβαση του κανόνα 17, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ L 303, σ. 1), και λόγω της παραλείψεως αυτής η Leggett & Platt δεν μπόρεσε να αμυνθεί.

24      Στη συνέχεια, το τμήμα προσφυγών έκρινε ότι, λαμβανομένων υπόψη των υφισταμένων μεταξύ των συγκρουομένων σημάτων διαφορών, το τμήμα ανακοπών ορθώς έκρινε ότι δεν υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως.

25      Τέλος, καθόσον τα ανταγωνιστικά σήματα δεν μπορούν να θεωρηθούν παρεμφερή, το τμήμα προσφυγών απέρριψε τα επιχειρήματα που άντλησε η ανακόπτουσα από το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, για τον λόγο ότι η ανακόπτουσα δεν προσκόμισε εμπροθέσμως τα αποδεικτικά στοιχεία της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της και δεν απέδειξε κατά ποιο τρόπο από τη χρήση του κοινοτικού σήματος του οποίου ζητείται η καταχώριση μπορεί η Leggett & Platt να προσπορίζεται αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των προγενεστέρων σημάτων ή να τα βλάπτει.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

26      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 28 Μαΐου 2004, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή βάσει του άρθρου 63 του κανονισμού 40/94.

27      Οι διάδικοι δεν παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 14ης Ιουνίου 2006.

28      Με διάταξη της 30ής Απριλίου 2007, η προφορική διαδικασία διεξήχθη εκ νέου για να δοθεί στους διαδίκους η δυνατότητα να υποβάλουν ενδεχομένως παρατηρήσεις κατόπιν της εκδόσεως της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 13ης Μαρτίου 2007, C-29/05 P, ΓΕΕΑ κατά Kaul (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή).

29      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει και να αναδιατυπώσει την προσβαλλόμενη απόφαση καθόσον δεν έλαβε υπόψη τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία και απέρριψε την ανακοπή·

–        να αναπέμψει την υπόθεση στο ΓΕΕΑ και να το υποχρεώσει να αρνηθεί την καταχώριση του σήματος LURA-FLEX για όλα τα προϊόντα για τα οποία ζητείται το σήμα·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

30      Το ΓΕΕΑ και η Leggett & Platt, παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου, ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει ως απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας·

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του δευτέρου αιτήματος της προσφεύγουσας

31      Το ΓΕΕΑ και η Leggett & Platt υποστηρίζουν ότι το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτο καθόσον ζητείται από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να αρνηθεί την καταχώριση του ζητουμένου κοινοτικού σήματος, ενώ μια τέτοια διαταγή εκφεύγει της αρμοδιότητας του Πρωτοδικείου.

32      Το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας ενώπιον του κοινοτικού δικαστή κατά αποφάσεως τμήματος προσφυγών του Γραφείου, το Γραφείο υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 63, παράγραφος 6, του κανονισμού 40/94, να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την εκτέλεση της ενδεχομένως ακυρωτικής αποφάσεως του κοινοτικού δικαστή.

33      Επομένως, δεν απόκειται στο Πρωτοδικείο να απευθύνει διαταγές στο ΓΕΕΑ. Στο ΓΕΕΑ εναπόκειται αντιθέτως να συμμορφωθεί, ενδεχομένως, προς το διατακτικό και το αιτιολογικό των αποφάσεων του Πρωτοδικείου [απόφαση της 31ης Ιανουαρίου 2001, T-331/99, Mitsubishi HiTec Paper Bielefeld κατά ΓΕΕΑ (Giroform), Συλλογή 2001, σ. II-433, σκέψη 33].

34      Επομένως, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας καθόσον ζητεί από το Πρωτοδικείο να υποχρεώσει το ΓΕΕΑ να αρνηθεί την καταχώριση του ζητουμένου κοινοτικού σήματος για όλα τα προϊόντα για τα οποία ζητείται το σήμα.

 Επί της ουσίας

35      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προσβάλλει κατ’ αρχάς την παράβαση δύο ουσιωδών τύπων. Συναφώς, υποστηρίζει, κυρίως, ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τον κανόνα 18, παράγραφος 2, και τον κανόνα 22, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95 και, επικουρικώς, ότι προσβλήθηκε το δικαίωμά της ακροάσεως.

36      Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών προέβη σε ανακριβή εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 μη λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως και εσφαλμένως δεν εφάρμοσε το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού.

 Επί της παραβάσεως του κανόνα 18, παράγραφος 2, και του κανόνα 22, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95

–       Επιχειρήματα των διαδίκων

37      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι το τμήμα προσφυγών παρέβη τον κανόνα 18, παράγραφος 2, και τον κανόνα 22, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95, αρνούμενο να δεχθεί τα αποδεικτικά στοιχεία της φήμης των προγενέστερων σημάτων της, διότι δεν είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα διαδικασίας εντός της προθεσμίας που είχε τάξει το τμήμα ανακοπών.

38      Ενώ ο κανόνας 18, παράγραφος 2, υποχρεώνει το ΓΕΕΑ να καλεί τον ανακόπτοντα να θεραπεύσει τις διαπιστωθείσες ελλείψεις του δικογράφου ανακοπής εντός δύο μηνών, ο κανόνας 22, παράγραφος 4, δίνει στο ΓΕΕΑ τη δυνατότητα να καλεί τον ανακόπτοντα να υποβάλει, εντός της προθεσμίας που του τάσσει, μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας επί της ανακοπής των ενδείξεων και αποδεικτικών στοιχείων που έχουν προσκομισθεί σε άλλη γλώσσα προς στήριξη της χρήσης των προγενεστέρων σημάτων.

39      Αντί να περιοριστεί στην προσθήκη μιας τυποποιημένης παραγράφου στο από 29 Αυγούστου 2001 έγγραφό του, το τμήμα ανακοπών έπρεπε επομένως να ζητήσει τυπικώς από την προσφεύγουσα να επανορθώσει τη διαπιστωθείσα έλλειψη μετάφρασης ή να της χορηγήσει προθεσμία να επανορθώσει την έλλειψη αυτή, από τη στιγμή που το επισήμανε η Leggett & Platt.

40      Όπως προκύπτει από τη σκέψη 44 της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 13ης Ιουνίου 2002, T‑232/00, Chef Revival USA κατά ΓΕΕΑ – Massagué Marín (Chef) (Συλλογή 2002, σ. II‑2749), όταν δεν προσκομίζονται προς στήριξη της ανακοπής αποδεικτικά στοιχεία, έγγραφα ή μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας εντός της αρχικώς ταχθείσας προς τούτο προθεσμίας ή εντός της προθεσμίας που έχει παραταθεί κατ’ εφαρμογήν του κανόνα 71, παράγραφος 1, του κανονισμού 2868/95, το τμήμα ανακοπών μπορεί είτε να απορρίψει την ανακοπή ως αβάσιμη είτε, όπως εν προκειμένω, να αποφανθεί στηριζόμενο στα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία, σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 3, του κανονισμού 2868/95, υπό την προϋπόθεση ωστόσο να λάβει υπόψη όλα τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία.

41      Εν πάση περιπτώσει, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα έπρεπε να ληφθούν υπόψη τουλάχιστον ως απόδειξη του εντόνου διακριτικού χαρακτήρα των προγενεστέρων σημάτων της λόγω της χρήσης τους, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

42      Το ΓΕΕΑ και η Leggett & Platt απαντούν ότι, δυνάμει του κανόνα 17, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95, ο ανακόπτων πρέπει να προσκομίσει τη μετάφραση των αποδεικτικών στοιχείων της φήμης των προγενεστέρων σημάτων είτε εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παρέλευση της προθεσμίας ασκήσεως ανακοπής είτε εντός της ταχθείσας, όπως εν προκειμένω, από το ΓΕΕΑ προθεσμίας δυνάμει του κανόνα 16, παράγραφος 3, σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 2.

43      Ωστόσο, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε μέχρι τις 29 Δεκεμβρίου 2001, ημερομηνία που είχε νομοτύπως ταχθεί από το ΓΕΕΑ, την αγγλική μετάφραση των αποδεικτικών στοιχείων της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της. Επομένως, το τμήμα ανακοπών και το τμήμα προσφυγών ορθώς αρνήθηκαν να εξετάσουν τα αποδεικτικά στοιχεία, που είχαν προσκομιστεί στα ισπανικά, των θεωρουμένων ότι απορρέουν από το άρθρο 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 δικαιωμάτων της προσφεύγουσας.

44      Αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί επομένως να ακυρωθεί για τον λόγο ότι ο κανόνας 18, παράγραφος 2, επιβάλλει στο ΓΕΕΑ την υποχρέωση να δίνει τους ανακόπτοντες την ευκαιρία συμπληρώσεως των προσκομισθέντων αποδεικτικών στοιχείων εντός νέας προθεσμίας τασσομένης από το ΓΕΕΑ.

45      Ο κανόνας 18 αφορά το παραδεκτό της ανακοπής, που το ΓΕΕΑ εξετάζει αυτεπαγγέλτως, και όχι την υποχρέωση προσκομίσεως μεταφράσεως στη γλώσσα της διαδικασίας, που επιβάλλεται με τον κανόνα 17, παράγραφος 2, η παράβαση του οποίου αποτελεί μη τήρηση ουσιαστικής προϋποθέσεως αντιστοιχούσα στην έλλειψη αποδείξεως της υπάρξεως των πραγματικών περιστατικών επί των οποίων στηρίζεται η ανακοπή [προπαρατεθείσα απόφαση Chef, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 44 και απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Ιουνίου 2004, T-107/02, GE Betz κατά ΓΕΕΑ, Atofina Chemicals (BIOMATE), Συλλογή 2004, σ. II-1845, σκέψη 70].

46      Τέλος, ο κανόνας 22, παράγραφος 4, δεν μπορεί να εφαρμοστεί εν προκειμένω, διότι αφορά μόνον την απόδειξη της χρήσεως των προγενεστέρων σημάτων, η οποία απαιτείται μόνον όταν τα προγενέστερα αυτά σήματα έχουν καταχωρισθεί τουλάχιστον από πέντε μηνών και ο αιτών την καταχώριση του κοινοτικού σήματος απαιτεί από τον ανακόπτοντα, αντίθετα προς τα πραγματικά περιστατικά της προκειμένης περιπτώσεως, την απόδειξη της χρήσης αυτής.

–       Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

47      Ο κανόνας 16 του κανονισμού 2868/95 ορίζει στην παράγραφο 3 ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της φήμης των σημάτων επί των οποίων βασίζεται η ανακοπή μπορούν να προσκομισθούν, αν δεν έχουν προσκομισθεί συγχρόνως με το δικόγραφο ανακοπής ή κατόπιν αυτού, εντός προθεσμίας που έπεται της κίνησης της διαδικασίας ανακοπής, την οποία τάσσει το ΓΕΕΑ σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 2, του κανονισμού 2868/95.

48      Περαιτέρω, ο κανόνας 17 του ιδίου αυτού κανονισμού, σχετικά με τις γλώσσες της διαδικασίας ανακοπής, ορίζει στην παράγραφο 2 ότι, όταν τα αποδεικτικά και δικαιολογικά στοιχεία προς στήριξη της ανακοπής δεν προσκομίζονται, όπως εν προκειμένω, στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, ο ανακόπτων πρέπει να υποβάλει μετάφραση στη γλώσσα αυτή εντός της προθεσμίας που τάσσει το ΓΕΕΑ, δυνάμει του κανόνα 16, παράγραφος 3.

49      Επομένως, η προσφεύγουσα υποχρεούνταν να προσκομίσει στο τμήμα ανακοπών τις μεταφράσεις των αποδεικτικών στοιχείων της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της πριν λήξει, στις 29 Δεκεμβρίου 2001, η ταχθείσα προθεσμία των τεσσάρων μηνών, σύμφωνα με τον κανόνα 20, παράγραφος 2, για την προσκόμιση των πραγματικών περιστατικών, αποδείξεων και ισχυρισμών που ο ενδιαφερόμενος κρίνει ότι απαιτούνται προς στήριξη της ανακοπής του.

50      Πράγματι, από τη διπλή παραπομπή του κανόνα 16, παράγραφος 3, στον κανόνα 20, παράγραφος 2, αφενός, και του κανόνα 17, παράγραφος 2, στον κανόνα 16, παράγραφος 3, αφετέρου, προκύπτει ότι η προθεσμία που είχε τάξει το τμήμα ανακοπών, κατ' εφαρμογήν του κανόνα 20, παράγραφος 2, για την υποβολή λεπτομερών πληροφοριακών στοιχείων περί των πραγματικών περιστατικών, αποδείξεων και παρατηρήσεων που προσκομίστηκαν προς στήριξη της ανακοπής ισχύει επίσης για τις μεταφράσεις στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής των αποδεικτικών στοιχείων της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της προσφεύγουσας.

51      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, με το από 29 Αυγούστου 2001 έγγραφό του, το τμήμα ανακοπών ρητώς τόνισε στην προσφεύγουσα ότι όλα τα έγγραφα πρέπει να προσκομισθούν στη γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής, εν προκειμένω στην αγγλική, ή να συνοδεύονται από μετάφραση στη γλώσσα αυτή και απαιτούνταν επίσης η μετάφραση κάθε προσκομισθέντος ήδη σε άλλη γλώσσα εγγράφου ή πιστοποιητικού, δεδομένου ότι τα έγγραφα που δεν είχαν μεταφραστεί στη γλώσσα της διαδικασίας δεν θα λαμβάνονταν υπόψη.

52      Μολονότι η προσφεύγουσα κατέθεσε νομοτύπως ενώπιον του τμήματος ανακοπών, στις 20 Δεκεμβρίου 2001, λεπτομερή πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις και τους ισχυρισμούς προς στήριξη της ανακοπής, προσκόμισε ωστόσο με την ευκαιρία αυτή μόνο στα ισπανικά τα αποδεικτικά και δικαιολογητικά στοιχεία της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της. Μόνο στις 9 Αυγούστου 2002, δηλαδή μετά την παρέλευση, στις 29 Δεκεμβρίου 2001, της ταχθείσας από το τμήμα ανακοπών τετράμηνης προθεσμίας, η προσφεύγουσα κατέθεσε μετάφραση των αποδεικτικών αυτών στοιχείων στα αγγλικά, γλώσσα της διαδικασίας ανακοπής.

53      Ματαίως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το τμήμα ανακοπών παρέβη τον κανόνα 18, παράγραφος 2, και τον κανόνα 22, παράγραφος 4, του κανονισμού 2868/95, αρνούμενο να λάβει υπόψη τις μεταφράσεις που προσκομίστηκαν, προγενέστερα, χωρίς να έχει ειδικώς κληθεί η προσφεύγουσα να επανορθώσει την έλλειψη μεταφράσεων, από τη στιγμή που διαπιστώθηκε η έλλειψη αυτή, ή να χορηγήσει στην ενδιαφερομένη συγκεκριμένη προθεσμία επανορθώσεως της ελλείψεως, από τη στιγμή που η Leggett & Platt την επισήμανε.

54      Αφενός, ο κανόνας 18, παράγραφος 2, σύμφωνα με τον οποίο το ΓΕΕΑ ενημερώνει τον ανακόπτοντα σχετικά με τις ελλείψεις που έχει το δικόγραφο ανακοπής και καλεί τον ενδιαφερόμενο να τις θεραπεύσει εντός προθεσμίας δύο μηνών, η οποία δεν μπορεί να παραταθεί, δεν εφαρμόζεται στη διαφορά, ούτε κατ’ αναλογίαν, διότι αφορά τους λόγους απαραδέκτου της ανακοπής (απόφαση Chef, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψη 36).

55      Ωστόσο, οι νόμιμες απαιτήσεις που αφορούν την προσκόμιση στοιχείων ως προς τα πραγματικά περιστατικά, τις αποδείξεις, τα επιχειρήματα καθώς και τα δικαιολογητικά στοιχεία προς στήριξη της ανακοπής δεν συνιστούν προϋποθέσεις παραδεκτού της ανακοπής, αλλά προϋποθέσεις που εμπίπτουν στην επί της ουσίας εξέταση της ανακοπής (απόφαση Chef, σκέψη 40 ανωτέρω, σκέψεις 37 και 52).

56      Επομένως, το τμήμα ανακοπών ουδόλως υποχρεούνταν να επισημάνει στην προσφεύγουσα την παρατυπία που συνίσταται στην παράλειψη να προσκομίσει μετάφραση των αποδεικτικών στοιχείων της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της, εφόσον η έλλειψη της μεταφράσεως αυτής δεν αντίκειται σε καμία διάταξη του κανονισμού 40/94 ή του κανονισμού 2868/95, την οποία αφορά ο κανόνας 18, παράγραφος 2, του τελευταίου αυτού κανονισμού (απόφαση BIOMATE, σκέψη 45, ανωτέρω, σκέψη 70).

57      Αφετέρου, το ΓΕΕΑ δεν παρέβη τον κανόνα 22, παράγραφος 4, ο οποίος του δίνει τη δυνατότητα να καλεί τον ανακόπτοντα να προσκομίσει εντός της τασσομένης από το ΓΕΕΑ προθεσμίας μετάφραση στη γλώσσα της διαδικασίας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν σε άλλη γλώσσα προς στήριξη της χρήσης των προγενεστέρων σημάτων, κατά την έννοια του άρθρου 43, παράγραφοι 2 ή 3, του κανονισμού 40/94.

58      Η τελευταία αυτή διάταξη, η οποία επιτρέπει στον ανακόπτοντα να αποδεικνύει, κατόπιν αιτήσεως του αιτούντος την καταχώριση, ότι το προγενέστερο σήμα επί του οποίου στηρίζεται η ανακοπή έχει αποτελέσει το αντικείμενο σοβαρής χρήσης κατά τη διάρκεια των πέντε ετών που προηγούνται της δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος, δεν έχει προδήλως εφαρμογή στη συγκεκριμένη περίπτωση.

59      Πράγματι, η προσφεύγουσα της οποίας τα προγενέστερα σήματα καταχωρίστηκαν το 1998 δεν μπορεί να προβάλει ότι υπάρχει πενταετής χρήση, συμπληρωθείσα κατά την ημερομηνία δημοσιεύσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως του κοινοτικού σήματος, διότι η δημοσίευση αυτή έγινε στις 5 Φεβρουαρίου 2001.

60      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν ζήτησε λυσιτελώς το ευεργέτημα του κανόνα 71 του κανονισμού 2868/95, ο οποίος, όταν οι περιστάσεις το δικαιολογούν, επιτρέπει στο ΓΕΕΑ να παρατείνει μια προθεσμία που έχει τάξει, εφόσον έχει ζητηθεί τούτο από το ενδιαφερόμενο μέρος πριν από τη λήξη της αρχικής προθεσμίας.

61      Η προσφεύγουσα, εφόσον προσκόμισε εκπροθέσμως στο τμήμα ανακοπών τις μεταφράσεις των αποδεικτικών και δικαιολογητικών στοιχείων της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της στη γλώσσα της διαδικασίας, πρέπει να θεωρηθεί ότι δεν προσκόμισε τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία εμπροθέσμως, κατά την έννοια του άρθρου 74, παράγραφος 2, του κανονισμού 40/94, οπότε το ΓΕΕΑ μπορεί να μην τα λάβει υπόψη, κατ’ εφαρμογήν της ίδιας αυτής διατάξεως.

62      Το προαναφερθέν άρθρο παρέχει στο τμήμα προσφυγών, ενώπιον του οποίου, όπως εν προκειμένω, υποβάλλονται τα πραγματικά περιστατικά ή αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίσθηκαν εκπροθέσμως ενώπιον του τμήματος ανακοπών, ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ώστε να αποφασίσει, αιτιολογώντας συναφώς την απόφασή του, αν πρέπει ή δεν πρέπει να τα λάβει υπόψη (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψεις 43 και 63), και οι διάδικοι έχουν τη δυνατότητα να υποβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους.

63      Η συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών μπορεί να δικαιολογηθεί ιδίως όταν, αφενός, τα εκπροθέσμως προσκομισθέντα στοιχεία ενδέχεται εκ πρώτης όψεως να ασκούν πραγματική επιρροή όσον αφορά την τύχη της ανακοπής και, αφετέρου, το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο προσκομίζονται εκπροθέσμως τα στοιχεία αυτά, αλλά και οι σχετικές περιστάσεις, δεν εμποδίζουν τη συνεκτίμηση αυτή (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 44).

64      Η δυνατότητα αυτή του τμήματος προσφυγών είναι αντικειμενικώς ικανή να συμβάλει στο να αποφεύγεται η καταχώριση σημάτων η χρήση των οποίων ενδέχεται ακολούθως να αμφισβητηθεί επιτυχώς μέσω διαδικασίας ακυρώσεως ή στο πλαίσιο διαδικασίας παραποιήσεως (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 48).

65      Εξάλλου, το άρθρο 62, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, προβλέποντας ότι το τμήμα προσφυγών μπορεί να ασκεί τις αρμοδιότητες του τμήματος του ΓΕΕΑ που εξέδωσε την απόφαση που υπόκειται στον έλεγχό του, παρέχει στο τμήμα προσφυγών την αρμοδιότητα να προβεί σε νέα πλήρη εξέταση της ουσίας της ανακοπής, τόσο από νομικής απόψεως όσο και ως προς τα πραγματικά περιστατικά (απόφαση ΓΕΕΑ κατά Kaul, σκέψη 28 ανωτέρω, σκέψη 57).

66      Εν προκειμένω, το τμήμα προσφυγών αρνήθηκε εκ προοιμίου να δεχθεί τις μεταφράσεις των αποδεικτικών και δικαιολογητικών στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της για τον μοναδικό λόγο ότι η συνεκτίμησή τους αποκλειόταν αυτεπαγγέλτως λόγω της εκπρόθεσμης προσκομίσεώς τους ενώπιον του τμήματος ανακοπών. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών, θεώρησε ότι στερείται κάθε εξουσίας εκτιμήσεως για να λάβει ενδεχομένως υπόψη του τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία.

67      Επομένως, το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο παραιτούμενο εκ προοιμίου της ασκήσεως της εξουσίας του εκτιμήσεως ώστε να αποφασίσει αν πρέπει ή δεν πρέπει να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά και δικαιολογητικά στοιχεία της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της προσφεύγουσας.

68      Σημειωτέον, ως προς τη λυσιτέλεια των εν λόγω αποδεικτικών στοιχείων, ότι το τμήμα ανακοπών ρητώς επισήμανε ότι μπορούσε να κρίνει ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ των συγκρουομένων σημείων, αν η προσφεύγουσα είχε προβάλει εμπροθέσμως ότι τα προγενέστερα σήματά της είχαν έντονο διακριτικό χαρακτήρα λόγω της διαδεδομένης χρήσης τους και είχε προσκομίσει τις απαιτούμενες για τη στοιχειοθέτηση του έντονου αυτού διακριτικού χαρακτήρα μεταφράσεις.

69      Περαιτέρω, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών θεώρησε ότι δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία της φήμης των προγενεστέρων σημάτων της εμπροθέσμως.

70      Σημειωτέον επίσης, όσον αφορά το στάδιο της διαδικασίας κατά το οποίο έγινε η προσκόμιση των αποδεικτικών στοιχείων, ότι η προσφεύγουσα κατέθεσε ενώπιον του τμήματος ανακοπών τις επίδικες μεταφράσεις στις 9 Αυγούστου 2002 και προσέφυγε στις 5 Μαρτίου 2003 ενώπιον του τμήματος προσφυγών, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση στις 18 Μαρτίου 2004.

71      Υπό τις συνθήκες αυτές, από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι κάποια χρονική δέσμευση εμπόδισε το τμήμα προσφυγών να λάβει υπόψη τις μεταφράσεις των αποδεικτικών στοιχείων της φήμης των προγενεστέρων σημάτων επί των οποίων στηριζόταν η ανακοπή.

72      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι σύννομη και πρέπει συνεπώς να ακυρωθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιποί λόγοι που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

73      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

74      Δεδομένου ότι το ΓΕΕΑ ηττήθηκε, καθόσον η απόφαση του τμήματος προσφυγών ακυρώθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το αίτημά της.

75      Η παρεμβαίνουσα, επειδή ηττήθηκε, θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του πρώτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), της 18ης Μαρτίου 2004 (υπόθεση R 333/2003‑1).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα, καθώς και αυτά της προσφεύγουσας.

3)      Η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικά της δικαστικά έξοδα.

Legal

Wiszniewska-Białecka

Moavero Milanesi

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 11 Ιουλίου 2007.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      H. Legal


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.