Language of document : ECLI:EU:T:2013:295

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 5ης Ιουνίου 2013 (*)

«Τελωνειακή ένωση – Εισαγωγή συμπυκνωμένης γαλακτοσφαιρίνης προελεύσεως Νέας Ζηλανδίας – Είσπραξη εκ των υστέρων εισαγωγικών δασμών – Αίτηση διαγραφής εισαγωγικών δασμών – Άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και άρθρο 236 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92»

Στην υπόθεση T‑65/11,

Recombined Dairy System A/S, με έδρα το Horsens (Δανία), εκπροσωπούμενη από τους T. Kristjánsson και T. Gønge, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους A.-M. Caeiros, L. Keppenne και B.-R. Killmann, επικουρούμενους από τον P. Dyrberg, δικηγόρο,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2010) 7692 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, που διαπιστώνει ότι ήταν δικαιολογημένο να βεβαιωθούν εκ των υστέρων ορισμένοι εισαγωγικοί δασμοί και ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η διαγραφή των δασμών αυτών (φάκελος REC 03/08),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood, πρόεδρο, F. Dehousse (εισηγητή) και J. Schwarcz, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 6ης Δεκεμβρίου 2012,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        H προσφεύγουσα, Recombined Dairy System A/S, εισήγαγε στην Ευρωπαϊκή Ένωση συμπυκνωμένη γαλακτοσφαιρίνη (στο εξής: LGC) προελεύσεως Νέας Ζηλανδίας. Υφίστανται διάφορες μορφές LGC, με βάση την περιεκτικότητά τους σε οροπρωτεΐνες.

2        Το 1993 και το 1994 η προσφεύγουσα υπέβαλε στις δανικές τελωνειακές αρχές αιτήσεις παροχής δεσμευτικών δασμολογικών πληροφοριών (στο εξής: RTC) για δέκα LGC, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται οι γαλακτοσφαιρίνες LGC 312, 392 και 472. Οι RTC για τα τρία αυτά προϊόντα χορηγήθηκαν στην προσφεύγουσα βάσει των διαβιβασθέντων πληροφοριακών στοιχείων και χωρίς να διενεργηθεί ανάλυση των σχετικών προϊόντων. Τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα και τα οποία επαναλαμβάνονται στις RTC κάνουν λόγο, μεταξύ άλλων, για ένα ποσοστό οροπρωτεϊνών υπολογιζόμενο επί ξηράς ουσίας μεγαλύτερο από 80 % και για σύνθεση κατά 75 % από βήτα-γαλακτοσφαιρίνη και ανοσολογική σφαιρίνη και κατά 25 % από άλλες οροπρωτεΐνες. Οι ως άνω LGC κατατάχθηκαν στη δασμολογική διάκριση 3504 της συνδυασμένης ονοματολογίας που περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του κανονισμού (ΕΟΚ) 2658/87 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1987, για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο (ΕΕ L 256, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε (στο εξής: ονοματολογία). Η δασμολογική διάκριση 3504 της ονοματολογίας αφορά, ιδίως, τις «συμπυκνωμένες πρωτεΐνες γάλακτος». Οι RTC για τα τρία αυτά προϊόντα ίσχυαν από τις 13 Απριλίου 1994 μέχρι τις 12 Απριλίου 2000.

3        Το 1995 η προσφεύγουσα υπέβαλε στις δανικές τελωνειακές αρχές αίτηση να της δοθεί RTC για τη γαλακτοσφαιρίνη LGC 450. Οι αρχές αυτές ανακοίνωσαν στην προσφεύγουσα ότι δεν ήταν αναγκαία μια νέα RTC, καθόσον η LGC 450 ήταν σε μεγάλο βαθμό όμοια με την LGC 472 για την οποία είχε ήδη χορηγηθεί RTC. Τότε η προσφεύγουσα απέσυρε την αίτησή της. Κατά συνέπεια, δεν έλαβε RTC για την LGC 450.

4        Για άλλα είδη προϊόντων, δηλαδή τις LGC 131 και 8471, η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε αίτηση σχετική με RTC.

5        Κατόπιν αναλύσεως ενός δείγματος, από την οποία προέκυψε περιεκτικότητα σε οροπρωτεΐνες χαμηλότερη της αρχικώς δηλωθείσας (ήτοι περιεκτικότητα σε οροπρωτεΐνες μικρότερη του 80 %), οι δανικές τελωνειακές αρχές προέβησαν σε ανάλυση του συνόλου των εισαγόμενων από την προσφεύγουσα LGC. Βάσει των αναλύσεων αυτών, αποφάσισαν, στις 27 Νοεμβρίου 2000, να κατατάξουν τις LGC 131, 312, 392, 450 και 8471 στη δασμολογική διάκριση 0404 της ονοματολογίας και να βεβαιώσουν εκ των υστέρων εισαγωγικούς δασμούς για τα προϊόντα αυτά. Η εν λόγω δασμολογική διάκριση κάλυπτε, μεταξύ άλλων, τον «ορό γάλακτος, έστω και συμπυκνωμένο». Εξέθεσαν επίσης, στη σχετική τους απόφαση, ότι, αν το περιεχόμενο σε οροπρωτεΐνες που είχε δηλώσει αρχικώς η προσφεύγουσα ήταν ακριβές (ήτοι αν η περιεκτικότητα σε οροπρωτεΐνες ήταν μεγαλύτερη από 80 %), θα κατέτασσαν τα ως άνω προϊόντα στη δασμολογική διάκριση 3502 της ονοματολογίας. Η εν λόγω δασμολογική διάκριση κάλυπτε, μεταξύ άλλων, «τα συμπυκνώματα διαφόρων οροπρωτεϊνών που περιέχουν, σε βάρος υπολογιζόμενο επί ξηράς ουσίας, άνω του 80 % οροπρωτεΐνες». Έτσι, έκριναν ότι τα προϊόντα αυτά δεν έπρεπε να καταταγούν στη δασμολογική διάκριση 3504 της ονοματολογίας.

6        Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε τη δασμολογική αυτή κατάταξη και τη χρησιμοποιηθείσα μέθοδο αναλύσεως, οπότε οι δανικές τελωνειακές αρχές τροποποίησαν τη μέθοδό τους και συνήγαγαν τελικά ότι το περιεχόμενο σε πρωτεΐνες των LGC που είχε αρχικώς δηλώσει η προσφεύγουσα ήταν ορθό (ήτοι ποσοστό οροπρωτεϊνών υπολογιζόμενο επί ξηράς ουσίας μεγαλύτερο από 80 %). Αποφάσισαν να επανεξετάσουν την ως άνω δασμολογική κατάταξη και τροποποίησαν την απόφασή τους, κατατάσσοντας τις LGC 131, 312, 392, 450 και 8471 στη δασμολογική διάκριση 3502 της ονοματολογίας. Η εν λόγω μεταβολή δασμολογικής κατατάξεως δεν επηρέασε την απόφαση περί της εκ των υστέρων βεβαιώσεως εισαγωγικών δασμών επί των σχετικών προϊόντων.

7        Στις 13 Ιουνίου 2005 η προσφεύγουσα υπέβαλε στις δανικές τελωνειακές αρχές αίτηση διαγραφής εισαγωγικών δασμών βάσει, αφενός, του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, σε συνδυασμό με το άρθρο 236, και, αφετέρου, του άρθρου 239 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2913/92 του Συμβουλίου, της 12ης Οκτωβρίου 1992, περί θεσπίσεως κοινοτικού τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 302, σ. 1, στο εξής: τελωνειακός κώδικας). Η αίτησή της αφορούσε την εισαγωγή LGC το διάστημα από 1ης Σεπτεμβρίου 1997 μέχρι 2 Αυγούστου 2000, για τις οποίες είτε δεν είχε ποτέ δοθεί RTC είτε ο χρόνος ισχύος των προηγουμένως εκδοθεισών RTC είχε λήξει κατά τον χρόνο της εισαγωγής. Οι δανικές τελωνειακές αρχές απέρριψαν την αίτηση αυτή με απόφαση της 1ης Αυγούστου 2005.

8        Στις 22 Σεπτεμβρίου 2005 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Landsskatteretten (εθνικού φορολογικού δικαστηρίου της Δανίας).

9        Στις 13 Σεπτεμβρίου 2007 το Landsskatteretten διέταξε τις δανικές τελωνειακές αρχές να παραπέμψουν την αίτηση της προσφεύγουσας στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, για να αποφασίσει συναφώς. Το Landsskatteretten έκρινε, ιδίως, ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, δεν αποκλείεται να πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, ή του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα.

10      Στις 6 Οκτωβρίου 2008 οι δανικές αρχές υπέβαλαν στην Επιτροπή αίτημα να αποφανθεί η τελευταία, δυνάμει του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, αν ήταν δικαιολογημένο να μη βεβαιώσουν εκ των υστέρων εισαγωγικούς δασμούς και επικουρικώς αν ήταν δικαιολογημένη, δυνάμει του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα, η διαγραφή των εν λόγω δασμών.

11      Με την απόφαση C(2010) 7692 τελικό, της 12ης Νοεμβρίου 2010, που διαπιστώνει ότι η εκ των υστέρων βεβαίωση ορισμένων εισαγωγικών δασμών ήταν δικαιολογημένη και ότι η διαγραφή των δασμών αυτών δεν ήταν δικαιολογημένη (φάκελος REC 03/08) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η Επιτροπή, πρώτον, έκρινε ότι ήταν δικαιολογημένο, βάσει του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, να μη βεβαιωθούν εκ των υστέρων εισαγωγικοί δασμοί για τις προγενέστερες της 13ης Απριλίου 2000 εισαγωγές LGC 450. Για τις εισαγωγές άλλων προϊόντων, ήτοι LGC 131, 312, 392 και 8471, καθώς και LGC 450 που εισάγονταν από τις 13 Απριλίου 2000 και μετά, η Επιτροπή έκρινε δικαιολογημένη την εκ των υστέρων βεβαίωση εισαγωγικών δασμών. Δεύτερον, έκρινε, βάσει του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα, ότι ήταν δικαιολογημένη η διαγραφή εισαγωγικών δασμών για τις εισαγωγές LGC 312 και 392, καθώς και για τις μετά τις 13 Απριλίου 2000 εισαγωγές LGC 450. Αντιθέτως, συνήγαγε ότι καμία διαγραφή εισαγωγικών δασμών δεν ήταν δικαιολογημένη για τις εισαγωγές LGC 131 και 8471. Σημείωσε, επ’ αυτού, ότι δεν υφίστατο καμία ειδική κατάσταση, υπό την έννοια του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα, καθόσον η προσφεύγουσα ουδέποτε είχε ζητήσει RTC για τα προϊόντα αυτά.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιανουαρίου 2011 η προσφεύγουσα άσκησε την παρούσα προσφυγή.

13      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δεύτερο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία.

14      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 6ης Δεκεμβρίου 2012.

15      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

16      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

17      Εισαγωγικώς, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως επιβεβαίωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η παρούσα προσφυγή αποσκοπεί στην ακύρωση του άρθρου 1, παράγραφοι 2 και 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορά τις εισαγωγές LGC 131 και 8471.

18      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους προς στήριξη της προσφυγής. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, και του άρθρου 236 του τελωνειακού κώδικα. Ο δεύτερος λόγος, που προβάλλεται επικουρικώς, στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 239 του τελωνειακού κώδικα.

19      Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς τον πρώτο λόγο που προβάλλει η προσφεύγουσα.

20      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατά βάση, ότι η κατάταξη των επίμαχων LGC στη δασμολογική διάκριση 3504 της ονοματολογίας πραγματοποιήθηκε πεπλανημένως λόγω σφάλματος για το οποίο είναι υπεύθυνες οι δανικές τελωνειακές αρχές, ανεξαρτήτως του αν είχε δοθεί ή δεν είχε δοθεί RTC για τις εν λόγω LGC.

21      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας. Εκθέτει ιδίως ότι οι LGC, γενικά, δεν είναι όλες όμοιες από δασμολογικής απόψεως. Ισχυρίζεται επίσης ότι καμία RTC δεν είχε δοθεί για τα εν λόγω προϊόντα στην παρούσα διαφορά. Επιπλέον, ο αριθμός εισαγωγών LGC 131 και 8471 δεν ήταν μεγάλος. Τέλος, δεν προσκομίστηκε κανένα έγγραφο από το οποίο να προκύπτει ότι ο προσδιορισμός του εμπορεύματος στις τελωνειακές διασαφήσεις αντιστοιχούσε στις προδιαγραφές της ονοματολογίας.

22      Εισαγωγικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι oι διαδικασίες των άρθρων 220 και 239 του τελωνειακού κώδικα αποβλέπουν στον ίδιο σκοπό, που είναι να περιορίζεται η εκ των υστέρων καταβολή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών στις περιπτώσεις όπου αυτή είναι δικαιολογημένη και συμβιβάζεται με τη θεμελιώδη αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Εξάλλου, η επιστροφή ή η διαγραφή εισαγωγικών ή εξαγωγικών δασμών, που παρέχονται υπό ορισμένες προϋποθέσεις και σε ειδικώς προβλεπόμενες περιπτώσεις, συνιστούν εξαίρεση από το κανονικό σύστημα εισαγωγών και εξαγωγών και, κατά συνέπεια, οι προβλέπουσες μια τέτοια επιστροφή ή διαγραφή διατάξεις πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. διάταξη του Δικαστηρίου της 1ης Οκτωβρίου 2009, C‑552/08 P, Agrar-Invest-Tatschl κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑9265, σκέψεις 52 και 53 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Όσον αφορά το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη διάταξη αυτή, οι αρμόδιες αρχές δεν προβαίνουν σε εκ των υστέρων βεβαίωση εισαγωγικών δασμών παρά μόνον αν συντρέχουν σωρευτικά τρεις προϋποθέσεις. Καταρχάς, οι δασμοί πρέπει να μην εισπράχθηκαν κατόπιν σφάλματος των ιδίων των αρμοδίων αρχών, εν συνεχεία, το σφάλμα των αρχών αυτών πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως ώστε λογικά να μην μπορούσε να ανακαλυφθεί από τον καλόπιστο υπόχρεο προς καταβολή δασμών και, τέλος, ο υπόχρεος αυτός πρέπει να έχει τηρήσει όλες τις διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας όσον αφορά την τελωνειακή του διασάφηση. Εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις αυτές, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να μην πραγματοποιηθεί η εκ των υστέρων είσπραξη δασμών (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 18ης Οκτωβρίου 2007, C‑173/06, Agrover, Συλλογή 2007, σ. I‑8783, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

24      Όσον αφορά την πρώτη από τις προϋποθέσεις αυτές, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα αποσκοπεί στην προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του υποχρέου ως προς το βάσιμο του συνόλου των στοιχείων που υπεισέρχονται στην απόφαση περί βεβαιώσεως ή μη βεβαιώσεως εκ των υστέρων των τελωνειακών δασμών. Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του υποχρέου είναι άξια της προστασίας που προβλέπεται στο εν λόγω άρθρο μόνον αν το έρεισμα της δικαιολογημένης αυτής εμπιστοσύνης το δημιούργησαν «οι ίδιες» οι αρμόδιες αρχές. Έτσι, μόνον τα σφάλματα που μπορούν να καταλογιστούν σε ενέργεια των αρμοδίων αρχών γεννούν δικαίωμα για τη μη επιβολή εκ των υστέρων των δασμών (βλ. απόφαση Agrover, σκέψη 23 ανωτέρω, σκέψη 31 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Η ως άνω προϋπόθεση δεν μπορεί να πληρούται, καταρχήν, όταν οι αρμόδιες αρχές υπέπεσαν σε σφάλμα λόγω ανακριβών δηλώσεων του εξαγωγέα, των οποίων το κύρος δεν οφείλουν να εξακριβώνουν ή να εκτιμούν. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο υπόχρεος είναι εκείνος που φέρει τον κίνδυνο που γεννάται από εμπορικό έγγραφο το οποίο αποδεικνύεται πλαστό κατά τη διάρκεια μεταγενέστερου ελέγχου (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Νοεμβρίου 2002, C‑251/00, Ilumitrónica, Συλλογή 2002, σ. I‑10433, σκέψεις 43 και 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Αντιθέτως, κατά τη νομολογία, λογίζεται ότι οι αρμόδιες αρχές διέπραξαν σφάλμα όταν δεν προέβαλαν καμία αντίρρηση σχετικά με τη δασμολογική κατάταξη των εμπορευμάτων όπως αυτή δηλώθηκε από τον επιχειρηματία στις τελωνειακές διασαφήσεις του και οι εν λόγω διασαφήσεις περιελάμβαναν όλα τα αναγκαία πραγματικά στοιχεία για την εφαρμογή της οικείας κανονιστικής ρυθμίσεως, οπότε ένας μεταγενέστερος έλεγχος εκ μέρους των αρμοδίων αρχών να μην είναι δυνατό να αποκαλύψει κάποιο νέο στοιχείο. Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία όλες οι τελωνειακές διασαφήσεις που υποβλήθηκαν από τον επιχειρηματία ήσαν πλήρεις, υπό την έννοια ότι περιείχαν, ιδίως, την περιγραφή των εμπορευμάτων σύμφωνα με τις προδιαγραφές της ονοματολογίας δίπλα στη δηλωθείσα δασμολογική διάκριση και εφόσον υπήρξε μία σειρά εισαγωγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια μιας σχετικά παρατεταμένης περιόδου χωρίς να υπάρξει αμφισβήτηση της δασμολογικής διακρίσεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 1ης Απριλίου 1993, C‑250/91, Hewlett Packard France, Συλλογή 1993, σ. I‑1819, σκέψεις 19 και 20 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

26      Εν προκειμένω, η Επιτροπή έκρινε, με την προσβαλλόμενη απόφαση και όσον αφορά τις εισαγωγές LGC 131 και 8471, ότι οι δανικές τελωνειακές αρχές δεν είχαν υποπέσει σε σφάλμα, καθόσον δεν είχε δοθεί στην προσφεύγουσα καμία RTC για τα προϊόντα αυτά (αιτιολογική σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή, εξάλλου, συνήγαγε ότι η προσφεύγουσα είχε ενεργήσει καλοπίστως και ότι είχε τηρήσει όλες τις ισχύουσες διατάξεις όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση (αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

27      Πρώτον, πρέπει να απορριφθούν εκ προοιμίου τα επιχειρήματα της Επιτροπής που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση και επαναλαμβάνονται ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου με τα οποία υποστηρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το γεγονός ότι δεν είχαν δοθεί RTC δεν στοιχειοθετεί σφάλμα των τελωνειακών αρχών. Πράγματι, το ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε RTC για τα σχετικά προϊόντα δεν σημαίνει ότι οι τελωνειακές αρχές δεν υπέπεσαν σε σφάλμα. Κάθε άλλη ερμηνεία θα καθιστούσε άνευ αντικειμένου το άρθρο 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα. Η νομολογία δέχεται εξάλλου ενδεχόμενο σφάλματος των τελωνειακών αρχών σε καταστάσεις όπου η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν ήταν ο δικαιούχος RTC ή δεν είχε ζητήσει να λάβει RTC (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Οκτωβρίου 1987, 314/85, Foto-Frost, Συλλογή 1987, σ. 4199).

28      Δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, οι δανικές τελωνειακές αρχές υπέπεσαν σε σφάλμα δασμολογικής κατατάξεως κατά τη χορήγηση RTC (αιτιολογικές σκέψεις 24 και 33 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

29      Τρίτον, η Επιτροπή εκθέτει, στην αιτιολογική σκέψη 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ήδη από τον Νοέμβριο 1999, δηλαδή πριν από το τέλος της επίμαχης περιόδου εισαγωγής LGC 131 και 8471, που εκτείνεται από την 1η Σεπτεμβρίου 1997 μέχρι τις 2 Αυγούστου 2000, οι δανικές τελωνειακές αρχές εγνώριζαν ότι η δασμολογική διάκριση των προϊόντων για τα οποία είχε δοθεί RTC ήταν εσφαλμένη, χωρίς ωστόσο να ανακαλέσουν τις εν λόγω RTC. Επίσης από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι αναλύσεις που διενήργησαν οι δανικές τελωνειακές αρχές αφορούσαν όχι μόνον προϊόντα για τα οποία είχε δοθεί RTC, αλλά και την LGC 131, για την οποία δεν υπήρχε RTC (αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, οι δανικές τελωνειακές αρχές εγνώριζαν, από τον Νοέμβριο του 1999, ότι η δασμολογική διάκριση ενός από τα δύο επίμαχα στην παρούσα διαφορά προϊόντα ήταν εσφαλμένη. Ανέμειναν, εντούτοις, μέχρι τις 27 Νοεμβρίου 2000 για να κινήσουν διαδικασία εισπράξεως (αιτιολογική σκέψη 13 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ακόμη, δεν ανακάλεσαν, ενώ είχαν τη δυνατότητα, τις ισχύουσες RTC που έληγαν στις 12 Απριλίου 2000. Εξάλλου, πρέπει να σημειωθεί ότι, μεταξύ Νοεμβρίου 1999 και Νοεμβρίου 2000, η προσφεύγουσα εισήγαγε αναφέροντας τη δασμολογική διάκριση 3504 της ονοματολογίας περίπου 240 τόνους LGC 131, με 13 σχετικές εισαγωγές, και 40 τόνους LGC 8471, με δύο σχετικές εισαγωγές, ενώ οι δανικές τελωνειακές αρχές εγνώριζαν ότι η δασμολογική κατάταξη των LGC, υπό ευρεία έννοια, και, ειδικότερα, της LGC 131 ήταν εσφαλμένη. Τέλος, όσον αφορά ειδικά την LGC 131, πρέπει να σημειωθεί ότι, αντιθέτως προς όσα εκθέτει η Επιτροπή με τα υπομνήματά της, οι εισαγωγές του προϊόντος αυτού από την προσφεύγουσα ήταν σημαντικού όγκου κατά την επίμαχη περίοδο εισαγωγής, καθόσον ανέρχονταν σε πολλές εκατοντάδες τόνους και πραγματοποιήθηκαν σε 45 σχετικές εισαγωγές. Πρέπει να προστεθεί ότι οι διάδικοι συμφωνούν, όπως τούτο επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, επί του ότι τα σχετικά προϊόντα, καθόσον αποτελούνταν από οροπρωτεΐνες, δεν μπορούσαν να καταταγούν στη δασμολογική διάκριση 3504 της ονοματολογίας, όπως έκριναν ωστόσο οι τελωνειακές αρχές με τις RTC. Οι δανικές τελωνειακές αρχές αναγνώρισαν, εξάλλου, το γεγονός αυτό, διότι, με την απόφασή τους της 27ης Νοεμβρίου 2000 να βεβαιώσουν εκ των υστέρων εισαγωγικούς δασμούς, ανέφεραν ότι «[η] κατάταξη στον κωδικό εμπορευμάτων 3504 [αποκλειόταν], δεδομένου ότι δεν επρόκειτο για πρωτεΐνες γάλακτος, αλλά για οροπρωτεΐνες». Εξ αυτού προκύπτει ότι, λαμβανομένης υπόψη της περιγραφής των προϊόντων αυτών στις διασαφήσεις, που αφορούσε ειδικά μια πρωτεΐνη του ορού γάλακτος, ήτοι τη «γαλακτοσφαιρίνη», οι τελωνειακές αρχές όφειλαν να είναι σε θέση να αντιληφθούν την εσφαλμένη δασμολογική κατάταξη.

30      Τέταρτον, πρέπει να σημειωθεί ότι ούτε οι δανικές τελωνειακές αρχές ούτε η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, αμφισβήτησαν την πληρότητα όλων των τελωνειακών διασαφήσεων της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, η Επιτροπή δέχθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι «[προέκυπτε] από την αίτηση ότι ο ενδιαφερόμενος [έπρεπε] να λογίζεται ως καλοπίστως ενεργών και ότι τήρησε όλες τις ισχύουσες διατάξεις όσον αφορά την τελωνειακή διασάφηση» (αιτιολογική σκέψη 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Έτσι, το προβαλλόμενο με τα υπομνήματά της επιχείρημα της Επιτροπής ότι «ο προσδιορισμός των εμπορευμάτων στη διασάφηση δεν ήταν πλήρης» δεν έχει έρεισμα στην προσβαλλόμενη απόφαση. Η Επιτροπή, εξάλλου, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει την έννομη βάση που της παρέχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει ότι οι τελωνειακές διασαφήσεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα δεν ήταν πλήρεις. Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα της Επιτροπής κατά το οποίο η προσφεύγουσα δεν είχε προσκομίσει κανένα τεχνικής φύσεως έγγραφο σχετικό με τις LGC 131 και 8471 που να παρέχει τη δυνατότητα προσδιορισμού της δασμολογικής τους κατατάξεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η LGC 131 περιλαμβανόταν μεταξύ των προϊόντων που υπέβαλαν σε ανάλυση οι τελωνειακές αρχές το 1999 (αιτιολογική σκέψη 9 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι οι LGC 131 και 8471 κατατάχθηκαν, από τις δανικές τελωνειακές αρχές, μετά από έλεγχο, στην ίδια δασμολογική διάκριση με άλλες LGC, περιλαμβανομένων των LGC για τις οποίες είχε δοθεί RTC. Τέλος, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι διάδικοι συμφωνούν επί του γεγονότος ότι τα σχετικά προϊόντα, καθόσον αποτελούνταν από οροπρωτεΐνες, δεν μπορούσαν να καταταγούν στη δασμολογική διάκριση 3504 της ονοματολογίας. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο προσδιορισμός των εμπορευμάτων στις διασαφήσεις εισαγωγής της προσφεύγουσας, όπου το προϊόν αυτό αναφέρεται ως «γαλακτοσφαιρίνη», δηλαδή ως μια πρωτεΐνη του ορού γάλακτος, ήταν αρκούντως συγκεκριμένη ώστε να παρέχει τη δυνατότητα στις τελωνειακές αρχές να συναγάγουν, τουλάχιστον, ότι τα προϊόντα αυτά δεν έπρεπε να καταταγούν στην εν λόγω δασμολογική διάκριση.

31      Πέμπτον, κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας με την προσφεύγουσα στις 2 Νοεμβρίου 1995 οι δανικές τελωνειακές αρχές διευκρίνισαν ότι δεν ήταν απαραίτητη η χορήγηση RTC για προϊόν, εν προκειμένω την LGC 450, το οποίο είναι, σύμφωνα με την αίτηση της προσφεύγουσας, «σε μεγάλο βαθμό όμοιο» με προϊόν για το οποίο υπάρχει RTC, εν προκειμένω την LGC 472. Η ως άνω τηλεφωνική συνομιλία επιβεβαιώθηκε με ένα έγγραφο της προσφεύγουσας προς τις δανικές τελωνειακές αρχές της 3ης Νοεμβρίου 1995, χωρίς να έχει αμφισβητηθεί το περιεχόμενο του εγγράφου αυτού, πράγμα το οποίο σημειώνει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 35 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Οι ίδιες οι τελωνειακές αρχές, επαναλαμβάνοντας συναφώς τα επιχειρήματα που είχε προβάλει η προσφεύγουσα ενώπιόν τους, αναφέρουν την ύπαρξη και το περιεχόμενο της τηλεφωνικής αυτής συνομιλίας στο αίτημά τους που υπέβαλαν στην Επιτροπή. Η πραγματική αυτή κατάσταση οδήγησε την Επιτροπή στο συμπέρασμα, που διατυπώνεται στην ίδια αιτιολογική σκέψη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δανικές τελωνειακές αρχές υπέπεσαν σε σφάλμα όσον αφορά τις προγενέστερες της 13ης Απριλίου 2000 εισαγωγές LGC 450.

32      Όσον αφορά τα επίμαχα στην παρούσα διαφορά προϊόντα, η Επιτροπή σημειώνει, στην αιτιολογική σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά το αίτημα των δανικών τελωνειακών αρχών, η μη βεβαίωση εισαγωγικών δασμών και η διαγραφή τους δικαιολογούνται, καθόσον «τα προϊόντα που δεν καλύπτονται από RTC είναι, όσον αφορά τη δασμολογική τους κατάταξη, απολύτως όμοια προς τα προϊόντα για τα οποία είχε δοθεί RTC». Η Επιτροπή δεν αμφισβήτησε την ως άνω πραγματική διαπίστωση με την προσβαλλόμενη απόφαση.

33      Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, όποια και αν είναι η δασμολογική διάκριση που επέλεξαν οι δανικές τελωνειακές αρχές με την πράξη επιβολής δασμών, το σύνολο των επίμαχων LGC κατατασσόταν πάντοτε στην ίδια δασμολογική διάκριση. Εξ αυτού συνάγεται ότι, για τις δανικές τελωνειακές αρχές, οι LGC 131 και 8471 ήταν προϊόντα τα οποία είναι απολύτως όμοια, από δασμολογικής απόψεως, προς άλλες εισαγόμενες LGC, περιλαμβανομένων εκείνων για τις οποίες είχε δοθεί RTC. Υπέρ της εν λόγω εκτιμήσεως συνηγορεί και το αίτημα των δανικών τελωνειακών αρχών προς την Επιτροπή, όπου διευκρινιζόταν ότι «όλα τα δείγματα είχαν συνολική περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες τουλάχιστον 80 % κατά βάρος υπολογιζόμενο επί ξηράς ουσίας» ή ότι τα εν λόγω προϊόντα «αποτελούνταν από συμπυκνώματα διαφόρων οροπρωτεϊνών τα οποία περιέχουν άνω του 80 % οροπρωτεΐνες κατά βάρος». Η ως άνω πραγματική διαπίστωση περιλαμβάνεται επίσης στην απόφαση του Landsskatteretten της 13ης Σεπτεμβρίου 2007. Εντούτοις, λαμβανομένων υπόψη των εξηγήσεων που παρέσχαν οι διάδικοι με τα υπομνήματά τους, για τους σκοπούς της δασμολογικής κατατάξεως των ως άνω προϊόντων γίνεται αποκλειστικά μια διάκριση μεταξύ των προϊόντων που έχουν περιεκτικότητα σε οροπρωτεΐνες μεγαλύτερη του 80 % και εκείνων που έχουν περιεκτικότητα σε οροπρωτεΐνες χαμηλότερη του 80 %. Εξ αυτού προκύπτει ότι τα επίμαχα προϊόντα, κατά τις εξηγήσεις των δανικών τελωνειακών αρχών, ήταν πράγματι απολύτως όμοια από πλευράς δασμολογικής κατατάξεως, πράγμα το οποίο παραδέχθηκε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κρίσιμα στοιχεία διακρίσεως μεταξύ των επίμαχων LGC βάσει των οποίων να μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι εν λόγω LGC δεν αποτελούν ένα μόνον είδος εμπορεύματος υπό την έννοια της τελωνειακής κανονιστικής ρυθμίσεως (απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Δεκεμβρίου 2010, C‑199/09, Schenker, Συλλογή 2010, σ. I‑12311, σκέψη 24). Η Επιτροπή, εξάλλου, ουδέποτε αμφισβήτησε το επιχείρημα των δανικών τελωνειακών αρχών όσον αφορά την απόλυτη ομοιότητα των επίμαχων προϊόντων από δασμολογικής πλευράς, ούτε διατύπωσε κάποιο αίτημα παροχής συμπληρωματικών πληροφοριών. Πρέπει να υπογραμμιστεί, επί του σημείου αυτού, ότι, βάσει του άρθρου 871, παράγραφος 5, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2454/93 της Επιτροπής, της 2ας Ιουλίου 1993, για τον καθορισμό ορισμένων διατάξεων εφαρμογής του τελωνειακού κώδικα (ΕΕ L 253, σ. 1), όταν τα στοιχεία που έχει διαβιβάσει το κράτος μέλος κρίνονται ανεπαρκή για να μπορέσει η Επιτροπή να αποφανθεί για τη συγκεκριμένη περίπτωση που της υποβάλλεται, η τελευταία μπορεί να ζητήσει από το κράτος μέλος να της αποστείλει συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, στην υπό κρίση περίπτωση, η προσφεύγουσα μπορούσε να κρίνει ότι οι LGC 131 και 8471, έστω και ελλείψει σχετικής RTC, έπρεπε να καταταγούν στην ίδια δασμολογική διάκριση με τα προϊόντα για τα οποία υφίσταται ή είχε εκδοθεί στο παρελθόν RTC.

34      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των στοιχείων αυτών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δανικές τελωνειακές αρχές υπέπεσαν σε σφάλμα, υπό την έννοια του άρθρου 220, παράγραφος 2, στοιχείο β΄, του τελωνειακού κώδικα, όσον αφορά τη δασμολογική κατάταξη των LGC 131 και 8471. Κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει συναφώς λόγω ελλείψεως νομιμότητας, καθόσον στηρίζεται στη σκέψη ότι δεν υπήρχε τέτοιο σφάλμα.

35      Επομένως, χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα επικουρικώς, πρέπει να γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος της προσφυγής και, κατά συνέπεια, να ακυρωθεί το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 4, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον αφορά τις εισαγωγές LGC 131 και 8471.

 Επί των δικαστικών εξόδων

36      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι η Επιτροπή ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα αιτήματα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει το άρθρο 1, παράγραφοι 2 και 4, της αποφάσεως C(2010) 7692 τελικό της Επιτροπής, της 12ης Νοεμβρίου 2010, που διαπιστώνει ότι ήταν δικαιολογημένο να βεβαιωθούν εκ των υστέρων ορισμένοι εισαγωγικοί δασμοί και ότι δεν ήταν δικαιολογημένη η διαγραφή των δασμών αυτών (φάκελος REC 03/08), καθόσον αφορά τις εισαγωγές συμπυκνωμένης γαλακτοσφαιρίνης 131 και 8471.

2)      Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα της Recombined Dairy System A/S.

Forwood

Dehousse

Schwarcz

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουνίου 2013.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.