Language of document : ECLI:EU:T:2013:298

Υπόθεση T‑68/11

Erich Kastenholz

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς
(εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ)

«Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Κοινοτικό σχέδιο ή υπόδειγμα το οποίο αναπαριστά πλάκες ρολογιού — Μη καταχωρισμένα προγενέστερα σχέδια ή υποδείγματα — Λόγος ακυρότητας — Νεωτερισμός — Άρθρα 4, 5 και 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 6/2002 — Ατομικός χαρακτήρας — Διαφορετική συνολική εντύπωση — Άρθρα 4, 6 και 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 6/2002 — Προγενέστερο δικαίωμα του δημιουργού — Άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο στ΄, του κανονισμού 6/2002»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (έκτο τμήμα)
της 6ης Ιουνίου 2013

1.      Ένδικη διαδικασία — Αποδεικτικά μέσα — Πραγματογνωμοσύνη — Εξουσία εκτιμήσεως του Γενικού Δικαστηρίου

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 65)

2.      Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία προσφυγής — Προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης — Τροποποίηση των όρων της διαφοράς όπως αυτή ήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών — Δεν επιτρέπεται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 135 § 4)

3.      Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα — Προϋποθέσεις προστασίας — Επικάλυψη των όρων του νεωτερισμού και του ατομικού χαρακτήρα

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 5 και 6)

4.      Κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα — Λόγοι ακυρότητας — Απουσία ατομικού χαρακτήρα — Σχέδιο ή υπόδειγμα που δεν δημιουργεί στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση από εκείνη που δημιουργεί προγενέστερο σχέδιο ή υπόδειγμα — Ενημερωμένος χρήστης — Έννοια

(Κανονισμός 6/2002 του Συμβουλίου, άρθρα 6 και 25 § 1, στοιχείο β΄)

1.      Ο Κανονισμός Διαδικασίας παρέχει στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να αποφασίσει κατά δίκαιη κρίση αν πρέπει να διατάξει τη διεξαγωγή μέτρου όπως η πραγματογνωμοσύνη. Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 65 του κανονισμού αυτού, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης, είτε αυτεπαγγέλτως είτε τη αιτήσει ενός διαδίκου. Όταν αίτημα περί διεξαγωγής πραγματογνωμοσύνης, το οποίο περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, διευκρινίζει με ακρίβεια τους λόγους που δύνανται να δικαιολογούν ένα τέτοιο μέτρο, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη λυσιτέλεια του αιτήματος αυτού σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και με την αναγκαιότητα διεξαγωγής του μέτρου αυτού.

(βλ. σκέψη 19)

2.      Κατά το άρθρο 135, παράγραφος 4, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, τα υπομνήματα των διαδίκων δεν μπορούν να τροποποιήσουν το αντικείμενο της ενώπιον του τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) διαφοράς. Συγκεκριμένα, στο Γενικό Δικαστήριο εναπόκειται να ελέγξει τη νομιμότητα των αποφάσεων των τμημάτων προσφυγών. Κατά συνέπεια, ο ασκούμενος από το Γενικό Δικαστήριο έλεγχος δεν μπορεί να υπερβεί το πραγματικό και νομικό πλαίσιο της διαφοράς όπως αυτή ήχθη ενώπιον του τμήματος προσφυγών. Ομοίως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να τροποποιήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου τους όρους της διαφοράς, όπως αυτοί προκύπτουν από τους ισχυρισμούς που προέβαλε ο ίδιος και ο έτερος αντίδικος.

(βλ. σκέψη 25)

3.      Από το άρθρο 5, παράγραφος 2, του κανονισμού 6/2002, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, προκύπτει ότι δύο σχέδια ή υποδείγματα λογίζονται ως ταυτόσημα αν τα χαρακτηριστικά τους διαφέρουν μόνο σε επουσιώδεις λεπτομέρειες, δηλαδή λεπτομέρειες οι οποίες δεν είναι άμεσα αντιληπτές και οι οποίες, επομένως, δεν δημιουργούν έστω και αμελητέες διαφορές μεταξύ των εν λόγω σχεδίων ή υποδειγμάτων. A contrario, για να εκτιμηθεί ο νεωτερισμός ενός σχεδίου ή υποδείγματος, πρέπει να εκτιμηθεί η ύπαρξη ουσιωδών διαφορών μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων, ακόμα και αν είναι αμελητέες.

Το γράμμα του άρθρου 6 βαίνει πέραν του γράμματος του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002. Επομένως, οι διαπιστωθείσες μεταξύ των αντιτιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων διαφορές στο πλαίσιο του άρθρου 5 μπορούν, ιδίως αν είναι αμελητέες, να μην επαρκούν για να δημιουργήσουν στον ενημερωμένο χρήστη διαφορετική συνολική εντύπωση κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού 6/2002. Στην περίπτωση αυτή, το επίμαχο σχέδιο ή υπόδειγμα μπορεί να θεωρηθεί ως νέο κατά την έννοια του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002, αλλά δεν θα θεωρηθεί ως έχον ατομικό χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου 6 του εν λόγω κανονισμού.

Αντιθέτως, στον βαθμό κατά τον οποίο η τεθείσα στο άρθρο 6 του κανονισμού 6/2002 προϋπόθεση βαίνει πέραν της προϋποθέσεως του άρθρου 5 του ίδιου κανονισμού, η διαφορετική συνολική εντύπωση στον ενημερωμένο χρήστη κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 6 μπορεί να βασίζεται μόνον στην ύπαρξη αντικειμενικών διαφορών μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων σχεδίων ή υποδειγμάτων. Επομένως, οι διαφορές αυτές πρέπει να αρκούν για να πληρούται η προϋπόθεση του νεωτερισμού του άρθρου 5 του κανονισμού 6/2002. Συνεπώς, οι όροι του νεωτερισμού και του ατομικού χαρακτήρα επικαλύπτονται σε ορισμένο βαθμό.

(βλ. σκέψεις 37-39)

4.      Ο ενημερωμένος χρήστης κατά την έννοια του κανονισμού 6/2002, για τα κοινοτικά σχέδια και υποδείγματα, είναι ένα πρόσωπο το οποίο επιδεικνύει ιδιαίτερη προσοχή και διαθέτει ορισμένη γνώση της προγενέστερης τεχνολογικής εξέλιξης, δηλαδή των μέχρι τούδε υφισταμένων σχεδίων ή υποδειγμάτων που αφορούν το επίμαχο προϊόν και τα οποία είχαν κυκλοφορήσει μέχρι την ημερομηνία καταχωρίσεως του επίμαχου σχεδίου ή υποδείγματος. Η ιδιότητα του «χρήστη» συνεπάγεται ότι το οικείο πρόσωπο χρησιμοποιεί το προϊόν στο οποίο είναι ενσωματωμένο το σχέδιο ή υπόδειγμα σύμφωνα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζεται το προϊόν αυτό.  Ο προσδιορισμός «ενημερωμένος» προϋποθέτει εξάλλου ότι, χωρίς να είναι σχεδιαστής ή ειδικός τεχνικός, ο χρήστης γνωρίζει τα διάφορα σχέδια ή υποδείγματα που υπάρχουν στον οικείο τομέα, διαθέτει ορισμένες γνώσεις ως προς τα στοιχεία που συνήθως περιλαμβάνουν τα εν λόγω σχέδια ή υποδείγματα και, λόγω του ενδιαφέροντός του για τα εν λόγω προϊόντα, επιδεικνύει ένα σχετικά υψηλότερο βαθμό προσοχής όταν τα χρησιμοποιεί.

(βλ. σκέψεις 57-59)