Language of document : ECLI:EU:T:2015:984

Υπόθεση T‑67/11

Martinair Holland NV

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός — Συμπράξεις — Ευρωπαϊκή αγορά αεροπορικών μεταφορών φορτίου — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές σχετικές με διάφορα στοιχεία της τιμής των υπηρεσιών αεροπορικών μεταφορών φορτίου (πρόβλεψη επίναυλου καυσίμου και πρόσθετων τελών ασφαλείας, άρνηση καταβολής προμήθειας επί των πρόσθετων τελών) — Άρθρο 101 ΣΛΕΕ, άρθρο 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ και άρθρο 8 της Συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Κοινότητας και της Ελβετίας — Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη — Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (πρώτο τμήμα)
της 16ης Δεκεμβρίου 2015

1.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο — Απαιτήσεις απορρέουσες από την αρχή της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας — Σαφήνεια και ακρίβεια του διατακτικού της απόφασης

(Άρθρα 101 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Συμφωνία αεροπορικών μεταφορών μεταξύ ΕΚ-Ελβετίας, άρθρο 8· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 23 § 5)

2.      Ανταγωνισμός — Διοικητική διαδικασία — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση — Προσδιορισμός των παραβάσεων για τις οποίες επιβάλλεται κύρωση — Προσδιορισμός των προσώπων τα οποία αφορά μια απόφαση — Υπεροχή του διατακτικού έναντι του αιτιολογικού

(Άρθρα 101 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Συμφωνία αεροπορικών μεταφορών μεταξύ ΕΚ-Ελβετίας, άρθρο 8· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

3.      Συμπράξεις — Απαγορεύονται — Άμεσο αποτέλεσμα — Δικαίωμα των ιδιωτών να ζητήσουν αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν — Τρόπος ασκήσεως — Παραβάσεις που αποτελούν αντικείμενο απόφασης της Επιτροπής — Δεσμευτικός χαρακτήρας της απόφασης για τα εθνικά δικαστήρια — Περιεχόμενο — Σημασία της σαφήνειας και της ακρίβειας του διατακτικού της απόφασης

(Άρθρα 101 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Συμφωνία αεροπορικών μεταφορών μεταξύ ΕΚ-Ελβετίας, άρθρο 8· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρα 2 και 16 § 1)

4.      Συμπράξεις — Συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές που συνιστούν ενιαία παράβαση — Επιχειρήσεις στις οποίες μπορεί να καταλογιστεί παράβαση συνιστάμενη σε συμμετοχή σε συνολική σύμπραξη — Κριτήρια — Ενιαίος σκοπός και συνολικό σχέδιο

(Άρθρο 101 § 1 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Συμφωνία αεροπορικών μεταφορών μεταξύ ΕΚ-Ελβετίας, άρθρο 8· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

5.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού — Απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο — Ανακολουθίες της απόφασης — Συνέπειες — Ακύρωση — Προϋποθέσεις — Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της επιχείρησης στην οποία επιβάλλεται κύρωση — Αδυναμία του δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του

(Άρθρα 101 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Συμφωνία αεροπορικών μεταφορών μεταξύ ΕΚ-Ελβετίας, άρθρο 8· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

6.      Πράξεις των οργάνων — Αιτιολογία — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο — Απόφαση εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού — Θεραπεία της ελλείψεως αιτιολογίας κατά τη διάρκεια της ένδικης διαδικασίας — Δεν επιτρέπεται

(Άρθρα 101 § 1 ΣΛΕΕ και 296 ΣΛΕΕ· Συμφωνία ΕΟΧ, άρθρο 53· Συμφωνία αεροπορικών μεταφορών μεταξύ ΕΚ-Ελβετίας, άρθρο 8· κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 2)

1.      Στο πλαίσιο αιτιολογήσεως αποφάσεως εκδιδόμενης προς εξασφάλιση της εφαρμογής των κανόνων ανταγωνισμού της Ένωσης, η Επιτροπή υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 296 ΣΛΕΕ, να αναφέρει τουλάχιστον τα πραγματικά περιστατικά και τις σκέψεις που έχουν ουσιώδη σημασία στην οικονομία της αποφάσεώς της, παρέχοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο αρμόδιο δικαστήριο και στα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να πληροφορηθούν τις συνθήκες υπό τις οποίες εφάρμοσε το δίκαιο της Ένωσης. Εκτός αυτού, η αιτιολογία μιας πράξεως πρέπει να είναι λογική και, ιδίως, να μην εμφανίζει εσωτερικές αντιφάσεις που να εμποδίζουν την ορθή κατανόηση των λόγων εκδόσεως της πράξεως.

Επιπλέον, μολονότι από τις διατάξεις του άρθρου 23, παράγραφος 5, του κανονισμού 1/2003 προκύπτει ότι οι αποφάσεις περί επιβολής προστίμων λόγω παράβασης του δικαίου του ανταγωνισμού δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, εντούτοις η παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο και του άρθρου 8 της Συμφωνίας αεροπορικών μεταφορών μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας προϋποθέτει συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται γενικώς ως αθέμιτη, βλάπτει εν γένει το κοινό, προξενεί πραγματική αποδοκιμασία και είναι σε θέση να επισύρει, για τις ευθυνόμενες επιχειρήσεις, πρόστιμα δυνάμενα να ανέλθουν έως και στο 10 % του ετήσιου κύκλου εργασιών, ήτοι πρόστιμα αυστηρά πέραν πάσης αμφιβολίας. Λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επίμαχων παραβάσεων καθώς και της φύσεως και του βαθμού της σοβαρότητας των συναφών κυρώσεων, οι κυρώσεις αυτές εμπίπτουν στο ποινικό δίκαιο κατά την έννοια του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Συναφώς, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου υπενθύμισε ότι, όταν επιβάλλεται «ποινή» με απόφαση διοικητικής αρχής, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει τη δυνατότητα να προσβάλει αυτήν τη βλαπτική για τα συμφέροντά του απόφαση ενώπιον δικαστηρίου που παρέχει τις προβλεπόμενες στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ εγγυήσεις.

Η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που θεμελιώνεται σήμερα στο άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που αντιστοιχεί, στο δίκαιο της Ένωσης, στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της ΕΣΔΑ, συνεπάγεται ότι το διατακτικό αποφάσεως εκδοθείσας από την Επιτροπή με την οποία διαπιστώνονται παραβάσεις των κανόνων ανταγωνισμού πρέπει να είναι ιδιαιτέρως σαφές και ακριβές ώστε οι επιχειρήσεις στις οποίες καταλογίζεται ευθύνη και επιβάλλονται κυρώσεις να είναι σε θέση να κατανοήσουν και να αμφισβητήσουν τους λόγους του καταλογισμού της ευθύνης και της επιβολής των κυρώσεων, όπως οι λόγοι αυτοί προκύπτουν από το γράμμα του διατακτικού της οικείας αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 27-31)

2.      Στο δίκαιο ανταγωνισμού της Ένωσης, η φύση και η έκταση των παραβάσεων για τις οποίες η Επιτροπή επιβάλλει κυρώσεις εκτίθεται στο διατακτικό των αποφάσεων του θεσμικού αυτού οργάνου. Επομένως, όσον αφορά ακριβώς το περιεχόμενο και τη φύση των παραβάσεων για τις οποίες επιβάλλονται κυρώσεις, εκείνο που έχει σημασία είναι το διατακτικό και όχι το αιτιολογικό. Μόνο σε περίπτωση ασάφειας στη διατύπωση του διατακτικού πρέπει αυτό να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα του αιτιολογικού της αποφάσεως. Προκειμένου να προσδιορισθούν τα πρόσωπα που αφορά μια απόφαση η οποία διαπιστώνει παράβαση, πρέπει να ληφθεί υπόψη μόνον το διατακτικό της αποφάσεως αυτής, εφόσον το διατακτικό αυτό δεν προκαλεί αμφιβολίες.

(βλ. σκέψη 32)

3.      Σο δίκαιο του ανταγωνισμού, το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ παράγει άμεσα αποτελέσματα στις σχέσεις μεταξύ των υποκειμένων δικαίου και συνεπάγεται δικαιώματα για τους ιδιώτες, πράγμα που σημαίνει ότι απαιτείται να υπάρχει δυνατότητα να ζητηθεί επανόρθωση της ζημίας που προκλήθηκε σε ιδιώτη από σύμβαση ή συμπεριφορά ικανή να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Επομένως, απόκειται στα εθνικά δικαστήρια, τα οποία οφείλουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους να εφαρμόζουν τη διάταξη αυτή, να διασφαλίζουν όχι μόνον την πλήρη αποτελεσματικότητά της αλλά και την προστασία των εν λόγω δικαιωμάτων. Κατά συνέπεια, οποιοσδήποτε δικαιούται να ζητήσει αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη, εφόσον υφίσταται αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της ζημίας αυτής και μιας απαγορευμένης βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ συμπράξεως ή πρακτικής.

Σύμφωνα όμως με το άρθρο 16, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003, όταν τα εθνικά δικαστήρια καλούνται, δυνάμει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, να αποφανθούν επί συμφωνιών, αποφάσεων ή πρακτικών οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο αποφάσεως της Επιτροπής, οι διαπιστώσεις στις οποίες καταλήγουν δεν μπορούν να είναι αντίθετες προς τα συμπεράσματα της σχετικής αποφάσεως της Επιτροπής, ακόμα και όσον αφορά τη χρονική ή γεωγραφική έκταση των εν λόγω συμπεριφορών ή τον καταλογισμό ή μη ευθύνης στα πρόσωπα που αποτέλεσαν αντικείμενο της έρευνας. Επομένως, τα εθνικά δικαστήρια δεσμεύονται από την απόφαση που εκδίδει η Επιτροπή, εφόσον η απόφαση αυτή δεν ακυρωθεί ή δεν καταστεί ανίσχυρη, πράγμα το οποίο απαιτεί να μπορεί το διατακτικό της να γίνει κατανοητό κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση.

Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να είναι σε θέση, στηριζόμενα στο σαφές γράμμα του διατακτικού αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού, να κατανοούν το περιεχόμενο της παραβάσεως αυτής καθώς και να προσδιορίζουν τα ευθυνόμενα πρόσωπα, προκειμένου να μπορέσουν να αντλήσουν τις αναγκαίες συνέπειες όσον αφορά τις αγωγές αποζημιώσεως που ασκούν τα πρόσωπα που υπέστησαν βλάβη από την εν λόγω παράβαση προς επανόρθωση των σχετικών ζημιών.

Συναφώς, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ένα πρόσωπο στο οποίο καταλογίστηκε ευθύνη για παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού διαπιστωθείσα από την Επιτροπή να υποχρεωθεί να επανορθώσει τη ζημία που προκάλεσε στους πελάτες άλλων προσώπων που κρίθηκαν υπεύθυνα για την ίδια παράβαση. Το γράμμα του διατακτικού αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού είναι καθοριστικό από την άποψη αυτή, καθόσον είναι σε θέση να θεμελιώσει αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις μεταξύ των προσώπων τα οποία αφορά. Εφόσον προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, ενδέχεται επίσης ο εθνικός δικαστής να πρέπει να κρίνει ότι όλα τα πρόσωπα στα οποία καταλογίστηκε ευθύνη για την παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού που διαπίστωσε η Επιτροπή οφείλουν να επανορθώσουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον την προκληθείσα ζημία. Στην περίπτωση αυτή, το γράμμα του διατακτικού αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται παράβαση των κανόνων ανταγωνισμού μπορεί να είναι επίσης καθοριστικό ως προς τα πρόσωπα τα οποία αφορά.

(βλ. σκέψεις 33-39)

4.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 55, 60)

5.      Στον τομέα του ανταγωνισμού, όταν το αιτιολογικό αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση και επιβάλλεται πρόστιμο περιγράφει μία και μόνη ενιαία και διαρκή παράβαση, στην οποία μετείχαν όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, ενώ το διατακτικό της ίδιας αυτής αποφάσεως, το οποίο περιλαμβάνει περισσότερα άρθρα, διαπιστώνει τη διάπραξη είτε περισσοτέρων ενιαίων και διαρκών παραβάσεων είτε μία και μόνη ενιαία και διαρκή παράβαση για την οποία καταλογίστηκε ευθύνη μόνο στις επιχειρήσεις οι οποίες μετείχαν άμεσα στις παραβατικές συμπεριφορές τις οποίες περιγράφει καθένα από τα εν λόγω άρθρα, υπάρχει αντίφαση μεταξύ αιτιολογικού και διατακτικού της αποφάσεως αυτής.

Συναφώς, η απλή ύπαρξη τέτοιας αντιφάσεως δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η εν λόγω απόφαση είναι πλημμελώς αιτιολογημένη, εφόσον, πρώτον, με βάση ολόκληρη την απόφαση οι ενδιαφερόμενοι είναι σε θέση να προσδιορίσουν και να επικαλεστούν την επίμαχη ασυνέπεια, δεύτερον, το γράμμα του διατακτικού είναι επαρκώς σαφές και ακριβές ώστε αυτοί να μπορούν να αντιληφθούν το ακριβές περιεχόμενο της αποφάσεως και, τρίτον, τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να αποδειχθεί η συμμετοχή των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων στις παραβάσεις για τις οποίες τους καταλογίστηκε ευθύνη με το διατακτικό προσδιορίζονται σαφώς και αναλύονται με το αιτιολογικό.

Αντιθέτως, αν οι ανακολουθίες της αποφάσεως έχουν ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και την αδυναμία του δικαστή να ασκήσει τον έλεγχό του, η αιτιολογία της αποφάσεως αυτής ενέχει πλημμέλεια που δικαιολογεί την ακύρωσή της. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν η απόφαση δεν παρέχει τη δυνατότητα, αφενός, να εκτιμηθεί η επάρκεια των αποδεικτικών στοιχείων που παρατίθενται με το αιτιολογικό ούτε, αφετέρου, να γίνει αντιληπτή η λογική που οδήγησε την Επιτροπή να καταλογίσει ευθύνη στους αποδέκτες της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 58, 74-76, 78, 84)

6.      Όσον αφορά απόφαση της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παράβαση του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης και επιβάλλεται πρόστιμο, η αιτιολογία πρέπει καταρχήν να γνωστοποιείται στον ενδιαφερόμενο συγχρόνως με τη βλαπτική γι’ αυτόν πράξη, η δε έλλειψή της δεν δύναται να καλυφθεί από το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της αιτιολογίας της πράξεως αυτής κατά τη διάρκεια της δίκης ενώπιον του δικαστή της Ένωσης.

Στην αντίθετη περίπτωση, η υποχρέωση αιτιολογήσεως ατομικής αποφάσεως ενδέχεται να μην μπορεί να εξυπηρετήσει τον σκοπό της, ο οποίος είναι να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση είναι πράγματι βάσιμη ή, ενδεχομένως, ενέχει πλημμέλεια δυνάμενη να κλονίσει το κύρος της και να καταστήσει δυνατή την εκ μέρους του δικαστή της Ένωσης άσκηση του ελέγχου νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

(βλ. σκέψεις 80, 81)