Language of document : ECLI:EU:T:2011:378

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 14ης Ιουλίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Δικαιώματα άμυνας – Τεκμήριο αθωότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Ίση μεταχείριση – Αρχή της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων – Αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών – Αρχή της χρηστής διοικήσεως – Ασφάλεια δικαίου – Κατάχρηση εξουσίας – Πρόστιμα»

Στην υπόθεση T‑190/06,

Total SA, με έδρα το Courbevoie (Γαλλία),

Elf Aquitaine SA, με έδρα το Courbevoie,

εκπροσωπούμενες από τους É. Morgan de Rivery, A. Noël-Baron και E. Lagathu, δικηγόρους,

προσφεύγοντες,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους F. Arbault και O. Beynet, στη συνέχεια δε από τους V. Bottka, P. J. Van Nuffel και B. Gencarelli,

καθής,

με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), και, επικουρικώς, αίτημα περί μεταρρυθμίσεως του άρθρου 2, στοιχείο θ΄, της εν λόγω αποφάσεως,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Vadapalas (εισηγητή), προεδρεύοντα, M. Prek, A. Dittrich, L. Truchot και K. O’Higgins, δικαστές,

γραμματέας: C. Kristensen, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Σεπτεμβρίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το ιστορικό της υποθέσεως

1        Οι προσφεύγουσες, Total SA και Elf Aquitaine SA, είναι εταιρίες γαλλικού δικαίου, ηγετικές εταιρίες του ομίλου στον οποίο ανήκε η Arkema France SA (πρώην Atofina SA, στο εξής: Arkema), οι οποίες, κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, εμπορεύονταν, μεταξύ άλλων, υπεροξείδιο του υδρογόνου (στο εξής: PH) και υπερβορικό άλας (στο εξής: PBS).

2        Μεταξύ της ημερομηνίας ενάρξεως της παραβάσεως και του Απριλίου 2000, η Elf Aquitaine ήταν ο βασικός μέτοχος, κατά 97,5 %, της Arkema. Από την ημερομηνία αυτή, το κεφάλαιο της Arkema κατείχε κατά 96,48 % η Elf Aquitaine, της οποίας το κεφάλαιο κατείχε κατά 99,43 % η Total.

3        Τον Νοέμβριο του 2002, η Degussa AG πληροφόρησε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως στις αγορές του PH και του PBS και ζήτησε την εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (EE 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας).

4        Η Degussa προσκόμισε ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή, τα οποία της έδωσαν τη δυνατότητα να διενεργήσει, στις 25 και 26 Μαρτίου 2003, ελέγχους στις εγκαταστάσεις τριών επιχειρήσεων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονταν και αυτές της Arkema.

5        Κατόπιν των ελέγχων αυτών, διάφορες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και η EKA Chemicals AB, η Arkema SA και η Solvay SA, ζήτησαν την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και διαβίβασαν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την επίμαχη σύμπραξη.

6        Στις 26 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στις προσφεύγουσες και στις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

7        Κατόπιν της ακροάσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 28 και 29 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά των Akzo Nobel NV, Akzo Nobel Chemicals Holding AB, EKA Chemicals, Degussa, Edison SpA, FMC Corp., FMC Foret SA, Kemira Oyj, L’Air liquide SA, Chemoxal SA, SNIA SpA, Caffaro Srl, Solvay SA, Solvay Solexis SpA, των προσφευγουσών και της Arkema (υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (EE L 353, σ. 54). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στις προσφεύγουσες με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2006.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

8        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αποδέκτες της αποφάσεως αυτής είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), όσον αφορά το PH και το παράγωγο προϊόν του PBS (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Η διαπιστωθείσα παράβαση συνίστατο κυρίως στην ανταλλαγή μεταξύ των ανταγωνιστών σημαντικών πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και τις επιχειρήσεις, στον περιορισμό και στον έλεγχο της παραγωγής και των δυνητικών και πραγματικών παραγωγικών ικανοτήτων, στην κατανομή των μεριδίων της αγοράς και των πελατών, καθώς και στον καθορισμό και στην παρακολούθηση της τηρήσεως των σχετικών με τις τιμές στόχων.

10      Οι προσφεύγουσες και η Arkema θεωρήθηκαν «από κοινού και εις ολόκληρον» υπεύθυνες για την παράβαση (αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μεθοδολογία η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

12      Η Επιτροπή καθόρισε τα βασικά ποσά των προστίμων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η οποία χαρακτηρίστηκε ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Κατ’ εφαρμογή διαφορετικής μεταχειρίσεως, οι προσφεύγουσες και η Arkema κατατάχθηκαν στην τρίτη κατηγορία, που αντιστοιχούσε στο αρχικό ποσό των 20 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Προκειμένου να έχει επαρκώς αποτρεπτικό αποτέλεσμα, εφαρμόστηκε στο ως άνω αρχικό ποσό ο συντελεστής 3, λαμβανομένου υπόψη του σημαντικού κύκλου εργασιών των προσφευγουσών (αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, η Arkema και η Elf Aquitaine μετέσχον στην παράβαση από τις 12 Μαΐου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, ήτοι επί πέντε έτη και επτά μήνες, το ποσό του επιβλητέου σε αυτές προστίμου αυξήθηκε κατά 55 % λόγω διάρκειας (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσαύξηση αυτή δεν υπολογίστηκε στο ποσό του προστίμου της Total, η οποία θεωρήθηκε υπεύθυνη για την παράβαση όσον αφορά το χρονικό διάστημα από 30 Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2000 (αιτιολογική σκέψη 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Η Επιτροπή έλαβε υπόψη μια επιβαρυντική περίσταση έναντι της Arkema, λόγω υποτροπής σε σχέση με τις παραβάσεις που διαπιστώθηκαν με την απόφασή της 85/74/ΕΟΚ της 23ης Νοεμβρίου 1984, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (υπόθεση IV/30.907 – Υπεροξυγονούχα προϊόντα) (EE 1985, L 35, σ. 1), και την απόφασή της 94/599/ΕΚ, της 27ης Ιουλίου 1994, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΚ (υπόθεση IV/31.865 – PVC) (EE L 239, σ. 14). Κατά συνέπεια, εφάρμοσε στο βασικό ποσό του επιβλητέου στην Arkema προστίμου μια προσαύξηση ίση με το 50 % του βασικού ποσού που θα της είχε επιβληθεί αν οι προσφεύγουσες, ηγετικές εταιρίες του ομίλου, δεν ήσαν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 469 έως 471 και υποσημείωση 409 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Η Επιτροπή έκρινε ότι η Arkema ήταν η δεύτερη επιχείρηση που πληρούσε την προϋπόθεση του σημείου 21 της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και της χορήγησε για τον λόγο αυτό μείωση του ποσού του προστίμου κατά 30 %, η μείωση δε αυτή εφαρμόστηκε επί του συνολικού ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στην Arkema και στις προσφεύγουσες (αιτιολογικές σκέψεις 509 έως 514 και 529 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

18      Το άρθρο 1, στοιχεία ιε΄ έως ιζ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι οι τρεις εταιρίες παρέβησαν το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ, συμμετέχοντας στην επίμαχη παράβαση, η μεν Total, από τις 30 Απριλίου έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000, οι δε Arkema και Elf Aquitaine, από τις 12 Μαΐου 1995 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2000.

19      Το άρθρο 2, στοιχείο θ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως επιβάλλει στην Arkema πρόστιμο 78,663 εκατομμυρίων ευρώ, για την καταβολή του οποίου η Total και η Elf Aquitaine θεωρούνται «από κοινού και εις ολόκληρον» υπεύθυνες μέχρι ποσού 42 εκατομμυρίων ευρώ και 65,1 εκατομμυρίων ευρώ, αντιστοίχως.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

20      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 19 Ιουλίου 2006, οι προσφεύγουσες άσκησαν την υπό κρίση προσφυγή.

21      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου τροποποιήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα και, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, η υπό κρίση υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του έκτου πενταμελούς τμήματος.

22      Λόγω κωλύματος δύο από τα μέλη του τμήματος, ο Πρόεδρος του Γενικού Δικαστηρίου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, δύο άλλους δικαστές για να συμπληρωθεί η σύνθεση του τμήματος.

23      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, που διατάχθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στις 28 Απριλίου 2010, η Επιτροπή προσκόμισε, με έγγραφο της 4ης Μαΐου 2010, ορισμένα στοιχεία του διοικητικού φακέλου τα οποία είχαν επικαλεσθεί οι προσφεύγουσες με το δικόγραφο προσφυγής.

24      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Σεπτεμβρίου 2010.

25      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως, να ακυρώσει το άρθρο 1, στοιχεία ιε΄ και ιστ΄, το άρθρο 2, στοιχείο θ΄, και τα άρθρα 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως·

–        επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2, στοιχείο θ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον η Επιτροπή τους επέβαλε, από κοινού και εις ολόκληρον με την Arkema, πρόστιμο, και να μειώσει το ποσό του προστίμου αυτού·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

27      Προς στήριξη του αιτήματός τους περί μερικής ακυρώσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δέκα λόγους, οι οποίοι αντλούνται, ο πρώτος, από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ο δεύτερος, από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, ο τρίτος, από παράβαση του ενιαίου χαρακτήρα της έννοιας της επιχειρήσεως, ο τέταρτος, από παράβαση των κανόνων περί καταλογισμού στις μητρικές εταιρίες των παραβάσεων που έχουν διαπράξει οι θυγατρικές τους, ο πέμπτος, από σφάλματα κατά την εκτίμηση όσον αφορά την Total, ο έκτος, από παραβίαση διαφόρων ουσιωδών αρχών τις οποίες αναγνωρίζει το σύνολο των κρατών μελών και οι οποίες αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξεως της Ένωσης, ο έβδομος, από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως, ο όγδοος, από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, ο ένατος, από παραβίαση ορισμένων θεμελιωδών αρχών που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων και, ο δέκατος, από κατάχρηση εξουσίας.

28      Επικουρικώς, με τον ενδέκατο λόγο, οι προσφεύγουσες ζητούν τη μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 2, στοιχείο θ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως.

29      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει καταρχάς την επιχειρηματολογία που προβλήθηκε στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου.

 Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από παράβαση των κανόνων που διέπουν τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες των παραβάσεων που διέπραξαν οι θυγατρικές τους

30      Ο τέταρτος λόγος διαιρείται σε τρία σκέλη. Πρέπει να εξεταστεί καταρχάς το δεύτερο σκέλος του λόγου αυτού.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία της νομολογίας σχετικά με τον καταλογισμό και όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση της σχετικής με τη λήψη αποφάσεων πρακτικής της

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

31      Πρέπει να υπομνησθεί ότι το περί ανταγωνισμού δίκαιο της Ένωσης αφορά τις δραστηριότητες των επιχειρήσεων και ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑97/08 P, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑8237, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

32      Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει, επίσης, ότι ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο ίδιο πλαίσιο, πρέπει να νοείται ως δηλών μια οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

33      Οσάκις μια τέτοια οικονομική οντότητα παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 56 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

34      Η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να καταλογίζεται, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα και η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να απευθύνεται προς αυτό. Η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει, επίσης, να αναφέρει την ιδιότητα υπό την οποία το πρόσωπο αυτό θεωρείται υπόλογο για τις πράξεις περί των οποίων πρόκειται (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

35      Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η συμπεριφορά μιας θυγατρικής εταιρίας μπορεί να καταλογισθεί στη μητρική εταιρία, ιδίως, όταν η θυγατρική, μολονότι έχει χωριστή νομική προσωπικότητα, δεν καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά της στην αγορά, αλλά εφαρμόζει, κυρίως, τις οδηγίες της μητρικής εταιρίας, ενόψει, ιδίως, των υφισταμένων μεταξύ των δύο αυτών νομικών οντοτήτων οικονομικών, οργανωτικών και νομικών σχέσεων (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

36      Συγκεκριμένα, αυτό συμβαίνει διότι, σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική και η θυγατρική εταιρία συναποτελούν τμήμα της ίδιας οικονομικής οντότητας και, επομένως, συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση, κατά την προαναφερθείσα έννοια. Συνεπώς, το γεγονός ότι η μητρική και η θυγατρική εταιρία συνιστούν μία και μόνη επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να απευθύνει μια απόφαση περί επιβολής προστίμου στη μητρική εταιρία, χωρίς να απαιτείται να αποδείξει την εμπλοκή της εταιρίας αυτής στην παράβαση (απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 59).

37      Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, στην ειδική περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής που διέπραξε παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός, η μητρική εταιρία μπορεί να ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής και, αφετέρου, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

38      Το Δικαστήριο έχει συνεπώς διευκρινίσει ότι, υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί καθοριστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής αυτής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, αποδείξει ότι, κατ’ ουσίαν, η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά (βλ. απόφαση Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 61 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

39      Εν προκειμένω, στις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή συνόψισε, αναφερόμενη στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, τις αρχές που σκόπευε να εφαρμόσει για να προσδιορίσει τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως.

40      Υπενθύμισε ότι μια μητρική εταιρία μπορούσε να θεωρηθεί υπεύθυνη για την παράνομη συμπεριφορά μιας θυγατρικής, αν η τελευταία αυτή δεν καθορίζει τη συμπεριφορά της στην αγορά κατά τρόπο αυτόνομο, αλλά εφαρμόζει κατ’ ουσίαν τις οδηγίες που της δίδει η μητρική εταιρία. Διευκρίνισε ότι μπορούσε, κατ’ ουσίαν, να τεκμαρθεί ότι μια κατά 100 % θυγατρική εφαρμόζει βασικά τις δοθείσες από τη μητρική της εταιρία οδηγίες και ότι η τελευταία αυτή μπορούσε να ανατρέψει το τεκμήριο προσκομίζοντας την απόδειξη περί του αντιθέτου (αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

41      Όσον αφορά την ευθύνη της Elf Aquitaine, η Επιτροπή τόνισε ότι αυτή κατείχε το 98 % του κεφαλαίου της Arkerma και διόριζε πάντοτε τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της τελευταίας αυτής. Έτσι, η Επιτροπή συνήγαγε κατά τεκμήριο ότι η Elf Aquitaine ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της (αιτιολογική σκέψη 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

42      Όσον αφορά την Total, η Επιτροπή ανέφερε ότι αυτή είχε αποκτήσει τον έλεγχο του 99,43 % του κεφαλαίου της Elf Aquitaine τον Απρίλιο του 2000, ότι ήλεγχε άμεσα ή έμμεσα το κεφάλαιο των εταιριών του ομίλου που είχαν διαδραματίσει άμεσο ρόλο στις παραβατικές συμπεριφορές και ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων αυτών, είχε συναγάγει κατά τεκμήριο την εκ μέρους της Total άσκηση καθοριστικής επιρροής επί της συμπεριφοράς των θυγατρικών της Elf Aquitaine και Arkema (αιτιολογικές σκέψεις 428 και 429 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

43      Στις αιτιολογικές σκέψεις 430 έως 432 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέθεσε τα επιχειρήματα που είχαν προβάλει οι προσφεύγουσες κατά του καταλογισμού της επίμαχης παραβάσεως και τα εξέτασε στις αιτιολογικές σκέψεις 433 έως 440 της αποφάσεως αυτής.

44      Στην αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επιβεβαίωσε το συμπέρασμά της ότι η Arkema και οι προσφεύγουσες συναποτελούσαν μία ενιαία επιχείρηση και θεώρησε ότι ήσαν υπεύθυνες για την επίμαχη παράβαση, διευκρινίζοντας ότι η Total ευθυνόταν για την παράβαση αποκλειστικά από την ημερομηνία της αποκτήσεως του ελέγχου του κεφαλαίου της Elf Aquitaine, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 30 Απριλίου έως 31 Δεκεμβρίου 2000.

45      Αμφισβητώντας την εκτίμηση αυτή, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσίαν, δύο αιτιάσεις αφορώσες, αφενός, το κύρος του επίμαχου τεκμηρίου και, αφετέρου, την απόρριψη των στοιχείων που προσκομίσθηκαν για να αποδειχθεί η αυτονομία της Arkema.

–       Επί του κύρους του επίμαχου τεκμηρίου

46      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν μπορούσε, χωρίς να παραβεί τη νομολογία και τη δική της πρακτική λήψεως αποφάσεων στον τομέα αυτό, να τους καταλογίσει τη συμπεριφορά της Arkema βάσει του τεκμηρίου και μόνο που συνδέεται με τον σχεδόν εξ ολοκλήρου έλεγχο του κεφαλαίου της θυγατρικής αυτής.

47      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μέθοδος που ακολούθησε η Επιτροπή για να καταλογίσει την επίδικη παράβαση στις προσφεύγουσες, καθόσον στηρίζεται στο επίμαχο τεκμήριο, συνάδει με τη νομολογία που παρατέθηκε στις σκέψεις 31 έως 38 ανωτέρω.

48      Αφενός, σε αντίθεση προς όσα φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ο καταλογισμός αυτός δεν στηρίχθηκε αποκλειστικά στη διάρθρωση κατοχής του κεφαλαίου, αλλά και στη διαπίστωση της μη ανατροπής του τεκμηρίου της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί των θυγατρικών τους (βλ., μεταξύ άλλων, τις αιτιολογικές σκέψεις 437 και 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

49      Αφετέρου, από τη νομολογία αυτή προκύπτει (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 37 και 38 ανωτέρω) ότι η διάρθρωση της κατοχής του κεφαλαίου θυγατρικής συνιστά επαρκές κριτήριο για να χρησιμοποιηθεί το εν λόγω τεκμήριο, χωρίς η Επιτροπή να υποχρεούται να προβάλει πρόσθετες ενδείξεις όσον αφορά την έμπρακτη άσκηση επιρροής της μητρικής εταιρίας, όπως απαιτούν οι προσφεύγουσες.

50      Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι τέτοιες πρόσθετες ενδείξεις προβλήθηκαν στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, T‑112/05, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (Συλλογή 2007, σ. II‑5049, σκέψεις 13 και 54). Συγκεκριμένα, τόσο από την προπαρατεθείσα απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2007, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής (σκέψεις 61 και 62), όσο και από την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω (σκέψεις 61 και 62), προκύπτει αναμφίβολα ότι η εφαρμογή του επίμαχου τεκμηρίου δεν εξαρτάται από την ύπαρξη τέτοιων ενδείξεων. Ομοίως, δεν απαιτείται να αποδείξει προς τούτο η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία γνώριζε, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, την παραβατική συμπεριφορά της θυγατρικής της.

51      Πρέπει να τονιστεί επιπλέον ότι η προαναφερθείσα νομολογία αφορά ειδικώς την ιδιαίτερη περίπτωση στην οποία μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 60). Εν προκειμένω όμως, οι προσφεύγουσες δεν κατείχαν το σύνολο του κεφαλαίου της οικείας θυγατρικής (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

52      Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν προέβαλαν κανένα επιχείρημα αντλούμενο από το γεγονός ότι οι συμμετοχές τους δεν έφθαναν το 100 %. Αντιθέτως, η επιχειρηματολογία τους σχετικά με τη δυνατότητα της Επιτροπής να χρησιμοποιήσει το επίμαχο τεκμήριο αφορά αδιακρίτως την περίπτωση της κατοχής του «100 % ή περίπου» του κεφαλαίου της θυγατρικής, επιβεβαιώνοντας έτσι ότι δεν αντιτίθενται στην εφαρμογή του ίδιου περί αποδείξεως καθεστώτος σε αμφότερες τις περιπτώσεις.

53      Τέλος, ακόμα και αν υποτεθεί ότι, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή, στην προηγούμενη πρακτική της σχετικά με τη λήψη αποφάσεων όσον αφορά τον καταλογισμό της ευθύνης για παράβαση, είχε χρησιμοποιήσει πρόσθετες ενδείξεις σχετικές με την έμπρακτη άσκηση καθοριστικής επιρροής εκ μέρους της μητρικής εταιρίας, το γεγονός αυτό και μόνο δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω το κύρος της μεθόδου καταλογισμού που χρησιμοποιήθηκε εν προκειμένω.

54      Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δέσμης ενδείξεων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες για να αποδείξουν την αυτοτέλεια της Arkema στην αγορά

55      Κατά την παρατεθείσα στη σκέψη 38 ανωτέρω νομολογία, προκειμένου να ανατρέψει το επίμαχο τεκμήριο, εναπόκειται στη μητρική εταιρία να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η θυγατρική της ενεργεί στην αγορά αυτοτελώς.

56      Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία που αφορούν τις οικονομικές, οργανωτικές και νομικές σχέσεις μεταξύ της θυγατρικής και της μητρικής εταιρίας, τα οποία ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με την περίπτωση (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψεις 61 και 74).

57      Δεν πρέπει, μεταξύ άλλων, να περιορισθεί η εκτίμηση αυτή στα στοιχεία και μόνον που αφορούν τη stricto sensu εμπορική πολιτική της θυγατρικής, όπως είναι η στρατηγική της διανομής ή των τιμών. Ειδικότερα, το επίμαχο τεκμήριο δεν μπορεί να ανατραπεί από την απόδειξη και μόνον του γεγονότος ότι η θυγατρική είναι αυτή που διαχειρίζεται τις συγκεκριμένες αυτές πτυχές της εμπορικής πολιτικής της χωρίς να λαμβάνει σχετικές οδηγίες (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψεις 65 και 75).

58      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, οι προσφεύγουσες προέβαλαν μια επιχειρηματολογία που αντλείται από την αυτοτέλεια της Arkema, ισχυριζόμενες μεταξύ άλλων ότι ο όμιλός τους χαρακτηριζόταν από αποκεντρωμένη διαχείριση των θυγατρικών, ότι η Arkema όριζε αυτοτελώς τις στρατηγικές κατευθύνσεις των δραστηριοτήτων της, ότι η διαχείριση της δραστηριότητάς της στην αγορά δεν εξαρτιόταν από τις οδηγίες των μητρικών εταιριών, ότι λογοδοτούσε στις τελευταίες αυτές μόνο γενικά, ότι διέθετε χρηματοοικονομική αυτοτέλεια και την εξουσία να συνάπτει συμβάσεις χωρίς την προηγούμενη έγκρισή τους και ότι καθόριζε τη νομική στρατηγική της αυτοτελώς. Η αυτοτέλεια της Arkema επιβεβαιωνόταν εξάλλου από το πώς την αντιλαμβάνονταν οι τρίτοι.

59      Προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, οι προσφεύγουσες προσκόμισαν απλώς τρία φυλλάδια προερχόμενα από την Arkema και από μία από αυτές, την Elf Aquitaine, που τιτλοφορούνταν «Αγορές και επαγγέλματα», αντιστοίχως για τα έτη 1995, 2000 και 2003. Ανεξάρτητα όμως από το ποια αποδεικτική αξία πρέπει να αναγνωρισθεί στα έγγραφα αυτά, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι αυτά περιέχουν μόνον ορισμένες αποσπασματικές πληροφορίες όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ των προσφευγουσών και της θυγατρικής τους. Έτσι, τα έγγραφα αυτά θα μπορούσαν να πιστοποιήσουν, το πολύ, ότι η Arkema συνιστούσε μια αποκεντρωμένη μονάδα, τον «χημικό κλάδο», στο πλαίσιο του ομίλου, ότι επρόκειτο να καταστεί ανεξάρτητη οντότητα το 2006 και ότι κατασκεύαζε σημαντικό αριθμό προϊόντων σε διάφορους τομείς. Εξαιρουμένου του φυλλαδίου «Αγορές και επαγγέλματα» που αφορά το 2000, τα έγγραφα αυτά αφορούν έτη μη περιλαμβανόμενα στην παραβατική περίοδο.

60      Επιπλέον, σε μια υποσημείωση της απαντήσεώς τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, οι προσφεύγουσες αναφέρθηκαν σε ορισμένα στοιχεία που προκύπτουν από την απάντηση της Arkema στην αίτηση παροχής πληροφοριών που απέστειλε η Επιτροπή.

61      Τα επίμαχα στοιχεία, που προσκομίσθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 4ης Μαΐου 2010, περιλαμβάνουν ένα έγγραφο με τίτλο «Εσωτερικές εξουσίες και ανάληψη δαπανών» και έναν κατάλογο των διευθυντικών στελεχών των εταιριών του ομίλου των ετών 1991 έως 2003.

62      Όσον αφορά το πρώτο έγγραφο, από την απάντηση της Arkema στην αίτηση παροχής πληροφοριών, που προσκόμισε η Επιτροπή, προκύπτει ότι το εν λόγω έγγραφο περιέχει τους κανόνες που καθορίζουν το δικαίωμα δεσμεύσεως του ομίλου και οι οποίοι ισχύουν «από το 2001». Σύμφωνα με το έγγραφο αυτό, η εκτελεστική επιτροπή της Total παρενέβαινε μόνο για τις αποφάσεις των θυγατρικών που αφορούσαν επενδύσεις άνω των 10 εκατομμυρίων ευρώ, εκτιμώντας το επίπεδο κινδύνου και την απόδοση της επενδύσεως.

63      Αφενός, πρέπει να τονιστεί ότι το επίμαχο έγγραφο, καθόσον περιέχει τους κανόνες περί της κατανομής των αρμοδιοτήτων στο πλαίσιο του ομίλου από το έτος 2001, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως κατάλληλη ένδειξη για τις σχέσεις μεταξύ των οικείων εταιριών κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου, που έληξε στις 31 Δεκεμβρίου 2000.

64      Αφετέρου, από την απάντηση των προσφευγουσών στην ανακοίνωση των αιτιάσεων προκύπτει ότι του εγγράφου αυτού γίνεται επίκληση προς στήριξη της θέσεώς τους ότι ουδέποτε παρενέβησαν στη διαχείριση της δραστηριότητας της Arkema σχετικά με το PH και το PBS, καθόσον η παρέμβασή τους περιοριζόταν στις σημαντικότερες επενδύσεις της θυγατρικής. Η αυτοτέλεια όμως της θυγατρικής, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας στη σκέψη 57 ανωτέρω νομολογίας, δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποδειχθεί διά της αποδείξεως και μόνον του γεγονότος ότι αυτή διαχειρίζεται αυτοτελώς συγκεκριμένες πτυχές της πολιτικής της σχετικά με την εμπορία των προϊόντων τα οποία αφορά η παράβαση.

65      Όσον αφορά το δεύτερο έγγραφο, που περιέχει έναν κατάλογο των διευθυντικών στελεχών των οικείων εταιριών, πρέπει να τονιστεί ότι, μολονότι η αλληλοεπικάλυψη των διευθυντικών στελεχών μεταξύ της μητρικής εταιρίας και της θυγατρικής συνιστά αποτελεί ένδειξη ασκήσεως καθοριστικής επιρροής, η απουσία μιας τέτοιας αλληλοεπικαλύψεως δεν μπορεί να συνιστά επαρκή ένδειξη της αυτοτέλειας της θυγατρικής.

66      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν στηριζόταν σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία για την αυτοτέλεια της θυγατρικής τους και συνίστατο συνεπώς, κατ’ ουσίαν, σε απλές δηλώσεις, που προδήλως δεν μπορούσαν να αποτελούν δέσμη ενδείξεων επαρκή για την ανατροπή του επίμαχου τεκμηρίου.

67      Επιπλέον, πρέπει να τονιστεί ότι με την επίμαχη επιχειρηματολογία δεν μπορούσε να αποδειχθεί η αυτοτέλεια της θυγατρικής τους.

68      Πρώτον, όσον αφορά τη θέση των προσφευγουσών ότι η Elf Aquitaine δεν ήταν παρά μια μη επιχειρησιακή εταιρία χαρτοφυλακίου, συγκρίσιμη με μια απλή «χρηματοοικονομική διεύθυνση», δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή δεν άλλαξε μετά την ανάληψη του ελέγχου από την Total, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, και αν ακόμα υποτεθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν ήταν παρά μη επιχειρησιακές εταιρίες χαρτοφυλακίου, η περίσταση αυτή και μόνο δεν μπορεί να αρκεί για να αποκλεισθεί το ότι άσκησαν καθοριστική επιρροή επί της Arkema, συντονίζοντας μεταξύ άλλων τις χρηματοοικονομικές επενδύσεις στο πλαίσιο του ομίλου. Συγκεκριμένα, στην περίπτωση ομίλου εταιριών, μια εταιρία χαρτοφυλακίου είναι μια εταιρία που αποσκοπεί στη συγκέντρωση των συμμετοχών σε διάφορες εταιρίες, προκειμένου να διασφαλιστεί ενιαία διεύθυνση (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 63).

69      Οι προσφεύγουσες όμως υποστηρίζουν και οι ίδιες ότι η Elf Aquitaine παρενέβαινε στις σημαντικότερες αποφάσεις που μπορούσαν να έχουν αντίκτυπο στο επίπεδο ολόκληρου του ομίλου και ότι καθόριζε μια πολύ γενική πολιτική όσον αφορά τη συμβατότητα των δραστηριοτήτων των διαφόρων κλάδων μεταξύ τους, τις αλλαγές δραστηριοτήτων και τη γεωγραφική εγκατάσταση των δραστηριοτήτων στον κόσμο. Οι θέσεις αυτές, όχι μόνο δεν αναιρούν την άποψη περί υπάρξεως μιας οικονομικής οντότητας αποτελούμενης από τις προσφεύγουσες και τις θυγατρικές τους, αλλά μάλλον επιβεβαιώνουν ότι ο σκοπός της Elf Aquitaine ήταν να διασφαλίζει μια ενιαία διεύθυνση και ένα συντονισμό, που να μπορούν να επηρεάσουν τη συμπεριφορά της Arkema στην αγορά.

70      Δεύτερον, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες αναφέρουν ότι, κατά την περίοδο των επίδικων πραγματικών περιστατικών, ουδέποτε παρενέβησαν στον καθορισμό της στρατηγικής κάποιου συγκεκριμένου προϊόντος του «χημικού κλάδου», πρέπει να τονιστεί ότι η θέση αυτή δεν στηρίζεται σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία. Όσον αφορά το μέγεθος του ομίλου, την προβαλλόμενη ιδιαίτερη φύση της χημικής δραστηριότητας στο πλαίσιο πετρελαϊκής εταιρίας, το μέγεθος της Arkema και τον σημαντικό αριθμό των προϊόντων που αυτή πωλεί σε διάφορες αγορές, πρέπει να τονιστεί ότι από τα στοιχεία αυτά και μόνο δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι οι προσφεύγουσες ουδέποτε παρενέβησαν στον καθορισμό της εμπορικής στρατηγικής κάποιου από τα προϊόντα του «χημικού κλάδου».

71      Τρίτον, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι ουδέποτε καθόρισαν την εμπορική πολιτική της Arkema και ουδέποτε παρενέβησαν στη σχετική με το PH και το PBS δραστηριότητα της θυγατρικής τους, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε έναν όμιλο εταιριών, ο καταμερισμός των καθηκόντων συνιστά σύνηθες φαινόμενο που δεν αρκεί να ανατρέψει το τεκμήριο κατά το οποίο οι προσφεύγουσες και η Arkema συνιστούσαν μία ενιαία επιχείρηση, κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Το αυτό ισχύει όσον αφορά το επιχείρημα που αντλείται από το ότι η Arkema παρενέβαινε στην αγορά ιδίω ονόματι και για δικό της λογαριασμό, και όχι ως εκπρόσωπος των μητρικών της εταιριών Total και Elf Aquitaine.

72      Κανένα συμπέρασμα ομοίως δεν μπορεί να συναχθεί από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες ουδέποτε είχαν κοινούς πελάτες με τη θυγατρική τους, ότι ήσαν απούσες από τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνταν η θυγατρική τους και από τις συναφείς αγορές, ότι η σχετική με τα οικεία προϊόντα δραστηριότητα αντιπροσώπευε μόνο ένα πολύ μικρό μέρος του συνολικού κύκλου εργασιών εκάστης των προσφευγουσών και ότι τα προϊόντα αυτά αντιπροσώπευαν μόνο μερικά από τα πολυάριθμα προϊόντα της «χημικής δραστηριότητας» της Arkema.

73      Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών που αντλείται από την έλλειψη συστήματος πληροφορήσεως και σχέσεως μεταξύ αυτών και της Arkema, εξαιρέσει μιας πληροφορήσεως που προέκυπτε από τις εκ του νόμου υποχρεώσεις σχετικά με τα λογιστικά στοιχεία και τη χρηματοοικονομική ρύθμιση, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, δεδομένου ότι η αυτοτέλεια της θυγατρικής δεν εκτιμάται με γνώμονα μόνον τις πτυχές της επιχειρησιακής διαχειρίσεως της επιχειρήσεως, το γεγονός ότι η θυγατρική ουδέποτε έθεσε σε εφαρμογή, προς όφελος της μητρικής εταιρίας, μια ειδική πολιτική πληροφορήσεως στη σχετική αγορά δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρκεί για να αποδειχθεί η αυτοτέλειά της.

74      Πέμπτον, μολονότι οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Arkema διέθετε την εξουσία συνάψεως συμβάσεων χωρίς προηγούμενη έγκριση και διέθετε σημαντική χρηματοοικονομική αυτοτέλεια, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δέχονται ότι ήλεγχαν τα σχέδια βιομηχανικών επενδύσεων και μεγάλων εξαγορών καθώς και τις σημαντικότερες δεσμεύσεις της θυγατρικής τους, τούτο δε δεν μπορεί παρά να ενισχύσει το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η θυγατρική αυτή δεν ήταν αυτοτελής.

75      Έκτον, το αυτό ισχύει όσον αφορά το προβαλλόμενο γεγονός ότι η Arkema καθόρισε τη νομική στρατηγική της αυτοτελώς στην υπό κρίση υπόθεση, ήδη από το στάδιο της έρευνας, στην οποία είχε αποφασίσει να συνεργαστεί χωρίς προηγουμένως να δώσει σχετική αναφορά στις μητρικές εταιρίες. Συγκεκριμένα, από το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν παρουσιάζεται ως ένας μοναδικός συνομιλητής, τόσο κατά τη διοικητική διαδικασία όσο και κατά το στάδιο της ένδικης διαδικασίας, δεν μπορεί να συναχθεί ότι η οικεία θυγατρική είναι αυτοτελής σε σχέση με την ή τις μητρικές της εταιρίες.

76      Επιπλέον, πρέπει να υπομνησθεί ότι δεν είναι η άμεση εμπλοκή της μητρικής εταιρίας στην παράβαση που διέπραξε η θυγατρική της, αλλά το γεγονός ότι αυτές αποτελούν μία ενιαία επιχείρηση που παρέχει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να καταλογίσει στην πρώτη την επίμαχη παράβαση. Το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή δεν μπορεί, επομένως, να τεθεί εν αμφιβόλω από το γεγονός ότι οι προσφεύγουσες δεν ενημερώθηκαν από την Arkema και έλαβαν γνώση της υπάρξεως της συμπράξεως μόνον κατόπιν των ελέγχων που διενήργησε η Επιτροπή στις εγκαταστάσεις της θυγατρικής.

77      Έβδομον, το επιχείρημα ότι η θέση περί της αυτοτέλειας της Arkema ενισχύεται από την αντίληψη που μπορούν να έχουν για αυτήν οι τρίτοι, στον βαθμό που, μεταξύ άλλων, δεν υφίστατο κοινό σήμα μεταξύ των οικείων εταιριών και οι εταιρίες αυτές δεν συγχέονταν στην αντίληψη των προμηθευτών, των πελατών και των καταναλωτών, δεν στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία.

78      Επιπλέον, τα φυλλάδια «Αγορές και επαγγέλματα», που επισυνάπτονται στην απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και τα οποία προδήλως προορίζονταν για τους τρίτους, αναφέρονται στην Arkema ως ασκούσα τη χημική δραστηριότητα ή ως συνιστώσα τον «χημικό κλάδο» των ομίλων Total και Elf Aquitaine. Τούτο αντικρούει το επιχείρημα των προσφευγουσών που αναφέρει ότι οι τρίτοι αντιλαμβάνονταν την Arkema ως επιχειρηματία εντελώς διακριτό από τις μητρικές της εταιρίες. Εν πάση περιπτώσει, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονται οι τρίτοι την εικόνα μιας εταιρίας δεν αρκεί από μόνος του για να αποδειχθεί ότι μια θυγατρική είναι αυτοτελής έναντι της ή των μητρικών της εταιριών.

79      Όγδοον, όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η αυτοτέλεια της Arkema επιβεβαιώθηκε από την απόφαση C(2003) 4570 της Επιτροπής, της 10ης Δεκεμβρίου 2003, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/E-2/37.857 – Οργανικά υπεροξείδια), πρέπει να τονιστεί ότι η απόφαση αυτή δεν περιέχει καμία συναφή εκτίμηση, καθόσον η Επιτροπή επέλεξε να μην ελέγξει αν η παράβαση θα έπρεπε να καταλογιστεί σε μια ηγετική εταιρία του ομίλου (βλ. σκέψη 212 κατωτέρω).

80      Ένατον, όσον αφορά το στοιχείο που προέβαλαν οι προσφεύγουσες για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και το οποίο αντλείται από το γεγονός ότι η Arkema χωρίστηκε από κεφαλαιακή άποψη από τις προσφεύγουσες στις 18 Μαΐου 2006, πρέπει να τονιστεί ότι ο χωρισμός αυτός, μεταγενέστερος της παραβάσεως και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως κατάλληλη ένδειξη προκειμένου να εκτιμηθούν οι δεσμοί μεταξύ των οικείων εταιριών κατά την παραβατική περίοδο.

81      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η Επιτροπή ορθώς συμπέρανε ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, ακόμη και συνολικά θεωρούμενα, δεν ήταν επαρκή για να ανατραπεί το επίμαχο τεκμήριο.

82      Τέλος, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες διευκρίνισαν ότι η Επιτροπή, απορρίπτοντας τις ενδείξεις που της είχαν παράσχει, μετέτρεψε το επίμαχο τεκμήριο σε αμάχητο.

83      Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 374 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε μια πάγια νομολογία κατά την οποία η μητρική εταιρία μπορούσε να ανατρέψει το επίμαχο τεκμήριο προσκομίζοντας επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η θυγατρική της συμπεριφερόταν αυτοτελώς. Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την προηγηθείσα ανάλυση, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα στοιχεία που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες, ακόμη και συνολικά θεωρούμενα, δεν ήταν επαρκή για να ανατραπεί το τεκμήριο αυτό. Επομένως, οι προσφεύγουσες κακώς προβάλλουν μια υποτιθέμενη μετατροπή του επίμαχου μαχητού τεκμηρίου σε αμάχητο.

84      Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον αντικειμενικό χαρακτήρα του κριτηρίου του καταλογισμού

85      Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραγνώρισε τον αντικειμενικό χαρακτήρα των κριτηρίων του καταλογισμού της ευθύνης, τονίζοντας το περιθώριο εκτιμήσεώς της συναφώς, στο πλαίσιο της απορρίψεως του επιχειρήματός τους που αντλείται από το ότι η ευθύνη της μητρικής εταιρίας της Arkema δεν είχε ληφθεί υπόψη στην απόφαση C(2003) 4570 (αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

86      Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, σε απάντηση στο επιχείρημα των προσφευγουσών, τα εξής:

«[Τ]ο γεγονός ότι […] η Επιτροπή απηύθυνε την απόφασή της [C(2003) 4570] αποκλειστικά στην [Arkema] δεν την εμποδίζει, εν προκειμένω, να απευθύνει την απόφασή της ταυτόχρονα στην [Arkema] και [στις προσφεύγουσες]. Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως για να καταλογίσει την ευθύνη σε μια μητρική εταιρία υπό παρόμοιες περιστάσεις και το γεγονός ότι δεν έκανε χρήση της εξουσίας αυτής σε προηγούμενη απόφαση δεν την εμποδίζει να το πράξει εν προκειμένω.»

87      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση προς όσα διατείνονται οι προσφεύγουσες, η Επιτροπή δεν υποστήριξε, εν προκειμένω, ότι διαθέτει «διακριτική εξουσία για να προσδιορίσει το κατάλληλο κριτήριο του καταλογισμού» και συνεπώς την εξουσία να καταλογίσει σε μια εταιρία την ευθύνη για τις παραβάσεις που διέπραξε μια άλλη εταιρία, κατά παράβαση των κανόνων που έχει θέσει η νομολογία. Ο ισχυρισμός της Επιτροπής αποσκοπεί απλώς στην απόρριψη του επιχειρήματος των προσφευγουσών, που αντλείται από την απουσία καταλογισμού, στην απόφαση C(2003) 4570, που απευθύνθηκε στην Arkema, της συμπεριφοράς της τελευταίας αυτής στη μητρική της εταιρία. Περαιτέρω, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, για να καταλογίσει την επίδικη παράβαση στις προσφεύγουσες, η Επιτροπή χρησιμοποίησε μια ορθή μέθοδο, που συνάδει με τους κανόνες που έχει θέσει η νομολογία και, ιδίως, με την έννοια της επιχειρήσεως στο δίκαιο του ανταγωνισμού.

88      Επομένως, η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών είναι αλυσιτελής. Συγκεκριμένα, ακόμα και αν υποτεθεί ότι, σε αντίθεση προς όσα αυτή υποστηρίζει, η Επιτροπή οφείλει να καταλογίζει την παραβατική συμπεριφορά μιας θυγατρικής στη μητρική της εταιρία, όταν οι δύο αυτές εταιρίες συναποτελούν μία ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του δικαίου του ανταγωνισμού, το γεγονός ότι δεν το έπραξε στο πλαίσιο προηγούμενης αποφάσεως δεν έχει καμία συνέπεια στη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Υπενθυμίζεται, συναφώς, ότι η Επιτροπή προέβη σε έναν τέτοιο καταλογισμό εν προκειμένω.

89      Εν πάση περιπτώσει, από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να εξακριβώνει συστηματικά αν η παραβατική συμπεριφορά μιας θυγατρικής μπορεί να καταλογιστεί στη μητρική της εταιρία (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Δεκεμβρίου 2006, T‑259/02 έως T‑264/02 και T‑271/02, Raiffeisen Zentralbank Österreich κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑5169, σκέψεις 330 και 331). Συνεπώς, το γεγονός και μόνον ότι η Επιτροπή δεν εξέτασε τη δυνατότητα να απευθύνει την απόφαση C(2003) 4570 στη μητρική εταιρία της Arkema δεν την εμπόδιζε να το πράξει εν προκειμένω, σύμφωνα με τις αρχές που έχει συναγάγει η νομολογία στον τομέα του καταλογισμού.

90      Συνεπώς, το υπό κρίση σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση μιας «αρχής της οικονομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου»

91      Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, δυνάμει μιας υποτιθέμενης «αρχής της οικονομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου», η κατάσταση στην οποία η μητρική εταιρία και η θυγατρική της, ακόμη και αν ελέγχεται κατά 100 %, συναποτελούν μία ενιαία επιχείρηση αποτελεί εξαίρεση. Κατ’ αυτές, η Επιτροπή παραβίασε την «αρχή» αυτή, καταλογίζοντάς τους, «αυτομάτως», την ευθύνη της επίμαχης παραβάσεως.

92      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Η έννοια αυτή πρέπει συνεπώς να νοείται ως σημαίνουσα μια οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομικής απόψεως η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ. σκέψεις 31 και 32 ανωτέρω).

93      Επομένως, το γεγονός ότι μια θυγατρική διαθέτει διακριτή νομική προσωπικότητα δεν αρκεί για να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να συναποτελεί μία ενιαία επιχείρηση με τη μητρική της εταιρία.

94      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η επίδικη παράβαση καταλογίσθηκε στις προσφεύγουσες με το αιτιολογικό ότι το τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής επί της θυγατρικής τους δεν είχε ανατραπεί, καθόσον αυτές δεν είχαν προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά την αυτοτέλεια της θυγατρικής τους. Συνεπώς, κακώς οι προσφεύγουσες χαρακτηρίζουν τη χρησιμοποιηθείσα εν προκειμένω μέθοδο ως «αυτόματη», διότι κατέστησε δυνατό να ληφθεί πλήρως υπόψη η κατάσταση των προσφευγουσών και ιδίως οι δεσμοί που τις ένωναν με την Arkema κατά την περίοδο των επίδικων πραγματικών περιστατικών.

95      Η μέθοδος αυτή είναι συνεπώς σύμφωνη με την έννοια της επιχειρήσεως στο δίκαιο του ανταγωνισμού, στον βαθμό που κατέστησε δυνατό να καθοριστεί αν οι προσφεύγουσες και η Arkema συναποτελούσαν μία ενιαία οικονομική μονάδα. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, το γεγονός ότι η μέθοδος αυτή στηρίζεται σε ένα τεκμήριο και εναπόκειται σε αυτόν που την αμφισβητεί να προσκομίσει την περί του αντιθέτου απόδειξη συνάδει με τη νομολογία.

96      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν την ύπαρξη μιας γενικής αρχής του δικαίου η οποία θα εμπόδιζε την εφαρμογή ενός τέτοιου τεκμηρίου εν προκειμένω. Όσον αφορά τα επιχειρήματα που αντλούνται από τους κανόνες του γαλλικού και του αμερικανικού αστικού και εμπορικού δικαίου, καθώς και από τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της γαλλικής αρμόδιας για τον ανταγωνισμό αρχής, πρέπει να τονιστεί ότι δεν πρόκειται για τα στοιχεία με βάση τα οποία πρέπει να εξεταστεί η νομιμότητα των αποφάσεων της Επιτροπής στον τομέα του ανταγωνισμού.

97      Τέλος, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το επίμαχο τεκμήριο συνιστά απλώς ένα μέσο αποδείξεως που έχει στη διάθεσή της η Επιτροπή στο πλαίσιο των ερευνών της στον τομέα του ανταγωνισμού και ουδόλως προδικάζει τις σχέσεις μεταξύ των μητρικών εταιριών και των θυγατρικών τους και ιδίως τον βαθμό νομικής ή οικονομικής αυτοτέλειας που μπορεί να διαθέτει μια θυγατρική, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία και τις επιλογές των οικείων εταιριών.

98      Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου και, επομένως, ο τέταρτος λόγος στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

99      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως έχει δύο σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την αδυναμία των προσφευγουσών να αμυνθούν λυσιτελώς

100    Πρώτον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή ήταν υποχρεωμένη να αντικρούσει επακριβώς τις εξηγήσεις που έδωσαν με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, προσκομίζοντάς τους ένα χωριστό σύνολο αποδείξεων για να αποδείξει την ευθύνη τους. Μη αναλαμβάνοντας το βάρος αυτό της αποδείξεως, η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων.

101    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, από την παρατεθείσα στη σκέψη 38 ανωτέρω νομολογία, προκύπτει ότι, προκειμένου να ανατρέψει το επίμαχο τεκμήριο, εναπόκειται στη μητρική εταιρία να προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η θυγατρική της ενεργεί στην αγορά αυτοτελώς. Έτσι, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι το τεκμήριο δεν έχει ανατραπεί, δικαιούται να καταλογίζει την παράβαση στη μητρική εταιρία, χωρίς να οφείλει να προσκομίζει ένα «χωριστό σύνολο αποδείξεων» για να αποδείξει την ευθύνη της, όπως υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

102    Με βάση τα προεκτεθέντα, είναι αλυσιτελής η νομολογία στην οποία παραπέμπουν κατ’ αναλογία οι προσφεύγουσες και κατά την οποία, σε περίπτωση που η Επιτροπή διαπιστώνει την ύπαρξη παραβάσεως στηριζόμενη αποκλειστικά στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων στην αγορά, αυτές μπορούν να αμφισβητήσουν την παράβαση προβάλλοντας περιστάσεις που φωτίζουν διαφορετικά τα αποδειχθέντα από την Επιτροπή γεγονότα και οι οποίες καθιστούν δυνατή την αντικατάσταση της εξηγήσεως των πραγματικών περιστατικών την οποία δέχθηκε η Επιτροπή από μια άλλη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑67/00, T‑68/00, T‑71/00 και T‑78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2501, σκέψεις 186 και 187). Η περίπτωση στην οποία αναφέρεται η νομολογία αυτή δεν είναι η συγκεκριμένη υπό κρίση περίπτωση.

103    Εντέλει, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας επιβάλλει να παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά τη διοικητική διαδικασία, η δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της σχετικά με το υποστατό και την κρισιμότητα των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων, καθώς και σχετικά με τα έγγραφα που έλαβε υπόψη της η Επιτροπή για να στηρίξει τον ισχυρισμό της ότι συντρέχει παράβαση της Συνθήκης (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 10, και της 6ης Απριλίου 1995, C‑310/93 P, BPB Industries και British Gypsum κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. I‑865, σκέψη 21).

104    Συναφώς, ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 [ΕΚ] και 82 [ΕΚ] (EE 2003, L 1, σ. 1), προβλέπει την αποστολή της ανακοινώσεως των αιτιάσεων στους διαδίκους, η οποία πρέπει να αναφέρει, σαφώς, όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή στο στάδιο αυτό της διαδικασίας. Η ανακοίνωση αυτή αποτελεί τη δικονομική εγγύηση περί εφαρμογής της θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης που απαιτεί τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία (απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, C‑322/07 P, C‑327/07 P και C‑338/07 P, Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. I‑7191, σκέψη 35).

105    Η αρχή αυτή επιτάσσει ιδίως ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση, στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων περί ανταγωνισμού, πρέπει να περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας (βλ. απόφαση Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 36 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

106    Ειδικότερα, η ανακοίνωση των αιτιάσεων πρέπει να προσδιορίζει κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση το νομικό πρόσωπο στο οποίο ενδέχεται να επιβληθούν πρόστιμα, να απευθύνεται σε αυτό και να αναφέρει υπό ποία ιδιότητα του προσάπτονται τα προβαλλόμενα πραγματικά περιστατικά (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψεις 37 και 38).

107    Έτσι, εφόσον η εταιρία κατά της οποίας γίνεται επίκληση του επίμαχου τεκμηρίου μπορεί, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και κατά την ακρόαση από τον σύμβουλο ακροάσεων, να προβάλει όλα τα πραγματικά και νομικά στοιχεία προκειμένου να αμφισβητήσει το τεκμήριο αυτό και εφόσον η Επιτροπή οφείλει να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά για εγκαταλείψει, ενδεχομένως, αιτιάσεις που αποδείχθηκαν αστήρικτες, τηρείται η αρχή της ισότητας των όπλων.

108    Εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων τους παρέσχε τη δυνατότητα να λάβουν γνώση του ότι η εμπλοκή τους στην υπό κρίση υπόθεση στηριζόταν στο τεκμήριο που συνδέεται με τον οιονεί πλήρη έλεγχό τους επί της Arkema. Δεδομένου ότι το τεκμήριο αυτό είναι μαχητό, οι προσφεύγουσες μπόρεσαν να προβάλουν, κατά τη διοικητική διαδικασία, την άμυνά τους επιχειρώντας να το ανατρέψουν. Εξάλλου, αυτό ακριβώς έπραξαν, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση και από το δικόγραφο της προσφυγής, χωρίς ωστόσο να πείσουν την Επιτροπή.

109    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

110    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να εξετάσει επιμελώς και αμερόληπτα την περί του αντιθέτου απόδειξη που προσκομίσθηκε για να ανατραπεί το επίμαχο τεκμήριο, εμποδίζοντάς τες έτσι να επικεντρώσουν την άμυνά τους σε συγκεκριμένα στοιχεία.

111    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι προσφεύγουσες δεν διευκρινίζουν ποια κρίσιμα στοιχεία δεν εξετάστηκαν από την Επιτροπή.

112    Ακόμα όμως και αν υποτεθεί ότι με την υπό κρίση αιτίαση σκοπείται η αμφισβήτηση της εξετάσεως από την Επιτροπή του συνόλου των στοιχείων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να ανατρέψουν το επίμαχο τεκμήριο, πρέπει να τονιστεί ότι η εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των στοιχείων αυτών επιβεβαιώθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του τετάρτου λόγου που εκτέθηκε ανωτέρω.

113    Επιπλέον, όπως προκύπτει από την κατωτέρω εξέταση του τρίτου σκέλους του δευτέρου λόγου, λόγω του συνοπτικού και μόνον της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού δεν μπορεί να διαπιστωθεί παράβαση της υποχρεώσεως επιμελούς και αμερόληπτης εξετάσεως των κρίσιμων στοιχείων που προκύπτουν από τη διοικητική διαδικασία.

114    Συγκεκριμένα, από την ανάγνωση των αιτιολογικών σκέψεων 434 έως 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να διαπιστωθεί ότι η Επιτροπή εξέτασε τα επιχειρήματα των προσφευγουσών τα οποία συνοψίζονται στην αιτιολογική σκέψη 431 και με τα οποία αυτές θέλησαν να στηρίξουν τη θέση τους ότι μόνον η Arkema έπρεπε να είναι αποδέκτης της εν λόγω αποφάσεως. Από την ανάλυση της απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν μπορεί να προσδιορισθούν άλλα κρίσιμα στοιχεία που να αγνοήθηκαν από την Επιτροπή.

115    Ως εκ τούτου, η υπό κρίση αιτίαση δεν είναι βάσιμη.

116    Τρίτον, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η Επιτροπή, έχοντας παραλείψει να τις ενημερώσει σχετικά με την επίμαχη έρευνα προτού τους κοινοποιήσει την ανακοίνωση των αιτιάσεων, δεν τήρησε τις επιταγές που αφορούν το δικαίωμα επί δίκαιης δίκης, όπως αυτό αναγνωρίζεται από το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, της Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και οι οποίες επαναβεβαιώθηκαν με την απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑99/04, AC-Treuhand κατά Επιτροπής (Συλλογή 2008, σ. II‑1501), καθώς και με τον κώδικα ορθής πρακτικής της Επιτροπής, σχετικά με τα άρθρα 101 ΣΛΕΕ και 102 ΣΛΕΕ.

117    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, στην απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 110 ανωτέρω (σκέψη 56), το Πρωτοδικείο εκτίμησε ότι, λαμβανομένης υπόψη της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η Επιτροπή υποχρεούνταν να ενημερώσει την εμπλεκόμενη επιχείρηση, κατά τη λήψη του πρώτου σε βάρος της μέτρου, περιλαμβανομένων των αιτήσεων παροχής πληροφοριών που της απηύθυνε βάσει του άρθρου 11 του κανονισμού 17, μεταξύ άλλων, για το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας. Στη σκέψη 58 της εν λόγω αποφάσεως, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε ακόμη ότι, όπως προέκυπτε από τη νομολογία, μόνον αν η παρατυπία της Επιτροπής προσέβαλλε κατά συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας της επιχειρήσεως κατά της οποίας στρεφόταν η διοικητική διαδικασία μπορούσε η παρατυπία αυτή να οδηγήσει σε ακύρωση της τελικής αποφάσεως της Επιτροπής.

118    Εν προκειμένω, όμως, πέραν του γεγονότος ότι από την εν λόγω δικαστική απόφαση δεν μπορεί να συναχθεί ότι η Επιτροπή υποχρεούται, όπως ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, να λάβει μέτρα έρευνας έναντι επιχειρήσεως πριν από την αποστολή ανακοινώσεως των αιτιάσεων, όταν αυτή θεωρεί ότι διαθέτει πληροφορίες που δικαιολογούν την αποστολή της ως άνω ανακοινώσεως, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν επικαλούνται κανένα συγκεκριμένο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι στερήθηκαν εξ αυτού του λόγου τη δυνατότητα να αποδείξουν ότι δεν ασκούσαν καθοριστική επιρροή στην Arkema.

119    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή παρέβη τον κώδικα ορθής πρακτικής μη απευθύνοντάς τους κανένα μέτρο έρευνας, πριν από την έκδοση της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, διαπιστώνεται, αφενός, ότι ο εν λόγω κώδικας, ο οποίος έχει εφαρμογή, σύμφωνα με το σημείο του 5, μόνο στις υποθέσεις που είναι εκκρεμείς κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεώς του στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς και στις μεταγενέστερες υποθέσεις, θεσπίστηκε σε χρόνο μεταγενέστερο της προσβαλλομένης αποφάσεως και, ως εκ τούτου, δεν έχει εφαρμογή στα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως.

120    Αφετέρου, επισημαίνεται ότι το σημείο 14 του εν λόγω κώδικα προβλέπει, κάνοντας αναφορά στην απόφαση AC-Treuhand κατά Επιτροπής, σκέψη 110 ανωτέρω (σκέψη 56), ότι, «κατά το χρονικό σημείο του πρώτου μέτρου έρευνας (συνήθως μιας αιτήσεως παροχής πληροφοριών ή ενός ελέγχου), οι επιχειρήσεις ενημερώνονται για το ότι αποτελούν αντικείμενο προκαταρκτικής έρευνας καθώς και για το αντικείμενο και τον σκοπό της έρευνας αυτής». Συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαίο να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο ως προς το νομικό περιεχόμενο του εν λόγω κώδικα, επιβάλλεται η διαπίστωση, εν πάση περιπτώσει, ότι από τον κώδικα αυτό δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να απευθύνει μέτρα έρευνας σε όλες τις νομικές οντότητες που συναποτελούν την οικεία επιχείρηση προτού εκδώσει την ανακοίνωση των αιτιάσεων.

121    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση και, ακολούθως, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

122    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας λόγω του ότι, πρώτον, τις κήρυξε a priori «ένοχες» για μια παράβαση βάσει ενός μαχητού τεκμηρίου το οποίο δεν ενισχύεται από συγκεκριμένα στοιχεία και, δεύτερον, θεώρησε ότι υπέχουν ευθύνη μολονότι δεν μπόρεσαν να ασκήσουν πλήρως τα δικαιώματα άμυνας.

123    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑199/92 P, Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I‑4287, σκέψεις 149 και 150).

124    Με βάση τα επιχειρήματα των προσφευγουσών δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι η αρχή αυτή παραβιάσθηκε εν προκειμένω.

125    Πρώτον, πρέπει να υπoμνησθεί ότι η Επιτροπή μπορεί να χρησιμοποιήσει το τεκμήριο κατά το οποίο μια μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή επί μιας θυγατρικής, αν κατέχει το σύνολο ή σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου αυτής, προκειμένου να θεωρηθεί ότι ευθύνεται από κοινού με τη θυγατρική της για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε στην τελευταία αυτή. Σε μια τέτοια περίπτωση, η μητρική εταιρία λογίζεται ότι συναποτελεί με τη θυγατρική της μία ενιαία επιχείρηση, η οποία υποχρεούται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, να υποστεί τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής. Εν προκειμένω όμως, η παράβαση αναγνωρίσθηκε από την Arkema με την αίτησή της που υποβλήθηκε δυνάμει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας (βλ. αιτιολογική σκέψη 69 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Περαιτέρω, οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τη συμμετοχή τους στην επίμαχη σύμπραξη.

126    Αντίθετα προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Επιτροπή τις θεώρησε a priori «ένοχες», διότι είχαν τη δυνατότητα να ανατρέψουν το προαναφερθέν τεκμήριο, που προβλήθηκε με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, αποδεικνύοντας την αυτοτέλεια της θυγατρικής τους.

127    Πρέπει να υπομνησθεί ότι η έκδοση ανακοινώσεως αιτιάσεων εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί απόδειξη ενοχής εις βάρος της οικείας επιχειρήσεως. Άλλως, η κίνηση οποιασδήποτε σχετικής διαδικασίας θα μπορούσε, δυνητικώς, να θεωρηθεί προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 99).

128    Περαιτέρω, κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες υποστήριξαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κατ’ ουσίαν, ότι το τεκμήριο της αθωότητας εν προκειμένω παραβιάστηκε, λόγω της συγκεντρώσεως «στα χέρια της Επιτροπής των εξουσιών αστυνομεύσεως, έρευνας, ασκήσεως διώξεως και εκδόσεως αποφάσεως», διαπιστώνεται ότι η αιτίαση αυτή προβλήθηκε εκπροθέσμως, καθόσον διατυπώθηκε για πρώτη φορά κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση και δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάπτυξη του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως όπως αυτός προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, κατά τον οποίο η Επιτροπή παραβίασε το τεκμήριο αθωότητας επικαλούμενη, έναντι των προσφευγουσών, το τεκμήριο που προκύπτει από τον οιονεί πλήρη έλεγχο του κεφαλαίου της θυγατρικής τους. Συνεπώς, η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

129    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το δεύτερο σκέλος και, επομένως, ο υπό κρίση λόγος στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

130    Κατά πάγια νομολογία, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 253 ΕΚ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξεως και να επιτρέπει να διαφανεί κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ούτως ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκεί τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 253 ΕΚ πρέπει να εκτιμάται τόσο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό ζήτημα (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Απριλίου 1998, C‑367/95 P, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, Συλλογή 1998, σ. I‑1719, σκέψη 63 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

131    Όταν, όπως εν προκειμένω, μια απόφαση εφαρμογής του άρθρου 81 ΕΚ αφορά πολλούς αποδέκτες και θέτει ζήτημα καταλογισμού της παραβάσεως, πρέπει να περιέχει επαρκή αιτιολογία ως προς καθένα των αποδεκτών της, ειδικότερα ως προς εκείνους οι οποίοι, κατά το γράμμα της ως άνω αποφάσεως, πρέπει να υποστούν τις συνέπειες της παραβάσεως αυτής. Έτσι, έναντι μιας μητρικής εταιρίας που ευθύνεται για την παράβαση αλληλεγγύως, μια τέτοια απόφαση πρέπει να εκθέτει εμπεριστατωμένα τους λόγους που δικαιολογούν γιατί η παράβαση πρέπει να καταλογισθεί σ’ αυτήν την εταιρία (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑327/94, SCA Holding κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1373, σκέψεις 78 έως 80).

132    Οι προσφεύγουσες διαιρούν τον υπό κρίση λόγο σε τρία σκέλη.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία είναι ενισχυμένη λόγω του ότι η θέση που έλαβε η Επιτροπή είναι νέα

133    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως είναι ενισχυμένη εν προκειμένω, δεδομένου ότι η θέση που έλαβε η Επιτροπή είναι νέα σε σχέση με τη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της Επιτροπής. Κατ’ αυτές, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αυτή, διατυπώνοντας απλώς τη δική της ερμηνεία της νομολογίας σχετικά με τον καταλογισμό της παραβάσεως σε μητρική εταιρία.

134    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στην αιτιολογική σκέψη 434 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, απαντώντας στο επιχείρημα των προσφευγουσών, τα εξής:

«[Τ]ο γεγονός ότι […] η Επιτροπή απηύθυνε την απόφασή της [C(2003) 4570] αποκλειστικά στην [Arkema] δεν την εμποδίζει, εν προκειμένω, να απευθύνει την απόφασή της τόσο στην [Arkema] όσο και [στις προσφεύγουσες]. Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως για να καταλογίσει την ευθύνη σε μητρική εταιρία σε παρόμοιες περιστάσεις και το γεγονός ότι δεν έκανε χρήση της εξουσίας αυτής σε προηγούμενη απόφαση δεν την εμποδίζει να το πράξει εν προκειμένω.»

135    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το απόσπασμα αυτό ουδόλως ισοδυναμεί με αποδοχή του ότι η Επιτροπή υιοθέτησε εν προκειμένω μια ριζικά νέα θέση η οποία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την προηγούμενη πρακτική της, όπως διατείνονται οι προσφεύγουσες.

136    Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι το τεκμήριο ασκήσεως καθοριστικής επιρροής από μια μητρική εταιρία επί της θυγατρικής της, που στηρίζεται μόνο στον κεφαλαιακό δεσμό, έχει ήδη εφαρμοσθεί από την Επιτροπή στην απόφασή της C(2004) 4876, της 19ης Ιανουαρίου 2005, σχετικά με τη διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά Akzo Nobel, Akzo Nobel Nederland BV, Akzo Nobel Chemicals BV, Akzo Nobel Functional Chemicals BV, Akzo Nobel Base Chemicals AB, EKA Chemicals, Akzo Nobel AB, Atofina, Elf Aquitaine, Hoechst AG, Clariant GmbH, Clariant AG (υπόθεση E-1/37.773 – AMCA), με την οποία καταλόγισε την παράβαση που διέπραξε η Arkema στην Elf Aquitaine. Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν συνεπώς να υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εν προκειμένω μια ριζικά νέα θέση έναντι αυτών. Από την προσβαλλομένη απόφαση προκύπτει εξάλλου ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι ήταν ακριβώς η απόφαση C(2004) 4876 που αντιπροσώπευε μια «τολμηρή στροφή» στη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της Επιτροπής και ζήτησαν από την τελευταία αυτή να αναμείνει την έκβαση της ένδικης διαδικασίας την οποία είχαν κινήσει κατά της αποφάσεως αυτής (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 430 και 433 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

137    Εν πάση περιπτώσει, η νομολογία την οποία επικαλούνται οι προσφεύγουσες απαιτεί μόνον η Επιτροπή να αναπτύσσει ρητώς τη συλλογιστική της όταν λαμβάνει, στο πλαίσιο της σχετικής με τη λήψη αποφάσεων πρακτικής της, μια απόφαση η οποία βαίνει πολύ πέραν των προηγουμένων αποφάσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν αρκεί συνεπώς να διατυπώσει η Επιτροπή μια συνοπτική αιτιολογία, παραπέμποντας ιδίως σε πάγια σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 26ης Νοεμβρίου 1975, 73/74, Groupement des fabricants de papiers peints de Belgique κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1975, σ. 457, σκέψη 3).

138    Στην προσβαλλόμενη απόφαση όμως, η Επιτροπή εξέθεσε, ρητώς, παραπέμποντας στη νομολογία του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου, τόσο τις αρχές που προετίθετο να εφαρμόσει για να προσδιορίσει τους αποδέκτες της (αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως) όσο και την εφαρμογή των αρχών αυτών έναντι των προσφευγουσών (αιτιολογικές σκέψεις 427 έως 441). Η αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε να καταλογίσει την παράβαση στις προσφεύγουσες, πληροί, συνεπώς, τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η παρατεθείσα στη σκέψη 137 ανωτέρω νομολογία.

139    Επομένως, το πρώτο σκέλος του υπό κρίση λόγου δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

 Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την ύπαρξη αντιφατικής αιτιολογίας

140    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η αιτιολογία, που εκτέθηκε στις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 372, 435 έως 442 και 458 έως 529 της προσβαλλομένης αποφάσεως, περικλείει μια αντίφαση, στον βαθμό που η Επιτροπή έκανε μια σύγχυση μεταξύ δύο εννοιών, ήτοι, αφενός, της εννοίας της επιχειρήσεως κατά το άρθρο 81 ΕΚ, που καλύπτει μια οικονομική οντότητα υπεύθυνη για την παράβαση και στην οποία πρέπει να επιβληθούν ως εκ τούτου κυρώσεις, και, αφετέρου, της νομικής οντότητας που αποτελεί τον αποδέκτη της αποφάσεως.

141    Όσον αφορά, καταρχάς, την ορολογία που χρησιμοποίησε η Επιτροπή στην προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να είναι αναγκαίο να εξεταστεί εκάστη των αιτιολογικών σκέψεων αυτής τις οποίες επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει αναμφίβολα ότι η Επιτροπή αποφάσισε να τους καταλογίσει την επίμαχη παράβαση και να τους επιβάλει πρόστιμα βάσει της διαπιστώσεως ότι οι προσφεύγουσες και η Arkema συναποτελούσαν μία ενιαία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ. Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το γεγονός ότι το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν ακολουθεί ενίοτε μια συνεπή ορολογία και χρησιμοποιεί τον όρο «επιχείρηση» για να χαρακτηρίσει τη μία ή την άλλη από τις εταιρίες του οικείου ομίλου (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T‑71/03, T‑74/03, T‑87/03 και T‑91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 62).

142    Όσον αφορά, εν συνεχεία, το γεγονός ότι η Επιτροπή, αφενός, αναφέρει στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι διάφορες εταιρίες του ομίλου Total συναποτελούν μία ενιαία επιχείρηση έχουσα διαπράξει την επίδικη παράβαση και, αφετέρου, προσδιορίζει εκάστη των εταιριών αυτών ως αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως στον οποίο επιβάλλεται το πρόστιμο, πρέπει να τονιστεί ότι πρόκειται για απλή συνέπεια του ότι οι αποδέκτες των κανόνων του ανταγωνισμού και οι αποδέκτες των αποφάσεων των αρχών ανταγωνισμού δεν είναι κατ’ ανάγκην οι ίδιοι.

143    Πράγματι, ενώ οι κανόνες περί ανταγωνισμού αφορούν επιχειρήσεις και εφαρμόζονται ευθέως σε αυτές, ανεξαρτήτως, μεταξύ άλλων, της νομικής τους καταστάσεως, η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ενώσεως πρέπει να καταλογίζεται, κατά τρόπο μη επιδεχόμενο αμφισβήτηση, σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψεις 54 έως 57, και προτάσεις της γενικής εισαγγελέα J. Kokott στην απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Δεκεμβρίου 2007, C‑280/06, ETI κ.λπ., Συλλογή 2007, σ. I‑10893, I‑10896, σημεία 68 και 69).

144    Όσον αφορά τον προσδιορισμό των διαφόρων εταιριών του ομίλου Total στο τμήμα της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως που περιέχει τον υπολογισμό του προστίμου, αρκεί η διαπίστωση ότι από την εν λόγω απόφαση προκύπτει σαφώς και αναμφισβήτητα η συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή για να προσδιορίσει το ποσό του προστίμου καθώς και τα επιμέρους ποσά που αναλογούσαν στις προσφεύγουσες καθόσον θεωρήθηκαν υπεύθυνες για την καταβολή του προστίμου αυτού.

145    Τέλος, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προβάλλουν ένα σφάλμα ουσίας, ήτοι ότι η εφαρμογή ενός ειδικού υπολογισμού του προστίμου για κάθε μία από τις οικείες αυτές εταιρίες είναι ασύμβατη προς την έννοια της ενιαίας επιχειρήσεως, πρέπει να γίνει παραπομπή στην ανάλυση του τρίτου λόγου, που εκτίθεται κατωτέρω.

146    Συνεπώς, το δεύτερο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από την απουσία απαντήσεως της Επιτροπής στις αντικρούσεις του τεκμηρίου ασκήσεως καθοριστικής επιρροής

147    Οι προσφεύγουσες επικαλούνται την ανεπάρκεια των λόγων απορρίψεως, από την Επιτροπή, των στοιχείων που προέβαλαν κατά τη διοικητική διαδικασία προκειμένου να ανατρέψουν το τεκμήριο που συνδέεται με τον οιονεί πλήρη έλεγχό τους επί του κεφαλαίου της Arkema.

148    Όσον αφορά την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχει η Επιτροπή, πρέπει να γίνει παραπομπή στη νομολογία που διαλαμβάνεται στις σκέψεις 130 και 131 ανωτέρω. Πρέπει να υπομνησθεί, ειδικότερα, ότι, για να είναι επαρκώς αιτιολογημένη έναντι των προσφευγουσών, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να εκθέτει εμπεριστατωμένα τους λόγους που δικαιολογούν γιατί η παράβαση πρέπει να καταλογισθεί σ’ αυτές τις εταιρίες (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση SCA Holding κατά Επιτροπής, σκέψη 131 ανωτέρω, σκέψη 80).

149    Ως εκ τούτου, όταν, όπως εν προκειμένω, η Επιτροπή στηρίζεται στο τεκμήριο κατά το οποίο μια μητρική εταιρία ασκεί καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της και οι οικείες εταιρίες έχουν προβάλει, κατά τη διοικητική διαδικασία, στοιχεία που αποσκοπούσαν στην ανατροπή του τεκμηρίου αυτού, η απόφαση πρέπει να περιέχει επαρκή έκθεση των λόγων που δύνανται να δικαιολογήσουν τη θέση της Επιτροπής ότι τα στοιχεία αυτά δεν επαρκούσαν για να ανατρέψουν το εν λόγω τεκμήριο.

150    Πρέπει να τονιστεί, συναφώς, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 430 έως 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έλαβε αιτιολογημένα θέση επί των στοιχείων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες κατά τη διοικητική διαδικασία.

151    Συγκεκριμένα, αφού περιέγραψε, στις αιτιολογικές σκέψεις 430 έως 432 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή απάντησε στα επιχειρήματα που διατύπωσαν οι τελευταίες αυτές και τα οποία αντλούνται κυρίως από την έλλειψη νομιμότητας του καταλογισμού της συμπεριφοράς βάσει του τεκμηρίου, με γνώμονα, μεταξύ άλλων, τις αρχές της αυτοτέλειας μιας νομικής οντότητας, του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών, της προσωπικής ευθύνης, του τεκμηρίου αθωότητας και της ισότητας των όπλων.

152    Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 433 έως 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το τεκμήριο που συνδέεται με την εκ μέρους των προσφευγουσών κατοχή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της Arkema δεν είχε ανατραπεί και ότι το συμπέρασμα όσον αφορά την ευθύνη τους για την παράβαση έπρεπε να διατηρηθεί βάσει του τεκμηρίου αυτού.

153    Πρέπει να θεωρηθεί ότι, με την αιτιολογία αυτή, η Επιτροπή απάντησε στα ουσιώδη σημεία των επιχειρημάτων των προσφευγουσών. Επιπλέον, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λαμβάνει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν οι ενδιαφερόμενοι (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, Corsica Ferries France κατά Επιτροπής, T‑349/03, Συλλογή 2005, σ. II‑2197, σκέψη 64· βλ., επίσης, κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, σκέψη 130 ανωτέρω, σκέψη 64), δεν μπορεί να της προσάπτεται ότι δεν απάντησε επακριβώς σε έκαστο των επιχειρημάτων που προέβαλαν οι προσφεύγουσες.

154    Ο συνοπτικός χαρακτήρας της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του σημείου αυτού δικαιολογείται εξάλλου από το γεγονός ότι η επιχειρηματολογία που προέβαλαν οι προσφεύγουσες συνίστατο, κατ’ ουσίαν, σε απλούς ισχυρισμούς και δεν στηριζόταν σε συγκεκριμένα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τους δεσμούς μεταξύ των οικείων εταιριών κατά την παραβατική περίοδο.

155    Περαιτέρω, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες αμφισβητούν το βάσιμο της εκτιμήσεως της Επιτροπής που οδήγησε στην απόρριψη των επίμαχων στοιχείων, η επιχειρηματολογία τους αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία εξετάστηκε στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ανωτέρω.

156    Κατόπιν των προεκτεθέντων, το τρίτο σκέλος του υπό κρίση λόγου πρέπει να απορριφθεί, όπως επίσης και ο δεύτερος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του ενιαίου χαρακτήρα της έννοιας της επιχειρήσεως

157    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή παρέβη τον ενιαίο χαρακτήρα της έννοιας της επιχειρήσεως, χρησιμοποιώντας κατά τρόπο ανακόλουθο την έννοια «επιχείρηση» στα διάφορα στάδια του καθορισμού των ποσών των προστίμων. Κατά την άποψή τους, ο καθορισμός αυτός θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί κατά ομοιογενή τρόπο έναντι της οικείας οικονομικής οντότητας, καθόσον ο επιμερισμός της ευθύνης για την καταβολή του προστίμου μεταξύ των διαφόρων νομικών οντοτήτων που συνθέτουν την επιχείρηση πρέπει να αποτελεί χωριστό στάδιο της συλλογιστικής.

158    Πρέπει να τονιστεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή, η οποία αφορά αποκλειστικά τη μέθοδο που εφάρμοσε η Επιτροπή για να καθορίσει το ποσό των προστίμων και να επιμερίσει την ευθύνη για την καταβολή του μεταξύ των διαφόρων εταιριών του ομίλου, δεν μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της εκτιμήσεως που οδήγησε στον καταλογισμό της παραβάσεως στις προσφεύγουσες.

159    Στον βαθμό που η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών θα μπορούσε να εκληφθεί ως θέτουσα εν αμφιβόλω το ποσό του προστίμου ή τον επιμερισμό της αντίστοιχης ευθύνης εκάστης των εταιριών του ομίλου για την καταβολή του προστίμου αυτού, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των υπολογισμών τους οποίους πραγματοποίησε η Επιτροπή. Ειδικότερα, δεν ισχυρίζονται ότι μια διαφορετική μέθοδος θα είχε οδηγήσει στο να θεωρηθούν ότι ευθύνονται για την καταβολή μικρότερου μέρους του προστίμου.

160    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η μέθοδος της Επιτροπής δεν ήταν ασύμβατη προς την έννοια της επιχειρήσεως.

161    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ορθώς οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, δυνάμει των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ, οι επιχειρήσεις ή οι ενώσεις επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν αυτουργοί παραβάσεων του δικαίου του ανταγωνισμού. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλλει σε επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων πρόστιμα οσάκις, μεταξύ άλλων, διαπράττουν παράβαση των διατάξεων του άρθρου 81 ΕΚ ή 82 ΕΚ.

162    Πρέπει να υπομνησθεί επίσης ότι η έννοια της επιχειρήσεως καλύπτει κάθε φορέα ο οποίος ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του νομικού καθεστώτος που τον διέπει και του τρόπου χρηματοδοτήσεώς του. Ειδικότερα, ο όρος επιχείρηση, εντασσόμενος στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να θεωρείται ότι σημαίνει μια οικονομική μονάδα, έστω και αν από νομική άποψη η οικονομική αυτή μονάδα αποτελείται από περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψεις 54 και 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

163    Οσάκις αυτός ο φορέας παραβαίνει τους κανόνες του ανταγωνισμού, ευθύνεται, κατά την αρχή της προσωπικής ευθύνης, για την παράβαση αυτή (βλ. απόφαση ETI κ.λπ., σκέψη 143 ανωτέρω, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ωστόσο, η παράβαση του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης πρέπει να καταλογίζεται κατά μη διφορούμενο τρόπο σε ένα νομικό πρόσωπο στο οποίο πρόκειται ενδεχομένως να επιβληθούν πρόστιμα (αποφάσεις Papierfabrik August Koehler κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 104 ανωτέρω, σκέψη 38, και της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akzo Nobel κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 31 ανωτέρω, σκέψη 57). Κατά συνέπεια, αν αποδειχθεί η ύπαρξη μιας τέτοιας παραβάσεως, πρέπει να προσδιοριστεί το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο που ευθυνόταν για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της διαπράξεως της παραβάσεως, ώστε να του καταλογιστεί η αντίστοιχη ευθύνη (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑6/89, Enichem Anic κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑1623, σκέψη 236· βλ., επίσης, κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑279/98 P, Cascades κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑9693, σκέψη 78).

164    Περαιτέρω, το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει σύμφωνη προς το άρθρο 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 (που αντικαταστάθηκε από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003) την πρακτική της Επιτροπής που συνίσταται στο να θεωρεί μια εταιρία από κοινού υπεύθυνη για την καταβολή του προστίμου που επιβλήθηκε σε μια άλλη εταιρία, εφόσον η επιζήμια για τον ανταγωνισμό συμπεριφορά της τελευταίας αυτής μπορούσε να της καταλογιστεί. Σε μια τέτοια περίπτωση, στην εν λόγω εταιρία επιβάλλεται πρόστιμο για μια παράβαση που λογίζεται ότι έχει η ίδια διαπράξει συνεπεία του καταλογισμού αυτού (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Νοεμβρίου 2000, C‑294/98 P, Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. I‑10065, σκέψεις 26 έως 28).

165    Συνεπώς, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσδιορίζει διάφορα νομικά πρόσωπα τα οποία πρέπει να έχουν από κοινού την ευθύνη για την καταβολή του προστίμου δεν είναι ασύμβατο προς την έννοια της επιχειρήσεως. Πρόκειται, αντιθέτως, για ακριβή εφαρμογή της εννοίας αυτής, εφόσον αποδεικνύεται ότι η οικεία επιχείρηση απαρτίζεται, από νομικής απόψεως, από διάφορα φυσικά ή νομικά πρόσωπα.

166    Ομοίως, ουδεμία παράβαση της έννοιας της επιχειρήσεως μπορεί να συναχθεί απλώς και μόνον από το γεγονός ότι τα διάφορα αυτά νομικά πρόσωπα ευθύνονται για την καταβολή του προστίμου όσον αφορά όμως διαφορετικά ποσά. Συγκεκριμένα, η διαπίστωση ότι διάφορα νομικά πρόσωπα απαρτίζουν μία ενιαία επιχείρηση η οποία ευθύνεται για την τέλεση της παραβάσεως δεν συνεπάγεται οπωσδήποτε ότι όλα τα κρίσιμα στοιχεία για τον υπολογισμό του προστίμου μπορούν να τους καταλογιστούν κατά τον ίδιο τρόπο, ιδίως όταν η σύνθεση, από νομικής απόψεως, της οικείας επιχειρήσεως έχει εξελιχθεί διαχρονικά. Έτσι, εν προκειμένω, η Total θεωρήθηκε υπεύθυνη μόνο για ένα τμήμα της παραβατικής περιόδου (αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και καμία από τις προσφεύγουσες δεν θεωρήθηκε υπότροπος (αιτιολογική σκέψη 469 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

167    Συναφώς, πρέπει να υπoμνησθεί ότι, με την απόφαση Cascades κατά Επιτροπής, σκέψη 163 ανωτέρω, το Δικαστήριο απέρριψε τη μέθοδο που συνίσταται στο να καταλογίζεται στη μητρική εταιρία η παραβατική συμπεριφορά των θυγατρικών της όταν η συμπεριφορά αυτή είναι προγενέστερη της εξαγοράς τους. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η παράβαση έπρεπε, καταρχήν, να καταλογιστεί στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διηύθυνε την οικεία επιχείρηση κατά τον χρόνο της τελέσεως της παραβάσεως, ακόμη και αν, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως με την οποία διαπιστώνεται η παράβαση, την ευθύνη της εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως έφερε άλλο πρόσωπο. Αφού υπογράμμισε ότι οι οικείες εταιρίες δεν είχαν απορροφηθεί απλώς από την επιχείρηση που τις εξαγόρασε, αλλά συνέχισαν τις δραστηριότητές τους ως θυγατρικές της, το Δικαστήριο έκρινε ότι σε αυτές έπρεπε, κατά συνέπεια, να καταλογιστεί η προ της εξαγοράς τους από τη μητρική εταιρία παραβατική συμπεριφορά τους, χωρίς η τελευταία αυτή να μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη (σκέψεις 77 έως 80 της αποφάσεως).

168    Συνεπώς, δεδομένου ότι η Total είχε αποκτήσει τον έλεγχο της Elf Aquitaine τον Απρίλιο 2000, ορθώς η Επιτροπή τη θεώρησε υπεύθυνη για την επίδικη παράβαση μόνον από τις 30 Απριλίου 2000 και εφεξής (αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και το αρχικό ποσό του προστίμου που της επιβλήθηκε δεν προσαυξήθηκε λόγω της διάρκειας της παραβάσεως (αιτιολογικές σκέψεις 467 και 468 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

169    Με βάση τα προεκτεθέντα, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να επικρίνουν την Επιτροπή για το ότι προσδιόρισε διάφορες εταιρίες του ομίλου Total στο τμήμα της αιτιολογίας που αφορά τον υπολογισμό του προστίμου.

170    Τέλος, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, εκτός από τις προσαυξήσεις λόγω της διάρκειας της παραβάσεως και της υποτροπής, για τον καθορισμό των οποίων η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις διαχρονικές αλλαγές στη σύνθεση της οικείας επιχειρήσεως, το πρόστιμο υπολογίσθηκε κατά ομοιογενή τρόπο για όλες τις εμπλεκόμενες εταιρίες του ομίλου Total. Ειδικότερα, η Επιτροπή τους εφάρμοσε το ίδιο αρχικό ποσό προστίμου και την ίδια μείωση βάσει της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας. Κατά συνέπεια, οι επικρίσεις των προσφευγουσών σχετικά με τα δύο αυτά στάδια υπολογισμού του προστίμου είναι αβάσιμες.

171    Επομένως, ο τρίτος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά την Total

172    Οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο αιτιάσεις με τις οποίες αμφισβητούν αποκλειστικά την ευθύνη της Total. Πρώτον, αμφισβητούν το γεγονός ότι η Total, η οποία απέκτησε τον έλεγχο του ομίλου τον Απρίλιο του 2000, μπόρεσε να δώσει στην Arkema «οδηγίες σχετικά με το καρτέλ», όσον αφορά τη σύμπραξη που υπήρχε από πολλών ετών και της οποίας η τελευταία πολυμερής σύσκεψη πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου 2000. Αναφέρουν ότι η διάρκεια της παραβάσεως που καταλογίζεται στην Total είναι το πολύ οκτώ μηνών, έστω και αν, στην πραγματικότητα, δεν ήταν παρά ενός μηνός, καθόσον η τελευταία πολυμερής σύσκεψη της συμπράξεως πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου 2000.

173    Πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι η παραβατική περίοδος που μπορεί να καταλογιστεί στην Total περιοριζόταν σε ένα μόνο μήνα στηρίζεται στην παραδοχή ότι η σύμπραξη έπαυσε κατά την ημερομηνία της τελευταίας πολυμερούς συμπράξεως, στις 18 Μαΐου 2000.

174    Οι προσφεύγουσες όμως δεν αναπτύσσουν καμία επιχειρηματολογία προς στήριξη της θέσεως αυτής και, ειδικότερα, δεν αμφισβητούν, με επιχειρήματα, τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η σύσκεψη της 18ης Μαΐου 2000 είχε καταλήξει σε γενική συναίνεση σχετικά με τη διατήρηση των επιπέδων των τιμών και, συνεπώς, ότι η σύμπραξη είχε συνεχίσει να παράγει τα αποτελέσματά της μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000 (αιτιολογικές σκέψεις 357 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

175    Ακολούθως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η ευθύνη της Total στηρίζεται στην εκτίμηση ότι, από τις 30 Απριλίου 2000, ημερομηνία εξαγοράς της από τον οικείο όμιλο, συναποτελούσε, με την Arkema και την Elf Aquitaine, την ίδια επιχείρηση που ευθύνεται για την επίμαχη παράβαση (αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

176    Συναφώς, πρέπει να τονιστεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η Total απέκτησε τον έλεγχο του ομίλου κατά το τελικό στάδιο της παραβάσεως δεν αρκεί για να αποκλειστεί ότι αυτή είχε ασκήσει, κατά τη διάρκεια της σχετικής περιόδου, καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς στην αγορά της θυγατρικής της που εμπλεκόταν στην παράβαση.

177    Εκτός όμως από την ημερομηνία της αποκτήσεως του ελέγχου του ομίλου από την Total, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν καμία συγκεκριμένη περίσταση από την οποία να μπορεί να αποδειχθεί ότι, μεταξύ Μαΐου και Δεκεμβρίου 2000, η Arkema καθόριζε τη συμπεριφορά της στην αγορά αυτοτελώς σε σχέση με την Total.

178    Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή βασίμως συνήγαγε βάσει τεκμηρίου ότι η Total, δεδομένου ότι απέκτησε τον έλεγχο του συνόλου σχεδόν του κεφαλαίου του ομίλου από τις 30 Απριλίου 2000, είχε ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της Arkema στην αγορά και, εν συνεχεία, της καταλόγισε την ευθύνη της παραβάσεως για την οικεία περίοδο, βάσει αυτού του μη ανατραπέντος τεκμηρίου.

179    Περαιτέρω, πρέπει να αποκλειστεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι, λαμβανομένης υπόψη της ημερομηνίας της εκ μέρους της αποκτήσεως του ελέγχου του ομίλου, η Total δεν ήταν σε θέση να ενημερωθεί για τις παραβατικές πρακτικές της θυγατρικής της και να λάβει τις αποφάσεις για να παύσουν οι πρακτικές αυτές.

180    Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από τις προεκτεθείσες εκτιμήσεις, ο καταλογισμός της ευθύνης στην Total προκύπτει από το γεγονός ότι αυτή αποτελούσε τη μία από τις νομικές οντότητες που αποτελούσαν την επιχείρηση η οποία παραβίασε το δίκαιο του ανταγωνισμού, χωρίς να ληφθεί υπόψη το αν αυτή γνώριζε ή όχι την ύπαρξη της παραβάσεως.

181    Επομένως, η πρώτη αιτίαση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

182    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 471 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι αποδέκτες της αποφάσεώς της 85/74/ΕΟΚ της 23ης Νοεμβρίου 1984, σχετικά με διαδικασία κατ’ εφαρμογή του άρθρου 85 της Συνθήκης ΕΟΚ (υπόθεση IV/30.907 – Υπεροξυγονούχα προϊόντα) (EE 1985, L 35, σ. 1), και της αποφάσεώς της 94/599, που ελήφθησαν υπόψη όσον αφορά την υποτροπή, ανήκαν στον όμιλο της Total κατά τον χρόνο της εκδόσεως αυτών των προγενέστερων αποφάσεων.

183    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι εσφαλμένως η Επιτροπή, όπως παραδέχθηκε και η ίδια με το υπόμνημα αντικρούσεως, ανέφερε, στην αιτιολογική σκέψη 471 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «τα νομικά πρόσωπα που είναι αποδέκτες [των] αποφάσεων [85/74 και 94/599] ήταν και εξακολουθούν να είναι μέλη του ομίλου [της] Total».

184    Η διαπίστωση αυτή δεν επηρεάζει ωστόσο τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, αφενός, από την αιτιολογική σκέψη 441 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Total θεωρήθηκε υπεύθυνη για την παράβαση αποκλειστικά από την ημερομηνία κατά την οποία απέκτησε τον έλεγχο του ομίλου, ήτοι από τις 30 Απριλίου 2000.

185    Αφετέρου, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 469 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Arkema δεν ανήκε στον όμιλο της Total κατά την περίοδο των προηγούμενων καταδικών, εφαρμόζοντας την προσαύξηση που συνδέεται με την υποτροπή μόνο στο ποσό του προστίμου που καταλογίστηκε στην Arkema.

186    Κατόπιν των προεκτεθέντων, η δεύτερη αιτίαση και, συνεπώς, ο πέμπτος λόγος στο σύνολό του πρέπει να απορριφθούν.

 Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση ουσιωδών αρχών που αναγνωρίζονται από το σύνολο των κρατών μελών και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης

187    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή, καταλογίζοντάς τους την ευθύνη της επίμαχης παραβάσεως και επιβάλλοντάς τους το πρόστιμο, παραβίασε τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως, της προσωπικής ευθύνης και του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών, καθώς και την αρχή της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών.

 Επί της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

188    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, έχοντας στοιχειοθετήσει την ευθύνη τους βάσει του επίμαχου και μόνον τεκμηρίου, ενώ θεμελίωσε την ευθύνη των άλλων εταιριών που ήσαν αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως επί του τεκμηρίου ενισχυμένου και με πρόσθετα στοιχεία (αιτιολογικές σκέψεις 385, 391 και 394, 405, 411 και 423 έως 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

189    Πρέπει να παρατηρηθεί, συναφώς, ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 370 έως 379 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε, σε σχέση με όλους τους αποδέκτες, τον ίδιο κανόνα κατά τον οποίο ο έλεγχος του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής αρκεί για να ισχύσει ένα μαχητό τεκμήριο βάσει του οποίου μπορεί να καταλογισθεί η ευθύνη στη μητρική εταιρία. Το επίμαχο τεκμήριο χρησιμοποιήθηκε πράγματι τόσο στον όμιλο της Total όσο και στους λοιπούς ομίλους εταιριών τους οποίους αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση.

190    Το γεγονός ότι, όσον αφορά ορισμένους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τις Akzo Nobel, FMC, L’Air liquide, SNIA και Edison, η Επιτροπή επικαλέσθηκε, πλέον του τεκμηρίου, ορισμένες πρόσθετες ενδείξεις της καθοριστικής επιρροής που ασκούσαν οι μητρικές εταιρίες δεν μπορεί να σημαίνει ότι οι αρχές που εφαρμόσθηκαν δεν ήσαν οι ίδιες για όλους τους αποδέκτες.

191    Συγκεκριμένα, όσον αφορά την Akzo Nobel, από την αιτιολογική σκέψη 384 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, «δεδομένου ότι [αυτή] ελέγχει την EKA [Chemicals] κατά 100 %, η Επιτροπή εκτιμά ότι [αυτή] έχει ασκήσει καθοριστική επιρροή επί της EKA [Chemicals], καθόσον δεν προσκομίσθηκε κανένα στοιχείο ικανό να ανατρέψει το τεκμήριο αυτό». Η εκτίμηση αυτή δεν αντικρούεται από το ότι, στην αιτιολογική σκέψη 385 της ίδιας αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρθηκε σε ορισμένες πρόσθετες ενδείξεις που τείνουν να επιβεβαιώσουν το τεκμήριο αυτό.

192    Όσον αφορά την FMC, η Επιτροπή ανέφερε ότι είχε συναγάγει το συμπέρασμα της ευθύνης αυτής «από το γεγονός ότι η FMC Foret [ήταν] θυγατρική ελεγχόμενη (εμμέσως) κατά 100 % από την [FMC]» (αιτιολογική σκέψη 390 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η εκτίμηση αυτή δεν επηρεάζει το γεγονός ότι, στην αιτιολογική σκέψη 391 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλέσθηκε μια πρόσθετη ένδειξη της καθοριστικής επιρροής που ασκούσε η FMC επί της θυγατρικής της.

193    Όσον αφορά τη L’Air liquide, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 403 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «δεδομένου ότι [αυτή] κατείχε το 100 % του κεφαλαίου της Chemoxal κατά την περίοδο της παραβάσεως και είχε την εξουσία να διορίζει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Chemoxal, [η Επιτροπή] [είχε] συναγάγει βάσει τεκμηρίου ότι [αυτή] ασκούσε καθοριστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της». Η Επιτροπή διευκρίνισε την εκτίμηση αυτή αναφέροντας, στην αιτιολογική σκέψη 405 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «η κατά 100 % συμμετοχή στο κεφάλαιο συνεπαγόταν την ύπαρξη τεκμηρίου το οποίο [μπορούσε] να ανατραπεί αν καταδεικνυόταν ότι […] η θυγατρική [έχαιρε] […] αυτοτέλειας».

194    Όσον αφορά τη SNIA, από την αιτιολογική σκέψη 411 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η ευθύνη της θεμελιώθηκε λαμβανομένης υπόψη της συγχωνεύσεώς της με την εταιρία η οποία ήταν η κατά 100 % μητρική εταιρία της οντότητας που εμπλεκόταν ευθέως στην παράβαση, οπότε η επικαλεσθείσα κατάσταση δεν μπορούσε να συγκριθεί με αυτή των προσφευγουσών.

195    Τέλος, όσον αφορά την Edison, η Επιτροπή υποστήριξε, στην αιτιολογική σκέψη 418 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, «ελλείψει επιχειρήματος αντικρούοντος το τεκμήριο, η κατά 100 % κατοχή του κεφαλαίου θεωρήθηκε [από τη νομολογία] επαρκές στοιχείο». Επιπλέον, στις αιτιολογικές σκέψεις 419 έως 421 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλέσθηκε ορισμένα πρόσθετα στοιχεία, αναφέροντας ότι τα στοιχεία αυτά αντέκρουαν το επιχείρημα της Edison που αντλείται από την αυτοτέλεια της θυγατρικής της.

196    Έτσι, από τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως που επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε, σε σχέση με όλους τους αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ο έλεγχος του συνόλου ή σχεδόν του συνόλου του κεφαλαίου της θυγατρικής αρκούσε, ελλείψει επιχειρήματος αντικρούοντος το τεκμήριο που προκύπτει από τον έλεγχο αυτό, για να καταλογιστεί η ευθύνη σε μια μητρική εταιρία, οι δε πρόσθετες ενδείξεις επιρροής ασκηθείσας από ορισμένες από τις εμπλεκόμενες μητρικές εταιρίες επί των θυγατρικών τους εκτέθηκαν, εφόσον ήσαν διαθέσιμες, είτε για να ενισχυθεί το συμπέρασμα που είχε ήδη εγκύρως προκύψει από τον πλήρη έλεγχο του κεφαλαίου της θυγατρικής είτε για να δοθεί απάντηση στα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι οικείες επιχειρήσεις.

197    Περαιτέρω, όσον αφορά τις προσφεύγουσες, η Επιτροπή τόνισε επίσης, πέραν της κεφαλαιακής σχέσεως, το γεγονός ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της Arkema είχαν ορισθεί από την Elf Aquitaine (αιτιολογική σκέψη 427 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς ωστόσο να εξαρτήσει τον καταλογισμό της παραβατικής συμπεριφοράς μιας θυγατρικής, κατεχόμενης κατά 100 % ή περίπου, στη μητρική της εταιρία από την ύπαρξη πρόσθετων στοιχείων.

198    Συνεπώς, η υπό κρίση αιτίαση δεν είναι βάσιμη.

 Επί της προβαλλομένης παραβιάσεως των αρχών της προσωπικής ευθύνης και του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών, καθώς και της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών

199    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η Επιτροπή παραβίασε τις αρχές του δικαίου που επικαλούνται, έχοντας παραλείψει να αναγνωρίσει ότι η Arkema αποτελούσε μια αυτοτελή οικονομική οντότητα σε σχέση με αυτές και, κατά συνέπεια, έχοντάς τες, κακώς, θεωρήσει υπεύθυνες και έχοντάς τους επιβάλει πρόστιμα.

200    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως των επίμαχων παραβάσεων, καθώς και της φύσεως και του βαθμού αυστηρότητας των κυρώσεων τις οποίες επισύρουν, η ευθύνη εκ της διαπράξεώς τους έχει προσωποπαγή χαρακτήρα (απόφαση του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 78). Επιπλέον, βάσει της αρχής της εξατομικεύσεως των ποινών και των κυρώσεων, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο πρέπει να υφίσταται κυρώσεις μόνο για τα περιστατικά που του προσάπτονται ατομικώς (απόφαση του Πρωτοδικείου της 13ης Δεκεμβρίου 2001, T‑45/98 και T‑47/98, Krupp Thyssen Stainless και Acciai speciali Terni κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. II‑3757, σκέψη 63), η δε αρχή αυτή εφαρμόζεται σε κάθε διοικητική διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στην επιβολή κυρώσεων δυνάμει των κανόνων περί ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Ιουλίου 2006, T‑304/02, Hoek Loos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑1887, σκέψη 118).

201    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία των προσφευγουσών στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι ουδεμία παράβαση διαπιστώθηκε έναντι αυτών και ουδέν πρόστιμο τους επιβλήθηκε προσωπικώς. Αντιθέτως, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι οι προσφεύγουσες καταδικάσθηκαν προσωπικώς για μια παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ, την οποία λογίζονται ότι διέπραξαν οι ίδιες λόγω των οικονομικών, οργανωτικών και νομικών δεσμών που τις συνδέουν με τις θυγατρικές τους και της ελλείψεως αυτοτέλειας αυτών στην αγορά (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Metsä-Serla κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 164 ανωτέρω, σκέψεις 27 και 34).

202    Επιπλέον, σε αντίθεση προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, από την εξέταση του τετάρτου λόγου που εκτέθηκε ανωτέρω προκύπτει ότι αποδείχθηκε παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ καθόσον τις αφορά. Οι σχετικές όμως με μια τέτοια παράβαση κυρώσεις προβλέπονται σαφώς στο άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003. Συνεπώς, τηρήθηκε η αρχή nullum crimen, nulla poena sine lege.

203    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, καθώς και ο έκτος λόγος στο σύνολό του.

 Επί του εβδόμου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

204    Πρώτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή παρέλειψε να εξετάσει επιμελώς και αμερόληπτα τα στοιχεία που προσκομίσθηκαν για να αποδειχθεί η αυτοτέλεια της Arkema.

205    Στον βαθμό που περιορίζονται στο να επαναλάβουν το επιχείρημά τους που αντλείται από την έλλειψη εξετάσεως των επίμαχων στοιχείων και το οποίο εξετάσθηκε και απορρίφθηκε στις σκέψεις 111 έως 115 ανωτέρω, το εν λόγω επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους.

206    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή θα έπρεπε, για λόγους οικονομίας της διαδικασίας, να δεχθεί το αίτημά τους να αναστείλει την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως έως ότου το Γενικό Δικαστήριο αποφανθεί επί των προσφυγών που ασκήθηκαν κατά της αποφάσεως C(2004) 4876.

207    Όσον αφορά όμως την επιχειρηματολογία που επικαλείται μια απλή οικονομία της διαδικασίας και η οποία συνεπώς δεν δύναται προδήλως να θέσει εν αμφιβόλω τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου.

208    Επομένως, ο έβδομος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του όγδοου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου

209    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι το κριτήριο του καταλογισμού που εφαρμόσθηκε εν προκειμένω είναι νέο σε σχέση με την προγενέστερη σχετική με τη λήψη αποφάσεων πρακτική της Επιτροπής και, ειδικότερα, σε σχέση με την απόφαση C(2003) 4570 είχε ως συνέπεια την παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

210    Αρκεί να υπομνησθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι η πρώτη απόφαση με την οποία η Επιτροπή καταλόγισε την ευθύνη της παραβάσεως που διέπραξε η Arkema στη μητρική της εταιρία βάσει του τεκμηρίου της ασκήσεως καθοριστικής επιρροής. Συγκεκριμένα, με την απόφαση C(2004) 4876, η Επιτροπή είχε ήδη προβεί σε ένα τέτοιο καταλογισμό στην Elf Aquitaine. Συνεπώς, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνιστά μεταστροφή της πρακτικής της Επιτροπής στον τομέα του καταλογισμού, ακόμη και όσον αφορά τον οικείο όμιλο. Επιπλέον, με την απάντησή τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων εν προκειμένω, οι προσφεύγουσες αναφέρθηκαν ήδη στο κριτήριο του καταλογισμού που εφάρμοσε η Επιτροπή με την απόφασή της C(2004) 4876, όπως τούτο προκύπτει εξάλλου από τα επιχειρήματά τους που διατύπωσαν στο πλαίσιο του έκτου λόγου. Κατά συνέπεια, η παραδοχή στην οποία στηρίζεται ο υπό κρίση λόγος, ότι δηλαδή η Επιτροπή εφάρμοσε έναντι των προσφευγουσών ένα νέο κριτήριο καταλογισμού, είναι, εν προκειμένω, εσφαλμένη.

211    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπoμνησθεί ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει συστηματικά τον καταλογισμό της παραβατικής συμπεριφοράς μιας θυγατρικής στη μητρική της εταιρία (βλ. σκέψη 89 ανωτέρω). Επομένως, το γεγονός ότι αποφασίζει να καταλογίσει την ευθύνη της διαπιστωθείσας παραβάσεως στην επιχείρηση που συναποτελείται από τη μητρική εταιρία και τη θυγατρική της, ενώ σύμφωνα με την προγενέστερη πρακτική της δεν θα είχε εξετάσει το ενδεχόμενο αυτό, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου.

212    Τελικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι από την απόφαση C(2003) 4570 (αιτιολογικές σκέψεις 373 έως 391), την οποία επικαλέσθηκαν οι προσφεύγουσες, προκύπτει ότι η Επιτροπή ουδόλως ανέλυσε την προβληματική της ευθύνης της μητρικής εταιρίας της Arkema και, ειδικότερα, ότι δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος της αυτοτέλειάς της σε σχέση με τη μητρική εταιρία. Επομένως, ακόμα και αν υποτεθεί ότι τα πραγματικά περιστατικά στην υπόθεση αυτή ήταν παρόμοια με αυτά της υπό κρίση υποθέσεως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η απόφαση αυτή συνιστούσε κάποιου είδους εγγύηση όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η Επιτροπή αντιλαμβανόταν τις σχέσεις μεταξύ της Arkema και των μητρικών της εταιριών, ούτε εξάλλου όσον αφορά το κριτήριο του καταλογισμού που έπρεπε να εφαρμοσθεί σε αυτόν τον όμιλο εταιριών.

213    Συνεπώς, ο υπό κρίση λόγος δεν μπορεί να γίνει δεκτός.

 Επί του ενάτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων

214    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, για διάφορους λόγους, το ποσό του προστίμου που τους επιβλήθηκε.

215    Καταρχάς, υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να τύχουν μειώσεως του ποσού προστίμου λόγω του ότι δεν γνώριζαν την παράβαση που διέπραξε η θυγατρική τους. Αναφέρουν, επικαλούμενες την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, ότι η Επιτροπή χορήγησε μείωση για τον λόγο αυτό σε έναν άλλο αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι στην Caffaro.

216    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή χορήγησε μείωση του αρχικού ποσού του προστίμου στην επιχείρηση που συναποτελείται από τις εταιρίες SNIA και Caffaro, καθόσον δεν είχε αποδειχθεί ότι η επιχείρηση αυτή, δεδομένου ότι είχε μετάσχει σε περιορισμένο αριθμό συσκέψεων της συμπράξεως που αφορούσαν μόνον ένα από τα οικεία προϊόντα, γνώριζε ή έπρεπε οπωσδήποτε να γνωρίζει το συνολικό σχέδιο των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό διακανονισμών (αιτιολογικές σκέψεις 332 και 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

217    Όσον αφορά τις προσφεύγουσες, πρέπει να υπομνησθεί ότι η επίμαχη παράβαση τους καταλογίστηκε λόγω του ότι συναποτελούσαν μία ενιαία επιχείρηση με τη θυγατρική τους, και όχι λόγω της άμεσης εμπλοκής τους στην παράβαση, οπότε το γεγονός ότι δεν γνώριζαν τη σύμπραξη δεν ασκεί επιρροή στον καταλογισμό αυτό.

218    Εφόσον όμως οι προσφεύγουσες δεν υποστηρίζουν ότι η θυγατρική τους που μετέσχε άμεσα στην παράβαση δεν γνώριζε το συνολικό σχέδιο των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό διακανονισμών, το γεγονός ότι δεν γνώριζαν τη σύμπραξη δεν συνιστά ένδειξη του ότι η σοβαρότητα της παραβάσεως που διέπραξε η επιχείρηση την οποία συναποτελούσαν με τη θυγατρική τους ήταν μικρότερη και δεν μπορεί συνεπώς να συνιστά λόγο που δικαιολογεί μείωση του ποσού του προστίμου.

219    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, πρέπει να τονιστεί ότι οι προσφεύγουσες, ως νομικές οντότητες υπεύθυνες για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως που διέθεσε στο εμπόριο τα δύο επίμαχα προϊόντα και μετέσχε άμεσα σε όλα τα στοιχεία της συμπράξεως, δεν τελούν σε κατάσταση συγκρίσιμη με αυτή της Caffaro, που εκμεταλλεύεται την επιχείρηση της οποίας η συμμετοχή στη σύμπραξη δεν εκτεινόταν σε όλα τα στοιχεία του συνολικού επιζήμιου για τον ανταγωνισμό σχεδίου.

220    Επομένως, η υπό κρίση αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

221    Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παραβίαση των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας και της ασφαλείας δικαίου, όσον αφορά την προσαύξηση του ποσού του προστίμου προκειμένου να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

222    Πρώτον, το επιχείρημα τους, που αντλείται από προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας, στηρίζεται στην παραδοχή ότι «από κανένα στοιχείο […] δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη [τους] στο καρτέλ». Εφόσον όμως από την εξέταση του τετάρτου λόγου, που εκτέθηκε ανωτέρω, προκύπτει ότι ορθώς θεμελιώθηκε η ευθύνη των προσφευγουσών, το υπό κρίση επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

223    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, παραπέμποντας στην αιτιολογική σκέψη 465 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Επιτροπή παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, αναφέροντας ότι μια μητρική εταιρία, δημιουργώντας μια νομικώς διακριτή θυγατρική, μπορούσε να επιδιώκει τον σκοπό να συνδέσει τη θυγατρική αυτή με μια παραβατική συμπεριφορά, αποφεύγοντας ταυτόχρονα την επιβολή κυρώσεως.

224    Στην αιτιολογική σκέψη 465 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, απαντώντας στο επιχείρημα των προσφευγουσών με το οποίο επέκριναν την προσαύξηση του επίμαχου ποσού, ότι, «αν έπρεπε να αποφασίσει, βάσει του επιχειρήματος αυτού, ότι το πρόστιμο που επιβλήθηκε στην Atofina [έπρεπε] να είναι λιγότερο σημαντικό από όσο [δικαιολογούσε] το μέγεθος της επιχειρήσεως στην οποία [ανήκε], μια πολύ μεγάλη επιχείρηση μετέχουσα σε μία ή περισσότερες συμπράξεις θα μπορούσε να αποφύγει τα υψηλά πρόστιμα δημιουργώντας μικρές θυγατρικές με χαμηλό κύκλο εργασιών για να τις εμπλέξει σε παράνομη συμπεριφορά».

225    Όπως προκύπτει από την αιτιολογική αυτή σκέψη, εφαρμόζοντας την προσαύξηση του ποσού του επίμαχου προστίμου, η Επιτροπή θεώρησε, κατ’ ουσίαν, ότι η προσαύξηση αυτή θα καθιστούσε δυνατή τη συνεκτίμηση της πραγματικής οικονομικής ισχύος του συνόλου των νομικών οντοτήτων που συναπαρτίζουν την οικεία ενιαία επιχείρηση, προκειμένου να καθορίσει το ποσό του προστίμου σε ένα επαρκώς αποτρεπτικό επίπεδο.

226    Αυτή όμως η γενικής φύσεως εκτίμηση ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά προσβολή του τεκμηρίου αθωότητας έναντι των προσφευγουσών.

227    Τρίτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου, επαναλαμβάνοντας την επιχειρηματολογία τους, που εκτέθηκε στο πλαίσιο του όγδοου λόγου και η οποία στηρίζεται σε μια υποτιθέμενη μεταστροφή της πρακτικής της Επιτροπής. Η αιτίαση αυτή πρέπει συνεπώς να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 210 έως 212 ανωτέρω.

228    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τη νομιμότητα της προσαυξήσεως του ποσού του προστίμου προκειμένου αυτό να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, υποστηρίζοντας ότι μια τέτοια προσαύξηση δεν προβλέπεται στο άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003, ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές.

229    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή, προκειμένου να καθορίσει το ποσό του προστίμου, πρέπει να μεριμνά ώστε το ποσό αυτό να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα και, συναφώς, μπορεί μεταξύ άλλων να λαμβάνει υπόψη το μέγεθος και την οικονομική ισχύ της οικείας επιχειρήσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψεις 106 και 120, και της 28ης Ιουνίου 2005, C‑189/02 P, C‑202/02 P, C‑205/02 P έως C‑208/02 P και C‑213/02 P, Dansk Rørindustri κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. I‑5425, σκέψη 243).

230    Έτσι, εν προκειμένω, η Επιτροπή νομίμως προσαύξησε το αρχικό ποσό του επίμαχου προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος της επιχειρήσεως την οποία εκμεταλλεύονται οι προσφεύγουσες, το οποίο προκύπτει από τον ιδιαίτερα σημαντικό παγκόσμιο κύκλο εργασιών τους (αιτιολογική σκέψη 463 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

231    Επομένως, οι αιτιάσεις που στρέφονται κατά της προσαυξήσεως του ποσού του προστίμου προκειμένου αυτό να έχει αποτρεπτικό χαρακτήρα δεν είναι βάσιμες.

232    Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστήριξαν, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών, που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, είναι παράνομο, με γνώμονα τις αρχές της νομιμότητας και της ασφαλείας δικαίου, καθόσον αναφέρεται στον κύκλο εργασιών της επιχειρήσεως που πραγματοποιήθηκε κατά την προηγουμένη της εκδόσεως της αποφάσεως εταιρική χρήση, και όχι κατά τη χρήση που αφορά την περίοδο κατά την οποία διαπράχθηκε η παράβαση.

233    Πρέπει να τονιστεί ότι η αιτίαση αυτή προβλήθηκε εκπρόθεσμα, καθόσον διατυπώθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως και δεν μπορεί να θεωρηθεί ανάπτυξη του υπό κρίση λόγου όπως αυτός προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής, προκειμένου, αφενός, να ζητηθεί μείωση του ποσού του προστίμου λόγω του ότι η παράβαση δεν ήταν σε γνώση των προσφευγουσών και, αφετέρου, να επικριθεί η προσαύξηση του ποσού προκειμένου αυτό να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα.

234    Η αιτίαση αυτή πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

235    Η εν λόγω αιτίαση είναι, εν πάση περιπτώσει, αλυσιτελής, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες δεν αναφέρουν ότι, αν είχε ληφθεί υπόψη μια εταιρική χρήση εμπίπτουσα στην παραβατική περίοδο, τούτο θα ασκούσε οποιαδήποτε επιρροή στην εφαρμογή, εν προκειμένω, του κανόνα που προβλέπει το άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003 και του οποίου προβάλλεται η έλλειψη νομιμότητας.

236    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος δεν είναι βάσιμος.

 Επί του δεκάτου λόγου, που αντλείται από την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας

237    Οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση εξουσίας καθόσον, καταλογίζοντάς τους την ευθύνη της παραβάσεως, δεν επιδίωξε τον κολασμό της φέρουσας την ευθύνη επιχειρήσεως, αλλά την προσαύξηση του ποσού του επιβληθέντος προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη το σημαντικό μέγεθός τους.

238    Κατά πάγια νομολογία, μια απόφαση έχει εκδοθεί κατά κατάχρηση εξουσίας όταν, βάσει αντικειμενικών, ουσιωδών και συγκλινουσών ενδείξεων, έχει εκδοθεί προς επίτευξη σκοπών ξένων προς αυτούς τους οποίους επικαλείται (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Σεπτεμβρίου 1998, T‑133/95 και T‑204/95, IECC κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑3645, σκέψη 188 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

239    Πρέπει, επίσης, να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, η Επιτροπή δύναται με απόφασή της να επιβάλει πρόστιμα σε επιχειρήσεις που διαπράττουν παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ. Έχει κριθεί ότι οι κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 23 του κανονισμού 1/2003 έχουν ως αντικείμενο να κολάσουν τις παράνομες πράξεις των εμπλεκομένων επιχειρήσεων και να αποτρέψουν τόσο τις εν λόγω επιχειρήσεις όσο και άλλους επιχειρηματίες από τη μελλοντική παράβαση των κανόνων του δικαίου του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψη 16).

240    Δεδομένου όμως ότι οι προσφεύγουσες και η Arkema αποτελούσαν μία επιχείρηση κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ και η εν λόγω επιχείρηση μετέσχε στην επίδικη παράβαση, η κύρωση που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες ουδόλως εξετράπη του σκοπού της, ακόμη και στον βαθμό που ο σκοπός που επιδίωκε η Επιτροπή, επιβάλλοντάς την, ήταν η αποτροπή.

241    Επομένως, ο δέκατος λόγος πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του ενδέκατου λόγου, που προβλήθηκε επικουρικώς και στηρίζεται στη μείωση του ποσού του προστίμου σε κατάλληλο επίπεδο

242    Στο πλαίσιο του ενδέκατου λόγου, οι προσφεύγουσες ζητούν μείωση του ποσού του προστίμου σε κατάλληλο επίπεδο, τούτο δε βάσει διττού αιτιολογικού.

243    Αφενός, υποστηρίζουν ότι, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν είχαν γνώση της παραβάσεως, το αρχικό ποσό του προστίμου τους έπρεπε να μειωθεί κατά 25 %, κατά τα πρότυπα της μειώσεως που χορηγήθηκε στην αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

244    Πρέπει να υπομνησθεί, συναφώς, ότι η κατάσταση που διαλαμβάνεται στην αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι συγκρίσιμη με αυτή των προσφευγουσών (βλ. σκέψη 219 ανωτέρω). Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά, κατά συνέπεια, ότι οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να τύχουν μειώσεως για τον λόγο αυτό.

245    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες ζητούν να τους αναγνωριστεί μια ελαφρυντική περίσταση, επικαλούμενες το γεγονός ότι τους επιβλήθηκε η καταβολή σημαντικών προστίμων, λόγω της συμμετοχής τους σε άλλες συμπράξεις κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου με αυτή την οποία αφορά η προσβαλλόμενη απόφαση, με την απόφαση C(2004) 4876 και την απόφαση C(2006) 2098, της 31ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση COMP/F/38.645 – Μεθακρυλικές ενώσεις).

246    Πρέπει, συναφώς, να επισημανθεί ότι, οσάκις η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι προσφεύγουσες είχαν διαπράξει τρεις χωριστές παραβάσεις των διατάξεων του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είχε το δικαίωμα να τους επιβάλει τρία χωριστά πρόστιμα, τηρώντας καθένα από τα όρια που καθορίζει το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 56). Έκαστο των προστίμων αυτών έπρεπε οπωσδήποτε να στηρίζεται στην εκτίμηση της διάρκειας και της σοβαρότητας της παραβάσεως λόγω της οποίας επιβαλλόταν. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η επιβολή προστίμου στις προσφεύγουσες για διάφορες επιζήμιες για τον ανταγωνισμό δραστηριότητες που αφορούν άλλα προϊόντα δεν επηρεάζει το υποστατό της επίδικης παραβάσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2007, BASF και UCB κατά Επιτροπής, T‑101/05 και T‑111/05, Συλλογή 2007, σ. II‑4949, σκέψη 52).

247    Συνεπώς, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της αποτροπής που επιδιώκουν τα πρόστιμα, το γεγονός και μόνον ότι στις προσφεύγουσες επιβλήθηκαν δύο άλλα πρόστιμα για εν μέρει παρόμοιες παραβάσεις δεν μπορεί να δικαιολογήσει τη μείωση του προστίμου που επιβλήθηκε εν προκειμένω.

248    Οι προσφεύγουσες όμως δεν προβάλλουν κανένα στοιχείο από το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί ότι η επιβολή του προστίμου εν προκειμένω, συνδυαζόμενη με άλλα πρόσφατα πρόστιμα, τις περιήγαγε σε μια ιδιαιτέρως δυσχερή κατάσταση, που να μπορεί να ληφθεί υπόψη, κατ’ εξαίρεση, στο πλαίσιο του καθορισμού του ποσού του προστίμου τους.

249    Όσον αφορά τέλος την εκ μέρους των προσφευγουσών επίκληση της αποφάσεως 94/599, από την οποία προκύπτει ότι, κατά τον καθορισμό του ποσού των προστίμων στο πλαίσιο της συμπράξεως την οποία αφορά η απόφαση αυτή, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι στις περισσότερες επιχειρήσεις έχουν ήδη επιβληθεί σημαντικά πρόστιμα για τη συμμετοχή τους σε άλλη σύμπραξη στη γειτονική αγορά, κατά την ίδια σχεδόν περίοδο (αιτιολογική σκέψη 52 της αποφάσεως 94/599), πρέπει να υπογραμμισθεί, αφενός, ότι η απόφαση 94/599 είναι προγενέστερη των κατευθυντήριων γραμμών που εφαρμόζονται εν προκειμένω και, αφετέρου, ότι η κατάσταση που εξετάστηκε στην απόφαση αυτή έχει διαφορές σε σχέση με την επίμαχη εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, αφενός, για τις παραβάσεις στις αγορές του PH και του PBS επιβλήθηκε ένα μόνο πρόστιμο από την Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση και, αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν προβάλλουν την ύπαρξη δεσμού μεταξύ των αγορών αυτών και των αγορών τις οποίες αφορούν τα προσφάτως επιβληθέντα πρόστιμα.

250    Συνεπώς, δεδομένου ότι κανένα από τα προβληθέντα εν προκειμένω στοιχεία δεν μπορεί να δικαιολογήσει μείωση του ποσού του προστίμου, δεν πρέπει να γίνει δεκτό το επικουρικώς υποβληθέν αίτημα, με το οποίο ζητήθηκε η μείωση του ποσού του προστίμου που επιβλήθηκε στις προσφεύγουσες.

251    Από όλα τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

252    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τις Total SA και Elf Aquitaine SA στα δικαστικά έξοδα.

Vadapalas

Prek

Dittrich

Truchot

 

      O’Higgins

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 14 Ιουλίου 2011.

(υπογραφές)


Πίνακας περιεχομένων


Το ιστορικό της υποθέσεως

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του τετάρτου λόγου, που αντλείται από παράβαση των κανόνων που διέπουν τον καταλογισμό στις μητρικές εταιρίες των παραβάσεων που διέπραξαν οι θυγατρικές τους

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά την ερμηνεία της νομολογίας σχετικά με τον καταλογισμό και όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση της σχετικής με τη λήψη αποφάσεων πρακτικής της

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

– Επί του κύρους του επίμαχου τεκμηρίου

– Επί της δέσμης ενδείξεων που προσκόμισαν οι προσφεύγουσες για να αποδείξουν την αυτοτέλεια της Arkema στην αγορά

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από πλάνη περί το δίκαιο όσον αφορά τον αντικειμενικό χαρακτήρα του κριτηρίου του καταλογισμού

Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από παραβίαση μιας «αρχής της οικονομικής αυτοτέλειας του νομικού προσώπου»

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από την αδυναμία των προσφευγουσών να αμυνθούν λυσιτελώς

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

Επί του δευτέρου λόγου, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

Επί του πρώτου σκέλους, που αντλείται από παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, η οποία είναι ενισχυμένη λόγω του ότι η θέση που έλαβε η Επιτροπή είναι νέα

Επί του δευτέρου σκέλους, που αντλείται από την ύπαρξη αντιφατικής αιτιολογίας

Επί του τρίτου σκέλους, που αντλείται από την απουσία απαντήσεως της Επιτροπής στις αντικρούσεις του τεκμηρίου ασκήσεως καθοριστικής επιρροής

Επί του τρίτου λόγου, που αντλείται από παράβαση του ενιαίου χαρακτήρα της έννοιας της επιχειρήσεως

Επί του πέμπτου λόγου, που αντλείται από σφάλματα εκτιμήσεως όσον αφορά την Total

Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση ουσιωδών αρχών που αναγνωρίζονται από το σύνολο των κρατών μελών και αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της έννομης τάξης της Ένωσης

Επί της προβαλλόμενης παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως

Επί της προβαλλομένης παραβιάσεως των αρχών της προσωπικής ευθύνης και του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών, καθώς και της αρχής της νομιμότητας των εγκλημάτων και των ποινών

Επί του εβδόμου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της χρηστής διοικήσεως

Επί του όγδοου λόγου, που αντλείται από παραβίαση της αρχής της ασφαλείας δικαίου

Επί του ενάτου λόγου, που αντλείται από παραβίαση των θεμελιωδών αρχών που διέπουν τον καθορισμό των προστίμων

Επί του δεκάτου λόγου, που αντλείται από την ύπαρξη καταχρήσεως εξουσίας

Επί του ενδέκατου λόγου, που προβλήθηκε επικουρικώς και στηρίζεται στη μείωση του ποσού του προστίμου σε κατάλληλο επίπεδο

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.