Language of document : ECLI:EU:T:2011:279

Υπόθεση T-194/06

SNIA SpA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Καταλογισμός της παραβατικής συμπεριφοράς – Απορρόφηση εταιρίας ευθυνομένης για την παράβαση – Δικαιώματα άμυνας – Σύμπτωση μεταξύ της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και της προσβαλλομένης αποφάσεως – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Μητρική εταιρία και θυγατρικές – Οικονομική ενότητα – Κριτήρια εκτιμήσεως

(Άρθρο 81 ΕΚ)

2.      Ανταγωνισμός – Κοινοτικοί κανόνες – Παραβάσεις – Καταλογισμός – Νομικό πρόσωπο ευθυνόμενο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως κατά τον χρόνο της παραβάσεως – Παύση της υπάρξεως του εν λόγω νομικού προσώπου

(Άρθρο 81 § 1 ΕΚ)

3.      Διαδικασία – Προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης – Προϋποθέσεις – Νέος ισχυρισμός – Έννοια

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 48 § 2)

4.      Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Απόφαση της Επιτροπής διαπιστώνουσα παράβαση – Απόφαση που δεν ταυτίζεται με την ανακοίνωση των αιτιάσεων – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας – Πρέπει να υφίσταται

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 27 § 1)

1.      Στην ειδική περίπτωση που μια μητρική εταιρία κατέχει το 100 % του κεφαλαίου της θυγατρικής της που επέδειξε παραβατική συμπεριφορά, υφίσταται μαχητό τεκμήριο ότι η εν λόγω μητρική εταιρία ασκεί όντως αποφασιστική επιρροή επί της συμπεριφοράς της θυγατρικής της.

Υπό τις συνθήκες αυτές, αρκεί να αποδείξει η Επιτροπή ότι η μητρική εταιρία κατέχει το σύνολο του κεφαλαίου μιας θυγατρικής προκειμένου να συναχθεί ότι η μητρική ασκεί αποφασιστική επιρροή επί της εμπορικής πολιτικής της θυγατρικής. Στη συνέχεια, η Επιτροπή θα είναι σε θέση να θεωρήσει τη μητρική εταιρία συνυπεύθυνη για την καταβολή του επιβληθέντος στη θυγατρική προστίμου, εκτός αν η μητρική εταιρία, στην οποία απόκειται να ανατρέψει αυτό το τεκμήριο, προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, ικανά να στοιχειοθετήσουν ότι η θυγατρική της ενεργεί αυτοτελώς στην αγορά.

(βλ. σκέψεις 49-50)

2.      Οσάκις μια επιχείρηση, η οποία παρέβη τους κανόνες του ανταγωνισμού, αποτελεί αντικείμενο νομικής ή οργανωτικής μεταβολής, η μεταβολή αυτή δεν έχει κατ’ ανάγκη ως αποτέλεσμα τη δημιουργία νέας επιχειρήσεως απαλλαγμένης της ευθύνης για την παράβαση αν, από οικονομικής απόψεως, οι δύο επιχειρήσεις ταυτίζονται.

Συγκεκριμένα, για την αποτελεσματική εφαρμογή των κανόνων του ανταγωνισμού, μπορεί να καταστεί αναγκαίο να καταλογισθεί η ευθύνη στον νέο φορέα εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως που διέπραξε την παράβαση, στην περίπτωση κατά την οποία ο νέος αυτός φορέας μπορεί πράγματι να θεωρηθεί ως διάδοχος του αρχικού φορέα εκμεταλλεύσεως.

Αυτό το επονομαζόμενο «κριτήριο της οικονομικής συνέχειας» λειτουργεί σε ειδικές περιστάσεις, όπως είναι, μεταξύ άλλων, η περίπτωση στην οποία το ευθυνόμενο για την εκμετάλλευση της επιχειρήσεως νομικό πρόσωπο έπαυσε να υφίσταται νομικώς μετά τη διάπραξη της παραβάσεως ή η περίπτωση της εσωτερικής αναδιαρθρώσεως ενός ομίλου, λαμβανομένων υπόψη των διαρθρωτικών δεσμών μεταξύ του αρχικού και του νέου φορέα εκμεταλλεύσεως της επιχειρήσεως, όταν ο αρχικός φορέας εκμεταλλεύσεως δεν παύει κατ’ ανάγκη να υφίσταται νομικώς, αλλά δεν ασκεί, πλέον, σημαντική οικονομική δραστηριότητα στη σχετική αγορά.

Μια επιχείρηση δεν μπορεί να επικαλείται βασίμως το γεγονός ότι, παρά τη συγχώνευσή της με μία από τις εταιρίες που συγκροτούσαν την ευθυνόμενη για μια παράβαση οικονομική οντότητα, στην πραγματικότητα δεν περιήλθαν σ’ αυτήν τα υλικά και ανθρώπινα στοιχεία που είχαν συμβάλει στη διάπραξη της παραβάσεως. Συγκεκριμένα, όταν μια επιχείρηση παύσει να υφίσταται λόγω του ότι απορροφήθηκε από έναν αγοραστή, ο τελευταίος αναλαμβάνει το ενεργητικό και το παθητικό της, συμπεριλαμβανομένων των ευθυνών της συνεπεία παραβάσεων του δικαίου της Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, η ευθύνη για την παράβαση που διέπραξε η απορροφηθείσα επιχείρηση μπορεί να καταλογισθεί στον αγοραστή.

(βλ. σκέψεις 56-58, 61-62)

3.      Απαγορεύεται η προβολή νέων ισχυρισμών κατά τη διάρκεια της δίκης, εκτός αν στηρίζονται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία. Ωστόσο, ο ισχυρισμός που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού που προβλήθηκε προηγουμένως, άμεσα ή έμμεσα, με το εισαγωγικό της δίκης δικόγραφο και συνδέεται στενά με τον λόγο αυτόν πρέπει να κρίνεται παραδεκτός.

(βλ. σκέψη 73)

4.      Η προβλεπόμενη από το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 1/2003 διαδικαστική εγγύηση εφαρμόζει την αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, η οποία απαιτεί ιδίως ότι η ανακοίνωση των αιτιάσεων που απευθύνει η Επιτροπή σε επιχείρηση, στην οποία προτίθεται να επιβάλει κύρωση λόγω παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού, πρέπει να περιλαμβάνει τα ουσιώδη στοιχεία σε βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως, όπως τα προσαπτόμενα πραγματικά περιστατικά, τον χαρακτηρισμό που τους αποδίδεται και τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται η Επιτροπή, ώστε η επιχείρηση αυτή να είναι σε θέση να προβάλει λυσιτελώς τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο της κινηθείσας κατ’ αυτής διοικητικής διαδικασίας.

Ωστόσο, ο νομικός χαρακτηρισμός των πραγματικών περιστατικών που περιέχεται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν μπορεί, εξ ορισμού, παρά να είναι προσωρινός και μια μεταγενέστερη απόφαση της Επιτροπής δεν μπορεί να ακυρωθεί με μοναδική αιτιολογία ότι τα τελικά συμπεράσματα που αντλούνται από τα πραγματικά αυτά περιστατικά δεν αντιστοιχούν ακριβώς στον ενδιάμεσο αυτό χαρακτηρισμό. Όταν η Επιτροπή προσδιορίζει, με την τελική απόφασή της, τον ως άνω νομικό χαρακτηρισμό, το εν λόγω θεσμικό όργανο έχει τη δυνατότητα να αποδίδει μεγαλύτερη σημασία σε στοιχεία τα οποία είχαν προηγουμένως θεωρηθεί ως δευτερεύοντα, υπό τον όρο, πάντως, ότι τελικά θα θεωρήσει αποδεδειγμένα μόνον πραγματικά περιστατικά επί των οποίων οι ενδιαφερόμενοι είχαν την ευκαιρία να παράσχουν εξηγήσεις και ότι γνωστοποιήθηκαν στους ενδιαφερομένους, κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τα αναγκαία για την άμυνά τους στοιχεία. Πράγματι, η Επιτροπή οφείλει να ακούσει τους αποδέκτες της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και, ενδεχομένως, να λάβει υπόψη τις παρατηρήσεις που διατυπώνουν προς απάντηση στις αιτιάσεις ώστε να τροποποιήσει την ανάλυσή της, σεβόμενη ακριβώς τα δικαιώματα άμυνάς τους.

Μια απόφαση που στηρίζεται σε ουσιώδη στοιχεία, ως προς τα οποία η ενδιαφερόμενη επιχείρηση δεν μπορούσε να διασφαλίσει την άμυνά της, πρέπει να ακυρώνεται, ανεξαρτήτως του ζητήματος αν η ευθύνη της επιχειρήσεως μπορεί να γίνει δεκτή με γνώμονα άλλα στοιχεία.

(βλ. σκέψεις 79-81, 87)