Language of document :

Error! Reference source not found.

Προσφυγή της 19ης Ιουλίου 2006 - Total και Elf Aquitaine κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-190/06)

Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Total SA και Elf Aquitaine (Courbevoie, Γαλλία) (εκπρόσωποι: οι δικηγόροι E. Morgan de Rivery και A. Noël-Baron)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Πρωτοδικείο:

κυρίως, να ακυρώσει τα άρθρα 1 (ιε΄) και (ιστ΄), 2 (θ΄), 3 και 4 της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006·

επικουρικώς, να μεταρρυθμίσει το άρθρο 2 (θ΄) της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, καθόσον με αυτό επιβάλλεται στην Arkema SA πρόστιμο ύψους 78,663 εκατομμυρίων ευρώ, για το οποίο ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον, η μεν Total SA μέχρι το ποσό των 42 εκατομμυρίων ευρώ, η δε Elf Aquitaine SA μέχρι το ποσό των 65,1 εκατομμυρίων ευρώ, και να μειώσει προσηκόντως το ύψος του εν λόγω προστίμου·

εν πάση περιπτώσει, να καταδικάσει την Επιτροπή στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Με την παρούσα προσφυγή, οι προσφεύγουσες ζητούν τη μερική ακύρωση της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, στην υπόθεση COMP/F/38.620 - Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι επιχειρήσεις στις οποίες απευθυνόταν η απόφαση, μεταξύ των οποίων και οι προσφεύγουσες, παρέβησαν τα άρθρα 81, παράγραφος 1, ΕΚ και 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ, καθόσον συμμετείχαν σε σειρά συμφωνιών και εναρμονισμένων πρακτικών που συνίσταντο σε ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των ανταγωνιστών, σε συμφωνίες ως προς τις τιμές και τις δυναμικότητες παραγωγής και στην παρακολούθηση της εφαρμογής των εν λόγω συμφωνιών στον τομέα του υπεροξειδίου του υδρογόνου και του υπερβορικού νατρίου. Επικουρικώς, ζητούν μείωση του ύψους του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους, για το οποίο ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον.

Καταρχήν, η προσφυγή θεμελιώνεται σε δέκα λόγους.

Πρώτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση θίγει τα αμυντικά δικαιώματά τους και το τεκμήριο αθωότητας.

Δεύτερον, ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, στο μέτρο που τους επιβάλλει κύρωση για την υπό κρίση παράβαση, που διαπράχθηκε από τη θυγατρική τους, δεν ανταποκρίνεται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως, αφενός διότι η συλλογιστική της Επιτροπής, η οποία κατά την άποψή τους είναι εν μέρει αντιφατική, δεν αναλύεται επαρκώς, ενόψει της καινοτόμου θέσεως που υιοθετήθηκε έναντι των προσφευγουσών, και αφετέρου διότι η Επιτροπή αγνόησε, καθόσον δεν παρέσχε σχετική απάντηση, τα συγκεκριμένα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι προσφεύγουσες προκειμένου να τεκμηριώσουν τη μη ανάμειξή τους στη διοίκηση της θυγατρικής τους.

Οι προσφεύγουσες εκτιμούν επίσης ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση θίγονται τόσο η ενότητα του όρου "επιχείρηση" κατά την έννοια των άρθρων 81 ΕΚ και 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 1 όσο και οι κανόνες που διέπουν τον καταλογισμό σε μια μητρική εταιρία των παραβάσεων που διαπράττονται από τη θυγατρική της. Στο πλαίσιο του ανωτέρω λόγου, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η Επιτροπή αγνόησε τους περιορισμούς που έχουν τεθεί από τον κοινοτικό δικαστή στην εξουσία της να καταλογίζει σε μια μητρική εταιρία τις παραβάσεις της θυγατρικής της. Περαιτέρω, ερμήνευσε τη σχετική με το ζήτημα του καταλογισμού νομολογία κατά τρόπο εσφαλμένο και αντίθετο προς την πρακτική της σχετικά με τη λήψη αποφάσεων στον συγκεκριμένο τομέα. Επιπροσθέτως η Επιτροπή παραβίασε, σύμφωνα με τις προσφεύγουσες, την αρχή της αυτονομίας του νομικού προσώπου.

Οι προσφεύγουσες επίσης θεωρούν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πρόδηλα σφάλματα εκτιμήσεως, καθόσον προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του τεκμηρίου καταλογισμού επί της Total και καθόσον δέχθηκε, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως της υποτροπής, ότι η θυγατρική της, στην οποία επιβλήθηκε κύρωση με την προσβαλλόμενη απόφαση, ανήκε ανέκαθεν στην Total.

Εξάλλου, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η Επιτροπή παραβίασε διάφορες θεμελιώδεις αρχές που αναγνωρίζονται από τα κράτη μέλη και συνιστούν τμήμα της κοινοτικής έννομης τάξεως, όπως είναι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, η αρχή της ευθύνης εξ ιδίας πράξεως, η αρχή του προσωποπαγούς χαρακτήρα των ποινών και η αρχή της νομιμότητας.

Οι προσφεύγουσες επίσης υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στις αρχές της χρηστής διοικήσεως και της ασφάλειας δικαίου.

Τέλος, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η Επιτροπή παραβιάζει τους κανόνες που διέπουν τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, στο μέτρο που δεν εφαρμόζει τη μείωση κατά 25 % στο αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στις ίδιες, ενώ εφαρμόζει τη μείωση αυτή ως προς άλλον αποδέκτη της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, κατά τις προσφεύγουσες, με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν γίνεται σεβαστός, κατά παράβαση των αρχών του τεκμηρίου αθωότητας και της ασφάλειας δικαίου, ο περιορισμός που επιβάλλεται στην εξουσία της Επιτροπής όσον αφορά τη συνεκτίμηση του αποτρεπτικού αποτελέσματος.

Καταληκτικά, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στοιχειοθετεί κατάχρηση εξουσίας, καθόσον καταλογίζει σε αυτές την ευθύνη για την παράβαση την οποία τέλεσε η θυγατρική τους και τις καθιστά υπόχρεες, εις ολόκληρον με αυτή, για την καταβολή του προστίμου.

Επικουρικώς, οι προσφεύγουσες εκτιμούν ότι το ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στη θυγατρική τους, για το οποίο οι ίδιες ευθύνονται από κοινού και εις ολόκληρον, θα πρέπει να επαναπροσδιορισθεί σε εύλογο ύψος. Ζητούν να μειωθεί κατά 25 % το αρχικό ποσό του επιβληθέντος σε αυτές προστίμου και να τους αναγνωριστούν ελαφρυντικές περιστάσεις, που συνίστανται στο ότι τους επιβλήθηκαν σχεδόν ταυτοχρόνως, σε δύο παρόμοιες υποθέσεις, πρόστιμα σημαντικού ύψους.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της Συνθήκης, ΕΕ L 1, σ. 1