Language of document : ECLI:EU:T:2011:278





ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Πρόστιμα – Παραγραφή – Διαφορετική μεταχείριση – Διάρκεια της παραβάσεως – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑192/06,

Caffaro Srl, με έδρα το Μιλάνο (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Santa Maria και C. Biscaretti di Ruffia, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τους V. Di Bucci και F. Amato, στη συνέχεια δε από τους V. Di Bucci και V. Bottka,

καθής,

με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα περί ακυρώσεως της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), καθόσον με την απόφαση αυτήν η Επιτροπή επιβάλλει πρόστιμο, αλληλεγγύως, στην προσφεύγουσα και στη SNIA SpA, και, επικουρικώς, αίτημα περί μειώσεως του ύψους του εν λόγω προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Vadapalas (εισηγητή), προεδρεύοντα, A. Dittrich και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: K. Pocheć, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαρτίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Caffaro Srl, πρώην Industrie Chimiche Caffaro SpA, μετέπειτα δε Caffaro SpA, είναι εταιρία ιταλικού δικαίου η οποία διέθετε στο εμπόριο, μέχρι το 1999, υπερβορικό άλας (στο εξής: PBS). Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η προσφεύγουσα ήταν θυγατρική κατά 100 % της εταιρίας Caffaro SpA, η οποία, το 2000, κατέστη η εταιρία SNIA SpA.

2        Τον Νοέμβριο του 2002, η Degussa AG πληροφόρησε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων σχετικά με την ύπαρξη συμπράξεως στις αγορές του υπεροξειδίου του υδρογόνου (στο εξής: PH) και του PBS και ζήτησε την εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (καρτέλ) (EE 2002, C 45, σ. 3).

3        Η Degussa προσκόμισε αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή, τα οποία της έδωσαν τη δυνατότητα να διενεργήσει, στις 25 και 26 Μαρτίου 2003, ελέγχους στις εγκαταστάσεις τριών επιχειρήσεων.

4        Στις 26 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή απηύθυνε ανακοίνωση αιτιάσεων στην προσφεύγουσα και στις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

5        Κατόπιν της ακροάσεως των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά της Akzo Nobel NV, της Akzo Nobel Chemicals Holding AB, της EKA Chemicals AB, της Degussa, της Edison, της FMC Corp., της FMC Foret SA, της Kemira Oyj, της Air Liquide SA, της Chemoxal SA, της SNIA, της προσφεύγουσας, της Solvay SA, της Solvay Solexis SpA, της Total SA, της Elf Aquitaine SA και της Arkema SA (Υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας) (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 13ης Δεκεμβρίου 2006 (EE L 353, σ. 54). Η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2006.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

6        Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι αποδέκτες της αποφάσεως αυτής είχαν μετάσχει σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), όσον αφορά το PH και το παράγωγο προϊόν του PBS (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

7        Η παράβαση, της οποίας η ύπαρξη διαπιστώθηκε όσον αφορά την περίοδο από τις 31 Ιανουαρίου 1994 μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2000, συνίστατο κυρίως στην ανταλλαγή μεταξύ των ανταγωνιστών σημαντικών πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και τις επιχειρήσεις, στον περιορισμό και στον έλεγχο της παραγωγής και των δυνητικών και πραγματικών παραγωγικών ικανοτήτων των εν λόγω επιχειρήσεων, στην κατανομή των μεριδίων της αγοράς και των πελατών καθώς και στον καθορισμό και στην παρακολούθηση της τηρήσεως των σχετικών με τις τιμές στόχων.

8        Η προσφεύγουσα κρίθηκε υπεύθυνη για την παράβαση «από κοινού και αλληλεγγύως» με τη SNIA (αιτιολογικές σκέψεις 407 έως 412 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Για τον υπολογισμό του ύψους των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μεθοδολογία η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C 9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

10      Η Επιτροπή καθόρισε τα βασικά ποσά των προστίμων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η οποία χαρακτηρίστηκε ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Υποκείμενη σε διαφορετική μεταχείριση, η προσφεύγουσα κατατάχθηκε στην τέταρτη και τελευταία κατηγορία, που αντιστοιχούσε σε αρχικό ποσό προστίμου ύψους 1,875 εκατομμυρίων ευρώ. Κατά τον καθορισμό του ποσού αυτού, η Επιτροπή προέβη, επίσης, σε μείωση της τάξεως του 25 %, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα τελούσε εν γνώσει ή όφειλε κατ’ ανάγκη να τελεί εν γνώσει του συνολικού σχεδίου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού διακανονισμών (αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

12      Δεδομένου ότι, κατά την Επιτροπή, η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση από τις 29 Μαΐου 1997 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998, ήτοι για περίοδο ενός έτους και επτά μηνών, το αρχικό ποσό του προστίμου της αυξήθηκε κατά 15 % (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε διαδραματίσει παθητικό και ήσσονος σημασίας ρόλο στο πλαίσιο της παραβάσεως και, λόγω αυτής της ελαφρυντικής περιστάσεως, μείωσε το ποσό του προστίμου κατά 50 % (αιτιολογικές σκέψεις 476 και 477 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Το άρθρο 1, στοιχείο ιβ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι η προσφεύγουσα, μετέχοντας στην εν λόγω παράβαση από τις 29 Μαΐου 1997 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998, παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ.

15      Με το άρθρο 2, στοιχείο ζ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα, «από κοινού και αλληλεγγύως» με τη SNIA, πρόστιμο ύψους 1,078 εκατομμυρίων ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 18 Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

17      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου τροποποιήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα και, κατόπιν ακροάσεως των διαδίκων, η υπό κρίση υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του έκτου πενταμελούς τμήματος.

18      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, της 22ας Δεκεμβρίου 2009, το Γενικό Δικαστήριο έθεσε μια γραπτή ερώτηση στην προσφεύγουσα, στην οποία αυτή απάντησε εμπροθέσμως.

19      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Μαρτίου 2010.

20      Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δύο μέλη του τμήματος κωλύονταν να μετάσχουν στη διάσκεψη, οι διασκέψεις του Γενικού Δικαστηρίου συνεχίστηκαν από τους τρεις δικαστές, την υπογραφή των οποίων φέρει η παρούσα απόφαση.

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα, αλληλεγγύως με τη SNIA, πρόστιμο·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ύψος του προστίμου, περιορίζοντας το πρόστιμο σε συμβολικό ποσό·

–        όλως επικουρικώς, να μειώσει «ουσιωδώς» το ύψος του ως άνω προστίμου, λαμβάνοντας υπόψη τη μικρή διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση και την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

22      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

23      Προς στήριξη της προσφυγής με την οποία διώκεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με την απόφαση αυτήν η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα, αλληλεγγύως με τη SNIA, πρόστιμο, ή η μείωση του ύψους του προστίμου, η προσφεύγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, που αντλούνται από πλάνη περί το δίκαιο και από πεπλανημένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών όσον αφορά, πρώτον, το προβαλλόμενο γεγονός ότι η προσφεύγουσα αποτελεί «θύμα και όχι μέλος της συμπράξεως για το [PH]», δεύτερον, τη φερόμενη ως εσφαλμένη επιλογή του έτους αναφοράς στο πλαίσιο της διαφορετικής μεταχειρίσεως, τρίτον, την εκτίμηση της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, τέταρτον, την εφαρμογή των κανόνων παραγραφής που προβλέπονται στο άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και, πέμπτον, την εκτίμηση των ελαφρυντικών περιστάσεων.

 Επί της προβαλλομένης από την προσφεύγουσα ιδιότητάς της ως «θύματος και όχι μέλους της συμπράξεως για το PH»

 Επιχειρήματα των διαδίκων

24      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι υπήρξε «θύμα της συμπράξεως», διότι εξήλθε από την αγορά του PBS, το 1999, ακριβώς κατόπιν των παράνομων συμφωνιών που είχαν συνομολογηθεί στην αγορά του PH. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να εφοδιάζεται με PH, μοναδική πρώτη ύλη που ήταν αναγκαία για την παρασκευή του PBS, από παραγωγούς εμπλεκόμενους στη σύμπραξη, οι οποίοι ήσαν οι άμεσοι ανταγωνιστές της στην αγορά του PBS. Η αύξηση των τιμών του PH, που αποφασίσθηκε από τα μετέχοντα στη σύμπραξη μέρη, ώθησε την προσφεύγουσα εκτός αγοράς.

25      Η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σχέση απόλυτης οικονομικής εξαρτήσεως έναντι των παραγωγών του PH, καθόσον δεν μπόρεσε να προσαρμόσει την εμπορική στρατηγική της στην αγορά του PBS σε συνάρτηση με τις αυξήσεις των τιμών που είχαν προγραμματισθεί στην αγορά του PH. Η ίδια η Επιτροπή υποστήριξε ότι «δεν [είχε] αποδειχθεί ότι η [προσφεύγουσα] τελούσε εν γνώσει ή [όφειλε] κατ’ ανάγκη να τελεί εν γνώσει του συνολικού σχεδίου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού διακανονισμών» (αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

26      Η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, με πλείονες προγενέστερες αποφάσεις, η Επιτροπή αποφάσισε να μην επιβάλει πρόστιμο στους μετέχοντες στις παράνομες αυτές συμφωνίες, κατά το μέτρο που αυτοί είχαν ενεργήσει εις βάρος των συμφερόντων τους ή ήσαν εξαρτώμενοι, από οικονομικής απόψεως, από άλλες επιχειρήσεις που αποτελούσαν μετέχοντα στην εν λόγω συμφωνία μέρη. Σε άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, η Επιτροπή επέβαλε μόνο συμβολικό πρόστιμο. Επιπλέον, η δυνατότητα της Επιτροπής να επιβάλλει συμβολικό πρόστιμο προβλέπεται ρητώς στο σημείο 5, στοιχείο δ΄, των κατευθυντηρίων γραμμών.

27      Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεσμεύεται από τις προγενέστερες αυτές αποφάσεις, καθόσον αυτές είναι πολυάριθμες και οι επίμαχες υποθέσεις είναι παρόμοιες με την υπό κρίση υπόθεση. Ο κοινός παρονομαστής τους συνίσταται στο γεγονός ότι, όπως και η προσφεύγουσα, οι οικείες επιχειρήσεις φέρονται εμπλεκόμενες σε συμφωνία συναφθείσα εις βάρος των συμφερόντων τους ή, εν πάση περιπτώσει, ήσαν εξαρτώμενες, από οικονομικής απόψεως, από άλλα μετέχοντα στη συμφωνία μέρη. Η κατάσταση της προσφεύγουσας μπορεί να εξομοιωθεί με αυτήν ενός διανομέα στο πλαίσιο κάθετης συμφωνίας συναφθείσας με έναν παραγωγό, εφόσον πρόκειται, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, για επιχείρηση εξαρτώμενη από οικονομικής απόψεως.

28      Ειδικότερα, η κατάσταση της προσφεύγουσας παρουσιάζει έντονες ομοιότητες με αυτήν της εταιρίας Compagnie maritime zaïroise (CMZ), την οποία αφορά η απόφαση 93/82/ΕΟΚ, της 23ης Δεκεμβρίου 1992, περί διαδικασίας εφαρμογής του άρθρου [81 ΕΚ] (IV/32.448 και IV/32.450 – Cewal, Cowac, Ukwal) και του άρθρου [82 ΕΚ] (IV/32.448 και IV/32.450 – Cewal) (ΕΕ 1993, L 34, σ. 20), εταιρίας στην οποία η Επιτροπή αποφάσισε να μην επιβάλει πρόστιμο, καθόσον η εν λόγω εταιρία δεν είχε αποκομίσει όφελος από τη διαπιστωθείσα παράβαση.

29      Η Επιτροπή, παραλείποντας να λάβει υπόψη τις ίδιες περιστάσεις και ως προς την προσφεύγουσα, παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το άρθρο 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003, τις κατευθυντήριες γραμμές, καθώς και την υποχρέωση αιτιολογήσεως, την οποία αυτή υπέχει. Η επίμαχη εκτίμηση βαρύνεται με πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και με κατάχρηση εξουσίας. Εξάλλου, η Επιτροπή εσφαλμένως υπέπεσε σε σύγχυση ως προς την κατάσταση της προσφεύγουσας σε σχέση με αυτήν της Atochem SA, της Kemira και της Chemoxal, παραγωγών PH (αιτιολογική σκέψη 332, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

30      Ειδικότερα, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι παραγωγοί του PH είχαν θέσει σε λειτουργία ένα σύστημα το οποίο εκφράστηκε στην πράξη διά του διπλασιασμού των τιμών σε λιγότερο από ενάμισι έτος, ότι η προσφεύγουσα δεν παρήγε PH και βρισκόταν σε σχέση πλήρους οικονομικής εξαρτήσεως έναντι των επιχειρήσεων αυτών, ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν εν γνώσει του συνολικού σχεδίου της συμπράξεως, ότι η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να υποστεί την ουσιώδη αύξηση της τιμής του PH, γεγονός το οποίο αποτέλεσε κρίσιμη πτυχή όσον αφορά την αποχώρησή της από την αγορά του PBS κατά τη διάρκεια της συμπράξεως, ότι η προσφεύγουσα δεν αποκόμισε κανένα όφελος ακόμη και όταν άλλαξε προμηθευτή, δεδομένου ότι η ευθυγράμμιση των τιμών αφορούσε όλους τους παραγωγούς του PH, και ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν σε θέση να προσαρμόσει την εμπορική στρατηγική της εντός της αγοράς του PBS, καθόσον ουδέποτε είχε μετάσχει στις αφορώσες το PH συσκέψεις. Εξαιτίας της παραλείψεως της Επιτροπής να λάβει υπόψη τις ως άνω παρατηρήσεις και εξαιτίας της παραλείψεώς της να αιτιολογήσει την επιλογή αυτή, η επιβολή προστίμου στην προσφεύγουσα δεν είναι σύννομη.

31      Τέλος, το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο στερείται πρακτικής αποτελεσματικότητας, τόσο ως προς τον κατασταλτικό χαρακτήρα του όσο και ως προς τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα είχε ήδη εξέλθει από τη σχετική αγορά ακριβώς κατόπιν της επίμαχης συμπράξεως, ότι στην προσφεύγουσα είχε ήδη, ως εκ τούτου, επιβληθεί κύρωση και ότι η προσφεύγουσα δεν ήταν πλέον σε θέση να διαπράξει εκ νέου την παράβαση.

32      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

33      Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όπως προκύπτει από την προβληθείσα με το δικόγραφο της προσφυγής επιχειρηματολογία, η προσφεύγουσα, ενώ αναφέρεται στην προβαλλόμενη ιδιότητά της ως «θύμα και όχι μέλος της συμπράξεως για το [PH]», δεν αμφισβητεί, στην πραγματικότητα, ούτε τη συμμετοχή της στην επίμαχη παράβαση ούτε τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως αυτής.

34      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή της στις συσκέψεις στο πλαίσιο της συμπράξεως, οι οποίες έλαβαν χώρα στις 28 ή στις 29 Μαΐου 1997 στη Σεβίλλη και στις 14 Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains, ούτε αμφισβητεί το μη σύννομο περιεχόμενο των εν λόγω συσκέψεων, όπως αυτό διαπιστώθηκε από την Επιτροπή, ιδίως, με τις αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 164 και 226 έως 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αλλά περιορίζεται να αμφισβητήσει, στο πλαίσιο του τρίτου λόγου ακυρώσεως που πρόκειται να εξετασθεί κατωτέρω, τη διάρκεια της συμμετοχής της στην επίμαχη παράβαση.

35      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως, που αντλείται από το γεγονός ότι η προσφεύγουσα «αποτελεί θύμα και όχι μέλος της συμπράξεως για το [PH]», πρέπει να γίνει αντιληπτός υπό την έννοια ότι επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα και το ύψος του προστίμου με γνώμονα την ειδική κατάσταση στην οποία βρισκόταν η προσφεύγουσα εντός του πλαισίου της συμπράξεως.

36      Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα περιορίζεται να επικαλεσθεί ορισμένο αριθμό περιστάσεων οι οποίες, κατά τη γνώμη της, έπρεπε να οδηγήσουν στη μη επιβολή προστίμου ή, το πολύ, στην επιβολή συμβολικού προστίμου ύψους 1 000 ευρώ, που προβλέπεται στο σημείο 5, στοιχείο δ΄, των κατευθυντηρίων γραμμών. Η προσφεύγουσα προβάλλει, ιδίως, τη μοναδικότητα της καταστάσεως στην οποία βρισκόταν, ως παρασκευάστρια του PBS, παράγωγου προϊόντος του PH, υποστηρίζοντας ότι ήταν εξαρτώμενη, από οικονομικής απόψεως, από τους λοιπούς μετέχοντες στη συμφωνία, που ήσαν παρασκευαστές του PH ή αμφοτέρων των επίμαχων προϊόντων, καθώς και το γεγονός ότι αυτή μετέσχε στους ενέχοντες συμπαιγνία διακανονισμούς εις βάρος των συμφερόντων της, χωρίς να έχει αποκομίσει εξ αυτών κανένα όφελος, καθόσον αναγκάστηκε να εξέλθει από την αγορά του PBS στα μέσα του 1999.

37      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η εξουσία της Επιτροπής να επιβάλλει πρόστιμα στις επιχειρήσεις που εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παραβιάζουν τις διατάξεις του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ συνιστά ένα από τα μέσα που διαθέτει προς εκπλήρωση της αποστολής εποπτείας που της έχει ανατεθεί από το δίκαιο της Ένωσης. Η αποστολή αυτή περιλαμβάνει το καθήκον ασκήσεως μιας γενικής πολιτικής με σκοπό την εφαρμογή στον τομέα του ανταγωνισμού των αρχών που καθορίζονται στη Συνθήκη και τον προσανατολισμό της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων προς την κατεύθυνση αυτή (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 1983, 100/80 έως 103/80, Musique diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1983, σ. 1825, σκέψη 105).

38      Η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως κατά τον καθορισμό του ύψους των προστίμων, προκειμένου να κατευθύνει τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων προς την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η Επιτροπή έχει επιβάλει στο παρελθόν πρόστιμα ορισμένου ύψους για ορισμένες μορφές παραβάσεων δεν μπορεί να της στερήσει τη δυνατότητα να αυξήσει οποτεδήποτε το ύψος αυτό για να εξασφαλίσει την εφαρμογή της πολιτικής ανταγωνισμού της Ένωσης (απόφαση Musique Diffusion française κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 37 ανωτέρω, σκέψη 109).

39      Το ως άνω περιθώριο εκτιμήσεως υφίσταται, κατά μείζονα λόγο, στο πλαίσιο της δυνατότητας επιβολής, σε ορισμένες περιπτώσεις, «συμβολικού» προστίμου, την οποία προέβλεψε η Επιτροπή στο σημείο 5, στοιχείο δ΄, των κατευθυντηρίων γραμμών, ή της μη επιβολής προστίμου.

40      Εν προκειμένω, προς αμφισβήτηση της νομιμότητας του επιβληθέντος σ’ αυτήν προστίμου, η προσφεύγουσα προβάλλει, πρώτον, ότι βρισκόταν σε σχέση εξαρτήσεως έναντι άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη μερών.

41      Πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι ένα μετέχον στη σύμπραξη μέρος ενήργησε ενώ βρισκόταν σε σχέση οικονομικής εξαρτήσεως δεν αποτελεί, αυτό καθαυτό, περίσταση ικανή να αποκλείσει την ευθύνη του εν λόγω μετέχοντος στη σύμπραξη μέρους. Μια τέτοια περίσταση δεν θα πρέπει, επίσης, να λαμβάνεται οπωσδήποτε υπόψη κατά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου.

42      Κατά πάγια νομολογία, επιχείρηση που συμμετέχει σε συσκέψεις με αντικείμενο την προσβολή του ανταγωνισμού, έστω και αν εξαναγκάζεται προς τούτο από άλλες συμμετέχουσες επιχειρήσεις που διαθέτουν μεγαλύτερη οικονομική ισχύ, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να υποβάλει καταγγελία στην Επιτροπή και να καταγγείλει τις εν λόγω θίγουσες τον ανταγωνισμό δραστηριότητες αντί να συνεχίσει να συμμετέχει στις εν λόγω συσκέψεις (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 20ής Μαρτίου 2002, T‑9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II‑1487, σκέψη 178, και της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4407, σκέψη 423). Συγκεκριμένα, έστω και αν υποτεθεί ότι μια επιχείρηση υπέστη πιέσεις για να προσχωρήσει στη σύμπραξη, η εν λόγω επιχείρηση είχε πάντοτε τη δυνατότητα να ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές αντί να μετάσχει στη σύμπραξη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Απριλίου 2004, T‑236/01, T‑239/01, T‑244/01 έως T‑246/01, T‑251/01 και T‑252/01, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑1181, σκέψη 344).

43      Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων, ούτε η φερόμενη ως σχέση εξαρτήσεως έναντι ενός άλλου μετέχοντος στη σύμπραξη μέρους ούτε η απειλητική στάση που υποτίθεται ότι υιοθέτησε το τελευταίο δεν μπορούν να θεωρηθούν ως καταστάσεις που η Επιτροπή πρέπει να λάβει υπόψη της ως ελαφρυντικές περιστάσεις (απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 424).

44      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν μπορεί, κατά μείζονα λόγο, να υποχρεωθεί να λάβει υπόψη τα ίδια αυτά στοιχεία προκειμένου να αποφασίσει τη μη επιβολή προστίμου ή επιβολή μόνο συμβολικού προστίμου.

45      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την έλλειψη συνεκτιμήσεως της σχέσεως οικονομικής εξαρτήσεως στην οποία τελούσε η προσφεύγουσα έναντι άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη μερών δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

46      Εν συνεχεία, όσον αφορά τη μνεία, στην οποία προέβη η προσφεύγουσα, των προγενεστέρων αποφάσεων της Επιτροπής, με τις οποίες το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν επέβαλε πρόστιμο ή επέβαλε μόνο συμβολικό πρόστιμο, πρέπει να υπομνηστεί ότι η πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη αποφάσεών της δεν μπορεί να χρησιμεύσει ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις σχετικά με άλλες υποθέσεις έχουν μόνον ενδεικτικό χαρακτήρα όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη παραβιάσεως της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως, δεδομένου ότι είναι ελάχιστα πιθανό να είναι πανομοιότυπες οι ιδιαίτερες περιστάσεις των υποθέσεων αυτών, όπως οι αφορώσες τις σχετικές αγορές, τα οικεία προϊόντα, τις εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και τις σχετικές περιόδους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 21ης Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψεις 201 και 205, και της 7ης Ιουνίου 2007, C‑76/06 P, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. I‑4405, σκέψη 60).

47      Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι, επίσης στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή οφείλει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και δεν μπορεί να αντιμετωπίζει παρόμοιες καταστάσεις με διαφορετικό τρόπο ή να αντιμετωπίζει διαφορετικές καταστάσεις με πανομοιότυπο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

48      Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι καταστάσεις που ήσαν επίμαχες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι προγενέστερες αποφάσεις της Επιτροπής, τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, ενέχουν σημαντικές διαφορές σε σχέση με την εν προκειμένω επίμαχη κατάσταση.

49      Αφενός, η προσφεύγουσα επικαλείται πλείονες αποφάσεις που αφορούσαν συμφωνίες και εναρμονισμένες πρακτικές μεταξύ ενός παραγωγού και ορισμένων διανομέων και οι οποίες περιελάμβαναν μέτρα παρεμποδίζοντα τις παράλληλες εισαγωγές ή εξαγωγές.

50      Από τις ως άνω αποφάσεις προκύπτει ότι, στο πλαίσιο ορισμένων υποθέσεων που αφορούσαν κάθετους περιορισμούς, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι διανομείς, που ήσαν επιχειρήσεις ουσιωδώς ασθενέστερες από οικονομικής απόψεως, ενεργούσαν υπό την πίεση ενός παραγωγού και εις βάρος των συμφερόντων τους, φοβούμενοι το ενδεχόμενο απώλειας του δικαιώματός τους αποκλειστικής διανομής. Έτσι, η Επιτροπή αποφάσισε, ανάλογα με την εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση, να μην θεωρήσει υπευθύνους τους διανομείς, να μην επιβάλει σ’ αυτούς πρόστιμο ή να τους επιβάλει πρόστιμο πολύ μικρού ύψους.

51      Πάντως, πρέπει να επισημανθεί ότι οι ως άνω εκτιμήσεις δεν μπορούν να τύχουν άνευ ετέρου εφαρμογής και σε περιπτώσεις που αφορούν οριζόντιους περιορισμούς, όπως είναι η αφορώσα τις τιμές σύμπραξη και η αφορώσα την κατανομή των αγορών σύμπραξη, περί των οποίων πρόκειται στην παρούσα υπόθεση και οι οποίες συνιστούν πολύ σοβαρές παραβάσεις ως εκ της φύσεώς τους και αφορούν, κατά κανόνα, επιχειρήσεις που διαδραματίζουν συγκρίσιμο οικονομικό ρόλο, με δεδομένο ότι οι επιχειρήσεις αυτές είναι, στο σύνολό τους, παραγωγοί του οικείου προϊόντος ή των οικείων προϊόντων.

52      Πράγματι, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα μετέσχε στην ενιαία παράβαση, η οποία αφορούσε τις αγορές του PH και του PBS. Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα παρήγε μόνον PBS, ότι ήταν υποχρεωμένη να εφοδιάζεται με PH από άλλα μετέχοντα στη σύμπραξη μέρη και, ως εκ τούτου, ότι υφίστατο πιέσεις, από την άποψη της τιμολογήσεως, εντός της αγοράς του PH στο πρότερο στάδιο, δεν αποδεικνύει ότι η προσφεύγουσα εξαναγκάστηκε να ενεργήσει κατά μη σύννομο τρόπο εντός της αγοράς του PBS. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν επικαλείται καμία συγκεκριμένη ένδειξη αποσκοπούσα στο να αποδειχθεί ότι τα άλλα μετέχοντα στη σύμπραξη μέρη άσκησαν πιέσεις στην προσφεύγουσα, παραδείγματος χάρη, απειλώντας να διακόψουν τον εφοδιασμό της προσφεύγουσας με PH, σε περίπτωση αθετήσεως της επιβληθείσας εντός της αγοράς του PBS πειθαρχίας ως προς τη συμπαιγνία.

53      Αφετέρου, όσον αφορά τους οριζόντιους περιορισμούς, η προσφεύγουσα επικαλείται την απόφαση 94/210/ΕΚ της Επιτροπής, της 29ης Μαρτίου 1994, σχετικά με διαδικασία βάσει των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (Υπόθεση 33.941 - HOV SVZ/MCN) (ΕΕ L 104, σ. 34), καθώς και την απόφαση C(2004) 4030 της Επιτροπής, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81, παράγραφος 1, [ΕΚ] (Υπόθεση 38.238 − Ακατέργαστος καπνός – Ισπανία), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 19ης Απριλίου 2007 (ΕΕ L 102, σ. 14).

54      Επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η απόφαση 94/210 αφορούσε επιχειρήσεις σιδηροδρομικών μεταφορών που μετείχαν σε μια «σύμπραξη αμυντικής φύσεως» προοριζόμενη να αντιταχθεί στα αποτελέσματα της τιμολογιακής πρακτικής που ακολουθούσε μια δεσπόζουσα επιχείρηση, εξεταζόμενης υπό το πρίσμα του άρθρου 82 ΕΚ στο πλαίσιο της ίδιας αποφάσεως. Στις αιτιολογικές σκέψεις 109 έως 112 της εν λόγω αποφάσεως, η Επιτροπή τόνισε, ιδίως, ότι, «σε γενικές γραμμές […] μια σύμπραξη, έστω και αμυντικής φύσεως, δεν [μπορούσε] να απαλλάξει τις επιχειρήσεις από την επιβολή προστίμου», προτού αποφασίσει ότι, «λαμβανομένης υπόψη […] της ιδιαιτερότητας της συγκεκριμένης περιπτώσεως, […] δεν [συνέτρεχε] λόγος επιβολής προστίμων για την παράβαση των διατάξεων του άρθρου [81 ΕΚ]».

55      Ως προς την απόφαση C(2004) 4030, που αφορούσε δύο συμπράξεις, αντιστοίχως, μεταξύ των επιχειρήσεων μεταποιήσεως καπνού και μεταξύ εκπροσώπων των παραγωγών, η Επιτροπή είχε καταλήξει, ως προς τη δεύτερη σύμπραξη, στο συμπέρασμα ότι έπρεπε να επιβληθεί μόνο συμβολικό πρόστιμο ύψους 1000 ευρώ σε καθένα από τους εκπροσώπους των παραγωγών, εφόσον το εθνικό κανονιστικό πλαίσιο είχε επιφέρει σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας ως προς τη νομιμότητα της συμπεριφοράς τους. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι ισπανικές αρχές είχαν, τουλάχιστον, ενθαρρύνει τους εκπροσώπους των παραγωγών να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις ως προς τις τιμές, δεδομένου ότι το Υπουργείο Γεωργίας είχε μάλιστα εγκρίνει τους πίνακες των τιμών κατόπιν διαπραγματεύσεων οι οποίοι είχαν επισυναφθεί σε παράρτημα του υποδείγματος συμβάσεως που δημοσιεύθηκε στην ισπανική Επίσημη Εφημερίδα [αιτιολογικές σκέψεις 425 έως 431 της αποφάσεως C(2004) 4030].

56      Από τις ως άνω διαπιστώσεις προκύπτει ότι οι δύο αποφάσεις, τις οποίες επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, αποτελούν μεμονωμένες αποφάσεις στηριζόμενες σε ειδικές περιστάσεις, οι οποίες ουδόλως είναι συγκρίσιμες με τις περιστάσεις που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα εν προκειμένω.

57      Κατά συνέπεια, το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από προβαλλόμενη «δυσμενή διάκριση» με γνώμονα την πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, όσον αφορά τη συνεκτίμηση μιας σχέσεως οικονομικής εξαρτήσεως έναντι άλλων μετεχόντων στη σύμπραξη μερών, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

58      Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι δεν αποκόμισε κανένα όφελος από τη σύμπραξη, και μάλιστα ότι υπέστη ζημία.

59      Πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν αποκόμισε κανένα όφελος από την παράβαση δεν μπορεί να εμποδίσει την επιβολή προστίμου, διότι διαφορετικά το πρόστιμο δεν θα είχε αποτρεπτικό αποτέλεσμα. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει, προκειμένου να καθορίσει το ποσό των προστίμων, ότι η παράβαση εξασφάλισε αθέμιτο όφελος στις οικείες επιχειρήσεις, ούτε να λάβει υπόψη, ενδεχομένως, ότι δεν αποκομίσθηκε κέρδος από την επίδικη παράβαση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 4881, και της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02 και T‑126/02, T‑128/02 και T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 671).

60      Η έλλειψη τέτοιου οφέλους δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση δυναμένη να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑52/02, SNCZ κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5005, σκέψη 91, και της 8ης Ιουλίου 2008, T‑53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1333, σκέψη 442) και, επομένως, δεν αποτελεί λόγο δικαιολογούντα την επιβολή συμβολικού προστίμου.

61      Οι ίδιες εκτιμήσεις ισχύουν, κατ’ αρχήν, και όσον αφορά το προβαλλόμενο γεγονός ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε συμπαιγνία με τους ανταγωνιστές της εις βάρος των δικών της οικονομικών συμφερόντων και ότι υπέστη, ως εκ τούτου, τα αρνητικά αποτελέσματα αυτής της συμπαιγνίας, δεδομένου ότι μια τέτοια περίσταση, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν αποτελεί, επίσης, στοιχείο το οποίο θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση και, κατά μείζονα λόγο, ως περίσταση δικαιολογούσα την επιβολή συμβολικού προστίμου.

62      Κατά τη νομολογία, μια επιχείρηση που εξακολουθεί να συνεννοείται με τους ανταγωνιστές της για τις τιμές, παρά τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υφίσταται, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι διέπραξε λιγότερο σοβαρή παράβαση απ’ ό,τι άλλες επιχειρήσεις που επίσης εμπλέκονται στη συμπαιγνία (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑304/94, Europa Carton κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑869, σκέψη 141).

63      Στο πλαίσιο αυτό, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την κατάσταση της ναυτιλιακής εταιρίας CMZ, την οποία αφορούσε η απόφαση 93/82, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 111 και 112 της αποφάσεως αυτής, που εμφαίνονται στο κεφάλαιο που τιτλοφορείται «Βαθμός συμμετοχής», προκύπτει ότι η Επιτροπή αποφάσισε να μην επιβάλει πρόστιμο στη CMZ για λόγους που ανάγονται κυρίως στη συμμετοχή της εν λόγω εταιρίας στην παράβαση, και ειδικότερα στη μη ενεργό παρουσία της εντός της σχετικής αγοράς, ενώ η μη αποκόμιση οφέλους από την παράβαση μνημονεύθηκε μόνον ως εκ περισσού. Επιπλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το Πρωτοδικείο επιβεβαίωσε ότι η Επιτροπή εδικαιούτο να μην επιβάλει πρόστιμο στην οικεία εταιρία, για τον λόγο ότι η εμπορική και οικονομική κατάσταση της εν λόγω εταιρίας ήταν διαφορετική από εκείνη των λοιπών μετεχόντων στην παράβαση κατά την κρίσιμη περίοδο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 1ης Ιουλίου 2008, T‑276/04, Compagnie maritime belge κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1277, σκέψη 96).

64      Επομένως, εφόσον πρόκειται για μεμονωμένη απόφαση, που εκδόθηκε σε σχέση με μια υπόθεση η οποία, εξάλλου, δεν παρουσιάζει ομοιότητες με την παρούσα υπόθεση, η ως άνω απόφαση του Πρωτοδικείου δεν μπορεί να στηρίξει το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την επιταγή να λαμβάνεται υπόψη η μη αποκόμιση οφέλους από την παράβαση.

65      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να υποστηρίζει βασίμως ότι η Επιτροπή όφειλε να απόσχει από την επιβολή προστίμου σ’ αυτήν ή όφειλε να επιβάλει σ’ αυτήν συμβολικό πρόστιμο, κατόπιν συνεκτιμήσεως του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα δεν είχε αποκομίσει κανένα όφελος από τη σύμπραξη, και μάλιστα ότι είχε υποστεί αρνητικές συνέπειες απορρέουσες από τη σύμπραξη.

66      Τρίτον και τελικώς, όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από την προβαλλόμενη έλλειψη πρακτικής αποτελεσματικότητας του προστίμου τόσο ως προς τον κατασταλτικό χαρακτήρα του όσο και ως προς τον αποτρεπτικό χαρακτήρα του, πρέπει να υπομνηστεί ότι ο συναρτώμενος προς το επιδιωκόμενο αποτρεπτικό αποτέλεσμα συντελεστής αξιολογείται με γνώμονα πλειάδα στοιχείων και όχι μόνο με βάση την ειδική κατάσταση της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2006, C‑289/04 P, Showa Denko κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑5859, σκέψη 23, και του Πρωτοδικείου της 30ής Απριλίου 2009, T‑13/03, Nintendo και Nintendo of Europe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑947, σκέψη 71).

67      Επιπλέον, η ως άνω αξιολόγηση δεν συμπεριλαμβάνει την εκτίμηση της πιθανότητας υποτροπής της εμπλεκόμενης επιχειρήσεως. Πράγματι, η επιδίωξη προσδόσεως αποτρεπτικού χαρακτήρα στο πρόστιμο δεν εκτιμάται αποκλειστικά σε συνάρτηση με τις επιχειρήσεις τις οποίες αφορά ειδικά η απόφαση περί επιβολής προστίμου, στον βαθμό που το πρόστιμο πρέπει επίσης να παροτρύνει επιχειρήσεις με παρόμοιο μέγεθος και διαθέτουσες ανάλογους πόρους να απέχουν από τη συμμετοχή σε τέτοιες παραβάσεις των κανόνων του ανταγωνισμού (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Nintendo και Nintendo of Europe κατά Επιτροπής, σκέψη 66 ανωτέρω, σκέψεις 72 και 73).

68      Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν ανέστειλε την οικονομική της δραστηριότητα, το γεγονός ότι αυτή δεν δραστηριοποιείται, πλέον, εντός της οικείας αγοράς ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση την ανάγκη διασφαλίσεως του αποτρεπτικού χαρακτήρα της επιβαλλόμενης σ’ αυτήν κυρώσεως.

69      Όσον αφορά τον κατασταλτικό χαρακτήρα του προστίμου, αρκεί να επισημανθεί ότι αυτός δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί αν η αναστολή των εμπορικών δραστηριοτήτων στην οικεία αγορά συνεπαγόταν την μη επιβολή στην εμπλεκόμενη επιχείρηση προστίμου για τη διαπραχθείσα παράβαση.

70      Κατά συνέπεια, το επιβληθέν στην προσφεύγουσα πρόστιμο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως στερούμενο πρακτικής αποτελεσματικότητας.

71      Τέλος, πρέπει να επισημανθεί ότι οι περιστάσεις των οποίων έγινε επίκληση, λαμβανόμενες συνολικώς υπόψη, δεν αποδεικνύουν ότι η Επιτροπή υπερέβη το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας της περί επιβολής κυρώσεως έναντι της προσφεύγουσας.

72      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση, προβαίνοντας σε μείωση του αρχικού ποσού του προστίμου της κατά 25 %, για τον λόγο ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα ήταν εν γνώσει του συνολικού σχεδίου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού διακανονισμών (αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και προβαίνοντας σε μείωση του ποσού του προστίμου κατά 50 %, λόγω ελαφρυντικής περιστάσεως αντλούμενης από τον παθητικό και ήσσονος σημασίας ρόλο της προσφεύγουσας, λαμβανομένου υπόψη ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη δεν ήταν συγκρίσιμη με εκείνη των λοιπών ενεργών μελών (αιτιολογικές σκέψεις 476 και 477 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

73      Εξάλλου, με το επιχείρημά της που αντλείται από την προβαλλόμενη σύγκριση, στην οποία προέβη η Επιτροπή, μεταξύ της καταστάσεως της προσφεύγουσας και εκείνης των παραγωγών PH, η προσφεύγουσα περιορίζεται να παραπέμψει στην αιτιολογική σκέψη 332, στοιχείο β΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία το γεγονός ότι ορισμένες επιχειρήσεις παρασκεύαζαν μόνον το ένα ή το άλλο εκ των οικείων προϊόντων δεν αναιρεί τη σχετική με τον ενιαίο χαρακτήρα της παραβάσεως διαπίστωση. Πάντως, στον βαθμό που η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τον ενιαίο χαρακτήρα της επίμαχης παραβάσεως, το επιχείρημά της είναι αλυσιτελές.

74      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί το αντλούμενο από κατάχρηση εξουσίας επιχείρημα της προσφεύγουσας. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει, ιδίως, από τις σκέψεις 66 έως 70 ανωτέρω, η κύρωση που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα ουδόλως απέστη από τον σκοπό της, τόσο ως προς τον κατασταλτικό χαρακτήρα του προστίμου όσο και ως προς τον αποτρεπτικό χαρακτήρα αυτού.

75      Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της προσφεύγουσας, η οποία αντλείται από προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως και η οποία μνημονεύεται μόνο στην επικεφαλίδα του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως στο δικόγραφο της προσφυγής, αλλά η οποία δεν αναλύεται διεξοδικότερα στα δικόγραφα της προσφεύγουσας ούτε στις προφορικές παρατηρήσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

76      Συγκεκριμένα, έστω και αν υποτεθεί ότι, με την ως άνω αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν έλαβε θέση επί της ειδικής καταστάσεως της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της συμπράξεως, πρέπει να παρατηρηθεί, αφενός, ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 461 και 474 έως 477 της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξέθεσε τους λόγους που δικαιολογούν τη μείωση του ύψους του προστίμου λαμβανομένης υπόψη της ειδικής καταστάσεως στην οποία βρισκόταν η προσφεύγουσα και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να λάβει θέση επί της ενδεχόμενης επιβολής συμβολικού προστίμου, εφόσον πρόκειται απλώς για δυνατότητα που προβλέπεται, κατ’ εξαίρεση, στο σημείο 5, στοιχείο δ΄, των κατευθυντηρίων γραμμών.

77      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έτους αναφοράς που ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της διαφορετικής μεταχειρίσεως

 Επιχειρήματα των διαδίκων

78      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη, καθόσον χρησιμοποίησε, στο πλαίσιο της διαφορετικής μεταχειρίσεως, το σχετικό με το έτος 1998 μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας, ενώ, όσον αφορά όλους τους λοιπούς αποδέκτες της προσβαλλομένης αποφάσεως, έλαβε υπόψη τα μερίδια αγοράς για το 1999, τελευταίο πλήρες έτος κατά το οποίο τελέσθηκε η παράβαση. Συναφώς, η Επιτροπή παραβίασε, επίσης, την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και παρέβη το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003 και τις κατευθυντήριες γραμμές.

79      Η Επιτροπή όφειλε να επιλέξει, ως έτος αναφοράς, το τελευταίο πλήρες έτος της περιόδου εντός της οποίας τελέσθηκε η παράβαση. Επιπλέον, από την απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑196/99 P, Aristrain κατά Επιτροπής (Συλλογή 2003, σ. I‑11005, σκέψη 129) προκύπτει ότι μόνον η χρήση κοινού έτους αναφοράς για όλες τις επιχειρήσεις που είχαν συμμετοχή στην ίδια παράβαση εγγυάται την ίση μεταχείρισή τους. Με τις προγενέστερες αποφάσεις της, η Επιτροπή χρησιμοποίησε ενιαίο έτος αναφοράς, μολονότι οι διάφορες επιχειρήσεις είχαν μετάσχει στην παράβαση σε διαφορετικές περιόδους.

80      Διά της επιλογής του έτους 1998 όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή απέβλεπε στην αύξηση του ύψους του προστίμου της. Ο κύκλος εργασιών που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα το 1999 καθώς και το αντίστοιχο μερίδιο αγοράς ήσαν σαφώς χαμηλότεροι από εκείνους του 1998, δεδομένου ότι ο κύκλος εργασιών της προσφεύγουσας, σε παγκόσμιο επίπεδο, για το PBS μειώθηκε από 12,9 εκατομμύρια ευρώ το 1998 σε 9,1 εκατομμύρια ευρώ το 1999.

81      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

82      Κατά το σημείο 1 A, έκτο εδάφιο, των κατευθυντηρίων γραμμών, σε περίπτωση παραβάσεων στις οποίες εμπλέκονται περισσότερες επιχειρήσεις, είναι ενδεχομένως σκόπιμο να γίνεται στάθμιση του αρχικού ποσού, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το ειδικό βάρος και, ως εκ τούτου, ο πραγματικός αντίκτυπος της παραβατικής συμπεριφοράς κάθε επιχειρήσεως επί του ανταγωνισμού, ιδίως αν υφίστανται σημαντικές διαφορές ως προς το μέγεθος μεταξύ επιχειρήσεων που διαπράττουν παράβαση του ιδίου είδους, και να προσαρμοσθεί, κατά συνέπεια, το σημείο εκκινήσεως του βασικού ποσού ανάλογα με τον ειδικό χαρακτήρα κάθε επιχειρήσεως.

83      Κατά πάγια νομολογία, η κατανομή των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες, προκειμένου οι εν λόγω μετέχοντες να αντιμετωπισθούν διαφορετικά κατά το στάδιο του καθορισμού των αρχικών ποσών των προστίμων, πρέπει να τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως κατά την οποία απαγορεύεται να αντιμετωπίζονται παρόμοιες καταστάσεις κατά τρόπο διαφορετικό και διαφορετικές καταστάσεις καθ’ όμοιο τρόπο, εκτός αν μια τέτοια αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς. Εξάλλου, το ποσό των προστίμων πρέπει, τουλάχιστον, να είναι ανάλογο προς τα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη για να εκτιμηθεί η σοβαρότητα της παραβάσεως (βλ. απόφαση Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 219 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

84      Για να εξακριβωθεί αν η κατανομή των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες έγινε σύμφωνα με τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της αναλογικότητας, ο εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου έλεγχος της ασκήσεως της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει συναφώς η Επιτροπή πρέπει, πάντως, να περιορίζεται στο να εξακριβωθεί αν η εν λόγω κατανομή παρουσιάζει συνοχή και είναι αντικειμενικώς δικαιολογημένη (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 19ης Μαρτίου 2003, T‑213/00, CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑913, σκέψη 416, και Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 220).

85      Εν προκειμένω, για να καθοριστεί το ατομικό ειδικό βάρος του κάθε μετέχοντος στην παράβαση, εξαιρουμένης της προσφεύγουσας, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τα μερίδια αγοράς που προκύπτουν από τις συνδυασμένες πωλήσεις των δύο επίμαχων προϊόντων στην παγκόσμια αγορά το 1999, τελευταίο πλήρες έτος κατά το οποίο η παράβαση αφορούσε τα δύο αυτά προϊόντα. Όσον αφορά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή έλαβε υπόψη το μερίδιο αγοράς της για το 1998, τελευταίο έτος κατά το οποίο η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση (αιτιολογική σκέψη 460 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

86      Επιπλέον, η Επιτροπή μείωσε κατά 25 % το αρχικό ποσό του προστίμου που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα ήταν εν γνώσει ή όφειλε κατ’ ανάγκη να είναι εν γνώσει του συνολικού σχεδίου των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού διακανονισμών (αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

87      Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το γεγονός ότι ελήφθη υπόψη, στο πλαίσιο διαφοροποιημένης αντιμετωπίσεως, διαφορετικό έτος αναφοράς όσον αφορά ένα μέλος της συμπράξεως δεν έχει, αυτό καθαυτό, ως συνέπεια την παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως.

88      Βεβαίως, το Δικαστήριο έχει κρίνει, αφενός, ότι η χρήση κοινού έτους αναφοράς για όλες τις επιχειρήσεις που είχαν συμμετοχή στην ίδια παράβαση παρέχει σε κάθε επιχείρηση την εγγύηση ότι τυγχάνει της ιδίας μεταχειρίσεως με τις υπόλοιπες, δεδομένου ότι οι κυρώσεις προσδιορίζονται κατά τρόπο ομοιόμορφο και, αφετέρου, ότι η επιλογή έτους αναφοράς το οποίο περιλαμβάνεται στην περίοδο διαπράξεως των παραβάσεων επιτρέπει την εκτίμηση του εύρους της διαπραχθείσας παραβάσεως με γνώμονα την οικονομική πραγματικότητα όπως παρίστατο κατά την ως άνω περίοδο (απόφαση Aristrain κατά Επιτροπής, σκέψη 79 ανωτέρω, σκέψη 129).

89      Ωστόσο, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η προσφεύγουσα, από τα ανωτέρω δεν προκύπτει ότι η επιλογή του κοινού έτους αποτελεί το μόνο μέσον για τον προσδιορισμό των κυρώσεων κατά τρόπο συνάδοντα προς την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως.

90      Ειδικότερα, η Επιτροπή μπορεί νομίμως να λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι, για μια συγκεκριμένη επιχείρηση, το κοινό έτος αναφοράς δεν περιλαμβάνεται στην περίοδο διαπράξεως των παραβάσεων που ελήφθη υπόψη ως προς την επιχείρηση αυτή και, επομένως, δεν αποτελεί λυσιτελή ένδειξη ως προς το ατομικό ειδικό βάρος της εν λόγω επιχειρήσεως στο πλαίσιο της παραβάσεως και, ως εκ τούτου, μπορεί να λαμβάνει υπόψη τον κύκλο εργασιών της εν λόγω επιχειρήσεως, ο οποίος αφορά έτος διαφορετικό από το κοινό έτος αναφοράς, υπό τον όρο ότι η κατανομή των μετεχόντων σε σύμπραξη σε κατηγορίες παραμένει συνεπής και αντικειμενικώς δικαιολογημένη.

91      Πράγματι, ακριβώς βάσει αναλόγων κριτηρίων πρέπει να επιλέγεται διαφορετική εταιρική χρήση αναφοράς, στο πλαίσιο της εφαρμογής του ανωτάτου ορίου του 10 % του κύκλου εργασιών, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, όταν πρόκειται για επιχείρηση που δεν δραστηριοποιείται, πλέον, στην αγορά κατά τη διάρκεια της εταιρικής χρήσεως η οποία ελήφθη υπόψη ως προς τα λοιπά μετέχοντα στη σύμπραξη μέρη και η οποία δεν αποτελεί, ως εκ τούτου, αξιόπιστο δείκτη όσον αφορά την πραγματική οικονομική κατάσταση της ως άνω επιχειρήσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουνίου 2007, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 46 ανωτέρω, σκέψεις 28 έως 30 και 43, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Νοεμβρίου 2005, T‑33/02, Britannia Alloys & Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4973, σκέψη 74).

92      Επομένως, εν προκειμένω, η Επιτροπή, αφού διαπίστωσε ότι οι πωλήσεις που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια του κοινού έτους αναφοράς, το οποίο ελήφθη υπόψη ως προς τις λοιπές επιχειρήσεις που μετέσχον στη σύμπραξη, δεν αποτελούσαν αξιόπιστο δείκτη όσον αφορά την πραγματική οικονομική κατάσταση της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της περιόδου διαπράξεως των παραβάσεων, δεδομένου ότι, ιδίως, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση είχε ήδη παύσει, το ως άνω θεσμικό όργανο νομίμως μπορούσε να λάβει υπόψη τις πωλήσεις της προσφεύγουσας κατά το 1998, τελευταίο έτος κατά το οποίο η προσφεύγουσα μετέσχε στη σύμπραξη.

93      Εξάλλου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι το κριτήριο αυτό εφαρμόσθηκε κατά αντικειμενικό τρόπο ως προς όλα τα μέλη της συμπράξεως, δεδομένου ότι όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, εξαιρουμένης της προσφεύγουσας, μετέσχον στη σύμπραξη το 1999, έτος το οποίο αποτελεί, ως εκ τούτου, το τελευταίο έτος κατά το οποίο οι ως άνω επιχειρήσεις μετέσχον στην αφορώσα αμφότερα τα οικεία προϊόντα παράβαση.

94      Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η επιλογή διαφορετικού έτους αναφοράς έναντι αυτής είχε ως συνέπεια την έλλειψη συνοχής κατά την κατανομή των εμπλεκομένων επιχειρήσεων σε κατηγορίες.

95      Συγκεκριμένα, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι η προσφεύγουσα είναι η μόνη επιχείρηση που έχει καταταγεί στην τέταρτη και τελευταία κατηγορία, με αρχικό ποσό προστίμου ανερχόμενο σε 1,875 εκατομμύριο ευρώ (ήτοι 2,5 εκατομμύρια ευρώ πριν από την κατά την αιτιολογική σκέψη 461 της προσβαλλομένης αποφάσεως μείωση), ποσό το οποίο είναι, επομένως, σημαντικά χαμηλότερο από εκείνο που αντιστοιχεί στην τρίτη κατηγορία, ήτοι 20 εκατομμύρια ευρώ. Εξάλλου, η διαφορά μεταξύ των μεριδίων αγοράς της προσφεύγουσας για το 1998 και για το 1999 είναι σχετικώς ασήμαντη, ιδίως σε σύγκριση με την απόκλιση που υφίσταται μεταξύ των μεριδίων αγοράς των διαφόρων επιχειρήσεων που έχουν καταταγεί, στο σύνολό τους, εντός της τρίτης κατηγορίας, λαμβανομένου υπόψη ότι η απόκλιση αυτή εξηγείται πλήρως από τον κατ’ αποκοπήν καθορισμό των ποσών που ελήφθησαν υπόψη.

96      Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι το γεγονός ότι τα σχετικά με καθεμία από τις κατηγορίες αρχικά ποσά δεν είναι απολύτως ανάλογα προς τα αντίστοιχα μερίδια αγοράς δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο επικρίσεως, καθόσον συνιστά απλώς και μόνον απόρροια του κατ’ αποκοπήν καθορισμού των ποσών (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 84 ανωτέρω, σκέψη 411).

97      Πάντως, η απόκλιση την οποία επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα, μεταξύ των μεριδίων αγοράς της για το 1998 και για το 1999, δεν είναι σε τόσο μεγάλο βαθμό σημαντική ώστε η υιοθετηθείσα από την Επιτροπή μέθοδος να μπορεί να καταλήξει σε μια χονδροειδώς διαστρεβλωμένη παρουσίαση των επίμαχων αγορών (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑15/02, BASF κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑497, σκέψη 159, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑68/04, SGL Carbon κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2511, σκέψη 70).

98      Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της εκτιμήσεως της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

99      Η προσφεύγουσα θέτει υπό αμφισβήτηση τη διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση, όπως αυτή διαπιστώθηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο του υπολογισμού του ύψους του προστίμου. Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει παραμόρφωση των πραγματικών περιστατικών, κατάχρηση εξουσίας, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, ανεπάρκεια ως προς την αιτιολογία, καθώς και παράβαση του άρθρου 23, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1/2003 και των κατευθυντηρίων γραμμών.

100    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί, κατ’ ουσίαν, ότι μετέσχε στη σύσκεψη της 26ης Νοεμβρίου 1998, η οποία έλαβε χώρα στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της συνελεύσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικών Βιομηχανιών (CEFIC) (αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και διατείνεται ότι ο εκπρόσωπός της μετέσχε μόνο στις συνάδουσες προς τον νόμο συζητήσεις κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνελεύσεως. Η Επιτροπή, κάνοντας δεκτό ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα κατά τα διαλείμματα της συνελεύσεως, στηρίχθηκε στη δήλωση της Degussa, η οποία περιείχε απλώς και μόνον έναν κατάλογο των μετεχόντων στη συνέλευση του CEFIC. Το επιχείρημα της Επιτροπής ότι όλοι όσοι μετείχαν στη συνέλευση του CEFIC, «ανεξαιρέτως», έλαβαν μέρος στις μη σύννομες επαφές δεν είναι δυνατό να συνάγεται από την ως άνω δήλωση. Το γεγονός ότι, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Degussa δεν «αναίρεσε» ούτε μετέβαλε τις δηλώσεις της (αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως) ουδόλως αποδεικνύει το παραμικρό, καθόσον ήδη η αρχική δήλωση της Degussa δεν ήταν επαρκώς εμπεριστατωμένη.

101    Εξάλλου, στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή χρησιμοποίησε, προς στήριξη μιας αιτιάσεως αφορώσας την παρουσία της προσφεύγουσας στη σύσκεψη των Βρυξελλών, στοιχεία αντλούμενα από την απάντηση της Degussa προς την ανακοίνωση των αιτιάσεων, στην οποία η προσφεύγουσα δεν είχε πρόσβαση. Τούτο συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

102    Εν πάση περιπτώσει, η δήλωση της Degussa δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη ως επιβαρυντικό στοιχείο στον βαθμό που αμφισβητείται εκ μέρους της προσφεύγουσας και δεν επιρρωννύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Εξάλλου, η Επιτροπή έχει αναγνωρίσει, εμμέσως, την απουσία της προσφεύγουσας από τη σύσκεψη των Βρυξελλών, καθόσον υποστήριξε ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση περιορίσθηκε σε δύο συσκέψεις (αιτιολογική σκέψη 476 της προσβαλλομένης αποφάσεως), που δεν θα μπορούσαν να είναι παρά μόνον αυτές της Σεβίλλης και του Évian-les-Bains.

103    Κατά την προσφεύγουσα, δεδομένου ότι δεν είχε αποδειχθεί η συμμετοχή της στη σύσκεψη των Βρυξελλών, η Επιτροπή όφειλε να θεωρήσει ότι η 14η Μαΐου 1998, ημερομηνία διεξαγωγής της συσκέψεως του Évian-les-Bains, αποτελούσε την τελική ημερομηνία της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν εφάρμοσε τις προσδιορισθείσες κατά τη σύσκεψη του Évian-les-Bains συμφωνίες για την τιμή του PBS. Τούτο επιβεβαιώνεται από την απουσία της προσφεύγουσας από τις πέντε επόμενες συσκέψεις που έλαβαν χώρα το 1998 και που είχαν ως αντικείμενο την εκτέλεση της συνομολογηθείσας στο Évian-les-Bains συμφωνίας, καθώς και από την απόφαση της προσφεύγουσας να εξέλθει από την αγορά του PBS, η οποία ελήφθη κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 1998.

104    Επομένως, η Επιτροπή εσφαλμένως καθόρισε τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση σε ένα έτος και επτά μήνες, αντί να την καθορίσει σε ένα έτος, ήτοι από τις 29 Μαΐου 1997 έως τις 14 Μαΐου 1998, και εσφαλμένως προέβη σε μη δέουσα αύξηση του ύψους του προστίμου λόγω της ως άνω διάρκειας.

105    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

106    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή προσήψε στην προσφεύγουσα ότι έλαβε μέρος στις παράνομες συμπεριφορές κατά την περίοδο μεταξύ της 24ης Μαΐου 1996 και της 30ής Ιουνίου 1999. Η ως άνω περίοδος διαπράξεως των παραβάσεων μειώθηκε ουσιωδώς με την προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στην παράβαση κατά την περίοδο μεταξύ της 29ης Μαΐου 1997 και της 31ης Δεκεμβρίου 1998 (άρθρο 1, στοιχείο ιβ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

107    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι μετέσχε στην παράβαση όσον αφορά ένα τμήμα της περιόδου διαπράξεως της παραβάσεως, ήτοι όσον αφορά την περίοδο από τις 14 Μαΐου 1998 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998, κατά το μέτρο που η συνεκτίμηση της περιόδου αυτής είχε ως συνέπεια την αύξηση του ποσού του επιβληθέντος σ’ αυτή προστίμου.

108    Εκ προοιμίου, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα υποστήριξε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι ενεπλάκη σε μη σύννομες επαφές, το πολύ, κατά την περίοδο από τις 29 Μαΐου 1997 έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998.

109    Επ’ αυτού, βεβαίως, το Γενικό Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, εάν η εν λόγω επιχείρηση έχει παραδεχθεί κατά τρόπο ρητό, σαφή και συγκεκριμένο τα προσαπτόμενα από την Επιτροπή με την ανακοίνωση των αιτιάσεων πραγματικά περιστατικά, τα πραγματικά αυτά περιστατικά πρέπει συνεπώς να θεωρηθούν ως δεδομένα, εφόσον η επιχείρηση δεν μπορεί πλέον, κατ’ αρχήν, να τα αμφισβητήσει ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑69/04, Schunk και Schunk Kohlenstoff-Technik κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2567, σκέψη 84 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

110    Ωστόσο, εν προκειμένω, μολονότι, στο πλαίσιο της αμφισβητήσεως των αιτιάσεων τις οποίες προέβαλε η Επιτροπή και οι οποίες αφορούν την περίοδο από τις 24 Μαΐου 1996 έως τις 30 Ιουνίου 1999, η προσφεύγουσα όντως τόνισε ότι «η διάρκεια της παραβάσεως που [της] ήταν καταλογιστέα [αντιστοιχούσε], το πολύ, στην περίοδο [μεταξύ] της 29ης Μαΐου 1997 [και] της 31ης Δεκεμβρίου 1998», με την ίδια απάντηση, η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ότι μετέσχε σε μη σύννομες επαφές εμπίπτουσες στην περίοδο αυτή, ήτοι στις συσκέψεις της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 και της 26ης Νοεμβρίου 1998.

111    Επομένως, λαμβανομένου υπόψη του πλαισίου εντός του οποίου παρασχέθηκε η επίμαχη ένδειξη, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα έχει παραδεχθεί, κατά τρόπο ρητό, σαφή και συγκεκριμένο, τη συμμετοχή της στην παράβαση κατά την επίδικη περίοδο.

112    Κατά συνέπεια, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτός.

113    Όσον αφορά το βάσιμο του ως άνω λόγου ακυρώσεως, επιβάλλεται η παρατήρηση, ευθύς εξ αρχής, ότι η προσφεύγουσα δεν θέτει υπό αμφισβήτηση ούτε τη συμμετοχή της στη σύσκεψη για το PBS η οποία διεξήχθη στις 14 Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains, ούτε το μη σύννομο περιεχόμενο των συζητήσεων που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο της συσκέψεως αυτής και οι οποίες εκτίθενται στις αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

114    Επίσης, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα δεν έλαβε μέρος σε τέσσερις άλλες συσκέψεις στο πλαίσιο της συμπράξεως, οι οποίες αφορούσαν το PBS και οι οποίες έλαβαν χώρα στο μεσοδιάστημα μεταξύ των συνελεύσεων του CEFIC του Μαΐου και του Νοεμβρίου 1998, ήτοι σε δύο τριμερείς συσκέψεις σχετικά με το κλείσιμο εγκαταστάσεως της Atochem (αιτιολογικές σκέψεις 233 και 243 της προσβαλλομένης αποφάσεως), σε μια πολυμερή σύσκεψη «υψηλού επιπέδου» και σε μια διμερή σύσκεψη μεταξύ της Solvay και της Degussa (αιτιολογικές σκέψεις 237 και 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

115    Ωστόσο, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι μετέσχε σε μη σύννομες επαφές στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC στις 26 Νοεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες, προβάλλοντας, κατά τον τρόπο αυτόν, ότι η εμπλοκή της στη σύμπραξη τερματίσθηκε κατά την ημερομηνία διεξαγωγής της συσκέψεως στο Évian-les-Bains, δηλαδή στις 14 Μαΐου 1998. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, όσον αφορά τις ως άνω επαφές, η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίχθηκε μόνο στη δήλωση της Degussa, η οποία είναι αόριστη και δεν επιρρωννύεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία.

116    Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η δήλωση μιας κατηγορούμενης επιχειρήσεως, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από άλλες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ως συνιστώσα επαρκή απόδειξη περί της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις τελευταίες αυτές επιχειρήσεις, αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (βλ. απόφαση Groupe Danone κατά Επιτροπής, σκέψη 42 ανωτέρω, σκέψη 285 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

117    Όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1998, από την αιτιολογική σκέψη 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι οι «παραγωγοί του PBS (κατά την Degussa, ήσαν παρόντες [ορισμένοι] εκπρόσωποι της Ausimont, της [προσφεύγουσας], της Degussa, της Atochem, της FMC Foret και της Solvay) είχαν, μεταξύ αλλήλων, διμερείς και πολυμερείς επαφές κατά τη διάρκεια του διαλείμματος της συνελεύσεως του CEFIC, προκειμένου να ανταλλάξουν τις απόψεις τους ως προς την εφαρμογή της αυξήσεως της τιμής του PBS που είχε αποφασισθεί τον Μάιο στο πλαίσιο της συσκέψεως του Évian».

118    Επιπλέον, η Επιτροπή απέρριψε την εκ μέρους της προσφεύγουσας αμφισβήτηση της υπάρξεως των ως άνω επαφών, επισημαίνοντας τα εξής (αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως):

«Η Degussa τόνισε σαφώς ότι ορισμένοι εκπρόσωποι είχαν λάβει μέρος στην επίσημη σύσκεψη για το PBS και ότι, κατά τη διάρκεια της συσκέψεως αυτής, υπήρξαν μη σύννομες επαφές μεταξύ των προσώπων αυτών (μηδενός αποκλειομένου· με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Degussa δεν αναίρεσε ούτε μετέβαλε τις δηλώσεις της). Η Atofina έθεσε τις εν λόγω μη σύννομες επαφές στο ίδιο πλαίσιο χωρίς να έχει λάβει γνώση, εκ των προτέρων, των δηλώσεων της Degussa, οπότε η Επιτροπή είναι της γνώμης ότι οι συζητήσεις αυτές όντως έλαβαν χώρα και ότι τα πρόσωπα, στα οποία αναφέρθηκε η Degussa, όντως μετείχαν στις εν λόγω συζητήσεις.»

119    Από το αιτιολογικό αυτό προκύπτει ότι η Επιτροπή, για να διαπιστώσει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις εν λόγω μη σύννομες επαφές, στηρίχθηκε αποκλειστικώς στην προερχόμενη από τη δήλωση της Degussa πληροφορία, δήλωση η οποία έγινε στο πλαίσιο της συνεργασίας με την Επιτροπή.

120    Συγκεκριμένα, καίτοι η Επιτροπή τόνισε, επίσης, ότι η Degussa «δεν [είχε αναιρέσει]» τα λεγόμενά της και ότι η δήλωση της Degussa συνέπιπτε με ορισμένες πληροφορίες προερχόμενες από την Atofina, οι ενδείξεις αυτές δεν αποτελούν πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι προερχόμενες από την Atofina πληροφορίες αναφέρονται μόνο στην αφορώσα το PH σύσκεψη που έλαβε χώρα στις 25 Νοεμβρίου 1998 και ουδόλως κάνουν μνεία της προσφεύγουσας.

121    Πρέπει να επισημανθεί, επίσης, ότι η δήλωση της Degussa δεν περιέχει ρητή μνεία της συμμετοχής της προσφεύγουσας σε ενέχουσες συμπαιγνία επαφές, αλλά περιορίζεται να παράσχει τον κατάλογο των μετεχόντων στην επίσημη συνέλευση του CEFIC, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται ένας εκπρόσωπος της προσφεύγουσας, καθώς και να υποστηρίξει, γενικώς, ότι υπήρξαν μη σύννομες διμερείς επαφές στο περιθώριο των επίσημων συσκέψεων.

122    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία που προκύπτουν από τη δήλωση της Degussa δεν επιβεβαιώνουν κατά τρόπο αναντίρρητο τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στις Βρυξέλλες και, ελλείψει τεκμηριώσεως, δεν συνιστούν επαρκή απόδειξη περί του ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος στις ως άνω επαφές.

123    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή πεπλανημένως δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1998.

124    Όσον αφορά τις συνέπειες αυτής της πλάνης, πρέπει να υπομνηστεί ότι, κατά πάγια νομολογία, στο μέτρο που ορισμένα σημεία του αιτιολογικού μιας αποφάσεως είναι, αφ’ εαυτών, ικανά να δικαιολογήσουν επαρκώς από νομικής απόψεως την απόφαση, οι πλημμέλειες που βαρύνουν άλλα σημεία του αιτιολογικού της πράξεως δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο διατακτικό της (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T‑87/05, EDP κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑3745, σκέψη 144, και της 14ης Δεκεμβρίου 2005, T‑210/01, General Electric κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑5575, σκέψη 42· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2001, C‑302/99 P και C‑308/99 P, Επιτροπή και Γαλλία κατά TF1, Συλλογή 2001, σ. I‑5603, σκέψεις 26 έως 29).

125    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 362 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η διαπίστωση του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 δεν στηρίζεται μόνο στο στοιχείο που αντλείται από τη συμμετοχή της στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1998, αλλά, επίσης, στηρίζεται στον λόγο ότι η προσφεύγουσα «συμμορφώθηκε προς τους ενέχοντες συμπαιγνία διακανονισμούς τουλάχιστον έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998», ημερομηνία έως την οποία ίσχυαν οι ενέχοντες συμπαιγνία διακανονισμοί που είχαν αποφασισθεί κατά τη διάρκεια της συσκέψεως της 14ης Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains.

126    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε το ότι παρέστη στη σύσκεψη που έλαβε χώρα στο Évian-les-Bains ούτε το περιεχόμενο των συμφωνιών που συνομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της συσκέψεως αυτής (αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η διαπίστωση περί συμμετοχής της στους διακανονισμούς που είχαν αποφασισθεί στο Évian-les-Bains για την περίοδο έως τις 31 Δεκεμβρίου 1998 δεν μπορεί να αμφισβητηθεί με τα επιχειρήματα που αυτή αντλείται από προβαλλόμενη έλλειψη εφαρμογής των εν λόγω διακανονισμών και τα οποία ενισχύονται, όπως υποστηρίζει, από την μη συμμετοχή της σε άλλες συσκέψεις στο πλαίσιο της συμπαιγνίας που έλαβαν χώρα το 1998 καθώς και από την απόφασή της να εξέλθει από την αγορά του PBS, η οποία ελήφθη στα τέλη του 1998.

127    Συγκεκριμένα, αφενός, το γεγονός ότι μια επιχείρηση δεν δίνει συνέχεια στις αποφάσεις συσκέψεως έχουσας ως αντικείμενο συμφωνία θίγουσα τον ανταγωνισμό δεν αποκλείει την ευθύνη της, εκτός εάν έχει λάβει δημοσίως τις αποστάσεις της από το μη σύννομο περιεχόμενο των συζητήσεων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C‑213/00 P, C‑217/00 P και C‑219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I‑123, σκέψη 85 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

128    Αφετέρου, ευλόγως μπορεί να θεωρηθεί ότι η σύμπραξη εξακολούθησε να έχει αποτελέσματα μέχρι την καταληκτική ημερομηνία που προβλέπεται ρητώς στο πλαίσιο των ενεχόντων συμπαιγνία διακανονισμών, ανεξάρτητα από τα συγκεκριμένα αποτελέσματά τους στην αγορά (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 186).

129    Έτσι, εν προκειμένω, στο μέτρο που έχει αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε στους διακανονισμούς που συνομολογήθηκαν στο Évian-les-Bains, περιλαμβανομένου, ιδίως, του καθορισμού των τιμών του PBS που επρόκειτο να τύχουν εφαρμογής κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 229 και 362 της προσβαλλομένης αποφάσεως), το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα απέφυγε να προβεί στην εφαρμογή τους, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένο, δεν μπορεί να ασκήσει επιρροή επί της ευθύνης της για συμμετοχή στη σύμπραξη κατά την οικεία περίοδο.

130    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι το επιχείρημα της προσφεύγουσας, που αντλείται από το ότι αυτή δεν μετέσχε σε συσκέψεις κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1998, δεν είναι ικανό να αποδείξει ότι αυτή έλαβε δημοσίως τις αποστάσεις της από το περιεχόμενο των παρανόμων συμφωνιών που συνομολογήθηκαν στις 14 Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα εξακολούθησε να δραστηριοποιείται στην αγορά του PBS μέχρι τα μέσα του 1999.

131    Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαπίστωση της Επιτροπής ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998 στηρίζεται, επαρκώς κατά νόμον, στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε στους ενέχοντες συμπαιγνία διακανονισμούς, οι οποίοι ήσαν εφαρμοστέοι κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1998 και οι οποίοι συνομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της συσκέψεως της 14ης Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains.

132    Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν απέδειξε ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1998 δεν ασκεί επιρροή επί της διάρκειας της παραβάσεως που ελήφθη υπόψη ως προς την προσφεύγουσα.

133    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 125 και 129 ανωτέρω, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 230 και 362 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τόσο τις νομικές εκτιμήσεις όσο και τα πραγματικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η διαπίστωσή της σχετικά με την ημερομηνία κατά την οποία έπαυσε η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση.

134    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα επιχειρήματά της προς στήριξη της διαπιστώσεώς της ότι η προσφεύγουσα προσχώρησε στους ενέχοντες συμπαιγνία διακανονισμούς που συνομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της συσκέψεως της 14ης Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains. Επιπλέον, η Επιτροπή τόνισε, στην αιτιολογική σκέψη 362 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «οι τιμές που αποτέλεσαν αντικείμενο συμφωνίας στο [Évian-les-Bains] εφαρμόσθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998» και ότι, «δεδομένου ότι [η προσφεύγουσα] συμμορφώθηκε, τουλάχιστον μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998, προς τους ενέχοντες συμπαιγνία διακανονισμούς, η Επιτροπή θεωρεί την [ημερομηνία αυτή] ως τελική ημερομηνία που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της διάρκειας της παραβάσεως στη συγκεκριμένη περίπτωση [της προσφεύγουσας]».

135    Τέλος, δεδομένου ότι η διαπίστωση της Επιτροπής περί συμμετοχής της προσφεύγουσας στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1998 κρίθηκε αβάσιμη, παρέλκει η απόφανση επί του επιχειρήματος της προσφεύγουσας που αντλείται από προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας με την οποία βαρύνεται η ως άνω διαπίστωση και η οποία προκύπτει από το γεγονός ότι η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στη σύσκεψη των Βρυξελλών, στηρίχθηκε σε ένα στοιχείο το οποίο δεν έχει κοινολογηθεί και το οποίο αντλείται από την απάντηση της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

136    Εν πάση περιπτώσει, με το επιχείρημα αυτό, η προσφεύγουσα περιορίζεται να τονίσει ότι, στην αιτιολογική σκέψη 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκανε μνεία του γεγονότος ότι, «με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Degussa δεν [είχε αναιρέσει] τις δηλώσεις της [σχετικά με τις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες] ούτε μετέβαλε τις εν λόγω δηλώσεις». Πάντως, από την ως άνω μνεία ουδόλως προκύπτει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε ένα πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο το οποίο δεν είχε γνωστοποιηθεί στην προσφεύγουσα και το οποίο θα ήταν ικανό να έχει ως συνέπεια την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνάς της.

137    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί της πενταετούς παραγραφής

 Επιχειρήματα των διαδίκων

138    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να διαπιστώσει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση είχε αποτελέσει αντικείμενο παραγραφής, παρέβη το άρθρο 25, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

139    Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι έχουν παρέλθει πέντε έτη μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία αυτή έπαυσε να μετέχει στην παράβαση, ήτοι της 31ης Δεκεμβρίου 1998, και της ημερομηνίας της αιτήσεως παροχής πληροφοριών, η οποία απεστάλη στην προσφεύγουσα στις 18 Μαρτίου 2004.

140    Η προσφεύγουσα δέχεται ότι, κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η διακοπή της παραγραφής ισχύει από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξεως σε μια τουλάχιστον επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση. Ωστόσο, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, αναγκάστηκε να «υποστεί αρνητικές συνέπειες εξαιτίας της αδράνειας που επέδειξε η Επιτροπή». Συγκεκριμένα, μέχρι τον Μάρτιο του 2004, η προσφεύγουσα αγνοούσε την ύπαρξη της έρευνας και δεν θα μπορούσε να τελεί εν γνώσει της υπάρξεως της εν λόγω έρευνας, καθόσον είχε αναγκαστεί να εξέλθει από την αγορά πριν από πέντε έτη.

141    Κατά την προσφεύγουσα, η οποία επικαλείται την απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 84 ανωτέρω (σκέψη 484), η διακοπή της παραγραφής συνιστά εξαίρεση από την αρχή της πενταετούς παραγραφής, η οποία πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς. Εν προκειμένω, η Επιτροπή περιορίσθηκε να προβεί σε μια «τυπολατρική ερμηνεία» του άρθρου 25 του κανονισμού 1/2003 και παρέλειψε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους δεν απέστειλε την αίτηση παροχής πληροφοριών στην προσφεύγουσα κατά την έναρξη της έρευνας. Έτσι, η Επιτροπή παρέβλεψε τον λόγο επί του οποίου στηρίζεται η διακοπή της παραγραφής, ήτοι την αποτελεσματικότητα της διοικητικής δράσης, και ενήργησε κατά προσβολή των αναγομένων στην ταχύτητα της διαδικασίας απαιτήσεων και των συμφερόντων της προσφεύγουσας.

142    Επομένως, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι μη σύννομη καθόσον η Επιτροπή, με την απόφαση αυτή, επέβαλε πρόστιμο στην προσφεύγουσα, ενώ η τελευταία είχε παύσει να μετέχει στη σύμπραξη πέντε και πλέον έτη προ της ενάρξεως της έρευνας που στρεφόταν κατ’ αυτής. Το επιχείρημα αυτό επιβεβαιώνεται από την προσέγγιση που ακολούθησε η Επιτροπή εν προκειμένω έναντι της Chemoxal και της Air Liquide (αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και στο πλαίσιο προγενεστέρων αποφάσεων, με τις οποίες η Επιτροπή δεν είχε επιβάλει πρόστιμα στους παραγωγούς που είχαν παύσει να μετέχουν στη σύμπραξη πέντε και πλέον έτη προ της ενάρξεως της έρευνας [απόφαση 2005/566/ΕΚ της Επιτροπής, της 9ης Δεκεμβρίου 2004, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου [81 ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση C.37 533 – Χλωριούχος χωλίνη) (ΕΕ 2005, L 190, σ. 22)].

143    Η στάση της Επιτροπής είναι μη σύννομη, κατά το μέτρο που η Επιτροπή, ενώ επικαλέσθηκε το άρθρο 25 του κανονισμού 1/2003, παρέλειψε, για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους, να γνωστοποιήσει στην προσφεύγουσα την ύπαρξη έρευνας και δεν αιτιολόγησε την παράλειψη αυτή. Η έρευνα της Επιτροπής βαρύνεται με «υπέρβαση εξουσίας», που συνίσταται σε καταστρατήγηση του σκοπού της διατάξεως αυτής και σε έλλειψη αιτιολογίας. Η ως άνω διαδικαστική πλημμέλεια έχει ως συνέπεια ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με έλλειψη νομιμότητας καθόσον η Επιτροπή, με την απόφαση αυτή, επέβαλε πρόστιμο στην προσφεύγουσα.

144    Η αδράνεια που επέδειξε η Επιτροπή έναντι της προσφεύγουσας, ήτοι η εκπρόθεσμη αποστολή της αιτήσεως παροχής πληροφοριών προς αυτή, η οποία πρέπει να αποδοθεί σε αμέλεια του εν λόγω θεσμικού οργάνου, συνεπάγεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση βαρύνεται με έλλειψη νομιμότητας λόγω παραβιάσεως των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

145    Η Επιτροπή παρέβη το καθήκον αιτιολογήσεως που υπείχε, καθόσον δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους η περί ενάρξεως έρευνας γνωστοποίηση στην προσφεύγουσα έγινε εκπροθέσμως. Επιπλέον, το ότι η Επιτροπή ενήργησε εκπροθέσμως είχε ως συνέπεια να περιορισθούν, κατά μη δέοντα τρόπο, τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας, η οποία διέθετε λιγότερο χρόνο για να προετοιμάσει την άμυνά της και να λάβει γνώση των επίμαχων πραγματικών περιστατικών.

146    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

147    Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003, η προβλεπόμενη από τα άρθρα 23 και 24 του εν λόγω κανονισμού εξουσία της Επιτροπής για επιβολή κυρώσεων υπόκειται σε προθεσμία παραγραφής πέντε ετών.

148    Δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, η παραγραφή αρχίζει από την ημέρα διαπράξεως της παραβάσεως ή, αν μια παράβαση είναι διαρκής ή έχει διαπραχθεί κατ’ εξακολούθηση, από την ημέρα παύσεως της παραβάσεως.

149    Κατά το άρθρο 25, παράγραφος 3, του κανονισμού 1/2003, η παραγραφή διακόπτεται από κάθε πράξη της Επιτροπής η οποία αποβλέπει στη διερεύνηση ή σε διαδικασίες κατά της παραβάσεως. Η διακοπή ισχύει από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξεως σε μια τουλάχιστον επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων που μετείχε στην παράβαση και, δυνάμει του άρθρου 25, παράγραφος 4, του ίδιου κανονισμού, ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις και ενώσεις επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση.

150    Οι ίδιοι κανόνες απορρέουν από τα άρθρα 1 και 2 του κανονισμού (ΕΟΚ) 2988/74 του Συμβουλίου, της 26ης Νοεμβρίου 1974, περί παραγραφής του δικαιώματος διώξεως και εκτελέσεως των αποφάσεων στους τομείς του δικαίου των μεταφορών και του ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ ειδ. έκδ. 07/001, σ. 241).

151    Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από την εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψη 131 ανωτέρω), η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στην παράβαση μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 1998.

152    Δεν αμφισβητείται ότι το πρώτο μέτρο που έλαβε η Επιτροπή προς διερεύνηση της επίμαχης παραβάσεως συνίστατο σε ελέγχους στις εγκαταστάσεις ορισμένων επιχειρήσεων, οι οποίοι διενεργήθηκαν στις 25 και 26 Μαρτίου 2003 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), ήτοι πριν από τη λήξη της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής έναντι της προσφεύγουσας, οπότε δεν είχε επέλθει παραγραφή κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

153    Εξ αυτών προκύπτει ότι το στρεφόμενο κατά της προσφεύγουσας δικαίωμα διώξεως της παραβάσεως δεν είχε παραγραφεί.

154    Συναφώς, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, το οποίο αντλείται από το γεγονός ότι έχουν παρέλθει πέντε έτη μεταξύ της ημερομηνίας παύσεως της παραβάσεως και της ημερομηνίας της αιτήσεως παροχής πληροφοριών που της απέστειλε η Επιτροπή, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 25, παράγραφοι 3 και 4, του κανονισμού 1/2003 και εκείνων του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2988/74, από τις οποίες προκύπτει σαφώς ότι η διακοπή της παραγραφής ισχύει από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της πράξεως σε μια τουλάχιστον επιχείρηση που μετείχε στην παράβαση και ισχύει για όλες τις επιχειρήσεις που μετείχαν στην παράβαση.

155    Εξάλλου, οι ως άνω παρατηρήσεις, οι οποίες προκύπτουν ρητώς από τις προαναφερθείσες διατάξεις, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν με τα επιχειρήματα που η προσφεύγουσα αντλεί από την επιταγή συσταλτικής ερμηνείας των κανόνων περί διακοπής της παραγραφής, από «υπέρβαση εξουσίας» που συνίσταται σε καταστρατήγηση του σκοπού της διατάξεως αυτής, καθώς και από έλλειψη αιτιολογίας.

156    Επιπλέον, η προσφεύγουσα επίσης εσφαλμένως επικαλείται μια προβαλλόμενη «δυσμενή διάκριση», κάνοντας αναφορά στο ότι δεν είχαν επιβληθεί πρόστιμα σε ορισμένες επιχειρήσεις στο πλαίσιο προγενεστέρων αποφάσεων της Επιτροπής, δεδομένου ότι οι εν λόγω επιχειρήσεις βρίσκονταν σε καταστάσεις προδήλως διαφορετικές από αυτήν της προσφεύγουσας, κατά το μέτρο που η πενταετής παραγραφή είχε ήδη επέλθει κατά την ημερομηνία τελέσεως των πρώτων πράξεων της Επιτροπής που απέβλεπαν στη διερεύνηση της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 448 της προσβαλλομένης αποφάσεως και αιτιολογική σκέψη 184 της αποφάσεως 2005/566).

157    Όσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στηρίζεται στη νομολογία κατά την οποία αίτηση παροχής πληροφοριών, για να διακόπτει εγκύρως την πενταετή παραγραφή, πρέπει να μπορεί ευλόγως να θεωρείται ως σχετιζόμενη με την πιθανολογούμενη παράβαση (απόφαση CMA CGM κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 84 ανωτέρω, σκέψεις 484 έως 488), αρκεί η παρατήρηση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα επιχείρημα προκειμένου να αποδείξει ότι οι εν λόγω συνιστώσες διακοπή της παραγραφής πράξεις, ήτοι οι έλεγχοι της 25ης και της 26ης Μαρτίου 2003 (βλ. σκέψη 3 ανωτέρω), δεν ήσαν δικαιολογημένες με γνώμονα τους σκοπούς της έρευνας ή ότι αποκλειστικός σκοπός των εν λόγω πράξεων ήταν η τεχνητή επιμήκυνση της προθεσμίας παραγραφής.

158    Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από τη φερόμενη ως εσφαλμένη εφαρμογή των κανόνων περί παραγραφής στερούνται ερείσματος.

159    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επίσης, ότι η προβαλλόμενη αμέλεια της Επιτροπής, η οποία απέστειλε την αίτηση παροχής πληροφοριών στην προσφεύγουσα περίπου ένα έτος μετά την έναρξη της έρευνας, συνιστά παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθώς και προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα τονίζει, ιδίως, ότι δεν ήταν εν γνώσει της υπάρξεως της έρευνας εγκαίρως και ότι δεν θα μπορούσε να τελεί εν γνώσει της υπάρξεως της εν λόγω έρευνας, καθόσον δεν ήταν, πλέον, παρούσα στην οικεία αγορά.

160    Όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση των αρχών της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, στο μέτρο που η προσφεύγουσα επικαλείται τη νομολογία ότι, ελλείψει νομοθετήματος που προβλέπει προθεσμία παραγραφής, η θεμελιώδης επιταγή της ασφαλείας δικαίου αντιτίθεται στη δυνατότητα της Επιτροπής να καθυστερεί επ’ αόριστον την άσκηση των εξουσιών της (απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Οκτωβρίου 2005, T‑22/02 και T‑23/02, Sumitomo Chemical και Sumika Fine Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II‑4065, σκέψεις 87 έως 89), αρκεί η παρατήρηση ότι η περίπτωση, την οποία αφορά η νομολογία αυτή, δεν ασκεί επιρροή εν προκειμένω, δεδομένου ότι η ασκηθείσα έναντι της προσφεύγουσας εξουσία της Επιτροπής για επιβολή κυρώσεων υπόκειται σε προθεσμία παραγραφής προβλεπόμενη από το άρθρο 25, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 1/2003 καθώς και από το άρθρο 1, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 2988/74.

161    Δεδομένου ότι η εν λόγω προθεσμία παραγραφής τηρήθηκε εν προκειμένω, η επιβολή του προστίμου στην προσφεύγουσα δεν είναι δυνατό να αντιβαίνει στις αρχές της ασφαλείας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

162    Όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας, που προκύπτει από όψιμη, όπως υποστηρίχθηκε, ενημέρωση σχετικά με την ύπαρξη της έρευνας, πρέπει να υπομνηστεί ότι, καίτοι η Επιτροπή οφείλει να κοινοποιήσει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία, από το στάδιο της προκαταρκτικής εξέτασης, η υποχρέωση αυτή αφορά την ενημέρωση που παρέχεται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση, κατά το στάδιο της λήψεως του πρώτου σε βάρος της μέτρου (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑99/04, AC-Treuhand κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑1501, σκέψεις 52 έως 56).

163    Πάντως, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι ενημερώθηκε για τη διεξαγόμενη έρευνα, με προσήκοντα τρόπο, κατά το στάδιο της λήψεως του πρώτου σε βάρος της μέτρου, ήτοι στο πλαίσιο της από 18 Μαρτίου 2004 αιτήσεως παροχής πληροφοριών.

164    Εξάλλου, έστω και αν υποτεθεί ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε για την έρευνα από του χρονικού σημείου κατά το οποίο τελέσθηκαν οι πρώτες πράξεις της Επιτροπής που αποσκοπούσαν στη διερεύνηση της υποθέσεως μπορεί, αυτό καθαυτό, να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο της εξετάσεως μιας προβαλλομένης προσβολής των δικαιωμάτων άμυνάς της, πρέπει να επισημανθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει κανένα συγκεκριμένο στοιχείο προς στήριξη του επιχειρήματός της ότι ο όψιμος, όπως υποστηρίχθηκε, χαρακτήρας της ενημερώσεως αυτής έθιξε την αποτελεσματικότητα της άμυνάς της.

165    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων

 Επιχειρήματα των διαδίκων

166    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή των κατευθυντηρίων γραμμών, παραμόρφωσε τα πραγματικά περιστατικά και παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως, καθόσον αρνήθηκε να παράσχει στην προσφεύγουσα το ευεργέτημα των ελαφρυντικών περιστάσεων που συνίστανται στην έλλειψη εφαρμογής των συμφωνιών και στην έλλειψη αποκομίσεως οικονομικού ή χρηματικού οφέλους από την παράβαση.

167    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν εφάρμοσε τις συμφωνίες που συνομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια των συσκέψεων στις οποίες, όπως έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα μετέσχε. Δεδομένου ότι καμία συμφωνία δεν συνομολογήθηκε κατά τη διάρκεια των συσκέψεων της Σεβίλλης, τον Μάιο του 1997 (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως), επίμαχη εν προκειμένω είναι μόνον η εφαρμογή των συμφωνιών για το PBS που συνομολογήθηκαν κατά τη διάρκεια της συσκέψεως του Évian-les-Bains, τον Μάιο του 1998, οι οποίες επάγονταν αύξηση των τιμών κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 229 και 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

168    Πάντως, κατά την επίμαχη περίοδο, η προσφεύγουσα μείωσε, εν γένει, τις τιμές πωλήσεως τις οποίες εφάρμοζε ως προς το PBS, εξαιρουμένης μιας μικρής αυξήσεως τον Αύγουστο του 1998, οφειλομένης στην αύξηση των τιμών της κύριας πρώτης ύλης, ήτοι του PH. Μέχρι τον Μάρτιο του 1999, οι σχετικές με το PBS τιμές που εφάρμοζε η προσφεύγουσα παρέμειναν ευρέως χαμηλότερες από τα επίπεδα των τιμών του Μαΐου του 1998. Έτσι, είναι προφανές ότι οι αυξήσεις των τιμών, που είχαν προβλεφθεί στο Évian-les-Bains, δεν εφαρμόστηκαν από την προσφεύγουσα.

169    Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, της αποκλίσεως των τιμών που εφάρμοζε η προσφεύγουσα σε σχέση με τις τιμές που είχαν αποτελέσει αντικείμενο συμφωνίας και, αφετέρου, της αποφάσεως της προσφεύγουσας να εξέλθει από την αγορά του PBS, αποφάσεως την οποία αυτή έλαβε το φθινόπωρο του 1998, ήταν αδύνατο να επιχειρήσει η προσφεύγουσα να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή.

170    Δεύτερον, η προσφεύγουσα τονίζει ότι η προβαλλόμενη συμμετοχή της στη σύμπραξη δεν της προσπόρισε κανένα οικονομικό ή χρηματικό όφελος, αλλά ότι, αντιθέτως, την ώθησε εκτός της αγοράς του PBS. Η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη το στοιχείο αυτό, ως ελαφρυντική περίσταση.

171    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

172    Πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων στην προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή μείωσε το ύψος του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου κατά 50 %, λόγω του ότι η προσφεύγουσα διαδραμάτισε παθητικό και ήσσονος σημασίας ρόλο στην παράβαση. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι ο ρόλος της προσφεύγουσας στο πλαίσιο της συμπράξεως δεν ήταν συγκρίσιμος με αυτόν των λοιπών ενεργών μελών, ότι η συμμετοχή της στις ενέχουσες συμπαιγνία επαφές ήταν αισθητά πιο σποραδική, περιοριζόμενη σε δύο μόνο συσκέψεις που αφορούσαν το PBS, γεγονός το οποίο επιβεβαίωνε ότι η προσφεύγουσα είχε περιορισμένη συμμετοχή στο σύνολο των παράνομων διακανονισμών (αιτιολογικές σκέψεις 476 και 477 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

173    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή πρέπει πάντοτε να λαμβάνει υπόψη της χωριστά καθεμία από τις ελαφρυντικές περιστάσεις που απαριθμούνται στο σημείο 3 των κατευθυντηρίων αυτών γραμμών. Μολονότι οι περιστάσεις που απαριθμούνται στο ως άνω σημείο συγκαταλέγονται ασφαλώς μεταξύ εκείνων που μπορούν να ληφθούν υπόψη από την Επιτροπή σε μια δεδομένη περίπτωση, ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να χορηγεί αυτομάτως επιπλέον μείωση λόγω των περιστάσεων αυτών, όταν μια επιχείρηση προβάλλει στοιχεία ικανά να αποτελέσουν ένδειξη περί της συνδρομής μιας των περιστάσεων αυτών.

174    Έτσι, εφόσον οι κατευθυντήριες γραμμές δεν περιέχουν επιτακτικό κανόνα όσον αφορά τις ελαφρυντικές περιστάσεις που μπορούν να ληφθούν υπόψη, η Επιτροπή έχει διατηρήσει ένα περιθώριο εκτιμήσεως ώστε να εκτιμά σφαιρικώς την έκταση της ενδεχόμενης μειώσεως του ποσού των προστίμων, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ελαφρυντικών περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την εκάστοτε συγκεκριμένη περίπτωση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψεις 274 και 275, και T‑50/00, Dalmine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2395, σκέψεις 325 και 326· βλ. επίσης, υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2007, T‑30/05, Prym και Prym Consumer κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 204).

175    Εν προκειμένω, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής μειώσεως του ποσού του προστίμου, η οποία έγινε με την προσβαλλόμενη απόφαση, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από την ύπαρξη και άλλων ελαφρυντικών περιστάσεων οι οποίες δεν έγιναν δεκτές από την Επιτροπή, έστω και αν θεωρηθούν βάσιμα, δεν είναι ικανά να έχουν ως αποτέλεσμα να αναγνωρισθεί ότι μείωση του ποσού ενός προστίμου, στην οποία προέβη η Επιτροπή βάσει εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων, έχει μη προσήκοντα χαρακτήρα.

176    Επίσης, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύουν, εν πάση περιπτώσει, την ύπαρξη ελαφρυντικών περιστάσεων διαφορετικών από αυτές που έγιναν δεκτές από την Επιτροπή.

177    Όσον αφορά, αφενός, την προβαλλόμενη μη αποκόμιση κέρδους από την επίμαχη παράβαση, πρέπει να υπομνηστεί ότι, στο πλαίσιο του καθορισμού του ύψους του προστίμου, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι η παράβαση εξασφάλισε αθέμιτο όφελος στις οικείες επιχειρήσεις, ούτε να λάβει υπόψη, ενδεχομένως, ότι δεν αποκομίσθηκε κέρδος από την παράβαση (βλ. απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 59 ανωτέρω, σκέψη 671 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Ειδικότερα, η έλλειψη οικονομικού οφέλους συνδεομένου με την παράβαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ελαφρυντική περίσταση (βλ. απόφαση BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 60 ανωτέρω, σκέψη 442 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

178    Όσον αφορά, αφετέρου, την προβαλλόμενη μη ουσιαστική εφαρμογή των συμφωνιών, περίσταση που προβλέπεται από το σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα προέβαλε επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία συμμετείχε στις παράνομες συμφωνίες, απέφυγε πράγματι να τις εφαρμόσει υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι του σημείου να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2006, T‑26/02, Daiichi Pharmaceutical κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑713, σκέψη 113, και της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 196).

179    Συναφώς, πρέπει να υπομνηστεί ότι η καταλογισθείσα στην προσφεύγουσα παράβαση προκύπτει από τη συμμετοχή της, αφενός, στις παράνομες συσκέψεις που έλαβαν χώρα στις 29 Μαΐου 1997 στη Σεβίλλη και οι οποίες ολοκληρώθηκαν χωρίς να συνομολογηθεί συμφωνία όσον αφορά τους ενέχοντες συμπαιγνία διακανονισμούς (αιτιολογικές σκέψεις 162 έως 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, στη σύσκεψη της 14ης Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains, η οποία κατέληξε στη συνομολόγηση των παρανόμων συμφωνιών επί των μεριδίων αγοράς και επί των τιμών του PBS, οι οποίες ήσαν εφαρμοστέες κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

180    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι οι τιμές που εφάρμοζε κατά την οικεία περίοδο δεν υπέστησαν τις αυξήσεις που είχαν προβλεφθεί από τις συνομολογηθείσες στις 14 Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains παράνομες συμφωνίες. Συναφώς, η προσφεύγουσα επικαλείται τα στοιχεία που επισυνάφθηκαν στην απάντησή της προς την ανακοίνωση των αιτιάσεων και σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, καθώς και τα πρόσθετα στοιχεία που προσκομίσθηκαν κατά το στάδιο του υπομνήματος απαντήσεως.

181    Πάντως, πρώτον, πρέπει να επισημανθεί ότι τα επίμαχα στοιχεία δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αξιόπιστη απόδειξη περί της συμπεριφοράς της προσφεύγουσας στην αγορά. Συγκεκριμένα, πρόκειται για μια γραφική παράσταση και για πίνακες οι οποίοι καταρτίσθηκαν, κατόπιν σταχυολογήσεως, από την προσφεύγουσα το 2005, χωρίς την παραμικρή διευκρίνιση ως προς τα στοιχεία βάσει των οποίων έγινε η σταχυολόγηση αυτή, και οι οποίοι δεν συνοδεύονταν από αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των διαλαμβανομένων σ’ αυτούς πληροφοριών. Εξάλλου, μολονότι, σε παράρτημα του υπομνήματος απαντήσεως, η προσφεύγουσα προσκομίζει έναν ορισμένο αριθμό τιμολογίων του έτους 1998 που εκδόθηκαν όσον αφορά την πώληση του οικείου προϊόντος, τα στοιχεία αυτά, τα οποία προσκομίσθηκαν για πρώτη φορά ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, δεν μπορούν, ως εκ τούτου, να ληφθούν υπόψη (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑330/01, Akzo Nobel κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3389, σκέψη 89).

182    Δεύτερον, πρέπει να τονισθεί ότι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 226 έως 230 της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι παράνομες συμφωνίες που συνομολογήθηκαν στο Évian-les-Bains αφορούσαν όχι μόνον τις τιμές, αλλά και την κατανομή της αγοράς, λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην κατάρτιση του υποδείγματος για τον έλεγχο των μεριδίων αγοράς, παρέχοντας τα στοιχεία της.

183    Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα και τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι αυτή απέφυγε να εφαρμόσει το σύνολο των ως άνω ενεχόντων συμπαιγνία διακανονισμών, υιοθετώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι αυτή παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις υποχρεώσεις που αποσκοπούσαν στην εφαρμογή της εν λόγω συμπράξεως, μέχρι σημείου ώστε να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως.

184    Από όλες τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

185    Κατά συνέπεια, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί της ενστάσεως την οποία προέβαλε η Επιτροπή και η οποία αντλείται από το απαράδεκτο των αιτημάτων της προσφεύγουσας με τα οποία επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθόσον με την απόφαση αυτήν η Επιτροπή επέβαλε πρόστιμο στη μητρική της εταιρία SNIA.

 Επί των δικαστικών εξόδων

186    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Caffaro Srl στα δικαστικά έξοδα.

Vadapalas

Dittrich

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2011.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί της προβαλλομένης από την προσφεύγουσα ιδιότητάς της ως «θύματος και όχι μέλους της συμπράξεως για το PH»

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί του έτους αναφοράς που ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της διαφορετικής μεταχειρίσεως

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της εκτιμήσεως της διάρκειας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της πενταετούς παραγραφής

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί της εκτιμήσεως των ελαφρυντικών περιστάσεων

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.