Language of document : ECLI:EU:T:2011:277

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο πενταμελές τμήμα)

της 16ης Ιουνίου 2011 (*)

«Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας – Απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ – Διάρκεια της παραβάσεως – Τεκμήριο αθωότητας – Δικαιώματα άμυνας – Πρόστ – Ελαφρυντικές περιστάσεις»

Στην υπόθεση T‑191/06,

FMC Foret, SA, με έδρα τη Βαρκελώνη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον M. Seimetz, δικηγόρο, και τον C. Stanbrook, QC,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης αρχικώς από τον F. Arbault, στη συνέχεια δε από τους V. Di Bucci και V. Bottka, επικουρούμενους από την M. Gray, barrister,

καθής,

με αντικείμενο, κυρίως, αίτημα περί μερικής ακυρώσεως της αποφάσεως C(2006) 1766 τελικό της Επιτροπής, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ (Υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας), και, επικουρικώς, αίτημα περί μειώσεως του ποσού του επιβληθέντος στην προσφεύγουσα προστίμου,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Vadapalas (εισηγητή), προεδρεύοντα, A. Dittrich και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: K. Andová, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαρτίου 2010,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, FMC Foret SA, είναι εταιρία ισπανικού δικαίου που διέθετε στο εμπόριο, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, μεταξύ άλλων, υπεροξείδιο του υδρογόνου (στο εξής: PH) και υπερβορικό άλας (στο εξής: PBS).

2        Η προσφεύγουσα είναι θυγατρική κατά 100 % της FMC Chemicals Netherlands BV και ανήκει στον όμιλο που ελέγχεται από την αμερικανική επιχείρηση FMC Corp.

3        Τον Νοέμβριο του 2002, η Degussa AG ενημέρωσε την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για την ύπαρξη συμπράξεως στις αγορές του PH και του PBS και ζήτησε την εφαρμογή της ανακοινώσεως της Επιτροπής σχετικά με τη μη επιβολή και τη μείωση των προστίμων σε περιπτώσεις συμπράξεων (EE 2002, C 45, σ. 3, στο εξής: ανακοίνωση περί της συνεργασίας).

4        Η Degussa παρέσχε ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή, τα οποία της έδωσαν τη δυνατότητα να διενεργήσει, στις 25 και 26 Μαρτίου 2003, ελέγχους στις εγκαταστάσεις τριών επιχειρήσεων.

5        Κατόπιν των ελέγχων αυτών, ορισμένες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων η EKA Chemicals AB, η Atofina SA (νυν Arkema SA) και η Solvay SA, ζήτησαν την εφαρμογή της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας και διαβίβασαν στην Επιτροπή αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με τη σύμπραξη.

6        Στις 25 Ιανουαρίου 2005, η Επιτροπή απέστειλε ανακοίνωση των αιτιάσεων στην προσφεύγουσα και στις λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις.

7        Μετά από ακρόαση των εμπλεκομένων επιχειρήσεων, η οποία διεξήχθη στις 28 και 29 Ιουνίου 2005, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2006) 1766 τελικό, της 3ης Μαΐου 2006, σχετικά με διαδικασία δυνάμει του άρθρου 81 [ΕΚ] και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον ΕΟΧ κατά της Akzo Nobel NV, της Akzo Nobel Chemicals Holding AB, της EKA Chemicals, της Degussa, της Edison, της FMC, της προσφεύγουσας, της Kemira OYJ, της Air Liquide SA, της Chemoxal SA, της SNIA SpA, της Caffaro Srl, της Solvay, της Solvay Solexis SpA, της Total SA, της Elf Aquitaine SA και της Arkema (Υπόθεση COMP/F/38.620 – Υπεροξείδιο του υδρογόνου και υπερβορικό άλας, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), περίληψη της οποίας δημοσιεύθηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2006 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EE L 353, σ. 54). Η απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με έγγραφο της 8ης Μαΐου 2006.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

8        Η Επιτροπή τόνισε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ότι οι αποδέκτριες της εν λόγω αποφάσεως εταιρίες μετείχαν σε ενιαία και διαρκή παράβαση του άρθρου 81 ΕΚ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο (ΕΟΧ), όσον αφορά το PH και το παράγωγο προϊόν του, ήτοι το PBS (αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

9        Η παράβαση, της οποίας η ύπαρξη διαπιστώθηκε όσον αφορά την περίοδο από 31 Ιανουαρίου 1994 έως 31 Δεκεμβρίου 2000, συνίστατο κυρίως στην ανταλλαγή μεταξύ ανταγωνιστών σημαντικών πληροφοριών εμπορικού περιεχομένου και εμπιστευτικών πληροφοριών σχετικών με τις αγορές και τις επιχειρήσεις, στον περιορισμό και στον έλεγχο της παραγωγής καθώς και των δυνητικών και των πραγματικών ικανοτήτων παραγωγής των εν λόγω επιχειρήσεων, στην κατανομή των μεριδίων αγοράς και των πελατών, καθώς και στον καθορισμό και στην εποπτεία της τηρήσεως των αφορώντων τις τιμές στόχων.

10      Η προσφεύγουσα κρίθηκε υπεύθυνη για την παράβαση «από κοινού και αλληλεγγύως» με την FMC (αιτιολογικές σκέψεις 389 έως 395 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

11      Για τον υπολογισμό των ποσών των προστίμων, η Επιτροπή εφάρμοσε τη μεθοδολογία η οποία εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των προστίμων που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 2, του κανονισμού 17 και του άρθρου 65, παράγραφος 5, [ΑΧ] (ΕΕ 1998, C-9, σ. 3, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές).

12      Η Επιτροπή καθόρισε τα βασικά ποσά των προστίμων σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παραβάσεως (αιτιολογική σκέψη 452 της προσβαλλομένης αποφάσεως), λαμβανομένου υπόψη ότι η εν λόγω παράβαση χαρακτηρίσθηκε ως πολύ σοβαρή (αιτιολογική σκέψη 457 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

13      Κατ’ εφαρμογήν μεθόδου που συνίσταται στο ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις τυγχάνουν διαφοροποιημένης μεταχειρίσεως, η προσφεύγουσα κατατάχθηκε στην τρίτη και προτελευταία κατηγορία, που αντιστοιχεί σε αρχικό ποσό 20 εκατομμυρίων ευρώ (αιτιολογικές σκέψεις 460 έως 462 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

14      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην παράβαση, κατά την Επιτροπή, από τις 29 Μαΐου 1997 έως τις 13 Δεκεμβρίου 1999, ήτοι για περίοδο δύο ετών και επτά μηνών, το αρχικό ποσό του προστίμου της αυξήθηκε κατά 25 % (αιτιολογική σκέψη 467 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Καμία επιβαρυντική ή ελαφρυντική περίσταση δεν ελήφθη υπόψη ως προς την προσφεύγουσα.

16      Το άρθρο 1, στοιχείο ζ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως ορίζει ότι η προσφεύγουσα, μετέχοντας στη σχετική παράβαση από τις 29 Μαΐου 1997 έως τις 13 Δεκεμβρίου 1999, παρέβη το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 53 της Συμφωνίας για τον EΟΧ.

17      Με το άρθρο 2, στοιχείο δ΄, της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επέβαλε στην προσφεύγουσα, αλληλεγγύως με την FMC, πρόστιμο ύψους 25 εκατομμυρίων ευρώ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου [νυν Γενικού Δικαστηρίου] στις 18 Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Δεδομένου ότι η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου μεταβλήθηκε, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα και, μετά από ακρόαση των διαδίκων, η υπό κρίση υπόθεση παραπέμφθηκε ενώπιον του έκτου πενταμελούς τμήματος.

20      Στο πλαίσιο των από 6 Ιανουαρίου 2010 μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο απηύθυνε εγγράφως ερωτήσεις στους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν με υπομνήματα της 29ης Ιανουαρίου 2010.

21      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία. Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 4ης Μαρτίου 2010.

22      Σύμφωνα με το άρθρο 32 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι δύο μέλη του τμήματος κωλύονταν να παραστούν στη διάσκεψη, οι διασκέψεις του Γενικού Δικαστηρίου συνεχίστηκαν με τη συμμετοχή των τριών δικαστών, την υπογραφή των οποίων φέρει η παρούσα απόφαση.

23      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, καθόσον η Επιτροπή της επέβαλε πρόστιμο·

–        επικουρικώς, να μειώσει το ποσό του προστίμου·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

24      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

25      Με το υπόμνημα απαντήσεως καθώς και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα διευκρίνισε ότι το πρώτο υποβληθέν με το δικόγραφο της προσφυγής αίτημα έπρεπε να γίνει αντιληπτό υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθό μέρος αφορά την προσφεύγουσα, πράγμα το οποίο περιλαμβάνει και τη διαπίστωση περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση.

 Σκεπτικό

26      Προς στήριξη της προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως ή, επικουρικώς, η μείωση του ποσού του προστίμου, πρώτον, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις λόγους ακυρώσεως, που αφορούν, εσφαλμένη εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων περί της συμμετοχής της στην παράβαση, δεύτερον, προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της προσβάσεως στον φάκελο και, τρίτον, το υπερβολικό ύψος του ποσού του προστίμου.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προβαλλομένη πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

 Επιχειρήματα των διαδίκων

27      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προσκόμισε αρκούντως ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία ώστε να καταδειχθεί η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη.

28      Αφενός, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό σε ασαφείς και μη επιβεβαιωθείσες ενδείξεις που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο των αιτήσεων περί επιεικείας, οι οποίες συντάχθηκαν εσπευσμένα, δεν περιείχαν επιχειρηματολογία και, κατά συνέπεια, είχαν μειωμένη αποδεικτική αξία. Αφετέρου, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα υποβληθέντα από την προσφεύγουσα στοιχεία στο πλαίσιο της ανταποδείξεως, ιδίως δε τις μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της που φέρονται αναμεμειγμένοι σε παραβατικές εκδηλώσεις συμπεριφοράς.

29      Η Επιτροπή δεν αντέκρουσε τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και κατά την ακρόαση, ιδίως δε τις μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της. Επιπλέον, η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την εκ μέρους της προσφεύγουσας πληροφόρηση σχετικά με τη συνάδουσα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμπεριφορά που αυτή τήρησε στην αγορά.

30      Ο ανεπαρκής χαρακτήρας των αποδεικτικών στοιχείων που προβλήθηκαν σε σχέση με την προσφεύγουσα αναγνωρίσθηκε από τον σύμβουλο ακροάσεων κατά τη διάρκεια της ακροάσεως. Ο τελευταίος πρότεινε να υπάρξει συνάντηση μεταξύ των μερών, καθώς και να διεξαχθεί κατ’ αντιπαράθεση εξέταση των νέων στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της ανταποδείξεως. Η Επιτροπή δεν έδωσε συνέχεια στις προτάσεις αυτές.

31      Με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή προσήψε στην προσφεύγουσα ότι έλαβε μέρος στην παράβαση από τον Ιανουάριο του 1994 έως τον Ιούνιο 2001, αλλά στη συνέχεια μείωσε ουσιωδώς το εύρος της μομφής αυτής. Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή περιορίσθηκε να μνημονεύσει ως επίμαχη την περίοδο μεταξύ της 29ης Μαΐου 1997, ημερομηνίας διεξαγωγής της εξαμηνιαίας συνελεύσεως του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικών Βιομηχανιών (CEFIC), η οποία διοργανώθηκε από την προσφεύγουσα στη Σεβίλλη, και της 13ης Δεκεμβρίου 1999, ημερομηνίας διεξαγωγής της συσκέψεως στο Φράιμπουργκ, στην οποία ήταν παρών ένας υπάλληλος της προσφεύγουσας.

32      Η Επιτροπή, προκειμένου να αποδείξει τα συνιστώντα παράβαση πραγματικά περιστατικά, στηρίχθηκε σε με επιβεβαιωθέντα πληροφοριακά στοιχεία, προερχόμενα από μια μοναδική πηγή, ήτοι, αντιστοίχως, από την Degussa, από τη Solvay ή από την Atofina, και δεν έλαβε υπόψη τη νομολογία κατά την οποία μια βεβαίωση η οποία διατυπώνεται από μια μόνον επιχείρηση δεν συνιστά επαρκή απόδειξη περί της υπάρξεως παραβάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 14ης Μαΐου 1998, T‑337/94, Enso-Gutzeit κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. II‑1571, σκέψη 91).

33      Όσον αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η Degussa, η Επιτροπή εσφαλμένως επισήμανε ότι αυτά επιβεβαιώνονταν από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν τα λοιπά μετέχοντα στη σύμπραξη μέρη. Από την αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε, στην πραγματικότητα, ότι, εφόσον ορισμένες επιχειρήσεις είχαν δεχθεί τους ισχυρισμούς που διατύπωσε η Degussa έναντι των επιχειρήσεων αυτών, οι ισχυρισμοί της Degussa εις βάρος της προσφεύγουσας δεν έχρηζαν επιβεβαιώσεως. Έτσι, η Επιτροπή δεν επιχείρησε να επιβεβαιώσει τα πληροφοριακά στοιχεία τα οποία παρέσχε η Degussa και βάσει των οποίων η προσφεύγουσα θεωρήθηκε εμπλεκόμενη στη σύμπραξη.

34      Όσον αφορά άλλα αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από μια μόνον επιχείρηση, η Επιτροπή τόνισε ότι αυτά αποκτήθηκαν από αυτόπτες μάρτυρες των παράνομων επαφών, ότι διαβιβάσθηκαν στην Επιτροπή «κατόπιν ωρίμου σκέψεως» και ότι ήσαν αξιόπιστα υπό το πρίσμα ενός συνόλου συνεκτικών αποδεικτικών στοιχείων (αιτιολογική σκέψη 86 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

35      Οι ενδείξεις όμως αυτές δεν είναι όλες ακριβείς. Τα προερχόμενα από τη Solvay πληροφοριακά στοιχεία είναι ασαφή και αναφέρουν, παραδείγματος χάριν, ότι μια μη κατονομαζόμενη πηγή της Solvay υποστήριζε ότι ένας μη κατονομαζόμενος υπάλληλος της Solvay είχε έλθει σε επαφή με τους υπαλλήλους της προσφεύγουσας σε τέσσερις περιπτώσεις, οι οποίες δεν προσδιορίζονται συγκεκριμένα. Το ίδιο ισχύει όσον αφορά τον ισχυρισμό της Solvay ότι η προσφεύγουσα κατέβαλε αμοιβή στην Atofina για το κλείσιμο των εγκαταστάσεων παραγωγής της. Επιπλέον, η Επιτροπή παρέλειψε να αντιπαραβάλει τα ως άνω πληροφοριακά στοιχεία προς τις αντίθετου περιεχομένου μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας.

36      Ως προς τα προερχόμενα από έναν υπάλληλο της Atofina πληροφοριακά στοιχεία, ήτοι τις σημειώσεις που καταγράφηκαν κατά τη διάρκεια των συσκέψεων του καρτέλ, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι ίδιες αυτές σημειώσεις είχαν προσκομισθεί προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη πλειόνων συσκέψεων. Επιπλέον, όσον αφορά την προσφεύγουσα, οι σημειώσεις αυτές συχνά περιέχουν ερωτηματικά.

37      Συνεπώς, η Επιτροπή εσφαλμένως αντέταξε στην προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία προερχόμενα από μία και μόνον επιχείρηση, τα οποία δεν είχαν επιβεβαιωθεί και τα οποία αντικρούονταν από τις μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας.

38      Εν συνεχεία, η προσφεύγουσα βάλλει κατά των διαπιστώσεων της Επιτροπής όσον αφορά συγκεκριμένες συσκέψεις.

–       Επί των τηλεφωνικών κλήσεων που δέχθηκε η προσφεύγουσα

39      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίχθηκε στα προερχόμενα από τη Solvay και από την Atofina πληροφοριακά στοιχεία, προκειμένου να διαπιστώσει ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί τηλεφωνικώς για το αποτέλεσμα ορισμένων συσκέψεων της συμπράξεως.

40      Τα προερχόμενα από τη Solvay πληροφοριακά στοιχεία αφορούσαν τέσσερις συσκέψεις «υψηλού επιπέδου», μεταξύ της Degussa, της Solvay και της Kemira (αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 174, 211, 215 έως 217 και 239 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά τις συσκέψεις αυτές, η Επιτροπή στηρίχθηκε στη δήλωση της Solvay ότι «και άλλοι δραστηριοποιούμενοι στην αγορά επιχειρηματίες ενημερώθηκαν για το αποτέλεσμα των συσκέψεων αυτών», «[εφόσον] η Solvay ενημέρωσε, παραδείγματος χάριν, τη Foret (στην Ισπανία) και την Ausimont (στην Ιταλία) για τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των συζητήσεων αυτών». Κατά την Επιτροπή, η δήλωση αυτή επιβεβαιώθηκε από την Atofina (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

41      Η εν λόγω δήλωση της Solvay δεν παρέχει τη δυνατότητα να στοιχειοθετηθεί η διαπίστωση ότι η Solvay υποστήριζε ότι τηρούσε ενήμερη την προσφεύγουσα «ανελλιπώς […] κατά κανόνα τηλεφωνικώς» (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η εν λόγω δήλωση δεν αναφέρει «ποιος κάλεσε τηλεφωνικώς ποιον», ούτε το περιεχόμενο του τι ειπώθηκε. Η δήλωση αυτή δεν διευκρινίζει σε ποιες συσκέψεις αναφέρεται, εξαιρουμένης εκείνης του Αυγούστου 1997. Η ίδια η Επιτροπή παρέσχε αυτό το λεπτομερειακό στοιχείο. Η δήλωση της Solvay δεν μπορούσε να επιβεβαιωθεί από την Atofina, η οποία δεν ήταν παρούσα στις συσκέψεις. Συγκεκριμένα, η Atofina αναφερόταν σε τηλεφωνικές κλήσεις της Solvay στο πλαίσιο διαφόρων συσκέψεων, ήτοι εκείνων της «ομάδας B», οι οποίες έλαβαν χώρα μεταξύ των τελών του 1995 και των αρχών του 1997. Επομένως, τα προερχόμενα από τη Solvay και από την Atofina πληροφοριακά στοιχεία δεν επιβεβαιώνονται εκατέρωθεν.

42      Επιπλέον, η ίδια η Solvay αμφισβήτησε ότι μετέσχε σε μια από τις τέσσερις επίμαχες συσκέψεις, ήτοι σε εκείνη που έλαβε χώρα στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν τον Απρίλιο 1998 (αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά τη σύσκεψη του Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες, η Solvay δεν ανέφερε ότι ήλθε σε επαφή με την προσφεύγουσα.

43      Κατά την ακρόαση, η Επιτροπή επιχείρησε επί ματαίω να λάβει ακριβέστερες πληροφορίες από τη Solvay. Χωρίς περαιτέρω διευκρινίσεις, η δήλωση της Solvay σχετικά με τις τηλεφωνικές κλήσεις στερείται αποδεικτικής αξίας. Εν πάση περιπτώσει, η δήλωση αυτή αντικρούσθηκε από τις μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, οι οποίοι αμφισβητούν ότι δέχθηκαν τηλεφωνικές κλήσεις εκ μέρους της Solvay.

44      Όσον αφορά τα προερχόμενα από την Atofina πληροφοριακά στοιχεία, η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίχθηκε στον ισχυρισμό ενός υπαλλήλου της Atofina ότι η προσφεύγουσα μετέσχε, σε τέσσερις περιπτώσεις, τηλεφωνικώς στις συσκέψεις (αιτιολογικές σκέψεις 180 έως 186, 187, 188 έως 192 και 247 έως 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο ισχυρισμός αυτός δεν επιβεβαιώθηκε από κανένα άλλο μετέχοντα στις επίμαχες συσκέψεις.

45      Η αξιοπιστία των πληροφοριακών στοιχείων που παρέσχε ο συγκεκριμένος υπάλληλος της Atofina τίθεται εν αμφιβόλω και βάσει άλλων στοιχείων της δικογραφίας. Ειδικότερα, με την ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην προερχόμενη από τον ως άνω υπάλληλο πληροφορία ότι ένας εκπρόσωπος της προσφεύγουσας έλαβε μέρος σε μια σύσκεψη στο Παρίσι στις 12 Φεβρουαρίου 1996 (σημεία 137 και 138 της ανακοινώσεως των αιτιάσεων). Η προσφεύγουσα απέδειξε ότι η πληροφορία αυτή ήταν ανακριβής, δεδομένου ότι το διαβατήριο του φερόμενου ως μετέχοντος στη σύσκεψη επιβεβαιώνει ότι αυτός βρισκόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της επίμαχης εβδομάδας. Η Επιτροπή ουδόλως κάνει μνεία του σφάλματος αυτού στην προσβαλλόμενη απόφαση. Επιπλέον, επανειλημμένως, ο μάρτυρας που εργαζόταν στην Atofina προσκόμισε την ίδια σελίδα των σημειώσεών του ως αποδεικτικό στοιχείο για διαφορετικές συσκέψεις. Οι επίμαχες σημειώσεις συχνά περιέχουν ερωτηματικά όσον αφορά τα σχετικά με την προσφεύγουσα πληροφοριακά στοιχεία και τη συμμετοχή της προσφεύγουσας σε συσκέψεις. Η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τα στοιχεία αυτά κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των αποδεικτικών στοιχείων της Αtofina.

46      Όσον αφορά την πρώτη επίμαχη σύσκεψη, η οποία έλαβε χώρα στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο του 1997, τα προερχόμενα από την Atofina αρχικά πληροφοριακά στοιχεία δεν παρέχουν τη δυνατότητα να εντοπισθεί ο υπάλληλος της προσφεύγουσας με τον οποίο φέρεται ότι υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία. Ο υπάλληλος της προσφεύγουσας, ο οποίος κατονομάσθηκε σε έναν πίνακα που κατήρτισε στη συνέχεια η Atofina, αμφισβήτησε, με ένορκη δήλωση, ότι δέχθηκε αυτό το τηλεφώνημα. Αυτή η εκ μέρους του ως άνω υπαλλήλου αμφισβήτηση δεν ελήφθη υπόψη από την Επιτροπή.

47      Η Επιτροπή εκτίμησε ότι το γεγονός ότι υπήρξε επαφή με την προσφεύγουσα ήταν πιθανό, λαμβανομένων υπόψη των επαφών που έλαβαν χώρα προγενεστέρως και της συμμετοχής της προσφεύγουσας, μέσω τηλεφώνου, σε δύο μεταγενέστερες συσκέψεις (αιτιολογική σκέψη 186 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά όμως τις προβαλλόμενες προγενέστερες επαφές, η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρεται σε μία μόνο τηλεφωνική κλήση η οποία έγινε ένα μήνα ενωρίτερα (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και της οποίας η ύπαρξη απορρέει από τα μη επιβεβαιωθέντα πληροφοριακά στοιχεία της Solvay. Η προβαλλόμενη συμμετοχή της προσφεύγουσας, μέσω τηλεφώνου, σε δύο μεταγενέστερες συσκέψεις στηρίζεται στα ίδια ανεπιβεβαίωτα πληροφοριακά στοιχεία της Atofina.

48      Όσον αφορά τη δεύτερη επίμαχη σύσκεψη, η οποία έλαβε χώρα στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν στις 17 Νοεμβρίου 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 188 έως 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ο υπάλληλος της Atofina κατονόμασε, υποπίπτοντας σε αντίφαση, κατ’ αρχάς έναν υπάλληλο, στη συνέχεια δε δύο υπαλλήλους της προσφεύγουσας με τους οποίους φέρεται ότι υπήρξε επαφή. Η Επιτροπή δεν μνημονεύει την αντίφαση αυτή και υπέπεσε και η ίδια σε πλάνη ως προς το όνομα του κατονομασθέντος (υποσημείωση 204 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η επίμαχη πληροφορία είναι ανεπιβεβαίωτη και αμφισβητείται από τους κατονομασθέντες υπαλλήλους της προσφεύγουσας.

49      Αντιθέτως προς ό,τι εκθέτει η Επιτροπή, τα προερχόμενα από την Atofina πληροφοριακά στοιχεία δεν επιβεβαιώνονται βάσει εγγράφων αποδείξεων. Οι επίμαχες αποδείξεις προσκομίσθηκαν από τον ίδιο υπάλληλο της Atofina και δεν μπορούν να στοιχειοθετήσουν τους ισχυρισμούς του. Επιπλέον, πρόκειται για έναν πίνακα ο οποίος καταρτίσθηκε κατά τη διάρκεια της οικείας συσκέψεως, στον οποίο εκτίθενται οι τιμές ανά πελάτη και ανά παραγωγό (αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ο οποίος περιέχει, όσον αφορά την προσφεύγουσα, τέσσερα ερωτηματικά. Εξάλλου, τα εν λόγω πληροφοριακά στοιχεία δεν παρασχέθηκαν κατ’ ανάγκην από την προσφεύγουσα, αλλά θα μπορούσαν να αποκτηθούν μέσω άλλων πηγών, ιδίως δε από τους πελάτες της προσφεύγουσας.

50      Η τηλεφωνική κλήση που φέρεται ότι δέχθηκε ένας υπάλληλος της προσφεύγουσας δεν επιβεβαιώθηκε, επίσης, από την Degussa, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Στην πραγματικότητα, η Degussa αρκέσθηκε να συνοψίσει το περιεχόμενο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, περιλαμβάνοντας τον ισχυρισμό της Atofina ότι ορισμένες άλλες επιχειρήσεις, στις οποίες συγκαταλέγεται η προσφεύγουσα, είχαν ενημερωθεί για τη σύσκεψη αυτή, στη συνέχεια δε να επιβεβαιώσει τη συμμετοχή της στην εν λόγω σύσκεψη. Η ομολογία της Degussa ισχύει μόνον ως αποδεικτικό στοιχείο κατά της ίδιας της Degussa και ουδόλως συνεπάγεται εμπλοκή της προσφεύγουσας.

51      Όσον αφορά την τρίτη επίμαχη σύσκεψη, η οποία έλαβε χώρα στις 21 Νοεμβρίου 1997 στο Παρίσι (αιτιολογικές σκέψεις 193 έως 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κανένα άλλο μέλος του καρτέλ, εξαιρουμένης της Atofina, δεν διατυπώνει νύξη σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας. Η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίχθηκε στον ισχυρισμό της Atofina, ο οποίος είναι ανεπιβεβαίωτος και ο οποίος αντικρούσθηκε από τη μαρτυρική κατάθεση του οικείου υπαλλήλου της προσφεύγουσας.

52      Επιπλέον, η Επιτροπή εσφαλμένως στηρίχθηκε στο γεγονός ότι οι τιμές που εφάρμοζε η προσφεύγουσα αναγράφονταν στις σημειώσεις που συντάχθηκαν κατά τη διάρκεια της επίμαχης συσκέψεως (αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το μεγαλύτερο μέρος του πίνακα περιείχε απλώς και μόνον αστερίσκους. Οι λίγες αναγραφόμενες τιμές αποτελούν τιμές-στόχους που υπολογίσθηκαν από τον υπάλληλο της Atofina και δεν προέρχονται από τα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η προσφεύγουσα. Εξάλλου, ο ίδιος πίνακας περιλαμβάνει πληροφοριακά στοιχεία που αφορούν δύο άλλους παραγωγούς, ως προς τους οποίους η Επιτροπή δεν έχει δεχθεί ότι αυτοί μετείχαν στην ως άνω σύσκεψη. Η ίδια η Επιτροπή δέχθηκε ότι τιμές-στόχοι μπορούσαν να αναγραφούν όσον αφορά έναν παραγωγό, χωρίς ο τελευταίος να το γνωρίζει αυτό. Επομένως, ο επίμαχος πίνακας δεν επιβεβαιώνει τα προερχόμενα από την Atofina πληροφοριακά στοιχεία.

53      Όσον αφορά την τέταρτη επίμαχη σύσκεψη, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Οκτωβρίου 1998 στο Ντύσελντορφ, οι σημειώσεις που κράτησε ο υπάλληλος της Atofina δεν μνημονεύουν τους παρόντες στην ως άνω σύσκεψη και η εκ μέρους του εν λόγω υπαλλήλου σημειωθείσα κατωτέρω εξήγηση αναφέρει: «η FMC ήταν απούσα». Μόνον ένας πίνακας που καταρτίσθηκε στο πλαίσιο της αιτήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως, την οποία υπέβαλε η Atofina, μνημονεύει ότι η προσφεύγουσα «ήταν απούσα, αλλά υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί της, εκπροσωπήθηκε δε από τη Solvay». Ουδείς εκ των λοιπών μετεχόντων στην ως άνω σύσκεψη, συμπεριλαμβανομένης της Solvay, επιβεβαίωσε τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύσκεψη αυτή. Αντιθέτως, η Degussa, ερωτηθείσα επ’ αυτού, τόνισε ότι «[ε]ξ όσων γνωρίζει […], δεν υπ[ήρξε] συμμετοχή τέταρτης επιχειρήσεως στην ως άνω σύσκεψη». Συναφώς, η Επιτροπή εσφαλμένως περιορίσθηκε να αναφέρει ότι «τρεις άλλες επιχειρήσεις [είχαν] επιβεβαιώσει τη διεξαγωγή της ως άνω συσκέψεως» (αιτιολογική σκέψη 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως), χωρίς να λάβει υπόψη το γεγονός ότι καμία από τις επιχειρήσεις αυτές δεν είχε επιβεβαιώσει τα προερχόμενα από την Atofina πληροφοριακά στοιχεία περί εμπλοκής της προσφεύγουσας. Επιπλέον, η Επιτροπή, τονίζοντας ότι οι δηλώσεις της Atofina ήσαν «αξιόπιστες σε σχέση με τα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονταν στην κατοχή της Επιτροπής» (αιτιολογική σκέψη 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως), περιορίσθηκε να παραπέμψει στους λοιπούς ανεπιβεβαίωτους ισχυρισμούς της Atofina. Επομένως, ο συλλογισμός της Επιτροπής είναι διάλληλος.

54      Εν κατακλείδι, ο ισχυρισμός του υπαλλήλου της Atofina ότι επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τους υπαλλήλους της προσφεύγουσας δεν έχει επιβεβαιωθεί. Αντιθέτως, οι μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι δεν δέχθηκαν τις ως άνω τηλεφωνικές κλήσεις, επιβεβαιώνονται τόσο από το ότι τα λοιπά μετέχοντα στο καρτέλ μέρη τήρησαν σιωπή επ’ αυτού όσο και από τα ερωτηματικά που περιέχονται στις σημειώσεις οι οποίες καταγράφηκαν κατά την ως άνω σύσκεψη και οι οποίες υποβλήθηκαν από την Atofina. Οι περιλαμβανόμενες στις ως άνω σημειώσεις πληροφορίες σχετικά με τις τιμές της προσφεύγουσας θα μπορούσαν να προέρχονται από άλλες πηγές. Επομένως, τα ως άνω στοιχεία, στο σύνολό τους, ενισχύουν το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στις επίμαχες συσκέψεις.

–       Επί των επαφών που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC

55      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε έξι συσκέψεις του καρτέλ, οι οποίες έλαβαν χώρα στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC μεταξύ Μαΐου 1997 και Νοεμβρίου 1999. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι οι υπάλληλοί της μετέσχον στις επίμαχες συνελεύσεις του CEFIC. Ωστόσο, καθένας από τους ως άνω υπαλλήλους δήλωσε ότι δεν μετέσχε στις δραστηριότητες του καρτέλ στο περιθώριο των ως άνω συνελεύσεων. Η Επιτροπή όμως αρνήθηκε να λάβει υπόψη τις μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, χωρίς να δικαιολογήσει αυτή την άρνησή της.

56      Απλώς και μόνον η παρουσία σε μια σύσκεψη του καρτέλ δεν αποδεικνύει συμμετοχή στο εν λόγω καρτέλ. Μια επιχείρηση μπορεί, ιδίως, να αποδείξει ότι δεν μετέσχε στις δραστηριότητες του καρτέλ, αποδεικνύοντας ότι διευκρίνισε στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στη σύσκεψη αυτή για λόγους διαφορετικούς από τους δικούς τους.

57      Συναφώς, όσον αφορά τις συσκέψεις της Σεβίλλης, που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1997, ο υπάλληλος της προσφεύγουσας που μετέσχε στις εν λόγω συσκέψεις ανέφερε στην Επιτροπή ότι είχε δηλώσει ρητώς ότι, αφενός, η επιχείρησή του βρισκόταν «σε πλήρη ανάπτυξη στη Γερμανία» και «δεν ενδιαφερόταν» για οποιονδήποτε περιορισμό των τιμών και ότι, αφετέρου, η εν λόγω επιχείρηση είχε αρνηθεί να προβεί σε διαπραγμάτευση σχετικά με τις τιμές. Η εν λόγω μαρτυρική κατάθεση επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, κατόπιν της δηλώσεως αυτής, ο υπεύθυνος για την εκπροσώπηση της Degussa υπάλληλος αποχώρησε από την αίθουσα, κατά τη διάρκεια μιας από τις συσκέψεις αυτές, χτυπώντας πίσω του την πόρτα (αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά συνέπεια, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας δεν προσεκλήθη την επαύριο στο δείπνο σε εστιατόριο (αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

58      Κατά τη μαρτυρική κατάθεση του ίδιου υπαλλήλου της προσφεύγουσας, η συνέλευση του CEFIC, που έλαβε χώρα τον Μάιο του 1998 στο Évian-les-Bains, κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα. Ορισμένοι μικροί παραγωγοί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η προσφεύγουσα, αρνήθηκαν να προσχωρήσουν σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίες, καθόσον επιθυμούσαν να συνεχίσουν να ενεργούν κατά τρόπο συνάδοντα προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

59      Οι υπάλληλοι της προσφεύγουσας δεν μετέσχον, επίσης, σε συζητήσεις στο πλαίσιο του καρτέλ κατά τις τέσσερις λοιπές συσκέψεις στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC (αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 207, 254 έως 258, 264 και 265, 273 έως 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Οι συσκέψεις αυτές έλαβαν χώρα σε εστιατόρια, σε εντευκτήρια ή σε διαδρόμους ξενοδοχείων. Φαίνεται απίθανο οι πολυμερείς συζητήσεις στο πλαίσιο του καρτέλ να διεξήχθησαν σε τέτοιους δημόσιους χώρους. Επομένως, οι συνομιλίες πιθανότατα έλαβαν χώρα σε διμερές επίπεδο ή μετά την αποχώρηση των υπαλλήλων της προσφεύγουσας από το εστιατόριο.

60      Η Επιτροπή δεν αναφέρεται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα αρνήθηκε ότι έλαβε μέρος στις συζητήσεις αυτές. Η Επιτροπή τονίζει ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι οι υπάλληλοί της αποστασιοποιήθηκαν από τις συζητήσεις που είχαν αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (αιτιολογική σκέψη 207 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ενώ δέχεται, όσον αφορά μία από τις συσκέψεις, ότι «δεν είναι αδιανόητο το ενδεχόμενο ότι […] διάφορες συζητήσεις έλαβαν χώρα επί διμερούς βάσεως» (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Κατά την προσφεύγουσα, εφόσον οι συνομιλίες ήσαν διμερείς, οι υπάλληλοί της δεν ήσαν ενήμεροι για τη διεξαγωγή των συνομιλιών αυτών και μπόρεσαν να αποστασιοποιηθούν από αυτές.

61      Όσον αφορά το δείπνο που έλαβε χώρα στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC στις Βρυξέλλες, στις 26 Νοεμβρίου 1997, κατά την αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως, «η Degussa, η EKA, η Solvay και η Atofina τόνισαν ότι [η προσφεύγουσα και η Kemira] ήσαν όντως παρούσες, ότι είχαν πλήρη επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των συζητήσεων που περιγράφονται κατωτέρω και ότι έλαβαν μέρος στις συζητήσεις αυτές». Η EKA Chemicals όμως ουδόλως μνημόνευσε την προσφεύγουσα. Η Solvay κατήρτισε έναν κατάλογο των μετεχόντων, στον οποίο δεν εμφαίνονται οι υπάλληλοι της προσφεύγουσας, ενώ προσέθεσε ότι «πιθανώς όλοι οι λοιποί μετέχοντες» στη συνέλευση είχαν εκπροσωπηθεί.

62      Τα προερχόμενα από την Atofina και από την Degussa πληροφοριακά στοιχεία περιορίζονται να μνημονεύσουν τα πρόσωπα που παρέστησαν στο δείπνο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας, χωρίς να περιέχουν κανένα ισχυρισμό ως προς το αν τα πρόσωπα αυτά μετείχαν σε συζητήσεις με αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού.

63      Όσον αφορά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC τον Νοέμβριο του 1999 (αιτιολογικές σκέψεις 273 έως 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή παρέλειψε να μνημονεύσει ότι η σύσκεψη αυτή διεξήχθη σε δημόσιο χώρο, ήτοι σε ένα διάδρομο ξενοδοχείου, επ’ ευκαιρία ενός επίσημου δείπνου. Οι συζητήσεις ήσαν, κατά πάσα πιθανότητα, διμερείς και δεν υπάρχουν αρκούντως ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στις συζητήσεις αυτές.

–       Επί της συσκέψεως της 13ης Ιουλίου 1998 στο Königswinter

64      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή εσφαλμένως ανέφερε ότι ο γενικός διευθυντής της προσφεύγουσας είχε μετάσχει σε σύσκεψη με τη Solvay και την Degussa στο Königswinter τον Ιούλιο του 1998 όσον αφορά το κλείσιμο μιας εγκαταστάσεως παραγωγής της Atochem (αιτιολογική σκέψη 233 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ο οικείος υπάλληλος αρνήθηκε ότι έλαβε μέρος στη σύσκεψη αυτή και προσκόμισε μια απόδειξη καταβολής κομίστρου ταξί στην οποία εμφαίνεται το όνομά του και από την οποία προκύπτει ότι αυτός βρισκόταν στη Βαρκελώνη κατά την ημέρα αυτή.

65      Η Επιτροπή παρέλειψε να αντικρούσει το ως άνω αποδεικτικό στοιχείο και υποστήριξε απλώς ότι ο υπάλληλος της προσφεύγουσας θα μπορούσε κάλλιστα να έχει παραστεί στη συνάντηση στο Königswinter και να έχει πραγματοποιήσει μια διαδρομή με ταξί στη Βαρκελώνη αργότερα κατά την ίδια ημέρα. Όσον αφορά τις λοιπές συσκέψεις, η Degussa προσκόμισε λογαριασμούς εστιατορίων από τους οποίους προκύπτει ο κατάλογος των μετεχόντων. Πάντως, όσον αφορά την επίμαχη σύσκεψη, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει περισσότερα στοιχεία από την Degussa ή από τη Solvay. Η Solvay δεν επιβεβαίωσε την παρουσία της προσφεύγουσας στη σύσκεψη αυτή.

66      Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν έλαβε μέρος στις συζητήσεις σχετικά με το κλείσιμο μιας εγκαταστάσεως της Atochem επιβεβαιώνεται από την απουσία της προσφεύγουσας από τις μεταγενέστερες συσκέψεις επί του θέματος αυτού. Η Επιτροπή εσφαλμένως διαπίστωσε ότι, η Solvay είχε επιβεβαιώσει τη συμμετοχή της προσφεύγουσα στη συμφωνία με την Atochem (αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Solvay δεν διευκρινίζει τα στοιχεία αυτής της προβαλλομένης συμμετοχής και η Degussa ουδόλως αναφέρεται στη συμμετοχή αυτή. Είναι πιθανό ότι η Solvay αναφέρθηκε, εκ παραδρομής, σε μια σύννομη σύμβαση προμήθειας η οποία είχε συναφθεί μεταξύ της προσφεύγουσας και της Atochem κατά την περίοδο εκείνη.

67      Στην αιτιολογική σκέψη 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν αναφέρει ότι η προσφεύγουσα συμφώνησε να καταβάλει αμοιβή στην Atochem. Η ανακρίβεια της σχετικής δηλώσεως της Solvay καθίσταται φανερή από τα μεταγενέστερα περιστατικά, ιδίως δε από την απουσία της προσφεύγουσας από μεταγενέστερη σύσκεψη, η οποία έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1998 μεταξύ της Solvay, της Degussa και της Atofina. Από την αιτιολογική σκέψη 245 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει όμως ότι, επ’ ευκαιρία της συσκέψεως αυτής, η Degussa και η Solvay έπεισαν την Atochem να προβεί στο κλείσιμο της ως άνω εγκαταστάσεως έναντι αμοιβής που θα της κατέβαλλαν η Degussa και η Solvay.

–       Επί της συσκέψεως με την Degussa, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες

68      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση των προερχομένων από την Degussa πληροφοριακών στοιχείων σχετικά με τη διμερή σύσκεψη που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1998. Κατά την αιτιολογική σκέψη 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η ως άνω σύσκεψη είχε ως αντικείμενο να ενημερωθεί η προσφεύγουσα για τα αποτελέσματα της συσκέψεως που είχε πραγματοποιηθεί νωρίτερα το πρωί της ίδιας ημέρας. Στην πραγματικότητα, η Degussa ανέφερε μόνον ότι «στο επίκεντρο της συσκέψεως ήταν μια συζήτηση γενικής φύσεως που αφορούσε την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς του PH, ιδίως με γνώμονα το υψηλό επίπεδο στο οποίο είχαν ανέλθει οι τιμές, και τις πιθανότητες διατηρήσεως ενός τέτοιου επιπέδου». Η Degussa ουδόλως μνημόνευσε οποιαδήποτε συμφωνία ως προς τις τιμές ή ως προς τα μερίδια αγοράς, αλλά παρατήρησε ότι η συζήτηση ήταν «γενικής φύσεως».

–       Επί των αφορωσών το PBS συσκέψεων

69      Η προσφεύγουσα αναφέρει ότι ο υπάλληλός της θυμάται ότι μετέσχε σε δύο από τις τέσσερις συσκέψεις που αφορούσαν το PBS και οι οποίες μνημονεύθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογικές σκέψεις 237 και 238, 259 έως 263, 267 έως 270 και 276 έως 279 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ήτοι σε εκείνες που έλαβαν χώρα στις αρχές του 1999 στο Μιλάνο και τον Δεκέμβριο του 1999 στο Φράιμπουργκ.

70      Ο σκοπός των δύο αυτών συσκέψεων συνίστατο στο να διεξαχθεί συζήτηση σχετικά με τα μέσα που μπορούσε να χρησιμοποιήσει ο βιομηχανικός κλάδος προκειμένου να απαμβλυνθούν οι ανησυχίες για τα αποτελέσματα επί της υγείας τα οποία έχει ένα από τα συστατικά του PBS. Λόγω των ανησυχιών αυτών, η προσφεύγουσα είχε ήδη αρχίσει να σχεδιάζει την ανάπτυξη ενός «εναλλακτικού προϊόντος», του υπερανθρακικού νατρίου (στο εξής: PCS). Είναι λυπηρό το ότι, κατά τη διάρκεια των επίμαχων συσκέψεων, κάποιοι παραγωγοί επιδόθηκαν σε συζητήσεις με παράνομο αντικείμενο. Τα θέματα αυτά δεν ενδιέφεραν την προσφεύγουσα, καθόσον αυτή είχε ήδη λάβει την απόφαση να εγκαταλείψει σταδιακά το PBS προς όφελος του PCS. Επομένως, ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας δεν έλαβε μέρος σε συζητήσεις με παράνομο αντικείμενο. Η εξήγηση αυτή επικυρώνεται από την Degussa, η οποία επιβεβαιώνει ότι οι επίμαχες συσκέψεις έλαβαν χώρα «τυχαία» στο πλαίσιο των συζητήσεων που είχαν σύννομο αντικείμενο.

71      Ως προς τις δύο άλλες συσκέψεις που αφορούσαν το PBS, ήτοι, αντιστοίχως, αυτήν που έλαβε χώρα τον Σεπτέμβριο του 1998 στη Λυών και αυτήν που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1999 στη Βασιλεία, η υποτιθέμενη συμμετοχή της προσφεύγουσας προκύπτει μόνον από τα ανεπιβεβαίωτα πληροφοριακά στοιχεία που παρέσχε η Solvay. Η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τη μαρτυρική κατάθεση του οικείου υπαλλήλου της προσφεύγουσας, ο οποίος δεν θυμάται να είχε μετάσχει στις εν λόγω συσκέψεις.

–       Επιχειρήματα προβληθέντα στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως

72      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επικαλείται το γεγονός ότι η Επιτροπή παρέβλεψε την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, στο βαθμό που δεν διέθετε ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας σε δραστηριότητες που συνιστούν συμμετοχή σε σύμπραξη.

73      Πρώτον, η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίζεται ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας και παραμόρφωσε το περιεχόμενο άλλων αποδεικτικών στοιχείων προκειμένου να τεκμηριώσει το συμπέρασμά της. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή αγνόησε το γεγονός ότι τα καλύτερα αποδεικτικά στοιχεία ήσαν οι άμεσες μαρτυρίες των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, εφάρμοσε αδικαιολόγητα τεκμήρια εις βάρος της προσφεύγουσας, παραμόρφωσε το περιεχόμενο των αποδεικτικών στοιχείων που ήσαν ευνοϊκά για την προσφεύγουσα, εξομοίωσε τη συμμετοχή της προσφεύγουσα σε συνελεύσεις του CEFIC, οι οποίες είναι σύννομες, με δραστηριότητες που συνιστούν συμμετοχή σε καρτέλ και «εξωράισε» ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία εις βάρος της προσφεύγουσας.

74      Η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία κατά τρόπο αντικειμενικό και σφαιρικό. Παρέλειψε να λάβει υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα προέβαινε κατά επιθετικό τρόπο στην κατανομή της αγοράς, ότι οι ανταγωνιστές έχαναν μερίδια αγοράς προς όφελος της προσφεύγουσας και είχαν διαμαρτυρηθεί γι’ αυτό και ότι απέτυχαν δύο απόπειρες διεξαγωγής συσκέψεων στο πλαίσιο της συμπράξεως, όταν η προσφεύγουσα αρνήθηκε να μετάσχει σ’ αυτές. Η Επιτροπή παρέλειψε να συλλέξει πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία αφορώντα ανεπιβεβαίωτους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν κατά της προσφεύγουσας.

75      Δεύτερον, η προσφεύγουσα βάλλει κατά του γεγονότος ότι η Επιτροπή δεν διεξήγαγε εξέταση κατ’ αντιπαράσταση προκειμένου να ελέγξει την ακρίβεια των μαρτυρικών καταθέσεων των υπαλλήλων της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα ήταν η μόνη επιχείρηση που παρουσίασε μάρτυρες κατά την ακρόαση ενώπιον της Επιτροπής. Καμία από τις τρεις εταιρίες που είχαν καταθέσει μαρτυρίες επιβαρυντικές για την προσφεύγουσα δεν παρουσίασαν μάρτυρες κατά την ακρόαση. Πλείονα αποδεικτικά στοιχεία υποβληθέντα από την Degussa και από τη Solvay προέρχονταν, κατ’ ουσίαν, από ανώνυμες πηγές. Η Επιτροπή παρέκαμψε τις δηλώσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, με το αιτιολογικό ότι αυτές δεν συντελέσθηκαν ενόρκως.

76      Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρουσίασε κατά ανακριβή τρόπο τα στοιχεία που συνελέγησαν κατόπιν της ακροάσεως.

77      Κατά τη διάρκεια της ακροάσεως, ο σύμβουλος ακροάσεων διευκρίνισε ότι ορισμένα από τα αποδεικτικά στοιχεία επί των οποίων στηρίχθηκε η Επιτροπή, ειδικότερα δε οι προερχόμενοι από ανώνυμες πηγές ισχυρισμοί που προέβαλε η Solvay όσον αφορά τις τηλεφωνικές κλήσεις που δέχθηκε η προσφεύγουσα, δεν ήσαν αξιόπιστοι. Πάντως, μετά την ακρόαση, η Επιτροπή δεν συνέλεξε πρόσθετα αποδεικτικά στοιχεία.

78      Ειδικότερα, όσον αφορά τις συσκέψεις της Σεβίλλης που έλαβαν χώρα τον Μάιο του 1997, η Επιτροπή εσφαλμένως επισημαίνει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι επέτυχε την επιβεβαίωση, εκ μέρους άλλων επιχειρήσεων, ορισμένων πραγματικών στοιχείων μετά την ακρόαση, και ότι έδωσε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει την άποψή της. Κατόπιν της ακροάσεως, δεν υπήρξαν άλλες παρατηρήσεις ως προς τις συσκέψεις αυτές.

79      Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, τα πρόσθετα στοιχεία που διαβιβάσθηκαν στην προσφεύγουσα δεν είχαν καμία σχέση με τις προβαλλόμενες τηλεφωνικές κλήσεις εκ μέρους της Solvay. Με τα σχόλια που διατύπωσαν μετά την ακρόαση, η Solvay και η Degussa απλώς περιέγραψαν το περιεχόμενο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων ως προς κάποια συγκεκριμένα σημεία (η μεν Degussa αναφέρθηκε στη σύσκεψη της Φρανκφούρτης επί του Μάιν που έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 1997, η δε Solvay αναφέρθηκε στη σύσκεψη του Königswinter που έλαβε χώρα τον Ιούλιο του 1998) και επιβεβαίωσαν ότι οι υπάλληλοί τους είχαν μετάσχει στις ως άνω συσκέψεις. Καμία από τις εταιρίες αυτές δεν ανέφερε αρχικώς ότι η προσφεύγουσα είχε μετάσχει στις ως άνω συσκέψεις. Η ίδια η Επιτροπή αναγνώρισε ότι η απάντηση της Solvay ήταν «έμμεση» και ότι η Degussa δεν είχε αναφερθεί «ρητώς» σε εμπλοκή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη.

80      Τέταρτον, η Επιτροπή προέβαλε αντιφατικούς ισχυρισμούς. Ως προς την Kemira, η Επιτροπή εκτίμησε ότι δεν ήταν άτοπο να υποτεθεί ότι διάφορες συζητήσεις στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC είχαν διεξαχθεί πιθανότατα επί διμερούς βάσεως (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά όμως την προσφεύγουσα, η Επιτροπή ισχυρίστηκε εσφαλμένως ότι είναι αδύνατο οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας να μετείχαν μεν στις ίδιες συναντήσεις, χωρίς όμως να τελούν εν γνώσει της συμπαιγνίας.

81      Πέμπτον, η Επιτροπή παραμόρφωσε το περιεχόμενο ορισμένων απαλλακτικών αποδεικτικών στοιχείων. Κατ’ αρχάς, πρόκειται για τις ενδείξεις ότι η προσφεύγουσα ανήκε στην ομάδα των «κακών μαθητών», καθόσον επιδίωκε να αυξήσει τη συνολική παραγωγική ικανότητα στην Ευρώπη, εις βάρος των τιμών. Η Επιτροπή εσφαλμένως αρνήθηκε να λάβει υπόψη το ως άνω αποδεικτικό στοιχείο, υποστηρίζοντας απλώς, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι αυτό μαρτυρούσε απόπειρα της προσφεύγουσας να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της.

82      Δεύτερον, όσον αφορά τις συσκέψεις της Σεβίλλης οι οποίες έλαβαν χώρα στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC, ο υπάλληλος της προσφεύγουσας τόνισε ότι αρνήθηκε να μετάσχει σε οποιαδήποτε συζήτηση περί συμπράξεως και ότι, κατά συνέπεια, οι εκπρόσωποι της Solvay και της Degussa αποχώρησαν από την αίθουσα συσκέψεων. Η Επιτροπή, αρνούμενη να δεχθεί τη μαρτυρία αυτή, στηρίχθηκε στη δική της μη τεκμηριωμένη ερμηνεία των λόγων για τους οποίους η Solvay και η Degussa αποχώρησαν από την αίθουσα συσκέψεων, δηλαδή στο ότι οι μικροί παραγωγοί, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, ήσαν δυσαρεστημένοι με τις προτάσεις που έγιναν, πιθανώς εξαιτίας του μεριδίου αγοράς που είχε κατανεμηθεί σ’ αυτούς. Δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο προς στήριξη αυτού του ισχυρισμού της Επιτροπής. Αντιθέτως, κατά την προσφεύγουσα, η εσπευσμένη λήξη των συσκέψεων της Σεβίλλης, που συνδέεται με το γεγονός ότι οι ανταγωνιστές διαμαρτύρονταν για την εκ μέρους της προσφεύγουσας μείωση των τιμών και για την αύξηση του μεριδίου αγοράς της προσφεύγουσας, καταδεικνύει ότι η προσφεύγουσα κατέστησε σαφές στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές για λόγους διαφορετικούς από τους δικούς τους.

83      Έκτον, η Επιτροπή παραμόρφωσε το περιεχόμενο ορισμένων εγγράφων αποδείξεων.

84      Πρώτον, όσον αφορά τη σφραγίδα που εμφαίνεται στο διαβατήριο του υπαλλήλου της προσφεύγουσας και η οποία καταδεικνύει την είσοδο του εν λόγω υπαλλήλου στην επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών στις 10 Φεβρουαρίου 1996, η Επιτροπή εσφαλμένως υποστήριξε ότι τούτο δεν απεδείκνυε κατ’ ανάγκην ότι ο εν λόγω υπάλληλος δεν μπορούσε να βρίσκεται στο Παρίσι δύο ημέρες αργότερα. Κατά την προσφεύγουσα όμως, δεν είναι δυνατό ο εν λόγω υπάλληλος να ταξίδεψε αεροπορικώς προς τις Ηνωμένες Πολιτείες στις 10 Φεβρουαρίου, να διέμεινε στη χώρα αυτή επί 24 ώρες, να επέστρεψε ταξιδεύοντας με τη νυχτερινή υπερατλαντική πτήση, να μετέβη απευθείας σε μια σύσκεψη στο πλαίσιο της συμπράξεως στις 12 Φεβρουαρίου και στη συνέχεια να επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κατά την προσφεύγουσα, εάν τούτο είχε συμβεί, θα υπήρχε και άλλη μία σφραγίδα στο διαβατήριό του. Έτσι, ο υπάλληλος της Atofina κακώς υποστήριξε ότι ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας βρισκόταν στο Παρίσι στις 12 Φεβρουαρίου 1996. Εάν στα ανωτέρω προστεθεί το γεγονός ότι, σε διάφορες περιστάσεις, η Atofina ήταν η μόνη που υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα μετείχε σε συσκέψεις στο πλαίσιο της συμπράξεως και ότι ορισμένα από τα προερχόμενα από την Atofina πληροφοριακά στοιχεία περιείχαν ερωτηματικά, τότε τίθεται εν αμφιβόλω η αξιοπιστία των προερχομένων από την Atofina πληροφοριακών στοιχείων.

85      Δεύτερον, όσον αφορά την απόδειξη καταβολής κομίστρου ταξί, η οποία εκδόθηκε στη Βαρκελώνη στις 13 Ιουλίου 1998 και στην οποία εμφαίνεται το όνομα του υπαλλήλου της προσφεύγουσας που φέρεται ότι παρέστη στη σύσκεψη στο Königswinter κατά την ίδια ημέρα, η Επιτροπή θέτει αβασίμως υπό αμφισβήτηση το στοιχείο αυτό, επισημαίνοντας ότι η απόδειξη αυτή μπορεί να εκδόθηκε σε κάποιο άλλο χρονικό σημείο της ημέρας αυτής (αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Το τεκμήριο αθωότητας όμως θα πρέπει να υπερισχύει μιας τέτοιας εικασίας.

86      Τρίτον, οι υποβληθείσες από την Atofina σημειώσεις οι οποίες καταγράφηκαν κατά τις ως άνω συσκέψεις και οι οποίες περιέχουν ερωτηματικά στη σχετική με τις τιμές της προσφεύγουσας στήλη είναι ενδεικτικές του γεγονότος ότι η Atofina δεν είχε καμία πληροφορία ως προς τις τιμές της προσφεύγουσας, καθόσον η προσφεύγουσα δεν ήταν παρούσα στη σύσκεψη. Ωστόσο, η Επιτροπή εσφαλμένως προβάλλει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι τα ως άνω ερωτηματικά καταδεικνύουν τη «σύνεση» που επέδειξε ο υπάλληλος της Atofina. Η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη την άλλη εξήγηση, η οποία προτάθηκε από την προσφεύγουσα και κατά την οποία η επίμαχη πληροφορία «θα μπορούσε να προέρχεται από οπουδήποτε». Έτσι, όσον αφορά τη σύσκεψη αυτή, η Επιτροπή παραμόρφωσε το περιεχόμενο της σαφούς μαρτυρίας των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, η οποία επικυρώνεται από έγγραφες αποδείξεις.

87      Τέταρτον, η Επιτροπή τόνισε ότι ένα σημείωμα του υπαλλήλου της Atofina, το οποίο αφορά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στο Ντύσελντορφ τον Οκτώβριο του 1998, μνημόνευε επανειλημμένως την προσφεύγουσα. Κατά την προσφεύγουσα, το εν λόγω σημείωμα δεν είναι σαφές, αλλά από τις μετέπειτα διευκρινίσεις της Atofina προκύπτει ότι το εν λόγω υπηρεσιακό σημείωμα αναφέρεται σε μια μεταγενέστερη σύσκεψη, η οποία επρόκειτο να λάβει χώρα στις 9 Νοεμβρίου και κατά τη διάρκεια της οποίας επρόκειτο να υιοθετηθεί ένα «οριστικό πρότυπο», και ότι το ως άνω σημείωμα μνημονεύει ένα «σχόλιο ως προς το ζήτημα με ποιόν τρόπο θα πεισθεί [η προσφεύγουσα] να δεχθεί τα μερίδιά της στην αγορά, μέσω ασκήσεως πιέσεως εκ μέρους της Solvay». Τον Οκτώβριο του 1998, η προσφεύγουσα αρνήθηκε και πάλι να μετάσχει στις δραστηριότητες του καρτέλ. Η Επιτροπή όμως, χωρίς να έχει προβεί σε ανάλυση του περιεχομένου του σημειώματος, εσφαλμένως στηρίχθηκε στο γεγονός και μόνον ότι είχε μνημονευθεί το όνομα της προσφεύγουσας.

88      Έβδομον, η Επιτροπή «εξωράισε» τα αποδεικτικά στοιχεία, προσθέτοντας ανύπαρκτες λεπτομέρειες ή υπερβάλλοντας ως προς τα διαπιστωθέντα πραγματικά περιστατικά.

89      Πρώτον, όσον αφορά τη διμερή σύσκεψη με την Degussa, τον Σεπτέμβριο του 1998 στις Βρυξέλλες, την ύπαρξη της οποίας αμφισβητεί η προσφεύγουσα, η Επιτροπή τόνισε ότι αυτή συνίστατο σε μια «συνεδρίαση απολογισμού» ως προς τη σύσκεψη που είχε λάβει χώρα το πρωί (αιτιολογική σκέψη 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα προερχόμενα όμως από την Degussa πληροφοριακά στοιχεία ουδόλως μνημονεύουν την ύπαρξη μιας τέτοιας «συνεδρίασης απολογισμού» και δεν αναφέρουν καμία συζήτηση σχετικά με το PBS ή το πάγωμα των μεριδίων αγοράς για το PH. Όσον αφορά το PH, η Degussa τόνισε ρητώς ότι οι συζητήσεις είχαν παραμείνει «γενικής φύσεως». Τα συμπεράσματα της Επιτροπής είναι αβάσιμα.

90      Δεύτερον, όσον αφορά τις συσκέψεις της Σεβίλλης, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα όντως αποστασιοποιήθηκε από τις αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συζητήσεις, αρνούμενη να εμπλακεί σε δραστηριότητες που συνιστούν συμμετοχή σε σύμπραξη, γεγονός το οποίο είχε ως συνέπεια την «εσπευσμένη αποχώρηση» των εκπροσώπων της Degussa και της Solvay και, κατά συνέπεια, την περάτωση αυτής της σειράς συσκέψεων. Η Atofina τόνισε ότι οι εν λόγω συσκέψεις περατώθηκαν διά της αποχωρήσεως των εκπροσώπων της Degussa και της Solvay. Συναφώς, η Επιτροπή παραμόρφωσε το περιεχόμενο των στοιχείων του φακέλου.

91      Τρίτον, όσον αφορά τη θέση της Επιτροπής ότι η Atofina επιβεβαίωσε τους ισχυρισμούς της Solvay ως προς τις τηλεφωνικές κλήσεις, οι προερχόμενες από τη Solvay και την Atofina πληροφορίες αναφέρονται σαφώς σε διαφορετικές συσκέψεις. Επομένως, καμία διασταύρωση δεν ήταν δυνατή μεταξύ αυτών όσον αφορά τους μετέχοντες στις συσκέψεις αυτές ή τις περιόδους πραγματοποιήσεως των εν λόγω συσκέψεων.

92      Όγδοον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Solvay και η Atofina, οι οποίες υπέβαλαν ταυτοχρόνως τις αιτήσεις τους περί επιεικούς μεταχειρίσεως, ήσαν «εγκλωβισμένες στον αγώνα ταχύτητας» που αποσκοπούσε στο να προσδοθεί σημαντική προστιθέμενη αξία στα αποδεικτικά στοιχεία που ήδη βρίσκονταν στην κατοχή της Επιτροπής, γεγονός το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία των δηλώσεών τους.

93      Οι επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση επιεικούς μεταχειρίσεως δεν εξακρίβωσαν τα όσα δήλωσαν ότι θυμούνται οι υπάλληλοί τους, ούτε παρέσχον σαφή και ακριβή αποδεικτικά στοιχεία. Παραδείγματος χάριν, η Επιτροπή αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία η Solvay «επιβεβαίωσε εκουσίως» την ύπαρξη της συσκέψεως του Köningswinter του Ιουλίου του 1998 με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ενώ, με το υπόμνημα αντικρούσεως, προσέθεσε, εντός παρενθέσεως: «θα πρέπει να εξακριβωθεί αν τούτο έγινε πράγματι εκουσίως ή κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής». Ομοίως, όσον αφορά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στο Ντύσελντορφ τον Οκτώβριο 1998, η Degussa «συνέχισε να ερωτά» τους υπαλλήλους της, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής σχετικά με τους μετέχοντες στην εν λόγω σύσκεψη.

94      Τέλος, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι ουδέποτε κρίθηκε ένοχη για ανάμειξη σε αντίθετες προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δραστηριότητες. Οι υπάλληλοί της εξετάσθηκαν ως μάρτυρες κατά την ακρόαση και κατέθεσαν δηλώσεις με τις οποίες αντέκρουαν τα περιλαμβανόμενα στην ανακοίνωση των αιτιάσεων επιχειρήματα. Κάποιες υποτροπιάζουσες επιχειρήσεις επιδίωξαν να τύχουν επιεικούς μεταχειρίσεως και, στον «αγώνα ταχύτητας» στον οποίο επιδόθηκαν προς τον σκοπό αυτόν, διατύπωσαν αόριστα, ανεπιβεβαίωτα και προερχόμενα συχνά από ανώνυμες πηγές επιχειρήματα με έγγραφα προερχόμενα από τους δικηγόρους τους ή με αινιγματικά χειρόγραφα σημειώματα «διανθισμένα με ερωτηματικά». Η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία εξήγηση ως προς το γιατί θεωρήθηκε ότι έχουν μεγαλύτερη αξία τα ως άνω αποδεικτικά στοιχεία σε σχέση με τα σαφή και αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα.

95      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

96      Κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, είναι ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και απαγορεύονται όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική, που δύνανται να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς.

97      Για να υπάρχει συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, αρκεί οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις να έχουν εκφράσει την κοινή βούλησή τους να συμπεριφερθούν στην αγορά κατά καθορισμένο τρόπο (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 17ης Δεκεμβρίου 1991, T‑7/89, Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II-1711, σκέψη 256, και της 20ής Μαρτίου 2002, T-9/99, HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2002, σ. II-1487, σκέψη 199).

98      Μπορεί να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ έχει συναφθεί, εφόσον υπάρχει σύγκλιση των βουλήσεων επί της αρχής του περιορισμού του ανταγωνισμού, έστω και αν τα ειδικά στοιχεία του σχεδιαζόμενου περιορισμού αποτελούν ακόμη αντικείμενο διαπραγματεύσεων (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψεις 151 έως 157 και 206).

99      Η έννοια της εναρμονισμένης πρακτικής αφορά μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων η οποία, χωρίς να έχει φτάσει μέχρι του σημείου συνάψεως συμφωνίας κατά κυριολεξία, αντικαθιστά συνειδητά τους κινδύνους του ανταγωνισμού με πρακτική συνεργασία μεταξύ τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 8ης Ιουλίου 1999, C‑49/92 P, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, Συλλογή 1999, σ. I‑4125, σκέψη 115, C‑199/92 P, και Hüls κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. Ι-4287, σκέψη 158).

100    Συναφώς, το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ απαγορεύει κάθε άμεση ή έμμεση επαφή μεταξύ επιχειρηματιών που μπορεί είτε να επηρεάσει τη συμπεριφορά εντός της αγοράς υφιστάμενου ή εν δυνάμει ανταγωνιστή είτε να αποκαλύψει σε έναν ανταγωνιστή τη συμπεριφορά που ο επιχειρηματίας έχει αποφασίσει ή σκέπτεται να ακολουθήσει στην αγορά, όταν οι επαφές αυτές έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 116 και 117).

101    Το γεγονός της γνωστοποιήσεως πληροφοριών στους ανταγωνιστές με σκοπό την προετοιμασία συμφωνίας θίγουσας τον ανταγωνισμό αρκεί προς απόδειξη της υπάρξεως εναρμονισμένης πρακτικής κατά την έννοια του άρθρου 81 ΕΚ (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 6ης Απριλίου 1995, T-148/89, Tréfilunion κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II-1063, σκέψη 82, και της 8ης Ιουλίου 2008, T-53/03, BPB κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II-1333, σκέψη 178).

102    Κατά πάγια νομολογία, οι έννοιες συμφωνία και εναρμονισμένη πρακτική, κατά το άρθρο 81, παράγραφος 1, ΕΚ, καταλαμβάνουν μορφές συμπαιγνίας που μετέχουν της ίδιας φύσεως και διακρίνονται μόνον ως προς την ένταση και τις μορφές υπό τις οποίες αυτές εκδηλώνονται (αποφάσεις Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 131 και 132, και HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 190).

103    Στο πλαίσιο σύνθετης παραβάσεως, στην οποία εμπλέκονται πολλές επιχειρήσεις επί πολλά έτη, με σκοπό την από κοινού ρύθμιση της αγοράς, δεν μπορεί να απαιτείται από την Επιτροπή να χαρακτηρίσει επακριβώς την παράβαση ως συμφωνία ή ως εναρμονισμένη πρακτική, διότι, εν πάση περιπτώσει, το άρθρο 81 ΕΚ αφορά αμφότερες τις μορφές παραβάσεως (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 111 έως 114, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Απριλίου 1999, T-305/94 έως T-307/94, T-313/94 έως T-316/94, T‑318/94, T-325/94, T-328/94, T‑329/94 και T-335/94, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II-931, σκέψη 696).

104    Ο διττός χαρακτηρισμός της παραβάσεως ως συμφωνίας «και/ή» εναρμονισμένης πρακτικής πρέπει να νοηθεί ως χαρακτηρισμός προσδιορίζων ένα σύνθετο όλον, που περιέχει πραγματικά στοιχεία από τα οποία ορισμένα χαρακτηρίστηκαν ως συμφωνία και άλλα ως εναρμονισμένη πρακτική κατά την έννοια του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το οποίο δεν προβλέπει κάποιον ειδικό χαρακτηρισμό γι’ αυτού του είδους τη σύνθετη παράβαση (αποφάσεις Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 264, και HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 187).

105    Όσον αφορά την απόδειξη της παραβάσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι η Επιτροπή πρέπει να εξασφαλίσει τα αποδεικτικά στοιχεία που είναι ικανά να αποδείξουν, επαρκώς κατά νόμο, την ύπαρξη περιστατικών που να στοιχειοθετούν την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 1998, C‑185/95 P, Baustahlgewebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-8417, σκέψη 58).

106    Η Επιτροπή πρέπει να προσκομίσει ακριβή και συγκλίνοντα αποδεικτικά στοιχεία συναφώς (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 6ης Ιουλίου 2000, T-62/98, Volkswagen κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000 σ. II‑2707, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

107    Ωστόσο, κάθε απόδειξη που προσκομίζει η Επιτροπή δεν χρειάζεται να ικανοποιεί οπωσδήποτε τα κριτήρια αυτά όσον αφορά κάθε στοιχείο της παραβάσεως. Αρκεί η δέσμη των ενδείξεων που επικαλείται το εν λόγω όργανο, συνολικώς εκτιμώμενη, να ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T-67/00, T-68/00, T-71/00 και T-78/00, JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II-2501, σκέψη 180 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

108    Οι ενδείξεις τις οποίες επικαλείται η Επιτροπή με την απόφαση προκειμένου να αποδείξει την παράβαση του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ από μια επιχείρηση πρέπει να εκτιμώνται όχι μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους (βλ. απόφαση BPB κατά Επιτροπής, σκέψη 101 ανωτέρω, σκέψη 185 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

109    Πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι οι δραστηριότητες οι οποίες θίγουν τον ανταγωνισμό ασκούνται λαθραίως και, επομένως, στις περισσότερες περιπτώσεις, η ύπαρξη θίγουσας τον ανταγωνισμό πρακτικής ή συμφωνίας πρέπει να συναχθεί από ορισμένο αριθμό συμπτώσεων και ενδείξεων οι οποίες, συνολικά θεωρούμενες, μπορούν να αποτελέσουν, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, απόδειξη περί παραβάσεως των κανόνων του ανταγωνισμού (απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιανουαρίου 2004, C‑204/00 P, C‑205/00 P, C‑211/00 P, C-213/00 P, C-217/00 P και C-219/00 P, Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. I-123, σκέψεις 55 έως 57).

110    Όσον αφορά την έκταση του δικαστικού ελέγχου, κατά πάγια νομολογία, οσάκις επιλαμβάνεται προσφυγής περί ακυρώσεως αποφάσεως κατ’ εφαρμογή του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ, το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ασκεί εν γένει πλήρη έλεγχο ως προς το αν συντρέχουν ή όχι οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 81, παράγραφος 1, ΕΚ (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 26ης Οκτωβρίου 2000, T-41/96, Bayer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑3383, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

111    Η ύπαρξη αμφιβολίας του δικαστή είναι υπέρ της επιχειρήσεως στην οποία απευθύνεται η απόφαση που διαπιστώνει παράβαση, σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, η οποία, ως γενική αρχή του δικαίου της Ενώσεως, εφαρμόζεται και επί των διαδικασιών που αφορούν παραβάσεις των ισχυόντων για τις επιχειρήσεις κανόνων ανταγωνισμού που μπορούν να οδηγήσουν στην επιβολή προστίμων ή χρηματικών ποινών (απόφαση Hüls κατά Επιτροπής, σκέψη 99 ανωτέρω, σκέψεις 149 και 150).

112    Με γνώμονα τα ανωτέρω, πρέπει να εξετασθεί αν, εν προκειμένω, η Επιτροπή απέδειξε, επαρκώς κατά νόμο, ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην επίμαχη παράβαση.

–       Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

113    Η προσφεύγουσα διατυπώνει έναν ορισμένο αριθμό γενικών επικρίσεων σχετικά με τη διεξαγωγή των αποδείξεων εν προκειμένω, προβάλλοντας, πρώτον, τη μειωμένη αποδεικτική αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν από τις επιχειρήσεις που υπέβαλαν αίτηση περί επιεικούς μεταχειρίσεως, δεύτερον, τη χρήση ανεπιβεβαίωτων πληροφοριών που προέρχονται από μία και μόνον πηγή, τρίτον, την έλλειψη αντικρούσεως των περί του αντιθέτου μαρτυριών των υπαλλήλων της και, τέταρτον, την παράλειψη να δοθεί συνέχεια στις προτάσεις που διατύπωσε ο σύμβουλος ακροάσεων κατά τη διάρκεια της ακροάσεως.

114    Καίτοι οι επικρίσεις αυτές συγχέονται, σε μεγάλο βαθμό, με τις αιτιάσεις που στρέφονται κατά των ουσιαστικών στοιχείων που επικαλέσθηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, ωστόσο, χρειάζεται να διατυπωθούν ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις σχετικά με τις εν λόγω επικρίσεις.

115    Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα της προσφεύγουσα σχετικά με την αξία των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν στο πλαίσιο των αιτήσεων περί επιεικούς μεταχειρίσεως, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός και μόνον ότι η πληροφορία παρασχέθηκε από μια επιχείρηση, η οποία έχει υποβάλει αίτηση περί επιεικούς μεταχειρίσεως, δεν θέτει εν αμφιβόλω την αποδεικτική αξία της.

116    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, καμία διάταξη ή γενική αρχή του κοινοτικού δικαίου δεν απαγορεύει στην Επιτροπή να επικαλείται εναντίον μιας επιχειρήσεως δηλώσεις άλλων κατηγορουμένων επιχειρήσεων (απόφαση Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 103 ανωτέρω, σκέψη 512). Οι δηλώσεις που γίνονται στο πλαίσιο της ανακοινώσεως περί της συνεργασίας δεν μπορούν να θεωρούνται ότι στερούνται αποδεικτικής ισχύος λόγω του γεγονότος αυτού και μόνον (απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2008, T‑54/03, Lafarge κατά Επιτροπής, που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψεις 57 και 58).

117    Μια ορισμένη δυσπιστία ως προς τις εκούσιες καταθέσεις των κυρίων μετεχόντων σε παράνομη σύμπραξη είναι κατανοητή, εφόσον οι μετέχοντες αυτοί θα μπορούσαν να ελαχιστοποιήσουν τη σημασία της συμβολής τους στην παράβαση και να μεγιστοποιήσουν τη συμβολή των άλλων. Ωστόσο, λαμβανομένης υπόψη της εγγενούς λογικής της διαδικασίας που προβλέπεται από την ανακοίνωση περί της συνεργασίας, το γεγονός ότι ορισμένοι μετέχοντες ζήτησαν υπέρ αυτών την εφαρμογή της ως άνω ανακοινώσεως για να επιτύχουν μείωση του ύψους του προστίμου δεν δημιουργεί οπωσδήποτε παρότρυνση να προσκομίσουν παραποιημένα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τους λοιπούς μετέχοντες στην επίμαχη σύμπραξη. Συγκεκριμένα, κάθε προσπάθεια να παραπλανηθεί η Επιτροπή μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την ειλικρίνεια καθώς και την πληρότητα της συνεργασίας της επιχειρήσεως και, κατά συνέπεια, να θέσει σε κίνδυνο τη δυνατότητά της να επωφεληθεί πλήρως από την ανακοίνωση περί της συνεργασίας (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 16ης Νοεμβρίου 2006, T‑120/04, Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4441, σκέψη 70, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 58).

118    Ειδικότερα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ένα πρόσωπο ομολογεί ότι έχει διαπράξει παράβαση και αναγνωρίζει έτσι πραγματικά περιστατικά που βαίνουν πέραν εκείνων των οποίων η ύπαρξη θα μπορούσε να συναχθεί άμεσα από τα επίμαχα έγγραφα συνεπάγεται a priori, ελλείψει ιδιαιτέρων περιστάσεων που να παρέχουν ενδείξεις περί του αντιθέτου, ότι το πρόσωπο αυτό έλαβε την απόφαση να πει την αλήθεια. Έτσι, οι δηλώσεις που γίνονται εις βάρος των συμφερόντων του δηλώνοντος πρέπει, καταρχήν, να θεωρούνται ιδιαίτερα αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψεις 211 και 212· της 26ης Απριλίου 2007, T‑109/02, T‑118/02, T‑122/02, T‑125/02 και T‑126/02, T‑128/02 και T‑129/02, T‑132/02 και T‑136/02, Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II‑947, σκέψη 166, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 59).

119    Ωστόσο, οι δηλώσεις κατηγορουμένων επιχειρήσεων, οι οποίες διατυπώνονται στο πλαίσιο αιτήσεων περί επιεικούς μεταχειρίσεως, πρέπει να εκτιμώνται με σύνεση και, εν γένει, δεν μπορούν να γίνονται δεκτές χωρίς επιβεβαίωση.

120    Συγκεκριμένα, κατά πάγια νομολογία, η δήλωση μιας επιχειρήσεως κατηγορουμένης ότι μετέσχε σε σύμπραξη, της οποίας η ακρίβεια αμφισβητείται από διάφορες άλλες κατηγορούμενες επιχειρήσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά επαρκή απόδειξη της υπάρξεως παραβάσεως διαπραχθείσας από τις επιχειρήσεις αυτές αν δεν τεκμηριώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία (αποφάσεις του Πρωτοδικείου JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 219· της 25ης Οκτωβρίου 2005, T‑38/02, Groupe Danone κατά Επιτροπής, Συλλογή 2005, σ. II 4407, σκέψη 285· Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 167, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψη 293· βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Enso-Gutzeit κατά Επιτροπής, σκέψη 32 ανωτέρω, σκέψη 91).

121    Προκειμένου να εξετασθεί η αποδεικτική αξία των δηλώσεων των επιχειρήσεων που έχουν υποβάλει αίτηση περί επιεικούς μεταχειρίσεως, το Γενικό Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ιδίως, αφενός, τη σημασία των συγκλινουσών ενδείξεων επί των οποίων στηρίζεται η λυσιτέλεια των δηλώσεων αυτών και, αφετέρου, την έλλειψη ενδείξεων περί του ότι οι δηλώσεις αυτές κατέτειναν στην ελαχιστοποίηση της σημασίας της συμβολής των εν λόγω επιχειρήσεων στην παράβαση και στη μεγιστοποίηση της σημασίας της συμβολής των άλλων επιχειρήσεων (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Peróxidos Orgánicos κατά Επιτροπής, σκέψη 117 ανωτέρω, σκέψη 70, και Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψεις 62 και 295).

122    Δεύτερον, όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από το γεγονός ότι, όσον αφορά ορισμένα πραγματικά στοιχεία, η Επιτροπή στηρίχθηκε σε ένα μόνον αποδεικτικό στοιχείο, πρέπει να υπομνησθεί ότι καμία αρχή του δικαίου της Ένωσης δεν αποκλείει το ότι η Επιτροπή, προκειμένου να συναγάγει ότι υπήρξε παράβαση, μπορεί να στηριχθεί σε ένα μόνον έγγραφο αποδεικτικό στοιχείο, υπό την προϋπόθεση ότι η αποδεικτική αξία του είναι αναμφίβολη και ότι το εν λόγω στοιχείο, από μόνο του, αποδεικνύει με βεβαιότητα την ύπαρξη της επίμαχης παραβάσεως (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Μαρτίου 2000, T‑25/95, T‑26/95, T‑30/95 έως T‑32/95, T‑34/95 έως T‑39/95, T‑42/95 έως T‑46/95, T‑48/95, T‑50/95 έως T‑65/95, T‑68/95 έως T‑71/95, T‑87/95, T‑88/95, T‑103/95 και T‑104/95, Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2000, σ. II‑491, σκέψη 1838).

123    Βεβαίως, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που προπαρατέθηκε στη σκέψη 120, η ως άνω περίπτωση δεν ισχύει, κατά κανόνα, για τις απλές δηλώσεις κατηγορουμένης επιχειρήσεως, οι οποίες, στο μέτρο που αμφισβητούνται από άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις, πρέπει να τεκμηριώνονται από πρόσθετα και ανεξάρτητα αποδεικτικά στοιχεία.

124    Ωστόσο, η ως άνω εκτίμηση μπορεί να απαμβλυνθεί, στην περίπτωση κατά την οποία η προερχόμενη από την επιχείρηση που συνεργάζεται δήλωση είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστη, καθόσον, υπό τις περιστάσεις αυτές, ο απαιτούμενος βαθμός τεκμηριώσεως είναι μικρότερος, τόσο από την άποψη της ακρίβειας όσο και από την άποψη της εντάσεως.

125    Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που μια δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων επιτρέπει να τεκμηριωθούν η ύπαρξη και ορισμένες ιδιαίτερες πτυχές της συμπαιγνίας για την οποία έγινε λόγος στη δήλωση που υποβλήθηκε στο πλαίσιο της συνεργασίας, η δήλωση αυτή μπορεί να αρκέσει, από μόνη της, προς πιστοποίηση άλλων πτυχών της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψεις 220 και 334). Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικώς στην ως άνω δήλωση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν αμφιβολίες για την αλήθεια των δηλωθέντων και ότι οι ενδείξεις δεν είναι αόριστες.

126    Επιπλέον, έστω και αν η δήλωση μιας επιχειρήσεις δεν τεκμηριώνεται όσον αφορά τα πιστοποιούμενα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, η εν λόγω δήλωση μπορεί να έχει κάποια αποδεικτική αξία προς τεκμηρίωση του γεγονότος ότι υπήρξε η παράβαση, στο πλαίσιο μιας δέσμης συγκλινουσών ενδείξεων που έλαβε υπόψη η Επιτροπή. Συγκεκριμένα, στο μέτρο που ένα έγγραφο περιέχει ειδικές πληροφορίες που αντιστοιχούν σε εκείνες που περιέχονται σε άλλα έγγραφα, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα στοιχεία αυτά αλληλενισχύονται (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 275).

127    Περαιτέρω, η Επιτροπή πρέπει να έχει την ευχέρεια να συνάγει, από περιόδους κατά τις οποίες υπάρχει μια σχετική πληθώρα αποδεικτικών στοιχείων, συμπεράσματα σχετικά με άλλες περιόδους κατά τις οποίες η απόκλιση μεταξύ των επί μέρους αποδεικτικών στοιχείων μπορεί να είναι μεγαλύτερη. Έτσι, χρειάζεται μια πραγματικά στέρεη εξήγηση για να πεισθεί ένα δικαιοδοτικό όργανο ότι, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου κατά την οποία πραγματοποιήθηκε μια σειρά συσκέψεων, συνέβησαν πράγματα εντελώς διαφορετικά από αυτά που συνέβησαν κατά τη διάρκεια των προηγούμενων και των επόμενων συσκέψεων, μολονότι σε όλες τις συσκέψεις αυτές οι συμμετέχοντες ήσαν οι ίδιοι, πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο ομοιογενών εξωτερικών περιστάσεων και επεδίωκαν αναμφισβήτητα τον ίδιο σκοπό (προτάσεις του δικαστή B. Vesterdorf εκτελούντος χρέη γενικού εισαγγελέα στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 24ης Οκτωβρίου 1991, T‑1/89, Rhône-Poulenc κατά Επιτροπής, Συλλογή 1991, σ. II‑867, II‑885, κοινές προτάσεις στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που είναι γνωστές ως αποφάσεις «Πολυπροπυλένιο», Συλλογή 1991, σ. ΙΙ‑954).

128    Τρίτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως των αποδείξεων, η Επιτροπή παρέλειψε να προβεί σε ακρόαση των υπαλλήλων της προσφεύγουσας και να λάβει υπόψη τις μαρτυρίες τους.

129    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, ιδίως, ότι η διαπίστωση σχετικά με την ύπαρξη της παραβάσεως στηρίζεται, σε μεγάλο βαθμό, στις δηλώσεις της Solvay και σε εκείνες ενός υπαλλήλου της Atofina, από τις οποίες προκύπτει ότι ορισμένοι από τους υπαλλήλους της, καίτοι ήσαν απόντες από κάποιες συσκέψεις, ειδοποιήθηκαν ή ενημερώθηκαν τηλεφωνικώς. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι εκείνοι από τους υπαλλήλους της που κατονομάζονται στις ως άνω δηλώσεις κατέθεσαν στην Επιτροπή δηλώσεις περί του αντιθέτου, οι οποίες δεν ελήφθησαν υπόψη.

130    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν αμφισβητείται ότι η Επιτροπή διέθετε γραπτές δηλώσεις των οικείων υπαλλήλων της προσφεύγουσας και ότι οι εν λόγω υπάλληλοι ήσαν παρόντες κατά την ακρόαση.

131    Υπό τις συνθήκες αυτές, το ζήτημα αν οι εν λόγω δηλώσεις ελήφθησαν δεόντως υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση συγχέεται με την εκτίμηση των αιτιάσεων της προσφεύγουσας που στρέφονται κατά των συγκεκριμένων επίμαχων πραγματικών στοιχείων.

132    Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί, κατά το στάδιο αυτό, ότι η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που οι επίμαχες δηλώσεις έγιναν ενόρκως, έχουν αυξημένη αποδεικτική αξία και ότι, ως εκ τούτου, η Επιτροπή όφειλε να αποδείξει ότι οι μάρτυρες που προτάθηκαν από την προσφεύγουσα διέπραξαν «ψευδορκία».

133    Συγκεκριμένα, καίτοι μια ένορκη μαρτυρική κατάθεση ενώπιον δικαστηρίου ή, ενδεχομένως, στο πλαίσιο μιας έρευνας ενώπιον εισαγγελέα μπορεί να έχει αυξημένη αποδεικτική αξία, λαμβανομένων υπόψη των αρνητικών συνεπειών που μπορούν να προκύψουν σε ποινικό επίπεδο για τον καταθέτοντα που ψεύδεται στο πλαίσιο της έρευνας, πράγμα το οποίο καθιστά μια τέτοια κατάθεση περισσότερο αξιόπιστη από μια απλή δήλωση (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση JFE Engineering κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 107 ανωτέρω, σκέψη 312), οι εκτιμήσεις αυτές δεν ισχύουν εν προκειμένω, καθόσον στην υπό κρίση υπόθεση πρόκειται για τις γραπτές δηλώσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, οι οποίες υποβλήθηκαν στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία, καθώς και για τις μαρτυρικές καταθέσεις των εν λόγω υπαλλήλων, οι οποίες δόθηκαν κατά τη διάρκεια της ακροάσεως ενώπιον της Επιτροπής.

134    Περαιτέρω, η προσφεύγουσα εσφαλμένως υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να αντιπαραβάλει τις μαρτυρικές καταθέσεις που την ενοχοποιούσαν, τις οποίες έδωσαν η Atofina και η Solvay, με τις περί του αντιθέτου μαρτυρικές καταθέσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, στο πλαίσιο κατ’ αντιπαράσταση εξετάσεως κατά τη διάρκεια της ακροάσεως.

135    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, η Επιτροπή δεν έχει τη δυνατότητα να επιβάλει την ακρόαση προσώπων στο πλαίσιο ένορκης μαρτυρικής καταθέσεως.

136    Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), η Επιτροπή δύναται να καλεί σε ακρόαση κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο συναινεί προς τούτο για τον σκοπό της συλλογής πληροφοριών σχετικά με το αντικείμενο της εκάστοτε έρευνας. Περαιτέρω, κατά την τρίτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού (ΕΚ) 773/2004 της Επιτροπής, της 7ης Απριλίου 2004, σχετικά με τη διεξαγωγή από την Επιτροπή των διαδικασιών δυνάμει των άρθρων [81 ΕΚ] και [82 ΕΚ] (ΕΕ L 123, σ. 18), η Επιτροπή, πριν λάβει προφορικές καταθέσεις από φυσικά ή νομικά πρόσωπα τα οποία συναινούν προς τούτο, πρέπει να ενημερώνει τα πρόσωπα αυτά για τη νομική βάση της κατάθεσης και για τον συναινετικό της χαρακτήρα.

137    Επιπλέον, η Επιτροπή δεν είναι υποχρεωμένη να ακούσει τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που έχουν εύλογο συμφέρον παρά μόνον εφόσον τα πρόσωπα αυτά ζητήσουν πράγματι να τύχουν ακροάσεως. Επομένως, η Επιτροπή διαθέτει εύλογο περιθώριο εκτιμήσεως για να κρίνει αν μπορεί να παρουσιάζει ενδιαφέρον η ακρόαση των προσώπων των οποίων η μαρτυρία μπορεί να έχει σημασία για την κατάρτιση του φακέλου της υποθέσεως. Πράγματι, η εγγύηση των δικαιωμάτων άμυνας δεν απαιτεί να προβαίνει η Επιτροπή σε ακρόαση μαρτύρων υποδεικνυομένων από τους ενδιαφερομένους, όταν θεωρεί ότι η υπόθεση έχει εξεταστεί επαρκώς (βλ., υπό το πνεύμα αυτό, απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψεις 382 και 383 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

138    Βεβαίως, το άρθρο 6, παράγραφος 3, στοιχείο δ΄, της Συμβάσεως για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, προβλέπει ότι «[π]ας κατηγορούμενος έχει δικαίωμα […] να εξετάση ή να ζητήση όπως εξετασθώσιν οι μάρτυρες κατηγορίας και επιτύχη την πρόσκλησιν και εξέτασιν των μαρτύρων υπερασπίσεως υπό τους αυτούς όρους ως των μαρτύρων κατηγορίας». Επιπλέον, έστω και αν η Επιτροπή δεν αποτελεί δικαστήριο υπό την έννοια του ως άνω άρθρου και έστω και αν τα επιβαλλόμενα από την Επιτροπή πρόστιμα δεν έχουν ποινικό χαρακτήρα, γεγονός παραμένει ότι η Επιτροπή υποχρεούται να τηρεί τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης κατά τη διοικητική διαδικασία.

139    Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, δεν αντιβαίνει στις εν λόγω αρχές το γεγονός ότι οι διατάξεις του περί ανταγωνισμού δικαίου της Ένωσης δεν προβλέπουν υποχρέωση της Επιτροπής να καλεί τους μάρτυρες υπερασπίσεως των οποίων ζητείται η εξέταση. Συγκεκριμένα, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, καίτοι η Επιτροπή μπορεί να προβεί σε ακρόαση φυσικών ή νομικών προσώπων όταν το κρίνει αναγκαίο, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν διαθέτει, επίσης, το δικαίωμα να καλεί μάρτυρες κατηγορίας χωρίς να έχει εξακριβώσει ότι συμφωνούν να καταθέσουν (απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψεις 389 έως 392, και Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψεις 86 και 87). Δεδομένου ότι η ενώπιον της Επιτροπής διαδικασία είναι μόνον διοικητικής φύσεως, δεν εναπόκειται στο όργανο αυτό να παράσχει στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση τη δυνατότητα να εξετάσει ένα συγκεκριμένο μάρτυρα και να αναλύσει τις δηλώσεις του στο στάδιο της έρευνας της υποθέσεως (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 200). Αρκεί οι δηλώσεις τις οποίες χρησιμοποίησε η Επιτροπή να περιλαμβάνονται στον φάκελο που διαβιβάσθηκε στην προσφεύγουσα, η οποία δύναται να τις θέσει υπό αμφισβήτηση ενώπιον του δικαστή της Ένωσης (απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψεις 147 έως 149).

140    Με βάση τις ανωτέρω εκτιμήσεις, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει προσβολή του δικαιώματός της να εξετάσει ή να ζητήσει να εξετασθούν οι μάρτυρες κατηγορίας.

141    Εν πάση περιπτώσει, τίποτα δεν εμπόδιζε την προσφεύγουσα να ζητήσει την κλήση και εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου, υποβάλλοντας σχετικό αίτημα περί διεξαγωγής αποδείξεων. Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν υπέβαλε τέτοιο αίτημα. Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο θα έκρινε αναγκαία την κλήση των εν λόγω μαρτύρων μόνον αν επρόκειτο να καταδειχθεί, κατά το πέρας της εξετάσεως που θα πραγματοποιηθεί κατωτέρω, ότι τα στοιχεία που περιέχονται στη δικογραφία και οι εξηγήσεις που δόθηκαν κατά την προφορική διαδικασία δεν αρκούν για να αποφανθεί επί της διαφοράς.

142    Τέταρτον και τελικώς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο ανεπαρκής χαρακτήρας των αποδεικτικών στοιχείων που προβλήθηκαν εις βάρος της αναγνωρίσθηκε από τον σύμβουλο ακροάσεων κατά τη διάρκεια της ακροάσεως, δεδομένου ότι ο τελευταίος πρότεινε να διεξαχθεί κατ’ αντιπαράθεση εξέταση των νέων στοιχείων που προσκόμισε η προσφεύγουσα στο πλαίσιο της ανταποδείξεως, πρόταση στην οποία δεν έδωσε συνέχεια η Επιτροπή.

143    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η έκθεση του συμβούλου ακροάσεων αποτελεί αμιγώς εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής, το οποίο δεν σκοπεί τη συμπλήρωση ή τη διόρθωση των επιχειρημάτων των επιχειρήσεων και, ως εκ τούτου, δεν περιέχει κανένα αποφασιστικής σημασίας στοιχείο το οποίο πρέπει να λάβει υπόψη ο δικαστής της Ένωσης για την άσκηση του ελέγχου του (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 30ής Σεπτεμβρίου 2009, T‑161/05, Hoechst κατά Επιτροπής, Συλλογή 2009, σ. II‑3555, σκέψη 176 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

144    Οι ως άνω εκτιμήσεις ισχύουν, κατά μείζονα λόγο, όσον αφορά τα σχόλια που εξέφρασε ο σύμβουλος ακροάσεων κατά τη διάρκεια της ακροάσεως, όπως είναι αυτά που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα εν προκειμένω. Εν πάση περιπτώσει, με την από 20 Απριλίου 2006 τελική έκθεσή του, η οποία επισυνάφθηκε σε παράρτημα του υπομνήματος αντικρούσεως, ο σύμβουλος ακροάσεων υποστήριξε ότι, στο πλαίσιο της επίμαχης διοικητικής διαδικασίας, τηρήθηκαν οι κανόνες που διέπουν το δικαίωμα για δίκαιη δίκη και τα δικαιώματα άμυνας.

145    Υπό το πρίσμα του συνόλου των ως άνω παρατηρήσεων, οι επικρίσεις που διατύπωσε η προσφεύγουσα όσον αφορά την εκ μέρους της Επιτροπής διεξαγωγή της αποδεικτικής διαδικασίας και της ακροάσεως είναι, εν μέρει, αβάσιμες και, εν μέρει, συγχέονται με τις αιτιάσεις οι οποίες στρέφονται κατά των ουσιαστικών στοιχείων της παραβάσεως που εξετάζονται κατωτέρω.

–       Επί των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση

146    Όσον αφορά τα κύρια χαρακτηριστικά της παραβάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, από τις 31 Ιανουαρίου 1994, οι ανταγωνιστές είχαν ανταλλάξει και συζητήσει εμπιστευτικές πληροφορίες ως προς τους όγκους παραγωγής και τη δυνατότητα μειώσεώς τους, αποσκοπώντας στο να εμποδιστεί η είσοδος νέων παραγωγικών ικανοτήτων στην αγορά. Οι ανταγωνιστές συζήτησαν, επίσης, σχετικά με την κατανομή των πελατών και των μεριδίων αγοράς, καθώς και σχετικά με τις τιμές πωλήσεως. Εγκαθίδρυσαν ένα σύστημα εποπτείας, μέσω του οποίου αντήλλασαν τακτικά εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με την αγορά, τις εταιρίες, τους όγκους πωλήσεως και τις τιμές πωλήσεως. Επιπλέον, οι ανταγωνιστές δεσμεύτηκαν να προβούν σε μειώσεις της παραγωγικής ικανότητας και προέβαιναν τακτικά σε ανάλυση της εξελίξεως των μεριδίων αγοράς στο πλαίσιο πολυμερών συσκέψεων (αιτιολογικές σκέψεις 100, 351 έως 354 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

147    Ένα μεγάλο μέρος των πολυμερών συσκέψεων διεξαγόταν στο περιθώριο των εξαμηνιαίων συνελεύσεων του CEFIC, που αποτελεί μια νόμιμη ένωση του οικείου βιομηχανικού κλάδου.

148    Τον Αύγουστο του 1997 στις Βρυξέλλες, καθώς και στο πλαίσιο των τριών μεταγενέστερων συσκέψεων, οι οποίες έλαβαν χώρα τον Φεβρουάριο, τον Απρίλιο και τον Σεπτέμβριο του 1998, οι μετέχοντες στις ως άνω ανταλλαγές συμφώνησαν να προβούν σε συντονισμένη αύξηση της τιμής του PH (αιτιολογικές σκέψεις 171 και 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά το PBS, κατά τη διάρκεια των πρώτων συζητήσεων επί του θέματος αυτού, αντηλλάγησαν ευαίσθητα στοιχεία σχετικά με την αγορά, με σκοπό να συνομολογηθεί μια θίγουσα τον ανταγωνισμό συμφωνία, και «προετοιμάστηκε το έδαφος» για μια επίσημη συμφωνία τουλάχιστον από τις 15 Μαΐου 1998 (αιτιολογικές σκέψεις 100, 214 και 229 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η τελευταία πολυμερής σύσκεψη στο πλαίσιο της ως άνω συμπαιγνίας έλαβε χώρα στις 18 Μαΐου 2000, αλλά η συμφωνία σχετικά με τη διατήρηση των επιπέδων των τιμών του PH διατηρήθηκε σε ισχύ μέχρι τα τέλη του 2000 (αιτιολογικές σκέψεις 281 και 282, 355 έως 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

149    Όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα ανήκε στον «σκληρό πυρήνα» των μετεχόντων στη σύμπραξη (αιτιολογική σκέψη 99 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η Επιτροπή επισήμανε την ύπαρξη ενδείξεων σχετικά με ενέχουσες συμπαιγνία επαφές, στις οποίες φέρεται ότι εμπλέκεται η προσφεύγουσα από το 1991 (αιτιολογική σκέψη 106 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις προερχόμενες από την Atofina πληροφορίες, οι σημειώσεις οι οποίες καταγράφηκαν κατά τις συσκέψεις του Ιουλίου, του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου 1995 και τις οποίες υπέβαλε η Atofina περιέχουν στοιχεία που αφορούν την προσφεύγουσα και αναφέρονται στην παρουσίαση της απόψεως της προσφεύγουσας (αιτιολογικές σκέψεις 120, 127, 128, 129, 133 και 136 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις προερχόμενες από την Degussa πληροφορίες, κατά τη διάρκεια μιας διμερούς συσκέψεως, η οποία έλαβε χώρα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 1996 ή κατά το πρώτο εξάμηνο του 1997, η προσφεύγουσα «αποδέχθηκε τη θεμελιώδη άποψη περί συντονισμένης αυξήσεως του επιπέδου των τιμών» (αιτιολογική σκέψη 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

150    Όπως προκύπτει από τη δικογραφία, οι ως άνω πληροφορίες σχετικά με την αρχική περίοδο της συμπράξεως αμφισβητήθηκαν από την προσφεύγουσα και, ελλείψει τεκμηριώσεως, δεν ελήφθησαν υπόψη εις βάρος της.

151    Κατά συνέπεια, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή μείωσε ουσιωδώς τη διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, σε σχέση με τη διάρκεια που είχε μνημονευθεί στην ανακοίνωση των αιτιάσεων. Όσον αφορά την έναρξη της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, η Επιτροπή εκτίμησε ότι διέθετε αποδείξεις από τις οποίες προέκυπτε η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύσκεψη στο πλαίσιο του καρτέλ, η οποία έλαβε χώρα στις 29 Μαΐου 1997, και ότι η ημερομηνία αυτή έπρεπε να ληφθεί υπόψη για τον καθορισμό της διάρκειας της παραβάσεως ως προς την προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 352 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Όσον αφορά το πέρας της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση, η Επιτροπή τόνισε ότι ήταν απολύτως πεπεισμένη για την ανάμειξη της προσφεύγουσας στην παράβαση μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 1999, ημερομηνία διεξαγωγής της τελευταίας συσκέψεως στο πλαίσιο του καρτέλ, ως προς την οποία η Επιτροπή διέθετε αποδείξεις για τη συμμετοχή υπαλλήλων της προσφεύγουσας σε αυτή (αιτιολογική σκέψη 365 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

152    Οι μη σύννομες επαφές που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος της προσφεύγουσας στην προσβαλλόμενη απόφαση είναι οι εξής:

–        τρεις πολυμερείς συσκέψεις που διεξήχθησαν στις 28 ή στις 29 Μαΐου 1997 στη Σεβίλλη, στο περιθώριο μιας συνελεύσεως του CEFIC (αιτιολογικές σκέψεις 156 έως 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και ως προς τις οποίες η προσφεύγουσα δέχεται ότι μετέσχε σε δύο από αυτές, αλλά υποστηρίζει ότι αντιτάχθηκε στις μη σύννομες συζητήσεις·

–        τέσσερις πολυμερείς συσκέψεις που έλαβαν χώρα, αντιστοίχως, τον Αύγουστο του 1997 στις Βρυξέλλες, στις 18 Σεπτεμβρίου 1997 στο Παρίσι, στις 17 Νοεμβρίου 1997 στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν και στις 21 Νοεμβρίου 1997 στο Παρίσι, στις οποίες η προσφεύγουσα δεν μετέσχε αυτοπροσώπως, αλλά για τις οποίες ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από την Atochem (αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα το οποίο αμφισβητεί η προσφεύγουσα·

–        οι πολυμερείς συσκέψεις που διεξήχθησαν στις 26 και 27 Νοεμβρίου 1997 στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC (αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 209 της προσβαλλομένης αποφάσεως), λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα δέχεται ότι μετέσχε στην εν λόγω συνέλευση, αλλά υποστηρίζει ότι δεν ήταν εν γνώσει των μη σύννομων συζητήσεων·

–        οι διμερείς συσκέψεις μεταξύ της Degussa, της Kemira και της Solvay, ανάμεσα στα τέλη του έτους 1997 και στις αρχές του έτους 1998, για το αποτέλεσμα των οποίων η προσφεύγουσα ενημερώθηκε τηλεφωνικώς από τη Solvay (αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα το οποίο αμφισβητεί η προσφεύγουσα·

–        οι πολυμερείς συσκέψεις που έλαβαν χώρα στις 14 Μαΐου 1998 στο Évian-les-Bains, στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC (αιτιολογικές σκέψεις 221 έως 232 της προσβαλλομένης αποφάσεως), λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα δέχεται ότι μετέσχε στη συνέλευση του CEFIC, αλλά υποστηρίζει ότι δεν ήταν εν γνώσει των μη σύννομων συζητήσεων·

–        μια σύσκεψη μεταξύ της Degussa, της Solvay και της προσφεύγουσας, που έλαβε χώρα στις 13 Ιουλίου 1998 στο Königswinter, όσον αφορά το κλείσιμο ενός εργοστασίου παραγωγής PBS της Atochem (αιτιολογικές σκέψεις 233 έως 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως), ως προς την οποία η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι μετέσχε σε αυτή·

–        μια σύσκεψη σε «υψηλό επίπεδο» μεταξύ της Degussa και της Solvay όσον αφορά το PH και το PBS, η οποία έλαβε χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες και έπειτα από την οποία η Degussa ήλθε σε επαφή με την προσφεύγουσα προκειμένου να την ενημερώσει για το αποτέλεσμα της συσκέψεως αυτής (αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως), λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι ήλθε σε επαφή με την Degussa, αλλά υποστηρίζει ότι το περιεχόμενο της επαφής αυτής ήταν σύννομο·

–        μια πολυμερής σύσκεψη όσον αφορά το PH, η οποία έλαβε χώρα στις 12 Οκτωβρίου 1998 στο Ντύσελντορφ και στην οποία δεν μετέσχε η προσφεύγουσα, αλλά ως προς την οποία κατά την Atofina, η προσφεύγουσα ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς (αιτιολογικές σκέψεις 247 έως 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως), πράγμα το οποίο αμφισβητεί η προσφεύγουσα·

–        οι πολυμερείς συσκέψεις και οι διμερείς επαφές, που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC, στις 25 και 26 Νοεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες (αιτιολογικές σκέψεις 254 έως 258 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στις 30 Απριλίου 1999 στο Estoril (Πορτογαλία) (αιτιολογικές σκέψεις 264 έως 265 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και στις 16 Νοεμβρίου 1999 στις Βρυξέλλες (αιτιολογικές σκέψεις 273 έως 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως), λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα δέχεται ότι μετέσχε στις εν λόγω συνελεύσεις του CEFIC, αλλά υποστηρίζει ότι δεν ήταν εν γνώσει των μη σύννομων συζητήσεων·

–        τέσσερις πολυμερείς συσκέψεις οι οποίες αφορούσαν αποκλειστικώς το PBS και οι οποίες διεξήχθησαν, αντιστοίχως, στις 16 Σεπτεμβρίου 1998 στη Λυών (αιτιολογικές σκέψεις 237 et 238 της προσβαλλομένης αποφάσεως), στις αρχές του 1999 στο Μιλάνο (αιτιολογικές σκέψεις 259 έως 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως), κατά το θέρος του 1999 στη Βασιλεία (αιτιολογικές σκέψεις 267 έως 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και στις 13 Δεκεμβρίου 1999 στο Φράιμπουργκ (αιτιολογικές σκέψεις 276 έως 279 της προσβαλλομένης αποφάσεως), λαμβανομένου υπόψη ότι η προσφεύγουσα θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή της στις συσκέψεις της Λυών και της Βασιλείας και ότι, ενώ δέχεται ότι ήταν παρούσα στις δύο άλλες συσκέψεις, επισημαίνει ότι το αντικείμενό τους ήταν απολύτως σύννομο, ήτοι η επιλογή της συμπεριφοράς που επρόκειτο να υιοθετηθεί έναντι του κινήματος «κατά του βορίου» και ότι, καίτοι οι συζητήσεις είχαν επίσης «αποκλίνει» προς «ακατάλληλα» θέματα, αυτή έδωσε «ελάχιστη προσοχή» στα εν λόγω θέματα, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεώς της να εγκαταλείψει το PBS και να αρχίσει να παράγει PCS, για λόγους αναγόμενους στην προστασία του περιβάλλοντος.

153    Από τις ως άνω διαπιστώσεις προκύπτει ότι, πλην των δύο συσκέψεων για το PBS, οι οποίες έλαβαν χώρα στις αρχές του 1999 στο Μιλάνο και στις 13 Δεκεμβρίου 1999 στο Φράιμπουργκ, όσον αφορά τα υπόλοιπα στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση, η προσφεύγουσα θέτει υπό αμφισβήτηση τη συμμετοχή της σε ενέχουσες συμπαιγνία επαφές.

–       Επί των πολυμερών συσκέψεων της 28ης ή της 29ης Μαΐου 1997 στη Σεβίλλη

154    Όσον αφορά τις τρεις συσκέψεις που έλαβαν χώρα στη Σεβίλλη, οι διάδικοι δεν αμφισβητούν ότι η προσφεύγουσα εκπροσωπήθηκε στις δύο πρώτες, που αφορούσαν, αντιστοίχως, το PH (λαμβανομένου υπόψη ότι οι μετέχοντες στην πρώτη σύσκεψη ήσαν η Atochem, η Degussa, η Solvay, η Kemira και η προσφεύγουσα) και το PBS (λαμβανομένου υπόψη ότι οι μετέχοντες στη δεύτερη σύσκεψη ήσαν η Caffaro και οι ίδιοι μετέχοντες με αυτούς της πρώτης συσκέψεως). Αντιθέτως, η προσφεύγουσα δεν παρέστη στο δείπνο που έλαβε χώρα την επαύριο σε ένα εστιατόριο (αιτιολογικές σκέψεις 156, 162 και 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

155    Όσον αφορά τις δύο συσκέψεις στις οποίες ήταν παρούσα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί το περιεχόμενο των συζητήσεων στις οποίες, αφενός, υπήρξε ανταλλαγή πληροφοριών σχετικών με την εξέλιξη της αγοράς και οι οποίοι, αφετέρου, αφορούσαν προτάσεις για συνολική αύξηση των τιμών και για τη σύναψη συμφωνίας σχετικά με την κατανομή της αγοράς του PH (αιτιολογικές σκέψεις 157 έως 161 της προσβαλλομένης αποφάσεως), καθώς και παράλληλες απόπειρες όσον αφορά το PBS (αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

156    Η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να αντικρουσθεί από την προσφεύγουσα, ότι, «λόγω της ελλείψεως εμπιστοσύνης και των αντιρρήσεων που εξέφρασαν ορισμένοι μικροί Ευρωπαίοι παραγωγοί, καμία τελική συμφωνία δεν [συνομολογήθηκε] κατά την ημέρα αυτή» (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Ειδικότερα, οι απόπειρες να διεξαχθούν συζητήσεις για το PBS τερματίσθηκαν, κατά τη δήλωση της Atofina, «εν μέσω εκρήξεως οργής εκ μέρους του υπεύθυνου για την εκπροσώπηση της Degussa υπαλλήλου […] ο οποίος, ενόψει της αντιστάσεως που προέβαλαν οι μικροί παραγωγοί, οι οποίοι [αρνήθηκαν] να κάνουν δεκτές τις απόψεις της Solvay και της Degussa, [αποχώρησε] από την αίθουσα χτυπώντας πίσω του την πόρτα» (αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

157    Ωστόσο, όσον αφορά τα ως άνω στοιχεία, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, υπό την ιδιότητά της ως μικρού παραγωγού, στην πραγματικότητα αντιτάχθηκε στην παράνομη συμπεριφορά, γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από την απουσία της από το δείπνο που διοργανώθηκε την επαύριο σε ένα εστιατόριο.

158    Η προσφεύγουσα στηρίζεται, μεταξύ άλλων, στη δήλωση του κατά την επίμαχη περίοδο αναπληρωτή γενικού διευθυντή της, η οποία επισυνάφθηκε σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής και από την οποία προκύπτει, κατά την προσφεύγουσα, ότι, όσον αφορά τη σύσκεψη για το PH, ο εκπρόσωπός της επισήμανε στην Degussa και στη Solvay ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν «σε πλήρη ανάπτυξη στη Γερμανία» και ότι «δεν ενδιαφερόταν» για οποιονδήποτε περιορισμό των τιμών. Έτσι, η προσφεύγουσα αρνήθηκε να προβεί σε συζήτηση σχετικά με τις τιμές, γεγονός το οποίο προκάλεσε την εσπευσμένη αποχώρηση του υπεύθυνου για την εκπροσώπηση της Degussa υπαλλήλου.

159    Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, άπαξ και μια επιχείρηση παρέστη, ακόμη και χωρίς να έχει ενεργό ρόλο, σε μια σύσκεψη κατά την οποία έγινε λόγος για μια παράνομη συνεννόηση, η ως άνω επιχείρηση θεωρείται ότι μετέσχε στην εν λόγω συνεννόηση, εκτός αν αποδείξει ότι αποστασιοποιήθηκε δημοσίως από την παράνομη συνεννόηση ή ότι πληροφόρησε τους λοιπούς μετέχοντες ότι σκόπευε να μετάσχει στην εν λόγω σύσκεψη έχοντας διαφορετικές προθέσεις από τις δικές τους (βλ. απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 3199 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

160    Εφόσον η προσφεύγουσα δέχθηκε ότι ήταν παρούσα στις επίμαχες παράνομες συζητήσεις, εναπέκειτο σε αυτή, κατά συνέπεια, να αποδείξει ότι η συμμετοχή της δεν διαπνεόταν από επιζήμια για τον ανταγωνισμό πρόθεση.

161    Επιβάλλεται όμως η διαπίστωση ότι οι αντιρρήσεις της προσφεύγουσας έναντι των συγκεκριμένων προτάσεων που προέβαλε η Degussa, έστω και αν θεωρηθούν αποδεδειγμένες, δεν αρκούν, υπό τις συνθήκες της υπό κρίση υποθέσεως, για να αποδειχθεί ότι η προσφεύγουσα είχε επισημάνει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις επίμαχες συσκέψεις έχοντας διαφορετικές προθέσεις από τις δικές τους.

162    Συγκεκριμένα, όσον αφορά, ειδικότερα, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σχετικά με τις συσκέψεις που περιγράφηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 156 έως 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι «η Solvay και η Degussa αποχώρησαν από την αίθουσα συσκέψεων, όχι λόγω της αρνήσεως των μικρών παραγωγών να συμφωνήσουν για μια αύξηση των τιμών αυτή καθαυτή, αλλά λόγω του ότι η πρόταση δυσαρεστούσε προφανώς τους τελευταίους, πιθανότατα εξ αιτίας του μεριδίου αγοράς που τους είχε κατανεμηθεί», ότι «από κανένα στοιχείο δεν προέκυπτε ότι η [προσφεύγουσα] όντως απέκρουε αυτή καθαυτή την άποψη περί συνάψεως συμφωνίας με τους ανταγωνιστές ή ότι η προσφεύγουσα είχε αποστασιοποιηθεί από την προτεινόμενη συμφωνία αυτή καθαυτή» και ότι, επιπλέον, κατά την επίμαχη σύσκεψη είχαν ανταλλαγεί εμπιστευτικές πληροφορίες (αιτιολογική σκέψη 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

163    Αφενός, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, η ως άνω άποψη της Επιτροπής παρουσιάζει συνοχή σε σχέση με τον τρόπο λειτουργίας της συμπράξεως, από τον οποίο προκύπτει ότι, από τις συσκέψεις της Σεβίλλης και εφεξής, τα μετέχοντα στη σύμπραξη μέρη «αποφάσισαν να προσδώσουν μικρότερη σημασία στα μερίδια αγοράς, που αποτελούσαν το κύριο θέμα συζητήσεως μέχρι τότε, και να στρέψουν το ενδιαφέρον τους σε μια συνολική αύξηση των τιμών» (αιτιολογική σκέψη 157 της προσβαλλομένης αποφάσεως), και ότι μια συντονισμένη αύξηση των τιμών αποφασίσθηκε κατά τη διάρκεια μιας μεταγενέστερη συσκέψεως στις Βρυξέλλες, τον Αύγουστο του 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 171 και 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

164    Αφετέρου, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας που αντλείται από τις προβαλλόμενες αντιρρήσεις της ως προς τον παράνομο χαρακτήρα των συζητήσεων ουδόλως τεκμηριώνεται από τις πληροφορίες που προέρχονται από τις λοιπές επιχειρήσεις, οι οποίες περιορίζονται να κάνουν λόγο για έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των μετεχόντων στη σύμπραξη μερών και για διάσταση απόψεων μεταξύ των μεγάλων και των μικρών παραγωγών (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

165    Συναφώς, πρέπει να επισημανθεί ότι η απόδειξη περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στη σύμπραξη δεν περιορίζεται απλώς στις συσκέψεις της Σεβίλλης, οι οποίες εντάσσονται σε ένα σύνολο ενεχουσών συμπαιγνία επαφών που θα εξετασθούν κατωτέρω.

166    Επιπλέον, η άποψη που υιοθέτησε η προσφεύγουσα κατά τις επίμαχες συσκέψεις είναι διφορούμενη. Καίτοι η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι είχε εκφράσει αντιρρήσεις ως προς τις θίγουσες τον ανταγωνισμό συζητήσεις που έλαβαν χώρα κατά τη σύσκεψη για το PH, η οποία αφορούσε ένα λεπτομερές πρότυπο ως προς την κατανομή της αγοράς καθώς και τις τιμές, δεν αμφισβητείται ότι ο εκπρόσωπός της δεν αποχώρησε από τον χώρο διεξαγωγής της συσκέψεως και ότι αυτός έλαβε μέρος στην επόμενη σύσκεψη σχετικά με το PBS. Η απουσία του εκπροσώπου της προσφεύγουσας από το δείπνο που έλαβε χώρα την επαύριο σε ένα εστιατόριο δεν αποτελεί, επίσης, ένδειξη περί του ότι αυτός εξέφρασε αντιρρήσεις ως προς τις ενέχουσες συμπαιγνία συζητήσεις, δεδομένου ότι ορισμένα άλλα εμπλεκόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων η Solvay και η Ausimont, επίσης δεν παρέστησαν στο εν λόγω δείπνο.

167    Κατόπιν των ανωτέρω εκτιμήσεων, τα στοιχεία που προέβαλε η προσφεύγουσα δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή της στις επίμαχες συσκέψεις, κατά τη διάρκεια των οποίων έλαβε χώρα παράνομη συνεννόηση, ουδόλως διαπνεόταν από επιζήμια για τον ανταγωνισμό πρόθεση.

–       Επί των τηλεφωνικών κλήσεων που έλαβε η προσφεύγουσα

168    Όσον αφορά τις πολυμερείς συσκέψεις που έλαβαν χώρα μετά τις συσκέψεις της Σεβίλλης, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε μετάσχει σ’ αυτές αυτοπροσώπως, αλλά ότι είχε ειδοποιηθεί ή ενημερωθεί για το αποτέλεσμά τους τηλεφωνικώς. Πρόκειται, αφενός, για τέσσερις συσκέψεις σε «υψηλό επίπεδο», ως προς τις οποίες η Επιτροπή στηρίχθηκε επί των προερχομένων από τη Solvay πληροφοριών και, αφετέρου, για μια σειρά συσκέψεων για τις οποίες έκανε λόγο η Atofina.

169    Πρώτον, όσον αφορά τις συσκέψεις σε «υψηλό επίπεδο», μεταξύ της Degussa, της Solvay και της Kemira (συσκέψεις του Αυγούστου 1997 και του Φεβρουαρίου 1998 στις Βρυξέλλες, συσκέψεις του Απριλίου 1998 στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν και του Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες· αιτιολογικές σκέψεις 172, 211, 215 και 239 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η Επιτροπή ανέφερε ότι, «ναι μεν μόνον τρεις επιχειρήσεις μετείχαν στις [συσκέψεις αυτές], πλην όμως οι συζητήσεις ετύγχαναν υποστηρίξεως από το σύνολο του κλάδου» και ότι «[η προσφεύγουσα] και η Ausimont πάντοτε ενημερώνονταν διεξοδικώς (κατά κανόνα από τηλεφώνου) για το αποτέλεσμα των συζητήσεων» (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

170    Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι η ως άνω διαπίστωση στηρίζεται, αφενός, επί της δηλώσεως της Solvay ότι «και άλλοι δραστηριοποιούμενοι στην αγορά επιχειρηματίες ενημερώνονταν για την έκβαση των συσκέψεων μεταξύ της Degussa, της Solvay και της Kemira», λαμβανομένου υπόψη ότι η Επιτροπή διευκρίνισε ότι «η Solvay [είχε ενημερώσει] παραδείγματος χάριν, [την προσφεύγουσα] και την Ausimont […] για το συγκεκριμένο αποτέλεσμα των συζητήσεων», και, αφετέρου, επί της δηλώσεως της Atofina ότι «η FMC, για λόγους αναγόμενους στην πολιτική που ακολουθεί η εταιρία αυτή (εταιρία εγκατεστημένη στις ΗΠΑ), δεν παρίστατο αυτοπροσώπως σε όλες τις συσκέψεις, αλλά ενημερωνόταν μέσω της Solvay και μετείχε σαφώς και ενεργώς στη σύναψη όλων των συμφωνιών και σε [όλες τις] διαπραγματεύσεις» (αιτιολογική σκέψη 172 και υποσημειώσεις 175 και 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

171    Η δήλωση της Solvay ελήφθη υπόψη, εκ μέρους της Επιτροπής, και όσον αφορά τις διμερείς συσκέψεις μεταξύ της Degussa και της Kemira, οι οποίες έλαβαν χώρα ανάμεσα στα τέλη του 1997 και στις αρχές του 1998 και στις οποίες «μετείχε ενίοτε» η Solvay. Κατά την Επιτροπή, η Degussa και η Solvay τόνισαν ότι η προσφεύγουσα δεν είχε μετάσχει στις συσκέψεις αυτές, για τον λόγο ότι η επιχείρηση είχε θέσει σε λειτουργία ένα πρόγραμμα συμμορφώσεως, αλλά ότι η Solvay την ενημέρωνε τηλεφωνικώς για το αποτέλεσμα των εν λόγω συσκέψεων (αιτιολογική σκέψη 210 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που παραπέμπει στην προαναφερθείσα δήλωση της Solvay).

172    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι ειδοποιήθηκε από τη Solvay. Υπογραμμίζει δε τον αόριστο χαρακτήρα της δηλώσεως της Solvay, υποστηρίζοντας ότι τα λεγόμενα της Atofina δεν αφορούν τις συσκέψεις σε «υψηλό επίπεδο» και δεν μπορούν να τεκμηριώσουν τη δήλωση της Solvay. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παραμόρφωσε το περιεχόμενο όσων ειπώθηκαν από τη Solvay, στο μέτρο που διαπίστωσε ότι ορισμένες επιχειρήσεις είχαν ενημερωθεί «διεξοδικώς» και «κατά κανόνα από τηλεφώνου» (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

173    Όσον αφορά την αποδεικτική αξία της δηλώσεως της Solvay, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι πρόκειται για μια πληροφορία που δόθηκε από μια κατηγορούμενη επιχείρηση, στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως. Η επίμαχη δήλωση διατυπώθηκε, γενικώς, όσον αφορά το σύνολο των συσκέψεων σε «υψηλό επίπεδο» και δεν παρέχει τη δυνατότητα να εντοπισθούν τα φυσικά πρόσωπα που είχαν εμπλακεί σε επαφές, γεγονός το οποίο παρεμποδίζει την επαλήθευσή της μέσω της εξετάσεως μαρτύρων. Το σχετικό απόσπασμα της δηλώσεως της Solvay, όπως αυτό παρατέθηκε στην υποσημείωση 175 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν μνημονεύει ότι η πληροφορία δόθηκε «από τηλεφώνου» και «διεξοδικώς». Περαιτέρω, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, όσον αφορά την πληροφορία η οποία δόθηκε από τον μεγαλύτερο επιχειρηματία που δραστηριοποιείται στην αγορά και κατά την οποία πλείονες επιχειρήσεις του κλάδου ενημερώνονταν για τις μη σύννομες συζητήσεις, δεν είναι δυνατό να αποκλεισθεί το ότι ο ως άνω επιχειρηματίας προσπαθούσε να ελαχιστοποιήσει τη σημασία του ρόλου που αυτός διαδραμάτισε κατά την υλοποίηση της συμπράξεως.

174    Όσον αφορά την τεκμηρίωση της δηλώσεως της Solvay, πρέπει να επισημανθεί ότι η δήλωση αυτή, η οποία αφορά την πληροφορία που δόθηκε στην προσφεύγουσα, δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία αφορώντα τις μνημονευθείσες συσκέψεις. Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η δήλωση της Atofina, την οποία επικαλέσθηκε η Επιτροπή στην υποσημείωση 176 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αναφέρεται, στην πραγματικότητα, στις συσκέψεις σε «υψηλό επίπεδο», αλλά μόνον στις συσκέψεις της «ομάδας Β» οι οποίες διεξήχθησαν ανάμεσα στα τέλη του 1995 και στις αρχές του 1997, λαμβανομένου υπόψη ότι οι τελευταίες αυτές συσκέψεις έλαβαν χώρα, τουλάχιστον κατά μεγάλο μέρος, πριν από την περίοδο διαπράξεως της παραβάσεως, η οποία ελήφθη υπόψη κατά της προσφεύγουσας. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι η Atofina δεν μετέσχε στις συσκέψεις τις οποίες αφορά η δήλωση της Solvay.

175    Λαμβανομένων υπόψη των ως άνω εκτιμήσεων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δήλωση της Solvay έχει πολύ μικρή εγγενή αποδεικτική αξία, όσον αφορά την απόδειξη του ότι η προσφεύγουσα ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα των συσκέψεων σε «υψηλό επίπεδο», και ότι η εν λόγω δήλωση δεν επιρρωννύεται άμεσα από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Κατά συνέπεια, η δήλωση αυτή δεν μπορεί, από μόνη της, να στοιχειοθετήσει τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις ενέχουσες συμπαιγνία επαφές που έλαβαν χώρα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1997 και Σεπτεμβρίου 1998, αλλά μπορεί, το πολύ, να αποτελέσει δευτερεύον στοιχείο στο πλαίσιο της δέσμης ενδείξεων που ελήφθησαν συναφώς υπόψη.

176    Δεύτερον, όσον αφορά τις πέντε συσκέψεις για τις οποίες έκανε λόγο η Atofina (συσκέψεις της 18ης Σεπτεμβρίου 1997 στο Παρίσι, της 17ης Νοεμβρίου 1997 στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, της 21ης Νοεμβρίου 1997 στο Παρίσι και του Οκτωβρίου 1998 στο Ντύσελντορφ· αιτιολογικές σκέψεις 180, 188, 193 και 247 της προσβαλλομένης αποφάσεως), η προσφεύγουσα θέτει υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία της δηλώσεως της Atofina, κατά την οποία η προσφεύγουσα ενημερώθηκε τηλεφωνικώς, και υποστηρίζει ότι η εν λόγω δήλωση δεν επιβεβαιώνεται από άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Η προσφεύγουσα προσκομίζει τις δηλώσεις των υπαλλήλων της οι οποίοι κατονομάζονται στη δήλωση της Atofina και οι οποίοι αμφισβητούν ότι ειδοποιήθηκαν.

177    Όσον αφορά την αποδεικτική αξία της δηλώσεως της Atofina, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το γεγονός ότι η δήλωση αυτή έγινε στο πλαίσιο αιτήσεως περί επιεικούς μεταχειρίσεως δεν θέτει υπό αμφισβήτηση, αυτό καθαυτό, την αξιοπιστία της. Από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι η Atofina επιχείρησε να ελαχιστοποιήσει τη σημασία της συμμετοχής της στη σύμπραξη αναφέροντας ότι είχε έλθει σε επαφή με την προσφεύγουσα στο πλαίσιο μιας σειράς συσκέψεων. Επίσης, πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι αφορώσες τις επαφές με την προσφεύγουσα ενδείξεις ουδόλως είναι διατυπωμένες αορίστως, αλλά παρουσιάζουν, αντιθέτως, ένα σημαντικό επίπεδο λεπτομερειών και παρέχουν τη δυνατότητα να εντοπισθούν οι υπάλληλοι της προσφεύγουσας που ειδοποιήθηκαν. Η πληροφορία προέρχεται από έναν αυτόπτη μάρτυρα, ήτοι από τον υπάλληλο της Atofina που μετέσχε στις επίδικες συσκέψεις. Πρέπει να υπομνησθεί ότι ο εν λόγω υπάλληλος προέβη στη δήλωσή του στις 26 Μαΐου 2003, ήτοι πολλές εβδομάδες μετά την προσκόμιση των πρώτων αποδεικτικών στοιχείων, στις 3 Απριλίου 2003 (αιτιολογική σκέψη 513 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τόσο από τους όρους της συνεργασίας της Atofina όσο και από το ακριβές περιεχόμενο της δηλώσεώς της προκύπτει ότι η εν λόγω δήλωση έγινε ενσυνείδητα και κατόπιν ωρίμου σκέψεως.

178    Επομένως, από το σύνολο των ως άνω περιστάσεων προκύπτει ότι η επίμαχη δήλωση της Atofina έχει σημαντική αποδεικτική αξία.

179    Όσον αφορά την επιβεβαίωση της δηλώσεως της Atofina σχετικά με τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στις 18 Σεπτεμβρίου 1997 στο Παρίσι, προς επίρρωση της ως άνω δηλώσεως υφίσταται, πέρα από τη δήλωση ενός υπαλλήλου της Atofina ότι η προσφεύγουσα «ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς προκειμένου να της παρασχεθούν πληροφορίες για τις συζητήσεις», και ένα σημείωμα το οποίο συντάχθηκε στο πλαίσιο της συσκέψεως από τον ίδιο υπάλληλο και στο οποίο αναφέρεται το κεφαλαίο γράμμα «Ε», που προσδιορίζει την προσφεύγουσα, και επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα ήταν «απούσα αλλά ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς» (αιτιολογικές σκέψεις 180 και 181 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που παρατέθηκαν στην υποσημείωση 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

180    Όσον αφορά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στις 17 Νοεμβρίου 1997 στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν, κατά την ίδια δήλωση, ένας ή δύο υπάλληλοι της προσφεύγουσας ειδοποιήθηκαν τηλεφωνικώς κατά τη διάρκεια της συσκέψεως και ένας εκπρόσωπος της Atofina τους μετέδιδε έναν σύντομο απολογισμό της συσκέψεως (αιτιολογική σκέψη 188 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η δήλωση αυτή επιρρωννύεται, επίσης, από ένα σημείωμα συνταχθέν στο πλαίσιο της συσκέψεως, το οποίο υποβλήθηκε από την Atofina και το οποίο αναφέρει τα εξής: «FMC = απούσα αλλά ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς από εμένα (κ. […]), ένας άλλος τοπικός αντιπρόσωπος (κ. […]) πολύ δραστήριος» (υποσημείωση 200 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Εξάλλου, η προσφεύγουσα μνημονεύεται ως η πρώτη επιχείρηση που επρόκειτο να αναγγείλει την αύξηση των τιμών και οι σχετικές με την προσφεύγουσα πληροφορίες εμφαίνονται σε έναν πίνακα της συσκέψεως που περιλαμβάνει τις ελάχιστες τιμές ανά πελάτη και ανά παραγωγό (αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Επιπλέον, η Degussa διευκρίνισε, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ότι ένας εκπρόσωπος της Atofina είχε καλέσει τηλεφωνικώς έναν εκπρόσωπο της προσφεύγουσας κατά τη διάρκεια της ως άνω συσκέψεως (αιτιολογική σκέψη 192 και υποσημείωση 206 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

181    Όσον αφορά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στις 21 Νοεμβρίου 1997 στο Παρίσι, κατά την ίδια δήλωση της Atofina, η προσφεύγουσα ειδοποιήθηκε τηλεφωνικώς για να παράσχει τη συγκατάθεσή της ως προς τη συντονισμένη αύξηση των τιμών (αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και οι σημειώσεις που καταγράφηκαν στο πλαίσιο της ως άνω συσκέψεως μνημονεύουν τις τιμές της προσφεύγουσας (αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που παρατέθηκαν στην υπό σημείωση 216).

182    Όσον αφορά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 1998 στο Ντίσελντορφ, πέρα από τη δήλωση ότι ένας εκπρόσωπος της προσφεύγουσας «παρακολούθησε τηλεφωνικώς τη διεξαγωγή της συσκέψεως», στα πρακτικά της εν λόγω συσκέψεως μνημονεύονται το υπάρχον και το προτεινόμενο μερίδιο αγοράς της προσφεύγουσας (αιτιολογικές σκέψεις 247 έως 249 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που παρατέθηκαν στην υποσημείωση 282 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

183    Από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι η δήλωση της Atofina όχι μόνον ενέχει σημαντική αποδεικτική αξία, αλλά και επιβεβαιώνεται, όσον αφορά κάθε σχετική σύσκεψη, από έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία εντάσσονται στην ίδια χρονική περίοδο με τα προβληθέντα πραγματικά περιστατικά και τα οποία προσκομίσθηκαν από την Atofina, καθώς και, όσον αφορά μία από τις συσκέψεις, η ως άνω δήλωση επιρρωννύεται από τη δήλωση της Degussa που περιλαμβάνεται στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

184    Περαιτέρω, λαμβανομένων υπόψη της σημαντικής αποδεικτικής αξίας της δηλώσεως της Atofina, καθώς και του επιπέδου των λεπτομερειών που περιέχονται στα υποβληθέντα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, η αξιοπιστία τους δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω λόγω του γεγονότος ότι τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία προέρχονται από τον συντάκτη της επίμαχης δηλώσεως.

185    Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ούτε τη γνησιότητα των εγγράφων αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν από την Atofina ούτε τις εξηγήσεις που παρασχέθηκαν από την Atofina ως προς το περιεχόμενό τους. Η προσφεύγουσα θέτει υπό αμφισβήτηση μόνον την αξιοπιστία των εν λόγω εγγράφων ως αποδεικτικών στοιχείων περί της συμμετοχής της στη σύμπραξη.

186    Αν ληφθεί όμως υπόψη ότι πρόκειται για έγγραφα που έχουν συνταχθεί από έναν αυτόπτη μάρτυρα κατά την περίοδο των πραγματικών περιστατικών, καθώς και ότι το περιεχόμενό τους είναι ακριβές και λεπτομερειακό, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα εν λόγω έγγραφα έχουν βεβαία αποδεικτική αξία.

187    Η αξιοπιστία των ως άνω εγγράφων δεν τίθεται εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν το περιεχόμενό τους και τον βαθμό ακριβείας τους.

188    Συγκεκριμένα, πρώτον, το γεγονός ότι ορισμένες πληροφορίες συνοδεύονται από αστερίσκους και από ερωτηματικά, ενίοτε με την ένδειξη «προς εξακρίβωση», δεν θέτει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία του συνόλου των πληροφοριών που περιέχονται στα σχετικά έγγραφα.

189    Δεύτερον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι οι σχετικές με τις τιμές που αυτή εφάρμοζε πληροφορίες θα μπορούσαν να προέρχονται από άλλη πηγή, παραδείγματος χάριν, από τους πελάτες της, δεν είναι πειστικό, κατά το μέτρο που οι πίνακες περιέχουν και άλλες ενδείξεις από τις οποίες προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εμπλεκόταν άμεσα στη σύμπραξη, ήτοι τα σημειώματα που μνημονεύουν ότι η προσφεύγουσα ειδοποιήθηκε, ότι η προσφεύγουσα επρόκειτο να είναι η πρώτη επιχείρηση που θα ανήγγελλε την αύξηση των τιμών καθώς και το μερίδιο αγοράς που επρόκειτο να κατανεμηθεί σ’ αυτή (αιτιολογικές σκέψεις 188, 192 και 282 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

190    Τρίτον, επιβάλλεται η παρατήρηση ότι, με το επιχείρημά της που αντλείται από το ότι ελήφθησαν υπόψη δύο φορές, όπως υποστήριξε, τα αντλούμενα από τη δήλωση της Atofina αποδεικτικά στοιχεία, η προσφεύγουσα περιορίζεται να αναφερθεί, όσον αφορά τις πολυμερείς συσκέψεις, σε στοιχεία του φακέλου τα οποία δεν ελήφθησαν υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εις βάρος της προσφεύγουσας.

191    Συγκεκριμένα, από την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας προκύπτει ότι πρόκειται είτε για συσκέψεις που έλαβαν χώρα πριν από την περίοδο διαπράξεως της παραβάσεως, η οποία ελήφθη υπόψη ως προς την προσφεύγουσα (δηλαδή για τις συσκέψεις της 23ης Νοεμβρίου 1995, της 12ης Φεβρουαρίου 1996, της 22ας και της 23ης Μαΐου 1996, της 27ης Νοεμβρίου 1996, καθώς και για «άλλες γενικές συσκέψεις» του 1996), είτε για συσκέψεις ως προς τις οποίες η προσφεύγουσα έχει παραδεχθεί τη συμμετοχή της σ’ αυτές καθώς και το περιεχόμενο των συζητήσεων (συσκέψεις της 28ης και της 29ης Μαΐου 1997), είτε για συσκέψεις οι οποίες, καίτοι περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, τελικώς δεν ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση (δύο συσκέψεις του 1999, που έλαβαν χώρα στο Roissy και στη Φρανκφούρτη επί του Μάιν). Όσον αφορά ένα σημείωμα που φέρεται ότι χρησιμοποιήθηκε όσον αφορά τη σύσκεψη που έλαβε χώρα στις 26 Νοεμβρίου 1997 στις Βρυξέλλες και μια άλλη σύσκεψη που έλαβε χώρα «μεταξύ Ιουνίου και Σεπτεμβρίου 1997», η προσφεύγουσα δεν μνημονεύει, εξάλλου, τις σχετικές αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως.

192    Συναφώς, η προσφεύγουσα, ερωτηθείσα επ’ αυτού στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010, δεν μπόρεσε να αναφέρει τις αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως με τις οποίες ελήφθησαν υπόψη δύο φορές, όπως υποστήριξε η προσφεύγουσα, ορισμένα αποδεικτικά στοιχεία.

193    Έτσι, έστω και αν υποτεθεί ότι ορισμένα χειρόγραφα σημειώματα, τα οποία προσκόμισε η Atofina και τα οποία δεν έφεραν ημερομηνία, δεν κατέστη δυνατό να συσχετισθούν με συγκεκριμένες συσκέψεις, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές καθόσον δεν αφορά τα αποδεικτικά στοιχεία που ελήφθησαν υπόψη, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εις βάρος της προσφεύγουσας.

194    Περαιτέρω, πρέπει να τονιστεί ότι η προβαλλόμενη έλλειψη ακρίβειας των αποδεικτικών στοιχείων που προσκόμισε η Atofina, έστω και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, εξηγείται από την παρέλευση του χρόνου που μεσολάβησε μεταξύ των επιδίκων πραγματικών περιστατικών και του χρονικού σημείου κατά το οποίο καταγράφηκαν οι σχετικές ενθυμήσεις του δηλούντος. Δεδομένου ότι οι εν λόγω ανακρίβειες αφορούν στοιχεία διαφορετικά από αυτά που ελήφθησαν υπόψη εις βάρος της προσφεύγουσας, αυτές δεν είναι ικανές να θέσουν εν αμφιβόλω τον αξιόπιστο χαρακτήρα των αποδεικτικών στοιχείων που αφορούν τις επαφές με την προσφεύγουσα και τη χρήση των προερχομένων από αυτή πληροφοριών, λαμβανομένου υπόψη ότι οι τελευταίες αυτές πτυχές επιβεβαιώνονται κατά τρόπο σαφή και ακριβή.

195    Τέταρτον, η προσφεύγουσα τονίζει ότι έθεσε υπό αμφισβήτηση, στο πλαίσιο της απαντήσεώς της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ένα στοιχείο το οποίο παρασχέθηκε από τον οικείο υπάλληλο της Atofina και το οποίο αφορά την προβαλλόμενη συμμετοχή ενός από τους εκπροσώπους της σε μια σύσκεψη που έλαβε χώρα στο Παρίσι στις 12 Φεβρουαρίου 1996. Προς αμφισβήτηση της πληροφορίας αυτής, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι προσκόμισε μια δήλωση του υπαλλήλου της, ο οποίος διαβεβαιώνει περί του αντιθέτου, καθώς και ένα αντίγραφο του διαβατηρίου του εν λόγω υπαλλήλου, το οποίο περιλαμβάνει σφραγίδα εισόδου στην επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών στις 10 Φεβρουαρίου 1996.

196    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η δήλωση που προσκόμισε η προσφεύγουσα θέτει εν αμφιβόλω μια συγκεκριμένη ένδειξη που παρέσχε ο υπάλληλος της Atofina. Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του αποδεικτικού στοιχείου που προσκόμισε η προσφεύγουσα, είναι μάλλον απίθανο ο εκπρόσωπός της, ο οποίος εισήλθε στην επικράτεια των Ηνωμένων Πολιτειών στις 10 Φεβρουαρίου, να μετέβη στο Παρίσι δύο ημέρες αργότερα. Εξάλλου, πρέπει να παρατηρηθεί ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη την εκτίμηση αυτή και, ελλείψει επιβεβαιώσεως της προερχόμενης από την Atofina πληροφορίας, δεν δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στην εν λόγω σύσκεψη.

197    Ωστόσο, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα έθεσε υπό αμφισβήτηση ένα στοιχείο που προσκόμισε η Atofina, το οποίο δεν ελήφθη υπόψη εις βάρος της προσφεύγουσας, δεν μπορεί να επηρεάσει την αξιοπιστία της σχετικής δηλώσεως στο σύνολό της.

198    Τέλος, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τις δηλώσεις των υπαλλήλων της προσφεύγουσας, οι οποίοι αμφισβητούν ότι ειδοποιήθηκαν από τον υπάλληλο της Atofina, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές σκέψεις 186, 191, 192 και 253 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη αυτήν την εκ μέρους των υπαλλήλων της προσφεύγουσας αμφισβήτηση και ορθώς την εκτίμησε υπό το πρίσμα των λοιπών αποδεικτικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της.

199    Υπό το πρίσμα των ως άνω διαπιστώσεων, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι μια δέσμη ενδείξεων που απορρέει, αφενός, από τις πληροφορίες της Atofina σχετικά με τις τηλεφωνικές επαφές με την προσφεύγουσα στο πλαίσιο των συσκέψεων που έλαβαν χώρα μεταξύ Σεπτεμβρίου 1997 και Οκτωβρίου 1998 και, αφετέρου, από τη μνεία της επωνυμίας της προσφεύγουσας και σχετικών με αυτή δεδομένων που γίνεται στα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούν τις συσκέψεις αυτές, αποδεικνύει, επαρκώς κατά νόμον, ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στις μη σύννομες επαφές κατά την επίμαχη περίοδο.

200    Πρέπει να επισημανθεί, επίσης, ότι τα ως άνω στοιχεία επιβεβαιώνονται, όσον αφορά μια σύσκεψη, από την Degussa και, παρεμπιπτόντως, συμφωνούν με τη δήλωση της Solvay σχετικά με την ενημέρωση που παρασχέθηκε στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο άλλων συσκέψεων που έλαβαν χώρα κατά την ίδια περίοδο.

201    Επομένως, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, που αφορούν τα οικεία αποδεικτικά στοιχεία, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

–       Επί των επαφών που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC

202    Η Επιτροπή δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στις ενέχουσες συμπαιγνία επαφές που έλαβαν χώρα στο περιθώριο πέντε εξαμηνιαίων συνελεύσεων του CEFIC, οι οποίες διεξήχθησαν μετά τη συνέλευση της Σεβίλλης (ήτοι αυτές του Νοεμβρίου 1997, του Μαΐου και του Νοεμβρίου 1998, του Απριλίου και του Νοεμβρίου 1999· αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 207, 221 έως 232, 254 έως 258, 264 και 265, 273 έως 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

203    Η προσφεύγουσα αναγνωρίζει ότι μετέσχε στις εξαμηνιαίες συνελεύσεις του CEFIC, αλλά αμφισβητεί ότι ενεπλάκη σε μη σύννομες επαφές, προβάλλοντας την έλλειψη αρκούντως ακριβών και συγκλινόντων αποδεικτικών στοιχείων επ’ αυτού. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι οι εν λόγω συσκέψεις διεξήχθησαν σε δημόσιους χώρους, ήτοι σε εστιατόρια, σε εντευκτήρια ή σε διαδρόμους ξενοδοχείων. Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, οι παράνομες συζητήσεις πιθανότατα συνίσταντο μόνο σε διμερείς επαφές ή έλαβαν χώρα μετά την αποχώρηση των εκπροσώπων της.

204    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία που προπαρατέθηκε στη σκέψη 159, όταν η Επιτροπή αποδεικνύει ότι η εμπλεκόμενη επιχείρηση μετέσχε σε παράνομες συσκέψεις, εναπόκειται στην επιχείρηση αυτή να προβάλει ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις δεν έγινε με πνεύμα επιζήμιο για τον ανταγωνισμό.

205    Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, κατ’ αρχάς, αν η συμμετοχή της προσφεύγουσας σε παράνομες συζητήσεις αποδείχθηκε όσον αφορά τις ενέχουσες συμπαιγνία επαφές που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των πέντε επίμαχων συνελεύσεων του CEFIC, και στη συνέχεια, ενδεχομένως, αν η προσφεύγουσα προσκόμισε ενδείξεις ικανές να στοιχειοθετήσουν ότι, παρά ταύτα, η συμμετοχή της δεν έγινε με πνεύμα επιζήμιο για τον ανταγωνισμό.

206    Πρώτον, όσον αφορά τις επαφές κατά τη διάρκεια του δείπνου σε εστιατόριο, το οποίο έλαβε χώρα την παραμονή της συνελεύσεως του CEFIC της 26ης και της 27ης Νοεμβρίου 1997 στις Βρυξέλλες, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Degussa, η EKA Chemicals, η Solvay και η Atofina είχαν επισημάνει ότι η προσφεύγουσα και η Kemira «ήσαν όντως παρούσες, ότι είχαν πλήρη επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα των συζητήσεων […] και ότι είχαν λάβει μέρος στις συζητήσεις αυτές» (αιτιολογική σκέψη 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

207    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η EKA Chemicals ουδόλως έκανε μνεία της προσφεύγουσας, ότι η Solvay απλώς και μόνον κατήρτισε έναν κατάλογο των μετεχόντων, στον οποίο δεν εμφαίνονται οι υπάλληλοι της προσφεύγουσας, ενώ προσέθεσε ότι «πιθανώς όλοι οι λοιποί μετέχοντες» στη συνέλευση είχαν επίσης εκπροσωπηθεί, και ότι οι προερχόμενες από την Atofina et και από την Degussa πληροφορίες συνίσταντο μόνον στη μνεία των προσώπων που παρέστησαν στο δείπνο, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι εκπρόσωποι της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι ένας από τους εκπροσώπους της υπέβαλε δήλωση με την οποία αρνείται ότι μετέσχε σε παράνομες συζητήσεις.

208    Πρέπει να επισημανθεί ότι, όπως προκύπτει από τα στοιχεία των οποίων έγινε επίκληση στην υποσημείωση 218 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία προσκομίσθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010, η διαπίστωση ότι ένας υπάλληλος της προσφεύγουσας παρέστη στο δείπνο, κατά τη διάρκεια του οποίου οι μετέχοντες πραγματοποίησαν παράνομες συζητήσεις, απορρέει από τις δηλώσεις της Atofina και της Degussa, οι οποίες είναι ακριβείς επ’ αυτού.

209    Εφόσον η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις ως άνω μη σύννομες επαφές προκύπτει από μια δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων, η εν λόγω συμμετοχή δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω διά της δηλώσεως του οικείου υπαλλήλου της προσφεύγουσας, ο οποίος δεν αρνείται ρητώς ότι παρέστη στο δείπνο, αλλά υποστηρίζει μόνον ότι δεν μετέσχε σε ενέχουσες συμπαιγνία επαφές.

210    Επιβάλλεται, επίσης, η παρατήρηση ότι η ανάμειξη της προσφεύγουσας στις επίμαχες παράνομες συζητήσεις προκύπτει και από άλλα στοιχεία που εκτίθενται στην προσβαλλόμενη απόφαση και σύμφωνα με τα οποία, αφενός, κατά την κατανομή των περιφερειακών αρμοδιοτήτων, αποφασίσθηκε ότι η προσφεύγουσα επρόκειτο να είναι υπεύθυνη για την Ισπανία και την Πορτογαλία και, αφετέρου, η προσφεύγουσα μετέσχε σε μια σύσκεψη για το PBS, η οποία διεξήχθη στο περιθώριο της ίδιας συνελεύσεως, καθώς και σε μια από τις τοπικές συσκέψεις που επακολούθησαν (αιτιολογικές σκέψεις 201 και 208 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

211    Δεύτερον, όσον αφορά τις επαφές που έλαβαν χώρα στο περιθώριο της επόμενης συνελεύσεως, τον Μάιο του 1998 στο Évian-les-Bains, ήτοι κατά τη διάρκεια δύο συσκέψεων για το PH και για το PBS, από τα στοιχεία, των οποίων έγινε επίκληση στις αιτιολογικές σκέψεις 222 και 226 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία προσκομίσθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010, προκύπτει ότι η Degussa και η Solvay επιβεβαίωσαν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας. Όσον αφορά τη σύσκεψη για το PBS, η Atofina επισύναψε σε παράρτημα τον πίνακα της συσκέψεως, ο οποίος περιείχε τα αριθμητικά στοιχεία σχετικά με τις πωλήσεις του PBS, συμπεριλαμβανομένων των αφορώντων την προσφεύγουσα στοιχείων (αιτιολογική σκέψη 228 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

212    Στη δήλωση που προσκόμισε η προσφεύγουσα σε παράρτημα του δικογράφου της προσφυγής, ο οικείος υπάλληλός της δέχθηκε την ύπαρξη παράνομων συζητήσεων για το PBS στο περιθώριο της εν λόγω συνελεύσεως, ως ακολούθως:

«Έλαβα επίσης μέρος στη συνέλευση του CEFIC στο Évian-les-Bains τον Μάιο του 1998. Κατά τη διάρκεια της συσκέψεως αυτής, η συζήτηση παρεξέκλινε, για ακόμη μια φορά, προς το θέμα των μεριδίων αγοράς, όπως μνημονεύεται στην [ανακοίνωση των αιτιάσεων]. Οι μικροί παραγωγοί όπως [η προσφεύγουσα] αρνήθηκαν να κάνουν δεκτό το πάγωμα των μεριδίων αγοράς, διότι επιθυμούσαμε να εξακολουθήσουμε να λειτουργούμε στο πλαίσιο του ανταγωνισμού.»

213    Τρίτον, όσον αφορά τις επαφές που έλαβαν χώρα στο περιθώριο της συνελεύσεως της 25ης και της 26ης Νοεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες, ήτοι τη σύσκεψη για το PBS, η οποία έλαβε χώρα στις 25 Νοεμβρίου σε ένα εστιατόριο, και τη σύσκεψη για το PBS που έλαβε χώρα την επαύριο, από τα στοιχεία, των οποίων έγινε επίκληση στις αιτιολογικές σκέψεις 255 και 257 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία προσκομίσθηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010, προκύπτει ότι η Degussa δήλωσε ότι ένας εκπρόσωπος της προσφεύγουσας είχε μετάσχει στις δύο αυτές παράνομες συσκέψεις. Όσον αφορά τη σύσκεψη για το PH, η δήλωση αυτή επιβεβαιώθηκε από την Kemira (αιτιολογική σκέψη 255 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

214    Τέταρτον, όσον αφορά τις επαφές που έλαβαν χώρα στο περιθώριο της συνελεύσεως του CEFIC του Απριλίου 1999 στο Estoril, από την αιτιολογική σκέψη 265 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Degussa, επαφές όσον αφορά το PH έλαβαν χώρα το βράδυ στο εντευκτήριο ενός ξενοδοχείου.

215    Πέμπτον, από την αιτιολογική σκέψη 273 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά την Degussa, η προσφεύγουσα μετέσχε σε μια σύσκεψη για το PH την παραμονή της συνελεύσεως του CEFIC της 16ης Νοεμβρίου 1999 στις Βρυξέλλες. Η ύπαρξη αυτής της παράνομης συσκέψεως αναγνωρίσθηκε από τη Solvay, την Atofina, την Kemira και την Ausimont.

216    Πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι, η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα μετέσχε στις μη σύννομες επαφές που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο των τελευταίων αυτών συσκέψεων, προκύπτει ευθέως μόνον από τη δήλωση της Degussa μπορεί, ωστόσο, να θεωρηθεί αποδεδειγμένη, όπως επισήμανε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ενδείξεων που αφορούν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις ενέχουσες συμπαιγνία ενέργειες στο πλαίσιο μιας σειράς συσκέψεων που διοργανώθηκαν κατά τον ίδιο τρόπο. Ειδικότερα, οι επίμαχες συσκέψεις εμπίπτουν στην ίδια περίοδο με τις δύο συσκέψεις ως προς τις οποίες η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι ήταν παρούσα κατά τις παράνομες συζητήσεις (βλ. σκέψεις 235 έως 242 κατωτέρω).

217    Η διαπίστωση που προκύπτει από τα ως άνω συγκλίνοντα στοιχεία δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω διά της δηλώσεως του υπαλλήλου της προσφεύγουσα ο οποίος, χωρίς να αρνηθεί ρητώς ότι παρέστη στις συσκέψεις που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των επίμαχων συνελεύσεων, αμφισβητεί μόνον ότι μετέσχε σε ενέχουσες συμπαιγνία επαφές.

218    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω στοιχείων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η Επιτροπή επικαλέσθηκε μια δέσμη ενδείξεων που δικαιολογεί, κατά πειστικό τρόπο, το συμπέρασμά της ότι η προσφεύγουσα μετέσχε σε παράνομες συζητήσεις που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των επίμαχων συνελεύσεων του CEFIC.

219    Το ως άνω συμπέρασμα δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω διά του επιχειρήματος της προσφεύγουσας ότι οι επίμαχες μη σύννομες επαφές έλαβαν χώρα, ενδεχομένως, σε διμερές επίπεδο ή σε γλώσσες που δεν κατείχαν οι υπάλληλοί της και, ως εκ τούτου, διέφυγαν την προσοχή τους. Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι πειστική, λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της περιπλοκότητας των συζητήσεων, των οποίων το περιεχόμενο εκτίθεται, μεταξύ άλλων, στις αιτιολογικές σκέψεις 200 έως 205, 223 έως 229, 256, 257 και 274 της προσβαλλομένης αποφάσεως, και, αφετέρου, λαμβανομένης υπόψη της μνείας της επωνυμίας της προσφεύγουσας και των προερχομένων από την προσφεύγουσα πληροφοριών στα έγγραφα που συντάχθηκαν σε άμεση σχέση με τις ενέχουσες συμπαιγνία επαφές που έλαβαν χώρα κατά την ίδια περίοδο (βλ. σκέψεις 179 έως 182 ανωτέρω).

220    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ως άνω στοιχείων που επιβεβαιώνουν τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις επίμαχες επαφές που ενέχουν συμπαιγνία, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αντλήσει βάσιμο επιχείρημα από μια παρεμπίπτουσα παρατήρηση της Επιτροπής, σχετικά με μία από τις σχετικές συσκέψεις, κατά την οποία «δεν είναι αδιανόητο το ενδεχόμενο ότι […] διάφορες συζητήσεις έλαβαν χώρα επί διμερούς βάσεως» (αιτιολογική σκέψη 167 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

221    Κατά συνέπεια, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε καμία άλλη ένδειξη ικανή να στοιχειοθετήσει ότι η συμμετοχή της στις επίμαχες συσκέψεις δεν έγινε με πνεύμα επιζήμιο για τον ανταγωνισμό, η Επιτροπή ορθώς δέχθηκε ότι η προσφεύγουσα ενεπλάκη στις ενέχουσες συμπαιγνία επαφές που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των σχετικών συνελεύσεων του CEFIC.

–       Επί της συσκέψεως της 13ης Ιουλίου 1998 στο Königswinter

222    Στις αιτιολογικές σκέψεις 233 έως 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι στις 13 Ιουλίου 1998 στο Königswinter είχε πραγματοποιηθεί σύσκεψη μεταξύ της Degussa, της Solvay και της προσφεύγουσας, η οποία είχε οργανωθεί από την Degussa για να «εξακριβωθεί ότι οι τρεις εταιρίες ήσαν αποφασισμένες να πείσουν την Atochem να παύσει την παραγωγή της PBS προκειμένου να μειωθούν οι παραγωγικές ικανότητες στον τομέα αυτό».

223    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 234 και 235 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύσκεψη αυτή απορρέει από μια δήλωση της Degussa, η οποία επιβεβαιώθηκε από την απάντηση της Solvay στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

224    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί τη συμμετοχή της στη σύσκεψη του Königswinter, στηριζόμενη στη δήλωση του οικείου υπαλλήλου της, καθώς και σε μια απόδειξη κομίστρου ταξί που περιείχε το όνομα του υπαλλήλου αυτού και η οποία εκδόθηκε στη Βαρκελώνη την ημέρα της συσκέψεως. Επιπλέον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Solvay, στην πραγματικότητα, δεν επιβεβαίωσε την παρουσία της στη σύσκεψη αυτή. Αμφισβητεί τη δήλωση της Solvay ότι «είχε μετάσχει στη συμφωνία με την Atochem, παρέχοντας σε αντάλλαγμα μια αντιστάθμιση στην Ισπανία» (αιτιολογική σκέψη 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

225    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι δηλώσεις της Degussa και, αντίθετα προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, της Solvay, έχουν διατυπωθεί με σαφήνεια και επιβεβαιώνουν χωρίς διφορούμενα την παρουσία της προσφεύγουσας στο Königswinter. Συγκεκριμένα, έστω και αν η Solvay δεν μνημόνευσε την επίμαχη σύσκεψη στην αίτησή της περί επιεικούς μεταχειρίσεως, αλλά μόνο στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, ανέφερε ωστόσο, στην αίτησή της περί επιεικούς μεταχειρίσεως, ότι η Atochem ζητούσε μια αντιστάθμιση για το κλείσιμο της μονάδας της παραγωγής PBS, αναφέροντας ότι η Degussa είχε έλθει σε επαφή με την προσφεύγουσα και την ίδια επί του θέματος αυτού (στοιχείο του φακέλου που παρατίθεται μερικώς στην υποσημείωση 271 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

226    Με βάση τα στοιχεία αυτά και το γεγονός ότι η απόδειξη κομίστρου ταξί που εκδόθηκε στη Βαρκελώνη την ημέρα της συσκέψεως δεν συνιστούσε απόδειξη περί του ότι ο εκπρόσωπος της προσφεύγουσας δεν είχε μεταβεί στο Königswinter την ίδια ημέρα, η Επιτροπή ορθώς έλαβε υπόψη τη συμμετοχή της στην επίμαχη σύσκεψη (αιτιολογική σκέψη 236 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

227    Πρέπει να παρατηρηθεί επίσης ότι, μολονότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στη μετέπειτα σύσκεψη επί του ίδιου θέματος, την 1η Οκτωβρίου 1998, τα σχετικά με τη σύσκεψη αυτή στοιχεία αποτελούν ενδείξεις της αναμείξεώς της στις συζητήσεις σχετικά με το κλείσιμο μιας μονάδας παραγωγής PBS της Atochem.

228    Αφενός, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 243 και 244 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τόσο η Degussa όσο και η Solvay ανέφεραν ότι η σύσκεψη της 1ης Οκτωβρίου 1998 στο Παρίσι είχε ως αντικείμενο την παρουσίαση στην Atochem της προτάσεως που είχαν δεχθεί η Degussa, Solvay και η προσφεύγουσα κατά τη σύσκεψη στο Königswinter. Αφετέρου, από την αιτιολογική σκέψη 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι, μετά από το κλείσιμο των εργοστασίων παραγωγής της Atochem και της Caffaro, τα μερίδια των δύο αυτών εταιριών στην αγορά του PBS θα κατανέμονταν κατ’ αρχήν στη Solvay, στην Degussa και στην προσφεύγουσα.

229    Υπό το πρίσμα του συνόλου των στοιχείων αυτών, δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα για να αμφισβητήσει τη συμμετοχή της στις επαφές που πραγματοποιήθηκαν στο Königswinter και αφορούσαν το κλείσιμο της μονάδας της Atochem.

–       Επί της συσκέψεως με την Degussa στις 28 Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες

230    Στις αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκανε λόγο για μια σύσκεψη «υψηλού επιπέδου», στις 28 Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες, μεταξύ της Degussa και της Solvay. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι, «στη συνέχεια (το απόγευμα), πραγματοποιήθηκε διμερής σύσκεψη μεταξύ ενός υψηλόβαθμου εκπροσώπου της Degussa και ενός υψηλόβαθμου εκπροσώπου [της προσφεύγουσας], πάντοτε στις Βρυξέλλες [… η οποία] αποσκοπούσε στο να παρασχεθεί η δυνατότητα στην Degussa να ανακοινώσει τα αποτελέσματα της συσκέψεως που είχε πραγματοποιηθεί το πρωί της ίδιας μέρας». Η διαπίστωση αυτή στηρίζεται σε μια πληροφορία της Degussa, καθώς και σε μια καταχώριση στην ατζέντα ενός υπαλλήλου της Degussa (αιτιολογική σκέψη 241 και υποσημείωση 267 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

231    Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την πραγματοποίηση της συσκέψεως αυτής, αλλά μόνο το αντικείμενό της, αναφέροντας ότι η Degussa δεν έκανε καμία αναφορά στη σύσκεψη αυτή στην αίτησή της περί επιεικούς μεταχειρίσεως και ότι, στις μετέπειτα πληροφορίες της, παρατήρησε μόνον ότι «το θέμα της συσκέψεως ήταν μια συζήτηση γενικής φύσεως σχετικά με την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής αγοράς του PH, ειδικότερα όσον αφορά το υψηλό επίπεδο των τιμών και τις πιθανότητες διατηρήσεως ενός τέτοιου επιπέδου».

232    Πρέπει να παρατηρηθεί συναφώς ότι το γεγονός ότι η επίμαχη σύσκεψη δεν μνημονεύθηκε στην αίτηση περί επιεικούς μεταχειρίσεως της Degussa δεν ασκεί επιρροή, στον βαθμό που η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την πραγματοποίησή της. Όσον αφορά το ενέχον συμπαιγνία αντικείμενο της συσκέψεως αυτής, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, όπως τόνισε και η Επιτροπή, το αντικείμενο αυτό πιστοποιείται από το γεγονός ότι η σύσκεψη με την προσφεύγουσα πραγματοποιήθηκε κατόπιν της συσκέψεως με τη Solvay, της οποίας το παράνομο αντικείμενο δεν αμφισβητείται, από το ότι η σύσκεψη αυτή μνημονεύεται στην ατζέντα ενός υπαλλήλου της Degussa ως η «επόμενη σύσκεψη» (nächstes meeting) και από το ότι περιλήφθηκε στον πίνακα των αποβλεπουσών σε συμπαιγνία επαφών που παρέσχε η Degussa (υποσημείωση 267 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

233    Με βάση τα στοιχεία αυτά, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τις διαπιστώσεις της Επιτροπής σχετικά με την επίμαχη σύσκεψη

–       Επί των συσκέψεων που αφορούσαν το PBS

234    Στην προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή έλαβε υπόψη τη σειρά των ακόλουθων συσκέψεων, που αφορούσαν το PBS, μεταξύ της Degussa, της Solvay, της Ausimont και της προσφεύγουσας:

–        τη σύσκεψη της 16ης Σεπτεμβρίου 1998 στη Λυών (αιτιολογικές σκέψεις 237 και 238 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        τη σύσκεψη των αρχών του 1999 στο Μιλάνο (αιτιολογικές σκέψεις 259 έως 263 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        τη σύσκεψη κατά τη διάρκεια του θέρους 1999 στη Βασιλεία (αιτιολογικές σκέψεις 267 έως 270 της προσβαλλομένης αποφάσεως)·

–        τη σύσκεψη της 13ης Δεκεμβρίου 1999 στο Φράιμπουργκ (αιτιολογικές σκέψεις 276 έως 279 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

235    Πρέπει να τονιστεί ότι, όσον αφορά τις συσκέψεις στο Μιλάνο και στο Φράιμπουργκ, η προσφεύγουσα αναγνωρίζει τη συμμετοχή της, καθώς και το γεγονός ότι οι συζητήσεις «παρεξέκλιναν» προς «ακατάλληλα» θέματα, αλλά υποστηρίζει ότι ο εκπρόσωπός της δεν έδωσε «πολλή προσοχή» στις συζητήσεις αυτές.

236    Δεδομένου ότι αποδείχθηκε η παρουσία της προσφεύγουσας και το παράνομο περιεχόμενο των συζητήσεων, η προσφεύγουσα όφειλε να προσκομίσει στοιχεία από τα οποία να μπορεί να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή της στις εν λόγω συσκέψεις δεν διαπνεόταν από ουδεμία επιζήμια για τον ανταγωνισμό πρόθεση, αποδεικνύοντας ότι είχε αναφέρει στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές με οπτική διαφορετική από τη δική τους (βλ. τη νομολογία που παρατέθηκε στη 159 ανωτέρω).

237    Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, στηριζόμενη στη δήλωση του υπαλλήλου της που έλαβε μέρος στις δύο αυτές συσκέψεις, ότι ο σκοπός των εν λόγω συσκέψεων ήταν να συζητηθούν μέσα δυνάμενα να χρησιμοποιηθούν από τη βιομηχανία για να διασκεδαστούν οι ανησυχίες που δημιούργησε το κίνημα «κατά του βορίου» και ότι, με βάση τις ανησυχίες αυτές, είχε ήδη αρχίσει να μελετά την ανάπτυξη ενός «εναλλακτικού προϊόντος», του PCS. Έτσι, η προσφεύγουσα, αφενός δέχεται ότι, κατά τις επίμαχες συσκέψεις, άλλοι παραγωγοί διεξήγαγαν παράνομες συζητήσεις, αφετέρου δε υποστηρίζει ότι ο εκπρόσωπός της δεν ενδιαφέρθηκε για όσα διημείφθησαν στις συσκέψεις αυτές και δεν έλαβε συνεπώς μέρος στις παράνομες συζητήσεις, έστω και αν δεν αποχώρησε. Κατά την προσφεύγουσα, η εξήγηση αυτή ενισχύεται από την Degussa, η οποία υποστηρίζει ότι οι επίμαχες συσκέψεις πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο νομίμων συζητήσεων.

238    Πρέπει να τονισθεί ότι οι επίμαχες συσκέψεις πραγματοποιήθηκαν την περίοδο κατά την οποία η σύμπραξη είχε ήδη αναπτυχθεί και πριν από τις εν λόγω συσκέψεις είχαν πραγματοποιηθεί ορισμένες επαφές που αποσκοπούσαν σε συμπαιγνία και στις οποίες εμπλεκόταν η προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα δέχεται και η ίδια το παράνομο περιεχόμενο των συζητήσεων, χωρίς να αναφέρει καμία σαφή εναντίωσή της, ούτε κάποια διευκρίνιση παρασχεθείσα στους ανταγωνιστές της ότι μετείχε στις συσκέψεις αυτές με διαφορετική οπτική από τη δική τους.

239    Είναι εξάλλου μάλλον απίθανο να μην είχε η προσφεύγουσα κανένα ενδιαφέρον για την παράνομη συζήτηση σχετικά με τις τιμές του PBS, στον βαθμό που συνέχισε να παράγει PBS το 1999 και το 2000 και συγκαταλεγόταν μεταξύ των τεσσάρων σημαντικότερων παραγωγών PBS, οι οποίοι είχαν όλοι μετάσχει στις ίδιες συσκέψεις, και στον βαθμό που άρχισε να διαθέτει στο εμπόριο το PCS μόλις το 2002 (αιτιολογική σκέψη 36 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

240    Επιπλέον, τα σχετικά με τις επίμαχες συσκέψεις αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνουν πίνακες που περιέχουν διευκρινίσεις σχετικά με τα μερίδια αγοράς των μετεχόντων (αιτιολογική σκέψη 261 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και αναφέρονται στις συζητήσεις σχετικά με την κατανομή των μεριδίων αγοράς που ελευθερώθηκαν κατόπιν του κλεισίματος των εργοστασίων παραγωγής της Atochem και της Caffaro και τα οποία «έπρεπε κατ’ αρχήν να κατανεμηθούν στη Solvay, στην Degussa και στην [προσφεύγουσα] με βάση το πραγματικό μερίδιό τους στην αγορά» (αιτιολογική σκέψη 277 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

241    Περαιτέρω, αντίθετα προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η αναφορά της Degussa ότι οι επίμαχες συσκέψεις πραγματοποιήθηκαν «επ’ ευκαιρία» παράνομων συναντήσεων, δεν σημαίνει ότι οι παράνομες συζητήσεις πραγματοποιήθηκαν «κατά τύχη» ή ότι είχαν τυχαίο χαρακτήρα.

242    Υπό το πρίσμα όλων αυτών των στοιχείων, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι η συμμετοχή της στις επίμαχες συζητήσεις δεν έγινε με πνεύμα επιζήμιο για τον ανταγωνισμό.

243    Όσον αφορά τις συσκέψεις της Λυών και της Βασιλείας, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι η συμμετοχή της προσφεύγουσας στις συσκέψεις αυτές προκύπτει από πληροφοριακά στοιχεία που προέρχονται, αντιστοίχως, από την Degussa και τη Solvay, τα οποία δεν επιβεβαιώθηκαν από άλλα αποδεικτικά στοιχεία, με δεδομένα την ταυτότητα των συμμετεχόντων και το αντικείμενό τους, καθώς και τη χρονική εγγύτητά τους, ορθώς η Επιτροπή έλαβε υπόψη της τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στο σύνολο των συσκέψεων αυτών.

244    Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν τις συσκέψεις σχετικά με το PBS που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 1998 και Δεκεμβρίου 1999 δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

–       Συμπέρασμα

245    Πρέπει να υπομνησθεί ότι τα αποδεικτικά στοιχεία τα οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως του άρθρου 81, παράγραφος 1, εκ μέρους επιχειρήσεως δεν πρέπει να εκτιμώνται μεμονωμένα, αλλά στο σύνολό τους (βλ. τη νομολογία που παρατέθηκε στη σκέψη 108 ανωτέρω).

246    Κατόπιν της εξετάσεως που εκτέθηκε στις σκέψεις 113 έως 244 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το σύνολο των αναλυθέντων στοιχείων συνιστούσε δέσμη ενδείξεων από τις οποίες αποδεικνύεται, επαρκώς κατά νόμο, η συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση.

247    Συγκεκριμένα, για έκαστο των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την παράβαση αυτή, η Επιτροπή προσκόμισε μια αξιόπιστη απόδειξη η οποία, σε μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, επιβεβαιωνόταν άμεσα από άλλες αποδείξεις. Η συμμετοχή της προσφεύγουσας στη σύμπραξη απορρέει, αφενός, από τη συμμετοχή της σε διάφορες αποσκοπούσες σε συμπαιγνία συσκέψεις και επαφές και, αφετέρου, από την αναφορά της επωνυμίας της και των στοιχείων της σε διάφορα έγγραφα που συντάχθηκαν σε άμεση σχέση με τις επαφές αυτές. Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αντλούνται από μια υποτιθέμενη αλλοίωση ή «εξωραϊσμό» των αποδεικτικών στοιχείων είναι, με βάση την προηγηθείσα ανάλυση, αβάσιμα.

248    Στον βαθμό που, για ορισμένα αφορώντα την παράβαση πραγματικά περιστατικά, η Επιτροπή προσκόμισε μεμονωμένες αποδείξεις, οι οποίες δεν επιβεβαιώθηκαν άμεσα από άλλες ενδείξεις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, αν υπάρχει δέσμη συγκλινουσών ενδείξεων που αποδεικνύουν τη συμμετοχή στη σύμπραξη, χρειάζεται μια πραγματικά στέρεη εξήγηση που να μπορεί να πείσει ότι, σε μια ορισμένη περίοδο κατά την οποία πραγματοποιήθηκε μια σειρά συσκέψεων, συνέβησαν πράγματα εντελώς διαφορετικά από εκείνα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια προγενέστερων και μεταγενέστερων συσκέψεων (βλ. σκέψη 127 ανωτέρω).

249    Με βάση όμως την πραγματοποιηθείσα ανωτέρω ανάλυση, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κανένα στέρεο επιχείρημα για να θέσει εν αμφιβόλω τις αποδείξεις τις οποίες έλαβε έναντι αυτής υπόψη η Επιτροπή, όσον αφορά ιδίως ορισμένες συσκέψεις που πραγματοποιήθηκαν στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC, για τις οποίες η Επιτροπή στηρίχθηκε σε ενδείξεις προερχόμενες από μία και μόνο πηγή πληροφοριών (βλ. σκέψεις 216 και 243 ανωτέρω).

250    Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές, πρέπει να απορριφθούν οι επικρίσεις της προσφεύγουσας, δυνάμει της αρχής in dubio pro reo. Κατόπιν σφαιρικής εκτιμήσεως, οι επικρίσεις αυτές και οι ειδικές αιτιάσεις της προσφεύγουσας δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τη δέσμη συγκεκριμένων και συγκλινουσών ενδείξεων που ελήφθησαν υπόψη στην προσβαλλόμενη απόφαση.

251    Τέλος, η νομιμότητα της διαπιστώσεως της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην επίμαχη παράβαση δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω από τα επιχειρήματα αυτής με τα οποία προσπαθεί να αποδείξει ότι συμπεριφέρθηκε «επιθετικά» στην αγορά, βάσει μιας ιστορικής περιγραφής των εξελίξεων στην αγορά και, μεταξύ άλλων, της σημαντικής αυξήσεως του μεριδίου της στην αγορά στον ΕΟΧ μεταξύ 1993 και 2001.

252    Συγκεκριμένα, αφενός, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθούν τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας ή μιας εναρμονισμένης πρακτικής εφόσον αποδεικνύεται το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενό τους (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 19ης Μαρτίου 2009, C‑510/06 P, Archer Daniels Midland κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I‑1843, σκέψη 140, και της 4ης Ιουνίου 2009, C‑8/08, T-Mobile Netherlands κ.λπ., Συλλογή σ. I‑4529, σκέψεις 28 έως 30).

253    Αφετέρου, η ευθύνη της συγκεκριμένης επιχειρήσεως όσον αφορά την παράβαση στοιχειοθετείται εγκύρως όταν η επιχείρηση αυτή μετέσχε σε συσκέψεις γνωρίζοντας το επιζήμιο για τον ανταγωνισμό αντικείμενό τους, έστω και αν, εν συνεχεία, δεν έθεσε σε εφαρμογή κάποιο από τα μέτρα που συμφωνήθηκαν στις συσκέψεις αυτές (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Οκτωβρίου 2002, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή σ. I‑8375, σκέψεις 508 και 509).

254    Κατόπιν του συνόλου των εκτιμήσεων αυτών, πρέπει να θεωρηθεί ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως δεν είναι βάσιμος και, κατά συνέπεια, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της προσβάσεως στον φάκελο

 Επιχειρήματα των διαδίκων

255    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε ορισμένα επιβαρυντικά στοιχεία που αντλήθηκαν από τις απαντήσεις της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, χωρίς να της δώσει τη δυνατότητα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις της επί των στοιχείων αυτών.

256    Πρώτον, όσον αφορά τα πληροφοριακά στοιχεία της Solvay σχετικά με τις τηλεφωνικές κλήσεις, η Solvay δεν ανέφερε τις ημερομηνίες κατά τις οποίες επικοινώνησε με την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή κατέληξε ότι επρόκειτο για τις συσκέψεις που περιγράφηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 171 έως 174, 211, 215 έως 217, και 239 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Με την απάντησή της όμως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Solvay αρνήθηκε ότι μετέσχε στη σύσκεψη για την οποία γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 215 έως 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Το στοιχείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, λόγω του ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε υποτιθέμενες τηλεφωνικές κλήσεις της Solvay για να επιβεβαιώσει εν συνεχεία τις υποτιθέμενες τηλεφωνικές κλήσεις της Atofina. Η προσφεύγουσα όμως δεν είχε πρόσβαση στην απάντηση της Solvay στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, προκειμένου να λάβει γνώση των όσων αυτή ανέφερε σχετικά με τη σύσκεψη αυτή.

257    Δεύτερον, η Επιτροπή στηρίχθηκε στις απαντήσεις της Degussa και της Solvay στην ανακοίνωση των αιτιάσεων σχετικά με τη σύσκεψη του Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες (αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Η προσφεύγουσα όμως δεν μπόρεσε να συμβουλευθεί τις ενδεχόμενες αναφορές της Solvay, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, σχετικά με μια τηλεφωνική κλήση την οποία δέχθηκε όσον αφορά τη σύσκεψη αυτή.

258    Τρίτον, η Επιτροπή στηρίχθηκε στην απάντηση που έδωσε η Solvay στην ανακοίνωση των αιτιάσεων για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό της Degussa ότι η προσφεύγουσα έλαβε μέρος στη σύσκεψη του Νοεμβρίου 1999 στις Βρυξέλλες (αιτιολογικές σκέψεις 273 έως 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Μη γνωρίζοντας τα όσα είπε η Solvay, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να απαντήσει στην αιτίαση αυτή.

259    Περαιτέρω, δεν δόθηκε η δυνατότητα στην προσφεύγουσα να προετοιμάσει την άμυνά της, καθόσον δεν είχε πρόσβαση στις επίμαχες απαντήσεις, οι οποίες ενδέχεται να περιείχαν επίσης απαλλακτικά στοιχεία.

260    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

261    Κατά το άρθρο 27, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003, τα δικαιώματα άμυνας των εμπλεκομένων μερών πρέπει να διασφαλίζονται πλήρως κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Τα μέρη αυτά έχουν το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της Επιτροπής, με την επιφύλαξη του εννόμου συμφέροντος των επιχειρήσεων για τη μη κοινολόγηση των επιχειρηματικών τους απορρήτων.

262    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο, που αποτελεί απόρροια των δικαιωμάτων άμυνας, συνεπάγεται ότι η Επιτροπή πρέπει να παρέχει στη οικεία επιχείρηση τη δυνατότητα να προβαίνει σε εξέταση του συνόλου των εγγράφων που περιλαμβάνονται στον φάκελο της υποθέσεως και ενδέχεται να είναι κρίσιμα για την άμυνά της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Οκτωβρίου 2003, C‑199/99 P, Corus UK κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑11177, σκέψη 125, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 1995, T‑30/91, Solvay κατά Επιτροπής, Συλλογή 1995, σ. II‑1775, σκέψη 81).

263    Στα έγγραφα αυτά συγκαταλέγονται τόσο τα ενοχοποιητικά όσο και τα απαλλακτικά στοιχεία, πλην των επιχειρηματικών απορρήτων άλλων επιχειρήσεων, των εσωτερικών εγγράφων της Επιτροπής και άλλων εμπιστευτικών πληροφοριών (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 68).

264    Όσον αφορά τα ενοχοποιητικά στοιχεία, η μη γνωστοποίηση εγγράφου δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας παρά μόνον αν η ενδιαφερόμενη επιχείρηση αποδείξει, αφενός, ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο έγγραφο αυτό προς θεμελίωση της αιτιάσεώς της που αφορά την ύπαρξη παραβάσεως και, αφετέρου, ότι η αιτίαση αυτή μπορούσε να αποδειχθεί μόνο με επίκληση του εν λόγω εγγράφου. Εναπόκειται στην ενδιαφερόμενη επιχείρηση να αποδείξει ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την απόφασή της θα ήταν διαφορετικό αν το μη κοινοποιηθέν αυτό έγγραφο δεν λαμβανόταν υπόψη ως αποδεικτικό στοιχείο (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψεις 71 έως 73).

265    Αντιθέτως, όταν πρόκειται για μη κοινοποίηση απαλλακτικού εγγράφου, η ενδιαφερόμενη επιχείρηση οφείλει απλώς να αποδείξει ότι η παράλειψη κοινοποιήσεως του εγγράφου αυτού μπόρεσε να επηρεάσει, εις βάρος της, την εξέλιξη της διαδικασίας και το περιεχόμενο της αποφάσεως της Επιτροπής. Αρκεί η επιχείρηση να αποδείξει ότι θα μπορούσε να είχε χρησιμοποιήσει τα εν λόγω απαλλακτικά έγγραφα για την άμυνά της (αποφάσεις της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ.. κατά Επιτροπής, σκέψη 253 ανωτέρω, σκέψη 318, και Hercules Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 81), αποδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, ότι θα μπορούσε να επικαλεστεί στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούσαν με τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή κατά το στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και θα μπορούσε συνεπώς να επηρεάσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στην απόφαση (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 75).

266    Όσον αφορά την πρόσβαση στις απαντήσεις που έδωσαν οι λοιπές εμπλεκόμενες επιχειρήσεις στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, πρέπει να υπομνησθεί ότι οι απαντήσεις αυτές δεν αποτελούν τμήμα του κατά κυριολεξία φακέλου της έρευνας (απόφαση Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 380).

267    Επομένως, όσον αφορά έγγραφα που δεν αποτελούν τμήμα του φακέλου ο οποίος καταρτίστηκε κατά τον χρόνο της κοινοποιήσεως της ανακοινώσεως των αιτιάσεων, η Επιτροπή οφείλει να γνωστοποιήσει τις εν λόγω απαντήσεις σε άλλες εμπλεκόμενες επιχειρήσεις μόνον αν αποδεικνύεται ότι οι απαντήσεις αυτές περιέχουν νέα επιβαρυντικά ή απαλλακτικά στοιχεία.

268    Εν προκειμένω, αφενός, η προσφεύγουσα υποστηρίζει με την προσφυγή της ότι η Επιτροπή προσέβαλε τα δικαιώματά της άμυνας λόγω της χρησιμοποιήσεως στην προσβαλλόμενη απόφαση ορισμένων επιβαρυντικών στοιχείων που αντλήθηκαν από τις απαντήσεις της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, επί των οποίων δεν είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει παρατηρήσεις. Αφετέρου, υποστηρίζει ότι δεν της δόθηκε η δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά της, καθόσον δεν είχε πρόσβαση στις εν λόγω απαντήσεις, οι οποίες ενδέχεται να περιείχαν και απαλλακτικά στοιχεία.

269    Περαιτέρω, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανέπτυξε μια νέα επιχειρηματολογία αντλούμενη από τη μη πρόσβαση σε έγγραφο της Solvay, το οποίο προσκόμισε η Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που διέταξε το Γενικό Δικαστήριο στις 6 Ιανουαρίου 2010 (βλ. σκέψη 300 κατωτέρω).

–       Επί των απαλλακτικών στοιχείων που φέρονται να αντλήθηκαν από τις απαντήσεις της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

270    Κατά πάγια νομολογία, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα στοιχείο αντλούμενο από απάντηση σε ανακοίνωση αιτιάσεων για να αποδείξει την ύπαρξη παραβάσεως, πρέπει να δοθεί η δυνατότητα στις λοιπές εμπλεκόμενες στη διαδικασία επιχειρήσεις να εκφράσουν την άποψή τους επί του νέου αυτού αποδεικτικού στοιχείου. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το εν λόγω στοιχείο συνιστά πράγματι επιβαρυντικό στοιχείο κατά των διαφόρων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 386, και της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑314/01, Avebe κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑3085, σκέψη 50).

271    Ένα έγγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί επιβαρυντικό παρά μόνον αν η Επιτροπή το χρησιμοποίησε για να στηρίξει τη διαπίστωση παραβάσεως διαπραχθείσας από επιχείρηση. Προκειμένου να αποδειχθεί η προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, δεν αρκεί η εν λόγω επιχείρηση να αποδείξει ότι δεν μπόρεσε να διατυπώσει την άποψή της κατά τη διοικητική διαδικασία επί εγγράφου που χρησιμοποιήθηκε σε κάποιο χωρίο της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πρέπει να αποδείξει ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε το έγγραφο αυτό, στην προσβαλλόμενη απόφαση, ως αποδεικτικό στοιχείο για να διαπιστώσει παράβαση στην οποία συμμετείχε η επιχείρηση αυτή (απόφαση του Πρωτοδικείου της 16ης Δεκεμβρίου 2003, T‑5/00 και T‑6/00, Nederlandse Federatieve Vereniging voor de Groothandel op Elektrotechnisch Gebied και Technische Unie κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, II‑5761, σκέψη 35).

272    Δεν αμφισβητείται ότι, στις 24 Φεβρουαρίου 2006, η Επιτροπή γνωστοποίησε στην προσφεύγουσα τα αποσπάσματα από τις απαντήσεις της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, τα οποία περιείχαν νέα στοιχεία που η Επιτροπή σκόπευε να χρησιμοποιήσει κατά της προσφεύγουσας. Πρόκειται για τα σημεία 249 έως 254 της απαντήσεως της Solvay, που αφορούν τη σύσκεψη σχετικά με το κλείσιμο μιας μονάδας παραγωγής PBS της Atochem, στις 13 Ιουλίου 1998 στο Königswinter, και για τα σημεία 26 έως 28 της απαντήσεως της Degussa, που αφορούν την τηλεφωνική επικοινωνία με την προσφεύγουσα στο πλαίσιο των συσκέψεων τον Νοέμβριο του 1997. Η προσφεύγουσα υπέβαλε τα σχόλιά της στις 15 Μαρτίου 2006.

273    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, ωστόσο, ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη κατ’ αυτής και άλλα στοιχεία που αντλήθηκαν από τις ίδιες απαντήσεις και τα οποία δεν της γνωστοποιήθηκαν.

274    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι, με απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Solvay αρνήθηκε ότι μετέσχε στη σύσκεψη του Απριλίου του 1998 στην Φρανκφούρτη επί του Μάιν, η οποία διαλαμβάνεται στις αιτιολογικές σκέψεις 215 έως 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Κατά την προσφεύγουσα, το στοιχείο αυτό είναι σημαντικό, διότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στο γεγονός ότι η Solvay είχε ενημερώσει την προσφεύγουσα τηλεφωνικώς, μεταξύ άλλων, για την έκβαση της οικείας συσκέψεως (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

275    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, η προσφεύγουσα προβάλλει, στην πραγματικότητα, παράλειψη γνωστοποιήσεως ενός φερομένου ως επιβαρυντικού στοιχείου.

276    Συναφώς, από την αιτιολογική σκέψη 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Solvay δεν αμφισβήτησε τη συμμετοχή της στην επίμαχη σύσκεψη, αλλά μόνον τη χρησιμοποίηση ενός αποδεικτικού στοιχείου, ήτοι της ατζέντας ενός από τους γενικούς διευθυντές του χημικού τομέα, όσον αφορά τη σύσκεψη αυτή του 1998, καθόσον η εν λόγω ατζέντα ανήκε, κατά τη Solvay, στον διευθυντή ο οποίος διορίστηκε το 2000.

277    Με τη διευκρίνιση αυτή όμως δεν μπορεί να αντικρουστεί η δήλωση της Solvay, σχετικά με την πληροφόρηση που έδωσε στην προσφεύγουσα στο πλαίσιο των σχετικών συσκέψεων και, κατά συνέπεια, η εν λόγω διευκρίνιση δεν μπορεί να αποτελέσει απαλλακτικό στοιχείο.

278    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στις απαντήσεις στην ανακοίνωση των αιτιάσεων που έδωσαν η Degussa και η Solvay για να αποδείξει τα πραγματικά περιστατικά που αφορούσαν τη σύσκεψη της 28ης Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες (αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

279    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 241 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή περιέγραψε, βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που άντλησε από την αίτηση περί επιεικούς μεταχειρίσεως της Degussa, μια «υψηλού επιπέδου» σύσκεψη μεταξύ της Degussa και της Solvay που αφορούσε το HP και το PBS, αναφέροντας επίσης ότι, την ίδια ημέρα, η Degussa είχε συναντήσει την προσφεύγουσα για να την ενημερώσει σχετικά με τα αποτελέσματα της συσκέψεως αυτής.

280    Από την αιτιολογική σκέψη 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010, προκύπτει επιπλέον ότι, στην απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, η Solvay, αφενός μεν επιβεβαίωσε την πραγματοποίηση της συσκέψεως αυτής, αφετέρου δε θεώρησε ότι δεν είχε μπορέσει να εξετασθεί το ζήτημα του PBS, αλλ’ ότι η Degussa, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, είχε ρητώς επιβεβαιώσει ότι είχε συζητηθεί και το PBS, καθόσον η συζήτηση αφορούσε το κοινό σχέδιο κλεισίματος του εργοστασίου PBS της Atochem. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ενέμεινε στο συμπέρασμά της ότι η σύσκεψη αφορούσε τα δύο αυτά προϊόντα.

281    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι οι ενδείξεις που προκύπτουν από τις απαντήσεις αυτές στην ανακοίνωση των αιτιάσεων αφορούν κυρίως το περιεχόμενο της συσκέψεως μεταξύ της Degussa και της Solvay, και όχι της συσκέψεως μεταξύ της Degussa και της προσφεύγουσας. Οι εν λόγω ενδείξεις αφορούν αποκλειστικά το ζήτημα αν η σύσκεψη αυτή αφορούσε αμφότερα τα προϊόντα, ή μόνον το PH. Η Επιτροπή περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι η Degussa, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, είχε ρητώς επιβεβαιώσει την προηγουμένως παρασχεθείσα πληροφορία.

282    Υπό τις συνθήκες αυτές, οι εν λόγω διευκρινίσεις που έδωσαν η Solvay και η Degussa με τις αντίστοιχες απαντήσεις τους στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι περιέχουν ένα νέο επιβαρυντικό στοιχείο κατά της προσφεύγουσας.

283    Όσον αφορά την ίδια σύσκεψη, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν μπόρεσε να συμβουλευθεί τις ενδεχόμενες αναφορές της Solvay όσον αφορά μια τηλεφωνική κλήση που δέχθηκε από την τελευταία αυτή.

284    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι η δήλωση της Solvay σχετικά με την πληροφόρηση που παρέσχε στην προσφεύγουσα (αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως) κάνει αναφορά και στην επίμαχη σύσκεψη, τα στοιχεία που αναφέρθηκαν στις αιτιολογικές σκέψεις 239 έως 242 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία προσκομίστηκαν από την Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010 δεν κάνουν καμία αναφορά στην τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ της Solvay και της προσφεύγουσας. Επομένως, δεν είναι βάσιμο το επιχείρημα της προσφεύγουσας που αντλείται από μια υποτιθέμενη χρησιμοποίηση ενός νέου επιβαρυντικού στοιχείου προερχόμενου από την απάντηση στην ανακοίνωση των αιτιάσεων που έδωσε η Solvay όσον αφορά την επίμαχη σύσκεψη.

285    Τρίτον, η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε στην απάντηση της Solvay στην ανακοίνωση των αιτιάσεων για να επιβεβαιώσει την αναφορά της Degussa ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει μέρος στη σύσκεψη του Νοεμβρίου 1999 στις Βρυξέλλες (αιτιολογικές σκέψεις 273 έως 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

286    Από την αιτιολογική σκέψη 275 της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και από τα στοιχεία που προσκόμισε η Επιτροπή στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010, προκύπτει ότι η Solvay, με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, περιορίστηκε στο να αναφέρει ότι δεν διέθετε πληροφορίες σχετικά με τη σύσκεψη αυτή, αλλ’ ότι επιβεβαίωνε ότι είχε μετάσχει σε αυτήν. Η Solvay ανέφερε, επιπλέον, χωρίς να αμφισβητήσει το παράνομο περιεχόμενο των συζητήσεων, ότι η πραγματικότητα της αγοράς ήταν, την περίοδο εκείνη, ότι οι παραγωγοί άρχιζαν να εφαρμόζουν ανεξάρτητες τιμές για να αυξήσουν τα μερίδιά τους στην αγορά.

287    Συναφώς, πρέπει να τονισθεί ότι, στην ίδια αιτιολογική σκέψη, «δεδομένου ότι η Solvay [είχε] επιβεβαιώσει τη δήλωση της Degussa και η Atofina, η Kemira και η Solexis [δεν είχαν] αμφισβητήσει το περιεχόμενο της συσκέψεως αυτής όπως εκτέθηκε στην ανακοίνωση των αιτιάσεων», η Επιτροπή ενέμεινε στο συμπέρασμά της όσον αφορά την επίμαχη σύσκεψη, θεωρώντας αξιόπιστα, αφενός, το γεγονός ότι η σύσκεψη αυτή πραγματοποιήθηκε «στο ίδιο πλαίσιο και κατά τον ίδιο τρόπο που χαρακτήριζαν την πραγματοποίηση των άλλων συσκέψεων του καρτέλ κατά την ίδια περίοδο» και, αφετέρου, την εμπλοκή της προσφεύγουσας.

288    Από τις εκτιμήσεις αυτές προκύπτει ότι η ένδειξη την οποία παρέσχε η Solvay με την απάντησή της στην ανακοίνωση των αιτιάσεων αποτελούσε, το πολύ, δευτερεύον στοιχείο σε μια δέσμη ενδείξεων τις οποίες έλαβε υπόψη η Επιτροπή όσον αφορά την επίμαχη σύσκεψη. Λαμβανομένου ιδίως υπόψη του περιεχομένου της, η αναφορά της Solvay ότι επιβεβαίωνε τη συμμετοχή της στην επίμαχη σύσκεψη δεν μπορούσε να συνιστά πρόσθετο αποδεικτικό στοιχείο όσον αφορά τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση.

289    Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ότι η Επιτροπή στηρίχθηκε σε νέα επιβαρυντικά στοιχεία αντληθέντα από τα μη γνωστοποιηθέντα τμήματα των απαντήσεων στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και, κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να προβάλει την έλλειψη γνωστοποιήσεως των στοιχείων αυτών.

–       Επί των απαλλακτικών στοιχείων που φέρονται να περιέχονται στις απαντήσεις της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

290    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να επιτρέψει την πρόσβαση, με δική της πρωτοβουλία, σε έγγραφα τα οποία δεν υπάρχουν στον φάκελό της έρευνας της υποθέσεως και τα οποία δεν έχει την πρόθεση να χρησιμοποιήσει στην οριστική απόφαση σε βάρος των εμπλεκομένων μερών (αποφάσεις του Πρωτοδικείου Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 383, και της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, T‑191/98, T‑212/98 έως T‑214/98, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑3275, σκέψη 340).

291    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε, κατά τη διοικητική διαδικασία, να της επιτραπεί η πρόσβαση στις απαντήσεις της Degussa και της Solvay στην ανακοίνωση των αιτιάσεων, αλλ’ ότι υπέβαλε σχετική αίτηση στις 18 Μαΐου 2006, αφού της είχε κοινοποιηθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε από την Επιτροπή στις 2 Ιουνίου 2006.

292    Πρέπει να τονισθεί ότι, όσον αφορά τα έγγραφα τα οποία η Επιτροπή δεν υποχρεούται, κατά γενικό κανόνα, να γνωστοποιεί με δική της πρωτοβουλία, η προσφεύγουσα δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να επικαλεστεί βασίμως τη μη γνωστοποίηση απαλλακτικών στοιχείων τα οποία φέρονται να περιέχονται στις εν λόγω απαντήσεις, εφόσον δεν ζήτησε την πρόσβαση στις απαντήσεις αυτές κατά τη διοικητική διαδικασία (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Cimenteries κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη ανωτέρω 122, σκέψη 383).

293    Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρείται από το γεγονός ότι η Επιτροπή κοινοποίησε στην προσφεύγουσα ορισμένα αποσπάσματα των εν λόγω απαντήσεων (βλ. σκέψη 272 ανωτέρω).

294    Συγκεκριμένα, αν η Επιτροπή σκοπεύει να στηριχθεί σε ένα χωρίο απαντήσεως σε ανακοίνωση των αιτιάσεων, το εν λόγω χωρίο συνιστά επιβαρυντικό στοιχείο κατά των διαφόρων επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην παράβαση (βλ., υπό την έννοια αυτή, αποφάσεις Cimenteries CBR κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 122 ανωτέρω, σκέψη 386, και Avebe κατά Επιτροπής, σκέψη 270 ανωτέρω, σκέψη 50).

295    Έτσι, η Επιτροπή, αφενός μεν, οφείλει να γνωστοποιεί στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις τα χωρία της απαντήσεως στην ανακοίνωση των αιτιάσεων που περιέχουν κάθε κρίσιμη ένδειξη όσον αφορά το εν λόγω επιβαρυντικό στοιχείο, αφετέρου δε, δεν οφείλει να επεκτείνει την κοινοποίηση αυτή στα άλλα χωρία της εν λόγω απαντήσεως, που δεν έχουν σχέση με το προβληθέν στοιχείο.

296    Περαιτέρω, ακόμη και αν η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας πρέπει να νοηθεί ως αποσκοπούσα στο να αποδείξει ότι η Επιτροπή έπρεπε να διαπιστώσει την ύπαρξη των απαλλακτικών στοιχείων στις ως άνω απαντήσεις και, κατά συνέπεια, να τα κοινοποιήσει στην προσφεύγουσα με δική της πρωτοβουλία, πρέπει να τονισθεί ότι, στο πλαίσιο μιας τέτοιας επιχειρηματολογίας, εναπόκειται στην προσφεύγουσα να προσκομίσει μια πρώτη ένδειξη σχετικά με τη χρησιμότητα, για την άμυνά της των σχετικών απαντήσεων.

297    Η προσφεύγουσα οφείλει, μεταξύ άλλων, να αναφέρει τα εν λόγω ενδεχόμενα απαλλακτικά στοιχεία, ή να παράσχει μια ένδειξη που να πιστοποιεί την ύπαρξή τους και, κατά συνέπεια, τη χρησιμότητά τους για τις ανάγκες της δίκης (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, T‑43/02, Jungbunzlauer κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II-3435, σκέψεις 351 έως 359).

298    Εν προκειμένω όμως, εξαιρέσει των επιχειρημάτων που εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν στις σκέψεις 276 και 277 ανωτέρω, η προσφεύγουσα δεν προβάλλει με το δικόγραφο της προσφυγής καμία ειδική επιχειρηματολογία όσον αφορά την ενδεχόμενη ύπαρξη απαλλακτικών στοιχείων στα μη κοινοποιηθέντα τμήματα των απαντήσεων στην ανακοίνωση των αιτιάσεων.

299    Κατά συνέπεια, η αιτίαση της προσφεύγουσας που αντλείται από τα απαλλακτικά στοιχεία που φέρονται να περιέχονται στα μη κοινοποιηθέντα τμήματα των απαντήσεων της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων δεν μπορεί να γίνει δεκτή.

–       Επί του εγγράφου της Solvay

300    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα προέβαλε μια νέα επιχειρηματολογία σχετικά με ένα έγγραφο της Solvay που προσκόμισε η Επιτροπή, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Ιανουαρίου 2010. Κατά την προσφεύγουσα, του εγγράφου αυτού, το οποίο δεν γνωστοποιήθηκε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, όχι μόνον έγινε επίκληση ως επιβαρυντικού στοιχείου, αλλά το εν λόγω έγγραφο περιέχει επίσης απαλλακτικά στοιχεία όσον αφορά το περιεχόμενο της επίμαχης συσκέψεως.

301    Δεδομένου ότι πρόκειται για έγγραφο το οποίο αποκάλυψε η Επιτροπή μετά την περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, η εν λόγω επιχειρηματολογία πρέπει να θεωρηθεί παραδεκτή υπό το πρίσμα των απαιτήσεων που θέτει το άρθρο 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας.

302    Επί της ουσίας, δεδομένου ότι πρόκειται για ισχυρισμούς της προσφεύγουσας που αντλούνται από ένα υποτιθέμενο επιβαρυντικό στοιχείο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι το εν λόγω έγγραφο, μολονότι προσκομίστηκε από την Επιτροπή στο πλαίσιο των στοιχείων του φακέλου των οποίων έγινε επίκληση προς στήριξη των διαπιστώσεων σχετικά με τη σύσκεψη των Βρυξελλών της 26ης Νοεμβρίου 1997 (αιτιολογικές σκέψεις 198 και 199 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν περιλαμβάνεται, στην πραγματικότητα, μεταξύ των στοιχείων του φακέλου των οποίων έγινε επίκληση στις εν λόγω αιτιολογικές σκέψεις της προσβαλλομένης αποφάσεως.

303    Συγκεκριμένα, όπως τόνισε και η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση χωρίς να αντικρουστεί από την προσφεύγουσα, το εν λόγω έγγραφο συνιστά μια καταγραφή της δηλώσεως της Solvay, η οποία ήταν αρχικώς προφορική και επιβεβαιώθηκε εν συνεχεία εγγράφως. Μόνον η έγγραφη δήλωση, η οποία ήταν πιο σύντομη, περιελήφθη στον φάκελο και προβλήθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση (αιτιολογική σκέψη 198 και υποσημείωση 217 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

304    Η Επιτροπή διευκρινίζει ότι, στο πλαίσιο της προσβάσεως στον φάκελο που επετράπη στην προσφεύγουσα, το επίμαχο έγγραφο είχε ρητώς μνημονευθεί ως εσωτερικό έγγραφο της Επιτροπής και δεν είχε χρησιμοποιηθεί για την κατάρτιση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

305    Συνεπώς, το επίμαχο έγγραφο, ελλείψει ενδείξεως περί του ότι ελήφθη στην πραγματικότητα υπόψη από την Επιτροπή, δεν μπορεί να θεωρηθεί μη γνωστοποιηθέν νέο επιβαρυντικό στοιχείο.

306    Όσον αφορά τα υποτιθέμενα απαλλακτικά στοιχεία, πρέπει να τονισθεί ότι, για να γίνουν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας, ο φάκελος που καταρτίζει η Επιτροπή πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των κρίσιμων εγγράφων που συνελέγησαν κατά την έρευνα. Ειδικότερα, καίτοι βεβαίως επιτρέπεται να αποκλεισθούν από τη διοικητική διαδικασία τα στοιχεία που δεν έχουν καμία σχέση με τους πραγματικούς και νομικούς ισχυρισμούς που περιέχονται στην ανακοίνωση των αιτιάσεων και τα οποία δεν έχουν, κατά συνέπεια, καμία σημασία για την έρευνα, δεν μπορεί να εναπόκειται μόνο στην Επιτροπή να καθορίζει τα έγγραφα που είναι χρήσιμα για την άμυνα της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως (απόφαση Aalborg Portland κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 109 ανωτέρω, σκέψη 126).

307    Συναφώς, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν ικανοποίησε τις απαιτήσεις αυτές, αποκλείοντας από τον φάκελο το επίμαχο έγγραφο, το οποίο περιέχει μια καταγραφή της προφορικής δηλώσεως της Solvay, σχετικά με μία από τις συσκέψεις των οποίων έγινε επίκληση στην προσβαλλόμενη απόφαση, ενώ η γραπτή δήλωση στην οποία προέβη η ίδια επιχείρηση σχετικά με τη σύσκεψη αυτή είχε ληφθεί υπόψη ως κρίσιμο στοιχείο της έρευνας.

308    Πρέπει να υπομνησθεί, ωστόσο, ότι η παρατυπία αυτή δεν μπορεί να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλομένης αποφάσεως, παρά μόνον αν ενδέχεται να επηρέασε τη διεξαγωγή της διαδικασίας και το περιεχόμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως εις βάρος της προσφεύγουσας, η οποία οφείλει να αποδείξει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το μη κοινοποιηθέν απαλλακτικό έγγραφο για την άμυνά της, ιδίως δε ότι θα μπορούσε να επικαλεσθεί στοιχεία τα οποία δεν συμφωνούσαν με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής στο στάδιο της ανακοινώσεως των αιτιάσεων και συνεπώς ότι θα μπορούσε να επηρεάσει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, τις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. σκέψη 265 ανωτέρω).

309    Συναφώς, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι η μη κοινοποιηθείσα μορφή της δηλώσεως της Solvay περιέχει αναφορές σχετικά με την έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των παραγωγών, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη διαπίστωση του παράνομου περιεχομένου της συσκέψεως της 26ης Νοεμβρίου 1997.

310    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η μη κοινοποιηθείσα μορφή της δηλώσεως περιέχει όσα είπε ο εκπρόσωπος της Solvay, τα οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, περιγράφοντας το «πολεμικό κλίμα» μεταξύ των μετεχόντων στις συζητήσεις, οι οποίοι δεν εθεωρούντο «ανταγωνιστές, αλλά εχθροί», ενώ «χρειαζόταν ένα πιο συμπαθητικό μέρος προκειμένου οι άνθρωποι να αρχίσουν να συζητούν μεταξύ τους [...] για να πεισθούν οι μετέχοντες ότι θα αυξάνονταν οι τιμές και ότι κάποιος άλλος δεν θα επωφελείτο από αυτό για να πάρει τον πελάτη».

311    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, μολονότι ορισμένα χωρία της προφορικής δηλώσεως της Solvay, ιδίως όσα προπαρατέθηκαν, δεν περιλαμβάνονται στη γραπτή μορφή της δηλώσεως αυτής, η οποία είναι συντομότερη και η μόνη η οποία περιελήφθη στον φάκελο, το περιεχόμενο ωστόσο των δύο αυτών μορφών δεν διαφέρει σημαντικά.

312    Συγκεκριμένα, τα χωρία τα οποία επικαλέστηκε η προσφεύγουσα, στα οποία γίνεται αναφορά σε ένα κλίμα δυσπιστίας μεταξύ των τότε παραγωγών, το οποίο εξάλλου διαπιστώθηκε από την Επιτροπή όσον αφορά μια άλλη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε την ίδια περίοδο (αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν μπορούν να επηρεάσουν την εκτίμηση ότι η επίμαχη σύσκεψη είχε χαρακτήρα συμπαιγνίας, η οποία προέκυπτε από μια δέσμη ενδείξεων των οποίων έγινε επίκληση στις αιτιολογικές σκέψεις 198 έως 205 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ειδικότερα στην ίδια αυτή δήλωση, η Solvay τόνισε ρητώς τον παράνομο χαρακτήρα των συζητήσεων, διευκρινίζοντας ότι «κατά το [επίμαχο] δείπνο, συμφωνήθηκε να επιχειρηθεί αύξηση των τιμών προκειμένου αυτές να ανέλθουν στα [...] ήδη από την 1η Ιανουαρίου 1998» (αιτιολογική σκέψη 203 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

313    Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, μολονότι είναι παράτυπη, η παράλειψη τοποθετήσεως στον φάκελο της καταγραφής της επίμαχης προφορικής δηλώσεως δεν μπορούσε να επηρεάσει τις εκτιμήσεις που διατυπώθηκαν στην προσβαλλόμενη απόφαση σχετικά με την επίμαχη σύσκεψη.

314    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο λόγος ακυρώσεως που αντλείται από την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου

 Επιχειρήματα των διαδίκων

315    Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, καταρχάς, ότι το ύψος του προστίμου της υπερβαίνει το 10 % του κύκλου εργασιών της τον οποίο πραγματοποίησε κατά το 2005, κατά παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού 1/2003.

316    Επιπλέον, το ποσό είναι δυσανάλογο, αν ληφθεί υπόψη η ελάχιστη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις δραστηριότητες του καρτέλ. Η Επιτροπή θα μπορούσε, το πολύ, να διαπιστώσει ότι η προσφεύγουσα είχε διαπράξει μια «τεχνική παράβαση» του άρθρου 81 ΕΚ, στον βαθμό που οι υπάλληλοί της, είχαν ακούσει συζητήσεις οι οποίες «παρεξέκλιναν» από νόμιμα θέματα προς «ακατάλληλα» θέματα κατά τις συσκέψεις των αρχών του 1999 στο Μιλάνο και του Δεκεμβρίου του 1999 στο Φράιμπουργκ.

317    Έτσι, αφενός, η διάρκεια της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση θα έπρεπε να μειωθεί κατά ένα έτος, με αντίστοιχη μείωση του ποσού του προστίμου. Αφετέρου, το ποσό του προστίμου θα έπρεπε να μειωθεί για να ληφθεί υπόψη ο παθητικός ρόλος ή ρόλος ουραγού τον οποίο είχε η προσφεύγουσα στην παράβαση και ο οποίος απορρέει από την απλή παρουσία στις δύο επίμαχες συσκέψεις, χωρίς ενεργό συμμετοχή στις συζητήσεις.

318    Περαιτέρω, όλες οι άλλες επιχειρήσεις, εξαιρουμένης της Caffaro, της οποίας το ποσό του προστίμου μειώθηκε λόγω του παθητικού της ρόλου, είχαν πράγματι επιχειρήσει να οργανώσουν συσκέψεις καρτέλ. Η προσφεύγουσα όμως ούτε οργάνωσε ούτε φιλοξένησε συσκέψεις καρτέλ. Υπήρξε ένας από τους «κακούς μαθητές», καθόσον έκλεψε τα μερίδια αγοράς της Kemira, της Degussa και της Solvay και είχε αναφέρει στην EKA Chemicals ότι θα εξακολουθούσε να πραγματοποιεί πωλήσεις στη Σκανδιναβία «σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε από τη διεύθυνση». Στην προσφεύγουσα οφείλεται η αποτυχία των συσκέψεων του καρτέλ στη Σεβίλλη, καθόσον αρνήθηκε να «παίξει το παιχνίδι» και δεν προσκλήθηκε στη σύσκεψη της επομένης ημέρας.

319    Τέλος, στο πλαίσιο της διαφορετικής μεταχειρίσεως, η προσφεύγουσα τέθηκε στην ίδια κατηγορία με άλλες επιχειρήσεις που κατείχαν μερίδια αγοράς μεταξύ 9 % και 11 % το 1999. Το 1994, όταν άρχισε υποτίθεται το καρτέλ, η προσφεύγουσα είχε μερίδιο αγοράς 5 % και κατόρθωσε να διπλασιάσει το μερίδιό της στην αγορά με την ανταγωνιστική συμπεριφορά της κατά την περίοδο του καρτέλ. Δεν είναι λογικό να της επιβληθεί πρόστιμο ποσού ισοδύναμου με αυτό που επιβλήθηκε στα ενεργά μέλη του καρτέλ.

320    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα επαναλαμβάνει ότι διαδραμάτισε παθητικό ρόλο στην παράβαση, πράγμα που επιβεβαιώνεται από τις συχνές διαμαρτυρίες των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη κατά των ανταγωνιστικών δραστηριοτήτων της, που έχουν ως αποτέλεσμα τον διπλασιασμό των μεριδίων της στην αγορά, καθώς και από την «τεχνική» φύση της υποτιθέμενης συμμετοχής της στην παράβαση, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα παρέμεινε βεβαίως σε δύο συσκέψεις κατά τις οποίες πραγματοποιήθηκαν «ακατάλληλες» συζητήσεις, αλλά χωρίς να μετάσχει ενεργά στις συζητήσεις αυτές. Περαιτέρω, η Επιτροπή επιχείρησε κακώς να εξομοιώσει τη θεμιτή συμμετοχή σε συνελεύσεις του CFIC, που αποτελεί μια εμπορική οργάνωση, με τη συμμετοχή σε δραστηριότητες που συνιστούν σύμπραξη.

321    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

322    Στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, που προβλήθηκε προς στήριξη του αιτήματος περί μειώσεως του ποσού του προστίμου, η προσφεύγουσα προβάλλει τρεις αιτιάσεις.

323    Πρώτον, προβάλλοντας παράβαση του άρθρου 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να εφαρμόσει την εν λόγω διάταξη, λαμβάνοντας υπόψη των κύκλο εργασιών της, θεωρούμενο μεμονωμένα, και όχι το άθροισμα του κύκλου εργασιών της μητρικής της εταιρίας και της προσφεύγουσας.

324    Πρέπει να υπομνησθεί ότι το ανώτατο όριο του 10 % του κύκλου εργασιών, που προβλέπεται στο άρθρο 23, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1/2003, πρέπει να υπολογίζεται βάσει του αθροίσματος του κύκλου εργασιών όλων των εταιριών που αποτελούν την οικονομική οντότητα η οποία ευθύνεται για την παράβαση για την οποία επιβάλλεται κύρωση (απόφαση HFB κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 97 ανωτέρω, σκέψη 528). Αντιθέτως, αν η οικονομική αυτή οντότητα έχει εν τω μεταξύ διασπαστεί, κάθε αποδέκτης της αποφάσεως έχει δικαίωμα να του εφαρμοστεί ατομικώς το εν λόγω ανώτατο όριο (απόφαση του Πρωτοδικείου της 15ης Ιουνίου 2005, T-71/03, T-74/03, T-87/03 και T-91/03, Tokai Carbon κ.λπ. κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 390).

325    Με βάση τις εκτιμήσεις αυτές, η υπό κρίση αιτίαση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η FMC και η ίδια συνιστούσαν την ενιαία οικονομική οντότητα που ευθύνεται για την παράβαση και, ως εκ τούτου, θεωρήθηκαν αλληλεγγύως υπεύθυνες για την επίμαχη παράβαση. Ομοίως δεν υποστηρίζει ότι η οντότητα αυτή διασπάστηκε πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

326    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η διάρκεια της συμμετοχής της στην παράβαση θα έπρεπε να μειωθεί κατά ένα έτος, με αντίστοιχη μείωση του ποσού του προστίμου. Συγκεκριμένα, κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή θα μπορούσε, το πολύ, να διαπιστώσει ότι είχε διαπράξει «τεχνική παράβαση» του άρθρου 81 ΕΚ, στον βαθμό που οι υπάλληλοί της είχαν ακούσει συζητήσεις οι οποίες «παρεξέκλιναν» από νόμιμα θέματα προς «ακατάλληλα θέματα», κατά τις συσκέψεις του 1999 στο Μιλάνο και στο Φράιμπουργκ.

327    Πρέπει να θεωρηθεί ότι η αιτίαση αυτή συγχέεται με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως που αφορά την αμφισβήτηση της παραβάσεως και, συνεπώς, πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 245 έως 254 ανωτέρω.

328    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να της αναγνωρίσει μια ελαφρυντική περίσταση αντλούμενη από τον παθητικό της ρόλο στην παράβαση.

329    Πρέπει να παρατηρηθεί, καταρχάς, ότι, μολονότι η Επιτροπή αναφέρει ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέστηκε ρητώς τον παθητικό της ρόλο κατά τη διοικητική διαδικασία, η εκτίμηση αυτή δεν ασκεί επιρροή στο παραδεκτό της υπό κρίση αιτιάσεως (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 8ης Οκτωβρίου 2008, T‑73/04, Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. II‑2661, σκέψη 194).

330    Συγκεκριμένα, αφενός, οι επιχειρήσεις που είναι αποδέκτες ανακοινώσεως αιτιάσεων δεν υποχρεούνται να ζητούν ειδικώς να τους αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις. Αφετέρου, όταν μια παράβαση έχει διαπραχθεί από πλείονες επιχειρήσεις, η Επιτροπή υποχρεούται να εξετάζει τη σχετική βαρύτητα της συμμετοχής στην παράβαση εκάστης από αυτές, προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον υπάρχουν, ως προς τις επιχειρήσεις αυτές, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές περιστάσεις, ειδικότερα όταν πρόκειται, όπως εν προκειμένω, για ελαφρυντική περίσταση η οποία μνημονεύεται ρητώς στον μη εξαντλητικό κατάλογο του σημείου 3 των κατευθυντηρίων γραμμών.

331    Εν συνεχεία, επί της ουσίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο «αποκλειστικά παθητικός ή ουραγού ρόλος» μιας επιχειρήσεως στη διάπραξη της παραβάσεως μπορεί, αν αποδειχθεί, να συνιστά ελαφρυντική περίσταση, σύμφωνα με το σημείο 3, πρώτη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, διευκρινιζομένου ότι ο παθητικός αυτός ρόλος συνεπάγεται την εκ μέρους της οικείας επιχειρήσεως υιοθέτηση ενός «χαμηλού προφίλ», δηλαδή την έλλειψη ενεργού συμμετοχής στην εκπόνηση της ή των επιζήμιων για τον ανταγωνισμό συμφωνιών (απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑220/00, Cheil Jedang κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. II‑2473, σκέψη 167).

332    Μεταξύ των στοιχείων από τα οποία μπορεί να προκύψει ο παθητικός ρόλος μιας επιχειρήσεως εντός της συμπράξεως, μπορούν να ληφθούν υπόψη ο αισθητά σποραδικότερος χαρακτήρας των συμμετοχών της στις συσκέψεις σε σχέση με τα τακτικά μέλη της συμπράξεως, καθώς και η όψιμη είσοδός της στην αγορά που αποτέλεσε το αντικείμενο της παραβάσεως, ανεξαρτήτως της διαρκείας της συμμετοχής της σ’ αυτήν, ή ακόμη η ύπαρξη ρητών συναφώς δηλώσεων εκπροσώπων τρίτων επιχειρήσεων που μετείχαν στην παράβαση (βλ. απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 329 ανωτέρω, σκέψη 164 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να ληφθεί υπόψη το σύνολο των κρίσιμων περιστάσεων της υπό κρίση περιπτώσεως.

333    Κατά πάγια νομολογία, η Επιτροπή διαθέτει περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή ελαφρυντικών περιστάσεων (αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 8ης Ιουλίου 2004, T‑44/00, Mannesmannröhren-Werke κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑2223, σκέψη 307, και Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 602).

334    Εν προκειμένω, πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο ρόλος της στην παράβαση απορρέει από μια απλή παρουσία σε δύο συσκέψεις σχετικά με το PBS, μια σύσκεψη των αρχών του 1999 στο Μιλάνο και μια σύσκεψη τον Δεκέμβριο του 1999 στο Φράιμπουργκ, χωρίς καμία ενεργό συμμετοχή στις συζητήσεις. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι σε αυτήν οφείλεται η αποτυχία των συσκέψεων της Σεβίλλης, καθόσον αρνήθηκε να «παίξει το παιχνίδι». Περαιτέρω, η Επιτροπή επιχείρησε κακώς να εξομοιώσει τη νόμιμη συμμετοχή της σε συνελεύσεις του CEFIC με τη συμμετοχή σε παραβατικές δραστηριότητες.

335    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, στον βαθμό που στηρίζεται εξ ολοκλήρου στα επιχειρήματα που απορρίφθηκαν στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ιδίως στις σκέψεις 154 έως 167, 202 έως 221 και 245 έως 254.

336    Δεύτερον, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι ο ρόλος της ήταν διαφορετικός από αυτόν όλων των άλλων μερών της συμπράξεως, εξαιρουμένης της Caffaro, της οποίας ο παθητικός ρόλος αναγνωρίστηκε από την Επιτροπή. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ήταν ένας από τους «κακούς μαθητές», καθόσον απέκτησε τα μερίδια αγοράς της Kemira, της Degussa και της Solvay, και ανέφερε στην EKA Chemicals ότι εξακολουθούσε να πραγματοποιεί πωλήσεις στη Σκανδιναβία. Ο παθητικός της ρόλος στην παράβαση υποτίθεται ότι επιβεβαιώνεται από τις διαμαρτυρίες των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη κατά των ανταγωνιστών δραστηριοτήτων της προσφεύγουσας, καθώς και από τη σημαντική αύξηση του μεριδίου της στην αγορά κατά τη διάρκεια της παραβατικής περιόδου.

337    Όπως όμως προκύπτει από την εξέταση ανωτέρω του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η Επιτροπή απέδειξε, επαρκώς κατά νόμο, ότι η προσφεύγουσα είχε εκπροσωπηθεί ή ενημερωθεί, όσον αφορά την πλειονότητα των συσκέψεων που αποσκοπούσαν στη συμπαιγνία και οι οποίες διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση, κατά την περίοδο μεταξύ της 29ης Μαΐου 1997 και της 13ης Δεκεμβρίου 1999. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να διατείνεται, συναφώς, ότι η συμμετοχή της ήταν αισθητώς σποραδικότερη από αυτή των λοιπών μερών της συμπράξεως. Ο τρόπος της συμμετοχής αυτής, ήτοι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν μετέσχε αυτοπροσώπως σε ορισμένες συσκέψεις, αλλά ενημερώθηκε σχετικώς από τηλεφώνου, συνάδει με το ότι οι συσκέψεις αυτές διεξήχθησαν λαθραίως και ουδόλως πιστοποιεί ότι η προσφεύγουσα διαδραμάτισε αποκλειστικά παθητικό ρόλο ή ρόλο ουραγού.

338    Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα ανήκε σε μια ομάδα εταιριών τις οποίες η Degussa και η Solvay αποκαλούσαν οι «κακοί» ή «οι κακοί μαθητές» δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι η στάση της διαφοροποιήθηκε σημαντικά από αυτή των λοιπών μετεχόντων στη σύμπραξη. Επρόκειτο συγκεκριμένα για μια ομάδα στην οποία ανήκαν τέσσερις από τους οκτώ μετέχοντες στη σύμπραξη, ήτοι οι μικροί παραγωγοί PH οι οποίοι ήθελαν να αυξήσουν τη συνολική παραγωγική ικανότητα εις βάρος των τιμών (αιτιολογική σκέψη 130 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Λαμβανομένων υπόψη των διαπιστώσεων της Επιτροπής οι οποίες δεν τέθηκαν εν αμφιβόλω από την προσφεύγουσα (βλ. σκέψεις 162 και 163 ανωτέρω), το γεγονός ότι τα συμφέροντα αυτής της ομάδας παραγωγών δεν συνέπιπταν με τη στρατηγική που πρότειναν οι μεγάλες επιχειρήσεις της αγοράς, ήτοι η Degussa και η Solvay (αιτιολογικές σκέψεις 139 και 166 της προσβαλλομένης αποφάσεως), δεν συνεπάγεται ότι οι παραγωγοί αυτοί είχαν υιοθετήσει μια αμιγώς παθητική συμπεριφορά ή συμπεριφορά ουραγού.

339    Περαιτέρω, καίτοι η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι λοιποί παραγωγοί διαμαρτυρήθηκαν για τις ανταγωνιστικές της δραστηριότητες στην αγορά, εντούτοις δεν επικαλείται καμία ρητή σχετική δήλωση, από την οποία να μπορεί να αποδειχθεί η παθητική της συμπεριφορά στο πλαίσιο της συμπράξεως.

340    Συγκεκριμένα, αφενός, η προσφεύγουσα στηρίζεται στις δηλώσεις των υπαλλήλων της σχετικά με την επιθετική ανταγωνιστική στρατηγική που υιοθέτησε η επιχείρηση. Αφετέρου, αναφέρεται σε ορισμένες ενδείξεις οι οποίες αφορούν αποκλειστικά την περίοδο πριν από την ημερομηνία ενάρξεως της συμμετοχής της στην παράβαση, στις 29 Μαΐου 1997, ήτοι ένα σημείωμα σχετικό με τη σύσκεψη της 31ης Ιανουαρίου 1994 μεταξύ της EKA Chemicals και της Kemira, στο οποίο αναφέρεται ότι η τελευταία αυτή «είχε ηττηθεί […] στη Γαλλία από την FMC και την AL», τη δήλωση της Atofina σχετικά με μια «υπενθύμιση από την Degussa της εξελίξεως των μεριδίων αγοράς μεταξύ [1988-1989] και [1995] με πολύ μεγάλη μείωση [των μεριδίων] της Solvay και της Degussa από την οποία επωφελήθηκαν [διάφορες άλλες επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσφεύγουσα]», καθώς και μια αναφορά της EKA Chemicals, σύμφωνα με την οποία, «κατά τη διάρκεια του 1996, η FMC και η Ausimont αύξησαν τα μερίδιά τους στην αγορά με επιθετικές ενέργειες όσον αφορά τις τιμές» και, στα «τέλη [του 1996,] οι ανταγωνιστές τους […] αντεπιτέθηκαν σφοδρώς προκειμένου να ανακαταλάβουν τις θέσεις τους.».

341    Με βάση το σύνολο των εκτιμήσεων αυτών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προέβαλε κάποιο επιχείρημα από το οποίο να μπορεί να αποδειχθεί ότι ο ρόλος της στη σύμπραξη ήταν αποκλειστικά παθητικός ή ρόλος ουραγού.

342    Τέλος, χωρίς να αναπτύξει συγκεκριμένη επιχειρηματολογία, η προσφεύγουσα επικρίνει την Επιτροπή για το ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι είχε κατορθώσει να αυξήσει, σημαντικά, το μερίδιό της στην αγορά του PH μεταξύ 1994 και 1999, ήτοι κατά την περίοδο της συμπράξεως.

343    Πρέπει να παρατηρηθεί ότι, με την επιχειρηματολογία αυτή, η προσφεύγουσα δεν θέτει εν αμφιβόλω τις εκτιμήσεις σχετικά με τη διαφορετική διαχείριση, στον βαθμό που δέχεται ότι τέθηκε στην ίδια κατηγορία με αυτή των επιχειρήσεων που κατείχαν το 1999 παρεμφερή μερίδια αγοράς. Υποστηρίζει, αντιθέτως, ότι από την εν λόγω περίσταση αποδεικνύεται ο επιθετικά ανταγωνιστικός ρόλος τον οποίον υποτίθεται ότι διαδραμάτισε στην αγορά, παρά τη συμμετοχή της στη σύμπραξη, και ο οποίος θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο των ελαφρυντικών περιστάσεων.

344    Συναφώς, πρέπει να παρατηρηθεί ότι, ενώ η προσφεύγουσα αναφέρεται στην αύξηση του μεριδίου της στην αγορά του PH την περίοδο μεταξύ 1994 και 1999, η υποτιθέμενη αυτή αύξηση, σύμφωνα με τα στοιχεία που προέβαλε η ίδια η προσφεύγουσα, είναι πολύ πιο περιορισμένη κατά την παραβατική περίοδο που ελήφθη έναντι αυτής υπόψη, ήτοι μεταξύ 1997 και 1999.

345    Κατά το σημείο 3, δεύτερη περίπτωση, των κατευθυντηρίων γραμμών, η «μη ουσιαστική εφαρμογή των παρανόμων συμφωνιών ή πρακτικών» μπορεί να συνιστά ελαφρυντική περίπτωση, στον βαθμό που η εμπλεκόμενη επιχείρηση αποδεικνύει ότι, κατά την περίοδο κατά την οποία προσχώρησε στις παραβατικές συμφωνίες, απέφυγε στην πράξη την εφαρμογή τους τηρώντας ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά ή, τουλάχιστον, ότι παρέβη σαφώς και σε σημαντικό βαθμό τις σκοπούσες στην εφαρμογή της συμπράξεως αυτής υποχρεώσεις, μέχρι σημείου να διαταράξει την ίδια τη λειτουργία της συμπράξεως αυτής (βλ. απόφαση Carbone‑Lorraine κατά Επιτροπής, σκέψη 329 ανωτέρω, σκέψη 196 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

346    Περαιτέρω, το γεγονός και μόνον ότι μια επιχείρηση, της οποίας αποδείχθηκε η συμμετοχή σε συνεννόηση με τους ανταγωνιστές της, δεν συμπεριφέρθηκε στην αγορά όπως είχε συμφωνήσει με τους ανταγωνιστές της, ασκώντας μια μάλλον ανεξάρτητη πολιτική στην αγορά, δεν συνιστά οπωσδήποτε στοιχείο που πρέπει να ληφθεί υπόψη ως ελαφρυντική περίσταση. Δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η επιχείρηση αυτή απλώς επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (βλ απόφαση Lafarge κατά Επιτροπής, σκέψη 116 ανωτέρω, σκέψεις 772 και 773 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

347    Εν προκειμένω, το γεγονός και μόνον ότι η προσφεύγουσα κατόρθωσε να αυξήσει το μερίδιό της στην αγορά του PH δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι απέφυγε στην πράξη την εφαρμογή των παραβατικών συμφωνιών, που συνεπάγονταν αυξήσεις των τιμών και τον καταμερισμό των αγορών, υιοθετώντας μια ανταγωνιστική συμπεριφορά στην αγορά. Η περίσταση αυτή δεν δικαιολογεί συνεπώς την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων, στον βαθμό που δεν μπορεί να αποκλεισθεί ότι η προσφεύγουσα απλώς κατόρθωσε να χρησιμοποιήσει τη σύμπραξη προς όφελός της (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση Bolloré κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 118 ανωτέρω, σκέψη 629 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

348    Κατόπιν όλων των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθούν οι αιτιάσεις που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

349    Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

350    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έκτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την FMC Foret SA στα δικαστικά έξοδα.

Vadapalas

Dittrich

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 16 Ιουνίου 2011.

(υπογραφές)

Πίνακας περιεχομένων


Ιστορικό της διαφοράς

Η προσβαλλόμενη απόφαση

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά προβαλλομένη πλάνη κατά την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων περί της συμμετοχής της προσφεύγουσας στην παράβαση

Επιχειρήματα των διαδίκων

– Επί των τηλεφωνικών κλήσεων που δέχθηκε η προσφεύγουσα

– Επί των επαφών που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC

– Επί της συσκέψεως της 13ης Ιουλίου 1998 στο Kφnigswinter

– Επί της συσκέψεως με την Degussa, η οποια έλαβε χώρα στις 28 Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες

– Επί των αφορωσών το PBS συσκέψεων

– Επιχειρήματα προβληθέντα στο πλαίσιο του υπομνήματος απαντήσεως

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

– Επί των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με τη συμμετοχή της προσφεύγουσας στην παράβαση

– Επί των πολυμερών συσκέψεων της 28ης ή της 29ης Μαΐου 1997 στη Σεβίλλη

– Επί των τηλεφωνικών κλήσεων που έλαβε η προσφεύγουσα

– Επί των επαφών που έλαβαν χώρα στο περιθώριο των συνελεύσεων του CEFIC

– Επί της συσκέψεως της 13ης Ιουλίου 1998 στο Kφnigswinter

– Επί της συσκέψεως με την Degussa στις 28 Σεπτεμβρίου 1998 στις Βρυξέλλες

– Επί των συσκέψεων που αφορούσαν το PBS

– Συμπέρασμα

Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της προσβάσεως στον φάκελο

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

– Επί των απαλλακτικών στοιχείων που φέρονται να αντλήθηκαν από τις απαντήσεις της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

– Επί των απαλλακτικών στοιχείων που φέρονται να περιέχονται στις απαντήσεις της Solvay και της Degussa στην ανακοίνωση των αιτιάσεων

– Επί του εγγράφου της Solvay

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά τον καθορισμό του ύψους του προστίμου

Επιχειρήματα των διαδίκων

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.