Language of document : ECLI:EU:T:2009:392

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έκτο τμήμα)

της 7ης Οκτωβρίου 2009(*)

«Φυτοπροστατευτικά προϊόντα – Δραστική ουσία χλωροθαλονίλη – Τροποποίηση της καταχωρίσεως στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ – Οδηγία 2006/76/ΕΚ – Αναδρομικότητα – Έλλειψη μεταβατικής περιόδου – Ασφάλεια δικαίου – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως»

Στην υπόθεση T‑380/06,

Vischim Srl, με έδρα το Cesano Maderno (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους C. Mereu και K. Van Maldegem, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τους L. Parpala και B. Doherty,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/76/ΕΚ της Επιτροπής, της 22ας Σεπτεμβρίου 2006, για τροποποίηση της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου όσον αφορά τις προδιαγραφές της δραστικής ουσίας χλωροθαλονίλης (ΕΕ L 263, σ. 9),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έκτο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. W. H. Meij, πρόεδρο, F. Dehousse και V. Vadapalas (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Το νομικό πλαίσιο

 Οδηγία 91/414/ΕΟΚ

1        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 91/414/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 1991, σχετικά με τη διάθεση στην αγορά φυτοπροστατευτικών προϊόντων (ΕΕ L 230, σ. 1), «[τ]α κράτη μέλη φροντίζουν ώστε κάθε φυτοπροστατευτικό προϊόν να εγκρίνεται μόνον εφόσον οι δραστικές του ουσίες περιλαμβάνονται στο παράρτημα Ι και πληρούνται οι όροι του εν λόγω παραρτήματος».

2        Κατά το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414, «[μ]ε βάση τις τρέχουσες επιστημονικές και τεχνικές γνώσεις, μία δραστική ουσία καταχωρίζεται στο παράρτημα Ι για μια αρχική περίοδο που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα δέκα έτη, εφόσον μπορεί να αναμένεται ότι τα φυτοπροστατευτικά προϊόντα που την περιέχουν θα πληρούν τους […] όρους» που ορίζονται στη συνέχεια και ανάγονται στη μη βλαπτικότητα για την υγεία των ανθρώπων και των ζώων και για το περιβάλλον.

3        Βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, πρώτη και δεύτερη περίπτωση, της ίδιας οδηγίας, η καταχώριση δύναται να εξαρτηθεί από απαιτήσεις σχετικά με τον «ελάχιστο βαθμό καθαρότητας της δραστικής ουσίας» και τη «μέγιστη περιεκτικότητα σε ορισμένα συνοδά της και τη φύση τους».

4        Το άρθρο 6, παράγραφος 1, της οδηγίας 91/414 ορίζει:

«Η καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι αποφασίζεται με τη διαδικασία του άρθρου 19.

Με τη διαδικασία αυτή αποφασίζονται επίσης:

–        οι όροι καταχώρισης,

–        οι αναγκαίες τροποποιήσεις του παραρτήματος Ι,

[…]».

5        Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 91/414, «[κ]ατά παρέκκλιση του άρθρου 4 […], ένα κράτος μέλος μπορεί, επί περίοδο δώδεκα ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας, να εγκρίνει τη διάθεση στην αγορά, στην επικράτειά του, φυτοπροστατευτικών προϊόντων τα οποία περιέχουν δραστικές ουσίες που δεν αναφέρονται στο παράρτημα Ι και [που] διατίθενται ήδη στην αγορά δύο έτη μετά την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας οδηγίας».

6        Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας, κατά την ίδια δωδεκαετή περίοδο η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αρχίζει ένα πρόγραμμα εργασίας για τη σταδιακή εξέταση των δραστικών αυτών ουσιών.

7        Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 91/414, «[κ]ατά τη δωδεκαετή [αυτή] περίοδο και αφού εξετασθεί μια […] δραστική ουσία από την επιτροπή που αναφέρεται στο άρθρο 19, μπορεί να αποφασιστεί, με τη διαδικασία του ίδιου άρθρου 19, ότι η εν λόγω δραστική ουσία μπορεί να καταχωριστεί στο παράρτημα Ι και υπό ποιους όρους ή, εάν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5 ή δεν έχουν υποβληθεί οι απαιτούμενες πληροφορίες και δεδομένα εντός της οριζόμενης προθεσμίας, ότι δεν θα καταχωριστεί». Η διάταξη αυτή διευκρινίζει και ότι «[τ]α κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, ανάλογα με την περίπτωση, οι σχετικές εγκρίσεις χορηγούνται, ανακαλούνται ή τροποποιούνται εντός της οριζόμενης προθεσμίας».

8        Το άρθρο 19 της οδηγίας 91/414, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 806/2003 του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2003 (ΕΕ L 122, σ. 1), ορίζει ότι η Επιτροπή επικουρείται από μια κανονιστική επιτροπή, τη μόνιμη επιτροπή για την τροφική αλυσίδα και την υγεία των ζώων (στο εξής: κανονιστική επιτροπή).

9        Όσον αφορά τη δραστική ουσία χλωροθαλονίλη, η περίοδος του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414, η οποία επρόκειτο να λήξει στις 26 Ιουλίου 2003, παρατάθηκε στην αρχή μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2005, με τον κανονισμό (ΕΚ) 2076/2002 της Επιτροπής, της 20ής Νοεμβρίου 2002 (ΕΕ L 319, σ. 3), και μετά μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2006, με τον κανονισμό (ΕΚ) 1335/2005 της Επιτροπής, της 12ης Αυγούστου 2005 (ΕΕ L 211, σ. 6), υπό τον προϋπόθεση ότι δεν θα είχε ληφθεί, προ της ημερομηνίας αυτής, απόφαση για την καταχώρισή της στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

 Κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92

10      Ο κανονισμός (ΕΟΚ) 3600/92 της Επιτροπής, της 11ης Δεκεμβρίου 1992, σχετικά με τον καθορισμό των λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του πρώτου σταδίου του προγράμματος εργασίας που αναφέρεται στο άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 (ΕΕ L 366, σ. 10), οργανώνει τη διαδικασία αξιολογήσεως διαφόρων δραστικών ουσιών, στις οποίες περιλαμβάνεται η χλωροθαλονίλη, με σκοπό την ενδεχόμενη καταχώρισή τους στο παράρτημα Ι της οδηγίας αυτής.

11      Κατά το άρθρο 4, παράγραφος l, του κανονισμού 3600/92, «[ο]ι παραγωγοί που θέλουν να εξασφαλίσουν την καταχώριση κάποιας δραστικής ουσίας […] στο παράρτημα Ι της οδηγίας [91/414] θα πρέπει να προβούν σε σχετική κοινοποίηση στην Επιτροπή εντός έξι μηνών από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος κανονισμού».

12      Το άρθρο 7, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 3600/92, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΚ) 1199/97 της Επιτροπής, της 27ης Ιουνίου 1997 (ΕΕ L 170, σ. 19), διέπει τα της εξετάσεως των φακέλων που υποβάλλονται από τους παραγωγούς που έχουν προβεί στην πιο πάνω κοινοποίηση.

13      Κατά το άρθρο 8, παράγραφος 3, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 3600/92, όπως έχει τροποποιηθεί:

«Μετά από την εξέταση […] η Επιτροπή […] παρουσιάζει στην επιτροπή:

α)      σχέδιο οδηγίας να καταχωριστεί η δραστική ουσία στο παράρτημα Ι της οδηγίας ορίζοντας ενδεχομένως τους όρους για την καταχώριση αυτή, συμπεριλαμβανομένης της προθεσμίας·

[…]».

 Το ιστορικό της διαφοράς

 Καταχώριση της χλωροθαλονίλης στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414

14      Στις 8 Ιουλίου 1993, η προσφεύγουσα Vischim Srl, ιταλική εταιρία που παρασκευάζει χλωροθαλονίλη, πληροφόρησε την Επιτροπή για το συμφέρον της να καταχωριστεί η δραστική αυτή ουσία στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

15      Μόνο δύο παραγωγοί που προέβησαν σε κοινοποίηση σχετικά με τη χλωροθαλονίλη κατέθεσαν εμπροθέσμως τον φάκελό τους, δηλαδή η εταιρία ISK Biotech Europe (την οποία κατά τη διαδικασία αξιολογήσεως υποκατέστησε η εταιρία Zeneca Agrochemicals, νυν Syngenta) και η προσφεύγουσα.

16      Κατόπιν εξετάσεως των φακέλων αυτών, η Επιτροπή εξέδωσε στις 16 Σεπτεμβρίου 2005 την οδηγία 2005/53/ΕΚ για τροποποίηση της οδηγίας 91/414 ώστε να καταχωριστούν οι ουσίες χλωροθαλονίλη, chlorotoluron, cypermethrin, daminozide και thiophanate-methyl ως δραστικές ουσίες (ΕΕ L 241, σ. 51).

17      Βάσει του άρθρου 1 της οδηγίας 2005/53, και του παραρτήματός της, η χλωροθαλονίλη καταχωρίστηκε υπό τον αριθμό 102 στον πίνακα που εμφαίνεται στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414. Η τέταρτη στήλη του πίνακα αυτού, η οποία επιγράφεται «Καθαρότητα», αναφέρει «Εξαχλωροβενζόλιο: όχι πάνω από 0,01 g/kg».

18      Από την έκθεση επανεξετάσεως της χλωροθαλονίλης (έγγραφο SANCO/4343/2000 τελικό της 14ης Φεβρουαρίου 2005, στο εξής: έκθεση επανεξετάσεως) προκύπτει ότι η εν λόγω προϋπόθεση σχετικά με την ανώτατη περιεκτικότητα σε εξαχλωροβενζόλιο (HCB) τάχθηκε λαμβανομένων υπόψη των προδιαγραφών της χλωροθαλονίλης που ο FAO (Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών για τη Διατροφή και τη Γεωργία) κατήρτισε τον Φεβρουάριο του 2005.

19      Βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/53, τα κράτη μέλη οφείλουν, αν παραστεί ανάγκη, να τροποποιήσουν ή να ανακαλέσουν μέχρι τις 31 Αυγούστου 2006 τις ισχύουσες εγκρίσεις φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν χλωροθαλονίλη, εξακριβώνοντας, αφενός, ότι τηρούνται οι όροι του παραρτήματος I της οδηγίας 91/414 και, αφετέρου, ότι ο κάτοχος της εγκρίσεως έχει φάκελο ή πρόσβαση σε φάκελο ο οποίος ικανοποιεί τις απαιτήσεις του παραρτήματος ΙΙ της οδηγίας 91/414, σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 13 της ίδιας οδηγίας.

20      Η οδηγία 2005/53 τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαρτίου 2006. Σύμφωνα με το άρθρο της 2, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, τα κράτη μέλη έπρεπε να θεσπίσουν και δημοσιεύσουν το αργότερο στις 31 Αυγούστου 2006 τις αναγκαίες διατάξεις για τη συμμόρφωσή τους προς την οδηγία αυτή και να τις εφαρμόσουν από την 1η Σεπτεμβρίου 2006.

21      Στις 25 Νοεμβρίου 2005, η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή-αγωγή με την οποία ζήτησε, μεταξύ άλλων, την ακύρωση της οδηγίας 2005/53 (υπόθεση T-420/05).

22      Στο πλαίσιο της εν λόγω προσφυγής-αγωγής, η προσφεύγουσα υπέβαλε δύο διαδοχικές αιτήσεις ασφαλιστικών μέτρων, οι οποίες απορρίφθηκαν με διατάξεις του Προέδρου του Πρωτοδικείου της 4ης Απριλίου 2006, T‑420/05 R, Vischim κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή), και της 13ης Οκτωβρίου 2006, T‑420/05 R II, Vischim κατά Επιτροπής (Συλλογή 2006, σ. II‑4085), η δεύτερη εκ των οποίων επικυρώθηκε με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Απριλίου 2007, C‑459/06 P(R), Vischim κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή).

 Τροποποίηση της καταχωρίσεως στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414

23      Τον Δεκέμβριο του 2005, ο FAO δημοσίευσε, βάσει των πληροφοριών που υπέβαλε η προσφεύγουσα, μια νέα προδιαγραφή σχετικά με τη χλωροθαλονίλη όπου η ανώτατη περιεκτικότητα σε HCB είχε καθοριστεί σε 0,04 g/kg.

24      Η προσφεύγουσα, με έγγραφο της 16ης Δεκεμβρίου 2005, πληροφόρησε την Επιτροπή για τη νέα αυτή προδιαγραφή.

25      Τον Μάρτιο του 2006, η Επιτροπή ζήτησε από το κράτος μέλος εισηγητή να αξιολογήσει διάφορες μορφές της χλωροθαλονίλης σύμφωνες με τη νέα προδιαγραφή του FAO, και μεταξύ αυτών το προϊόν της προσφεύγουσας.

26      Συγχρόνως, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απηύθυναν στα κράτη μέλη ηλεκτρονική επιστολή, η οποία είχε ως εξής:

«[Το κράτος μέλος εισηγητής] ανέλαβε να εξετάσει την ισοδυναμία προϊόντων διάφορης προελεύσεως (περιλαμβανομένης της Vischim). Αν συναχθεί ότι είναι τόσο ασφαλή όσο το προϊόν αναφοράς, η Επιτροπή σχεδιάζει να τροποποιήσει την οδηγία [91/414] όσον αφορά τα επιτρεπόμενα επίπεδα HCB. Στην περίπτωση αυτή, ενδέχεται να αποδειχθεί δύσκολο να γίνει η τροποποίηση πριν από την 1η Σεπτεμβρίου 2006, καθόσον γύρω από την ημερομηνία αυτή ενδέχεται να είναι αναγκαία κάποια ευλυγισία από πλευράς της διοικήσεως. Θα ήταν δυστύχημα να αποσυρθούν προϊόντα από την εθνική αγορά για να επανεγκριθούν λίγο αργότερα. Είναι προφανές ότι παραμένει υποχρεωτική η ανάκληση εγκρίσεων αν αποδειχθεί ότι το αποτέλεσμα της εξετάσεως του φακέλου δεν είναι σαφώς ευνοϊκό ή αν δεν ικανοποιηθούν οι διοικητικές απαιτήσεις.»

27      Από την αξιολόγησή του, η οποία περατώθηκε τον Απρίλιο του 2006, το κράτος μέλος εισηγητής διαπίστωσε ότι η χλωροθαλονίλη που περιέχει 0,04 g/kg HCB δεν συνεπάγεται πρόσθετους κινδύνους σε σχέση με εκείνους που είχαν ήδη ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της οδηγίας 2005/53. Κατά συνέπεια, πρότεινε να τροποποιηθεί η προβλεπόμενη από την οδηγία 2005/53 προδιαγραφή της χλωροθαλονίλης.

28      Στις 13 και 14 Ιουλίου 2006, η τροποποίηση αυτή εγκρίθηκε από την κανονιστική επιτροπή. Όσον αφορά την προθεσμία για την εισαγωγή της τροποποιηθείσας προδιαγραφής, τα πρακτικά της συνεδριάσεως της κανονιστικής επιτροπής αναφέρουν μεταξύ άλλων τα εξής:

«[Η] τροποποίηση της σχετικής προδιαγραφής έγινε το αντικείμενο γενικής συναινέσεως και η Επιτροπή δεσμεύθηκε να εγκριθεί γρήγορα ένα σχέδιο […]. Επί του ζητήματος αν είναι σκόπιμο να παραταθεί η εξάμηνη προθεσμία που τάχθηκε για να υποβληθούν οι ελλείπουσες επιστημονικές μελέτες, τούτο δεν φαίνεται ενδεδειγμένο. Θα μπορούσε να δημιουργήσει προηγούμενο και θα εξέθετε την Επιτροπή σε αιτιάσεις άνισης μεταχειρίσεως των παραγωγών που προέβησαν σε κοινοποίηση […]. Για τους λόγους αυτούς, δεν είναι σκόπιμο να αποστούμε από την προθεσμία που συνήθως τάσσει η οδηγία για την καταχώριση […]. Το Ηνωμένο Βασίλειο ζητεί να παραταθεί εν προκειμένω η προθεσμία συμμορφώσεως, για να μπορέσει η Vischim να προσφύγει στη διαιτησία που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο, έτσι ώστε να αποκτήσει πρόσβαση στις μελέτες σχετικά με τα σπονδυλωτά άπαξ ψηφιστεί η καταχώριση της ουσίας.»

29      Με έγγραφο της 27ης Ιουλίου 2006, η προσφεύγουσα ανέφερε στην Επιτροπή ότι, «για να καταστεί δυνατό να εγγυηθεί την αποτελεσματικότητά της έναντι των εγκρίσεών [της], αφενός, η τροποποίηση πρέπει να τεθεί σε ισχύ πριν από τις 31 Αυγούστου 2006 και, αφετέρου, πρέπει να ταχθεί στα κράτη μέλη νέα προθεσμία για να εξακριβώσουν αν τηρούνται οι όροι της καταχωρίσεως στο παράρτημα Ι». Η Επιτροπή δεν έδωσε απάντηση στο έγγραφο αυτό.

30      Μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου του 2006, η προσφεύγουσα δέχθηκε έγγραφα από τις αρμόδιες αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας, του Βασιλείου του Βελγίου και της Ιρλανδίας, με τα οποία της ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να αποσύρουν το προϊόν της από την αγορά.

31      Ειδικότερα, το από 28 Ιουλίου 2006 έγγραφο που οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου απηύθυναν στην προσφεύγουσα έχει ως εξής:

«[Το προϊόν σας είναι] σύμφωνο με τις νέες προδιαγραφές [καθαρότητας] όπως τροποποιήθηκαν από την [κανονιστική επιτροπή] στις 13 και 14 Ιουλίου 2006, [αλλά] δεν έχετε ακόμη αποδείξει ότι είχατε τη δέουσα πρόσβαση στα στοιχεία του παραρτήματος II […] για τα εγκεκριμένα προϊόντα σας που περιέχουν χλωροθαλονίλη. Κατά συνέπεια, με το έγγραφο αυτό ανακοινώνεται η πρόθεση να αποσυρθούν τα υπάρχοντα προϊόντα σας που περιέχουν χλωροθαλονίλη.»

32      Στις 22 Σεπτεμβρίου 2006, η Επιτροπή εξέδωσε την οδηγία 2006/76/ΕΚ για τροποποίηση της οδηγίας 91/414 όσον αφορά τις προδιαγραφές της δραστικής ουσίας χλωροθαλονίλης (ΕΕ L 263, σ. 9, στο εξής: προσβαλλόμενη οδηγία).

33      Βάσει του άρθρου 1 της προσβαλλομένης οδηγίας, η προδιαγραφή της χλωροθαλονίλης που προβλεπόταν στο πλαίσιο της καταχωρίσεως στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 αντικαταστάθηκε με τον πίνακα που εμφαίνεται σε παράρτημα. Η τέταρτη στήλη του πίνακα αυτού, η οποία επιγράφεται «Καθαρότητα», αναφέρει: «Εξαχλωροβενζόλιο: το πολύ 0,04 g/kg».

34      Η προσβαλλόμενη οδηγία τέθηκε σε ισχύ στις 23 Σεπτεμβρίου 2006. Βάσει του άρθρου της 2, τα κράτη μέλη έπρεπε να θεσπίσουν και δημοσιεύσουν το αργότερο στις 31 Αυγούστου 2006 τις αναγκαίες διατάξεις για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή και να τις εφαρμόσουν από την 1η Σεπτεμβρίου 2006.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

35      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 15 Δεκεμβρίου 2006, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

36      Με χωριστό έγγραφο που κατέθεσε αυθημερόν, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση εκδικάσεως με την ταχεία διαδικασία, βάσει του άρθρου 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με απόφαση του προέδρου του τετάρτου τμήματος του Πρωτοδικείου της 24ης Ιανουαρίου 2007.

37      Στις 27 Φεβρουαρίου 2007, η Επιτροπή προέβαλε, με χωριστό έγγραφο, ένσταση απαραδέκτου. Αφότου η προσφεύγουσα είχε υποβάλει τις παρατηρήσεις της, με διάταξη του Πρωτοδικείου της 27ης Ιουνίου 2007 αποφασίστηκε να συνεξεταστεί η ένσταση απαραδέκτου με την ουσία της υποθέσεως.

38      Μετά την κατάθεση υπομνήματος αντικρούσεως, το Πρωτοδικείο έκρινε, σύμφωνα με το άρθρο 47, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι δεν είναι αναγκαία δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων.

39      Δεδομένου ότι μεταβλήθηκε η σύνθεση των τμημάτων του Πρωτοδικείου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έκτο τμήμα, στο οποίο επομένως ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση.

40      Λόγω κωλύματος ενός δικαστή του τμήματος, ο Πρόεδρος του Πρωτοδικείου όρισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 32, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, άλλον δικαστή για να συμπληρωθεί το τμήμα.

41      Μετά από ακρόαση των διαδίκων, αποφασίσθηκε η συνεκδίκαση της υπό κρίση υποθέσεως και της υποθέσεως T‑420/05 για τη διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας.

42      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας, απηύθυνε γραπτώς ορισμένες ερωτήσεις στους διαδίκους, στις οποίες απάντησαν με έγγραφα της 16ης Ιουνίου και της 7ης και 14ης Ιουλίου 2008.

43      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Σεπτεμβρίου 2008.

44      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την προσβαλλόμενη οδηγία, και ειδικά το άρθρο της 2, δεύτερο εδάφιο·

–        να υποχρεώσει την Επιτροπή να θέσει μη αναδρομικές, συγκεκριμένες, εύλογες και θεμιτές προθεσμίες όσον αφορά την προσβαλλόμενη οδηγία·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

45      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη ή, επικουρικώς, ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού

46      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά το αίτημα της προσφεύγουσας να υποχρεώσει το Πρωτοδικείο την Επιτροπή να θέσει μη αναδρομικές, συγκεκριμένες, εύλογες και θεμιτές προθεσμίες όσον αφορά την προσβαλλόμενη οδηγία, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο του στηριζομένου στο άρθρο 230 ΕΚ ελέγχου νομιμότητας, δεν είναι έργο του κοινοτικού δικαστή να απευθύνει διαταγές στα θεσμικά όργανα (απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑155/04, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4797, σκέψη 28).

47      Κατά συνέπεια, το εν λόγω αίτημα, το οποίο είναι το δεύτερο αίτημα της προσφεύγουσας, είναι απαράδεκτο.

48      Στη συνέχεια, όσον αφορά το αίτημα ακυρώσεως του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της προσβαλλομένης οδηγίας, η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του αιτήματος αυτού ισχυριζόμενη, πρώτον, ότι είναι αδύνατη η μερική ακύρωση που ζητεί η προσφεύγουσα και επικαλούμενη, δεύτερον, τη νομοθετική φύση της προσβαλλομένης οδηγίας.

49      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το αίτημά της είναι παραδεκτό.

50      Όσον αφορά τον πρώτο ισχυρισμό περί απαραδέκτου, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία, η μερική ακύρωση κοινοτικής πράξεως είναι δυνατή μόνον εφόσον τα στοιχεία των οποίων ζητείται η ακύρωση μπορούν να διαχωριστούν από την υπόλοιπη πράξη. Η εν λόγω επιταγή να υπάρχει δυνατότητα διαχωρισμού δεν ικανοποιείται όταν η μερική ακύρωση θα είχε ως αποτέλεσμα να μεταβάλει την ουσία της προσβαλλομένης πράξεως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 27ης Ιουνίου 2006, C‑540/03, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2006, σ. I‑5769, σκέψεις 27 και 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

51      Βάσει του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, της προσβαλλομένης οδηγίας, τα κράτη μέλη εφαρμόζουν από την 1η Σεπτεμβρίου 2006, και επομένως αναδρομικά, τις διατάξεις που θεσπίζονται για να συμμορφωθούν προς την οδηγία αυτή.

52      Η προσφεύγουσα διατείνεται ότι η προσφυγή της δεν έχει ως σκοπό την ολική ακύρωση της προσβαλλομένης οδηγίας, η οποία στην ουσία είναι ευνοϊκή για την προσφεύγουσα, αλλά αφορά μόνο τα διαχρονικά αποτελέσματα της οδηγίας, τα οποία ορίζονται ειδικά στην επίμαχη διάταξη.

53      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η επίμαχη διάταξη, η οποία ορίζει το χρονικό πεδίο εφαρμογής της προσβαλλομένης οδηγίας, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την οδηγία αυτή, καθόσον σε περίπτωση ακυρώσεως της διατάξεως αυτής η προσβαλλομένη οδηγία θα καταστεί ανεφάρμοστη.

54      Εν προκειμένω, πρέπει να σημειωθεί ότι τίποτα δεν αποκλείει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της νομιμότητας μιας κοινοτικής πράξεως μόνον όσον αφορά τα διαχρονικά της αποτελέσματα και ειδικότερα την αναδρομική της ισχύ (βλ., στο ίδιο πνεύμα, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Ιουλίου 1991, C‑368/89, Crispoltoni, Συλλογή 1991, σ. I‑3695, και της 1ης Απριλίου 1993, C‑260/91 και C‑261/91, Diversinte και Iberlacta, Συλλογή 1993, σ. I‑1885).

55      Άλλωστε, στο πλαίσιο προσφυγής με την οποία δεν επιδιώκεται η κατάργηση μιας ευνοϊκής για τον προσφεύγοντα διατάξεως ουσιαστικού δικαίου, αλλά μόνον η ακύρωση της διατάξεως που ορίζει τα διαχρονικά της αποτελέσματα, ο κοινοτικός δικαστής δύναται να αποφασίσει, βάσει του άρθρου 231, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ, να διατηρηθεί όπως έχει η προσβαλλομένη πράξη έως ότου τα αρμόδια όργανα λάβουν τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Πρωτοδικείου της 29ης Ιουνίου 2000, T‑7/99, Medici Grimm κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2000, σ. II‑2671, σκέψεις 93 και 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Επιπλέον, καίτοι το άρθρο 231, δεύτερο εδάφιο, ΕΚ αφορά μόνο τους κανονισμούς, εντούτοις το πεδίο εφαρμογής της διατάξεως αυτής πρέπει να επεκταθεί στις πράξεις των θεσμικών οργάνων οι οποίες, μολονότι δεν έχουν τη μορφή κανονισμού, έχουν παρά ταύτα ανάλογα αποτελέσματα (βλ., στο ίδιο πνεύμα, απόφαση του Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1992, C-295/90, Κοινοβούλιο κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1992, σ. I-4193, σκέψη 26).

56      Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί ο πρώτος ισχυρισμός περί απαραδέκτου με τον οποίο η Επιτροπή προβάλλει ότι είναι αδύνατη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης οδηγίας περιοριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 2, δεύτερο εδάφιο, η οποία ορίζει τα διαχρονικά της αποτελέσματα.

57      Όσον αφορά τον δεύτερο ισχυρισμό περί απαραδέκτου, τον οποίο η Επιτροπή αντλεί από τη νομοθετική φύση της προσβαλλομένης οδηγίας, πρέπει να υπομνησθεί ότι το γεγονός ότι το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ δεν αφορά ρητώς το παραδεκτό των προσφυγών ακυρώσεως που ασκούνται από ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο κατά μιας οδηγίας δεν είναι αρκετό για να κηρυχθούν απαράδεκτες τέτοιες προσφυγές (απόφαση του Πρωτοδικείου της 17ης Ιουνίου 1998, T‑135/96, UEAPME κατά Συμβουλίου, Συλλογή 1998, σ. II‑2335, σκέψη 63, και διάταξη του Πρωτοδικείου της 10ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑223/01, Japan Tobacco και JT International κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3259, σκέψη 28).

58      Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα, ως παραγωγός που προέβη σε κοινοποίηση και ως κάτοχος ισχυουσών εγκρίσεων φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν χλωροθαλονίλη, έχει άμεσο και ατομικό συμφέρον σχετικά με την προβλεπόμενη από την οδηγία 2005/53 καταχώριση της δραστικής αυτής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 και, επομένως, σχετικά με την προσβαλλόμενη οδηγία που τροποποίησε τις προϋποθέσεις της εν λόγω καταχωρίσεως. Επιπρόσθετα, επισημαίνεται ότι η προσβαλλόμενη οδηγία εκδόθηκε μετά από αξιολόγηση που ζητήθηκε από την προσφεύγουσα και αφορά ειδικά το προϊόν της.

59      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα παραδεκτώς ζητεί την ακύρωση της προσβαλλομένης οδηγίας, όσον αφορά τα διαχρονικά αποτελέσματα που ορίζει το άρθρο της 2, δεύτερο εδάφιο.

 Επί της ουσίας

 Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει έλλειψη αιτιολογίας. Η προσβαλλόμενη οδηγία δεν περιέχει αιτιολογία που να δικαιολογεί την αναδρομική της ισχύ. Η Επιτροπή δεν εξέτασε κατά ποιον τρόπο η αναδρομικότητα αυτή θα λειτουργήσει, de jure και de facto, έτσι ώστε να μπορέσει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά η προδιαγραφή που τροποποιήθηκε.

61      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 και του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3600/92. Κατά την προσφεύγουσα, οι διατάξεις αυτές επιβάλλουν στην Επιτροπή να προβλέψει, σε οδηγία σχετικά με την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, μεταβατική περίοδο για την επανεξέταση των ισχυουσών εθνικών εγκρίσεων. Η ύπαρξη της υποχρεώσεως αυτής επιβεβαιώνεται από την πρακτική που ακολουθεί η Επιτροπή. Για να έχει νόημα και να είναι αποτελεσματική, η μεταβατική αυτή περίοδος έπρεπε οπωσδήποτε να εκτείνεται στο μέλλον, και μάλιστα να αρχίσει από την ημερομηνία ενάρξεως της ισχύος της προσβαλλομένης οδηγίας. Κατά συνέπεια, μη προβλέποντας εν προκειμένω μια τέτοια μεταβατική περίοδο, η Επιτροπή παρέβη ουσιώδη διαδικαστική υποχρέωση που της επιβάλλουν η οδηγία 91/414 και ο κανονισμός 3600/92.

62      Στη συνέχεια, διατηρώντας ως άξονα της επιχειρηματολογίας της την έλλειψη, στην προσβαλλόμενη οδηγία, μελλοντικής μεταβατικής περιόδου, η προσφεύγουσα προβάλλει παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας, της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως.

63      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει τη νομολογία κατά την οποία κοινοτικό μέτρο μπορεί να εφαρμοστεί αναδρομικά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όταν το απαιτεί ο σκοπός του και δεν θίγεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων. Πάντως, εν προκειμένω, δεν πληρούται καμία από τις προϋποθέσεις αυτές.

64      Η αναδρομική ισχύς της προσβαλλομένης οδηγίας δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την ανάγκη να αποφευχθεί η εφαρμογή της αυστηρότερης προδιαγραφής που προέβλεπε η οδηγία 2005/53. Συγκεκριμένα, η τελευταία είχε παραγάγει έννομα αποτελέσματα, δηλαδή είχε επιφέρει την ανάκληση των αδειών που κατείχε η προσφεύγουσα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η αναδρομική τροποποίηση θα είχε αποτέλεσμα μόνον αν συνδεόταν με μελλοντική μεταβατική περίοδο, κατά τη διάρκεια της οποίας θα μπορούσε να αποδειχθεί η συμφωνία με τη νέα προδιαγραφή.

65      Επιπλέον, το γεγονός ότι δεν προβλέφθηκε νέα μεταβατική περίοδος διέψευσε τις δικαιολογημένες προσδοκίες των επιχειρηματιών τις οποίες είχαν δημιουργήσει η εφαρμοστέα ρύθμιση και η πρακτική της Επιτροπής. Ειδικότερα, ελλείψει νέας μεταβατικής περιόδου, η αναδρομική ισχύς της προσβαλλομένης οδηγίας διέψευσε τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας, καθόσον η τελευταία δεν μπόρεσε να ωφεληθεί από δικαιώματα που απέρρεαν από την τροποποίηση της προδιαγραφής της χλωροθαλονίλης.

66      Ελλείψει μεταβατικής περιόδου, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι δεν μπόρεσε «να πάει πίσω στον χρόνο» για να υποβάλει τον φάκελό της στις εθνικές αρχές, προκειμένου οι τελευταίες να εξακριβώσουν ότι το προϊόν της είναι σύμφωνο με την τροποποιηθείσα προδιαγραφή που εισήγαγε η προσβαλλόμενη οδηγία. Ούτε τα κράτη μέλη μπόρεσαν να τηρήσουν τις υποχρεώσεις τους σχετικά με τις νέες εφαρμοστέες διατάξεις, και ειδικά να εξετάσουν ή να επανεξετάσουν υπό το φως της νέας προδιαγραφής τις εθνικές εγκρίσεις της προσφεύγουσας. Έτσι, η προσβαλλόμενη οδηγία στερείται αποτελεσματικότητας και συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

67      Επιπλέον, η Επιτροπή δεν μεταχειρίστηκε την προσφεύγουσα με τον τρόπο που μεταχειρίστηκε τους παραγωγούς τους οποίους αφορούν τα άλλα μέτρα που θεσπίστηκαν στον ίδιο τομέα, τα οποία προέβλεπαν μεταβατική περίοδο κατόπιν της καταχωρίσεως των δραστικών ουσιών στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, και ειδικά με τον τρόπο που μεταχειρίστηκε τον άλλο παραγωγό που προέβη σε κοινοποίηση της χλωροθαλονίλης, δηλαδή τη Syngenta, η οποία έτυχε της μεταβατικής περιόδου που προέβλεπε η οδηγία 2005/53.

68      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

69      Το Πρωτοδικείο εκτιμά ότι πρέπει να εξετάσει, πρώτα, τη φερόμενη παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 και του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3600/92, καθώς και της παλαιότερης πρακτικής της Επιτροπής, έπειτα, την κατά την προσφεύγουσα παραβίαση διαφόρων γενικών αρχών του δικαίου και, τέλος, την αθέτηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

–       Επί της φερομένης παραβάσεως του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 και του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3600/92, καθώς και της παλαιότερης πρακτικής της Επιτροπής

70      Πρώτον, όσον αφορά τις διατάξεις που φέρεται ότι παραβιάστηκαν, πρέπει να σημειωθεί ότι καμία από αυτές δεν επιβάλλει στην Επιτροπή την υποχρέωση να προβλέψει μεταβατική περίοδο για την επανεξέταση των ισχυουσών εθνικών εγκρίσεων.

71      Αφενός, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 καθορίζει ένα πρόγραμμα εργασίας με διάφορες περιόδους για την εξέταση των δραστικών ουσιών που υπήρχαν στην αγορά δύο χρόνια μετά την ημερομηνία κοινοποιήσεως της οδηγίας, με σκοπό την ενδεχόμενη καταχώρισή τους στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας. Κατά συνέπεια, το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 ουδόλως αφορά τον καθορισμό μεταβατικής περιόδου από την Επιτροπή μετά την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι.

72      Αφετέρου, το άρθρο 8, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3600/92 ορίζει ότι, με πρόταση οδηγίας για την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, η Επιτροπή καθορίζει, αν παρίσταται ανάγκη, τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως, περιλαμβανομένης της προθεσμίας. Κατά συνέπεια, η διάταξη αυτή αφορά τα του σταδίου καταχωρίσεως μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414. Εντεύθεν δεν προκύπτει υποχρέωση της Επιτροπής να προβλέψει μεταβατική περίοδο για την επανεξέταση των ισχυουσών εθνικών εγκρίσεων μετά την εν λόγω καταχώριση.

73      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο εν προκειμένω, καθόσον η προσβαλλόμενη οδηγία δεν καταργεί την οδηγία 2005/53, αλλά περιορίζεται να τροποποιήσει το παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 όσον αφορά την προδιαγραφή της επίμαχης ουσίας. Ουδόλως θέτει υπό αμφισβήτηση ολόκληρη τη διαδικασία καταχωρίσεως της εν λόγω ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414. Ακριβώς στο πλαίσιο της ως άνω διαδικασίας καταχωρίσεως η προσφεύγουσα όφειλε να καταθέσει συνοπτικό φάκελο και πλήρη φάκελο, σύμφωνα με το άρθρο 2 του κανονισμού (ΕΚ) 933/94 της Επιτροπής, της 27ης Απριλίου 1994, που αφορά τον καθορισμό των δραστικών ουσιών των φυτοπροστατευτικών προϊόντων και των εισηγουμένων κρατών μελών για την εφαρμογή του κανονισμού 3600/92 (ΕΕ L 107, σ. 8), όπως τροποποιήθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2230/95 της Επιτροπής, της 21ης Σεπτεμβρίου 1995 (ΕΕ L 225, σ. 1), και με το άρθρο 6 του κανονισμού 3600/92, όπως συμπληρώθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 2266/2000 της Επιτροπής, της 12ης Οκτωβρίου 2000 (ΕΕ L 259, σ. 27). Κατόπιν της διαδικασίας αυτής, εκδόθηκε η οδηγία 2005/53, η οποία καταχώρισε την επίμαχη ουσία στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 και προέβλεψε μεταβατική περίοδο πριν η καταχώριση αυτή παραγάγει αποτελέσματα. Κατά συνέπεια, εν προκειμένω την καταχώριση της χλωροθαλονίλης στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 δεόντως ακολούθησε μεταβατική περίοδος η οποία κατέστησε δυνατή την εκ μέρους των εθνικών αρχών εξέταση των ισχυουσών εθνικών εγκρίσεων.

74      Επομένως, το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν προβλέπει τέτοια μεταβατική περίοδο δεν συνιστά παράβαση των διατάξεων που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

75      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα που η προσφεύγουσα αντλεί από την πρακτική της Επιτροπής, πρέπει να σημειωθεί ότι μια απλώς και μόνον διοικητική πρακτική, που δεν είναι αντίθετη προς την ισχύουσα ρύθμιση και δεν συνεπάγεται την άσκηση διακριτικής ευχέρειας, δύναται να δημιουργήσει στους ενδιαφερόμενους δικαιολογημένη εμπιστοσύνη (βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, T‑310/00, MCI κατά Επιτροπής, Συλλογή 2004, σ. II‑3253, σκέψη 112 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

76      Εν προκειμένω, η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι συνιστά πάγια πρακτική της να απαιτεί από τα κράτη μέλη τη λήψη ορισμένων μέτρων εντός εξάμηνης προθεσμίας από την καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

77      Η πρακτική της Επιτροπής να τάσσει μια τέτοια προθεσμία, ώστε να έχουν οι ενδιαφερόμενοι τη δυνατότητα προσαρμογής τους στις νέες απαιτήσεις και τα κράτη μέλη τη δυνατότητα επανεξετάσεως των ισχυουσών εγκρίσεων, απορρέει και από τις αιτιολογικές σκέψεις 9 και 10 της οδηγίας 2005/53.

78      Ωστόσο, πρέπει να παρατηρηθεί ότι μια τέτοια πρακτική, αφενός, αφορά προ πάντων τα κράτη μέλη, στα οποία αναθέτει υποχρεώσεις, ειδικά δε όσον αφορά την προθεσμία επανεξετάσεως που διαθέτουν, και, αφετέρου, καταλαμβάνει την αρχική καταχώριση μιας δραστικής ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

79      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι κακώς η προσφεύγουσα επικαλείται την πρακτική της Επιτροπής για να συναγάγει υποχρέωση της τελευταίας να προβλέψει εν προκειμένω μεταβατική περίοδο για την επανεξέταση των ισχυουσών εθνικών εγκρίσεων. Η πρακτική στην οποία αναφέρεται η προσφεύγουσα δεν αφορά την υπό εξέταση περίπτωση.

80      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι η Επιτροπή δεν έταξε με την προσβαλλόμενη οδηγία μεταβατική περίοδο για την επανεξέταση των ισχυουσών εθνικών εγκρίσεων δεν συνιστά παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 91/414 ή του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο α΄, του κανονισμού 3600/92 ούτε παρέκκλιση από την προγενέστερη πρακτική της.

–       Επί της φερομένης παραβιάσεως των αρχών της μη αναδρομικότητας, της ασφάλειας δικαίου, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ίσης μεταχειρίσεως

81      Πρέπει να υπομνησθεί ότι η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιτάσσει να είναι σαφής και συγκεκριμένη η κοινοτική ρύθμιση που επιβάλλεται στα υποκείμενα δικαίου, έτσι ώστε τα υποκείμενα δικαίου να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν χωρίς διφορούμενο τρόπο τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τους και να είναι σε θέση να λάβουν τα μέτρα τους (απόφαση του Δικαστηρίου της 9ης Ιουλίου 1981, 169/80, Gondrand και Garancini, Συλλογή 1981, σ. 1931, σκέψη 17).

82      Επιπλέον, κατά κανόνα, η αρχή της ασφάλειας των εννόμων καταστάσεων απαγορεύει να ορίζεται η έναρξη της ισχύος μιας κοινοτικής πράξεως σε ημερομηνία προγενέστερη της δημοσιεύσεως της πράξεως αυτής, εκτός αν κατ’ εξαίρεση το απαιτεί ο επιδιωκόμενος σκοπός και γίνεται δεόντως σεβαστή η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των ενδιαφερομένων (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιανουαρίου 1979, 98/78, Racke, Συλλογή τόμος 1979/Ι, σ. 55, σκέψη 20· βλ. επίσης, όσον αφορά την αναδρομική ισχύ μιας οδηγίας, απόφαση του Δικαστηρίου της 13ης Νοεμβρίου 1990, C‑331/88, Fedesa κ.λπ., Συλλογή 1990, σ. I‑4023, σκέψη 45).

83      Κατά συνέπεια, εν προκειμένω πρέπει να εξακριβωθεί, αφενός, αν ο επιδιωκόμενος σκοπός δικαιολογεί την αναδρομική ισχύ της προσβαλλομένης οδηγίας και, αφετέρου, αν η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας έγινε δεόντως σεβαστή ή αν η προσφεύγουσα είχε τη δυνατότητα να γνωρίσει επακριβώς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις της και να λάβει τα μέτρα της.

84      Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, από τις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της προσβαλλομένης οδηγίας προκύπτει ότι η Επιτροπή τροποποίησε την προδιαγραφή της χλωροθαλονίλης προκειμένου να ληφθεί υπόψη η νέα προδιαγραφή του FAO, η οποία είχε δημοσιευθεί μετά την έκδοση της οδηγίας 2005/53. Η εν λόγω προδιαγραφή του FAO, η οποία κατήργησε την προδιαγραφή που ίσχυε όταν εκδόθηκε η οδηγία 2005/53, τροποποίησε την απαίτηση σχετικά με την περιεκτικότητα σε HCB, ανεβάζοντας το όριό της από 0,01 g/kg σε 0,04 g/kg.

85      Εν προκειμένω, η Επιτροπή εξέθεσε, στην αιτιολογική σκέψη 4 της προσβαλλομένης οδηγίας ότι, «[λ]όγω του ότι η οδηγία 2005/53 απαιτ[ούσε] από τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας από την 1η Σεπτεμβρίου 2006, η τροποποιηθείσα προδιαγραφή για την ουσία χλωροθαλονίλη [έπρεπε] επίσης να τεθεί σε εφαρμογή από την ημερομηνία αυτή».

86      Από τις ενδείξεις αυτές προκύπτει ότι η Επιτροπή, ορίζοντας ότι η τροποποιηθείσα προδιαγραφή έχει αναδρομική ισχύ, είχε την πρόθεση να αποτρέψει το ενδεχόμενο να υποχρεωθούν τα κράτη μέλη να εφαρμόσουν, έστω και για βραχύτατο χρονικό διάστημα, την αυστηρότερη προδιαγραφή που προέβλεπε η οδηγία 2005/53. Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού αυτού, έπρεπε να οριστεί ότι η τροποποιηθείσα προδιαγραφή της χλωροθαλονίλης θα έχει εφαρμογή από την ημερομηνία που προβλεπόταν για την εφαρμογή της αρχικής προδιαγραφής.

87      Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ότι εν προκειμένω πληρούται η πρώτη προϋπόθεση που θέτει η προπαρατεθείσα στη σκέψη 82 νομολογία, δηλαδή ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός απαιτούσε να προβλέψει η προσβαλλόμενη οδηγία την αναδρομική εφαρμογή της ηπιότερης νέας προδιαγραφής. Άλλωστε, η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί την αναδρομικότητα της προσβαλλομένης οδηγίας κατά το μέρος που καθορίζει νέα ηπιότερη προδιαγραφή.

88      Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή τον σεβασμό της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των ενδιαφερομένων, πρέπει ευθύς εξ αρχής να σημειωθεί ότι, εφόσον η τροποποιηθείσα προδιαγραφή που εισήγαγε η προσβαλλόμενη οδηγία είχε μόνον ως αποτέλεσμα να καταστήσει λιγότερο απαιτητικές τις προϋποθέσεις καταχωρίσεως, αυτή καθ’ εαυτή η αναδρομική ισχύς της δεν μπορούσε να διαψεύσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των σχετικών επιχειρηματιών.

89      Ωστόσο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη οδηγία συνιστά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, καθόσον δεν καθορίζει μεταβατική περίοδο παρέχουσα στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις και συνεπαγόμενη υποχρέωση των κρατών μελών να επανεξετάσουν τις ισχύουσες εθνικές εγκρίσεις.

90      Εν προκειμένω, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψεις 70 έως 80 της παρούσας αποφάσεως) ότι ούτε οι εφαρμοστέες διατάξεις ούτε η πρακτική της Επιτροπής επιβάλλουν στην τελευταία να προβλέψει μια τέτοια μεταβατική περίοδο εν προκειμένω.

91      Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε στοιχεία ικανά να αποδείξουν ότι η Επιτροπή δημιούργησε στην προσφεύγουσα δικαιολογημένες προσδοκίες ότι θα τροποποιηθεί η προδιαγραφή μετά την πρόβλεψη νέας μεταβατικής περιόδου. Εφόσον η ίδια η προσφεύγουσα έδωσε λαβή για την τροποποίηση αυτή (βλ. σκέψεις 23 και 24 της παρούσας αποφάσεως), η οποία μειώνει τις απαιτήσεις για την έγκριση των προϊόντων της, δεν μπορεί να είναι αντίθετο προς τις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης το ότι δεν προβλέφθηκε μεταβατική περίοδος για να μπορέσει η προσφεύγουσα να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις.

92      Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κάθε προϊόν που πληροί την προδιαγραφή της οδηγίας 2005/53 πληροί κατά μείζονα λόγο την προδιαγραφή της προσβαλλομένης οδηγίας, οπότε η προσαρμογή, τόσο από τα κράτη μέλη όσο και από την προσφεύγουσα, στις νέες απαιτήσεις δεν φαίνεται να απαιτούσε ιδιαίτερα μέτρα ή ιδιαίτερες προσπάθειες που να δικαιολογούν την εμπιστοσύνη ότι προς τούτο θα προβλεφθεί μεταβατική περίοδος.

93      Ειδικότερα, όσον αφορά την τήρηση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οδηγία 2005/53 και οι σαφείς και συγκεκριμένες διατάξεις που είχαν τότε εφαρμογή, οι οποίες δεν καταργήθηκαν από την προσβαλλόμενη οδηγία, έδωσαν στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να γνωρίσει χωρίς διφορούμενο τρόπο την έκταση των υποχρεώσεων που της επέβαλαν. Η προσφεύγουσα μπορούσε να λάβει τα μέτρα της και μάλιστα, αν ήθελε να διατηρήσει τις ισχύουσες εγκρίσεις της, να υποβάλει πλήρη φάκελο καταρτισμένο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II της οδηγίας 91/414. Κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την έκδοση της οδηγίας 2005/53, ήταν σαφώς προς το συμφέρον της προσφεύγουσας να υποβάλει έναν τέτοιο φάκελο, ή να αποδείξει πρόσβαση σε αυτόν, για να μπορέσει να διατηρήσει τις ισχύουσες εγκρίσεις της.

94      Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/53, η προσφεύγουσα είχε ειδοποιηθεί ότι, αν δεν τηρήσει την υποχρέωση αυτή, η οποία είναι ανεξάρτητη από την υποχρέωση να είναι ένα προϊόν σύμφωνο με την κοινοτική προδιαγραφή, θα ανακληθούν οι άδειές της.

95      Επιπλέον, από το όλο πλαίσιο της παρούσας υποθέσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα είχε πληροφορηθεί ότι η Επιτροπή εξέταζε το ενδεχόμενο να τροποποιήσει την προδιαγραφή της χλωροθαλονίλης προκειμένου να ληφθεί υπόψη η προδιαγραφή που ο FAO υιοθέτησε τον Δεκέμβριο του 2005 και ότι η τροποποίηση αυτή θα εντασσόταν στο πλαίσιο της επανεξετάσεως που θα γινόταν σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/53.

96      Συγκεκριμένα, η διαδικασία που προηγήθηκε της εκδόσεως της προσβαλλομένης οδηγίας κινήθηκε βάσει των πληροφοριών που η προσφεύγουσα παρέσχε στις 16 Δεκεμβρίου 2005 και η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί τόσο για τα πορίσματα της εκθέσεως που το κράτος μέλος εισηγητής κατήρτισε τον Απρίλιο του 2006, με την οποία πρότεινε να τροποποιηθεί η προδιαγραφή που όριζε η οδηγία 2005/53, όσο και για την έγκριση της προτάσεως αυτής από την κανονιστική επιτροπή, στις 13 και 14 Ιουλίου 2006.

97      Πάντως, από το έγγραφο των αρχών του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας της 28ης Ιουλίου 2006 (βλ. σκέψη 31 της παρούσας αποφάσεως), το οποίο προσκόμισε η προσφεύγουσα, καθώς και από τα έγγραφα των αρχών της Ιρλανδίας της 30ής Αυγούστου 2006 και του Βασιλείου του Βελγίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2006, τα οποία προσκόμισε η Επιτροπή, προκύπτει ότι ανακλήθηκαν ορισμένες εγκρίσεις της προσφεύγουσας όχι λόγω μη συμφωνίας με την προδιαγραφή της χλωροθαλονίλης που προέβλεπε η οδηγία 2005/53, αλλά λόγω μη υποβολής φακέλου που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις του παραρτήματος II της οδηγίας 91/414 ή λόγω μη αποδείξεως προσβάσεως σε τέτοιον φάκελο.

98      Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αξιώσει δικαίωμα να συμπληρώσει τα κενά του φακέλου της με νέα εξέταση των εγκρίσεών της κατά τη διάρκεια νέας μεταβατικής περιόδου, έστω και αν κάλλιστα μπορούσε να αξιολογήσει το συμφέρον να καταθέσει φάκελο σύμφωνο με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II της οδηγίας 91/414 κατά τη μεταβατική περίοδο που ακολούθησε την έκδοση της οδηγίας 2005/53. Πρέπει να υπογραμμιστεί εν προκειμένω ότι οι απαιτήσεις σχετικά με την υποβολή του φακέλου αυτού έμειναν αμετάβλητες. Κάθε φάκελος σύμφωνος με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II της οδηγίας 91/414 ήταν σύμφωνος υπό το κράτος της οδηγίας 2005/53 και συνέχισε να είναι σύμφωνος υπό το κράτος της προσβαλλομένης οδηγίας. Κατά συνέπεια, τόσο στο επίπεδο της προδιαγραφής όσο και στο επίπεδο της κατοχής σύμφωνου φακέλου, η Επιτροπή, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης οδηγίας, δεν είχε κανένα λόγο να υποχρεώσει τα κράτη μέλη να προβούν σε νέα εξέταση των ισχυουσών εγκρίσεων ούτε να προβλέψει προς τούτο μεταβατική περίοδο.

99      Επομένως, η αναδρομική εφαρμογή της νέας προδιαγραφής που εισήγαγε η προσβαλλόμενη οδηγία δεν συνιστά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Πρέπει να προστεθεί ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η προσβαλλόμενη οδηγία δεν στερείται αποτελεσματικότητας. Συγκεκριμένα, καθιστά δυνατή τη διατήρηση των ισχυουσών εγκρίσεων για τα προϊόντα που είναι σύμφωνα με τη νέα προδιαγραφή την οποία εισήγαγε, υπό την προϋπόθεση ότι ο κάτοχος της εγκρίσεως ικανοποιεί τις λοιπές απαιτήσεις της οδηγίας 2005/53.

100    Όσον αφορά την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η αρχή αυτή παραβιάζεται μόνον όταν ανάλογες καταστάσεις τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως ή όταν διαφορετικές καταστάσεις τυγχάνουν πανομοιότυπης μεταχειρίσεως, εκτός αν δικαιολογείται αντικειμενικά μια διαφοροποίηση (απόφαση του Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 1990, C‑174/89, Hoche, Συλλογή 1990, σ. I‑2681, σκέψη 25).

101    Πάντως, εν προκειμένω, η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας καταλήγει στην ουσία σε σύγκριση διαφορετικών καταστάσεων. Συγκεκριμένα, η καταχώριση μιας ουσίας στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414 δεν είναι συγκρίσιμη με μια απλώς και μόνον τροποποίηση της προδιαγραφής της ήδη καταχωρισμένης ουσίας αυτής, οπότε η προσβαλλόμενη οδηγία δεν έπρεπε οπωσδήποτε να προβλέπει τα ίδια μεταβατικά μέτρα με την οδηγία 2005/53, που κατά τα λοιπά δεν καταργήθηκε.

102    Επιπλέον, εφόσον η προσφεύγουσα μπόρεσε, όπως οι λοιποί παραγωγοί, να τύχει της μεταβατικής περιόδου που ακολούθησε την έκδοση της οδηγίας 2005/53 και επομένως την καταχώριση της χλωροθαλονίλης στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414, και μάλιστα να υποβάλει, στο πλαίσιο αυτό, στις εθνικές αρχές φάκελο σύμφωνο με τις απαιτήσεις του παραρτήματος II της οδηγίας 91/414, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους λοιπούς παραγωγούς της ουσίας αυτής ή οποιασδήποτε άλλης ουσίας κατά την καταχώρισή της στο παράρτημα Ι της εν λόγω οδηγίας. Η προσφεύγουσα δεν απέδειξε ούτε ότι η Επιτροπή προέβλεψε μεταβατικές περιόδους για άλλους παραγωγούς κατά την τροποποίηση της προδιαγραφής μιας ουσίας ήδη καταχωρισμένης στο παράρτημα Ι της οδηγίας 91/414.

103    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, με το να μη προβλέψει, στην προσβαλλόμενη οδηγία, μεταβατική περίοδο για την προβλεπόμενη από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 2005/53 επανεξέταση των ισχυουσών εγκρίσεων.

104    Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτή καμία παραβίαση των γενικών αρχών του δικαίου που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα.

–       Επί της φερομένης παραβάσεως της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

105    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, από την αιτιολογία την οποία απαιτεί το άρθρο 253 ΕΚ πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική της κοινοτικής αρχής που εξέδωσε τη σχετική πράξη, έτσι ώστε οι μενενδιαφερόμενοι να έχουν τη δυνατότητα να γνωρίσουν τους δικαιολογητικούς λόγους του ληφθέντος μέτρου, προκειμένου να προασπίσουν τα δικαιώματά τους, ο δε κοινοτικός δικαστής να έχει τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 12ης Σεπτεμβρίου 2002, T‑89/00, Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. II‑3651, σκέψη 65 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

106    Εν προκειμένω, όσον αφορά τη φερόμενη έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με τη διάταξη της προσβαλλομένης οδηγίας η οποία ορίζει τα διαχρονικά αποτελέσματά της, αφενός, διαπιστώνεται ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 1, 2 και 4 της προσβαλλομένης οδηγίας, οι οποίες προαναφέρθηκαν στις σκέψεις 84 και 85 της παρούσας αποφάσεως, προκύπτουν σαφώς οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή όρισε ότι έχει αναδρομική ισχύ η τροποποιηθείσα προδιαγραφή.

107    Αφετέρου, η Επιτροπή δεν είχε υποχρέωση να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν προέβλεψε μεταβατική περίοδο για την επανεξέταση των εθνικών εγκρίσεων. Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει εκ των ανωτέρω, ούτε οι εφαρμοστέες διατάξεις ούτε η παλαιότερη πρακτική της Επιτροπής ούτε κάποια από τις γενικές αρχές του δικαίου που επικαλέστηκε η προσφεύγουσα επέβαλλαν στην Επιτροπή να προβλέψει τέτοια μεταβατική περίοδο.

108    Κατά συνέπεια, κακώς υποστηρίζει η προσφεύγουσα ότι η προσβαλλόμενη οδηγία δεν φέρει αιτιολογία.

109    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

 Επί των δικαστικών εξόδων

110    Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έκτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Vischim Srl στα δικαστικά έξοδα.

Meij

Dehousse

Vadapalas

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Οκτωβρίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.